Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2015

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΜΗΝΑ

Ἡ τέχνη τῆς μελοποιΐας


Κώδ. Καυσοκαλυβίων 135, φ. 8α. 
Ἐπίτιτλο τοῦ Δοξαστικοῦ τῆς Λιτῆς τῆς Ἀκολουθίας τοῦ ὁσίου καί θεοφόρου Πατρός ἡμῶν Νείλου τοῦ Μυροβλύτου (Ζ’ Μαΐου). Ἔργο τοῦ ἱερομονάχου Ἰωάσαφ Διονυσιάτου τοῦ Διδασκάλου (α’ μισό ΙΘ αἰ.-1866) ἐνός ἀπό τούς σημαντικότερους Ἁγιορεῖτες μελουργούς τοῦ ΙΘ αἰ.

Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΜΗΝΑ

Ἡ δύναμη τῆς ἑνότητας 

  Ἡ σωτηρία τοῦ Ἔθνους μας, τῆς οἰκογενείας μας, τῆς φυλῆς μας, ἔγκειται εἰς ἡμᾶς αὐτούς. Ὅταν ἡμεῖς ὁμονοήσωμεν, οἱ ξένοι δέν ἔχουν θέσιν εἰς τά ἐσωτερικά μας, καί ὅταν ἡμεῖς ἑνωθῶμεν δέν μᾶς χρειάζεται κανενός προστασία εἰς τά ἐξωτερικά μας.
  Εἶναι ἐντροπή, εἶναι ἁμαρτία, ἡμεῖς οἱ Ἕλληνες νά περιμένωμεν νά μᾶς εἰρηνεύσουν ἐκεῖνοι τούς ὁποίους ἐξημερώσαμεν, νά ρυθμίσουν τά οἰκιακά μας οἱ ξένοι.
  Τό γνωρίζει ἤδη ὅλος ὁ κόσμος ποία εἶναι ἐν τῇ ἐνώσει ἡ δύναμις τοῦ Ἑλληνισμοῦ.


Ἀρχιμανδρίτης Γαβριήλ Διονυσιάτης (1886-1983) 

Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2015

ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΤΟΥ ΕΝ ΟΛΥΜΠΩ ΣΤΗ ΣΚΗΤΗ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΩΝ

      Παταπίου Μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

    Ἀπεικονίσεις τοῦ ὁσίου Διονυσίου τοῦ ἐν Ὀλύμπῳ 
                     στή Σκήτη Καυσοκαλυβίων


  Σέ μία ἀπό τίς κτητορικές εἰκόνες τοῦ τέμπλου τοῦ Κυριακοῦ, ἀνάμεσα στούς Καυσοκαλυβίτες Ὁσίους καί ἄλλους τῆς Λαυρεωτικῆς ἐρήμου, εἰκονίζεται ὁλόσωμος καί ὁ ὅσιος Διονύσιος ὁ ἐν Ὀλύμπῳ[1] (εἰκ. 1), ἔργο (περί τό 1753), πού ἀποδίδεται στό ἐργαστήριο τοῦ ἱερομονάχου Παρθενίου τοῦ ἐξ Ἀγράφων τοῦ Σκούρτου[2]. Τό γεγονός αὐτό ὑπογραμμίζει τή σχέση τοῦ κτίτορα τῆς Σκήτης, ὁσίου Ἀκακίου Καυσοκαλυβίτου, μέ τόν ἱδρυτή τῆς μονῆς τῆς μετανοίας του, ἅγιο Διονύσιο.


Ὁ ἱδρυτής τῆς μονῆς Σουρβιᾶς εἰκονίζεται ἐπίσης καί σέ μεταγενέστερη τοιχογραφία τῆς Λιτῆς τοῦ Κυριακοῦ (1820)[3], ἔργο τοῦ ὑπό τόν μοναχό Μητροφάνη τόν ἐκ Βιζύης ἐργαστηρίου τῶν Καρπενησιωτῶν ζωγράφων (εἰκ. 2) καθώς καί σέ τοιχογραφία τοῦ ἔτους 1777 στήν Καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου τῶν Καυσοκαλυβίων, ἔργο τοῦ μοναχοῦ Μητροφάνη τοῦ Χίου[4] (εἰκ. 3).



  [1] Περί τοῦ ὁσίου Διονυσίου βλ. ἐνδεικτικά: Ἀθηναγόρα ἀρχιμ., Ὁ Ὅσιος τοῦ Ὀλύμπου, ἔκδ. Ἱ. Μ. Ὁσίου Διονυσίου, χτ. ἔ. 1990. Βαρνάβα ἐπισκ. Κίτρους, «Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ ἐν Ὀλύμπῳ», Ὀρθόδοξος Ἐπιστασία [ΟΕ, Κατερίνη] τ. 4 (1958), σ. 4-5. Τοῦ ἰδίου, «Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ ἐν Ὀλύμπῳ», ΘΗΕ τ. 5 (1964), σ. 11-13. Τοῦ ἰδίου, «Ἔτος Ἁγίου Διονυσίου τοῦ ἐν Ὀλύμπῳ», ΟΕ τ. 20 (1974) σ. 1-3. Γλαβίνα Ἀπ., «Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ ἐν τῷ Ὀλύμπῳ», Ἐπιστημονική Ἑπετηρίς Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης [ΕΕΘΣΠΘ] τ. 26 (1981), σ. 7-121. Τοῦ ἰδίου, «Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ὀλυμπιώτης-Σκιαγραφία τοῦ βίου, τῆς δράσης καί τῆς προσωπικότητάς του», ΕΕθΣΠΘ τ. 27 (1982), σ. 129-143. Τοῦ ἰδίου, «Ἀνέκδοτος βίος τοῦ Ἁγίου Διονυσίου ἱδρυτή τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίας Τριάδος Ὀλύμπου», Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τ. 66 (1983), (ἀνάτυπο), σ. 18-30.
  [2] Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου, «Ὁ ἱερομόναχος Παρθένιος Παρ­θέ­νι­ος ὁ ἐκ Φουρ­νᾶ τῶν Ἀ­γρά­φων, ὁ Πνευ­μα­τι­κός καί ζω­γρά­φος, ὁ Σκοῦρ­τος. Μία ση­μαί­νου­σα πνευ­μα­τι­κή καί καλ­λι­τε­χνι­κή μορ­φή τοῦ Ἁγίου Ὄ­ρους», Γρη­γό­ρι­ος ὁ Πα­λα­μᾶς, τ. 809 (2006), σ. 599.
  [3] Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου, «Μεταβυζαντινή τέχνη στή Σκήτη Καυσοκαλυβίων. Ἄγνωστες φορητές εἰκόνες Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ», Ἅγιον Ὄρος. Πνευματικότητα καί Ὀρθοδοξία. Τέχνη (Πρακτικά τοῦ Β΄ Διεθνοῦς ἐπιστημονικοῦ Συμποσίου Ἑταιρεία Μακεδονικῶν Σπουδῶν. Θεσσαλονίκη 11-13 Νοεμβρίου 2005), Θεσσαλονίκη 2006, σ. 358 σημ. 90.
  [4] Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου, «Τά τοιχογραφημένα παρεκκλήσια τῆς ἁγιορειτικῆς Σκήτης Καυσοκαλυβίων. Μέρος Α΄», Μακεδονικά τ. 36 (2007), σ. 78.

Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2015

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΩΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ

Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

            Ὁ ὅσιος Πα­ΐ­σιος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της ὡς Καυσοκαλυβίτης


    Γιά τόν σύγ­χρο­νό μας ὅσιο Πα­ῒ­σιο τόν Ἁ­γι­ο­ρεί­τη (1924-1994), ἔ­χουν γρα­φεῖ πολλά καί θαυ­μα­στά, ὥ­στε ἐ­μεῖς θά πε­ρι­ο­ρι­στοῦμε μόνο στά πα­ρα­κάτω, πού ἀ­φο­ροῦν τή σύν­τομη καυ­σο­κα­λυ­βί­τικη πε­ρί­οδό του, ἡ ὁποία στάθηκε ἡ ἀπαρχή τῆς καρποφόρας μοναχικῆς του ζωῆς στό Ἅγιον Ὄρος.                 

     Δέν εἶναι ἀρκούντως γνωστό ὅτι ὁ ὅσιος Παΐσιος, πού ἀ­νέ­παυσε χι­λι­ά­δες ψυ­χές στήν αὐλή τοῦ τα­πει­νοῦ κελ­λιοῦ του στίς Κα­ρυές, ξε­κί­νησε τή μο­να­χική του ζωή στή Σκήτη Ἁγίας Τριάδος τῶν Καυσοκαλυβίων. Σύμ­φωνα μέ μαρ­τυ­ρίες ἐ­πι­ζών­των πα­τέ­ρων πού τόν γνώ­ρι­σαν ἐ­κείνη τήν ἐ­ποχή, ὁ ὅσιος Πα­ΐ­σιος -λα­ϊ­κός τότε, Ἀρ­σέ­νιος ὀ­νό­ματι- ἦλθε στά Καυ­σο­κα­λύ­βια, τό πιθανότερο, τό κα­λο­καίρι τοῦ 1953 καί ἔ­μεινε λί­γους μῆ­νες ὡς δό­κι­μος στήν Κα­λύβη τῆς Ὑ­πα­παν­τῆς τοῦ Σω­τῆ­ρος, ὑ­πο­τασ­σό­με­νος στό γέ­ροντα Κο­σμᾶ πού εἶχε ὑ­πο­τα­κτικό τόν μο­ναχό Δη­μή­τριο. Οἱ πα­τέ­ρες τῆς Σκή­της μά­λι­στα τόν θυ­μοῦν­ται νά σκα­λί­ζει μέ ἐ­πι­μέ­λεια τό μι­κρό πε­ρι­βόλι τῆς Κα­λύ­βης. Τε­λικά ὅ­μως ὁ Ἀρ­σέ­νιος ἀ­να­χώ­ρησε ἀπό τή Σκήτη.

   Ὅ­πως ὁ ἴδιος ἐμ­πι­στεύ­τηκε στόν ἀρ­χά­ριο τότε μο­ναχό Παῦλο, σημερινό Γέροντα τῆς γει­το­νι­κῆς Κα­λύ­βης τῆς Ἁ­γίας Ἄν­νης, ἀλλά καί ἀργότερα, στίς μοναχές τοῦ ἡσυχαστηρίου τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου Σουρωτῆς, στό ὁποῖο, ὅπως εἶναι γνωστό, ἀναπαύεται τό ἱερό του σκήνωμά, αἰτία γιά τήν ἀναχώρησή του αὐτή ἀπό τά Καυσοκαλύβια ἦταν τό γεγονός ὅτι οἱ Γε­ρον­τᾶ­δες ἦ­ταν "ζη­λω­τές" καί μά­λι­στα ἀπό δι­α­φο­ρε­τι­κές με­ταξύ τους πα­ρα­τά­ξεις καί ὡς ἐκ τού­του δέν ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν τό Κυ­ρι­ακό. Κι αὐτό ἦ­ταν κάτι πού πολύ τόν στε­νο­χω­ροῦσε.
  Δι­η­γεῖ­ται ὁ ὅσιος Πα­ΐ­σιος:
  «Κά­ποτε, ἕ­νας μο­να­χός ἀπό τή Σκήτη τῶν Καυ­σο­κα­λυ­βίων εἶχε πο­λε­μη­θεῖ ἀπό τόν πο­νηρό, ἀπό τά δε­ξιά, μέ τόν λο­γι­σμό ὅτι δέν κά­νει τί­ποτε, ἐνῶ στόν κό­σμο θά ἔ­κανε κα­λω­σύ­νες στούς συ­ναν­θρώ­πους του κ.λ.π. Τοῦ ἔ­φερνε δέ καί λο­γι­σμούς ὅτι ἡ μο­να­χική πο­λι­τεία εἶ­ναι κάτι τό δευ­τε­ρεῦον κ.ἄ.
  Βλέ­πον­τας τήν πο­νη­ρία τοῦ μι­σό­κα­λου ὁ κα­λός Θεός καί τόν με­γάλο κίν­δυνο πού δι­έ­τρεχε ὁ ἀ­δελ­φός, οἰ­κο­νό­μησε νά δεῖ μιά θαυ­μα­στή ὀ­πτα­σία ἐν ἐ­γρη­γόρ­σει.
  Εἶδε λοι­πόν τόν ἑ­αυτό του πε­θα­μένο καί τούς δαί­μο­νες νά τόν πλη­σι­ά­ζουν καί νά τόν ὀ­νει­δί­ζουν, καί πιό πέρα, μιά πο­λι­τεία μέ πλῆ­θος ἀν­θρώ­πων. Ξα­φνικά, κα­τέ­φθασε ἕ­νας Ἄγ­γε­λος καί τοῦ λέει:
- Ἕ­νας τέ­λειος μο­να­χός ἀ­ξί­ζει πε­ρισ­σό­τερο ἀπό ὅλη αὐτή τήν πο­λι­τεία.
  Ὅ­ταν συ­νῆλθε ὁ μο­να­χός ἀπό τήν ὀ­πτα­σία, εἶπε στόν ἑ­αυτό του:
- Γιά δές, τί ἀ­ξι­ώ­νε­ται ἀπό τόν Θεό ὁ ἄν­θρω­πος, ὅ­ταν γί­νει μο­να­χός!
   Ἔ­κτοτε εἶχε ἐ­πι­δο­θεῖ σέ με­γα­λύ­τερη ἄ­σκηση πνευ­μα­τική. Εἶχε γρά­ψει δέ καί τά λό­για τοῦ ἀγ­γέ­λου στό κελλί του, γιά νά τά βλέ­πει καί νά ἀ­γω­νί­ζε­ται πε­ρισ­σό­τερο καί μέ προ­θυ­μία».
  Γιά τούς ὁ­σί­ους Ἁ­γι­ο­ρεῖ­τες Πα­τέ­ρες ἔ­λεγε πολύ χα­ρα­κτη­ρι­στικά ὁ ὅσιος  Πα­ΐ­σιος:
 «Ἄν­θρω­ποι σάν κι ἐ­μᾶς ἦ­ταν οἱ Ἀ­θω­νῖ­τες Ἅ­γιοι. Βουνό ἄ­γριο ἦ­ταν καί ὁ Ἄ­θω­νας, ὅ­πως καί τ’ ἄλλα τά βουνά. Ἀλλά γιά νά ἀ­γω­νι­στοῦν φι­λό­τιμα οἱ Πα­τέ­ρες μας, ἁ­γί­α­σαν καί αὐ­τοί, ἁ­γί­α­σαν καί τό ὄ­ρος καί ὀ­νο­μά­σθηκε Ἅ­γιον Ὄ­ρος, καί ἐ­μεῖς τώρα κα­μα­ρώ­νουμε ὡς Ἁ­γι­ο­ρεῖ­τες». 
   Ἀ­νά­μεσα σέ ἄλλα, ὁ ὅσιος Πα­ΐ­σιος ἔ­γραψε τό 1986 καί τό Βίο τοῦ ὁ­σίου γέ­ρον­τος Χατζη-Γε­ώργη, πού ἀ­σκή­θηκε στή γει­το­νική Κα­λύβη τοῦ Ἁ­γίου Γε­ωρ­γίου, μέ ἀ­φορμή τήν ἐ­πέ­τειο
 ἑ­κατό χρό­νων ἀπό τήν κοί­μησή του.            
   Ἀναπολῶντας κατά καιρούς τή σεβάσμια μορφή τοῦ ὁσίου Παϊσίου καθώς καί τίς φωτισμένες νουθεσίες καί διδαχές του, πού πάντα στάλαζαν σάν βάλσαμο στίς ψυχές ὅλων ὅσοι, λίγο ὡς πολύ, εἴχαμε τήν εὐλογία νά τόν συναντήσουμε, μοῦ ἔμενε ἡ αἴσθηση ὅτι ὅλα ὅσα ὑπέφερε καρτερικά στήν ἀσκητική του ζωή: στερήσεις, κακουχίες, πειρασμούς, κοπιώδεις μετακινήσεις, ἐνοχλήσεις καί κόπωση ἀπό τούς ἀναρίθμητους προσκυνητές καί τέλος, ὀδυνηρές ἀσθένειες, τά ὑπέμενε ἀπό ἀγάπη γιά τόν Θεό καί γιά τόν ἄνθρωπο.
   Καί στίς μονές πού διακόνησε, ἐντός καί ἐκτός Ἁγίου Ὄρους, καί ὅταν ζοῦσε μόνος του στήν ἡσυχία, ἡ ζωή του ἦταν ἕνα ξεχύλισμα ἀγάπης. Μιᾶς ἀγάπης, πού ἐπειδή ἦταν εἰλικρινής καί ἀπαύγασμα τῆς θεοειδοῦς του ψυχῆς, ξεκούραζε ὅλους ὅσοι τή γεύονταν. Ἀκόμη καί στήν περίοδο πρίν ἀπό τήν ὁσιακή του κοίμηση, ἄν καί ἐξ αἰτίας τῆς ἐπάρατης νόσου εἶχε ὀδυνηρότατους πόνους, ἐκεῖνος θυσιάζοντας τόν ἑαυτό του γιά τούς ἀδελφούς του, διακονοῦσε μέ αὐταπάρνηση καί αὐτοθυσία ὅσους προσέτρεχαν σ' αὐτόν γιά νά βοηθηθοῦν.


