Παρασκευή 29 Ιουνίου 2012

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΨΗΦΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ: ΝΕΟΝ ΜΑΡΤΥΡΟΛΟΓΙΟΝ. ΒΕΝΕΤΙΑ 1799. (ΜΕΡΟΣ Κ')

Ἁγιορείτικη Ψηφιακή Βιβλιοθήκη.

 Νέον Μαρτυρολόγιον. Ἔκδοση πρώτη. Βενετία 1799. (Μέρος Κ’)




















Δευτέρα 25 Ιουνίου 2012

ΣΧΕΣΕΙΣ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΚΑΙ ΣΚΟΠΕΛΟΥ

Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου
Σχέσεις Ἁγίου Ὄρους καί Σκοπέλου


Καί διά τοῦτο λέγεται τοῦτο τῆς Παναγίας κῆπος καί περιβόλιον, μόνον ἐπ᾿ ἀληθείας, ὅτ᾿ εἰς αὐτὸ εὐφραίνεται μὲ ὅλην τὴν καρδίαν καί νοητὴν ὀσφραίνεται χάριν καὶ εὐωδίαν.
Ὁ ἴσκιος τοῦ
[Ἄθωνα] τόσο μακρύς, ὡς εἰς τὴν Λῆμνον φθάνει περνᾶ δὲ καὶ τὴν Σκόπελον, καὶ τὴν Σκιάθο πιάνει καὶ διὰ τοῦτο Σκίαθος ἡ νῆσος ὠνομάσθη ὅτι ἀπό τὸν ἴσκιο του πολλάκις ἐσκεπάσθη
(Κῆπος Χαρίτων, κεφ. 17ον)

