Θεολόγου μοναχοῦ Ἰβηρίτου
Βιβλιοθηκαρίου τῆς μονῆς Ἰβήρων
«Εἰς χρῆσιν τῶν
ἀξιωθέντων κυκλοπαιδείας εὐμοιρῆσαι»
Ἡ
σχέση τῶν Ἰβηριτῶν λογίων τῆς περιόδου 1500-1820 μέ την ἑλληνική ἀρχαιότητα
κατά τίς μαρτυρίες τῶν βιβλίων τῆς ἱ. Μονῆς Ἰβήρων
Τά ἴχνη τῶν προγενεστέρων
Την
ιστορία της Ιεράς Μονής Ιβήρων (κυρίως αυτήν των μεταβυζαντινών και νεώτερων χρόνων) μπορούμε εκ μέρους να την ανιχνεύσουμε στο περιεχόμενο της πλουσιότατης
βιβλιοθήκης της. Εκ μέρους, διότι κάποια βιβλία χάθηκαν η λανθάνουν σήμερα·
αλλά και διότι πολλοί εμπλεκόμενοι και πολλά μοχθήσαντες για τη συγκρότηση και
διαφύλαξη αυτής της πανάγιας και πολύτιμης κληρονομιάς έζησαν αφανώς, ζητώντας
το έλεος του Θεού κι όχι τη δόξα των ανθρώπων. Τους είμαστε ευγνώμονες για τη
χάρη που μας μεταδίδουν με όσα φιλοκάλησαν η απλώς άγγιξαν. Άλλοι όμως άφησαν
ίχνη. Είμαστε και σ’ αυτούς ευγνώμονες για όσα μας μεταδίδουν και για τη χαρά
της αισθητής κοινωνίας.
Oι προσωπικοί αγώνες και
αγωνίες, το πάθος και ο πόθος για τη μόρφωση και διαμόρφωση του χαρακτήρα, οι
κόποι και οι ιδρώτες για τη μελέτη, την αντιγραφή και τη γραφή, οι ταπεινές
ικεσίες προς τον Θεό, η μετάνοια και η αυτομεμψία (αλλά και οι ταπεινόσχημοι
κομπασμοί για κάποιες γνώσεις η τάλαντα), οι μέριμνες και προσπάθειες για τον
εμπλουτισμό της ιβηριτικής βιβλιοθήκης, τον πνευματικό καταρτισμό των
συμμοναστών αλλά και για τον φωτισμό του γένους των Ορθοδόξων Χριστιανών, η
συμμετοχή στη ζωή και στις ζυμώσεις που διενεργήθηκαν όλον αυτόν τον καιρό στην
καθ’ ημάς Ανατολή και στις ελληνικές παροικίες της Δύσης και η όποια συμβολή
της Μονής στον πολιτισμό μας, όλα γίνονται αισθητά σε όποιον εντρυφά στον
θησαυρό των σημειωμάτων που εναπόκεινται στα χειρόγραφα και στα έντυπα της
ιβηριτικής συλλογής και ψηλαφά τον παλμό των προγενεστέρων. Από αυτά τα
σημειώματα αλλά και από τα περιεχόμενα των βιβλίων καθίσταται ανιχνεύσιμη και η
σχέση των Ιβηριτών με την ελληνική αρχαιότητα κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο
Αρχαίος πολιτισμός και Ορθόδοξη
αγωγή
Η
Ορθόδοξη χριστιανική παράδοση δεν απορρίπτει τη θύραθεν παιδεία και την
αρχαιογνωσία. Τις χρησιμοποιεί επιλεκτικά και διακριτικά, ακολουθώντας τις
συμβουλές του Μεγάλου Βασιλείου προς τους νέους, «όπως αν εξ ελληνικών
ωφελοίντο λόγων», δηλαδή να χρησιμοποιούν μεν αρχαιοελληνικά κείμενα στην
εκπαίδευση, να επιλέγουν όμως όσα από αυτά οδηγούν στην αρετή.
Έτσι,
κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας η στοιχειώδης αρχαιομάθεια ήταν απαραίτητη
προϋπόθεση της κατανόησης και γνώσης του θησαυρού της ελληνορθόδοξης
κληρονομιάς και τα διδακτικά εγχειρίδια συμπεριλάμβαναν αρκετά κλασικά κείμενα.
Tό 1620 ο Ιβηρίτης ιερομόναχος Αβεσσαλώμ, προσμονάριος του ναού της
Πορταΐτισσας, σε σημείωμά του στον κώδικα Ιβήρων 146 παραθέτει το πρόγραμμά
του, πρόγραμμα ενός μαθητή ενός μέσου σχολείου της εποχής: «Εις τας 20 του
Ιανουαρίου άρχισα να σπουδάζω εις τον κυρ Λαυρέντιον τον Λημναίον την Παλαιάν·
εις παπά Ρουήλ, τον Αλέξανδρον του Ζυγομαλά, Χρονογράφον, Όμηρον, Κάτωνα,
Ευριπίδην, Θεοδώρητον, Αιλιανόν, θεολογικόν του Δαμασκηνού, εκ του κατά Μωάμεθ,
Λειτουργίαν εξηγητήν, γραμματικήν Λάσκαρη και του Μοσχοπούλου, Άμπακον, ήγουν
Γλινζούνιον, διδαχάς, επιστολάς, Θεόκριτον, αστρονομικόν, το Πυρ καθαρτήριον,
ονειροκρίτην, Τετραβάγγελον».