   Μά κι ἀπό τήν πλούσια διδασκαλία του, πού ἀναφέρεται διεξοδικά σέ ὅλα τά θέματα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς καί πού πραγματικά μᾶς ‘’ἀφυπνίζει πνευματικά’’, βλέπουμε τόν Ὅσιο νά μιλάει μέ ‘’πόνο καί ἀγάπη’’ γιά ὅλους μας.
    Ἀπό τό πάνθεον τῶν ἀρετῶν, ἡ ἀγάπη -ξεχωριστά ἀνάμεσα στίς ἄλλες- φαίνεται νά διαπνέει τή σύνολη ζωή καί διδασκαλία τοῦ ὁσίου  Παϊσίου.
     Ἔχουν περάσει ἤδη ἀρκετά χρόνια ἀπό τή μακαρία καί ὁσιακή κοίμηση τοῦ ὁσίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου. Ὅμως οὔτε αὐτά κατάφεραν οὔτε ὅσα ὁ Θεός θά ἐπιτρέψει νά ζήσει ἀκόμη αὐτός ὁ κόσμος θά καταφέρουν νά σβήσουν τήν χαριτωμένη μορφή του ἀπό τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων πού ἀγάπησε μέσα ἀπό τήν πολλή του μανική ἀγάπη πρός τόν Χριστό. Ὁλόκληρη ἡ ζωή του ἦταν μιά διακονία ἀγάπης. Μιᾶς ἀγάπης χωρίς σύνορα ! Γι αὐτό καί ὅσο ὁ ἥλιος θά ἀνατέλλει στή γῆ, δέν θά πάψει νά μᾶς ἐμπνέει καί νά διδάσκει πῶς ν' ἀγαποῦμε πραγματικά:
«Ἐκεῖνοι πού ἀγαποῦν ἀληθινά καί ἀγωνίζονται σωστά, ἀνέχονται μέ ἀγάπη, θυσιάζονται, στεροῦνται καί ἀναπαύουν τόν πλησίον τους, πού εἶναι ὁ Χριστός».
   Ἄς ἔχουμε τήν εὐχή του καί τίς πρεσβεῖες του!


Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2015

ΘΕΟΤΟΚΟΣ Η ΣΤΥΛΑΡΙΝΗ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΚΟΥΤΛΟΥΜΟΥΣΙΟΥ

Ἡ Θεοτόκος ἡ Στυλαρινή – Γιάτρισσα. Θαυματουργός εἰκόνα τοῦ 14ου αἰώνα τῆς μονῆς Κουτλουμουσίου