Αὐτά ἔγραφε γιά τό Ἅγιον Ὄρος, στό β’ μισό τοῦ 18 ου αἰ., ὁ διάσημος Σκοπελίτης μοναχός Καισάριος Δαπόντες, ἀναφερόμενος, μέ τό δικό του χαρακτηριστικό καί ἐμπνευσμένο τρόπο, στόν τόπο πού ἔμελλε νά ἀσκηθεῖ ἀλλά καί νά δημιουργήσει τό πληθωρικό του συγγραφικό ἔργο. Μέ τούς στίχους ὅμως αὐτούς παρέχει σέ μᾶς τήν εὐκαιρία νά συνδέσουμε τά δύο αὐτά εὐλογημένα μέρη τῆς πατρίδας μας: τό Ἅγιον Ὄρος καί τή Σκόπελο.
Τό νά μιλήσει κανείς βέβαια στό στενό χρονικό πλαίσιο μιᾶς εἰσήγησης, γιά τίς σχέσεις πού ἀναπτύχθηκαν μεταξύ δύο τόπων μέ τόσο πλούσια ἱστορία, δέν θά ἦταν ἐφικτό, ἐκτός ἄν ἀναφερόταν σ᾿ αὐτές ἀκροθιγῶς καί μέ συνοπτικό τρόπο καί διακινδυνεύοντας συνάμα, τά ὅσα θά εἰπωθοῦν νά θεωρηθοῦν ἀτελῆ καί σύντομα. Παρόλα αὐτά ἐμεῖς θά τό ἐπιχειρήσουμε, μέ τήν εὐχή τοῦ Σεβασμιωτάτου καί τῶν σεβαστῶν πατέρων, πού μᾶς ἔδωσαν τήν εὐκαιρία νά μοιραστοῦμε μαζί σας τή χαρά γιά τίς ἑορταστικές αὐτές ἐκδηλώσεις, καί ἐνθαρρυνόμενοι ἀπό τήν ἀγάπη ὅλων τῶν παρευρισκομένων. Σᾶς εὐχαριστοῦμε ἐκ τῶν προτέρων ὅλους.
Ἐκ προοιμίου θά πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι μία πρώτη παρουσίαση τῶν σχέσεων Ἁγίου Ὄρους καί Σκοπέλου ἔγινε πρό εἰκοσαετίας ἀπό τόν σύγχρονο ἱστοριοδίφη τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας τῆς Σκοπέλου, π. Κωνσταντίνο Καλλιανό, ὁ ὁποῖος στό κλασικό του δημοσίευμα Σχέσεις Σκοπέλου - Ἁγίου Ὄρους συμπλήρωσε, βελτίωσε καί τεκμηρίωσε μέ τίς ἔρευνές του, τήν προηγηθεῖσα σημαντική συμβολή τοῦ καθηγητοῦ Ἀδαμαντίου Σάμψων, ἀλλά καί τήν ἐπιγραφική καταγραφή τοῦ Π. Λαζαρίδη. Σήμερα ἐμεῖς, ἐρχόμενοι ἀπό τό τόσο κοντινό (ἀπό ἀπόψεως γεωγραφικῆς θέσης) ἀλλά καί τόσο μακρινό Ἅγιον Ὄρος (ἀπό ἀπόψεως κόπου καί χρόνου τοῦ ταξιδιοῦ) καί ἀξιοποιώντας τίς παραπάνω ἐπιστημονικές συμβολές, ἐπιχειροῦμε μία δεύτερη παρουσίαση, ὑπό τό φῶς τῶν ὅσων ἡ σύγχρονη ἔρευνα ἔχει προσθέσει στήν διερεύνηση τῆς ἀλληλεξάρτησης, τῆς οἰκειότητας καί τῆς πνευματικῆς καί πολιτιστικῆς ὄσμωσης μεταξύ τῶν δύο αὐτῶν τόπων, πού καλλιεργήθηκε σέ διάφορα ἐπίπεδα, ὅπως θά διαπιστώσουμε στή συνέχεια.
Γιά τό πότε χρονολογοῦνται οἱ σχέσεις τῆς Σκοπέλου μέ τόν γηραιό Ἄθωνα, εἶναι κάτι πού δέν εἶναι δυνατόν μέ βεβαιότητα ἀπαντηθεῖ. Οἱ πηγές γι᾿ αὐτό τό θέμα σιωποῦν. Ὠστόσο μποροῦμε νά θεωρήσουμε ὅτι αὐτές ἀρχίζουν τόν 9ο αἰώνα, μέ τήν παρουσία στήν περιοχή τοῦ ἁγιορείτου ὁσίου Εὐθυμίου τοῦ Νέου, ἱδρυτοῦ τῆς μονῆς Περιστερῶν τῆς Θεσσαλονίκης, πού σύμφωνα μέ τό Βίο του, ἀσκήθηκε καί ἐκοιμήθη ὁσιακά στή γειτονική στή Σκόπελο νήσο Γιούρα (Ἱερά νήσος, τότε) -ἐδῶ νά σημειώσω ὅτι στό ἴδιο νησί 900 χρόνια μετά, ἀσκήθηκε καί ἐκοιμήθη ὁ ὅσιος Ἱερόθεος ὁ Ἰβηρίτης, πρῶτος διδάσκαλος στή Σχολή τῆς Σκοπέλου, ἀλλά καί πνευματικός ὀδηγός τῶν Σκοπελιτῶν, κατά τόν Δαπόντε.
Οἱ ἀρχόμενες αὐτές σχέσεις φαίνεται ὅτι στή συνέχεια ἐνδυναμώθηκαν, μέ τήν κτιτορική παρουσία τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου, περί τό ἔτος 993, ὁπότε ὁ ἱδρυτής τῆς Μεγίστης Λαύρας καί θεωρούμενος ὡς πατριάρχης τοῦ ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ, ἀγόρασε τήν ἐπίσης γειτονική στή Σκόπελο νήσο, Κυρά-Παναγιά (τότε Γυμνοπελαγήσιο) ἀπό τούς ἐνασκούμενους ἐκεῖ πατέρες. Συμπληρωματικά, ἔχουμε τό ἔτος 1016 καί μιά δωρεά στή νήσο Σκύρο τῆς μοναχῆς Γλυκερίας πρός τόν τότε ἡγούμενο τῆς Μεγίστης Λαύρας. Ὑπογραμμίζουμε ὅτι ἐνῶ δέν ὑπάρχουν πληροφορίες πού συνδέουν τίς παραπάνω δραστηριότητες Ἁγιορειτῶν μέ τή Σκόπελο, τίποτε δέν ἀποκλείει τήν παρουσία ἤ τήν ἐπίσκεψή τους, στό γειτονικό μέ τά παραπάνω νησιά, πού συγχρόνως εἶναι καί τό μεγαλύτερο καί πολυπληθέστερο ἀπό τά νησιά τῶν Βορείων Σποράδων. Ὑπόμνηση αὐτῆς τῆς πιθανῆς παρουσίας ἀποτελεῖ καί ὁ ναός τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου, ὁ Ἄη Ἀθάνας, στό Κάστρο τῆς Χώρας Σκοπέλου.
Σύμφωνα μέ τίς ὑπάρχουσες πηγές, οἱ πνευματικές σχέσεις Ἁγίου Ὄρους, ἐμφανίζονται ἱστορικά στίς ἀρχές τοῦ 17ου αἰ., γύρω στά 1606, ἀρχιερατεύοντος τοῦ ἐπισκόπου Σκιάθου καί Σκοπέλου Μητροφάνους, μέ τήν ἵδρυση τοῦ σημερινοῦ ἐνοριακοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Μιχαήλ Συνάδων, τόν ὁποῖο οἱ Σκοπελίτες ἀφιερώνουν, μετά τό ἔτος 1630 στή Μεγίστη Λαύρα. Αὐτό εἶναι καί τό πρῶτο ἁγιορειτικό μετόχι πού μνημονεύουν οἱ πηγές. Ἀφορμή στάθηκε ἕνα θαῦμα πού ἔγινε στό νησί, ὅταν μέ τόν ἐρχομό τῆς τιμίας κάρας τοῦ ἁγίου Μιχαήλ ἀπό τή Μεγίστη Λαύρα ὅπου φυλάσσεται, λυτρώθηκε τό νησί ἀπό τήν οἰκονομική καταστροφή πού συνεπάγονταν οἱ ἀσθένειες τῶν ἀμπελώνων τοῦ νησιοῦ. Ἀνάμνηση τοῦ βαρυσήμαντου αὐτοῦ θαύματος εἶναι ὅτι στό νησί πού σήμερα μᾶς φιλοξενεῖ, οἱ παλαιοί κάτοικοι θεωροῦν τόν ἅγιο Μιχαήλ προστάτη τῶν ἀμπελιῶν καί τῶν κήπων.
Πρίν συνεχίσουμε, πρέπει νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι ἡ Σκόπελος, τό πλουσιότερο σέ ναούς καί μοναστήρια, ἀλλά καί ζῶσα ἐκκλησιαστική παράδοση καί ζωή νησί τῶν Βορείων Σποράδων, εἶναι συνάμα τό ἑλληνικό νησί μέ τήν μεγαλύτερη παρουσία ἁγιορειτικῶν μετοχίων στό πέρασμα τῶν αἰώνων. Γιά τά μετόχια αὐτά ὁ π. Κωνσταντῖνος Καλλιανός ἔχει πρός δημοσίευση σχετική ἐργασία, τήν ὁποία φιλάδελφα ἔθεσε ὑπόψη μας.
Καί συνεχίζουμε.
Τήν ἴδια ἐποχή, στά 1670, ἡ παλαιά ἀρχοντική σκοπελίτικη οἰκογένεια Μανωλάκη ἀφιερώνει, πάλι στή Μεγίστη Λαύρα τό δεύτερο μετόχι της στή Σκόπελο, τή μονή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, γνωστότερη καί ὡς Ἁγία Μονή.
Στίς ἀρχές τοῦ 17ου αἰ. ἱδρύθηκε ἡ μονή τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος τήν ὁποία τό 1770 ἡ σκοπελίτικη οἰκογένεια Εὐαγγελινῶν, πιθανότατα μέ παρότρυνση τοῦ Καισαρίου Δαπόντε, δώρησε στόν ἱερομόναχο Παΐσιο τόν Λέσβιο, πού ἀσκεῖτο μέ πολυμελῆ συνοδεία στήν Καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Θεολόγου τῶν Καυσοκαλυβίων τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἡ μονή τότε ἦταν ἐρειπωμένη καί ἐγκαταλειμένη. Ὁ Παΐσιος, ἐγκατέστησε γυναικεία ἀδελφότητα, τήν ὁποία καί ὀργάνωσε κοινοβιακά, ὑπό τήν ἡγουμένη Μελάνη μοναχή Μεσολογγίτισσα. Τό 1784 ὁ Παΐσιος ἀνέλαβε τήν ἡγουμενία τῆς μονῆς Ξενοφῶντος καί ἀργότερα, καί τῆς Μεγίστης Λαύρας. Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικό ὅτι στό παρεκκλήσι τῆς Καλύβης του στά Καυσοκαλύβια, ὁ Παΐσιος φρόντισε καί ἁγιογραφήθηκε στά 1777 ὁ προστάτης τῆς Σκοπέλου, ἅγιος Ρηγίνος. Μετά τήν κοίμηση τοῦ ἡγουμένου Παϊσίου, ἡ μονή Μεταμορφώσεως Σκοπέλου περιῆλθε στήν κυριότητα τῆς μονῆς Ξενοφῶντος καί ἔκτοτε λειτουργεῖ ὡς μετόχι της. Στό μετόχι αὐτό ἐντοπίσαμε φορητές εἰκόνες τοῦ γνωστοῦ Ἁγιορείτου ζωγράφου μοναχοῦ Μητροφάνους τοῦ Χίου, ἰδιαίτερα στό παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Θεολόγου, πού ἵδρυσε ὁ Παΐσιος Καυσοκαλυβίτης. Εἰκόνες τοῦ Μητροφάνη στή Σκόπελο ἐντοπίσαμε ἐπιπλέον στή μονή τῆς Εὐαγγελιστρίας, στή μονή τῆς Ἐπισκοπῆς καί στόν ἐνοριακό ναό τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος
Περί τά τέλη τοῦ 17ου αἰ. μέ ἀρχές τοῦ 18ου αἰ., ἱδρύθηκε, σύμφωνα μέ τίς ἐνδείξεις, τό σημερινό μετόχι τῆς Μεγίστης Λαύρας, ἀφιερωμένο στό Γενέθλιο τοῦ Τιμίου Προδρόμου, τό γνωστό «Κοτρωνάκι». Ἀξίζει νά σημειωθεῖ, ὅτι κατά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821, ὁπότε, τήν περίοδο 1821-1830, τό Ἅγιον Ὄρος καταλήφθηκε ἀπό τόν τουρκικό στρατό, στό μετόχι αὐτό διαφυλάχθηκε τό Ἀρχεῖο τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἀπό τό ἔτος 1822 μέχρι τό θάνατό της, στόν Ἅγιο Ἰωάννη στό Κοτρωνάκι, ἀσκήθηκε ἡ μοναχή Ὑπατία.
Στίς ἀρχές τοῦ 18ου αἰ., ὡς ἔκφραση εὐγνωμοσύνης τῶν Σκοπελιτῶν γιά ἕνα θαῦμα τῆς εὐλαβικά τιμωμένης στήν ἀθωνική μονή Διονυσίου εἰκόνας τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, ἑνός θαύματος πού ἔγινε στό νησί ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ πρώτου κτίτορος ἱερομονάχου Παχωμίου τοῦ Παρίου, ἀφιερώνεται στήν ἀθωνική μονή Διονυσίου, ἀπό τήν ὁποία προέρχεται, ὁ σημερινός ἐνοριακός ναός τῆς Παναγίας τῆς Φανερωμένης μέ τά γύρω κελλιά.
Ἡ μονή τῶν Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν στή Γλώσσα, πού ἱδρύθηκε τό 1672, ἀνακηρύχθηκε ἀπό τό οἰκουμενικό πατριαρχεῖο Σταυροπήγιο καί προσαρτήθηκε τό 1770, μαζί μέ τήν σημαντική του κτηματική περιουσία, ὡς μετόχι στή μονή Ξηροποτάμου, ἀπό τούς ἀπογόνους τῶν κτιτόρων.
Μετόχι τῆς μονῆς Ξηροποτάμου ὅμως ὑπῆρχε καί στή Χώρα τῆς Σκοπέλου, κοντά στόν ἅγιο Μερκούριο, σύμφωνα μέ γραπτές καί προφορικές μαρτυρίες.
Τά ἁγιορειτικά μετόχια στή Σκόπελο, ἐκτός ἀπό τήν εὐεργετική ἐπίδραση πού εἶχαν στόν ἐμπλουτισμό τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῶν κατοίκων μέ τά νάματα τῆς ὑπερχιλιόχρονης ἁγιορειτικῆς παράδοσης, ἀποτελοῦσαν καί πόλο ἕλξης ἁγιορειτῶν πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἔρχονταν στό νησί κομίζοντας ἅγια λέιψανα, τό Τίμιο Ξύλο ἤ θαυματουργές Εἰκόνες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ἡ λιτανεία στή Γλώσσα τό 1894, τοῦ Τιμίου Σταυροῦ πού εἶναι τό μεγαλύτερο τεμάχιο παγκοσμίως, καί τό ὁποῖο φυλάσσεται στή μονή Ξηροποτάμου, εἶχε σάν ἀποτέλεσμα τή μεγάλη σοδειά τῶν ἀμπελώνων τῆς περιοχῆς.
Μέ τόν ἐρχομό τους αὐτό οἱ Ἁγιορεῖτες παράλληλα ἐπιτελοῦσαν καί τό ἔργο τῆς πνευματικῆς πατρότητος, ἐπηρεάζοντας συνάμα καταλυτικά καί τήν λειτουργική παράδοση τοῦ τόπου. Καί ὅπως χαρακτηριστικά μᾶς εἶπε, ἐπισκεπτόμενός μας στό Ἅγιον Ὄρος, ὁ πολυσέβαστος π. Νικόλαος Κασσανδρινός τοῦ ὁποίου τήν ἐξαιρετική ὁμιλία ἀπολαύσαμε νωρίτερα, τό λειτουργικό σκοπελίτικο ὕφος καί ἤθος, «μυρίζει Ἅγιον Ὄρος».
Γράφοντας πρίν ἀπό ἕναν περίπου αἰῶνα ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης στό ἔργο του Μέ τοῦ Βορηᾶ τά κύματα γιά τήν εὐεργετική πνευματική παρουσία τοῦ Ἁγίου Ὄρους στή γειτονική Σκιάθο σημείωνε μεταξύ τῶν ἄλλων καί τά ἑξῆς: «Οἱ νησιῶται κατά τάς Κυριακάς καί τάς ἑορτάς προσερχόμενοι είς τήν μονήν τοῦ Εὐαγγελισμοῦ παρηκολούθουν τάς ἱεράς ἀγρυπνίας, ἐξωμολογοῦντο, μετελάμβαναν... ἤκουον τόν λόγον τοῦ Θεοῦ καί ὠδηγοῦντο νά ἀποφεύγουν τήν κακίαν καί νἀ ἀκολουθῶσι τήν εὐαγγελικήν ζωήν». Καί ἔχοντας τήν αἴσθηση ὅτι οἱ παραπάνω διαπιστώσεις τοῦ Σκιαθίτη λογίου, θά πρέπει -τηρώντας τίς ἀναλογίες- νά ἦταν βίωμα καί στά ὑπόλοιπα νησιά, ἰδιαίτερα στή Σκόπελο, θά μπορούσαμε νά κατανοήσουμε πλήρως τή σημασία τῆς ἴδρυσης καί παρουσίας τῶν Ἀθωνικῶν μετοχίων στήν περιοχή. Ἄν μάλιστα προσπαθήσουμε νά ἐξετάσουμε λεπτομερῶς τά πράγματα, τότε μέ θαυμασμό θά προσέξουμε τίς ἐπιδράσεις πού δέχτηκαν τά νησιά αὐτά στή λατρευτική τους παράδοση, ἀλλά καί τήν ἐν γένει ἐκκλησιαστική συμπεριφορά τῶν νησιωτῶν, στήν ὁποία ἔχει πλήρως ἀποτυπωθεῖ ἡ «σφραγίς δωρεᾶς» τοῦ ἱεροῦ καί σεβασμίου Ἄθωνα (βλ. γιά παράδειγμα, τά Κολλυβαδικά Μελωδήματα τοῦ π. Γ. Ρήγα ἤ τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο μέχρι σήμερα τελοῦνται στή Σκόπελο οἱ πανηγύρεις καί ἄλλες ἱεροπραξίες).
Ἐπιπροσθέτως, σέ μία ἄλλη διάσταση, δέν εἶναι καί λίγοι οἱ Σκοπελίτες πού ἀσπάζονται τή μοναχική ζωή καί ἀναχωροῦν νά μονάσουν στόν Ἄθωνα, σέ συγκεκριμένες συνήθως μονές, ὅπως ἡ Λαύρα καί ἡ μονή Ξηροποτάμου ἤ στά ἐξαρτήματά τους.
Στό πέρασμα τῶν τελευταίων αἰώνων, ἀρκετοί ἦταν οἱ Ἁγιορεῖτες πατέρες, πού στήριξαν καί συνέδραμαν πνευματικά τούς Σκοπελίτες, μέ τίς γνώσεις τους, τό λόγο, τή διδαχή καί τήν πνευματική καθοδήγηση. Στόν τομέα αὐτόν, ξεχωριστή εἶναι ἡ παρουσία τοῦ ὁσίου Ἱεροθέου τοῦ Ἰβηρίτου, γιά τόν ὁποῖο ὁ προλαλήσας π. Χρήστος ἀναφέρθηκε ἐπαρκῶς. Γιά τίς ἀνάγκες ὅμως τῆς παρούσας εἰσήγησης ὑπογραμμίζουμε ὅτι ὁ ὅσιος Ἱερόθεος ἐπιτέλεσε πολύ σπουδαῖο διδακτικό ἔργο στή σχολή τῆς Σκοπέλου, πού ἱδρύθηκε τό 1724, μέ τίς εὐλογίες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, μέ ἐνέργειες τόσο τοῦ ἐπισκόπου Σκοπέλου Κλήμη, τοῦ πατέρα τοῦ Καισαρίου Δαπόντε Χατζῆ-Στεφανῆ καί τῶν τότε Προεστῶν ἀλλά καί τήν οἰκονομική συνδρομή τοῦ ἐπισκόπου πρ. Ἄρτης Νεοφύτου Μαυρομάτη, πού ἐφησύχασε καί τελείωσε τή ζωή του στό Ἅγιον Ὄρος. Τόν ὅσιο Ἱερόθεο συνέδραμε στό ἔργο του καί ὁ ἱερομόναχος Μελέτιος Ἰβηρίτης, μέχρι τό 1736 ὁπότε ἐπέστρεψαν στό Ἅγιον Ὄρος. Τήν ζωή καί τό ἔργο τοῦ ὁσίου Ἱεροθέου, πού ἔδρασε σάν πνευματικός πατέρας τοῦ νησιοῦ, ἐξυμνεῖ μέσα ἀπό τούς Στίχους του στόν ἔμμετρο Βίο τοῦ ὁσίου Ἱεροθέου, ὁ Παπαδιαμάντης τῆς Σκοπέλου, μοναχός Καισάριος Δαπόντες: «Δέν ἔλειπε διδάσκοντας δέ καί ἐπ᾿ ἐκκλησίας / κι ὠφελώντας τόν λαόν μέ τόσας νουθεσίας. / Ἐδέχετο καί λογισμούς κι ἐξομολογοῦσε / κι ἔτζι μέ τρόπους περισσούς τόν κόσμον ὠφελοῦσε. / Καί ὅλοι μας τόν εἴχαμε εἰς δόξαν καί τιμήν μας / εἰς περισσήν εὐλάβειαν ἀγάπην καρδιακήν μας / Ὡς εὐργέτην μας κοινόν, ὡς ἕνα θησαυρόν μας. / Τό νά πλατύνω, περισσά, ὡς θεῖον σύμβουλόν μας».
Πρίν συνεχίσουμε, νά ποῦμε ὅτι στόν Καισάριο Δαπόντε, πού τό ὄνομά του ἔχει ἤδη ἀκουστεῖ, θά μιλήσουμε στήν ἰδιαίτερη ἀναφορά μας στήν τιμώμενη αὐτές τίς μέρες μονή Εὐαγγελιστρίας.
Ἀναμφίβολα ὅμως, τή σημαντικότερη θέση ἀνάμεσα στούς πνευματικούς καθοδηγητές τῆς Σκοπέλου κατέχει ἕνας ἄλλος Ἁγιορείτης, πού συνδεόταν μέ τόν Δαπόντε: ὁ εὐαγγελιστής τῆς ἀπελευθέρωσης τῆς πατρίδας μας, ὁ Ἁγιορείτης ἱερομάρτυς Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, πού θεωρεῖται ἕνας ἀπό τούς ἁγίους, πού τιμῶνται ἰδιαίτερα στό νησί. Ὁ πατρο-Κοσμᾶς ἐπισκέπτεται γύρω στά 1766 τή Σκόπελο κηρύττοντας παντοῦ τό μήνυμα τῆς μετανοίας ἀλλά καί τῆς ἀνάστασης τοῦ Γένους. Ὁ ἴδιος μάλιστα ὁ Δαπόντες, στόν Ἱστορικό του Κατάλογο σημειώνει γιά τόν ἅγιο Κοσμᾶ ὅτι ξεκίνησε τό κηρυκτικό του ἔργο, ὅπως γράφει: «Ἀρχινώντας ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος ἀπό τόν ἱερόν μοναστήριον τοῦ Χλωροποτάμου εἰς τό ὁποῖον πρῶτον ἀνέβη. εὐγαίνωντας ἀπό τό καΐκι ἦλθεν εἰς τό κελλίον μου...».
Κατά τή διάρκεια τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821, τό Ἅγιον Ὄρος συμεττεῖχε σύσσωμο στόν ἀγῶνα. Ἡ πορεία ὅμως τῆς ἐπανάστασης στή γῆ τῆς Μακεδονίας, πού ξεκίνησε ἀπό τόν Ἄθωνα δέν ἦταν θετική. Αὐτό εἶχε συνέπεια, ὡς ἀντίποινα τῶν Τούρκων καί ἐπιπλέον, γιά νά ἐπιτηροῦν ἐκ τοῦ σύνεγγυς τούς Ἁγιορεῖτες, τήν εἰσβολή τουρκικῶν στρατευμάτων 3.000 στρατιωτῶν, πού παρέμειναν στόν ἱερό τόπο μέχρι τό 1830. Τά ὅσα ὑπέφερε ἡ μοναχοπολιτεία τοῦ Ἄθωνα κατά τή διάρκεια αὐτῆς τῆς περιόδου εἶναι φοβερό καί νά τά διηγεῖται κανείς. Στήν προσπάθειά τους οἱ Πατέρες νά διαφυλάξουν κάποια ἀπό τά ἱερά τους κειμήλια ἀπό τήν ὀργή τῶν κατακτητῶν, κατέφυγαν σέ ἀσφαλέστερους τόπους. Ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς στάθηκε ἡ Σκόπελος, πού σύμφωνα μέ τούς ἱστορικούς, φιλοξένησε πατέρες ἀπό τουλάχιστον ἔνδεκα ἀθωνικές μονές καί τά ἐξαρτήματά τους. Μεταξύ αὐτῶν ἀναφέρεται ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς Ξενοφῶντος Παΐσιος Β’ ὁ Βυζάντιος καί ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς Διονυσίου Στέφανος, ἀλλά καί ἐφησυχάζοντες στόν Ἄθωνα ἀρχιερεῖς, ὅπως ὁ πρώην Σαμοκοβίου Φιλόθεος, ἀφιερωτής τῆς μονῆς Ἐσφιγμένου, πού τελείωσε τή ζωή του στή μονή Μεταμορφώσεως, μετόχι τῆς μονῆς Ξενοφῶντος, ἀλλά καί ὁ πρώην Κασσανδρείας Ἰγνάτιος, πού πρίν φθάσει στή Σκόπελο, ἐφησύχαζε στή μονή Δοχειαρίου. Καί ὅπως εἶναι φυσικό, κατά τήν μακρόχρονη παρουσία τους στό νησί, ἀσφαλῶς δέν θά ἔπαψαν νά ὠφελοῦν καί νά στηρίζουν πνευματικά τούς Σκοπελίτες.
Ἀνάμεσα στούς Ἁγιορεῖτες πατέρες, πού κατέφυγαν στή φιλόξενη Σκόπελο ἦταν καί ὁ ἱερομόναχος Τιμόθεος, τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Εὐσταθίου τῆς Σκήτης Καυσοκαλυβίων, μαζί μέ τή συνοδεία του, τά κειμήλια τοῦ Κελλίου τους, ἀλλά καί μέρος ἀπό τά κειμήλια τοῦ Κυριακοῦ τῆς Σκήτης, στήν ὁποία μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ἀσκοῦμαι. Μάλιστα σέ χειρόγραφη σημείωση χειρογράφου τῆς Βιβλιοθήκης τῶν Καυσοκαλυβίων ἀναφέρεται ὅτι στό φιλόξενο νησί ἄφησε ὁ Γέροντας τήν τελευταία του πνοή. Καί στό σημεῖο αὐτό, ὀφείλουμε νά ὑπογραμμίσουμε τήν ἀμφίδρομη σχέση προσφορᾶς ἀγάπης καί φιλαδελφίας μεταξύ τῶν δύο τόπων: ἀπό τή μιά πλευρά ἡ ἤδη ἀναφερθεῖσα πνευματική προσφορά τῶν Ἁγιορειτῶν πατέρων καί ἀπό τήν ἄλλη, ἐάν δέν εἶχαν φυγαδευτεῖ καί φυλαχθεῖ στή Σκόπελο τά κειμήλια τῆς Σκήτης μας, γιά παράδειγμα, ἐμεῖς οἱ σύγχρονοι Καυσοκαλυβίτες ἀλλά καί οἱ προσκυνητές δέν θά ἀπολάμβαναν τοῦ πνευματικοῦ κάλλους τῶν ὅσων ἡ εὐλάβεια αἰώνων εἶχε ἀφιερώσει.
Καί στό πλαίσο αὐτό τῶν ἀμφίδρομων σχέσεων, ἀξίζει νά γίνει ἀναφορά στόν Σκοπελίτη ἐπίσκοπο Κασσανδρείας Γρηγόριο, γνώριμο τοῦ Καισαρίου Δαπόντε, πού ἐφησύχασε στή μονή Γρηγορίου καί τοῦ ὁποίου τό ὄνομα, γιά τήν προσφορά του στήν ἀνακαίνιση τῆς Μονῆς ἔπειτα ἀπό τήν καταστροφική πυρκαϊά τοῦ 1761, τό ὄνομα, λέγω, μνημονεύεται ἀνάμεσα στούς κτίτορες. Καί σήμερα ἀκόμη θαυμάζει κανείς στό περικαλλές καθολικό τῆς μονῆς Γρηγορίου, περίτεχνες φορητές εἰκόνες, τό ξυλόγλυπτο ἐπιχρυσωμένο τέμπλο καί τόν δεσποτικό θρόνο, πού εἶναι ἀφιερώματα, σύμφωνα μέ τήν ἐπιγραφή, τοῦ «Θεοφιλεστάτου ἀρχιεπισκόπου Κασσανδρείας κυρίου Γρηγορίου τοῦ ἐκ Σκοπέλου».
Στό χῶρο τῶν γραμμάτων, ἀναφέρουμε τόν ἱερομόναχο Γρηγόριο Μήτα πού ἀσκήθηκε στή μονή Ξηροποτάμου καί δίδαξε στή Σκόπελο καί στή Σκιάθο καί τόν ἱερομόναχο Νεόφυτο Κοιρανίδη, πού ἀφοῦ πρῶτα δίδαξε τήν περίοδο 1836-1839 στή Γλώσσα Σκοπέλου, ἀπ᾿ ὅπου καταγόταν, στή συνέχεια ἀναχώρησε γιά τόν Ἄθωνα, διετέλεσε ἀρχιγραμματέας τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀσκήθηκε στήν κουτλουμουσιανή σκήτη τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος καί «μεταῤῤύθμισε καί γραφικῶς ἐκαλλώπισε ἐπί τό βέλτιον καί κατά σύνταξιν» τόν Βίο καί τό Μαρτύριο τοῦ ὁσιομάρτυρος Γερασίμου.
Καί ἔσχατος ἀλλά ὄχι ἐλάχιστος, ἀνάμεσα στίς ἁγιορειτικές προσωπικότητες πού πρόσφεραν στή Σκόπελο τόν πνευματικό τους ἀμητό, εἶναι ὁ ἱερομόναχος Σωφρόνιος Κεχαγιόγλου. Στή σπουδαία αὐτή προσωπικότητα θά ἀναφερθοῦμε ἀργότερα μιλώντας γιά τήν ἑορτάζουσα μονή Προδρόμου.
Μέσω τῶν μετοχίων, λοιπόν, ἀναπτύσονται καί οἱ σχέσεις Σκοπέλου καί Ἁγίου Ὄρους. Ἔτσι, σύμφωνα πάντα μέ τίς πηγές συναντοῦμε πολλούς σκοπελίτες νά ἐργάζονται στό Ὀρος, εἴτε ὡς λεπτουργοί, μαραγκοί, ναυπηγοί, βαρελάδες, κτίστες καί ἔμποροι. Τρανό παράδειγμα ὁ Γλωσσιώτης ἀρχιτέκτονας, Χριστόδουλος Κορφιάτης, πού τό 1885 ἐργάζεται στή Μονή Κωσταμονίτου καί τό 1893 οἰκοδομεῖ μέ τό συνεργεῖο του τό Κυριακό τῆς ρωσικῆς (τότε) Σκήτης τοῦ Ἀγίου Ἀνδρέου (Σεράϊ), πού εἶναι ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους ναούς τῶν Βαλκανίων. Σύμφωνα ἐπίσης μέ μαρτυρίες, Σκοπελίτες μαστόροι οἰκοδόμησαν τό 1803 τόν νάρθηκα τοῦ Κυριακοῦ τῆς Σκήτης Καυσοκαλυβίων.
Μιά ἄλλη σημαντική πλευρά τῆς σχέσεως τοῦ Ἀγίου Ὄρους καί τῆς Σκοπέλου εἶναι καί οἱ συστάσεις τῶν Ἁγιογραφικῶν ἐργαστηρίων. Πρῶτον. Τοῦ ἐργαστηρίου τοῦ Ἁγίου Μερκουρίου. Τό 1822-1823 φθάνουν στή Σκόπελο οἱ καταγόμενοι ἀπό τή Γαλάτιστα Χαλκιδικῆς, μοναχός Βενιαμίν καί ἱερομόναχος Μακάριος, ἀνεψιοί τοῦ σπουδαίου Ἁγιορείτου εἰκονογράφου Μακαρίου μοναχοῦ. Οἱ Γαλατσιάνοι αὐτοί ἁγιογράφοι μοναχοί ἀσκοῦνταν στό καρακαλληνό κελλί τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου στίς Καρυές τοῦ Ἁγίου ῎Ορους. Ἀπ᾿ ἐκεῖ, καί ἐξαιτίας τῆς Ἐπανάστασης, ἀναχώρησαν γιά τή Σκόπελο, ἀφοῦ παρέμειναν γιά ἕνα διάστημα στή Σκιάθο. Στήνουν τό ἐργαστήριό τους στό κελλί, πλησίον τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Μερκουρίου, στή Χώρα Σκοπέλου. Ἐκεῖ φιλοτεχνοῦν πλῆθος ἱερῶν εἰκόνων, ἐνῶ παράλληλα ὁ Μακάριος διακονεῖ ὡς ἐφημέριος στόν ὡς ἄνω ναό. ῞Οταν οἱ πατέρες ἐπέστρεψαν στόν Ἄθωνα στά 1830-1831, ἄφησαν στή θέση τους τόν μοναχό Εὐθύμιο τόν Ἴμβριο, τοῦ ὁποίου πολλές εἰκόνες βρίσκονται στό νησί.
Δεύτερο ἐργαστήριο εἶναι ἐκεῖνο τοῦ Ἁγιορείτου ἱεροδιακόνου Γρηγορίου Κοιρανίδου, πού ἔζησε στή μονή Ξηροποτάμου καί ἀλλοῦ, καί στή συνέχεια ἐργάστηκε στήν πατρίδα του τή Γλώσσα, μέχρι τά τέλη τοῦ 19ου αἰ.
Καί στή συνάφεια αὐτή, μποροῦμε νά ποῦμε, ὅτι ἔργα πολλῶν Ἁγιορειτῶν ἁγιογράφων, ἐπιπλέον ἐκείνων πού ἤδη ἀναφέρθηκαν καί θά ἀναφερθοῦν στή συνέχεια, βρίσκουμε, γιά παράδειγμα, τῶν ἀρχῶν τοῦ 20οῦ αἰ., τῶν Καυσοκαλυβιτῶν μοναχῶν Θεοφαναίων, στούς ναούς Ἁγίου Παντελεήμονος καί Ἁγίου Μιχαήλ Συνάδων, καί τοῦ Καυσοκαλυβίτου μοναχοῦ Ἰωακείμ, στή μονή Εὐαγγελιστρίας.
Ὡς ἄλλο ἕνα παράδειγμα στό πλαίσιο τῆς ἀμφίδρομης σχέσης Ἁγίου Ὄρους-Σκοπέλου, μποροῦμε νά ἀναφέρουμε, τήν περίπτωση, περί τό ἔτος 1873, τῶν καταγόμενων ἀπό τή Γλώσσα Σκοπέλου ἁγιογράφων, Ἁγιορειτῶν αὐταδέλφων μοναχῶν Ἱλαρίωνος καί Ἀγαπίου, πού ἔργα τους βρίσκονται στή μονή Κουτλουμουσίου.
Στά «τραγούδια τοῦ Θεοῦ», ὅπως χαρακτήριζε μέ τόν ποιητικό του λόγο, τίς ψαλμωδίες καί τούς ἱερούς ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας μας ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, βρίσκουμε περί τό 1788 νά ψάλλει στό Πρωτᾶτο, τή μητρόπολη τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὁ ἱερομόναχος Ἄνθιμος ὁ Σκοπελίτης, ἐνῶ σέ ἀμφίδρομη πάλι σχέση, περί τό 1830-1831 ζοῦν στή Σκόπελο οἱ Ἁγιορεῖτες οἱ μουσικολογιώτατοι ἱερομόναχος Συμεών καί ὁ ἱερομόναχος Ἀντώνιος. Μάλιστα τοῦ τελευταίου, πού διακόνησε ὡς ἐφημέριος στό ναό Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στή Γλώσσα, σώζεται χειρόγραφο βυζαντινῆς μουσικῆς στόν ἴδιο ναό. Στό δεύτερο αὐτό ἀστικό κέντρο τῆς Σκοπέλου, στά τέλη τοῦ 19ου αἰ. διακόνησε ὁ ἱεροδιάκονος Διονύσιος Διαμαντής ἤ Πασούλης, μετέπειτα ἡγούμενος τῆς μονῆς Εὐαγγελισμοῦ Σκιάθου, πού μετέδωσε σέ πολλούς τίς γνώσεις του γιά τήν ψαλτική τέχνη.
Ἀπαιτεῖται περισσότερη ἔρευνα, στά ἀρχεῖα τῶν ἀθωνικῶν καθιδρυμάτων, ὅπως, γιά παράδειγμα, στά κελλιά, κυρίως τῶν Καρυῶν, πού ὀνομάζονται «Σκοπελίτικα», ὥστε νά ἀνασυρθοῦν ἀπό τή λήθη τοῦ χρόνου (πού στόν ἀθωνικό μοναχισμό συνδυάζεται καί ἀπό τήν ἀνωνυμία τῆς μοναχικῆς ταπείνωσης) βιογραφικές εἰδήσεις καί γιά ἄλλους ἀξιόλογους Σκοπελίτες-Ἁγιορεῖτες.
Στή συνέχεια θά στρέψουμε τόν πτωχό μας ἁγιορείτικο λόγο στίς δύο ἱστορικές μονές τῆς οἰκοδέσποινας τῆς σημερινῆς ἡμερίδας Σκοπέλου, πού φέτος ἑορτάζουν δύο ἐπετείους. Ἡ μέν μονή Εὐαγγελιστρίας συμπληρώνει 300 χρόνια ἀπό τήν ἐπανίδρυσή της τό 1712, ἡ δέ μονή Τιμίου Προδρόμου, κλείνει ἤδη τέσσερεις αἰῶνες ἀπό τήν ἵδρυσή της, τό 1612. Ἀφοῦ γίνουν σύντομες ἀναφορές στά ἱστορικά τῶν δύο μονῶν, θά ἐστιάσουμε στίς σχέσεις τους μέ τό Ἅγιον Ὄρος.

