Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020
Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2020
Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ καί ἡ Θεία Λειτουργία
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὀνόμασε τά Χριστούγεννα «μητρόπολιν πασῶν τῶν ἑορτῶν». Γιατί πράγματι, εἶναι ἡ ἀρχή καί πηγή ὅλων τῶν σωτηριωδῶν χριστιανικῶν γεγονότων, πού συνέβησαν στήν ἱστορία τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Αὐτή ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο μας, ἡ εἴσοδός Του μέσα στή δική μας ἀνθρώπινη πραγματικότητα καί ἱστορία, μέσα στό εἶναι μας καί τή ζωή μας, εἶναι πράγματι «πάντων τῶν καινῶν καινότατον, τό μόνον καινόν ὑπό τόν ἥλιον» ὅπως διδάσκει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Μέ τό ὑπερφυές αὐτό μυστήριο ὁ Ἄναρχος πῆρε ἀρχή καί ὁ Λόγος σαρκώθηκε· ὁ Θεός κατέβηκε μέχρι τόν ἄνθρωπο, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά ὑψωθεῖ μέχρι τό Θεό· ὁ Θεός μετέσχε τῆς δικῆς μας ἀνθρώπινης φύσης, γιά νά μετάσχει καί ὁ ἄνθρωπος τῆς θείας· ὁ Θεός ἔγινε Υἱός ἀνθρώπου, γιά νά γίνει ὁ ἄνθρωπος υἱός τοῦ Θεοῦ· ὁ Θεός ἐνανθρωπίζεται γιά νά θεωθεῖ ὁ ἄνθρωπος!
«Παράδοξον
μυστήριον οἰκονομεῖται σήμερον. Καινοποιοῦνται φύσεις, καί Θεός ἄνθρωπος
γίνεται».
Τό προνόμιο τῆς διαρκοῦς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ
στή ζωή μας ἐγγυᾶται καί ἐνεργεῖ ἡ Ἐκκλησία μας μέ τίς ἱερές Ἀκολουθίες καί τή
θεία λατρεία, κυρίως ὅμως μέ τό ὑπερφυές μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Μέσα στή Θεία Λειτουργία γινόμαστε «θείας φύσεως κοινωνοί», μαρτυρεῖται ἡ
γέννηση τοῦ Χριστοῦ καί παρατείνεται ἡ παρουσία Του στήν καθημερινή μας ζωή.
Μέ τήν ἐνσάρκωση τοῦ Θεοῦ
συνδέεται περισσότερο ὅμως ἡ Ἀκολουθία τῆς Προσκομιδῆς ἤ τῆς Προθέσεως, πού
προηγεῖται τῆς Θείας Λειτουργίας καί ἔχει σκοπό τήν προετοιμασία καί τήν εὐλογία
τῶν εὐχαριστιακῶν εἰδῶν, τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου, ὥστε αὐτά νά μεταβληθοῦν κατά
τή Θεία Λειτουργία σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ.
Ἡ λειτουργική πράξη τῆς Προσκομιδῆς παρουσιάζει καί μαρτυρᾶ τά κοσμοϊστορικά γεγονότα ἀπό τήν Γέννηση μέχρι τό θεῖο Πάθος τοῦ Χριστοῦ καί τόν σταυρικό Του θάνατο καί μάλιστα παρουσιάζει ἐν συμβόλοις ἐνώπιον τῶν πιστῶν ὁλόκληρη τή ζωή τοῦ Κυρίου. Στό στρογγυλό σχῆμα τοῦ προσφόρου ὁρισμένοι ἑρμηνευτές βλέπουν τήν γαστέρα τῆς Θεοτόκου ἀλλά καί τό ἀπεριόριστον τῆς Θεότητας. Ἡ ἐξαγωγή τοῦ Ἀμνοῦ ἀπό τό πρόσφορο μέ τή σφραγίδα εὐδιάκριτη μέ τά γράμματα ΙΣ, ΧΡ, ΝΙ, ΚΑ συμβολίζει τή γέννηση τοῦ Θεανθρώπου. Οἱ κλασικοί ἑρμηνευτές τῆς Θείας Λειτουργίας βλέπουν νά εἰκονίζεται μέ τήν πράξη τῆς ἐξαγωγῆς τοῦ Ἀμνοῦ ἀπό τό πρόσφορο ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν Παρθένο Μαρία ἐκ τῆς ὁποίας γεννήθηκε σωματικῶς.