Η
ανώτερη εκπαίδευση κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο περιλάμβανε, μεταξύ των άλλων,
και μαθηματικά, ιστορία, ρητορική, λογική και φιλοσοφία (κυρίως αριστοτελικά
συγγράμματα και σχόλια σε αυτά), όπως φαίνεται στην αφιέρωση του κώδικα 251,
ενός χειρογράφου με σχόλια στον Αριστοτέλη, από τον ιερομόναχο Νεόφυτο
Χριστόπουλο, «φίλο των φιλομαθών» όπως αυτοαποκαλείται, στη Μονή Ιβήρων στις
αρχές του 18ου αιώνα: «...εις χρήσιν των αξιωθέντων κυκλοπαιδείας ευμοιρήσαι
και λογικής ην διδώ Θεός άψασθαι και τοις προθύροις της φιλοσοφίας (ης ουδέν
κτήμα κατά τον Ισοκράτην τιμιώτερον) προσπελάσαι».
Το
πνεύμα της παραπάνω αφιερώσεως μπορεί να είναι συμβατό με την εν Χριστώ ζωή,
υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αν και συμφωνεί με τον
άγιο Γρηγόριο Νύσσης που χαρακτηρίζει την «έξωθεν παίδευσιν» ως «αεί ωδίνουσαν
και μηδέποτε ζωογονούσαν τω τόκω», ωστόσο υπογραμμίζει ότι η σπουδή των
επιστημών «γυμνάζει τον ψυχικόν οφθαλμόν προς οξυωπίαν» και μπορεί κανείς, με
πολλή διάκριση, να μεταχειρισθεί το «εξεταστικόν» της στη μελέτη των θείων
λόγων, οδηγούμενος από την «μόνην κλειν των Γραφών, την χάριν του Πνεύματος».
Έτσι, χρησιμοποιώντας κανείς τις γνώσεις του με διάκριση, ταπείνωση και απόλυτη
εμπιστοσύνη στον Θεό, οδεύει προς τον αγιασμό. Ει δ’ άλλως, αν δηλαδή βασίζεται
στη μόρφωση και στις ικανότητές του, καταλήγει στην υπερηφάνεια και στην
απώλεια της κοινωνίας με τον Θεό και τον πλησίον, στον οποίο μεταδίδει γνώσεις
ξερές, χωρίς «πνεύμα ζωοποιούν».
Τα βιβλία της Μονής Ιβήρων με
αρχαιογνωστικό περιεχόμενο
Από
τις μαρτυρίες των βιβλίων μπορούμε να εικάσουμε ότι πολλοί από τους Ιβηρίτες
μοναχούς βάδισαν την παραπάνω οδό, τη μέση και βασιλική. Άλλοι όμως κατέληξαν
σε υπερβολές: της απορρίψεως της θύραθεν παιδείας η της απολυτοποιήσεώς της.
Ποιοί και πόσοι ακολούθησαν κάθε μια οδό δεν μπορούμε να αποφανθούμε με
βεβαιότητα. Μπορούμε μόνο να σκιαγραφήσουμε κάποιους από αυτούς, να δώσουμε
τους αριθμούς των βιβλίων που εισάγουν, παραδίδουν η σχολιάζουν τον θησαυρό της
αρχαιοελληνικής σοφίας και γραμματείας και να εξαγάγουμε κάποια συμπεράσματα
για τα αρχαιογνωστικά ενδιαφέροντα των Ιβηριτών κάθε μιας χρονικής περιόδου,
έχοντας υπ’ όψιν ότι πολλά βιβλία (κυρίως χειρόγραφα) με αρχαία κείμενα
φυγαδεύτηκαν με ποικίλους τρόπους στο εξωτερικό κατά τη μακρά περίοδο της
Τουρκοκρατίας· άρα, το ποσοστό τους επί του συνόλου θα ήταν μεγαλύτερο κατά την
εποχή που γράφονταν η μελετώνταν.
Στην
ιβηριτική συλλογή φυλάσσονται συνολικά 183 χειρόγραφα σχετιζόμενα με την κλασική αρχαιότητα και χρονολογούμενα πριν από το
1821 (αποτελούν περίπου το 11% του συνόλου των χειρογράφων αυτής της περιόδου).
Από αυτά, μόνο τα 31 είναι βυζαντινά (όμως, σχεδόν όλα έχουν έλθει στη Μονή
μετά το 1500) και είναι περίπου ισόποσα μοιρασμένα σε κάθε κλάδο της αρχαίας
ελληνικής γραμματείας, ενώ έξι από αυτά περιέχουν βυζαντινές γραμματικές.
Αντίθετα, ανάμεσα στα 152 μεταβυζαντινά κυριαρχούν τα χειρόγραφα φιλοσοφικού
περιεχομένου (48 συνολικά, από τα οποία τα 29 παραδίδουν σχόλια του Θεοφίλου
Κορυδαλέως και του Γερασίμου Βλάχου στον Αριστοτέλη) και οι ανθολογίες, κυρίως
αρχαιοελληνικών, αλλά και άλλων κειμένων (43 κώδικες στο σύνολο, από τους
οποίους οι 25 παραδίδουν μαθητικές σημειώσεις με διάστιχη ερμηνεία των
κειμένων). Ακολουθούν οι γραμματικές της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (24), τα
χειρόγραφα με ρητορικά κείμενα (11), με ποιητικά έργα (10), τα ιατρικής φύσεως
(10), τα φιλολογικά (4), τα λεξικά (4) και τα ιστορικά και μυθολογικά (2).