Μονή Εὐαγγελιστρίας.
Ἀπό τά μοναστήρια τῆς Σκοπέλου, ἐξαιρετικό ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ἡ σταυροπηγιακή μονή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἤ τῆς Εὐαγγελιστρίας, ὅπως εἶναι γνωστότερη. Βρίσκεται σέ δυσπρόσιτη σχετικά τοποθεσία στό ὄρος Παλούκι, ἐνῶ οἱ ἱσχυροί περίβολοι, πού τήν περιβάλλουν, προσδίνουν στό μοναστήρι φρουριακή ἐμφάνιση.
Σημαντικές πληροφορίες τόσο γιά τήν ἵδρυση τῆς μονῆς ὅσο καί γιά τά κειμήλια, τά μετόχια καί ἄλλα ὑποστατικά της παρέχονται, ἐκτός τῶν ἄλλων πηγῶν, σέ χειρόγραφο κώδικα τῆς ἀθωνικῆς μονῆς Ξηροποτάμου, τοῦ ἔτους 1777, πού ἐπιγράφεται «Κῶδιξ τῆς ἐν τῇ νήσῳ Σκοπέλῳ ἱερᾶς καί σταυροπηγιακῆς μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, τῆς ἐπονομαζομένης Εὐαγγελιστρίας, γενόμενος κατά τό χιλιοστόν ἑπτακοσιοστόν ἑβδομηκοστόν ἕβδομον ἔτος τό σωτήριον. Ἐν ᾧ περιέχονται καί γράφονται τά ἐν αὐτῇ προϋπάρχοντα πράγματα, ἀλλά δή καί τά κατά διαφόρους καιρούς προσγινόμενα καί ἀφιερούμενα, κινητά καί ἀκίνητα». Τόν κώδικα αὐτόν δημοσιεύσαμε πρόσφατα στή μελέτη μας Ἡ μονή Εὐαγγελιστρίας Σκοπέλου καί ὁ ἀνέκδοτος περί αὐτήν κώδικας τοῦ μοναχοῦ Καισαρίου Δαπόντε.
Περισσότερο γιά τόν Καισάριο Δαπόντε (1713-1784) ἀναμένουμε μέ μεγάλο ἐνδιαφέρον νά μᾶς μιλήσει στή συνέχεια ὁ π. Κωνσταντῖνος.
Ἡ ἵδρυση καί ἀκμή τῆς μονῆς Εὐαγγελιστρίας συνδέεται μέ τήν οἰκογένεια Δαπόντε, ἀπό τίς ἀρχοντικότερες καί σημαντικότερες τῆς Σκοπέλου. Πιό συγκεκριμένα, ὁ Ἰωάννης Δαπόντες ὁ Γραμματικός ἀνακαίνισε παλαιότερη μονή, πού βρισκόταν στή θέση τῆς σημερινῆς. Στή συνέχεια ὁ γιός τοῦ Ἰωάννου Γραμματικοῦ Χατζῆ Στεφανής Δαπόντες, ἀνακαίνισε ἐκ θεμελίων τή Μονή, κτίζοντας τό νέο καθολικό της. Ἡ ἀνακαίνιση αὐτή συνδέεται μέ τήν θαυματουργή διάσωση τοῦ νέου κτίτορα ἀπό βέβαιο θάνατο στή Σκῦρο, στίς ἀρχές τοῦ 18ου αἰ. Ἡ ἀνακαίνιση τῆς μονῆς ἀπό τόν Χατζῆ Στεφανῆ, ἐκτός ἀπό τόν κώδικα τῆς μονῆς Εὐαγγελιστρίας, στόν ὁποῖο ἀναφερθήκαμε, ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό ἐπιγραφή πού βρίσκεται χαραγμένη σέ κρήνη τῆς ἐσωτερικῆς αὐλῆς τῆς μονῆς: «ΤΟΥ ΚΤΗΤΟΡΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΟΝΗΣ ΤΑΥΤΗΣ ΧΑΤΖΗΣΤΕΦΑΝΗ ΔΑΠΟΝΤΕ ΥΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΥ ΤΟ ΚΤΗΡΙΟΝ ΚΑΙ Η ΒΡΥΣΙΣ ΑΥΤΗ. 1712».
Τό ἴδιο ἔτος κτίσθηκε ὁ νέος καθολικός ναός πρός τιμήν τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Διαβάζουμε στήν ἐπιγραφή πού βρίσκεται πάνω ἀπό τή βόρειο πύλη τοῦ ναοῦ: «ΔΙ’ ΕΞΟΔΟΥ ΧΑΤΖΗΣΤΕΦΑΝΗ ΔΑΠΟΝΤΕ 1712». Τήν κτιτορική δραστηριότητα τοῦ Χατζῆ Στεφανῆ ὑπογραμμίζει καί ἡ ἐπιγραφή πού βρίσκεται στό γεῖσο τοῦ κιονοκράνου τοῦ βορειοδυτικοῦ κίονα τοῦ καθολικοῦ: «1712 ΚΤΙΤΩΡ ΣΤΕΦΑΝΗΣ ΔΑΠΟΝΤΕΣ». Πάντως στίς δαπάνες ἀνεγέρσεως τοῦ νέου καθολικοῦ φαίνεται ὅτι συνέβαλε καί ὁ Ἁγιορείτης ἱερομόναχος Παχώμιος Διονυσιάτης ἀπό τήν Πάρο, σύμφωνα μέ ἐπιγραφή χαραγμένη στό γεῖσο τοῦ κιονοκράνου τοῦ βορειοανατολικοῦ κίονα τοῦ καθολικοῦ: «ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΗΣ ΠΑΧΩΜΙΟΣ ΕΚ ΠΑΡΟΥ». Στόν Παχώμιο, κτίτορα τοῦ ναοῦ τῆς Φανερωμένης, πού παλαιότερα ἦταν μετόχι τῆς ἀθωνικῆς μονῆς Διονυσίου, ἀναφερθήκαμε στήν ἀρχή τῆς εἰσηγήσεως.
Ζῶντος τοῦ κτίτορος Χατζῆ Στεφανῆ, κατέρρευσε τό καθολικό, ὁπότε καί κτίστηκε μέ ἔξοδα πάλι τοῦ ἰδίου, ἐκ θεμελίων ὁ καί σήμερα σωζόμενος ναός, τό «κάλλος τῆς Σκοπέλου», κατά τόν Καισάριο Δαπόντε,. Ὁ Καισάριος, γιός τοῦ Χατζηστεφανῆ, ἐπιτέλεσε εὐρείας κλίμακας ἀνακαινιστικές ἐργασίες στή μονή. Συγκεκριμένα, μεταξύ τῶν ἐτῶν 1574-1757, ὁ λόγιος αὐτός Σκοπελίτης καί ἀργότερα ἁγιορείτης μοναχός μετά τήν ἀναχώρησή του ἀπό τή μονή Ζωοδόχου Πηγῆς τῆς ἐρημονήσου τῶν Βορείων Σποράδων Πιπέρι, ὅπου εἶχε καρεῖ μοναχός τό 1751/1753, ἐγκαταβίωσε πρώτη φορά στή μονή Εὐαγγελιστρίας, τήν ὁποία βρῆκε σέ κακή κατάσταση συντηρήσεως. Μετά τήν ἀναχώρηση τοῦ Καισαρίου γιά τό Ἅγιον Ὄρος καί τή μονή Ξηροποτάμου τό 1757, ὁ ἀδελφός του Ἰωάννης Δαπόντες ἀνακαίνισε στά 1777 τό ξυλόγλυπτο τέμπλο καί τό δεσποτικό θρόνο τοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς. Σώζεται ἡ σχετική ἐπιγραφή: «Ἰωάννου Στεφάνου Δαπόντε». Τοῦ ἰδίου ἀφιέρωμα εἶναι καί τό ξυλόγλυπτο ἐπιχρυσωμένο τέμπλο τοῦ καθολικοῦ, σύμφωνα μέ τήν ἐπιγραφή: «ΔΕΗΣΙΣ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΠΟΝΤΕ 1774». Τό ἐξαίρετης τέχνης αὐτό τέμπλο φέρει πλούσια διακόσμηση μέ θέματα ἀπό τό φυτικό καί ζωϊκό βασίλειο καί βιβλικές σκηνές καί ἐπιστέφεται ἀπό μεγάλο ξυλόγλυπτο σταυρό. Στό καθολικό φυλάσσονται μεγάλης τέχνης καί ἀξίας φορητές εἰκόνες, οἱ περισσότερες ἀπό τίς ὁποῖες περιγράφονται στόν κώδικα τῆς Μονῆς.
Στή μονή Εὐαγγελιστρίας ὁ Δαπόντες ἐπέστρεψε τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1778, ἀφοῦ ἀναχώρησε ἀπό τή μονή Ξηροποτάμου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, πού τόσο εὐεργέτησε. Ὁ λόγιος Ξηροποταμηνός προηγούμενος Εὐδόκιμος σημειώνει ὅτι ὁ Δαπόντες «δικαιοῦται νά εἶναι εἰς τήν σεπτήν χορείαν τῶν κτητόρων τῆς Μονῆς», ἀναφερόμενος στήν ἀνέγερση τοῦ νέου καθολικοῦ τῆς μονῆς Ξηροποτάμου, πού συντελέσθηκε μέ τούς κόπους καί τή μέριμνα τοῦ Δαπόντε.
Ὁ Καισάριος βρίσκοντας τή μονή στή Σκόπελο ἔρημη καί παραμελημένη, δέν ἄργησε νά ἀρχίσει τίς ἀνακαινίσεις καί τίς ἀφιερώσεις, ὅπως αὐτές παρουσιάζονται καί στόν κώδικα τῆς Μονῆς. Ἀργότερα, στίς 25 Ἰανουαρίου 1780, στή Μονή κοινοβίασε μαζί μέ τόν Καισάριο, ὁ ἐπίσκοπος Θαυμακοῦ Σεραφείμ (1763-1773), τοῦ ὁποίου τά ἀφιερώματα στή μονή ἀναφέρονται στόν ἤδη ἐκδεδομένο κώδικα.
Ἕξι χρόνια μετά τήν ἐκ νέου ἐγκατάστασή του στή μονή Εὐσαγγελιστρίας, ὁ Καισάριος, ἀνταποκρινόμενος στίς προτροπές τῶν πρώην συμμοναστῶν του Ξηροποταμηνῶν πατέρων, ἀφιέρωσε τή σκοπελίτικη μονή στή μονή Ξηροποτάμου. Στό ἀρχεῖο τῆς μονῆς Ξηροποτάμου σώζεται τό δωρητήριο γράμμα τοῦ Δαπόντε μέ ἡμερομηνία 10 Ἰουνίου 1784. Ὅμως, εἴκοσι δύο μέρες ἀργότερα, καί πιθανότατα πρίν λάβει ἀπάντηση ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος γιά τήν ἀποδοχή τῆς δωρεᾶς καί τῶν ὅρων της, ὁ Καισάριος ἀναχώρησε ἐσπευσμένα ἀπό τή Σκόπελο, στίς Ἰουλίου 1784, ἐπανερχόμενος στή μονή Ξηροποτάμου, ὅπου ἔζησε τούς τελευταίους πέντε μῆνες τῆς ζωῆς του. Τό τέλος του ἐπῆλθε στίς 4 Δεκεμβρίου 1784, ἀφήνοντας ἀνεκτέλεστη καί τήν ὑπόθεση τῆς μεταβίβασης τῆς μονῆς Εὐαγγελιστρίας στό Ἅγιον Ὄρος. Μέ τήν ἤδη μνημονευθεῖσα ἔκδοση τοῦ κώδικα τῆς μονῆς Εὐεγγελιστρίας, πλουτίστηκαν οἱ γνώσεις μας γιά τή βιογραφία τοῦ Καισαρίου Δαπόντε καί προστέθηκαν ἄγνωστα βιογραφικά καί χρονολογικά στοιχεῖα γιά ἀφιερωτές, ζωγράφους κ.ἄ. ἐνῶ ἀντλοῦνται εἰδήσεις γιά πρόσωπα τῆς ἐποχῆς, πού σχετίζονται μέ τή μονή Εὐαγγελιστρίας, ἡ ὁποία φέτος συμπληρώνει 300 χρόνια ἀπό τήν ἐπανίδρυσή της.

