Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα όσιος μάξιμος καυσοκαλύβης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα όσιος μάξιμος καυσοκαλύβης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2015

ΟΣΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΗΣ

                             
  
Παταπιίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

                              Ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης 
   Πρόκειται γιά μία ἀπό τίς διαπρεπέστερες ἁγιορειτικές μορφές μέ μεγάλη ἀπήχηση καί ἀναγνωρισιμότητα τόσο στόν ἀθωνικό ὅσο καί στόν πανορθόδοξο χώρο.
   Ὁ ὅσιος Μά­ξι­μος γεν­νή­θη­κε περί τό 1270-75 στή Λάμ­ψα­κο τῆς ἀ­σι­α­τι­κῆς πλευ­ρᾶς τοῦ Ἑλ­λη­σπόν­του καί στό ἅ­γιο βά­πτι­σμα τοῦ δό­θη­κε τό ὄ­νο­μα Μα­νου­ήλ. Γιά σπου­δές δέ γί­νε­ται ἰ­δι­αί­τε­ρος λό­γος στό Βί­ο τοῦ Ὁσί­ου. Αὐ­τό ὅ­μως πού ἀ­πό πο­λύ νω­ρίς ἐκ­δη­λώ­θη­κε καί πού ἐ­πα­νερ­χό­ταν συ­νε­χῶς στή ζω­ή του, ἦ­ταν ἡ με­γά­λη του εὐ­λά­βεια καί μιά δι­ά­πυ­ρη προ­σή­λω­ση στό πρό­σω­πο τῆς Μη­τέ­ρας τοῦ Θε­οῦ, τήν ὁ­ποί­α ἔ­μελ­λε νά ἔ­χει συμ­πα­ρα­στά­τη στούς με­τέ­πει­τα ἀ­σκη­τι­κούς του ἀ­γῶ­νες. Προ­άγ­γε­λος τῶν τε­λευ­ταί­ων ἦ­ταν τό γε­γο­νός ὅ­τι τό­ση ἦ­ταν ἡ εὐ­σπλαγ­χνί­α πού ἔ­δει­χνε πρός τούς φτω­χούς, πού ὄ­χι μό­νο μοί­ρα­ζε κρυ­φά τό ψω­μί του σ’ αὐ­τούς μά καί κι αὐ­τά τά ἴ­δια του τά ροῦ­χα, μέ συ­νέ­πεια νά μέ­νει ἀρ­κε­τές φο­ρές ἐ­κτε­θει­μέ­νος στό χει­με­ρι­νό ψῦ­χος. Κά­τι ἄλ­λο πού ἐ­ξί­σου θά τόν χα­ρα­κτή­ρι­ζε στά χρό­νια πού ἀ­κο­λού­θη­σαν καί πού φά­νη­κε κι αὐ­τό ἀ­πό τά παι­δι­κά του χρό­νια, ἦ­ταν ἡ προ­σποι­η­τή διά Χριστόν σα­λό­τη­τα.