Τα
έντυπα της ίδιας περιόδου με περιεχόμενο σχετικό με την κλασική αρχαιότητα
συμποσούνται σε 486 τίτλους (789 σώματα) και αποτελούν το 26% του συνόλου της
συλλογής των ελληνικών εντύπων. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι όλες οι
εκδόσεις του 15ου αιώνα (21 τίτλοι) σχετίζονται με την ελληνική αρχαιότητα,
κατηγορία που με 256 τίτλους κυριαρχεί και ανάμεσα στα βιβλία του 16ου αιώνα,
αποτελώντας το 71% των τίτλων. Σε αυτούς τους 277 τίτλους υπερτερούν οι
εκδόσεις ποιητικών (50), φιλοσοφικών (45), ρητορικών (38), ιστορικών (30),
κειμένων θετικών επιστημών (29) και πεζών κειμένων (28), ενώ ακολουθούν οι
γραμματικές (19), τα φιλολογικά βιβλία (17), τα λεξικά (16) και οι ανθολογίες
(4). Η κυριαρχία των εκδόσεων με θύραθεν κείμενα κατ’ αυτήν την περίοδο μαρτυρεί
το ενδιαφέρον των Ιβηριτών και των δωρητών της βιβλιοθήκης της Μονής γι’ αυτά.
Ίσως όμως να σχετίζεται και με τη δυσπιστία των μοναχών της εποχής προς το
έντυπο λειτουργικό βιβλίο (που αφθονεί κατά τους επόμενους αιώνες), το
εκδιδόμενο στη Δύση και ενίοτε νοθευόμενο από τους ρωμαιοκαθολικούς εκδότες, η
και με τη χρήση των λειτουργικών βιβλίων μέχρι την τελική φθορά τους. Το
γεγονός πάντως είναι ότι ενώ στη βιβλιοθήκη σώζονται 91 λειτουργικά χειρόγραφα
του 16ου αιώνα, τα αντίστοιχα έντυπα βιβλία είναι 35 τίτλοι (σε 26 σώματα) με
μόλις δύο από αυτούς να χρονολογούνται πριν από το 1550.
Ο
αριθμός των σχετικών με την αρχαιομάθεια βιβλίων του 17ου και του 18ου αιώνα
είναι μάλλον μικρός (129 τίτλοι, το 12% του συνόλου), κάτι που ίσως να
σχετίζεται και με τη δωρεά αρκετών βιβλίων της Μονής στην Αθωνιάδα σχολή, κατά
τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας της (βλ. παρακάτω). Πάντως, κατά την επόμενη
εικοσαετία (1801-1820) ο αριθμός των βιβλίων που μαρτυρούν το αρχαιογνωστικό
ενδιαφέρον των Ιβηριτών είναι αρκετά υψηλός (80 τίτλοι, το 22% του συνόλου).
Ανάμεσα στα βιβλία αρχαιομάθειας της περιόδου 1601-1820 υπερτερούν οι εκδόσεις
σχολικών κειμένων που τυπώθηκαν για τους μαθητές των πολλών σχολείων της εποχής
(56 γραμματικές, 36 ιστορίες, 19 ανθολογίες αρχαιοελληνικών κειμένων και 15
λεξικά· όλα μαζί, το 60% του συνόλου).
Βιβλιογράφοι, κτήτορες και
αφιερωτές βιβλίων αρχαιογνωστικού περιεχομένου κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο
Μετά
από τρεις αιώνες δοκιμασιών και καταστροφών, η μεγάλη και ιστορική Μονή των
Ιβήρων, με την αυγή του 16ου αιώνα, αρχίζει να ακμάζει και πάλι και να
ανασυγκροτείται. Κύριος παράγων αυτής της ανάκαμψης είναι ο ηγούμενος
Διονύσιος, που, εκτός από την ανοικοδόμηση των κτηρίων της Μονής, φροντίζει και
για τον εμπλουτισμό της βιβλιοθήκης της. Σ’ αυτήν είχε φυλαχθεί ένας αξιόλογος
πυρήνας χειρογράφων της εποχής της πρώτης ακμής της (10ου-11ου αιώνα). Ο
Διονύσιος ίδρυσε καλλιγραφικό εργαστήριο, το οποίο –με μικρές διακοπές-
συνέχισε τη δραστηριότητά του μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα. Διάσημοι λόγιοι
της εποχής, όπως ο όσιος Θεόφιλος ο μυροβλύτης και ο Παχώμιος Ρουσάνος, ήλθαν
στη Μονή και παρέμειναν για αρκετά χρόνια μελετώντας και αντιγράφοντας βιβλία.
Βιβλιογράφος υπήρξε και ο ίδιος ο Διονύσιος. Οι καλλιγράφοι της Μονής
αντέγραψαν κυρίως λειτουργικά κείμενα, για τις ανάγκες της λατρείας στο
καθολικό, στον ναό της Πορταΐτισσας και στα πολλά παρεκκλήσια. Από τα
χειρόγραφα της Μονής αυτής της εποχής ένα, γραμμένο από τον Ρουσάνο, με λόγους
του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, του Δημοσθένη και του Λιβάνιου, μαρτυρεί την
αρχαιογνωσία και το ενδιαφέρον του για τη ρητορική τέχνη, την οποία εξασκούσε
κατά τις συχνές ιεραποστολικές περιοδείες του στην υπόδουλη Ελλάδα.