Μονή Τιμίου Προδρόμου.
Ἡ μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου φέρεται ὅτι ἱδρύθηκε ἀπό τόν ἱερομόναχο
Συμεών. Μέ πατριαρχικό καί συνοδικό γράμμα τοῦ πατριάρχη Τιμοθέου Β’ τοῦ ἔτους 1619 ἡ μονή ἀνυψώνεται σέ σταυροπηγιακή. Στίς ἀρχές τοῦ 18ου αἰ. βρίσκουμε στό πηδάλιο τῆς μονῆς τόν ἱερομόναχο Φιλάρετο, ὁ ὁποῖος πρίν ἀναλάβει τήν ἡγουμενία εἶχε ἀναγείρει τήν πλησιόχωρη στή μονή Προδρόμου μονή τῆς Ἁγίας Βαρβάρας. Σύμφωνα μέ τήν παρακάτω σωζόμενη μαρμάρινη ἐπιγραφή πού βρίσκεται στό ὑπέρθυρο τῆς δυτικῆς εἰσόδου τοῦ καθολικοῦ, τό ἴδιο τό καθολικό, ὁπότε καί ἡ Μονή, φαίνεται ὅτι ἀνακαινίσθηκαν τό ἔτος 1721: «ΔΕΗΣΙΣ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΦΙΛΑΡΕΤΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ 1721».
Τά παραπάνω ἐπιβεβαιώνονται καί ἀπό τοιχογραφική σύνθεση πού εἶναι ἱστορημένη στήν τράπεζα τῆς μονῆς, πιθανόν ἔργο τοῦ μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ τοῦ ἐξ Ἰωαννίνων, ὅπου εἰκονίζεται ὁ κτίτωρ τῆς μονῆς ἱερομόναχος Φιλάρετος νά προσφέρει ὁμοίωμα τῆς μονῆς στόν Τίμιο Πρόδρομο. Ὁ Πρόδρομος εἰκονίζεται σέ κόγχη στά ἀριστερά του, δεόμενος στόν Κύριο μαζί μέ τήν Κυρία Θεοτόκο. Ἡ σύνθεση φέρει τήν ἐπιγραφή: «ΕΠΙ ΤΩ ΣΩ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΟΥΤΗΝ ΤΗΝ ΜΟΝΗΝ ΩΚΟΔΟΜΗΣΑ / ΦΙΛΑΡΕΤΟΣ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΚΑΙ ΚΤΗΤΩΡ». Τόν Φιλάρετο διαδέχθηκε ὁ μοναχός Δοσίθεος, ἐνῶ τό 1740 βρίσκουμε στή ἡγουμενία τῆς Μονῆς τόν ἱερομόναχο Στέφανο, σύμφωνα μέ τήν παρακάτω χειρόγραφη μαρτυρία σέ κώδικα τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, πού ἐντόπισε ὁ π. Κωνσταντῖνος Καλλιανός: «Ἐτελειώθη το παρόν δι᾿ ἐμοῦ Μελχισεδέκ ἱεροδιακόνου Παντοκρατορινοῦ, εἰς τό μοναστήριον τοῦ Προδρόμου ἐν Σκοπέλω, ἡγουμενεύοντος Στεφανου ἱερομονάχου 1740 μαρτίου ια΄». Μία ἐπιπλέον εἴδηση πού προκύπτει ἀπό τήν παραπάνω μαρτυρία εἶναι ὅτι ἤδη στά 1740, ἔχουμε παρουσία Ἁγιορείτου μοναχοῦ στή μονή Προδρόμου.
Σέ πρόσφατη μελέτη μας, ἀποδώσαμε τήν δεσποτική εἰκόνα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ ἔτους 1705, πού βρίσκεται στό τέμπλο τοῦ καθολικοῦ, στόν σημαντικό ζωγράφο κρητικῆς σχολῆς, Ἀντώνιο Ἀγοραστό τόν Κρήτα, πού ἔργα του ὑπάρχουν σέ πολλούς ναούς τῆς Σκοπέλου, ἀνάμεσά στούς ὁποίους, στό καθολικό τῆς μονῆς Εὐαγγελιστρίας, ὅπως ἐπισημάναμε στήν παραπάνω μελέτη. Στήν εἰκόνα τῆς μονῆς Προδρόμου ὁ Μέγας Βασίλειος μέ τό ἀριστερό του χέρι κρατεῖ ἀνοιγμένο εἰλητάριο, στό ὁποῖο ἀναγράφεται τό κείμενο: «Καλότυχος [ἐκεῖνος] ὁποῦ κάμει ἐκεῖνα ὁποῦ ἐγώ ἔγραψα εἰς τά Ἠθικά, ἤτοι Ἀσκητικά, ὅτι θέλει ἀξιωθεῖ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν συναγαλλόμενος καί συνευφραινόμενος μετά πάντων τῶν ἀγγέλων καί ἁγίων». Τό κείμενο εἶναι παράφραση ἀπό πρόλογο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, πού εἰσάγει στούς Ὄρους κατά πλάτος, μέρος τῶν Ἀσκητικῶν Λόγων του. Μέ τό κείμενο στό εἰλητάριο ὁ Ἅγιος παρουσιάζεται νά διδάσκει τούς μοναχούς, κάτι ἄλλωστε πολύ παραστατικά ἀποτυπώνεται καί στήν εἰκόνα, καθώς εἰκονίζονται ἀκροώμενοι ὅμιλος σεβάσμιων μοναχῶν, γηραιῶν καί νεότερων, πού ἔχουν τά χέρια ὑψωμένα σέ στάση δεήσεως πρός τόν Ἅγιο. Ἡ πολύ διδακτική αὐτή σύνθεση εἶναι ἀπόλυτα ταιριασμένη μέ τό μοναστικό περιβάλλον τῆς μονῆς Προδρόμου, πού σύμφωνα μέ τόν Καισάριο Δαπόντε, εἶναι τό «ἀσκητικό» μοναστήρι τῆς Σκοπέλου.
Τήν ἐποχή πού ἐξετάζουμε, οἱ ἀπ᾿ αἰώνων σχέσεις Ἁγίου Ὄρους καί Σκοπέλου ἦταν πολύ στενές, μιά πού στό νησί διατηροῦσαν μετόχια ἀρκετές ἀθωνικές μονές (ὅπως ἤδη ἀναφέραμε), μαστόροι ἀπό τήν Σκόπελο ἀπασχολοῦνταν σέ ἀνοικοδομήσεις ναῶν καί ἄλλων κτιρίων στόν Ἄθωνα, ἐνῶ παράλληλα ἀνθοῦσαν τό ἐμπόριο καί οἱ πολιτιστικές ἀνταλλαγές.
Πρόσφατα, σέ ἀνακοίνωσή μας σέ ἐπιστημονικό Συνέδριο, ἀποδώσαμε πέντε φορητές εἰκόνες τῆς μονῆς Προδρόμου, στό φημισμένο Ἁγιορείτη ἁγιογράφο ἱερομόναχο Διονύσιο πού καταγόταν ἀπό τόν Φουρνᾶ τῶν Ἀγράφων. Πρόκειται γιά τίς δεσποτικές εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ Παντοκράτορος, τῆς Θεοτόκου Ὁδηγητρίας, τοῦ Τιμίου Προδρόμου, τοῦ ἔνθρονου ἁγίου Νικολάου καί τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, πού βρίσκονται στό τέμπλο τοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς Προδρόμου. Οἱ εἰκόνες αὐτές φιλοτεχνήθηκαν ἀπό τόν Διονύσιο καί τό ἐργαστήριό του τήν περίοδο 1720/1721, ἐποχή κατά τήν ὁποία ἀνακαινίσθηκε τό καθολικό, ὁπότε καί ὅπως φαίνεται κατασκευάσθηκε τό νέο τέμπλο. Οἱ εἰκόνες εἶναι ἀνεπίγραφες καί ἀχρονολόγητες. Ἀπό καλλιτεχνική ἄποψη οἱ μορφές καί στίς πέντε εἰκόνες εἶναι ρωμαλέες, μέ σωματική εὐρύτητα καί ὄγκο καί ἐντάσσονται στήν τάση ἐπιστροφῆς στήν παλαιολόγειο ζωγραφική τοῦ 14ου αἰ., πού κηρύσσει στίς ἀρχές τοῦ 18ου αἰ. ὁ ἱερομόναχος Διονύσιος ὁ ἐκ Φουρνᾶ, πού ἀσκήθηκε στό Ἅγιον Ὄρος καί εἶναι γνωστός γιά τό ἔργο του Ἑρμηνεία τῆς Ζωγραφικῆς Τέχνης. Ἡ γνώμη μας γιά τίς εἰκόνες αὐτές τῆς μονῆς Προδρόμου εἶναι ὅτι πρόκειται, ἀπό καλλιτεχνικῆς ἀπόψεως, γιά τό σημαντικότερο ἔργο τῆς μεταβυζαντινῆς ἐκκλησιαστικῆς εἰκαστικῆς τέχνης στό αἰγαιοπελαγίτικο αὐτό νησί.
Στήν ἴδια τιμώμενη σήμερα μονή Προδρόμου, ἐντοπίσαμε καί ἄλλο ἕνα ἔργο Ἁγιορείτου ἁγιογράφου, τῶν μέσων τοῦ 18ου αἰ. Πρόκειται γιά τήν φορητή εἰκόνα τῆς Θεοτόκου Παντανάσσης, πού βρίσκεται στό παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου [ἤ τῶν Ἀρχαγγέλων], καί πού τήν ἀποδώσαμε στόν χρωστῆρα τοῦ ἐργαστηρίου τοῦ ὁσιακῆς μνήμης ἱερομονάχου Παρθενίου τοῦ Σκούρτου, πού λειτουργοῦσε στό λαυριωτικό κελλί τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στίς Καρυές. Ἀπό τό ἴδιο ἐργαστήριο προέρχονται καί οἱ εἰκόνες τοῦ τέμπλου τοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς Ζωοδόχου Πηγῆς στό νησί Πιπέρι.
Καί περατώνουμε τήν ἀναφορά μας στή μονή Προδρόμου, δίνοντας μία ἀκόμη φωτεινή ἁγιορειτική διάσταση. Πρόκειται γιά τήν εὐεργετική γιά ὅλη τήν Σκόπελο παρουσία τοῦ Ἁγιορείτου γέροντος Σωφρονίου Κεχαγιόγλου, πού διατηροῦσε φιλικούς καί πνευματικούς δεσμούς μέ τόν ἅγιο Νικόλαο Πλανᾶ, τόν Παπαδιαμάντη ἀλλά καί ἄλλα πνευματικά ἀναστήματα τῆς ἐποχῆς του. Ἀπό τήν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρος, ἔφθασε στά 1897 στή Σκόπελο καί ἐγκαταβίωσε στή μονή Προδρόμου, πού μέ τό διάταγμα τοῦ 1833 τῆς ἀντιβασιλείας τῶν Βαυαρῶν ἦταν διαλυμένη. Ἐκεῖ, μαζί μέ ἕναν ἄλλο Ἁγιορείτη, τόν μοναχό Σίλβεστρο Μονοκρούση, ἄρχισαν τό μεγάλο ἀγῶνα νά ξαναδώσουν στό ἱστορικό μοναστήρι τό μοναστικό καί πνευματικό μεγαλεῖο του. Ἐκεῖνο τό μεγαλεῖο, πού εἶχε κάνει τόν Δαπόντε νά γράψει: «ὁ Πρόδρομος, τό ἀσκητικόν μοναστήριον».
Ὁ γέρων Σωφρόνιος, δέν ἀρκέστηκε μόνο στήν μεταλαμπάδευση τοῦ ἁγιορειτικοῦ ἀσκητικοῦ πνεύματος στή μοναχική κοινότητα τῆς Σκοπέλου καί στήν πνευματική καθοδήγηση τῶν κατοίκων της, ἀλλά μέχρι τό τέλος του, τό 1934, δέν ἔπαψε νά ὠφελεῖ καί ἄλλους τόπους, ὅπως ἡ Θεσσαλία. Παράλληλα, ὁ γέρων Σίλβεστρος, ἄριστος κάτοχος τῆς ψαλτικῆς τέχνης ὡς μαθητής τῶν σπουδαίων μουσικοδιδασκάλων ἱεροδιακόνου Ἀνθίμου καί Κλεομένους Ἀθήνη, λειτούργησε, μέχρι τήν κοίμησή του τό 1922, Σχολή ψαλτικῆς τέχνης στή μονή Προδρόμου, πού ἄφησε πολλούς ἄξιους ἱεροψάλτες, οἱ ὁποῖοι κόσμησαν τούς ἐνοριακούς ναούς τῆς Σκοπέλου.
Ἀντί ἐπιλόγου, ὁλοκληρώνουμε τήν ἀποψινή μας εἰσήγηση μέ τά ἐγκωμιαστικά καί ἱκετευτικά λόγια πού ψέλλισε τό καύχημα τῆς Σκοπέλου, Ἁγιορείτης μοναχός Καισάριος Δαπόντες στόν προστάτη τῆς Σκοπέλου καί τιμώμενο σήμερα, ἅγιο Ρηγίνο.
«Χαίροις τὸ ἀγαλλίαμα, ἡ δόξα τῶν Σκοπέλων / Χαίροις ὁ τῆς πατρίδος μου πολύφωτος κοσμήτης / ἐμοῦ δὲ ὁ πολύτιμος ἔκλαμπρος μαργαρίτης / Χαίροις καὶ σὺ ἡ Σκόπελος πατρίς μου ἡ τιμία / καὶ δέξαι τὰ ψελλίσματα ταῦτα ἐν προθυμίᾳ / Καὶ σὺ δὲ ἁγιώτατε πάτερ καὶ Δέσποτά μου / ἐπιμελοῦ τὴν πόλιν σου, φύλαττε τὸν λαόν σου / ὅπου τιμᾶ πανευλαβῶς τάφον τὸν ἅγιόν σου. / Σκέπε τὴ ἐπαρχίαν σου, σῶζε τὸ ποίμνιό σου / ὁποῦ δοξάζει κι ἐκτελεῖ καὶ τὸ μνημόσυνόν σου. / Βρέχε την τὴν Σκόπελον μὲ ἔλεος παντοτεινὰ τὸ θεῖον / ἵνα βλαστάνη καὶ γενᾶ καρποὺς καλῶν παντοίους» Ἀμήν.

Εἰσήγηση στήν Ἡμερίδα μέ τίτλο: «Τῆς νήσου Σκοπέλου τρίμορφον ἱερόν ἤτοι τιμή στόν ἅγιο καί πολιοῦχο τῆς νήσου Ρηγίνο καί στίς σεπτές Μονές τοῦ θείου Εὐαγγελισμοῦ καί τοῦ Τιμίου Προδρόμου», πού διοργανώθηκε ἀπό τήν Ἱερά Μητρόπολη Χαλκίδος καί ἔλαβε χώρα στή Σκόπελο, 22 Ἰουνίου 2012, μέ ἀφορμή τίς λαμπρές ἑορταστικές ἐκδηλώσεις τίς ἀφιερωμένες στήν ἐπέτειο τῆς συμπλήρωσης 1650 ἐτῶν ἀπό τό μαρτύριο τοῦ ἁγίου Ρηγίνου, 400 ἐτῶν ἀπό τήν ἵδρυση τῆς μονῆς Τιμίου Προδρόμου καί 300 ἐτῶν ἀπό τήν ἐπανίδρυση τῆς μονῆς Εὐαγγελιστρίας.


Ὁ πρωτοπρεσβύτερος π. Κωνσταντῖνος Καλλιανός εἰσηγούμενος στήν ἡμερίδα τό θέμα «Τῶν Σκοπελιτῶν ὁ νόστος. Ἡ περίπτωση τοῦ Καισάριου Δαπόντε καί ἡ πνευματική του ἐξάρτηση ἀπό μία Μονή κι ἕναν Ἅγιο».

Η ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΓΕΝΕΘΛΙΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΣΤΗ ΣΚΟΠΕΛΟ





















Ἡ ἑορτή τοῦ Γενεθλίου τοῦ Προδρόμου στή Σκόπελο






















Μέ λαμπρότητα καί κατάνυξη τελέσθηκε ἠ ἑορτή τοῦ Γενεθλίου τοῦ Τιμίου Προδρόμου στή νήσο Σκόπελο τῶν Βορείων Σποράδων. Κέντρο τοῦ ἑορτασμοῦ ἦταν τά δύο πανηγυρίζοντα μοναστήρια, ἡ μονή Τιμίου Προδρόμου καί τό μετόχι τῆς μονῆς Μεγίστης Λαύρας, γνωστό καί ὡς Κοτρωνάκι. Στήν πρώτη περίπτωση ἡ ἑορτή συνέπεσε μέ τήν ἐπέτειο τῶν 400 χρόνων ἀπό τήν ἴδρυση τῆς Μονῆς τό 1612. Τῆς πανηγύρεως προεξῆρχε ὁ ἐπιχώριος μητροπολίτης Χαλκίδος Ἰστιαίας καί Βορείων Σποράδων κος Χρυσόστομος, συλλειτουργοῦντος τοῦ ἐπισκόπου Πύργου τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας κου Ἠλία καί ἱερέων τοῦ νησιοῦ καί συμπροσευχομένων μοναχῶν καί μοναζουσῶν. Στήν πανήγυρη τοῦ ἁγιορείτικου μετοχίου τοῦ Τιμίου Προδρόμου προεξῆρχε ὁ προηγούμενος Βασίλειος Λαυριώτης ἐνῶ κατά τόν πανηγυρικό ἑσπερινό ἔψαλλε ὁ μοναχός Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης καί ἱεροψάλτες τοῦ νησιοῦ. Καί στίς δύο περιπτώσεις θερμή ἦταν ἡ συμμετοχή τοῦ κόσμου στό γραφικό αὐτό αἰγαιοπελαγίτικο νησί, πού ἡ ἱστορία καί ἡ ἐκκλησιαστική ζωή συνδέεται μέ τό Ἅγιον Ὄρος, ὅπως ἀναφέρθηκε σέ εἰσήγηση σέ σχετική ἡμερίδα πού ἔγινε στίς 22 Ἰουνίου στή Χώρα Σκοπέλου.

Παρασκευή 22 Ιουνίου 2012

ΤΑ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΣΚΗΤΗΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΩΝ. ΜΕΡΟΣ Α΄


                                                                                                   Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

ΤΑ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΑ  ΤΗΣ ΣΚΗΤΗΣ ΤΩΝ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΩΝ
Μέρος Α (17ος-18ος αί.)

                                                Δημοσιεύθηκε στό περιοδικό Μακεδονικά, τεῦχος 36 (2007) σελ. 65-96.


Τα περισσότερα από τα έργα τέχνης πού φυλάσσονται σήμερα στην αγιορείτικη Σκήτη Αγίας Τριάδος των Καυσοκαλυβίων1 και τήν ευρύτερη περιοχή της, προέρχονται από τον 18ο κυρίως αιώνα, δπως εξάλλου συμ­βαίνει και στο σύνολο της αθωνικής χερσονήσου. Τήν εποχή άλλωστε αυτή ιστορήθηκαν με τοιχογραφίες τόσο ο Κυριάκος ναός (δεύτερο μισό 18ου αί.) όσο και τα παρεκκλήσια των Καλυβών της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (1759) και του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου (1777).
Ή ζωγραφική αυτή δραστηριότητα θα πρέπει να συνδεθεί με τή γενι­κότερη πνευματική άνθηση, κατά τό δεύτερο κυρίως μισό του 18ου αί. στο Αγιον Όρος, ή οποία ανιχνεύεται κυρίως κατά τήν περίοδο της φιλοκα­λικής αναγέννησης πού εκδηλώθηκε με αφορμή τό νεοησυχαστικό κίνημα των Κολλυβάδων (αρχή τό 1754)2.
Παράλληλα όμως δυτικίζουσες καλλιτεχνικές επιρροές ακόμη και στην εκκλησιαστική τέχνη άρχισαν να ανησυχούν τήν Εκκλησία και ιδιαίτερα τό πλέον μαχόμενο τμήμα της, τους μοναχούς. Ό συντηρητικός χαρακτήρας της μεταβυζαντινής τέχνης συνυφαίνεται μέ τή διδασκαλία των ιεροπρεπών Κολλυβάδων, ή οποία φαίνεται τελικά να επικρατεί. Θα πρέπει επίσης να υπογραμμίσουμε ότι τήν εποχή πού ιστορήθηκαν οι περισσότεροι ναοί τών Καυσοκαλυβίων ήταν σέ πλήρη εξέλιξη ή διαμάχη γύρω από τα ζητήματα των μνημοσυνών και της συνεχούς μεταλήψεως, στα όποια, ας μη λησμο­νούμε, πνευματικός αρχηγός από την πλευρά των Κολλυβάδων -κατά την πρώτη φάση τους- ήταν ο ιεροδιάκονος Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης ο Πε­λοποννήσιος ο εξ Ιουδαίων (f περ. 1784), πρώτος σχολάρχης της Άθωνιά­δος Σχολής3.
Στη συνέχεια θα κάνουμε μία περιδιάβαση στα τοιχογραφημένα πα­ρεκκλήσια τών Καυσοκαλυβίων4, περιοριζόμενοι στα πλαίσια της παρούσας μελέτης σ' εκείνα της περιόδου 17ου-19ου αι. Τα παρεκκλήσια αυτά, όπως συμβαίνει άλλωστε σ' όλη τή Σκήτη, είναι αναπόσπαστο τμήμα τών Κα­λυβών και συνήθως τα κτίσματα τους αποτελούν επέκταση προς ανατολάς τού κεντρικού κτιρίου τής Καλύβης.
Στή μελέτη αυτή γίνεται μία συνοπτική περιγραφή τού εικονογραφικού προγράμματος τών παρεκκλησίων, ενώ συγχρόνως επισυνάπτονται οι υπάρχουσες ιστορικές ειδήσεις για τους κτίτορες καθώς και τους ζωγρά­φους πού τα ιστόρησαν. Ό υπογράφων τήν παρούσα μελέτη θα εΐναι ευτυ­χής, εάν το αποτέλεσμα τής πολυετούς αυτής ερευνάς του σταθεί κίνητρο ώστε τα αξιόλογα αυτά μεταβυζαντινά μνημεία να τύχουν μελέτης από ειδι­κότερους επιστήμονες.

Το παρεκκλήσι της Υπαπαντής τον Κελίον τον 'Αγίον Νείλον

Στα ανατολικά τών Καυσοκαλυβίων, στην περιοχή τού Κελιού τής Κοι­μήσεως τής Θεοτόκου, γνωστότερου ώς τού «Άγιου Νείλου», και σε μικρή απόσταση από το βασικό κτίριο τού Κελιού, βρίσκεται το εντός μεταγενέ­στερου κτιρίου ναΐδριο τής Υπαπαντής τού Χριστού.
Στο εσωτερικό τού στενόχωρου αυτού παρεκκλησίου σώζονται σπα­ράγματα τοιχογραφιών, πού κατά τήν παράδοση αποδίδονται στον κτίτορα τού ναύδρίου, δσιο Νείλο τον Μυροβλύτη (+ 1651)5, ο όποιος ασκήθηκε σε παρακείμενο σπήλαιο. Σύμφωνα με τον Βίο του, ο Όσιος κατείχε τή ζωγρα­φική τέχνη, τήν οποία εξασκούσε και πριν έλθει στον 3Άθω. 'Άλλωστε στο ιερό Βήμα τού παρεκκλησίου τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου, στο ϊδιο Κελί, φυλάσσεται εικόνα τής Θεοτόκου 'Οδηγήτριας, πού αποδίδεται κι αυτή στον όσιο Νείλο (είκ. 1). Μεταξύ τών σπαραγμάτων τών τοιχογραφιών δια­κρίνεται σαφέστερα ή Γέννηση τού Χριστού (είκ. 2).
Στή θέση τού σημερινού παρεκκλησίου τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου πού κτίστηκε το 19086, υπήρχε παλαιότερος ναός πού καταστράφηκε από τον σεισμό του 1905, και ήταν κατάγραφος. Σύμφωνα μέ άποτειχισμένη μαρμάρινη επιγραφή7, ο ναός άνηγέρθη από τον ιερομόναχο Πελάγιο8 το 1745. Ή επιγραφή όμως δέν αναφέρει κάτι σχετικά μέ τήν αγιογράφηση. Σύμφωνα πάντως μέ τον επίσκοπο Πορφύριο Ούσπένσκι, ο ναός ιστορήθη­κε τό 17529. Άς δούμε πώς περιγράφει τον ναό ο ρώσος περιηγητής και ιστορικός:
Πέρασα μία νύκτα στη σκήτη [τών Καυσοκαλυβίων] καί το πρωΐ ξεκί­νησα για τη Λαύρα. Σε μισή ώρα φθάσαμε στο κελλί τον ήσνχαστή Νείλου. Οι αδελφοί με πήγαν στην εκκλησία τους, ή οποία κτίστηκε πριν το 1744 (δταν τήν είδε ο Μπάρσκν) καί καθαγιάστηκε στή μνήμη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Ή μικρή εκκλησία είναι ζωγραφισμένη το 1752. Στον τοίχο είχε ζωγραφιστεί ο άγιος Νείλος, κρατώντας ενα χαρτί πού λέει: «αδελφοί, τα δπλα του μονάχου είσιν ή μελέτη, ή προσευχή, ή διάκρισις, ή ταπεινοφροσύ­νη και ή κατά Θεόν υπακοή....»10.
Στον σημερινό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου βρίσκονται τρεις φο­ρητές εικόνες, έργα των οποίων προτείναμε την απόδοση στον ευρύτερο κύ­κλο του ιερομόναχου Παρθενίου του εκ Φουρνα των Άγραφων11 και των μαθητών του. Οι εικόνες αυτές προέρχονται από τό τέμπλο του κατεδαφι­σμένου ναού πού επανατοποθετήθηκε στο νέο παρεκκλήσι.
Είναι πολύ πιθανόν ο ζωγράφος των παραπάνω φορητών εικόνων να ιστόρησε και τους τοίχους του κατεδαφισθέντος ναού, όπως έχει συμβεί και μέ τις άλλες περιπτώσεις έργων τών οποίων προτείναμε την απόδοση στον παραπάνω ζωγράφο και τό εργαστήριο του, όπως ο κυρίως ναός του Κυ­ριακού τών Καυσοκαλυβίων, τό παρεκκλήσι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου της Καλύβης του Άγιου Άκακίου στην ϊδια σκήτη, τό παρεκκλήσι του Άγι­ου Στεφάνου του ομώνυμου Κελιού - εξαρτήματος της μονής Άγιου Παντε­λεήμονος στην περιοχή τών Καρυών και τό πιθανότερο του παρεκκλησίου τού Τιμίου Προδρόμου (γνωστό και ώς «Προδρομάκι») στον περίβολο της δεύτερης (χρονολογικά) Άθωνιάδος Σχολής, στις Καρυές.
Σύμφωνα μέ διηγήσεις τού γέροντος Μεθοδίου πού μόνασε στο κελί αυτό (έγινε μοναχός τό 1927), τα σπαράγματα τών τοιχογραφιών μαζί μέ τους σο­βάδες από τον κατεδαφισθέντα ναό, οι παλαιότεροι Πατέρες συγκέντρωσαν και έθαψαν σέ τόπο κοντά στο κοιμητήρι τού Κελιού. Στο σημερινό Κελί, οι εκεί πατέρες φυλάσσουν μικρό σπάραγμα τοιχογραφίας (τμήμα προσώπου), από τα προαναφερθέντα σπαράγματα. Χρειάζεται περισσότερη μελέτη για να διαπιστωθεί ή συγγένεια της τέχνης τών σπαραγμάτων αυτών μ' εκείνη τού εργαστηρίου τού ιερομόναχου Παρθενίου τού εξ Αγράφων. 