Στή συνέχεια ὁ Ἀμνός τοποθετεῖται ἀπό τόν
ἱερέα πάνω στό ἱερό δισκάριο, τό ὁποῖο συμβολίζει τή φάτνη ὅπου γεννήθηκε τό
θεῖο βρέφος. Ἄλλωστε, ὁ ἴδιος ὁ χῶρος στόν ὁποῖο τελεῖται ἡ ἀκολουθία αὐτή, ἡ Πρόθεση,
ἀρχιτεκτονικά ἔχει σχῆμα κόγχης καί συμβολίζει τό Σπήλαιο τῆς Γεννήσεως.
Παλαιότερα στόν χῶρο αὐτό ἱστορεῖτο ἡ παράσταση τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ.
Ἐπιπλέον, ὁ ἀστερίσκος, πού τοποθεῖται πάνω στό δισκάριο καί ὑπεράνω τοῦ Ἀμνοῦ,
ὑποδηλώνει τόν ἀστέρα πού ὁδήγησε τούς Μάγους σέ προσκύνηση τοῦ γεννηθέντος
Χριστοῦ. Τά καλύμματα τοῦ δίσκου συμβολίζουν τά «σπάργανα» μέ τά ὁποῖο
περιεβλήθη τό θεῖο βρέφος ἐνῶ τό θυμίαμα πού προσφέρεται ἀπό τόν ἱερέα κατά τό
πέρας τῆς Προσκομιδῆς, μᾶς θυμίζει τό λιβάνι καί τή σμύρνα, τά ὁποῖα προσέφεραν
οἱ Μάγοι, ἀλλά τιμητικῶς καί ὅλοι οἱ
πιστοί, πρό τόν Μεσσία. Ἡ κάλυψη καί ἡ διακριτική παραμονή τῶν θείων Δώρων στήν
Πρόθεση μαρτυρᾶ καί συμβολίζει τήν παραμονή τοῦ Κυρίου στή Ναζαρέτ κατά τά
χρόνια πρίν τήν ἔναρξη τῆς δημόσιας παρουσίας Του καί τῆς πραγματοποίησης τοῦ
λυτρωτικοῦ Του ἔργου.
Μία ἀκόμη ἔνδειξη τοῦ συμβολισμοῦ τῆς Προσκομιδῆς μέ τή Γέννηση τοῦ
Κυρίου εἶναι καί ἡ σύσταση πρός τόν λειτουργό νά λέγει τήν ὥρα τῆς
προετοιμασίας τῶν ἱερῶν σκευῶν γιά τήν ἔναρξη τῆς Προσκομιδῆς τό γνωστό
προεόρτιο τροπάριο τῆς Γεννήσεως: «Ἑτοιμάζου Βηθλεέμ, ἤνοικται πᾶσιν ἡ Ἐδέμ...»
Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τήν ἔναρξη τῆς ἀπολύσεως τῆς Προσκομιδῆς: «Ὁ ἐν
σπηλαίῳ γεννηθεὶς καὶ ἐν φάτνῃ ἀνακληθείς...».
Ἡ μικρή φάτνη, πού εἶναι ἕνα ἁπλό παχνί ζώων,
ἔχει δεχθεῖ τόν πανταχοῦ παρόντα πού
κανένας τόπος δέν τόν χωράει. Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ ἀρχίζει καί καταλήγει μέ
τήν ταπείνωση πού, κατά τούς Πατέρες, εἶναι ἡ «στολή τῆς θεότητος».