Φαίνεται
ότι μέχρι τότε δεν υπήρχαν δυτικές εκδόσεις στη Μονή, εκτός ίσως από ένα η δύο
λειτουργικά βιβλία. Τα πρώτα έντυπα τα φέρνει στα μέσα του 16ου αιώνα ο λόγιος
μοναχός Θεοφάνης Ελεαβούλκος μετά από μακρά παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη,
με λαμπρή κηρυκτική και διδακτική σταδιοδρομία, και τα αφιερώνει στην Ιβήρων.
Στη συλλογή του συγκαταλέγονταν και 24 εντυπωσιακές εκδόσεις με κείμενα αρχαίων
φιλοσόφων, ρητόρων, ποιητών, γιατρών κλπ., κατάγραφες από ερμηνευτικά σχόλια
και σχέδια κηρυγμάτων, οι οποίες, μαζί με δύο κώδικες ποικίλου περιεχομένου που
καλλιγράφησε (ο φίλος Κρίτων Χρυσοχοΐδης τους χαρακτηρίζει προσωπικές
εγκυκλοπαίδειες), σώζονται σήμερα στη βιβλιοθήκη και μαρτυρούν για τη σοφία του
ανδρός. (Ανάμεσά τους, δύο έχουν σημειώσεις και του μαθητή του Νικολάου
Σοφιανού, γνωστού ουμανιστή, ο οποίος τα είχε χρησιμοποιήσει.) Ο Θεοφάνης
φεύγει από τη Μονή μετά το 1560, τα βιβλία του όμως παραμένουν πολύτιμο κόσμημα
της βιβλιοθήκης της, όπως το θέλησε: «Ταύτην την βίβλον την περιέχουσαν πάσαν
την αριστοτελικήν πραγματείαν ... αφιερώ ήδη αυτήν τη σεβασμία θεία ιερά και
βασιλική μονή των Ιβήρων, μετά και των λοιπών μου πασών βίβλων, ων ενεκομισάμην
εν αυτή», έγραψε σε κάποιο από αυτά.
Η
δραστηριότητα γνωστών λογίων συνεχίζεται και στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα
στο φιλόξενο γι’ αυτούς περιβάλλον της Μονής Ιβήρων, όπως μαρτυρεί το 1588 ένας
από αυτούς, ο ιεροδιάκονος Συμεών Καβάσιλας· αλλά τα ενδιαφέροντα και τα βιβλία
τους είναι κυρίως εκκλησιαστικά. Το καλό όμως περιβάλλον, η οργανωμένη
βιβλιοθήκη της Μονής και η σχέση του με τον Καβάσιλα ελκύουν το ενδιαφέρον του
επισκόπου Μαξίμου Μαργουνίου, ενός από τους λογιότερους Έλληνες της εποχής του,
με μεγάλη κλασική παιδεία, που έζησε πολλά χρόνια στην Ιταλία. Ο Μάξιμος λίγο
μετά το 1600 δωρίζει στην Ιβήρων μεγάλο μέρος της συλλογής του, εννιά κασέλες
με βιβλία, τα περισσότερα στα λατινικά. Στη βιβλιοθήκη της Μονής, ανάμεσα στα
ελληνικά βιβλία της συλλογής του, σώζονται δεκατέσσερα από τα έντυπα και πέντε
από τα χειρόγραφα του Μαργουνίου με αρχαιογνωστικό περιεχόμενο, μερικά αρκετά
παλαιά, αγορασμένα από τους προηγούμενους κατόχους τους, Ιταλούς κατά το
πλείστον. Έτσι, μέσω του Μαργουνίου, μεταγγίσθηκαν στο Άγιον Όρος κάποιοι
καρποί του δυτικού ουμανισμού.
Στο
πρώτο μισό του 17ου αιώνα ζει στη Μονή ο ιερομόναχος Αβεσσαλώμ που
προαναφέραμε, μια πολυσχιδής προσωπικότητα, με ποικίλα ενδιαφέροντα και αρκετά
ταξίδια στην καθ’ ημάς Ανατολή και στη Μεσόγειο. Ανάμεσα στα βιβλία του
σώζονται δύο εκδόσεις του 16ου αιώνα, ένα χειρόγραφο με σημειώσεις από τα
μαθήματά του κι άλλο ένα με ανθολόγιο (μεταξύ των άλλων) και κλασικών κειμένων,
μαρτυρίες της ευρείας μορφώσεως και της αρχαιομάθειάς του.
Η
μεγαλύτερη δωρεά στη Μονή πραγματοποιείται το 1678, στην αρχή της νέας μεγάλης
ακμής της, από τον οικουμενικό πατριάρχη Διονύσιο τον Δ , εραστή της σοφίας και
μανιώδη συλλέκτη βιβλίων. Ο Διονύσιος συντάσσει κανονισμό της λειτουργίας της
βιβλιοθήκης που επικυρώνεται συνοδικώς και χαρίζει σε αυτήν όλη τη συλλογή του
με πολλά πολύτιμα και παλαιά βιβλία. Όπως αυτά μαρτυρούν, τα ενδιαφέροντά του
εκτείνονταν σε όλα τα πεδία του επιστητού. Από τα έντυπα βιβλία του που
σώζονται στη βιβλιοθήκη, 38 περιέχουν κείμενα της αρχαίας ελληνικής
γραμματείας, ενώ από τα χειρόγραφα, ένα έχει γραμματικό περιεχόμενο, δύο –το
ένα, αυτόγραφο του συγγραφέα- περιέχουν έργα του Γερασίμου Βλάχου και τρία μας
παραδίδουν σχόλια του Κορυδαλέως στο αριστοτελικό corpus.