   Σέ ἡ­λι­κί­α δε­κα­ε­πτά ἐ­τῶν, ἀ­πο­φεύ­γον­τας τό γά­μο πού ἑ­τοί­μα­ζαν γι’ αὐ­τόν οἱ γο­νεῖς του καί πο­θῶν­τας τό βί­ο τῆς ἄ­σκη­σης, ἀ­να­χώ­ρη­σε ἀ­πό τό πα­τρι­κό του σπί­τι γιά τό Ὄ­ρος Γά­νος τῆς Θράκης, ὅ­που καί ἔ­γι­νε μο­να­χός ἀ­πό τό Γέ­ρον­τα Μᾶρ­κο. M­ε­τά τήν κοί­μη­ση τοῦ γέ­ρον­τά του, ὁ Μά­ξι­μος ἀ­να­χώ­ρη­σε γιά ἕ­να ἄλ­λο σπου­δαῖ­ο μο­να­στι­κό κέν­τρο πού βρι­σκό­ταν στά ὅ­ρια Θρά­κης καί Μα­κε­δο­νί­ας, τό Πα­πί­κιον Ὄ­ρος. Μέ τήν με­τα­κί­νη­σή του αὐ­τή ὁ ὅσιος Μά­ξι­μος ἐγ­και­νί­α­σε μί­α ὁ­λό­κλη­ρη σει­ρά ἀ­νά­λο­γων με­τα­κι­νή­σε­ων πού θά πραγματοποιοῦσε στήν ἑ­πό­με­νη πε­ρί­ο­δο. Στό Πα­πί­κιο ὁ ὅσιος Μά­ξι­μος συ­νάν­τη­σε μο­να­χούς πού ζοῦ­σαν ἔ­ξω ἀ­πό τόν πε­ρί­βο­λο τῆς ἐ­κεῖ μο­νῆς «εὗ­ρεν ἄν­δρας ἐξ ὁ­λο­κλή­ρου Θε­ῷ κα­θι­ε­ρω­μέ­νους, ἀ­ο­ί­κους, ἀ­στέ­γους, ἀ­τρό­φους, ἀ­ΰ­λους», πού τά κου­ρέ­λια ἦ­ταν τό μό­νο τους ἔν­δυ­μα, μή ἔ­χον­τας τήν πα­ρα­μι­κρή πε­ρι­ου­σί­α. Αὐ­τοί οἱ ἀ­να­χω­ρη­τές πρέ­πει ὁ­πωσ­δή­πο­τε νά στά­θη­καν ὁ­δο­δεῖκτες στό δρό­μο πού θά ἀ­κο­λου­θοῦ­σε ὁ Ὅσιος, ἀ­φοῦ τό με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τῆς μο­να­χι­κῆς ζω­ῆς του -ἄν ἐ­ξαι­ρέ­σου­με τήν πε­ρί­ο­δο πού αὐ­τός δι­έ­με­νε στή Με­γί­στη Λαύ­ρα– τό περ­νοῦ­σε ἔ­ξω ἀ­πό τά μο­να­στη­ρια­κά τεί­χη, πε­ρι­πλα­νώ­με­νος στήν ἀ­θω­νι­κή ἔ­ρη­μο.
   Ἀ­πό τό Πα­πί­κιο ὁ Ὅσιος κα­τευ­θύν­θη­κε πρός τήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη γιά προ­σκύ­νη­μα καί ‘‘γιά νά μή μεί­νει ἄ­γευ­στος ἀ­πό τά κα­λά πού ὑ­πῆρ­χαν σ’ αὐ­τήν καί ἀρ­θροί­ζον­τας ἔ­τσι ἀ­π’ ὅ­λα αὐ­τά πού τοῦ ἦ­ταν χρη­σι­μό­τε­ρα­’’. Στή Βα­σι­λεύ­ου­σα ἐ­πέ­λε­ξε σάν τό­πο κα­τοι­κί­ας του μί­α σκη­νή πού ἔ­στη­σε τό πιθανότερο δίπλα στό ναό τῆς Παναγίας τῆς Ὁδηγήτριας, στήν ὁμώνυμη μονή. Ἦ­ταν ἡ ἐ­πο­χή πού βα­σί­λευ­ε ὁ Ἀν­δρό­νι­κος Β΄ ὁ Πα­λαι­ο­λό­γος (1282-1328) ὁ ὁ­ποῖ­ος γνώ­ρι­σε τόν Ὅ­σιο καί ἀ­πό τό­τε τόν κα­λοῦ­σε συ­χνά στό πα­λά­τι. Ἐ­κεῖ ὁ Ὅ­σιος φαι­νό­ταν σέ ὅ­λους θαυ­μα­στός καί ἐν­τυ­πω­σί­α­ζε μέ τή σο­φί­α του καί τήν ἄρ­τια γνώ­ση τῶν Γρα­φῶν, ἄν καί ἦ­ταν «ἄ­μοι­ρος παι­δε­ί­ας ἑλ­λη­νι­κῆς»­, κάτι γιά τό ὁποῖο ὁ Μέγας Λογοθέτης, τό πιθανότερο ὁ Θεόδωρος Μετοχίτης, τόν εἰρωνευόταν.