Στήν εἰκονογραφία τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ οἱ
ριγωτές ταινίες στά σπάργανα τοῦ θείου βρέφους μοιάζουν ἴδιες μ᾿ ἐκεῖνες τοῦ
σαβανωμένου Χριστοῦ σέ παραστάσεις τῆς Ταφῆς Του καί παραπέμπουν ὀπτικά στήν
παράσταση τῆς Ἀνάστασης τοῦ Λαζάρου, προτυπώνοντας μέ τόν τρόπο αὐτό τά ἐντάφια ὀθόνια καί τήν μετέπειτα ταφή
τοῦ Κυρίου. Ἡ σύνδεση αὐτή τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ μέ τό μελλοντικό πάθος Του
τονίζεται ἀπό τόν ἅγιο Ρωμανό τό Μελωδό σέ χριστουγεννιάτικο ὕμνο του, ὅπου τό
θεῖο βρέφος φέρεται νά ἀπευθύνεται πρός τή μητέρα Του, εἰδοποιῶντας την γιά τό
Πάθος καί τή σταυρική του θυσία. Τή σχέση τῶν βρεφικῶν σπαργάνων μέ τά ἐντάφια
σπάργανα, τονίζει καί ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης ὅταν ἑρμηνεύει τό νόημα πού
ἔχουν τά καλύμματα τῆς ἁγίας Τράπεζας: «Ὡς καί τά καλύμματα, τά σπάργανα τοῦ
τάφου ἅμα γάρ καί τά τῆς σαρκώσεως καί τοῦ θανάτου τυποῦσιν, ὅτι διά τοῦτο
σεσάρκωται ἵνα σφαγιασθῇ ὑπέρ ἡμῶν».
Τό σπήλαιο τῆς Γεννήσεως θυμίζει ἐκεῖνο τοῦ
Ἄδη, ἐνῶ ἡ ἴδια ἡ φάτνη, μέ τή μαρμάρινη κατασκευή μορφή μέ τήν ὁποία πολλές
φορές ἀποδίδεται, παραπέμπει σέ ταφικό μνημεῖο.
Σέ δεσπόζουσα θέση στήν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστου βρίσκεται καί τό ἀστέρι, τό ὁποῖο τελικά στάθηκε πάνω ἀπό τό σπήλαιο, ρίχνοντας μία ἀκτῖνα του πάνω ἀπό τήν κεφαλή τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, τό ἀστέρι γίνεται καί ἕνας ἀγγελιοφόρος ἀπό τό ὑπερπέραν, πού μηνύει ὅτι στή γῆ γεννήθηκε «ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» Θεός. Τό ἀστέρι, ἀφοῦ ὁδήγησε τούς Μάγους στή φάτνη, μᾶς δείχνει τώρα τήν κατεύθυνση πού χαράσσει ἡ ἐνσάρκωση τῆς φιλάνθρωπης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ὅσιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος μᾶς λέγει ὅτι
αὐτός πού ξέρει τί σημαίνει θεάρεστος
ἑορτή, αὐτός πού δέ μένει στά φαινομενικά στοιχεῖα τῆς γιορτῆς, βλέπει
κάθε γιορτή σάν ἕνα μέρος ἀπό τά ἐπουράνια καί τήν αἰωνιότητα. Καί σήμερα, πού
ἡ πατρίδα μας ἀλλά καί ὁλόκληρος ὁ γαλάζιος πλανήτης μας χειμάζεται ἀπό τήν ὑγειονομική
κρίση, σήμερα πού τό σκοτάδι πού περιβάλλει τόν σημερινό ἄνθρωπο φαντάζει πιό
βαθύ κι ἀπό τήν πιό σκοτεινή παραμονή Χριστουγέννων, χρειάζεται νά διατηρηθεῖ ἡ
ἐλπίδα ὅτι κάποτε θά μπορέσει νά δεῖ τή λάμψη πού ἐκπέμπει τό θεῖο βρέφος μέσα
στή καρδιά του.
Τό θαῦμα τελεσιουργεῖται στά ἐσώτερα τῆς
ψυχῆς. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος καλλιεργεῖ τήν ἀγάπη καί τήν ταπείνωση, τόσο γίνεται πιό
οἰκεῖος μέ τόν γεννηθέντα στήν ταπεινή φάτνη Χριστό. Σπήλαιο γίνεται τότε ἡ
ταπεινή καρδιά του.