Ο
Διονύσιος ανέθετε την αντιγραφή αρκετών χειρογράφων σε διαφόρους συνεργάτες
του, που είχαν κάποιο εκκλησιαστικό αξίωμα. Το δεύτερο μέρος ενός από αυτούς
τους κώδικες έχει γραφεί από τον Γιαννιώτη Σίλβεστρο, πρωτοσύγκελλο Ιωαννίνων,
τον οποίο ο πατριάρχης μνημονεύει ως κεκοιμημένο το 1683 σε σημείωσή του. Ίσως
πρόκειται για τον αρχιδιάκονο των Ιωαννίνων Σίλβεστρο, ο οποίος αλληλογραφεί με
τον Γεράσιμο Παλλαδά λίγο μετά το 1650. Πολλά βιβλία του Σιλβέστρου, μεταξύ των
οποίων και 29 έντυπα με αρχαία ελληνικά κείμενα και δύο χειρόγραφα με σχόλια
του Γερασίμου Βλάχου στον Αριστοτέλη, σώζονται σήμερα στη βιβλιοθήκη της Μονής.
Κάποια από αυτά φέρουν κτητορικά σημειώματα και του Διονυσίου, άλλα έχουν το
όνομα του συμπολίτη και σύγχρονού του λογίου Στεφάνου Τζιγαρά και άλλα το όνομα
του λίγο μεταγενέστερου Ιβηρίτη διδασκάλου Νεοφύτου Χριστοπούλου, στον οποίο
αναφερόμαστε παρακάτω. (Ο Τζιγαράς έχει αντιγράψει και μέρος κώδικα της
ιβηριτικής βιβλιοθήκης με εισαγωγή του Γερασίμου Βλάχου στην αριστοτελική
φιλοσοφία, ενώ ένα άλλο χειρόγραφο, γραμμένο από τον Χριστόπουλο, περιέχει,
μεταξύ των άλλων, και ανέκδοτο φιλοσοφικό έργο του Τζιγαρά.) Πιθανώς τα βιβλία
του Σιλβέστρου θα έφθασαν στη Μονή μέσω κάποιου από τους παραπάνω λογίους.
Την
ίδια εποχή αγιογραφείται και ο ναός της Παναγίας της Πορταΐτισσας. Στον νάρθηκά
του φαίνεται η υψηλή θέση που κατέχουν οι αρχαίοι Έλληνες σοφοί στις
συνειδήσεις των ιθυνόντων της Μονής και του πατριάρχη Διονυσίου, ο οποίος
απεικονίζεται εκεί, ενώ λίγο πιο πέρα έχουν αγιογραφηθεί ο Αριστοτέλης, ο
Πλάτων, ο Σόλων, ο Θουκυδίδης, ο Πλούταρχος, κα. Στα χέρια τους κρατούν
ειλητάρια με φράσεις τους που φανερώνουν την προσμονή της Χάριτος, του
«αγνώστου Θεού».
Είναι
αυτοί που στην αρχαιότητα καλλιέργησαν τον «σπερματικό λόγο» που αναφέρει ο
άγιος Ιουστίνος, ο φιλόσοφος και μάρτυς του 2ου μ. Χ. αιώνα. Αρκετοί αρχαίοι
φιλόσοφοι και ποιητές αγωνίστηκαν επίμονα να προσεγγίσουν το θείο, πέρα από τα
είδωλα που κυριαρχούσαν στη λατρεία του απλού λαού. Σμίλεψαν την ελληνική
γλώσσα και την κληροδότησαν στους Χριστιανούς επιγόνους τους, που την
αξιοποίησαν στο έπακρο στη θεολογία και στην υμνογραφία. Κατέκριναν κάποιες
υπερβολές και εκτροπές του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Και τώρα, που
εικονίζονται σε κάποιους νάρθηκες χριστιανικών ναών ως πρόδρομοι της Χάριτος
που ήλθε δια του Υιού και Λόγου του Θεού, χαίρονται οι ψυχές τους γιατί
εκπληρώθηκαν τα οράματα και οι προσδοκίες τους.
Ο
17ος και οι αρχές του 18ου αιώνα είναι η εποχή της σχεδόν ολοκληρωτικής
κυριαρχίας του Αριστοτέλη στον ελληνικό στοχασμό μέσω της σχολής του Θεοφίλου
Κορυδαλέως. Αναφερθήκαμε παραπάνω στην πληθώρα των βιβλίων του στη βιβλιοθήκη
της Μονής, αλλά και αυτών του μαθητή του Γερασίμου Βλάχου.
Ο
ιερομόναχος Νεόφυτος Χριστόπουλος από τον Τύρναβο, λόγιος, καλλιγράφος,
ιεροκήρυκας και δάσκαλος σε σχολεία της Θεσσαλίας και της Δυτικής Μακεδονίας
κατά το πρώτο τέταρτο του 18ου αιώνα, αντέγραψε επτά από τα 24 χειρόγραφα με
έργα του Κορυδαλέως που φυλάσσονται στη Μονή Ιβήρων. (Στη βιβλιοθήκη της,
ανάμεσα σε όσα σώζονται από τη συλλογή του, συγκαταλέγονται και άλλα 22 βιβλία
που μαρτυρούν την αρχαιομάθειά του: έξι χειρόγραφα και δεκαέξι έντυπα.) Υπήρξε
μαθητής του Μάρκου Πορφυρόπουλου, του Κύπριου, μαθητή του Κορυδαλέως, και με
ευγνωμοσύνη μνημονεύει τον δάσκαλό του στους κολοφώνες κάποιων από τα εν λόγω
χειρόγραφα. Συνδέθηκε και με τον ηγεμόνα Νικόλαο Μαυροκορδάτο και χρημάτισε
παιδαγωγός των γιών του, πριν να επιστρέψει στη μετάνοιά του.