Το παρεκκλήσι 'Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου καί ο ζωγράφος του μοναχός Μητροφάνης ο Χίος

Ή καλύβη τού Άγιου Ιωάννου τού Θεολόγου (είκ. 3) είναι μία από τις ιστορικότερες στή σκήτη Καυσοκαλυβίων. Τήν καλύβη πού πριν κατείχε ο ιερομόναχος Παρθένιος Άγιοαρτεμίτης ο πνευματικός12 άνεκαίνισε ο έπί­ σης ιερομόναχος και πνευματικός Παΐσιος Καυσοκαλυβίτης από την Άγιά­σο της Λέσβου13 το 1766. Ό Παΐσιος, χαρισματική φυσιογνωμία με πολλές και σημαντικές γνωριμίες στην Κωνσταντινούπολη, εΐχε οργανώσει κοινο­βιακά τη δεκαμελή συνοδεία του, αν και ζοΰσε σέ σκήτη. Χωρίς να εγκατα­λείψει τελείως τα Καυσοκαλύβια, βρέθηκε στή Σκόπελο, όπου τό 1770 ή οικογένεια Εύαγγελινών του δώρησε -τό πιθανότερο μέ παρότρυνση του γνωστού στον Παισιο, λογίου μοναχού Καισάριου Δαπόντε (1713/4-1784)14­τήν ερειπωμένη τότε σταυροπηγιακή μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος15, όπου και εγκατέστησε γυναικεία αδελφότητα, τήν οποία και οργάνωσε κοι­νοβιακά16 υπό τήν ηγουμένη Μελάνη μοναχή Μεσολογγίτισσα17. Τό 1784 ανέλαβε (μετά από αίτηση των Ξενοφωντινών και σχετικό σιγίλιο του Πα­τριάρχου Γαβριήλ Δ') την ήγουμενία και την κοινοβιακή οργάνωση της μονής Ξενοφώντος18 (τής πρώτης πού έπανακοινοβιοποιήθηκε κατά τήν τε­λευταία αθωνική περίοδο), ενώ μεταξύ τών ετών 1794-1796 διετέλεσε ηγού­μενος τής Μεγίστης Λαύρας19. Έκοιμήθη το 1801.
Πάνω από τή δυτική θύρα εισόδου του ναού του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου πού ανακαινίστηκε στα 1766 και ιστορήθηκε στα 1777, υπάρχει ή εξής επιγραφή, σκαλισμένη σε μαρμάρινο υπέρθυρο, γραμμένη σε δύο στήλες:
(αριστερά) ΩΣ ΠΡΟΣΕΛΕΞΩ ΚΥΡΙΕ TOY ABE Α ΤΗΝ ΘΥΣΙΑΝ, / ΟΥΤΩ ΚΑΜΟΥ ΤΟΥ ΑΟΥ ΑΟΥ ΣΟΥ ΑΙ ΑΚΡΑΝ ΕΥΣΠΑΑΓΧΝΙΑΝ / ΤΟΝ ΝΑΟ Ν TONA Ε ΤΟΝ ΣΕΠΤΟ Ν, ΤΟΝ ΕΠΙ ΤΩ TIM ΙΩ / ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΙΜΩ­ΜΕΝΟΝ ΕΝ ΧΡΟΝΩ ΑΙΩΝΙΩ / ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΜΑΘΗΤΟΥ, ΦΙΑΟΥ, ΗΓΑ­ΠΗΜΕΝΟΥ, ΤΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΘΙΟΥ ΣΟΥ, Κ[Α\] ΜΥΣΤΟΥ, Κ[Α\] ΠΑΡ­ΘΕΝΟΥ
(δεξιά) ON ΣΟΙ ΠΡΟΣΦΕΡΩ ΑΟΥΑΙΚΩΣ Κ[Α\] TE ΕΑΑΦΙΑΙΩΣ / ΠΑΙΣΙΟΣ Ο ΕΥΤΕΑΗΣ, ΘΥΤΗΣ. ΜΙΤΥΑΗΝΑΙΟΣ, ΑΑΠΑΝΗ ΜΕΝ ΤΩΝ ΕΥΣΕΒΩΝ ΝΥΝ ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΘΕΝ ΤΑ /ΑΙΑ ΧΕΙΡΟΣ ΒΕΝΙΑΜΙΝ Α Ε ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΘΕΝΤΑ / ΕΝ ΕΤΕΙ ΣΩΤΗΡΙΩ ΑΨΞΣΤ [1766] / ΜΗΝΙ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ Κ (είκ. 4).
Στην επιγραφή αύτη μεταφέρεται πιστά το κείμενο επιγράμματος πού συνέθεσε ο μοναχός Καισάριος Δαπόντες, φίλος του κτίτορος του ναού ιε­ρομόναχου Παϊσίου20. Οι μόνες διαφορές είναι στην πρώτη σειρά του δευ­τέρου τμήματος πού το επίγραμμα λέει: νυν καί εδαφιαίους, αντί για Κ[Α\\ TE ΕΔΑΦΙΑΙΩΣ, καθώς καί στο τέλος της επιγραφής πού στο επίγραμμα λέει: Από Χ(ριστο)ϋ γεννήσεως εις χρόνους τους χίλιους οκτώ επί έξήκοντα καί y ε επτακόσιους. Σχετικά με τον Βενιαμίν πού στην επιγραφή αναφέρεται ότι «επεξεργάστηκε» (εδώ θα πρέπει να εννοήσουμε δτι εργάστηκε χειρονα­κτικούς στην ανακαίνιση του ναού) τον ναό, πρόκειται για τον μοναχό Βε­νιαμίν πού τό ονομά του αναφέρεται ώς συνοδεία του Παϊσίου μαζί μέ τον ιερομόναχο Θεοδόσιο, στο ομόλογο πού δόθηκε στον Παΐσιο τό 1776 από τή Μεγίστη Λαύρα21.
Στο εσωτερικό του ναού, πάνω από τή δυτική πύλη εισόδου, βρίσκουμε τήν έξης επιγραφή, γραμμένη σέ δύο σειρές:
Η ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΘΕΙΟΥ ΝΑΟΥ ΙΕΡΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΕΡΑΣ ΕΙΛΗΦΕ ΔΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΚΑΙ ΕΞΟΔΩΝ ΤΟΥ ΠΑΝΟΣΙΩΤΑΤΟΥ ΕΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙΣ ΠΑΤΡΑΣΙ ΚΥΡΙΟΥ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΛΕΣΒΙΟΥ, καί στην κάτω σειρά μέ διαφο­ρετικού χρώματος γράμματα: ΔΙΑ ΧΕΙΡΟΣ ΔΕ ΤΟΥ ΟΣΙΩΤΑΤΟΥ ΕΝ ΜΟΝΑΧΟΙΣ ΚΥΡ ΜΗΤΡΟΦΑΝΟΥΣ ΧΙΟΥ ΕΝ ΕΤΕΙ ΜΕΝ, ΑΨΟΖ [1777] φ, ΜΗΝΙ ΔΕ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ Ι (είκ. 5).

Ό ζωγράφος Μητροφάνης μοναχός ο Χίος

Σύμφωνα μέ τήν επιγραφή, ο ζωγράφος πού ιστόρησε τό παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου είναι ο μοναχός Μητροφάνης ο Χίος. "Εργα του ϊδιου ζωγράφου (φορητές εικόνες) αναφέρονται σέ ναούς του Μεταξοχωρίου Άγιας Λαρίσης22. Θα πρέπει επίσης ο Μητροφάνης ο Χίος να ταυτιστεί μέ τον «ιστοριογράφο Μητροφάνη» πού μαζί μέ το συνεργείο του ιστόρησε τη φιάλη της μονής Δοχειαρίου στο εΆγιον Όρος στα 1773­177423. Το μικρό αυτό αλλά κατάγραφο οικοδόμημα άνηγέρθη τό 1765, μέ έξοδα του επίσης Χίου Προηγουμένου Ιωσήφ Δοχειαρίτη, σύμφωνα μέ σω­ζόμενη κτιτορική επιγραφή. Το όνομα του ζωγράφου δέν αναγράφεται στην επιγραφή. Μας είναι όμως γνωστό -όπως άλλωστε και τό κόστος τής δου­λείας του- από κατάστιχο «ληψοδοσιών» τής μονής Δοχειαρίου, γραμμένο από τον τότε σκευοφύλακα Κύριλλο. Σ' αυτό αναφέρεται ότι τον Δεκέμβριο του 1774, δόθηκαν στον Μητροφάνη για τα «ιστορικά του φιαλιου» 254 γρό­σια, ενώ άλλα 5 γρόσια δόθηκαν στους «υπηρέτες» των «ιστοριογράφων», δηλαδή του ζωγράφου και του συνεργείου του24.
Πρόσφατα επίσης αποδώσαμε στον ϊδιο ζωγράφο τις παρακάτω φο­ρητές εικόνες τής συλλογής του Κυριακού Καυσοκαλυβίων καθώς και των Καλυβών Αγίου Ευσταθίου και 'Αγίων Αποστόλων τής ϊδιας σκήτης.
Πρόκειται για τις εξής εικόνες:
1)                 Του οσίου Μαξίμου του Καυσοκαλύβη (αρ. είκονοθήκης Κυριακού 25). Ό Όσιος παριστάνεται όρθιος ολόσωμος φορώντας τό μοναχικό του σχήμα και μανδύα. Στο δεξί του χέρι κράτα σταυρό, ενώ από τον καρπό τού αριστερού του κρέμεται κομποσχοίνι. Τό βάθος είναι στο πάνω τμήμα τής εικόνας κυανούν, ενώ στο κάτω τμήμα κυριαρχούν αποχρώσεις τής ώχρας.
2)                 Τών αγίων Κοσμά και Δαμιανού τών Αναργύρων (αρ. είκονοθ. 10). Οι Αγιοι παριστάνονται όρθιοι στή γνωστή εικονογραφική σύνθεση. Ό κά­μπος είναι γαλάζιος, ενώ στο κάτω μέρος λαδοπράσινος.
3)                 Τών αγίων Αθανασίου και Κυρίλλου Πατριαρχών Αλεξανδρείας τού έτους 1777 (αρ. είκονοθ. 18). Ό κάμπος τής εικόνας είναι ανοικτός γαλάζιος.
4)                 Τού οσίου Θεοδοσίου τού Κοινοβιάρχου (αρ. είκονοθ. 26). Οι Αγιοι παριστάνονται όρθιοι. Ό κάμπος εΐναι ανοικτός γαλάζιος.
5)                 Τών Αποστόλων Ανδρέα και Λουκά (αρ. είκονοθ. 16). Οι Αγιοι πα­ριστάνονται όρθιοι. Ό Απόστολος Ανδρέας κράτα στο αριστερό του χέρι κλειστό ειλητάριο, ενώ ο Ευαγγελιστής Λουκάς κράτα μέ τό αριστερό κλει­στό ευαγγέλιο και μέ τό δεξί ευλογεί. Ό κάμπος εΐναι γαλάζιος και στο κά­τω μέρος καφέ.
6)                 Τών οσίων Μαξίμου τού Καυσοκαλύβη, Θεοδοσίου τού Κοινοβιάρ­χου και 'Αθανασίου του Άθωνίτου. Και οί τρεις Όσιοι παριστάνονται όρ­θιοι κρατώντας ανοικτά ειλητάρια. Ό κάμπος της εικόνας είναι ανοικτός πράσινος.
7)                 Του αγίου Νικολάου Μύρων σέ προτομή με ευαγγέλιο να ευλογεί (αρ. είκονοθ. 18). Ή απόχρωση του κάμπου της εικόνας είναι ανοικτή ροδό­χρωμη ώχρα.
8)                 Των Είσοδίων της Θεοτόκου (αρ. είκον. 14). Στην εικόνα δεσπόζουν τα κτίρια στο πάνω μέρος της. Ό κάμπος είναι ϊδιας απόχρωσης μ' αυτή της προηγουμένης εικόνας του αγίου Νικολάου.
9)                 Ό άββας Ζωσιμάς και ή όσια Μαρία ή Αύγυπτία. Ό Όσιος με μο­ναχικά ενδύματα αλλά συγχρόνως φέροντας έπιτραχείλιο, παριστάνεται να δίνει τή θεία Μετάληψη στην Όσια πού φέρει κόκκινο ένδυμα το όποιο αφήνει όμως να φανεϊ τό σκελετωμένο ασκητικό της σώμα. Ό κάμπος της εικόνας είναι στο πάνω μέρος γαλάζιος ενώ στο κάτω λαδοπράσινος.
10)             Ή αγία Αίκατερίνα (αρ. είκον. 15). Ή Αγία είναι ένθρονη, φοράει βασιλικά ανοιχτόχρωμα ενδύματα, ενώ στο αριστερό της χέρι κράτα κλειστό ευαγγέλιο.
11)             Ό Τίμιος Πρόδρομος. Εικόνα μικρού μεγέθους μέ τον άγιο Ιωάννη σέ προτομή, να κράτα ανοικτό ειλητάριο πού αναγράφει τή γνωστή σώζου­σα προτροπή του βαπτιστού του Κυρίου: Μετανοείτε. Ήγγικε γαρ ή Βασι­λεία των Ουρανών.

Στο τέμπλο του παρεκκλησίου της Καλύβης του Αγίου Ευσταθίου της Σκήτης Καυσοκαλυβίων πού κτίστηκε τήν ϊδια χρονιά μέ τον παραπάνω ναό του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, υπάρχουν δύο εικόνες, του Αγίου Νικολάου και του Όσιου Αθανασίου του Αθωνίτη, πού εμείς αποδίδουμε στον Μητροφάνη τον Χίο, αφού όλα τα στοιχεία τεχνοτροπικά, σχεδιαστικά, καλλιτεχνικά καθώς και οί επιγραφές παραπέμπουν στις αντίστοιχες εικό­νες τών ϊδιων αγίων πού βρίσκονται στο τέμπλο του ναού του Αγίου Ιωάν­νου του Θεολόγου τών Καυσοκαλυβίων.
Επίσης, στον ναό της Καλύβης τών Αγίων Αποστόλων της ϊδιας Σκή­της υπάρχει φορητή εικόνα, έργο του Μητροφάνη, πού παριστά ολόσωμους τους αγίους Διονύσιο τον εν Όλύμπω, Νήφωνα Πατριάρχη Κωνσταντινου­πόλεως και Αθανάσιο τον εν τω Άθω. Και οί τρεις τους κρατούν ανοικτά ειλητάρια.
Στον ϊδιο ζωγράφο θα πρέπει να αποδοθούν και τρεις φορητές εικό­νες του σκευοφυλακίου του Πρωτάτου. Πρόκειται γιά τις εικόνες α) Ή Αγία Οικουμενική Πρώτη Σύνοδος, μέ επιγραφή: ΧΕΙΡ ΜΗΤΡΟΦΑ­ΝΟΥΣ ΜΟΝΑΧΟΥ 177025, β) Ό Άγιος Σίλβεστρος πάπας Ρώμης και ό
'Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός2 6 και γ) Ή Σύναξις των Αγιορειτών Πα­τέρων27.
Στον Χιώτη μοναχό Μητροφάνη και το εργαστήριο του θα πρέπει επί­σης να αποδοθούν οι τοιχογραφίες του παρεκκλησίου του Γενεσίου του Τι­μίου Προδρόμου της μονής Ζωγράφου πού κτίστηκε τό 176828 καθώς και οι τοιχογραφίες τής Λιτής τής μονής Ιβήρων. Οι τελευταίες είναι έργα του έτους 1768, σύμφωνα μέ τήν παρακάτω επιγραφή:
ΛΝΙΣΤΟΡΗΘΗ Ο ΠΑΡΟΝ ΝΑΡΘΗΚΑΣ / ΑΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΚΑΙ ΕΞΟΔΟΥ ΤΟΥ ΟΣΙΩΤΑΤΟΥ / ΚΑΙ ΤΙΜΙΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΚΥΡ ΑΝ ΑΝ ΙΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝ / ΕΥΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΝΟΣΙΩ Τ ΑΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΚΥΡ ΑΒΡΑ /Μ ΙΟΥ7ET ΕΙ ΑΨΞΗ [1768].
Πρόσφατα εντοπίσαμε στην απέναντι του Αγίου Όρους νήσο Σκόπε­λο29, φορητές εικόνες πού θα πρέπει επίσης να αποδοθούν στο εργαστήριο του μοναχού Μητροφάνη τού Χίου.
Συγκεκριμένα πρόκειται για τα εξής έργα:
Στή μονή τής Επισκοπής Σκοπέλου30 και στο εσωτερικό τού μικρού καθολικού, βρίσκεται μεγάλων διαστάσεων φορητή εικόνα των Τριών Ιε­ραρχών. Σέ βαθύ κυανό κάμπο εικονίζονται ολόσωμοι, και από τα αριστερά προς τα δεξιά, οι τρεις ιεράρχες Γρηγόριος ό Θεολόγος, Ιωάννης ό Χρυσό­στομος και Βασίλειος ό Μέγας. Και οι τρεις κρατούν κλειστά ευαγγέλια, ενώ οι φωτοστέφανοι τους φέρουν ανάγλυφες αργυρές επενδύσεις. Ό κάμπος τής εικόνας είναι κυανούς, τα δέ φωτίσματα τών πλούσια διακοσμημένων ενδυμάτων, ιδίως τού Χρυσοστόμου, έχουν γίνει μέ τήν προσφιλή για τον Μητροφάνη αλλά και άλλους ζωγράφους τής εποχής του μέθοδο τής ευρεί­ας χρήσης χρυσοκονδυλιας.
Στον ενοριακό ναό τού Άγιου Παντελεήμονος τής Χώρας Σκοπέλου31 επισημάναμε δύο πολύ επιμελημένες στην τέχνη φορητές εικόνες πού θα