      Η ιερή εικόνα της Παναγίας Στυλαρινής είναι ανυπόγραφο έργο του 14ου αι.. Αριστεροκρατούσα, ολόσωμη και ένθρονη η Θεοτόκος ακουμπά τα δεξιά ακροδάκτυλά Της στό γόνατο του νήπιου Κυρίου σε ένδειξη ικεσίας.
Πρόκειται για την εφέστια εικόνα κουτλουμουσιανού μετοχίου, που δεν υφίσταται πλέον, κοντά στην κώμη Στυλάρι, από όπου η επωνυμία του εικονίσματος, του νησιδίου Μαρμαράς στην Προποντίδα. Οι κάτοικοι της νήσου και όλα τα κοντινά μέρη τιμούσαν ιδιαιτέρως τη Στυλαρινή, επειδή οι προσευχές μπροστά Της και τα τάματα στη χάρη Της παρείχαν τη γιατρειά ποικίλων ασθενειών που, ελλείψει γιατρών, αφθονούσαν τον καιρό εκείνο, ώστε η Παναγία προσαπόκτησε την επωνυμία Γιάτρισσα. Η πανήγυρη του μετοχιού γινόταν το Δεκαπενταύγουστο και βαστούσε ως την Απόδοση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Επειδή το διάστημα 1916-1920 τουρκικές διώξεις, με ενδιάμεσες μικροπεριόδους ειρήνης, ξέσπασαν κατά των χριστιανών της περιοχής, σήκωσαν την Παναγία από το μετόχι για περισσότερη ασφάλεια. Τη φιλοξενούσε στο σπίτι της η παρθένος Καλλιόπη Κατραμάδου με κάθε προφύλαξη.
Για ν’ αποφευχθή το ενδεχόμενο να πέσει σε τούρκικα χέρια και να βεβηλωθει, εντοιχίσθηκε στο σπίτι της κόρης και καλύφθηκε με τοιχοποιία η πρόσοψή Της. Η περισσή ευλάβεια της Καλλιόπης τοποθέτησε κανδήλα ακοίμητη έξω από την έγκλειστη Παναγία στον τοίχο, που όποτε συνέβαινε να σβήνη, ακούγονταν αόρατα χτυπήματα ως ειδοποίηση για ανανέωση της φλόγας.
Το 1923, ύστερα απ’ τον ξεριζωμό, η Καλλιόπη μεταφέρει την εικόνα στη Χαλκίδα και την παραδίδει στον κουτλουμουσιανό μετοχιάρη του Στυλαρίου μοναχό Αγαθάγγελο, ο οποίος την παραδίδει στη Μονή της μετανοίας του στον Άθωνα. Πολλά χρόνια μετά η φύλακας και συνοδός στην Ελλάδα της Στυλαρινής-Γιάτρισσας γίνεται μοναχή στην Εύβοια με το όνομα Θεοδοσία. Η Μονή Κουτλουμουσίου έχει εγκαθιδρύσει την εικόνα στο Καθολικό και την τιμά εορταστικά στις 15 Αυγούστου και το Σάββατο του Ακάθιστου.


Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2015

ΟΣΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΗΣ

                             
  
Παταπιίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

                              Ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης 
   Πρόκειται γιά μία ἀπό τίς διαπρεπέστερες ἁγιορειτικές μορφές μέ μεγάλη ἀπήχηση καί ἀναγνωρισιμότητα τόσο στόν ἀθωνικό ὅσο καί στόν πανορθόδοξο χώρο.
   Ὁ ὅσιος Μά­ξι­μος γεν­νή­θη­κε περί τό 1270-75 στή Λάμ­ψα­κο τῆς ἀ­σι­α­τι­κῆς πλευ­ρᾶς τοῦ Ἑλ­λη­σπόν­του καί στό ἅ­γιο βά­πτι­σμα τοῦ δό­θη­κε τό ὄ­νο­μα Μα­νου­ήλ. Γιά σπου­δές δέ γί­νε­ται ἰ­δι­αί­τε­ρος λό­γος στό Βί­ο τοῦ Ὁσί­ου. Αὐ­τό ὅ­μως πού ἀ­πό πο­λύ νω­ρίς ἐκ­δη­λώ­θη­κε καί πού ἐ­πα­νερ­χό­ταν συ­νε­χῶς στή ζω­ή του, ἦ­ταν ἡ με­γά­λη του εὐ­λά­βεια καί μιά δι­ά­πυ­ρη προ­σή­λω­ση στό πρό­σω­πο τῆς Μη­τέ­ρας τοῦ Θε­οῦ, τήν ὁ­ποί­α ἔ­μελ­λε νά ἔ­χει συμ­πα­ρα­στά­τη στούς με­τέ­πει­τα ἀ­σκη­τι­κούς του ἀ­γῶ­νες. Προ­άγ­γε­λος τῶν τε­λευ­ταί­ων ἦ­ταν τό γε­γο­νός ὅ­τι τό­ση ἦ­ταν ἡ εὐ­σπλαγ­χνί­α πού ἔ­δει­χνε πρός τούς φτω­χούς, πού ὄ­χι μό­νο μοί­ρα­ζε κρυ­φά τό ψω­μί του σ’ αὐ­τούς μά καί κι αὐ­τά τά ἴ­δια του τά ροῦ­χα, μέ συ­νέ­πεια νά μέ­νει ἀρ­κε­τές φο­ρές ἐ­κτε­θει­μέ­νος στό χει­με­ρι­νό ψῦ­χος. Κά­τι ἄλ­λο πού ἐ­ξί­σου θά τόν χα­ρα­κτή­ρι­ζε στά χρό­νια πού ἀ­κο­λού­θη­σαν καί πού φά­νη­κε κι αὐ­τό ἀ­πό τά παι­δι­κά του χρό­νια, ἦ­ταν ἡ προ­σποι­η­τή διά Χριστόν σα­λό­τη­τα.
   Σέ ἡ­λι­κί­α δε­κα­ε­πτά ἐ­τῶν, ἀ­πο­φεύ­γον­τας τό γά­μο πού ἑ­τοί­μα­ζαν γι’ αὐ­τόν οἱ γο­νεῖς του καί πο­θῶν­τας τό βί­ο τῆς ἄ­σκη­σης, ἀ­να­χώ­ρη­σε ἀ­πό τό πα­τρι­κό του σπί­τι γιά τό Ὄ­ρος Γά­νος τῆς Θράκης, ὅ­που καί ἔ­γι­νε μο­να­χός ἀ­πό τό Γέ­ρον­τα Μᾶρ­κο. M­ε­τά τήν κοί­μη­ση τοῦ γέ­ρον­τά του, ὁ Μά­ξι­μος ἀ­να­χώ­ρη­σε γιά ἕ­να ἄλ­λο σπου­δαῖ­ο μο­να­στι­κό κέν­τρο πού βρι­σκό­ταν στά ὅ­ρια Θρά­κης καί Μα­κε­δο­νί­ας, τό Πα­πί­κιον Ὄ­ρος. Μέ τήν με­τα­κί­νη­σή του αὐ­τή ὁ ὅσιος Μά­ξι­μος ἐγ­και­νί­α­σε μί­α ὁ­λό­κλη­ρη σει­ρά ἀ­νά­λο­γων με­τα­κι­νή­σε­ων πού θά πραγματοποιοῦσε στήν ἑ­πό­με­νη πε­ρί­ο­δο. Στό Πα­πί­κιο ὁ ὅσιος Μά­ξι­μος συ­νάν­τη­σε μο­να­χούς πού ζοῦ­σαν ἔ­ξω ἀ­πό τόν πε­ρί­βο­λο τῆς ἐ­κεῖ μο­νῆς «εὗ­ρεν ἄν­δρας ἐξ ὁ­λο­κλή­ρου Θε­ῷ κα­θι­ε­ρω­μέ­νους, ἀ­ο­ί­κους, ἀ­στέ­γους, ἀ­τρό­φους, ἀ­ΰ­λους», πού τά κου­ρέ­λια ἦ­ταν τό μό­νο τους ἔν­δυ­μα, μή ἔ­χον­τας τήν πα­ρα­μι­κρή πε­ρι­ου­σί­α. Αὐ­τοί οἱ ἀ­να­χω­ρη­τές πρέ­πει ὁ­πωσ­δή­πο­τε νά στά­θη­καν ὁ­δο­δεῖκτες στό δρό­μο πού θά ἀ­κο­λου­θοῦ­σε ὁ Ὅσιος, ἀ­φοῦ τό με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τῆς μο­να­χι­κῆς ζω­ῆς του -ἄν ἐ­ξαι­ρέ­σου­με τήν πε­ρί­ο­δο πού αὐ­τός δι­έ­με­νε στή Με­γί­στη Λαύ­ρα– τό περ­νοῦ­σε ἔ­ξω ἀ­πό τά μο­να­στη­ρια­κά τεί­χη, πε­ρι­πλα­νώ­με­νος στήν ἀ­θω­νι­κή ἔ­ρη­μο.
   Ἀ­πό τό Πα­πί­κιο ὁ Ὅσιος κα­τευ­θύν­θη­κε πρός τήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη γιά προ­σκύ­νη­μα καί ‘‘γιά νά μή μεί­νει ἄ­γευ­στος ἀ­πό τά κα­λά πού ὑ­πῆρ­χαν σ’ αὐ­τήν καί ἀρ­θροί­ζον­τας ἔ­τσι ἀ­π’ ὅ­λα αὐ­τά πού τοῦ ἦ­ταν χρη­σι­μό­τε­ρα­’’. Στή Βα­σι­λεύ­ου­σα ἐ­πέ­λε­ξε σάν τό­πο κα­τοι­κί­ας του μί­α σκη­νή πού ἔ­στη­σε τό πιθανότερο δίπλα στό ναό τῆς Παναγίας τῆς Ὁδηγήτριας, στήν ὁμώνυμη μονή. Ἦ­ταν ἡ ἐ­πο­χή πού βα­σί­λευ­ε ὁ Ἀν­δρό­νι­κος Β΄ ὁ Πα­λαι­ο­λό­γος (1282-1328) ὁ ὁ­ποῖ­ος γνώ­ρι­σε τόν Ὅ­σιο καί ἀ­πό τό­τε τόν κα­λοῦ­σε συ­χνά στό πα­λά­τι. Ἐ­κεῖ ὁ Ὅ­σιος φαι­νό­ταν σέ ὅ­λους θαυ­μα­στός καί ἐν­τυ­πω­σί­α­ζε μέ τή σο­φί­α του καί τήν ἄρ­τια γνώ­ση τῶν Γρα­φῶν, ἄν καί ἦ­ταν «ἄ­μοι­ρος παι­δε­ί­ας ἑλ­λη­νι­κῆς»­, κάτι γιά τό ὁποῖο ὁ Μέγας Λογοθέτης, τό πιθανότερο ὁ Θεόδωρος Μετοχίτης, τόν εἰρωνευόταν.