Ο
Νικόλαος, γιος του Αλεξάνδρου, του «εξ απορρήτων», σχολιαστή του Αριστοτέλη και
δεινού φιλολόγου, κληρονόμησε τη βαθιά κατάρτιση του πατέρα του. Στη Μονή
σώζονται δύο εκδόσεις έργων του Αλεξάνδρου και τρεις του Νικολάου σε πολλαπλά
αντίτυπα (δύο από αυτά είναι δώρα του τελευταίου στον Χριστόπουλο), επτά
χειρόγραφα περιέχουν έργα τους, ενώ ένα άλλο χειρόγραφο προέρχεται από τη
συλλογή του Νικολάου.
Την
ίδια εποχή δρα και ο Γιαννιώτης Γεώργιος Σουγδουρής, ο οποίος χειροτονήθηκε
ιερεύς από τον Γεράσιμο Βλάχο στη Βενετία, επιμελήθηκε κάποιες από τις εκδόσεις
των Γλυκήδων και εξέδωσε γραμματική και εισαγωγή στον Αριστοτέλη. Στη Μονή
σώζονται δύο εκδόσεις της γραμματικής του, τρία χειρόγραφα με εκδομένα και
ανέκδοτα έργα του και ένα έντυπο με έργα του Ευριπίδη που ανήκε σ’ αυτόν.
Γύρω
στα 1720 έρχεται στη Μονή κι ο Νεόφυτος Μαυρομμάτης, πρώην μητροπολίτης Άρτης
και Ναυπάκτου, και εφησυχάζει για μερικά χρόνια σ’ αυτήν. Τακτοποιεί τα βιβλία
του γέροντά του Διονυσίου του Δ σὲ χώρο
που διαμορφώνει στα «κατηχούμενα» του καθολικού και δωρίζει αρκετά από τα δικά
του βιβλία. Ανάμεσά τους σώζονται δεκαέξι εκδόσεις αρχαίων κειμένων, και, από
χειρόγραφα, δύο γραμματικές και μία λογική.
Ο
Μαυρομμάτης συνδέεται και με τον όσιο Ιερόθεο τον Ιβηρίτη, τον οποίο συνάντησε
στη Μονή Ιβήρων. Ο όσιος υπήρξε μαθητής του Πορφυρόπουλου στο Βουκουρέστι και
δάσκαλος στη Σκόπελο, όπου απεστάλη από τον πρώην Άρτης. Δίδαξε εκεί για μια
δεκαετία, επέστρεψε στο Όρος, όπου «δεν έπαυσε ποτέ παραδίδοντας μαθήματα και
συν αυτοίς έργω και λόγω την αρετήν διδάσκων», και, λίγο πριν από την οσιακή
κοίμησή του, πήγε στο ερημονήσι Γιούρα όπου και ετελειώθη το 1745. Στους
μαθητές του συγκαταλέγονται ο διδάσκαλος ιερομόναχος
Μελέτιος Ιβηρίτης και ο γνωστός λόγιος Καισάριος Δαπόντες.
Στα
παραδείγματα των δύο Ιβηριτών διδασκάλων και μαθητών του Πορφυρόπουλου, δηλαδή
του Νεόφυτου Χριστόπουλου και του οσίου Ιεροθέου, βλέπουμε τον δρόμο της
μαθήσεως: Οι νέοι διδάσκονται τα στοιχειώδη στα σχολεία της καταγωγής τους. Με
μεγάλη προσπάθεια μεταβαίνουν στα μεγάλα κέντρα της εποχής, εντός και εκτός
ελλαδικού χώρου, για να φοιτήσουν στις εκεί μέσες και ανώτερες σχολές. Στη
συνέχεια επιστρέφουν στην πατρίδα η στη μετάνοιά τους, για να διδάξουν τους
συμπατριώτες η συμμοναστές τους. Έτσι μετακενώνεται η αρετή κι η γνώση.
Αλλά
οι δύο Ιβηρίτες προσλαμβάνουν τη θύραθεν παιδεία διαφορετικά ο καθένας: Ο
Χριστόπουλος φαίνεται να θεωρεί την τέλεια απόκτησή της ως σκοπό της ζωής του.
Ο όσιος Ιερόθεος, αν και την κατείχε πληρέστατα, δεν έκανε πολύ λόγο γι’ αυτήν.
Προτίμησε την αφάνεια και την ασκητική κακουχία, αποσκοπώντας στον αγιασμό και
στην άκτιστη γνώση που χαρίζει ο Θεός σε όσους Τον αγαπούν ειλικρινά και
αγωνίζονται να καθαρθούν από τα εφάμαρτα πάθη, για να ενωθούν μαζί Του. Τώρα,
πλήρης Χάριτος, δοξάζεται αιώνια με χαρίσματα ιαμάτων.