πρέπει να αποδοθούν στο εργαστήριο του μοναχού Μητροφάνη τού Χίου. Πρόκειται για την εικόνα τού Χριστού Παντοκράτορος και της Θεοτόκου Έλεούσσας. Βρίσκονται και οι δύο σε προσκυνητάρια, σέ περίοπτες θέσεις εντός τού ναού και φέρουν στα φωτοστέφανο τους αργυρές ανάγλυφες επενδύσεις. Στο κατώτερο τμήμα της πρώτης εικόνας σώζεται ή έξης αδη­μοσίευτη μεγαλογράμματη επιγραφή: «Δέησις τού δούλου τού Θεού Λά­μπρου της συμβίας αυτού και των τέκνων αυτών. 1774», ενώ στο αριστερό τμήμα τής δεύτερης είναι γραμμένη ή μεταγενέστερη μικρογράμματη επι­γραφή: Ή έλεοϋσα32.
Στή μονή τής Μεταμορφώσεως τού Σωτήρος Σκοπέλου, στην οποία ανα­φερθήκαμε παραπάνω και στον πρώτο όροφο τής βορειοδυτικής πτέρυγας, βρίσκεται τό παρεκκλήσιο τού Άγιου Ιωάννου τού Θεολόγου, τό όποιο ο ανακαινιστής τής Μονής, ιερομόναχος Παΐσιος Καυσοκαλυβίτης, ίδρυσε προς τιμήν -όπως πιστεύουμε- τού αγίου στον όποιο έτιματο ο ναός τής Κα­λύβης τής μετανοίας του* δηλαδή τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο.
Στο τέμπλο τού μικρού αυτού παρεκκλησίου βρίσκονται οι φορητές εικόνες τού Χριστού, τής Θεοτόκου και τού αγίου Ιωάννου τού Θεολόγου, έργα τού ιδίου ζωγράφου. Ό κάμπος και τών τριών εικόνων είναι γαλαζο­πράσινος.
Ό Κύριος, στον τύπο τού Παντοκράτορος, βαστά ανοικτό ευαγγέλιο, στο όποιο τό κείμενο (Έγώ ειμί το φως τον κόσμου...) είναι σέ μεταγενέστε­ρη μικρογράμματη γραφή. Οι επιγραφές είναι γραμμένες εντός περίτεχνων μπαρόκ μεταλλίων, όπως συμβαίνει και στή διπλανή εικόνα τής Θεοτόκου
βρεφοκρατούσας, πού είναι ιστορημένη στον τύπο της Όδηγήτριας και φέ­ρει στην κεφαλή της βασιλικό στέμμα.
Στην τρίτη εικόνα εικονίζεται ο ευαγγελιστής Ιωάννης μέ τον μαθητή του Πρόχορο, στην κλασική παράσταση μπροστά κατά τήν οποία απεικονί­ζονται στην είσοδο ενός σπηλαίου. Ή παράσταση παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες μέ τήν αντίστοιχη του ιδίου ζωγράφου, πού βρίσκεται στο τέ­μπλο του παρεκκλησίου του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου της ομώνυμης Καλύβης των Καυσοκαλυβίων, τόσο στο σχέδιο και τις επιγραφές όσο και στα τεχνοτροπικά και καλλιτεχνικά χαρακτηριστικά. Ό Ευαγγελιστής είναι στραμμένος κατά τα τρία τέταρτα προς τα αριστερά, ενώ ο Πρόχορος γρά­φει σέ ανοικτό βιβλίο τήν Αποκάλυψη, όπως συμπεραίνουμε από τό ανα­γραφόμενο κείμενο. Στο κάτω δεξιό τμήμα της εικόνας και εντός τετραγώ­νου πλαισίου υπάρχει ένθετη παράσταση μέ τή Γέννηση της Θεοτόκου. Στο κάτω αριστερό τμήμα τής εικόνας διαβάζουμε τήν αφιερωματική επιγραφή: +Δέησις τής δούλης τον Θεοϋ Μελάνης μοναχής. 177933. Πρόκειται για τήν ηγουμένη Μελάνη τή Μεσολογγίτισα (f 1784), τήν οποία -όπως προαναφέ­ραμε- ο Παΐσιος εγκατέστησε ως ηγουμένη στή μονή Μεταμορφώσεως.
Του ιδίου ζωγράφου είναι μικρή σέ μέγεθος εικόνα πού απεικονίζει μέ παρόμοιο τρόπο τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο και τον άγιο Πρόχορο, και ή οποία είναι ανηρτημένη σέ τοίχο του παραπάνω παρεκκλησίου.
Εντός τώρα του καθολικού τής Μεταμορφώσεως τής ιδίας μονής βρί­σκεται ανηρτημένη μεγάλων διαστάσεων φορητή εικόνα του έτους 1774 πού απεικονίζει τον άγιο Ευστάθιο και τήν οικογένεια του καθώς και σκηνές από τον Βίο τους, πού θα πρέπει κι αυτή να αποδοθεί στον Χιώτη ζωγράφο.
Τέλος, στον μοναχό Μητροφάνη θα πρέπει να αποδοθεί και ή πολυ­πρόσωπη εικόνα τής Κοιμήσεως τής Αγίας Αννης πού εντοπίσαμε στο κα­θολικό τής μονής Ευαγγελιστρίας Σκοπέλου34. Ή ίδρυση τής μονής αυτής σχετίζεται ως γνωστόν μέ τήν οικογένεια του γνωστού Σκοπελίτη λογίου αλλά και Ξηροποταμηνού μοναχού Καισαρίου Δαπόντε. Ό Δαπόντες γνώ­ριζε τον ζωγράφο Μητροφάνη, μέσα από τον φίλο του Παισιο Μυτιληναίο, όπως δείξαμε παραπάνω. Ή εικόνα φέρει τήν επιγραφή: Ήκοίμησις τής Θε­οπρομήτορος Αγίας "Αννης και εικονίζει τήν Αγία στή νεκρική της κλίνη. Ανάμεσα στο πλήθος ανδρών και γυναικών πού τήν περιβάλλουν, ξεχωρί­ζουν ο συμβίος της άγιος Ιωακείμ, ή θυγατέρα της Κυρία Θεοτόκος και ένας άγιος αρχιερέας ο όποιος και θυμιάζει τό λείψανο τής Αγίας. Στο πάνω μέ­ρος τής εικόνας δεσπόζουν μπαρόκ ρυθμού υψηλά κτίρια και ανάμεσα τους, διακρίνεται ένας εν κινήσει άγγελος πού βαστάζει τήν ψυχή τής αγίας Άννης, ή όποια εδώ παριστάνεται με τη μορφή λευκοντυμένου μικρού κο­ριτσιού35.

Ό ζωγραφικός διάκοσμος τον παρεκκλησίου τον 'Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στα Καυσοκαλύβια

Τό εικονογραφικό πρόγραμμα του ευρύχωρου -σε σχέση με τους πε­ρισσότερους Καυσοκαλυβίτικους ναούς- παρεκκλησίου του 'Αγίου Ιωάν­νου του Θεολόγου, εΐναι πολύ πλούσιο και ό ζωγράφος εντυπωσιάζει μέ τα ζωηρά χρώματα -κυρίως τό ερυθρό- πού χρησιμοποιεί καθώς και τις πολυ­πρόσωπες συνθέσεις του, αν και λόγω του μεγέθους του ναού, θα ήταν δι­καιολογημένος αν θα ήθελε να τις αποδώσει λιτότερα.
Ό ναός είναι τριμερής. Αποτελείται από τό εμπρόσθιο τμήμα πού ξε­χωρίζει από τον υπόλοιπο ναό μέ δύο πλούσια διακοσμημένους κίονες πού στηρίζουν ισάριθμες αψίδες (είκ. 6) και τό όποιο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως Λιτή, τον κυρίως ναό καθώς και τό άγιο Βήμα.
Στή Λιτή, και στις δύο ανώτερες από τις τρεις ζώνες τοιχογραφιών του δυτικού, βορείου και νοτίου τοίχου της, έχουν ιστορηθεί αφηγηματικά σκηνές από τον κύκλο του Βίου και τών θαυμάτων του αγίου Ιωάννου του Θεολό­γου, στον όποιο άλλωστε είναι αφιερωμένος και ο ναός. Έτσι απεικονίζο­νται σκηνές πού φέρουν τις εξής μεγαλογράμματες επιγραφές:
Οι Απόστολοι διανέμονται τον κλήρου, Ό Ιωάννης διστάζει περί τον εαντοϋ κλήρον, Το νανάγιον τον Ίωάννον / ο Πρόχορος αντιλαμβάνεται τον Ίωάννην (είκ. 7), Ό ίαθείς παράλντος νπό τον Ίωάννον υπηρετεί το άρι­στον, Ό Ιωάννης ευρίσκει τον παϊδα σιδήροις δεδεμένον εις θνσίαν τον λν­κον, Ό άρχοντας δακτύλφ δείχνων τον λνκον / Ό Ιωάννης διώκει αντόν, Ό Ιωάννης ελενθερεϊ τον παϊδα, Ό 'Άγιος δεδεμένος σιδήροις εξορίζεται, Δια προσενχής τον Ίωάννον ή Θάλασσα επιρρίπτει τον παϊδα ζώντα ενώπιον αντοϋ, Ό Ιωάννης καταστρέφει τον βωμον της Αρτέμιδος, Ό Λόμνος πνιγείς νπό τον δαίμονος, Ή Ρωμάνα πενθεί τον θάνατον τον Λόμνον, Ό Ιωάννης άναστήνει τον Λόμνον, Ή Ρωμάνα πιστενσασα αιτεί σνγγνώμην παρά τον Ίωάννον, Ό Ιωάννης Ιάται τον θερμαίνοντα, Ό νδρωπικός αίτεϊ την ϊασιν εγγράφως παρά τον Ίωάννον, Ή Ρωμάνα μισθοϋται τον Ίωάννην σνν τω Προχόρω, Ή Ρωμάνα τύπτει τον Ίωάννην, Οι ιερείς προσκλαιόμενοι τω Κν­νωπι κατά τον Ίωάννον, Ό Ιωάννης εκδιώκει τονς δύο σταλέντας δαίμονας νπό τον Κννωπος εκ της Νήσον, Ό Ιωάννης εν τύπφ στανροϋ προσενχόμε­νος/ επνίγη ό Κννωψ εν rfj θαλασσί], Ή Μετάστασις τον Θεολόγου, ΉΆνά­βλνσις της κόνεως εν τω μνήματι τον Ίωάννον.
Στη θέση της τραπεζοειδούς οροφής της Λιτής βρίσκουμε την κυρίαρ­χη σύνθεση μέ τη Σύναξη των Δώδεκα Αποστόλων, ενώ στους τοίχους τής Λιτής (κατώτερη ζώνη) -κυρίως στον δυτικό- και τα έσωρράχια απεικονί­ζονται κυρίως μεγάλες όσιακές μορφές, όπως οι όσιοι 'Ονούφριος, Ιωάννης τής Κλίμακος, Μωϋσής ό Αίθίοψ, Θεόδωρος ο Στουδίτης, Μακάριος ο Αιγύπτιος, Ίωάσαφ, Βαρσανούφιος, Αρσένιος, 'Αντώνιος, Ευθύμιος, Σάβ­βας, Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης, Έφραίμ ο Σύρος, Διονύσιος (τό πιθανότε­ρο, ο εν Όλύμπω), Παχώμιος, και οι όσιοι Δανιήλ ο Στυλίτης, Δοσίθεος, Ίλαρίων, Δωρόθεος και Συμεών ό Στυλίτης, στο νότιο παράθυρο τού κυ­ρίως ναού. Ανάμεσα τους και Καυσοκαλυβίτες όσιοι: Μάξιμος ο Καυσο­καλύβης, Νήφων Αθωνίτης, Νείλος Μυροβλύτης και Πέτρος Αθωνίτης36 (είκ. 8). Υπάρχει επίσης ή τοιχογραφία του οσίου Παϊσίου, προφανώς του Μεγάλου, τού οποίου τό όνομα έφερε ο κτίτορας του παρεκκλησίου ιερο­μόναχος Παΐσιος.
Πάνω από τη δυτική πύλη εισόδου είναι ιστορημένος ό Αναπεσών Κύ­ριος περιβαλλόμενος από πρόσωπα φτερωτών αγγέλων, μέ τή Θεοτόκο να στέκεται δίπλα Του (στ' αριστερά) καθώς και έναν άγγελο (στα δεξιά) πού του δείχνει τα όργανα του σταυρικού μαρτυρίου Του (είκ. 9).
Στον κυρίως ναό τώρα, ο Παντοκράτορας στον τρούλο -ό όποιος, να σημειώσουμε, φέρει επιζωγράφηση και αλλοιώσεις, τό πιθανότερο λόγω εισροής όμβρίων υδάτων- περιβάλλεται από επτάχρωμη ταινία (είκ. 10).
Στην επομένη ζώνη απεικονίζεται ή Θεία Λειτουργία πού επιστέφεται από τήν επιγραφή:
ΚΥΡΙΕ ΚΥΡΙΕ ΕΠΙΒΛΕΨΟΝ ΕΞ ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΑΙ ΙΑ Ε ΚΑΙ ΕΠΙΣΚΕΨΟΝ ΤΗΝΑΜΠΕΑΟΝ ΤΑΥΤΗΝ ΗΝ ΕΦΥΤΕΥΣΕΝ Η ΔΕΞΙΑ ΣΟΥ.
Στή ζώνη πού ακολουθεί βρίσκουμε τους Προφήτες πού εΐναι ζωγρα­φισμένοι εντός γραπτών πλαισίων μέ μπαρόκ διακόσμηση. Μεγάλη είναι ή ομοιότητα τών διακοσμήσεων αυτών πού μιμούνται τα ανάγλυφα δυτικό­τροπα γύψινα και πού δίνουν τήν ψευδαίσθηση τρίτης διάστασης, μέ τα γύ­ψινα πλαίσια πού περιβάλλουν τα παράθυρα και τους φεγγίτες τού τρούλου τού παρεκκλησίου τού Αγίου Ευσταθίου τής ϊδιας σκήτης (στο όποιο θα αναφερθούμε στο Β' μέρος τής μελέτης μας) καθώς και τού ναού τού Αγίου 'Αντωνίου στη Σκήτη Άγιου 'Ανδρέα των Καρυών37. Όμοιοι στους τρεις να­ούς είναι και οι γραπτοί ανάγλυφοι κίονες (σε απομίμηση μαρμάρινων), πού βρίσκονται κυρίως στο άγιο Βήμα.
Ακολουθούν οι τέσσερις Ευαγγελιστές στα λοφία του τρούλου μέ τα σχετικά τους σύμβολα (είκ. 11) καθώς και οι Απόστολοι εκ τών Έβδομήκο­ντα, ένδεδυμένοι ώς συνήθως αρχιερατικά άμφια, στις ακμές των τεσσάρων τόξων, σέ στηθάρια πού τα συνδέει μεταξύ τους κληματσίδα. 'Άλλωστε σχε­τική είναι και ή κυριακή ρήση Έγώ είμί ή άμπελος νμεϊς τα κλήματα ό μένων εν εμοί.., πού αναγράφεται σέ δύο φύλλα ανοικτού ευαγγελίου, το οποίο ιστορήθηκε σέ χώρο πάνω από τήν προσωπογραφία του αποστόλου Ίού­στου.
Στα τεταρτοσφαίρια του βόρειου και νότιου τόξου του ναού είναι ιστο­ρημένα θέματα του χριστολογικού κύκλου. Συγκεκριμένα έχουμε στο βόρειο τόξο τις παραστάσεις της Μεταμορφώσεως, του 'Επιταφίου Θρήνου (είκ. 12), ενώ στο νότιο τόξο, τις παραστάσεις της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, της Ψηλαφήσεως του Θωμά, της Έγέρσεως του Ααζάρου, της Βαϊοφόρου, της Σταυρώσεως και της Άποκαθηλώσεως.
Στην επομένη ζώνη απεικονίζονται συνθέσεις του θεομητορικού κύ­κλου, όπως ή Γέννηση της Θεοτόκου, ό Ασπασμός του 'Ιωακείμ και της Άννας, ό Ευαγγελισμός, ή Υπαπαντή, τα Είσόδια. Ανάμεσα τους ξεχωρίζει ή όντως εντυπωσιακή παράσταση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Στην κατώτερη ζώνη του κυρίως ναού, καθώς και σέ στηθάρια πάνω απ' αυτήν, είναι ιστορημένοι, όπως συνηθίζεται στους αθωνικούς ναούς, άγιοι Μάρτυρες, οι περισσότεροι μέ στρατιωτικές ενδυμασίες. Διακρίνουμε α) στο βόρειο μέρος του κυρίως ναού, τους αγίους Βίκτωρα, Μήνα, Ευστρά­τιο, Μαρδάριο, 'Ορέστη, Προκόπιο, Δημήτριο, Σέργιο και Βάκχο, Μερκού­ριο, Νεόφυτο, Δημήτριο τον Νέο, Ευστάθιο, Χριστόφορο, Αούπο, Νέστορα, Δημήτριο τον Μεγαλομάρτυρα και Αγάπιο (είκ. 13), β) στον νότιο τοίχο, τους αγίους Κύρο και 'Ιωάννη, τους εκ της χορείας τών αγίων Αναργύρων Τρύφωνα, Έρμόλαο, Σαμψών και Παντελεήμονα, Κήρυκο και Ίουλίττα, 'Ιά­κωβο τον Πέρση, Θεόδωρο τον Στρατηλάτη, Θεόδωρο Τύρωνος, Αρτέμιο και τον Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο.
Ή απεικόνιση της όσιας Θεοκτίστης της Λεσβίας, ανάμεσα σε άλλες όσιες, όπως ή όσια Παρασκευή, ή όσια Μελάνη και ή όσια Ειρήνη ή Χρυσο­βαλάντου, σχετίζεται ασφαλώς μέ την καταγωγή του κτίτορος του ναού, Παϊσίου του Λεσβίου.
Πάνω από τον νότιο κίονα της Λιτής εικονίζονται ο Μέγας Κωνστα­ντίνος και ή Άγια Ελένη ως στύλοι τής Εκκλησίας .
Τό 'Άγιο Μανδήλιο, στο κέντρο τής ακμής του ανατολικού τόξου φέρει -όπως και ο Παντοκράτορας τού τρούλου στο πρόσωπο του- επιζωγράφη­ση. Οι επιζωγραφήσεις πιθανόν να έγιναν από τον ιερομόναχο Σεραφείμ ζωγράφο, πού κατοίκησε στην Καλύβη του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, μετά τήν έγκαταβίωση του Παϊσίου και τής συνοδείας του στή μονή Ξενο­φώντος38.
Στον νότιο και βόρειο τοίχο τού κυρίως ναού και κυρίως στο άγιο Βήμα, τό όποιο οριοθετεί εξαιρετικής τέχνης επίχρυσο ξυλόγλυπτο τέμπλο (είκ. 14), απεικονίζονται οι άγιοι ιεράρχες Άβέρκιος, Διονύσιος, Ιγνάτιος, Ιερό­θεος, Μόδεστος, Άντύπας, Ιωάννης ο Ελεήμων, Ιάκωβος ο Άδελφόθεος, Πρόκλος, Μεθόδιος, Αμβρόσιος, Άνθιμος, Έπιφάνιος, Ελευθέριος, Νικη­φόρος, Μελέτιος, Παύλος Κωνσταντινουπόλεως ο Όμολογητής, Ιωσήφ Θεσσαλονίκης, Ανδρέας Κρήτης, Σπυρίδων και Παρθένιος. Όλοι τους ασκεπείς, κρατούν μέ τήν αριστερά τους ευαγγέλιο, ενώ μέ τή δεξιά τους ευλογούν. Τους ιεράρχες συνοδεύει ή επιγραφή: Ιεράρχες μέγιστοι τής ευ­σέβειας κάί γενναίοι πρόμαχοι τής αληθείας.
Τέλος, στο άγιο Βήμα, απεικονίζεται στην οροφή (είκ. 15) ή Άγια Τριά­δα -στή δυτικότροπη εικονογραφική της εκδοχή- περιβαλλόμενη από αγγέ­λους, ενώ ακολουθούν στην πάνω ζώνη δεσποτικές εορτές. Ανάμεσα τους ή Ανάσταση (κι αυτή στή δυτικότροπη εικονογραφική της έκφραση, μέ τους στρατιώτες και τους αγγέλους, χωρίς όμως τις Μυροφόρες), ή Πεντηκοστή (μέ τή Θεοτόκο στην κορυφή τού χορού τών Αποστόλων και τον «Κόσμο» στή βάση τού πετάλου, αλλά και τήν αλληγορική παράσταση τού Κόσμου), ή Βάπτιση, ή Ανάληψη καθώς και ή Γέννηση μέ τή Θεοτόκο και τον Ιωσήφ γονατιστούς εντός τής φάτνης.
Στην αψίδα τού ιερού ιστορείται ή Θεοτόκος Πλατυτέρα τών Ουρανών ή οποία συνοδεύεται από τήν επιγραφή: Τήν γαρ σήν μήτραν θρόνον εποί­ησε και τήν σήν γαστέρα πλατντέραν ουρανών άπειργάσατο πού προέρχε­ται από τον θεομητορικό ύμνο Έπι σοι χαίρει.
Κάτω από τήν παράσταση τής Πλατυτέρας απεικονίζονται οι συλλει­τουργοϋντες ιεράρχες Γρηγόριος ο Θεολόγος, Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Βα­σίλειος ό Μέγας και Αθανάσιος Αλεξανδρείας (είκ. 16). Όλοι τους κρατούν ξεδιπλωμένα ειλητάρια με ευχές από τη Θεία Λειτουργία. Πάνω από τους ιε­ράρχες αυτούς υπάρχει ή επιγραφή: Ό τρώγων μου τήν σάρκα και πίνων μον το αίμα, εν εμοί μένει κ' άγω εν αντώ.
Στην κόγχη της προθέσεως απεικονίζεται ή παράσταση της 'Άκρας Τα­πεινώσεως (είκ. 17). Ό Χριστός στεφανωμένος μέ τό άκάνθινο στεφάνι προ­βάλλει μέσα από τον ανοικτό τάφο. Στα δεξιά και αριστερά του παραστέκο­νται οι θρηνωδουσες μορφές της Μητέρας του και του ήγαπημένου μαθητού του, αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, στον όποιο άλλωστε τιμάται και ο ναός. Κάτω από τη σύνθεση υπάρχει ή επιγραφή: ΕΠΙΣΦΑΓΗΝ ΗΧΘΗ, και ακο­λουθούν οι απεικονίσεις τεσσάρων αγίων διακόνων. 'Ανάμεσα τους και ο άγιος Βενιαμίν, προς τιμήν ϊσως του μοναχού Βενιαμίν, από τή συνοδεία τού Παϊσίου, ο όποιος αναφέρεται στην προαναφερόμενη κτιτορική επιγραφή ως επεξεργασθείς οια των χειρών τον τον ναό.
Στή βόρεια πλευρά τού Βήματος έχουμε τή γνωστή παράσταση μέ τό Όραμα τού αγίου Πέτρου Αλεξανδρείας (είκ. 18). Χαρακτηριστικό πού θα τό συναντήσουμε στην περιγραφή της αντίστοιχης συνθέσεως τού παρεκ­κλησίου της Καλύβης τού Αγίου Ακακίου, είναι ότι τό κείμενο της άποκρί­σεως τού μικρού Χριστού Άρειος ό άφρων είναι σέ ανάστροφη γραφή.
Στις δύο επόμενες εικονογραφικές ζώνες τού αγίου Βήματος απεικονί­ζονται άγιοι ιεράρχες της Εκκλησίας μας.
Στή νότια πλευρά τού Βήματος συναντούμε και τον άγιο Ρηγίνο επί­σκοπο Σκοπέλου δίπλα στον άγιο Μιχαήλ Συνόδων. Ή σέ γειτονική θέση απεικόνιση των δύο αυτών ιεραρχών πρέπει να σχετίζεται μέ τήν παραμονή τού Παϊσίου τού Καυσοκαλυβίτου στή Σκόπελο. Ό άγιος Μιχαήλ έκανε πολλά θαύματα στο νησί, στο όποιο ή μονή Μεγίστης Λαύρας διατηρούσε μετόχι προς τιμήν του. Σήμερα σώζεται μόνο ό ναός τού Αγίου Μιχαήλ πού λειτουργεί όμως ώς ενοριακός39.

