Εἶναι γνωστό ὅτι σάν χθές, 3 Ἰανουαρίου μέ τό
ἁγιορείτικο (παλαιό) ἡμερολόγιο, τοῦ 1911, πρίν ἀκριβῶς 119 χρόνια, ἐκοιμήθη ὁ
μέγιστος τῶν Ἑλλήνων λογοτεχνῶν Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης (γενν. 4 Μαρτίου 1851).
Ἐκεῖνο ὅμως πού δέν εἶναι σέ πολλούς γνωστό εἶναι
ὅτι ὁ Σκιαθίτης «κοσμοκαλόγερος» ἔζησε κατά τήν τελευταία δεκαετία τῆς ζωῆς του
μέσα σ᾿ ἕνα μικρό καί ἀπέριττο δωμάτιο, στήν πίσω αὐλή τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τῶν Ἁγίων
Ἀναργύρων, στή συνοικία Ψυρρῆ τῶν Ἀθηνῶν.
Στήν Ἀθήνα τοῦ β΄ μισοῦ τοῦ 19ου αἰῶνα ὑπῆρχαν
αὐλές πού στέγαζαν λυτά καί φτωχικά σπιτάκια καί δωμάτια. Σέ μία ἀπ᾿ αὐτές τίς
«αὐλές τῶν θαυμάτων», στήν πολυσύχναστη καί σήμερα περιοχή τοῦ Ψυρρῆ, μέσα σ᾿ ἕνα
δίπατο δωμάτιο ἔζησε γιά δέκα περίπου χρόνια ὁ «ἅγιος» τῆς Λογοτεχνίας μας, μέσρι περίπου τό 1902, προτοῦ ἐπιστρέψει μόνιμα στήν ἰδιαίτερη πατρίδα του Σκιάθο τό 1908. Πρόκειται
γιά τό ἐπονομαζόμενο στίς μέρες μας «Κελί τοῦ Παπαδιαμάντη».
Ἀρχικά, στόν χῶρο αὐτό ἔμενε μόνον ὁ μοναχός
Νήφων. Μετέπειτα ὅμως, καί ἐπειδή ἡ στέγη τοῦ κακοσυντηρημένου σπιτιοῦ πού
νοίκιαζε ὁ Παπαδιαμάντης στήν ὁδό Ἀριστοφάνους 18 κατέρρευσε ὡς συνέπεια μιᾶς
μεγάλης νεροποντῆς (μάλιστα τό περιστατικό συνέβη τή νύχτα καί ὁ Παπαδιαμάντης
λίγο ἔλειψε νά σκοτωθεῖ) ὁ Νήφων τόν προσκάλεσε νά μείνει μαζί του στό μέρος
πού κι ἴδιος ἔμενε, στήν αὐλή τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων.
Ὁ Παπαδιαμάντης σέ ἡλικία 21 ἐτῶν, τόν Ἰούλιο
τοῦ 1872 εἶχε ἐπισκεφθεῖ τό Ἅγιον Ὄρος, «χάριν προσκυνήσεως», ὅπως σημειώνει ὁ ἴδιος
στή σύντομη αὐτοβιογραφία του, ἀλλά μέ βαθειά τήν ἐπιθυμία νά γίνει ἐκεῖ
μοναχός. Παρέμεινε μάλιστα ἐπί ὀκτώ μῆνες δόκιμος μοναχός. Μαζί του στό ταξίδι
αὐτό ἦταν ὁ καλύτερος φίλος του ἀπό τά ἐφηβικά του χρόνια στή Σκιάθο Νικόλαος Ἁγιώτης
(1849-1891) γιός τοῦ πλοιάρχου Διανέλου Ν. Ἀγιώτη.
Ὁ Νικόλαος παρέμεινε στό Ἅγιον
Ὄρος καί ὀνομάστηκε μετά τήν κουρά του μοναχός Νήφων Δοχειαρίτης. Ὁ
Παπαδιαμάντης ὅμως, μετά ὀκτώ μῆνες παραμονῆς του, μή θεωρώντας πιθανότατα τόν ἑαυτό
του ἄξιο να φέρει τό μέγα καί ἀγγελικό σχῆμα, ἐγκατέλειψε τόν Ἄθωνα
καί ἐπέστρεψε στόν κόσμο. Γι αὐτήν του ὅμως τήν ἐμπειρία δέν μίλησε ποτέ. Ἀναμνήσεις
μόνο τῆς ἁγιορείτικης σύντομης αὐτῆς περιόδου τοῦ Παπαδιαμάντη βρίσκουμε στό
διήγημα «Ἀγάπη στόν κρεμνό»: «Ἐκεῖ, ὅταν
διέτριψα ἐπί ἑβδομάδας εἰς τήν σκήτην τήν Ξενοφωντινήν, κειμένην ἡμισείας ὥρας
δρόμον ὑψηλότερον τοῦ ρωσικοῦ μοναστηρίου, γύρω εἰς τήν καλύβην τοῦ Νήφωνος τοῦ
Δοχειαρίτου, ὅπου ἐφιλοξενούμην -ἦτο ὁ μακαρίτης πατριώτης μου καί πιστός φίλος
δι᾿ ἐμέ - ὅλαι αι γειτονικαί μας καλύβαι ἀνῆκον εἰς ἀλλογλώσσους».