   Στήν Πό­λη ὁ Ὅ­σιος δέν πα­ρέ­λει­ψε νά συ­να­να­στρέ­φε­ται τόν τό­τε Πα­τριά­ρχη ἅγιο Ἀ­θα­νά­σιο τόν Α΄ (1289-1293, 1303-1311) τόν ὁ­ποῖ­ο καί ὀ­νό­μα­ζε ‘‘νέ­ο Χρυ­σό­στο­μο­’’. Ἁ­γι­ο­ρεί­της ὁ ἴ­διος κα­θώς ἦ­ταν καί φι­λο­μό­να­χος, πρό­τει­νε ἐ­πα­νει­λημ­μέ­να στό Ὅ­σιο νά ἐγ­κα­τα­βι­ώ­σει σ’ ἕ­να ἀ­πό τά μο­να­στή­ρια πού ἐ­κεῖ­νος εἶ­χε ἱ­δρύ­σει στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη. Ὁ Ὅ­σιος ὅ­μως προ­τί­μη­σε νά ‘‘τα­λαι­πω­ρεῖ­ται διά Χρι­στό­ν’’ καί νά ζεῖ ὡς διά Χρι­στόν σα­λός, ἀ­γρυ­πνῶν­τας σέ μιά στο­ά τοῦ να­οῦ τῶν Βλα­χερ­νῶν. Μέ τόν τρό­πο αὐ­τό ζοῦ­σε ὁ ὅσιος Μά­ξι­μος τήν πε­ρί­ο­δο πρίν ἀ­να­χω­ρή­σει γιά τό Ἅγιον Ὄ­ρος, ὥ­στε νά μή γνω­ρί­σει ὁ κό­σμος τίς κα­τά Θε­όν ἀ­ρε­τές του καί «διὰ νὰ μὴν ἀ­πο­τι­νά­ξῃ τὸν καρ­πὸν τῆς ἀ­ρε­τῆς ὁ ἄ­νε­μος τῆς ἀν­θρω­πα­ρε­σκεί­ας».
   Ἀ­πό τή Βα­σι­λεύ­ου­σα ὁ Ὅσιος, ἀ­φοῦ τα­ξί­δευ­σε μέ­σω Θεσ­σα­λο­νί­κης ὅ­που προ­σκύ­νη­σε τόν ἅγιο Δη­μή­τριο καί τήν ὁσία Θε­ο­δώ­ρα, ἔ­φθα­σε στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος, πού ἔ­μελ­λε νά εἶ­ναι τό ἐν­δι­αί­τη­μά του γιά τό ὑ­πό­λοι­πο τῆς ζω­ῆς του. Ἀρ­χι­κά, ὁ Ὅσιος κοι­νο­βί­α­σε στή Με­γί­στη Λαύ­ρα, ὅ­που δι­α­κό­νη­σε καί ὡς ψάλ­της μιά πού κα­τεῖ­χε τή ψαλ­τι­κή τέ­χνη, καταφέρνοντας νά ψάλ­λει μέν μέ τό στό­μα του, μέ τήν καρ­διά του δέ νά προ­σεύ­χε­ται νο­ε­ρῶς.
   Ἀ­φοῦ πέ­ρα­σε ἕ­να ἀ­προσ­δι­ό­ρι­στο χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα στή Λαύ­ρα, ὁ Ὅ­σιος ἀ­να­χώ­ρη­σε γιά τίς πιό ἔρημες καί δύσβατες περιοχές, στό ἔσχατο σημεῖο τῆς ἀθωνικῆς χερσονήσου, στήν λεγόμενη ‘‘ἔ­ρη­μο­’’, πού ἐ­κτεί­νε­ται στούς νό­τιους πρό­πο­δες τοῦ Ἄ­θω. Ἐ­ρέ­θι­σμα γιά τήν με­τα­κί­νη­σή του αὐ­τή στά­θη­κε ἕ­να ὄ­νει­ρο πού εἶ­δε τρεῖς φο­ρές, μέ­σα ἀ­πό τό ὁ­ποῖ­ο ἡ Θε­ο­μή­τωρ βρε­φο­κρα­τοῦ­σα τοῦ εἶ­πε: «Δεῦ­ρο, πι­στό­τα­τε Μά­ξι­με, ἀ­κο­λο­ύ­θει μοι»­. Ἀ­φοῦ ὁ Ὅ­σιος βε­βαι­ώ­θη­κε ὅ­τι δέν πρό­κει­ται γιά ἀ­πά­τη τοῦ δι­α­βό­λου πα­ρά γιά θε­ϊ­κή ὁ­πτα­σί­α, ὁ Ὅ­σιος ξε­κί­νη­σε γιά τήν κο­ρυ­φή τοῦ Ἄ­θω. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος πα­ρέ­μει­νε μό­νος γιά τρί­α ἡ­με­ρό­νυ­κτα, ὅπου ἀξιώθηκε νά δεῖ ὀφθαλμοφανῶς τήν Κυ­ρί­α Θε­ο­τό­κο βρε­φο­κρα­τοῦ­σα, γιά μί­α ἀ­κό­μα φο­ρά, ἡ ὁποία τοῦ εἶ­πε: «Δέ­ξαι κα­τὰ δαι­μό­νων ἰ­σχύν, ὁ σε­πτὸς ἀ­θλο­φό­ρος καὶ κα­τοί­κει ἀ­τρό­μως ἐ­πὶ τὰ τοῦ Ἄ­θω­νος πρό­σπο­δα. Τοῦ­το γάρ σοι ὁ ἐξ ἐ­μοῦ τε­χθεὶς ἀ­σπό­ρως χα­ρί­ζε­ται, ἵ­να ὁ­δη­γή­σῃς πολ­λοὺς πρὸς ἐκ­πλή­ρω­σιν τῶν αὐ­τοῦ θε­ί­ων προ­στά­ξε­ων».
  Ἔ­τσι ὁ ὅσιος Μά­ξι­μος, ὑ­πα­κού­ον­τας τή Θε­ο­τό­κο, ἄρ­χι­σε νά πε­ρι­πλα­νᾶ­ται σ’ ὅ­λη τή δύ­σβα­τη αὐ­τή πε­ρι­ο­χή, στήν ὁ­ποία οἱ συν­θῆ­κες τό χει­μῶ­να εἶ­ναι ἐ­ξαι­ρε­τι­κά δύ­σκο­λες. Τό πιό πι­θα­νόν, στίς πε­ρι­πλα­νή­σεις του, νά ἔ­μει­νε γιά ἕ­να δι­ά­στη­μα κον­τά στή θάλ­λα­σα,  στή ση­με­ρι­νή το­πο­θε­σί­α τῶν Καυ­σο­κα­λυ­βί­ων, πα­ρ’ ὅ­λο πού κα­νείς ἀ­πό τούς τέσ­σε­ρις βι­ο­γρά­φους του δέν τόν συ­σχε­τί­ζουν μ’ αὐ­τήν τήν πε­ρι­ο­χή. Στό Βί­ο ὅ­μως τοῦ ὁσίου Ἀ­κα­κί­ου τοῦ Νέ­ου τοῦ Καυ­σο­κα­λυ­βί­του (1630-1730) ἱ­δρυ­τῆ τῆς σκή­της τῆς Ἁγίας Τριά­δος Καυ­σο­κα­λυ­βί­ων,  πού γρά­φη­κε στά μέ­σα τοῦ 18ου αἰ. ἀ­πό τόν ἱ­ε­ρο­μό­να­χο Ἰ­ω­νᾶ τόν Καυ­σο­κα­λυ­βί­τη († 1765) ἀ­να­φέ­ρε­ται (ἀ­πη­χῶν­τας προ­φα­νῶς ἰ­σχυ­ρή καί ζῶ­σα τό­τε σχε­τι­κή προ­φο­ρι­κή πα­ρά­δο­ση) ὅ­τι ὁ ὅσιος Ἀ­κά­κιος κα­τοί­κη­σε στό Σπή­λαι­ο ὅ­που πρίν κα­τοι­κοῦ­σε ὁ ὅσιος Μά­ξι­μος ὁ Καυ­σο­κα­λύ­βης. Στό πέ­ρα­σμα ἀ­κρι­βῶς τοῦ ὁσίου Μα­ξί­μου ἀ­πό τόν τό­πο, κα­τά τόν ἴ­διο αὐ­τό βι­ο­γρά­φο ἀλ­λά καί στή ζῶ­σα καί σή­με­ρα πα­ρά­δο­ση τῆς σκή­της, ὀ­φεί­λε­ται ἡ ὀ­νο­μα­σί­α τοῦ τό­που ‘‘Καυ­σο­κα­λύ­βια­’’. Τό πι­θα­νό­τε­ρο εἶ­ναι ὅ­τι σ’ αὐ­τήν τήν πε­ρί­ο­δο τῆς ζω­ῆς του ὁ Ὅσιος ἄρ­χι­σε ἐ­κεί­νη τή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα ἡ ὁ­ποί­α ἰ­δι­αι­τέ­ρως φαί­νε­ται νά ἐν­τυ­πω­σί­α­σε τούς συγ­χρό­νους του καί πού τοῦ ἔ­δω­σε τή προ­σω­νυ­μί­α του ‘‘Καυ­σο­κα­λύ­βης’’, καί­γον­τας τίς κα­λύ­βες πού ὁ ἴ­διος πρίν εἶ­χε κα­τα­σκευά­σει καί με­τα­κο­μί­ζον­τας ἀλ­λοῦ, μό­λις γι­νό­ταν γνω­στή ἡ κα­τοι­κί­α του.
  Ὁ Ὅσιος συ­νέ­χι­σε τόν ‘‘πλά­νη­τα’’ αὐ­τόν ‘‘βί­ο­’’ γιά δέ­κα πε­ρί­που χρό­νια καί με­τά, ἀ­κο­λου­θῶν­τας τίς συμ­βου­λές τοῦ ὁσίου Γρη­γο­ρί­ου τοῦ Σι­να­ΐ­του, ἔ­πα­ψε νά καί­ει τίς κα­λύ­βες του καί ἔ­μει­νε στα­θε­ρά σ’ ἕ­ναν τό­πο. Στό κελ­λί ἐ­κεῖ­νο, πού βρι­σκό­ταν στήν εὐ­ρύ­τε­ρη λαυρεωτική πε­ρι­ο­χή τήν λε­γό­με­νη ‘‘τοῦ κύρ Ἠ­σα­ΐ­ου’’, ἐ­κοι­μή­θη ὁ Ὅσιος, ἀ­φοῦ εἶ­χε προ­εί­πει τό τέ­λος του σέ κά­ποι­ο μο­να­χό, καί ἐ­τά­φη σέ πέ­τρι­νο μνῆ­μα πού ὁ ἴ­διος εἶ­χε ἑ­τοι­μά­σει γιά τόν ἑ­αυ­τό του, σέ ἡ­λι­κί­α ἐ­νεν­νην­τα­πέν­τε ἐ­τῶν, στίς 13 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου, τό πιθανότερο -σύμφωνα μέ ὅλες τίς ἐνδείξεις- μεταξύ τῶν ἐτῶν 1365-70. 