Στους πλαϊνούς τοίχους του νότιου παραθύρου του ίερού απεικονίζο­νται οι την ίερωσύνη φέροντες άγιοι Χαραλάμπης, Σίλβεστρος, καθώς και ομάδα αγίων ιεραρχών πού φέρουν το όνομα Γρηγόριος. "Ετσι απεικονίζο­νται οι άγιοι Γρηγόριος ο Διάλογος, ο Νεοκαισαρείας, ο της Μεγάλης 'Αρμε­νίας καθώς και ο επίσκοπος Νύσσης.
Σε κόγχη του διακονικού είναι ιστορημένη ή Θεοτόκος Ζωοδόχος Πηγή (είκ. 19). Γύρω από την πηγή-συντριβάνι εικονίζονται πλήθος πιστοί όλων τών τάξεων πού προσμένουν από τήν Πηγή τής Ζωής τή θεραπεία τους.
'Ολοκληρώνοντας εδώ τή συνοπτική περιγραφή του εικονογραφικού προγράμματος του παρεκκλησίου του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, δεν θα μπορούσαμε παρά να αναφερθούμε και στην απεικόνιση του Αγίου, τού οποίου τό όνομα έφερε ο ζωγράφος τού παρεκκλησίου. Ό άγιος Μητροφά­νης Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ιστορείται σε περίοπτη θέση, στή βό­ρεια πλευρά τού ιερού Βήματος, περιβαλλόμενος από τους αγίους Γρηγόριο Παλαμά και Κύριλλο, καθώς και τον Χριστό, στο πάνω τμήμα τής σύνθεσης, να τους ευλογεί (είκ. 20). Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ο άγιος Μητρο­φάνης είναι ο μόνος -ανάμεσα στους ιστορούμενους στον ναό ιεράρχες- πού φέρει αρχιερατική μήτρα και κράτα τήν αρχιερατική ποιμαντική ράβδο.

Παρεκκλήσι 'Αγίου Μαξίμου του Καυσοκαλύβη40

Ό ναός τής ομώνυμης Καλύβης είναι ο αρχαιότερος σωζόμενος στή σκήτη. Σύμφωνα με τις πηγές, ο ναός κτίστηκε στα 1732 από υποτακτικό τού ιδρυτού τής σκήτης Καυσοκαλυβίων όσιο Ακάκιο, ο οποίος είχε μεγάλη ευλάβεια στον μεγάλο αυτό ήσυχαστή τού 14ου αι. όσιο Μάξιμο τον Καυ­σοκαλύβη41. Σύμφωνα με τον Βίο τού οσίου Ακακίου τού Καυσοκαλυβίτου, ένας από τους μαθητές του «ακούγοντας τον Γέροντα να διηγείται τόσες πολλές φορές για τον όσιο Μάξιμο τον Καυσοκαλύβη ένιωσε μεγάλη ευλά­βεια και σεβασμό σ' αυτόν και, αφού ζήτησε και πήρε τή συμβουλή τού όσιου Άκακίου», έκτισε ναό εις το όνομα τον 'Αγίου Μαξίμου μετά δύο χρό­νους, ύστερον από την κοίμησιν του Όσιου έπάνωθεν της καλύβης του γέ­ροντος?1.
Ένα μεγάλο μέρος της ζωής του ο δσιος Μάξιμος ασκήθηκε στα Καυ­σοκαλύβια* τοποθεσία πού οφείλει άλλωστε τήν ονομασία της στην προσω­νυμία του Όσιου.
Στο παρεκκλήσι τής ερημωμένης σήμερα Καλύβης και πάνω στην κόγ­χη τής αγίας Τραπέζης είναι εντοιχισμένα τρία σπαράγματα τοιχογραφιών. Πρόκειται, συγκεκριμένα, για τμήμα τής παράστασης τής Θεοτόκου Πλατυ­τέρας (είκ. 21) καθώς και για κεφαλές δύο αγγέλων (είκ. 22-23) πού περι­βάλλουν από τα αριστερά και τα δεξιά τήν προηγούμενη παράσταση. Οι διαστάσεις τών αγγέλων είναι δυσανάλογες με τή διάσταση τής εικόνας τής Πλατυτέρας, ώστε να αποκλείεται ή περίπτωση να αποτελούσαν ενιαίο ζω­γραφικό σύνολο.
Σύμφωνα με προφορική παράδοση, οι τοιχογραφίες αυτές προέρχονται από τό δεύτερο Κυριάκο τής Σκήτης πού έχρησιμοποιεΐτο μέχρι τό 1916 ώς κοιμητηριακός ναός. Ό ναός αυτός, επειδή ακριβώς αρχικά κτίστηκε ώς Κυ­ριάκος ναός, ετιμάτο κι αυτός, όπως και τό σημερινό Κυριάκο, τό τρίτο κατά σειρά, στην Άγια Τριάδα. Κατεδαφίστηκε τό 1916 και στή θέση του κτίστη­κε (1919) ο σημερινός κοιμητηριακός ναός, πού τιμάται κι αυτός στο όνομα τής Άγιας Τριάδος. Για μας όμως είναι πιθανότερο οι τοιχογραφίες αυτές να προέρχονται από τον δυτικό εσωτερικό τοίχο του σημερινού Κυριακού, στον όποιο επήλθαν αρκετές μετατροπές λόγω τής ανεγέρσεως τής Λιτής, κατά τό 1810.
Οι εντοιχισμένες αυτές τοιχογραφίες του παρεκκλησίου του Άγιου Μαξίμου φέροντας σχεδιαστικές και τεχνοτροπικές ομοιότητες μ' αυτές του παρεκκλησίου τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου τής γειτονικής Καλύβης του Άγιου Άκακίου, καθώς και μ' αυτές του κυρίως ναού του Κυριακού τής Άγιας Τριάδος τής ιδίας σκήτης, μπορούν να αποδοθούν στον ευρύτε­ρο κύκλο τού ιερομόναχου Παρθενίου τού εξ Αγράφων και τών μαθητών του43.

Βιβλιοθηκάριος Ί. Σκήτης 'Αγίας Τριάδος  Καυσοκαλυβίων ΜΟΝΑΧΟΣ ΠΑΤΑΠΙΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ

--------------------------------------
 
1.      Ή σκήτη, ως οργανωμένος μοναστικός οικισμός, Ιδρύθηκε στις αρχές του 18ου αί. από τον όσιο Άκάκιο τον Καυσοκαλυβίτη (1630-1730). Επίσημη χρονολογία συστάσεως της Σκήτης μπορεί να θεωρηθεί τό 1746, έτος οπού ή κυρίαρχη μονή Μεγίστης Λαύρας εξέδωσε επίσημο έγγραφο προς τή σκήτη, πού θεωρείται ως τό συστατήριο έγγραφο αυ­τής.
2.      Για τό ιστορικό, οικονομικό και πνευματικό περιβάλλον, στο όποιο καλλιεργήθη­κε ή τέχνη στο 'Άγιον "Ορος και κατ' επέκταση στά Καυσοκαλύβια και τήν ευρύτερη πε­ριοχή τους, κατά τον 18ο αι., βλ. μον. Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, «Μεταβυζαντινή τέχνη στη Σκήτη Καυσοκαλυβίων. 'Άγνωστες φορητές εικόνες Διονυσίου του εκ Φουρνα», Πρα­κτικά του Β'Διεθνούς Συμποσίου «'Άγων 'Όρος. Πνευματικότητα καί Όρθοοοξία -Τέ­χνη», Εταιρεία Μακεδόνικων Σπουδών, Θεσσαλονίκη 11-13 Νοεμβρίου 2005, Θεσσαλο­νίκη 2006, σσ. 331-377. Στη μελέτη αύτη διατυπώνονται παράλληλα καί οι σκέψεις μας γύ­ρω από τήν τέχνη του ζωγράφου ο όποιος ιστόρησε τον κυρίως Κυριάκο ναό καί τό πα­ρεκκλήσι της Καλύβης του Άγιου Άκακίου στά Καυσοκαλύβια, ενώ παράλληλα προσ­διορίζονται οι στενές σχέσεις πού έχει τό έργο του μέ εκείνο του ιερομόναχου Διονυσίου του εκ Φουρνα.
3.      Περί του Νεοφύτου βλ. ενδεικτικά: μον. Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, «Λόγιοι τής Σκήτης τών Καυσοκαλυβίων κατά τον 18ο αι.», Θεοδρομία 8 (2000) 73-78.
4.      Γιά τον ζωγραφικό διάκοσμο του Κυριάκου ναού τής Σκήτης, ετοιμάζουμε αυτο­τελή μελέτη.
5.      Βλ. ενδεικτικά: μον. Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, «Όσιος Νείλος ό Μυροβλύτης», Άθωνίτης 47 (2004) 8-9.
6.      Σύμφωνα μέ τήν αδημοσίευτη επιγραφή σε ύπέρθυρη κόγχη: ΟΥΤΟΣ Ο ΘΕΙΟΣ ΚΑΙ ΙΕΡΟΤΑΤΟΣ ΝΑΟΣ ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΘΗ ΔΙ ΕΞΟΔΩΝ ΜΕΘΟΔΙΟΥ ΤΟΥ ΙΕΡΟ­ΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΙ ΤΟΙΣ ΣΥΝΟΔΙΑΣ ΧΑΡΙΤΩΝ ΝΙΛΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΤΩΝ ΜΙΤΥ­ΑΙΝΑΙΩΝ ΕΝ ΕΤΕΙ 1908 ΕΙΣ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ ΓΟΝΕΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΚΑΙ ΣΥΓ­ΓΕΝΩΝ ΑΥΤΩΝ
7.      Ή επιγραφή αυτή σημειώνει: Ύπό Πελαγίου θύτον ,αψμε'.
8.      Ό ιερομόναχος Πελάγιος (f 1788) καταγόταν από τα 'Άγραφα, από το χωριό 'Ασπρόπυργος, τόπο καταγωγής καί του Όσιομάρτυρος Ρωμανού του Καυσοκαλυβίτου (t 5 Ιανουαρίου 1694). Υποτακτικός του παπα-Ίωνα του Καυσοκαλυβίτου (f 1765), έγι­νε αργότερα ηγούμενος της Μονής Προυσού, τήν οποία καί ανακαίνισε, κτίζοντας τό 1754 τό νέο Καθολικό τής Κοιμήσεως της Θεοτόκου, τό όποιο καί φρόντισε να ιστορηθεί τό 1785, από τους μαθητές του ιερομόναχου Διονυσίου του εκ Φουρνα Γεώργιο Γεωργίου καί Γεώργιο Άναγνώστου.
9.      Πορφύριος Ούσπένσκι, Ή Χριστιανική Ανατολή. Αθως, Αγία Πετρούπολις 1892, σ. 414. Ό ϊδιος μας πληροφορεί επιπλέον: Τον ϊδιο χρόνο, τό 1752, στή σκήτη τής Αγίας Αννας Ιστορήθηκε το Κυριάκο από τον Κωνσταντίνο άπό τήν Κοζάνη [σ.σ. από λάθος ό Ούσπένσκυ έγραψε Κοζάνη, αντί για Κορυτσά] καί στην Κερασιά Ιστορήθηκε ή εκκλησία τής Κοιμήσεως, στο μεγάλο κελί τον Αγίου Νείλου. Για τον ναό καί τήν εικο­νογράφηση του αναφέρει καί ό Γεράσιμος Σμυρνάκης (τό πιθανότερο βασισμένος στην περιγραφή του Π. Ούσπένσκι): Ή εκκλησία εκτίστη το 1744 σεμνυνομένη επί τη μνήμη τής «Κοιμήσεως τής Θεοτόκου» καί Ιστορηθεϊσα τό 1752. Έν τινι τοίχω αυτής είναι ιστο­ρημένος ό άγιος Νείλος μετά ελίγματος χάρτου έν χερσίν, έφ' ου γέγραπται: «Αδελφοί, τά δπλα του μονάχου είσίν ή μελέτη, ή προσευχή, ή διάκρισις, ή ταπεινοφροσύνη και ή κατά Θεόν υπακοή» [Γερ. Σμυρνάκης, Τό Αγιον 'Όρος, 'Αθήναι 1903 (ανατύπωση, Κα­ρυές 1988), α 403].
10.  Pervoe putesestvie ν afonskie monastyri i skity archimadrita, nyne episkopa, Por­firija Uspenskago ν 1845 godu, cast' Ija, otdelenie pervoe, Kiev 1877, σ. 293 (Ή πρωτοδη­μοσιευόμενη μετάφραση του κειμένου από τά ρωσικά έγινε από τον ρώσο ελληνομαθή συνεργάτη μας διάκονο Ίγκόρ Μαγκνίτσκι). Στο κείμενο μέ τή λέξη σκήτη θα πρέπει νά εννοήσουμε τή Σκήτη τών Καυσοκαλυβίων, ενώ ό ήσυχαστής Νείλος πρέπει νά ταυτι­στεί μέ τον όσιο Νείλο τον Μυροβλύτη πού ασκήθηκε στο κοντινό μέ τό Κελί τής Κοι­μήσεως της Θεοτόκου σπήλαιο ή μέ κάποιον ήσυχαστή μοναχό πού έφερε το όνομα του Όσιου.
11.  Περί του ιερομόναχου Παρθενίου βλ. μον. Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, «Ιερομό­ναχος Παρθένιος ο εκ Φουρνα τών Άγραφων, ο Πνευματικός και ζωγράφος, ό Σκούρτος. Μία σημαίνουσα πνευματική καί καλλιτεχνική μορφή του Άγιου Όρους», Γρηγόριος ό Παλαμάς 809 (2006) 563-624 (στο έξης: «'Ιερομόναχος Παρθένιος ό εξ Άγραφων»). Οι αναφορές στις εικόνες του Κελίου του Αγίου Νείλου στις σσ. 600-601.
12.  Στο αρχείο της Μεγίστης Λαύρας σώζεται το ομόλογο πού χορηγήθηκε στον Παίσιο το 1776. Παραθέτουμε τό παρακάτω απόσπασμα: ...τήν Καλύβην του Θεολόγου όπου είχεν ό πανοοιώτατος άγιος πνευματικός παπα κυρ παρθένιος ό αγιοαρτεμίτης, τήν οεοώκαμεν μετ' ευλογίας χάριν τω πανοσιοτάτω παπα κυρ Παϊσίω, έχει δε και συνοδεί­αν τόν εν μοναχοϊς γεροβενιαμίν, και τον πανοσιώτατον παπα κυρ Θεοδόσιον... Πάντως ό Ιερομόναχος Παΐσιος βρισκόταν ήδη στην Καλύβη πολύ πριν τό 1776, άφοϋ σύμφωνα μέ τήν κτιτορική επιγραφή στην οποία θα αναφερθούμε «άνεκαίνισε» τον ναό του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στα 1766.