Ὁ Παπαδιαμάντης μετά τήν ἐπιστροφή του ἀπό τό
Ἅγιον Ὄρος καί ἔπειτα ἀπό ὁλιγόμηνη παραμονή του στἠ Σκιάθο, ἀπό τό φθινόπωρο
τοῦ 1873 ἐγκαθίσταται μόνιμα πλέον στήν Ἀθήνα προκειμένου νά ὀλοκληρώσει τίς
σπουδές του. Στά 1882 ἀνταμώνει ξανά μέ τόν Νήφωνα, πού ἔχει ἤδη ἐγκαταλείψει
τήν ἁγιορείτικη ζωή καί ἐπισκέπτεται τήν Ἀθήνα γιά θεραπεία τῶν ματιῶν του. Στήν
πρωτεύουσα ὁ Νήφων γνωρίστηκε μέ τούς ἱερεῖς καί ἐπιτρόπους τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων,
οἱ ὁποῖοι καί τοῦ παραχώρησαν τό καμαράκι γιά νά μείνει. Βρισκόταν ὅμως σέ φάση
συνεχοῦς ἀναβολῆς τῆς ἀπόφασης νά ἐπιστρέψει στόν τόπο τῆς μετανοίας του, τό Ἅγιον
Ὄρος, κάτι πού δέν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Ἦταν ἀκριβῶς ἡ ἐποχή πού ἀντάμωσε ξανά
μέ τόν ἐπιστήθιο φίλο του Παπαδιαμάντη καί τοῦ πρότεινε νά συγκατοικήσουν.
Γράφει ὁ Παπαδιαμάντης πρός τόν πατέρα του στή Σκιάθο στίς 10 Νοεμβρίου 1882: «Ὁ Νήφων εἶναι ἐδῶ ἀκόμη, καί ὅπως λέγει, θά ὑπάγῃ
εἰς τό Ἅγ. Ὄρος. Προσεπάθησε νά κατορθώσῃ κἄτι καί δέν ἠμπόρεσε. Δέν ἔκαμε δέ
καμμίαν παρεκτροπήν ἐνταῦθα καί μήν ἀκούετε. Ἄν πίνη ὀλίγον τι, ἀλλά φέρεται
σεμνῶς». Ὁ Νήφων στά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του ἔγινε δάσκαλος καί ἱερέας
στό κτῆμα τοῦ ἐφοπλιστοῦ Ἰωάννου Θεοφιλάτου στό Χαρβάτι (Παλλήνη), πού βρισκόταν
στή θέση τοῦ σημερινοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Τρύφωνος (ὁ Παπαδιαμάντης πέρασε ἐκεῖ τό
Πάσχα τοῦ 1887). Ἐκοιμήθη τό 1891 ἤ το 1901, κατά τόν Ν. Φραγκούλα.
Σύμφωνα μέ μαρτυρίες, στό δίπατο αὐτό
δωμάτιο, στίς ἀρχές τοῦ 1884 ὁ Νήφων ἀποσύρθηκε στό πατάρι μέ τό ἀχυρένιο στρῶμα,
ἀφήνοντας φιλάδελφα τό ἰσόγειο στόν ἐξάδελφό του. Μάλιστα στόν χῶρο αὐτό ὁ
Παπαδιαμάντης ἔγραψε τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ ἀριστουργήματός του «Φόνισσα». Πιθανῶς
τότε γράφει τόν «Κανόνα ἱκετήριον εἰς τήν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον τήν Γοργοεπήκοον»,
βάζοντας στήν ἀκροστιχίδα μαζί μέ τό ὄνομά του καί τό ὄνομα τοῦ Νήφωνα. Ὁ
Κανόνας πρωτοεκδόθηκε στά Ἅπαντα τοῦ
Βαλέτα.