Σ’ αὐ­τήν τήν τε­λευ­ταί­α του κα­τοι­κί­α ἦ­ταν πού ὁ ὅσιος Μά­ξι­μος, ὑ­πο­δέ­χθη­κε, πε­ρί τό 1350, τούς βυ­ζαν­τι­νούς συμ­βα­σι­λεῖς Ἰ­ω­άν­νη Ε΄ Πα­λαι­ο­λό­γο (1341-1391) καί Ἰ­ω­άν­νη ΣΤ΄ Καν­τα­κου­ζη­νό (1347-1352)  κα­θώς καί τόν Πα­τριά­ρχη Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως ἅγιο Κάλ­λι­στο Α΄ (1350-1354 καί 1355-1356), πε­ρί τό ἔ­τος 1363 καί πε­ρί τῶν ὁ­ποί­ων οἱ προρ­ρή­σεις του ἐ­πα­λη­θεύ­τη­καν μέ ἀ­κρί­βεια.
  Στήν θαυμαστή προσωπικότητα τοῦ ὁσίου Μαξίμου δύο κυρίως εἶναι τά στοιχεῖα πού τόν χαρακτηρίζουν ἰδιαίτερα στή χορεία τῶν ἁγιορειτῶν ὁσίων: ἡ ἡσυχαστική διάσταση τῆς ἀσκήσεώς του καί ἡ διά Χριστόν σαλότητά του. 
Κα­τά τ’ ἄλ­λα, ὁ Βί­ος τοῦ ὁσίου Μα­ξί­μου εἶ­ναι γε­μᾶ­τος ἀ­πό θαυ­μα­στές ἐ­νέρ­γει­ές του, προ­ο­ρά­σεις καί δι­ο­ρά­σεις καί  θε­ρα­πεῖ­ες ἀ­σθε­νῶν, δαι­μο­νι­σμέ­νων κ. ἄ., μέ ἀ­πο­κο­ρύ­φω­μα τό ὄν­τως ἐν­τυ­πω­σια­κό καί ὑ­περ­φυ­σι­κό πού ἀ­πο­κά­λυ­ψε ὁ δεύ­τε­ρος βι­ο­γρά­φος του ὅσιος Θε­ο­φά­νης Περιθεωρίου, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πι­κα­λού­με­νος τόν Θε­ό ὡς μάρ­τυ­ρα δι­η­γή­θη­κε ὅ­τι ‘‘ἰ­δί­οις ὄμ­μα­σιν’’ εἶ­δεἱ­πτά­με­νον τόν ὅ­σιον καί ὑ­πό­πτε­ρον καί δι­α­έ­ριον’’ νά ἔρχεται πρός αὐτόν, ἀπό τά ὑψώματα τοῦ Ἄθω καί ὑπεράνω βράχων καί ψηλῶν δένδρων.
   Ὁλοκληρώνοντας τέλος τό συνοπτικό αὐτό συναξάρι, πρέπει νά ἀναφέρουμε ὅτι σημαντική εἶναι καί ἡ διδασκαλία τοῦ ὁσίου Μαξίμου, τήν ὁποῖα ὡς «φωστὴρ φωστήρων καὶ ὁδηγὸς ἀπλανὴς πλανωμένων καὶ ἀστὴρ φαεινότατος καὶ παράκλησις τῶν μοναζόντων τοῦ Ἄθωνος, πάντων τῶν μετὰ πίστεως φοιτώντων· οὐ μόνον τῶν μοναχῶν, ἀλλὰ δὴ καὶ βασιλέων στήριγμα καὶ ὁδηγὸς πρὸς ὠφέλειαν» πρόσφερε πλουσιοπάροχα. 