13.  Το επώνυμο του ήταν Παλαιολόγος. Σέ έντυπο της Βιβλιοθήκης της μονής Ξε­νοφώντος (ή Λογική τον Ευγενίου Βουλγάρεως), υπάρχει ή μισοσβησμένη ενθύμηση: Πα­λαιολόγου εκ τής 'Αγίας Σιών (βλ. Ί . Φουντούλης, «Τό πάντιμον λείψανον του Θεοδώ­ρου...», Ό Νεομάρτνς Θεόδωρος ό Βυζάντιος πολιούχος Μυτιλήνης. Πρακτικά επιστη­μονικού Συνεδρίου. 17-19 Φεβρουαρίου 1998, Μυτιλήνη 2000, σ. 244) και μέ το ϊδιο χέρι, αργότερα: Παϊσίου ιερομόναχου. Τόσο ή καταγωγή όσο και το επώνυμο του ιερομόναχου Παϊσίου επιβεβαιώνεται από το γεγονός πώς, όταν εκείνος σπούδαζε στην Άθωνιάδα, υπέγραψε μαζί μέ άλλους μαθητές, επιστολή σχετική μέ τον Ευγένιο Βούλγαρη, σχολάρ­χη τότε της Άθωνιάδος, υπό τό όνομα Παλαιολόγος εξ 'Αγιάσου (πληροφορία όσιολογ. Προχόρου μοναχού Παντοκρατορινού).
14.  Περί του Καισαρίου βλ. Άθ. Καραθανάσης, «Ό Καισάριος Δαπόντες και ή κίνη­ση του βιβλίου στην Βόρειο Ελλάδα», Πραγματεϊαι περί Μακεδονίας. Μελέτες και άρθρα γιά τήν πνευματική κίνηση και ζωή της Νεότερης Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 1990, σσ. 220-235* Ε. Σουλογιάννης, «Καισάριος Δαπόντες (1714-1874). Ή ζωή, ή μόρφωση και οι γνωριμίες του», Θησαυρίσματα 34 (2004) 447-457, όπου και ή σχετική μέ τον Δαπόντε βι­βλιογραφία* Μ. Δ. Πολυβίου, «Ό Καισάριος Δαπόντες και οι απεικονίσεις Νεομαρτύρων στο Καθολικό της Μονής Ξηροποτάμου», Ελληνικά 46/1 (1996) 115-125* ο ϊδιος, «Ή ζη­τεία του Καισάριου Δαπόντε γιά τήν ανοικοδόμηση του Καθολικού της Μονής Ξηροπο­τάμου», Κληρονομιά 24 (1992) 183-203.
15.  Γ. Σιγάλας, «Συμβολή εις τήν ίστορίαν της μονής Μεταμορφώσεως της Σκοπέ­λου», Έπετηρις Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών (1949)* Άδ. Σάμψων, Ναοί και Μοναι εις τήν νήσον Σκόπελον, 'Αθήναι 1974, σσ. 207-209.
16.  Μάλιστα, μέ φροντίδα τού Παϊσίου, εκδόθηκε στά 1778, νέο σιγιλιώδες γράμμα πού επιβεβαιώνει οτι ή Μονή εΐναι σταυροπηγιακή. Μετά τήν κοίμηση τού Παϊσίου ως ηγουμένου πλέον τής μονής Ξενοφώντος, ή μονή Μεταμορφώσεως περιήλθε στην κυριό­τητα τής μονής Ξενοφώντος (αφού άνηκε στον Παΐσιο) και έκτοτε λειτουργεί ώς μετόχι της [βλ. Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Σκοπέλου (προσκυνηματικός οδη­γός), Σκόπελος, χ.χ. έκδ., σ. 9]. Ή μονή πού οργάνωσε ό Παίσιος στή Σκόπελο θά μπο­ρούσε νά θεωρηθεί ή πρώτη προσπάθεια, μετά τά χρόνια τής όσιας Φιλοθέης τής 'Αθη­ναίας, κοινοβιακά οργανωμένης γυναικείας αδελφότητας στον ελλαδικό χώρο. Σέ έντυπο Μηναίο τής μονής Μεταμορφώσεως Σκοπέλου πού τώρα φυλάσσεται στή μονή Ξε­νοφώντος υπάρχει σημείωση τής τότε ηγουμένης στην οποία γίνεται λόγος γιά πολυμελή συνοδεία, περίπου 15 μοναζουσών.

17.   Άν και ή παρουσία τής Μελάνης -αν δέν πρόκειται γιά συνωνυμία- μαρτυρεΐται, σε μαρμάρινη επιγραφή, από το 1743 (βλ. Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως τον ΣωτήροςΣκο­πέλου, δ.π., σ. 15). Ή Μελάνη πάντως απεβίωσε στα 1784, σύμφωνα με ιδιόγραφη σημεί­ωση του Καισάριου Δαπόντε στον κωδ. 334, φ. 8β τής Μονής Ξηροποτάμου: ,αψπδ'... Απράίον... Απέθανε καΐ ή Μεσολογγίτισα καλογραία Μελάνη, ηγουμένη είς το του Σωτήρος μοναοτήριον. Βλ. Σ. Καδας, «Χειρόγραφο με αυτόγραφες σημειώσεις του Και­σάριου Δαπόντε», «Αφιέρωμα στον Εμμανουήλ Κριαρά», Πρακτικά Επιστημονικού Συ­μποσίου, Θεσσαλονίκη 3 Απριλίου 1987, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 219.
18.  Κωδ. Ξενοφώντος 220 (αρ. 517 Συμπληρωμ. Καταλόγου Μανούσακα) έτους 1784, φ. 3: Πρόθεσις του ίεροϋ Κοινοβίου Ξενοφώντος, το τιμώμενον επ' ονόματι του αγί­ου ενδόξου μεγάλο μάρτυρος Γεωργίου και Δημητρίου, συνεγράφη δε εν ω καιρώ συνε­στήθη κοινόβιον υπό του μεγάλου πατρός ημών εν ίερομονάχοις και πνευματικού κυρί­ου Παϊσίου και τών διαδόχων αύτοϋ καθεξής / φ. 2β: Έν ετει σωτηρίω ,αψπδ' [1784] Ία­νουαρίω ιζ συνεστήθη κοινόβιον ώσπερ αντίκρυ δεδήλωται (Πρβλ. κωδ. Ξενοφώντος 253).
19.  Στον κωδ. Καλύβης Ίωασαφαίων Καυσοκαλυβίων 92, φ. 39α υπάρχει επιστολή τής 15ης Μαΐου 1794 του Παϊσίου ως ηγουμένου προς τή Σκήτη Καυσοκαλυβίων, περί πα­ραχωρήσεως Καλύβης εις τον γερο-Άκάκιον. Στο τέλος υπογράφει ως Ό καθηγούμενος του ίεροϋ Κοινοβίου τής μεγίστης Ααύρας Πάίσιος ιερομόναχος και οι συν εμοί έν Χρι­στώ αδελφοί. Στον κωδ. 3, σσ. 213-215 του 'Αρχείου τής Ίερας Κοινότητος, υπάρχει όλο­σφράγιστο γράμμα τής Μεγάλης Συνάξεως προς τή μονή Μεγίστης Λαύρας (3 Φεβρ. 1794) από το όποιο πληροφορούμαστε οτι ή Μονή αποδεχόμενη τήν πρόταση του μητρο­πολίτου Θεσσαλονίκης Γερασίμου, επανήλθε στην κοινοβιακή ζωή, ενώ ως ηγούμενος της είχε επιλεγεί ο παπα-Παΐσιος Ξενοφωντινός, επειδή μεταξύ τών Λαυριωτών δεν υπήρχε κατάλληλο πρόσωπο για να αναλάβει τήν ήγουμενία. Στο γράμμα εκφράζεται ταυτόχρο­να ή εκτίμηση και ή εμπιστοσύνη τής Συνάξεως προς το πρόσωπο του Παϊσίου. Βλ. Χ. Γάσπαρης, Αρχείο Πρωτάτου. Επίτομες μεταβυζαντινών εγγράφων, Εθνικό "Ιδρυμα Ερευνών, 'Αθήνα 1991, σσ. 81-82.

20.  Το επίγραμμα δημοσίευσε ο λόγιος πρωτοπρεσβύτερος Κων. Καλλιανός από τον κώδικα Βατοπαιδίου 1038, φ. 235β [Πρωτατον 27 (1991) 20-21]. Τό επίγραμμα φέρει τον τίτλο: Είς τον εν τω Κανσοκαλνβη vaòv τον κελλίον τον παπα Παϊσίον Μντηληναίον. Ή σχέση του Δαπόντε μέ τον Παΐσιο φαίνεται καί σέ ιδιόγραφη σημείωση του πρώτου στον κώδ. Ξηροποτάμου 344, φ. 10α, σύμφωνα μέ τήν οποία, όταν τον Σεπτέμβριο του 1776 ήλθαν από το Μπρασόβ πέντε σεντούκια μέ αντίτυπα από το βιβλίο του Δαπόντε Έγκόλ­πιον Λογικόν, έδωσε, ανάμεσα σέ άλλους, Τω κνρ Παϊσίω τω Καψοκαλνβίτΐ} εν [βιβλίον]. Επίσης στον ϊδιο κώδικα ό Δαπόντες αναφέρεται καί σέ δύο υποτακτικούς του Παϊσίου: φ. 5β: Το πράσινο μικρό [βιβλίο] περιέχον επιταφίονς νμνονς εις τήν Παναγίαν, και άλλα εις τον Άκάκιον καλόγηρον Παϊσίον τον Καψοκαλνβίτη / φ. 10α: Είς τον Ανθιμον καλό­γηρον τον Παϊσίον εν [βιβλίον] δια το κελλίον τον άγίον Άθανασίον, δια να άναγινώ­σκεται καθ' εκάστην επ' εκκλησίας [τις σημειώσεις του κώδικα αύτοϋ δημοσίευσε ό Καδας, δ.π., σσ. 207 καί 223-224].
21.  .Βλ. παραπάνω σημ. 12.

22.  Βλ. Δ. 'Αγραφιώτης, «Ό Χιοναδίτης αγιογράφος Μιχαήλ Ζήκος και ή συντροφιά του στο Μεταξοχώρι Αγιας», Ηπειρωτική Εστία ΚΣΤ (1977) 508* επίσης, Μ. Χατζηδά­κης-Ε. Δρακοπούλου, "Ελληνες ζωγράφοι μετά την "Αλωση, τ. Β', Αθήνα 1997, σ. 189.
23.  Ί . Τσιουρής, «Η φιάλη», Παρουσία Ιεράς Μονής Δοχειαρίου, Άγιον Όρος 2001, σ. 332.

24.   с/Ож, σ. 333.

25.   Θησαυροί του 'Αγίου 'Όρους, Θεσσαλονίκη 1997, σσ. 190-191.

26.  Κειμήλια Πρωτάτου, τ. Β', Άγιον Όρος 2004, σ. 310.
27.  Θησαυροί του Αγίου 'Όρους, ο.π., σσ. 192-193.

28.  Οι τοιχογραφίες του παρεκκλησίου τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου (κτίστηκε στα 1764 από τον ϊδιο κτίτορα μ' εκείνον του παρεκκλησίου του Προδρόμου και ιστορήθηκε το ϊδιο έτος) στον περίβολο τής ϊδιας μονής, πού φέρουν πολλά κοινά τεχνοτροπικά και επιγραφικά χαρακτηριστικά μέ τήν τέχνη του Μητροφάνους του Χίου, απαιτούν περισ­σότερη μελέτη. Για τα δύο αυτά παρεκκλήσια βλ. Mihail Enev, Mount Athos, Zograph Monastery, Σόφια 1994, σσ. 338-341,352-353.
29.  Για τις σχέσεις τής Σκήτης Καυσοκαλυβίων μέ τή Σκόπελο άλλα και μέ τα άλλα νησιά τών Βορείων Σποράδων, τόσο σέ πνευματικό οσο και σέ καλλιτεχνικό επίπεδο, ετοι­μάζουμε ειδική μελέτη.
30.  Ά. Ξυγγόπουλος, «Ό ναός τής Επισκοπής Σκοπέλου», Αρχαιολογική Έφημερις (1956) 181-198· Σάμψων, ο.π., σσ. 211-213.
31.  Π. Λαζαρίδης, «Μεσαιωνικά Θεσσαλίας και Σποράδων», Αρχαιολογικον Δελ­τίον 19 (1964) Μέρος Β' 2-Χρονικά, 275-276· Σάμψων, ο.π., σσ. 163-164.

32.  Σχετικό με την ερμηνεία τής παρουσίας έργων του εργαστηρίου του Μητροφάνη του Χίου στή Σκόπελο (έκτος βέβαια από τή γνωριμία και συνεργασία του ζωγράφου με τον Καισάριο Δαπόντε και τον Παΐσιο Καυσοκαλυβίτη, στις όποιες αναφερθήκαμε πα­ραπάνω), όπως οι δύο αυτές εικόνες του ναού του Αγίου Παντελεήμονος, πιθανόν να είναι και τό γεγονός οτι ανάμεσα στους πολλούς 'Αγιορείτες πάροικους πού εγκαταστά­θηκαν στή Σκόπελο κατά τή διάρκεια τής τουρκικής κατοχής στον Αθω (1821-1830) ήταν και Καυσοκαλυβίτες μοναχοί. Σύμφωνα με πρωτοδημοσιευόμενη μαρτυρία: 'Οπόταν δε ήλθον οι Τούρκοι στο 'Άγων 'Όρος το 1822 εφνγεν ο παπα-Γεράσιμο ς ούτος εκ τής Κα­λύβης τον το Γενέσιον τον Προδρόμον με τους παραδελφούς καί σνμμοναστάς τον εκ τής σκήτης καί επήγεν εις Σκόπελον και εκεί όλοι άπέθανον, παραλαβόντες μαζί τονς πολλά κινητά πράγματα εκ τής Καλύβης, βιβλία, εκκλησιαστικά σκεύη... Κώδ. Καυσοκαλυβίων 187, σσ. 344-345 (Βλ. μον. Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, Κατάλογος τών χειρογράφων κω­δίκων τον Κνριακον τής Σκήτης 'Αγίας Τριάδος Κανσοκαλνβίων, έκδ. Α. Σταμούλης, Θεσσαλονίκη 2005, σσ. 277-279). "Ισως δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί άσχετο το γεγονός οτι στην Καλύβη τού Αγίου Ευσταθίου (ή οποία εΐναι επίσης γνωστή καί ως «Τιμίου Προ­δρόμου», αφού ό πρώτος χρονολογικά ναός της ήταν αφιερωμένος στο Γενέσιο τού Προ­δρόμου) απ5 οπού προήρχοντο οι πατέρες αυτοί, βρίσκονται -όπως δείξαμε παραπάνω­φορητές εικόνες τού μοναχού Μητροφάνη. Είναι πολύ πιθανόν ανάμεσα στά πράγματα πού μετέφεραν οι πατέρες από τήν Καλύβη τους στή Σκόπελο νά ήταν καί κάποιες εικό­νες πού είχαν φιλοτεχνηθεί από τον Χιώτη ιστοριογράφο.

33.  Σάμψων, ο.π., σ. 112.
34.  Ό . jr., σσ. 200-220.

35.  Ή εικόνα αύτη πάντως δεν περιλαμβάνεται στον λεπτομερέστατο Κώδικα της εν τή νήσω Σκοπέλω Ιεράς κάί Σταυροπηγιακής Μονής τον Ευαγγελισμού, τής επονομαζό­μενης Ευαγγελιστρίας πού συνέταξε στά 1777 ό Καισάριος Δαπόντες (κωδ. Ξηροποτά­μου 193, φφ. 1α-14α).

36.  36. Παραδόξως δεν έχει Ιστορηθεί ο όσιος Ακάκιος ο Καυσοκαλυβίτης. Τοιχογρα­φία ενός οσίου Άκακίου, σε άλλη θέση του ναού, παραπέμπει μάλλον στον όσιο Άκάκιο πού αναφέρεται στην Κλίμακα του οσίου Ιωάννου του Σιναΐτου. Εικονίζεται άλλωστε σε νεανική ηλικία, σε αντίθεση μέ τον όσιο Ακάκιο, ιδρυτή τής Σκήτεως τών Καυσοκαλυ­βίων, πού εικονίζεται πάντοτε σε γεροντική.

37.  "Ισως να υπάρχει κάποια σχέση του ζωγράφου Μητροφάνη μέ τον επίσης Χιώτη στην καταγωγή μοναχό Παχώμιο, τον αρχιτέκτονα του ναοϋ του Σεραγιου (βλ. σχετικά στο προσεχές δεύτερο μέρος της μελέτης μας). Πιστεύουμε οτι θά πρέπει νά διερευνηθεί από τους ειδικούς αρχαιολόγους ή πιθανή σχέση -άπο αρχιτεκτονικής απόψεως- του πα­ρεκκλησίου του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου μέ τον αρχιτέκτονα τών ναών Αγίου Ευσταθίου Καυσοκαλυβίων και Αγίου 'Αντωνίου Σκήτης Αγίου Ανδρέα, καθώς αυτά άνεγέρθηκαν τήν ϊδια εποχή, ενώ παράλληλα ό κτίτορας του ναοϋ του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, ιερομόναχος Παΐσιος ό Μυτιληναίος, διατηρούσε πολλές γνωριμίες μέ επιφανείς Κωνσταντινουπολίτες.
38.   Μετά τον Παΐσιο τήν Καλύβη αγόρασε ό ήδη κατέχων ετέρα καλύβη στή Σκήτη, μοναχός Σεραφείμ ζωγράφος Κανσοκαλνβίτης μέ σννοδία τον μοναχό Στέφανο καί τον μοναχό Γεράσιμο, σύμφωνα μέ απόσπασμα από τό σωζόμενο σχετικό «ομόλογο» πού ή Μεγίστη Λαύρα παραχώρησε στον Σεραφείμ στις 26 Ιουλίου 1800.

39.   Βλ. τήν κλασική μελέτη του πρωτοπρεσβυτέρου Κων. Καλλιανοϋ, «Σχέσεις Σκοπέλου και Αγίου Όρους (17ος-19ος αι.). Μια πρώτη προσέγγιση στο θέμα», Εφη­μέριος ετ. ΜΕ' (1996) 36-38. Θεωρούμε οχι άσκοπο να αναφερθούμε εδώ σέ μία εικόνα πού βρίσκεται στον περικαλλή αυτόν ναό, ή οποία υπογράφεται μεν από άλλο μοναχό, τον Δαμασκηνό, έχει όμως όλες τις προϋποθέσεις γιά νά θεωρηθεί έργο του ευρύτερου κύκλου του εργαστηρίου του Μητροφάνη του Χίου και τών μαθητών του (μέ χαρα­κτηριστικότερη τον τρόπο μέ τον όποιο άναπτύσονται τα μέ χρυσοκονδυλιά φωτίσμα­τα τών ενδυμάτων). Πρόκειται γιά εικόνα του Χριστού Παντοκράτορος, ή οποία φέρει στο κάτω μέρος της τήν έξης μεγαλογράμματη αφιερωματική επιγραφή: Δέησις τον δούλου τον Θεοϋ Μανολάκη Κωνσταντί βωγ' [1803] Ίονλίον Δ'. Χειρ Δαμασκηνού ίε­ρομονάχον [Βλ. Σάμψων, ο.π., σ. 33* Τρ. Παπαζήσης, «Σχόλια στις επιγραφές τών ναών, μονών και εικόνων της Σκοπέλου», Θεσσαλικό Ημερολόγιο. 'Αφιέρωμα: «Ή βνζαντινή  Θεσσαλία» (1991) 162]. Πρόκειται για τον ιερομόναχο Δαμασκηνό του Χατζή Κωστα­ντή ό όποιος διετέλεσε εφημέριος στον ναό τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου στή Γλώσσα τής Σκοπέλου και πού έργα του υπάρχουν στον ναό τής Γλώσσας (βλ. Μ. Χατζηδάκης, "Έλληνες ζωγράφοι μετά τήν "Άλωση, τ. Α', 'Αθήνα 1987, σ. 239* πρωτοπρ. Καλλιανός, δ.π., 23. Ελπίζουμε ή προσεχής έρευνα να φωτίσει τις πιθανολογούμενες διασυνδέσεις τού Δαμασκηνού με τό εργαστήριο τού Μητροφάνη τού Χίου.
40.  Στο προσεχές Β' μέρος τής μελέτης μας γιά τά τοιχογραφημένα παρεκκλήσια τών Καυσοκαλυβίων θά αναφερθούμε στους ναούς τών καλυβών Αγίου Ακακίου, Αγίου Ευσταθίου και Αγίων Αποστόλων.
41.  F. Halkın, «Deux Vies de St. Maxime le Kausokalybe ermite au Mont Athos (XlVe. s.)», Analecta Bollandiana 54 (1936) 38-111. "Αγιος Μάξιμος ό Κανσοκαλνβης. Βίος, πολιτεία, θαύματα. Πανηγυρική Ακολουθία, (Είσαγωγή-Σχόλια-Έπιμέλεια, μον. Πα­τάπιος Καυσοκαλυβίτης), 'Αγιον "Ορος, έκδ. Καλύβης Αγίου Ακακίου, 31993.

42.  Μον. Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, "Αγιος Ακάκιος ό Κανσοκαλνβίτης. Από το πε­ριβόλι τής Παναγίας στον κήπο τον Θεοϋ, Άγιον Όρος 2001, σσ. 148-149.
43.  Μον. Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, «'Ιερομόναχος Παρθένιος ο εξ 'Αγράφων», δ.π., 600.