Σέ καιρούς
πανδημίας εὐχόμαστε τό πάνδημο μήνυμα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ νά ἀναγεννήσει
τίς ψυχές μας. Ἐλπίδα καί δύναμη ἄς ἀνατείλει στίς καρδιές μας ὅπως τό φῶς πού ἀνέτειλε
ἀπό τήν φάτνη.
Πηγή: Ἐκκλησιαστικά εἰδησεογραφικά πρακτορεῖα ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ - ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ - ΡΟΜΦΑΙΑ
26 Δεκεμβρίου 2020
Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2020
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΕΥΧΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2020
ΕΥΧΕΣ ΓΙΑ ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
ὁ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2020
ΑΓΙΟΡΕΙΤΕΣ ΛΟΓΙΟΙ - ΚΟΣΜΑΣ ΒΛΑΧΟΣ ΑΓΙΟΠΑΥΛΙΤΗΣ
Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2020
ΕΥΛΑΒΙΚΟ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΠΑΤΑΠΙΟ
Η φυσική και πνευματική ομορφιά ανταμείβη τον προσκυνητή ή και ακόμη τον απλό και περίεργο επισκέπτη. Μα η ομορφότερη απόλαυσις της ψυχής του προσκυνητή είναι το ιερό Λείψανο του Οσίου Παταπίου του θαυματουργού.
Γεμάτο ευωδία και
θαυματουργική χάρη, κοσμεί και προστατεύει την Μονή και ως αδαπάνητο ιατρείο
ψυχικών και σωματικών νόσων, σκορπίζει την δωρεά του Θεού στον πόνο, στην θλίψη
και την δοκιμασία της ανθρώπινης ζωής. Έτσι ακριβώς τα πλήθη των ευλαβών προσκυνητών
δέχονται την θαυματουργικήν δωρεάν του Θεού, διά μέσου του Ιερού Λειψάνου του
Οσίου Πατρός ημών Παταπίου, του και θαυματουργού επικληθέντος, διά το πλήθος
των θαυμάτων αυτού.
Εκτεθειμένο ευλαβικά μέσα στην ξύλινη λάρνακα, στο βάθος του απέρριτου φυσικού σπηλαίου, δείχνει στον προσκυνητή οδόν ζωής, υπενθυμίζοντάς του, τον αληθή προορισμό της υπάρξεώς του.
Η αγία Τράπεζα και η Πρόθεσις, βρίσκονται μέσα σέ λαξευμένο
κοίλωμα βράχου. Η πλέον αξιόλογος των απεικονιζομένων μορφών και σπανίζουσα,
είναι η της Αγίας Υπομονής. Η Αγία Υπομονή, κατά κόσμον Ειρήνη ή Ελένη
Παλαιολογίνα, ήτο σύζυγος Μανουήλ του Β’ του Παλαιολόγου, λαβούσα δε το
μοναχικό σχήμα μετωνομάσθη εις Υπομονή Μοναχή. Με την ιδρυσιν της Μονής το
1952 αποκτά «φύλακας».
Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2020
Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2020
ΞΥΛΟΓΛΥΠΤΑ ΤΕΜΠΛΑ, ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΑΡΙΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑ ΜΙΚΡΟΞΥΛΟΓΛΥΠΤΙΚΗΣ ΤΟΥ 18ου - 19ου ΑΙΩΝΑ, ΣΤΗ ΣΚΗΤΗ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΩΝ
Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου
Ξυλόγλυπτα τέμπλα, προσκυνητάρια καί ἔργα μικροξυλογλυπτικῆς στή Σκήτη Καυσοκαλυβίων (18ος – μέσα 19ου αἰ.). Μία πρώτη παρουσίαση
Περίληψη εἰσηγήσεως τοῦ συγγραφέα στό Ε΄ Ἐπιστημονικό Ἐργαστήριο τῆς Ἁγιορειτικῆς Ἐστίας γιά τό Ἅγιον Ὄρος. 27-29 Νοεμβρίου 2020
Σέ ἕναν τόπο ὅπως τό Ἅγιον Ὄρος, πού, κατά κοινή ὁμολογία, βρίσκονται τεθησαυρισμένα τά σημαντικότερα ἔργα ὀρθόδοξης χριστιανικῆς τέχνης ἀπό τόν 10ο ὥς καί τόν 21ο αἰώνα, δέν θά μποροῦσε παρά νά ἀντιπροσωπεύεται ἐπαξίως καί ἡ τέχνη τῆς Ξυλογλυπτικῆς. Ὡς μικρή συμβολή στή μελέτη τῆς Ξυλογλυπτικῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους κατά τόν 18ο μέχρι τά μέσα τοῦ 19ου αἰώνα ἄς θεωρηθεῖ ἡ παρούσα εἰσήγηση, ἡ ὁποία εὐελπιστοῦμε νά ἀποτελέσει ἐφαλτήριο γιά μία περισσότερο ὁλοκληρωμένη συνθετική παρουσίαση ἀπό εἰδικότερους ἀπό ἐμᾶς μελετητές.
Τήν περίοδο ἀπό τά τέλη τοῦ 19ου ὥς καί τό πρῶτο μισό τοῦ 20οῦ αἰ. ἀσκήθηκαν στή Σκήτη Ἁγίας Τριάδος τῶν Καυσοκαλυβίων μοναχοί, ἐκ τῶν ὁποίων ὁρισμένοι καλλιέργησαν τήν ἐκκλησιαστική ζωγραφική μέσα ἀπό τήν ὀργάνωση πολύ παραγωγικῶν εἰκονογραφικῶν ἐργαστηρίων, ἐνῶ ἄλλοι ἐπιδόθηκαν στή δημιουργία ἔργων ξυλογλυπτικῆς μέ ἀναγνωρισμένες καλλιτεχνικές ἀξιώσεις, καθιστώντας τά Καυσοκαλύβια τό σημαντικότερο κέντρο παραγωγῆς ἔργων μικροξυλογλυπτικῆς στόν Ἄθωνα. Δημιούργησαν ἔργα ἀπαράμιλλης καλλιτεχνικῆς ἀξίας, σύμφωνα μέ τίς ἐκτιμήσεις τῶν συγχρόνων τους, τῶν ὁποίων ἐξαιρετικά δείγματα σώζονται σέ ἀρκετά ἀθωνικά καθιδρύματα, ἀλλά καί στήν ὑπόλοιπη Ἑλλάδα καί στό ἐξωτερικό, ἀφοῦ τά ἔργα τῶν Καυσοκαλυβιτῶν ξυλογλυπτῶν ἤταν περιζήτητα. Πρόκειται ὁρισμένες φορές γιά πολυπρόσωπες συνθέσεις μέ ἰσορροπημένες ἀναλογίες καί πιστή ἐφαρμογή τῶν κανόνων τῆς προοπτικῆς, ἀκρίβεια τοῦ σχεδίου καί τῆς γραμμῆς, λεπτή ἐπεξεργασία, πλαστικότητα, ἰσορροπημένες ἀναλογίες τῶν μορφῶν.
Ὡστόσο, ἡ συνάντηση τῶν πατέρων τῆς πλέον ἀπομακρυσμένης αὐτῆς ἁγιορειτικῆς Σκήτης μέ τήν ξυλογλυπτική τέχνη ἔχει τίς ἀπαρχές της ἀρκετά πρίν τήν προαναφερόμενη περίοδο. Ἔτσι, στά Καυσοκαλύβια παρατηρεῖται μεγάλη ἄνθηση στήν Ξυλογλυπτική, ἀνάλογη μέ τήν ἀκμή τῆς Ζωγραφικῆς ἤδη ἀπό την ἀρχή τοῦ 18ου αἰώνα. Τόσο τό Κυριακό, τόν κεντρικό δηλαδή ναό τῆς Σκήτης, ὅσο καί τά παρεκκλήσια τῶν ἐπιμέρους Καλυβῶν-ἡσυχαστηρίων κοσμοῦσαν καί ἐξακολουθοῦν νά κοσμοῦν ἐξαίρετης τέχνης ξυλόγλυπτα ἔργα μεγάλης κλίμακας (τέμπλα, προσκυνητάρια κ.ἄ. ) καθώς καί ἔργα μικροξυλογλυπτικῆς, πού φιλοτεχνήθηκαν κατά τήν περίοδο αὐτή.