Στα
μέσα του 18ου αιώνα, μαζί με τον Μελέτιο που προαναφέραμε, μονάζουν στην Ιβήρων
οι διδάσκαλοι ιερομόναχος Θεόκλητος (ίσως είναι ο κτήτωρ τριών εντύπων και δύο
χειρογράφων αρχαιογνωσίας, ο οποίος μερικές φορές προσθέτει στην υπογραφή του
τη φράση «τουπίκλην αββάς») και μοναχός Ιωακείμ, καθώς και ο ιερομόναχος
Θεόκλητος Πολυείδης, συγγραφέας των περιφήμων «Προφητειών του Αγαθαγγέλου». Ο
Μελέτιος, ανταποκρινόμενος στις επανειλημμένες αιτήσεις του Ευγένιου Βούλγαρη,
ιδρυτή της Αθωνιάδας, δανείζει σταδιακά αρκετά βιβλία αρχαιογνωσίας στη σχολή,
τα οποία όμως δεν επεστράφησαν στη Μονή.
Στα
τέλη του 18ου αιώνα εκδηλώθηκε η φιλοκαλική αναγέννηση στο Άγιον Όρος ως μια
κίνηση επιστροφής στους Πατέρες και στην αρχαία λειτουργική παράδοση με την
έκδοση πολλών αγιοπατερικών κειμένων (η Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών που
εξέδωσαν οι άγιοι Νικόδημος ο Αγιορείτης και Μακάριος ο Νοταράς είναι το
σημαντικότερο), αλλά και πολλών διαφωτιστικών βιβλίων, βίων και ακολουθίων
Αγίων. Το κίνημα των «Κολλυβάδων», όπως δυσφημιστικά ονομάστηκαν οι εκπρόσωποι
αυτής της αναγέννησης, έμελλε να έχει σημαντικές επιδράσεις κατά τους επόμενους
αιώνες στον ελλαδικό χώρο και έξω από αυτόν. Μετά τον διωγμό των περισσοτέρων
από αυτούς από το Άγιον Όρος στις αρχές του 19ου αιώνα, τη διασπορά τους ανά το
Αιγαίο και την ίδρυση δεκάδων μοναστηριών από τους ίδιους η τους μαθητές τους,
ο πιστός λαός γνώρισε καλύτερα την παράδοσή του, την αξιοποίησε δημιουργικά στη
ζωή και στα έργα του (κορυφαίο παράδειγμα ο επίγονός τους Αλέξανδρος
Παπαδιαμάντης που εξακολουθεί να ποδηγετεί τους Νεοέλληνες), έχοντας έτσι ένα
αντίβαρο στην ξενόφερτη ιδεολογία και παιδεία που προωθούσε το νεοσύστατο,
κολοβωμένο, απροσανατόλιστο και υπό ξένην κηδεμονίαν ελληνικό κράτος.
Οι
περισσότεροι «Κολλυβάδες» είχαν μεγάλη εγκυκλοπαιδική μόρφωση και μετείχαν στα
αγαθά της αρχαιοελληνικής παιδείας. Τα χρησιμοποίησαν όμως με διάκριση, ακολουθώντας
την Ορθόδοξη πατερική γραμμή που αναφέραμε στην αρχή του άρθρου μας. Λίγοι από
αυτούς αντιτάχθηκαν μαχητικά στον εισαγόμενο γαλλικό διαφωτισμό στη νεοελληνική
μορφή του που -συν τοις άλλοις- προωθούσε τον θρησκευτικό αγνωστικισμό και την
αθεΐα. Οι περισσότεροι εργάστηκαν αφανώς, εγκεντρίζοντας τον λαό στην παράδοσή
του και μεταδίδοντάς του, με τα έργα και τη διδασκαλία τους, τη χάρη του
Πνεύματος που θα τον κρατήσει ζωντανό στη δουλεία η στην ξενοκρατία.
Κάποιοι
από αυτούς ήσαν Ιβηρίτες, όπως ο Ονούφριος Κουντούρογλου, η είχαν σχέση με τη
Μονή Ιβήρων και χρησιμοποιούσαν τη βιβλιοθήκη της, όπως ο άγιοι Νικόδημος ο
Αγιορείτης και Μακάριος ο Νοταράς (έζησε επί διετία στη Σκήτη των Ιβήρων) και ο
μοναχός Χριστοφόρος Προδρομίτης (πέρασε στη Σκήτη το μεγαλύτερο μέρος της ζωής
του). Στη βιβλιοθήκη της Μονής σώζονται μερικά βιβλία που μαρτυρούν την
αρχαιομάθειά τους. Ένα έντυπο ανήκε στον άγιο Νικόδημο, δύο στον Χριστοφόρο,
ενώ από τη συλλογή του Ονουφρίου εντοπίσαμε οκτώ τίτλους εντύπων (δέκα τόμους
συνολικά) με αρχαιογνωστικό περιεχόμενο και δύο χειρόγραφα: το ένα είναι
μαθηματάριο, ενώ το άλλο περιέχει υπόμνημα του Κορυδαλέα στον Αριστοτέλη.
Χαρακτηριστική
της σημαντικής διακινήσεως των ιδεών και διαδόσεως της παιδείας κατά το δεύτερο
μισό του 18ου αιώνα και τις αρχές του επομένου είναι και η παρουσία στη
βιβλιοθήκη της Μονής επτά μαθητικών εγχειριδίων αυτής της περιόδου με αρχαία
ελληνικά κείμενα. Τέσσερα από αυτά προέρχονται από τη σχολή της Δημητσάνας, ένα
από αυτήν των Ιεροσολύμων, ένα από την του Μεσολογγίου και ένα από το σχολείο
του Σαμακοβίου της Ανατολικής Θράκης. Εκτός από το επίπεδο της παιδείας στον
ευρύτερο ελληνικό χώρο αποδεικνύουν και την αρχαιομάθεια των κατόχων τους που
έγιναν μοναχοί της Μονής.