Διηγοῦνται γιά τόν Παπαδιαμάντη ὅτι μεγάλο
μέρος τῆς καθημερινότητάς του τό περνοῦσε στήν γειτονική ταβέρνα τῶν ἀδελφων
Δημήτρη καί Βασίλη Καχριμάνη, δύο στενά παρακάτω, Σαρρῆ 15 καί Ἁγίων Ἀσωμάτων,
στό ἰσόγειο διώροφης κατοικίας τῆς πρώτης ὀθωνικῆς περιόδου. Στό «ταβερνεῖον» αὐτό
ἄλλωστε φέρεται ὅτι συνέγραφε ἐπί εἰκοσιεπτά χρόνια τά ἄρθρα του καί τά
διηγήματά του, πίνοντας καί λίγο κρασάκι, ὡς ἄλλο «ἀλυπιακό μοσχᾶτο». Ὁ
Παπαδιαμάντης ζοῦσε πολύ φτωχικά καί λέγεται ὅτι δέν εἶχε οὔτε χαρτί νά γράψει.
Εὐτυχῶς πού τοῦ ἔδινε χαρτοσακούλες ὁ Καχριμάνης ὁ Τριπολιτσιώτης. Ἔκοβε ὁ κυρ Ἀλέξανδρος
τίς σακούλες σέ ὀρθογώνιο σχῆμα καί ἔβγαζε ἀπ᾿ αὐτές φύλλα χαρτιοῦ, ἐπάνω στά ὁποῖα
ἔγραφε τά δοκίμιά του. Αὐτός ἦταν ἄλλωστε καί ὁ λόγος πού ὁ λογοτέχνης μας τόν
θεωροῦσε ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή τοῦ ἔδινε χαρτί γιά νά γράψει. Χωρίς ἐκεῖνον
τόν εὐλογημένο ταβερνιάρη ποιός ξέρει πόσα ἀπό τά ἔργα τοῦ Παπαδιαμάντη δέν θά εἶχαν
καταγραφεῖ ποτέ.
Σύμφωνα μέ μελετητές τοῦ ἔργου τοῦ
Παπαδιαμάντη, τά περισσότερα «ἀθηναϊκά» διηγήματα, τά ὁποῖα συνέγραψε ὁ κύρ Ἀλέξανδρος
τά ἐμπνεύστηκε ἀπό τήν καθημερινή ζωή τῆς πόλης καί τῶν ἀνθρώπων της, πού ἐπιμελῶς
παρατηροῦσε καί ψυχογραφοῦσε μέ τόν ζωντανό καί ἀνεπανάληπτο λόγο του.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ἀποτελεῖ τό ἔργο «Ὁ Καλόγερος», τό ὁποῖο φαίνεται νά
παραπέμπει στόν φίλο του ἀλλά καί συγκάτοικό του, μοναχό Νήφωνα.
Ὁ Παπαδιαμάντης ἐκτός ἀπό τό Κελί στό ὁποῖο ἀναφερόμαστε, διεμενε ἐπίσης σ᾿ ἕνα δωμάτιο σέ σπίτι τῆς ὁδοῦ Τάκη, δίπλα
στούς Ἁγίους Ἀναργύρους, ὅπου ἔγραψε τήν «Γυφτοπούλα», ἐνῶ τά τελευταῖα δύο του
χρόνια στοῦ Ψυρρῆ, ἔμενε σέ σπίτι τῆς ὁδοῦ Ἀριστοφάνους, δίπλα στόν Ἅη-Θανάση.
Ἀπό τόν Φεβρουάριο τοῦ 1906 μέχρι τόν χειμώνα τοῦ 1908
μένει στή Δεξαμενή, ὅπου σύχναζαν πολλοί λόγιοι, σέ σπίτι ἀπέναντι ἀπό τόν
πευκώνα τοῦ Λυκαβηττοῦ πού εἶχε φυτέψει ἡ βασίλισσα Ἀμαλία. Ἡ σπιτονοικοκυρά
του ἦταν ἡ κυρά Μαρουδιά ἀπό τήν Κύμη. Στά τέλη τοῦ 1908 ἀναχωρεῖ γιά τή Σκιάθο
καί δέν θά ἐπιστρέψει ποτέ ξανά στήν Ἀθήνα.
Στόν ναό τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων ὁ Παπαδιαμάντης ἔψελνε μαζί μέ τόν ἅγιο Νικόλαο Πλανᾶ (1851-1931), μέ τόν ὁποῖο
εἶχε ἀναπτύξει μία ἰδιαίτερη πνευματική σχέση.