Ἡ ἡσυχαστική διδασκαλία τοῦ ὁσίου Μαξίμου συνοψίζεται κυρίως στό διάλογο πού ἐκεῖνος εἶχε μέ τόν ἅλλο μεγάλο Ἀθωνίτη ἡσυχαστή ὅσιο Γρηγόριο τόν Σιναΐτη. Ὁ διάλογος αὐτός μπορεῖ νά θεωρηθεῖ σταθμός στή νηπτική γραμματεία καθώς ἀ­πο­τε­λεῖ τήν δι­α­φα­νέ­στε­ρη ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς θε­ω­ρί­ας πε­ρί νή­ψε­ως καί ἐκ­στά­σε­ως τοῦ νοῦ, καί πε­ρι­γρά­φει τήν κα­τά­στα­σή του ὅ­ταν ἐλ­λάμ­πε­ται ἀ­πό τό θεῖ­ο φῶς κα­τά τήν προ­σευ­χή. Δι­α­κρί­νει δέ μέ σα­φή­νεια καί προ­σο­χή τά ση­μεῖ­α τῆς χά­ρι­τος ἀ­π’ αὐ­τά τῆς πλά­νης. Ἕ­νας ἀ­πό τούς καρ­πούς τῆς προ­σευ­χῆς εἶ­ναι καί ὁ θεῖ­ος ἔ­ρω­τας πού γεν­νι­έ­ται στήν φλε­γό­με­νη καρ­διά τοῦ προ­σευ­χο­μέ­νου. Στά τέλη τοῦ 18ου αἰ., ἕνα σημαντικό ἀπόσπασμα τοῦ διαλόγου αὐτοῦ, λό­γῳ τῆς σπου­δαι­ό­τη­τας καί ὑψηλῆς πνευματικότητάς του, συμ­πε­ρι­λή­φθη­κε ἀ­πό τούς ἁγίους Μακάριο Κορίνθου καί Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη στή Φι­λο­κα­λί­α.
   Τό γεγονός ὅτι λίγο μετά τήν ὁσιακή κοίμηση τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη καί σέ διάστημα λίγων δεκαετιῶν (τέλη 14ου-ἀρχές 15ου αἰ.), γράφηκαν πρός τιμήν του τέσσερις Βίοι (ὑπό τῶν ἱερομονάχων Νήφωνος, Θεοφάνους Περιθεωρίου, Μακαρίου Μακρῆ καί Ἰωαννικίου Κόχιλα), οἱ ὁποῖοι σέ μεταγενέστερες ἐποχές παρουσιάστηκαν σέ ἁπλούστερη δημώδη γλώσσα μέ τή βοήθεια τεσσάρων παραφράσεων (ὑπό Διονύσιου Ρήτορος, Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἰακώβου Νεασκητιώτου καί ἑνός ἑτέρου ἀγνώστου) -ὅλα τους κείμενα ἀθωνικῆς προέλευσης- ἀποδεικνύει τήν μεγάλη ἀπήχηση πού εἶχε στόν ἁγιορειτικό κόσμο ἡ ἱερή μορφή τοῦ ὁσίου Μαξίμου. Ἐδῶ θά πρέπει νά τονιστεῖ ὅτι οἱ Βίοι τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη, ἐκτός ἀπό ὑψηλοῦ ἐπιπέδου ἁγιολογικά κείμενα, ἀποτελοῦν ταυτόχρονα καί σημαντικές πηγές τόσο γιά τά θεολογικά ζητήματα τῆς ἐποχῆς (αἵρεση Μασσαλιανῶν, Ἀκινδύνου) ὅσο γιά ἱστορικά γεγονότα, πρόσωπα καί τοπωνύμια πού ἔχουν μεγάλη σημασία γιά τήν ἱστορία πού ἀφορᾶ εἰδικότερα στόν ὑστεροβυζαντινό Ἄθω καί γενικότερα τό Βυζάντιο κατά τήν ἐξεταζόμενη περίοδο. Ὁρισμένες μάλιστα ἀπό τίς πληροφορίες πού μᾶς δίνουν οἱ Βίοι, θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ὅτι ἔχουν τόν χαρακτῆρα τῆς μοναδικότητας.
    Παράλληλα, γιά τίς λειτουργικές ἀνάγκες ὅσων ἐπιθυμοῦσαν νά προστρέξουν στίς πρεσβεῖες του καί νά ἔχουν μία ἐναργέστερη σχέση μαζί του, συντέθηκαν τρεῖς Ἀκολουθίες, Παρακλητικοί Κανόνες, Χαιρετιστήριοι Οἶκοι καί πλῆθος ἄλλων ὑμνογραφημάτων (κυρίως ἀπό τούς Νήφωνα Ἀθωνίτη, Ἱερεμία Πατητᾶ, Ἰάκωβο Νεασκητιώτη, Νήφωνα Ἰβηροσκητιώτη, Ἱλαρίωνα Ξενοφωντινό καί Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη), ἐνῶ παράλληλα, οἱ πολυάριθμες ἀπεικονίσεις του στούς ἀθωνικούς ναούς ἐπέτειναν τήν παρουσία του στίς ψυχές τῶν Ἁγιορειτῶν μοναχῶν πού ἔβλεπαν σ’ αὐτόν ἕνα ἀσφαλές πρότυπο πρός μίμηση γιά τή σωστή βίωση τῶν μοναχικῶν ἀρετῶν καί τήν ἐπίτευξη τῆς σωτηρίας τους.