Στήν εἰσήγηση αὐτή παρουσιάζονται γιά πρώτη φορά: α) Τό τέμπλο τοῦ κοιμητηριακοῦ ναοῦ τῆς Σκήτης (α΄ τέταρτο 18ου αἰ.) β) Ἕνα ἐπιστύλιο τέμπλου τοῦ τοῦ 17ου αἰ., πού προέρχεται ἀπό παλαιότερο Κυριακό τῆς Σκήτης γ) Τό τέμπλο, τό κουβούκλιο τῆς Ἁγίας Τραπέζης καθώς καί τά προσκυνητάρια τοῦ σημερινοῦ Κυριακοῦ τῆς Ἁγίας Τριάδος (τέλος 18ου - ἀρχές 19ου αἰ.) δ) Τά τέμπλα ἐπιμέρους Καλυβῶν τῆς Σκήτης (Ἁγ. Ἀκακίου, Ἁγ. Εὐσταθίου, Ἁγ. Ἰωάννου Θεολόγου, Ἁγ. Παντελεήμονος, Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου κ.ἄ). Ἐπιπροσθέτως, γίνεται μία πρώτη παρουσίαση ἔργων μικροξυλογλυπτικῆς, κυρίως Σταυροί εὐλογίας καί Ἁγιασματάρια, ἀπό τή μικρή, πλήν ἀξιόλογη συλλογή κειμηλίων τοῦ Σκευοφυλακίου τῆς Σκήτης, τά ὁποῖα ὑπηρέτησαν ἐπί αἰῶνες τίς λατρευτικές ἀνάγκες τῶν πατέρων.
Στή Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων, πού μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὁλόκληρη ἕνα ἀνοικτό μουσεῖο μεταβυζαντινῆς καί νεότερης ἐκκλησιαστικῆς τέχνης, συναντᾶ κανείς μεγάλη ποικιλομορφία στά τέμπλα, τά ὁποῖα κοσμοῦν τά παρεκκλήσια τῶν ἐπιμέρους Καλυβῶν της, τόσο ἐκείνων πού ἱδρύθηκαν τόν 18ο αἰ. ὅσο καί ἐκείνων οἱ ὁποῖες ἱδρύθηκαν τόν 19ο αἰ. Ἡ τεχνική, συνήθως εἶναι διάτρητη καί ἡ διακόσμηση, ἄν καί ἔχει ἀφομοιώσει σέ μεγάλο βαθμό στοιχεῖα μπαρόκ, συνίσταται καί ἀπό ἄνθη, καρπούς, ἐλισσόμενους βλαστούς, συστρεφόμενα φύλλα ἄκανθας, ψευδοθυρεούς, ἀνθέμια, πουλιά, δράκους καί φίδια ἐνῶ ὁρισμένες φορές ἡ ξυλογλυπτική στρέφεται σέ πιό φυσιοκρατική ἀπόδοση τῶν θεμάτων.
Πρόκειται γιά ἀδημοσίευτα ἔργα ὑψηλῆς ἐκκλησιαστικῆς ξυλογλυπτικῆς τέχνης, πού εἶχαν ἐνώπιόν τους καθημερινά οἱ Καυσοκαλυβῖτες πατέρες τῆς νεότερης περιόδου, καί τά ὁποῖα ἀναμφίβολα ἀπετέλεσαν πηγή ἔμπνευσης γιά τόσο γιά ἐκείνους πού ἐπιθυμοῦσαν νά ἐξοπλίσουν τούς νεόκτιστους ναούς τῶν Καλυβῶν τους μέ ξύλινη σκευή (τέμπλα, προσκυνητάρια) ὅσο καί γιά ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐπιλέξει τήν Ξυλογλυπτική ὡς ἐργόχειρό τους