Τό «Κελί τοῦ Παπαδιαμάντη», ὁ ἐξαιρετικά
σημαντικός γιά τήν Ἀθήνα ἀλλά καί γιά τήν μελέτη τῆς προσωπογραφίας τόσο τοῦ
Παπαδιαμάντη ὅσο καί τῆς ἀθηναϊκῆς κοινωνίας τῆς ἐποχῆς, στίς μέρες μας εἶναι ἀνακαινισμένος
καί ἐπισκέψιμος, καί μέ τήν φροντίδα τοῦ προϊσταμένου τοῦ ναοῦ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων,
ἀρχιμ. Παντελεήμονος Τσορμπαντζόγλου, συνεχίζει να ἐξακτινώνει τόν
παπαδιαμαντικό λόγο στόν νοῦ καί τίς καρδιές μας. Ἀπό τήν Ἀθήνα μέχρι τό Ἅγιον Ὄρος.
Προτοῦ ὁλοκληρώσουμε αὐτή τήν σύντομη
περιήγηση τοῦ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ στήν ἀθηναϊκή περίοδο τοῦ Παπαδιαμάντη, ἄς ἀναφερθοῦμε
καί στόν πλησιόχωρο ἱερό ναό τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, μιά πού κι αὐτός σχετίζεται
μέ τόν Παπαδιαμάντη, ἀφοῦ ἦταν ἕνας ἀπό τούς ἱερούς χώρους προσευχῆς καί θείας
λατρείας του πρός τόν Θεό. Στόν συνειρμό τῆς σκέψης μας ἄλλωστε δέν μπορεῖ παρά
νά ἔλθει τό κλασικό χριστουγεννιάτικο διήγημα τοῦ Παπαδιαμάντη «Στό Χριστό στό
Κάστρο», πού ἀναφέρεται στόν ναό τῆς τοῦ Χριστοῦ Γεννήσεως, πού ἦταν ὁ
κεντρικός ναός τῆς παλαιᾶς πρωτεύουσας τῆς Σκιάθου.
Ὁ ἀθηναϊκός ναός τῆς τοῦ Χριστοῦ Γεννήσεως
(κτίσμα τοῦ 1860) βρίσκεται κι αὐτός στοῦ Ψυρρῆ. Σύμφωνα μέ μαρτυρίες, στόν
δυτικό τοῖχο τοῦ ναοῦ ὑπῆρχαν φορητές ἱερές εἰκόνες πού ὁ Παπαδιαμάντης εἶχε ἀφιερώσει
στόν ναό. Σήμερα ὅμως ἡ τύχη τους ἀγνοεῖται. Στό σημερινό ἐπισκέπτη τοῦ ναοῦ ὑπογραμμίζεται
ἡ σχέση τοῦ μεγάλου λογοτέχνη μας μέ τόν χῶρο, δείχνοντας μάλιστα μία
τοιχογραφία στόν βόρειο τοῖχο πού παριστάνει τήν ἀνάβαση στόν οὐρανό τοῦ
Προφήτη Ἠλία, μέ τόν μαθητή του προφήτη Ἐλισσαῖο, στόν ὁποῖο ὁ Παπαδιαμάντης ἔτρεφε
μεγάλη εὐλάβεια. Ἕνα ἀπό τά ὑμνογραφικά κείμενα τοῦ Παπαδιαμάντη εἶναι τά «Ἀπόστιχα τοῦ Μικροῦ Ἑσπερινοῦ εἰς τήν ἑορτήν
τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ» ἐνῶ μᾶς εἶναι γνωστή καί ἡ διακονία του ὡς ψάλτου στόν ὁμώνυμο,
ἀνακαινισμένο σήμερα, ναό τοῦ Ἁγίου Ἐλισσαίου τῆς Παλαιᾶς Ἀγορᾶς τῶν Ἀθηνῶν. Ἀναφέρεται
ὅτι ἡ τοιχογραφία αὐτή εἶναι ἀφιέρωμα τοῦ ἴδιου τοῦ Παπαδιαμάντη στόν ναό τῆς
τοῦ Χριστοῦ Γεννήσεως. Χρειάζεται ὅμως περισσότερη ἔρευνα περί αὐτοῦ καθώς στήν
τοιχογραφία ἡ ἀφιερωματική ἐπιγραφή, πού σώζεται στό κάτω ἀριστερό τμῆμα της, ἀναφέρει
διαφορετικό ὄνομα ἀφιερωτοῦ, ἀλλά καί χρονολογία μεταγενέστερη τοῦ θανάτου τοῦ
Παπαδιαμάντη:
«Ἀφιέρωμα / Εὐθυμίας Ἠλία Σαλλιγγάρου / 1923».