                                                 Ἀπολυτίκιον
                            Ἦχ.  πλ. Α΄.  Τόν συνάναρχον Λόγον.
   Μητρικῆς ἐκ νηδύος ὅσιε Μάξιμε, ἐκλογῆς ὡς δοχεῖον ἀνατεθείς τῷ Θεῷ, τοῦ θείου γνόφου ὡς Μωσῆς κατηξίωσαι, καί τά πόῤῥῳ προορᾶν, κατά τόν μέγαν Σαμουήλ, τοῦ Ἄθω τό θεῖον θαῦμα, τῆς Θεοτόκου ὁ λάτρης ᾗ καί πρεσβεύεις ὑπέρ πάντων ἡμῶν.


 

                                                ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Μακαρίου Κυδώνη, Προσκυνητάριον τῆς Βασιλικῆς καί Σεβασμίας Μονῆς Μεγίστης Λαύρας... Ἐνετίησιν 1772, σ. 58-59. Κ. Δουκάκη, Ἴασπις τοῦ νοητοῦ Παραδείσου, ἤτοι Μεγάλη Συλλογή Βίων πάντων τῶν ἁγίων τῶν καθ’ ἅπαν τό ἔτος ἑορταζομένων. Τόμος Α΄, ἐν Ἀθήναις 1889, σ. 200-217. Κουρίλα Εὐλ. μητρ. Κορυτσᾶς, Ἱστορία τοῦ Ἀσκητισμοῦ, τ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1929, σ. 88-132. E. Kourilas- F. Halkin, ‘‘Deux Vies de saint Maxime le Kausokalybe ermite au Mont Athos (XIVe siecle)’’, Analecta Bollandiana  54 (1936), σ. 42- 109. Γριτσόπουλου Τ., ‘‘Μάξιμος ὅσιος Καυσοκαλυβίτης’’, ΘΗΕ τ. 8, Ἀθῆναι 1966, στ. 624-625. Καλλιστράτου Λαυριώτου Προηγ., Ἱστορικόν Προσκυνητάριον Ἱερᾶς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας, Ἀθήνα 19762 , σ. 105, 114.  Ὁ Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (ἐκδ. Ματθαίου Λαγγῆ), τ. Α΄, Ἀθῆναι 19756, σ. 254-277. Κοτσώνη Ἰωαννικίου ἀρχιμ., Ὁ Καυσοκαλύβης (Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης, ὁ ἅγιος τῆς νοερᾶς προσευχῆς), ἐκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός 1976. Le Synaxaire. Vies de saints de l’ Eglise Orthodoxe (Adaptations française par Macaire, moine de Simonos-Pétras) t. 2, Thessalonique 1988, σ. 386-390. (Wear) Kallistos of Diokleia, ‘‘St. Maximos of Kapsokalyvia and Fourteenth-Century Athonite Hesychasm’’, στό: Chrysostomides Julian (Hrsg.), ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ.  Essays Presented to Joan Hussey for her 80 th Birthday, Camberley, Surrey 1988, σ. 409-430. PLP 16810. Talbot A.-M., ‘‘Maximos Kausokalybites’’, στό: ODB II, New York-Oxford 1991, σ. 1322-1323. Ἅγιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης. Βίος, πολιτεία καί θαύματα ὑπό Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου. Ἱερά ἀσματική καί πανηγυρική Ἀκολουθία (Εἰσαγωγή, σχόλια, ἐπιμέλεια ὑπό Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου), Ἅγιον Ὄρος 1994. ‘‘Izichasm i agiografija: razvitie obraza Sv. Maksima Kausokalyvita v žitijnoj literature XIV v.’’ στό: Vizantiiskij Vremennik 55 (1994) σ. 155-180. Ἀργυρίου Ἀ., Μακαρίου τοῦ Μακρῆ συγγράμματα, ἐκδ. Κέντρο Βυζαντινῶν Ἐρευνῶν, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 141-165.  Α. Rigo, ‘‘Massimo il Kausokalyba e la rinascita eremetica sul Monte Athos nel XIV secolo’’, στό: Atanasio e il monachesimo al Monte Athos, Atti del XII Convegno ecumenico internazionale di spiritualita ortodossa sezione bizantina, Bose, 12-14 settembre 2004, Edizioni Qiqajon, Comunita di Bose 2005, σ. 181-216. Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου, ‘‘Οἱ Μικρασιάτες ὅσιοι Ἀθανάσιος Ἀθωνίτης, Μάξιμος Καυσοκαλύβης καί Γρηγόριος Σιναΐτης. Οἱ πνευματικές τους σχέσεις καί ἡ συμβολή τους στόν ἁγιορειτικό μοναχισμό’’, Ἅγιος Νικήτας, τ. 200 (2007), σ. 229-232, τ. 201 (2007). Τοῦ ἰδίου, «Ἱερομονάχου Ἰωαννικίου Κόχιλα, Βίος ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη (14ος αἰ.). Ἔκδοση τοῦ κειμένου ἀπό τό ἀρχαιότερο χειρόγραφο», Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, τ. 819 (2007), σ. 513-577. Τοῦ ἰδίου, Ἁγιασμένες μορφές τῶν Καυσοκαλυβίων. Ἀπό τόν ὅσιο Μάξιμο ὡς τόν γέροντα Πορφύριο, ἔκδ. Ἱ. Καλύβης Ἁγίου Ἀκακίου, σειρά ‘‘Ἐρημοπολῖτες’’ ἀρ. 9, Ἅγιον Ὄρος 2007, σ. 41-52.
Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου, Ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης. Ἁγιολογία-Ὑμνογραφία-Τέχνη, ἐκδόσεις Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2010  (μεταπτυχιακή διπλωματική ἐργασία, ὅπου συγκεφαλαιώνεται ἡ περί τοῦ ὁσίου Μαξίμου βιβλιογραφία).