Εξ
άλλου, το 1800 ζουν στη Μονή δύο διδάσκαλοι, οι Γεώργιος και Μηνάς. Ο πρώτος
ίσως είναι ο Γεώργιος Νικολάου Κώος, στον οποίο ανήκαν έξι βιβλία της
βιβλιοθήκης (τέσσερα χειρόγραφα και δύο έντυπα) με έργα των Θεοφίλου
Κορυδαλέως, Γερασίμου Βλάχου και Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου.
Κάποια συμπεράσματα
Ο
αριθμός των σχετικών με την ελληνική αρχαιότητα ελληνικών βιβλίων που εγγίζει
τη χιλιάδα είναι εντυπωσιακός για βιβλιοθήκη μοναστηριού και μόνο με τις
ποσότητες αντιστοίχων βιβλίων των βιβλιοθηκών κάποιων αστικών κέντρων μπορεί να
συγκριθεί. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτος είναι ο αριθμός των 789 τόμων των εντύπων,
αν αναλογισθεί κανείς τη δυσκολία της απόκτησης από το εξωτερικό των εκδόσεων
της μεταβυζαντινής περιόδου. Έτσι, λόγω του πλήθους βιβλίων ποικίλου γνωστικού
περιεχομένου, του συνεχούς εμπλουτισμού της βιβλιοθήκης και της παρουσίας
σημαντικών προσωπικοτήτων εδώ, η Μονή Ιβήρων υπήρξε τόπος συνάντησης των
διανοουμένων της μεταβυζαντινής περιόδου.
Από
τη μελέτη των σημειωμάτων και από όσα εκθέσαμε παραπάνω φαίνεται ότι κατά το
δεύτερο μισό του 16ου και το πρώτο μισό του 17ου αιώνα οι ακριβές εκδόσεις του
15ου και του 16ου αιώνα και τα παλαιά χειρόγραφα χρησιμοποιήθηκαν από λίγους
σχετικά μοναχούς με υψηλό επίπεδο αρχαιομάθειας. Κατά το δεύτερο μισό του 17ου
αιώνα και ως τα τέλη του επόμενου ευρύτερος κύκλος μοναχών, μαζί με τα
χειρόγραφα του κατά Κορυδαλέα αριστοτελισμού, χρησιμοποίησε και τα παλαιότερα
βιβλία για την απόκτηση ανώτερης μόρφωσης. Μάλιστα, στη Μονή κατά τον 18ο και
τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα κάποιοι πεπαιδευμένοι μοναχοί ανέλαβαν να
διδάξουν τους ενδιαφερομένους, όπως μας δείχνει και η περίπτωση του οσίου
Ιεροθέου και των λοιπών Ιβηριτών διδασκάλων που προαναφέραμε. (Επίσημα
«σχολείον φιλολογικόν» ιδρύεται το 1835.) Την εποχή αυτή ο αριθμός των μοναχών
της Μονής που κατείχαν στοιχειώδη μόρφωση αυξάνεται, όπως μαρτυρεί και η
παρουσία των πολλών διδακτικών εγχειριδίων. Εξ άλλου, οι λίγες δεκάδες εντύπων
και χειρογράφων με αρχαία ελληνικά ιατρικά κείμενα, μαζί με αρκετά αντίστοιχα
ξενόγλωσσα έντυπα και μερικά χειρόγραφα ιατροσόφια, χρησιμοποιούνται από τους
Ιβηρίτες γιατρούς στο νοσοκομείο και στο λεπροκομείο που λειτουργούν από τις
αρχές του 17ου αιώνα.
Επίσης,
πολλά βιβλία προέρχονται από την εκατοντάδα μετοχίων της Μονής στα Βαλκάνια,
στη Μικρά Ασία και στη Ρωσία, η από τον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο. Είναι
αφιερώματα ευσεβών, δώρα ηγεμόνων η αποκτήματα των «ταξιδιωτών» (των
ιερομονάχων της Μονής που με άγια λείψανα περιέτρεχαν επαρχίες ολόκληρες) η των
Ιβηριτών εφημερίων των ελληνικών παροικιών του εξωτερικού. Πολλά άλλα τα
έπαιρναν μαζί τους οι «ταξιδιώτες» στα μετόχια και οι εφημέριοι στις παροικίες
και μελετώνταν επί τόπου από τους ενδιαφερομένους. Άλλες φορές επέστρεφαν στη
Μονή κι άλλες όχι. Με αυτή τη διακίνηση των βιβλίων διενεργήθηκε μια ώσμωση
γνώσεων και στοχασμών μεταξύ της Μονής Ιβήρων, της καθ’ ημάς Ανατολής και των
ελληνικών παροικιών της Δύσης. Πιστεύουμε ότι η συμβολή στον νεοελληνικό
πολιτισμό των Ιβηριτών μοναχών που αφομοίωσαν την αρχαία ελληνική παιδεία και
την αξιοποίησαν στα πλαίσια της Ορθοδόξου παραδόσεως υπήρξε αξιόλογη και
γόνιμη.