   Στήν Πό­λη ὁ Ὅ­σιος δέν πα­ρέ­λει­ψε νά συ­να­να­στρέ­φε­ται τόν τό­τε Πα­τριά­ρχη ἅγιο Ἀ­θα­νά­σιο τόν Α΄ (1289-1293, 1303-1311) τόν ὁ­ποῖ­ο καί ὀ­νό­μα­ζε ‘‘νέ­ο Χρυ­σό­στο­μο­’’. Ἁ­γι­ο­ρεί­της ὁ ἴ­διος κα­θώς ἦ­ταν καί φι­λο­μό­να­χος, πρό­τει­νε ἐ­πα­νει­λημ­μέ­να στό Ὅ­σιο νά ἐγ­κα­τα­βι­ώ­σει σ’ ἕ­να ἀ­πό τά μο­να­στή­ρια πού ἐ­κεῖ­νος εἶ­χε ἱ­δρύ­σει στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη. Ὁ Ὅ­σιος ὅ­μως προ­τί­μη­σε νά ‘‘τα­λαι­πω­ρεῖ­ται διά Χρι­στό­ν’’ καί νά ζεῖ ὡς διά Χρι­στόν σα­λός, ἀ­γρυ­πνῶν­τας σέ μιά στο­ά τοῦ να­οῦ τῶν Βλα­χερ­νῶν. Μέ τόν τρό­πο αὐ­τό ζοῦ­σε ὁ ὅσιος Μά­ξι­μος τήν πε­ρί­ο­δο πρίν ἀ­να­χω­ρή­σει γιά τό Ἅγιον Ὄ­ρος, ὥ­στε νά μή γνω­ρί­σει ὁ κό­σμος τίς κα­τά Θε­όν ἀ­ρε­τές του καί «διὰ νὰ μὴν ἀ­πο­τι­νά­ξῃ τὸν καρ­πὸν τῆς ἀ­ρε­τῆς ὁ ἄ­νε­μος τῆς ἀν­θρω­πα­ρε­σκεί­ας».
   Ἀ­πό τή Βα­σι­λεύ­ου­σα ὁ Ὅσιος, ἀ­φοῦ τα­ξί­δευ­σε μέ­σω Θεσ­σα­λο­νί­κης ὅ­που προ­σκύ­νη­σε τόν ἅγιο Δη­μή­τριο καί τήν ὁσία Θε­ο­δώ­ρα, ἔ­φθα­σε στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος, πού ἔ­μελ­λε νά εἶ­ναι τό ἐν­δι­αί­τη­μά του γιά τό ὑ­πό­λοι­πο τῆς ζω­ῆς του. Ἀρ­χι­κά, ὁ Ὅσιος κοι­νο­βί­α­σε στή Με­γί­στη Λαύ­ρα, ὅ­που δι­α­κό­νη­σε καί ὡς ψάλ­της μιά πού κα­τεῖ­χε τή ψαλ­τι­κή τέ­χνη, καταφέρνοντας νά ψάλ­λει μέν μέ τό στό­μα του, μέ τήν καρ­διά του δέ νά προ­σεύ­χε­ται νο­ε­ρῶς.
   Ἀ­φοῦ πέ­ρα­σε ἕ­να ἀ­προσ­δι­ό­ρι­στο χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα στή Λαύ­ρα, ὁ Ὅ­σιος ἀ­να­χώ­ρη­σε γιά τίς πιό ἔρημες καί δύσβατες περιοχές, στό ἔσχατο σημεῖο τῆς ἀθωνικῆς χερσονήσου, στήν λεγόμενη ‘‘ἔ­ρη­μο­’’, πού ἐ­κτεί­νε­ται στούς νό­τιους πρό­πο­δες τοῦ Ἄ­θω. Ἐ­ρέ­θι­σμα γιά τήν με­τα­κί­νη­σή του αὐ­τή στά­θη­κε ἕ­να ὄ­νει­ρο πού εἶ­δε τρεῖς φο­ρές, μέ­σα ἀ­πό τό ὁ­ποῖ­ο ἡ Θε­ο­μή­τωρ βρε­φο­κρα­τοῦ­σα τοῦ εἶ­πε: «Δεῦ­ρο, πι­στό­τα­τε Μά­ξι­με, ἀ­κο­λο­ύ­θει μοι»­. Ἀ­φοῦ ὁ Ὅ­σιος βε­βαι­ώ­θη­κε ὅ­τι δέν πρό­κει­ται γιά ἀ­πά­τη τοῦ δι­α­βό­λου πα­ρά γιά θε­ϊ­κή ὁ­πτα­σί­α, ὁ Ὅ­σιος ξε­κί­νη­σε γιά τήν κο­ρυ­φή τοῦ Ἄ­θω. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος πα­ρέ­μει­νε μό­νος γιά τρί­α ἡ­με­ρό­νυ­κτα, ὅπου ἀξιώθηκε νά δεῖ ὀφθαλμοφανῶς τήν Κυ­ρί­α Θε­ο­τό­κο βρε­φο­κρα­τοῦ­σα, γιά μί­α ἀ­κό­μα φο­ρά, ἡ ὁποία τοῦ εἶ­πε: «Δέ­ξαι κα­τὰ δαι­μό­νων ἰ­σχύν, ὁ σε­πτὸς ἀ­θλο­φό­ρος καὶ κα­τοί­κει ἀ­τρό­μως ἐ­πὶ τὰ τοῦ Ἄ­θω­νος πρό­σπο­δα. Τοῦ­το γάρ σοι ὁ ἐξ ἐ­μοῦ τε­χθεὶς ἀ­σπό­ρως χα­ρί­ζε­ται, ἵ­να ὁ­δη­γή­σῃς πολ­λοὺς πρὸς ἐκ­πλή­ρω­σιν τῶν αὐ­τοῦ θε­ί­ων προ­στά­ξε­ων».
  Ἔ­τσι ὁ ὅσιος Μά­ξι­μος, ὑ­πα­κού­ον­τας τή Θε­ο­τό­κο, ἄρ­χι­σε νά πε­ρι­πλα­νᾶ­ται σ’ ὅ­λη τή δύ­σβα­τη αὐ­τή πε­ρι­ο­χή, στήν ὁ­ποία οἱ συν­θῆ­κες τό χει­μῶ­να εἶ­ναι ἐ­ξαι­ρε­τι­κά δύ­σκο­λες. Τό πιό πι­θα­νόν, στίς πε­ρι­πλα­νή­σεις του, νά ἔ­μει­νε γιά ἕ­να δι­ά­στη­μα κον­τά στή θάλ­λα­σα,  στή ση­με­ρι­νή το­πο­θε­σί­α τῶν Καυ­σο­κα­λυ­βί­ων, πα­ρ’ ὅ­λο πού κα­νείς ἀ­πό τούς τέσ­σε­ρις βι­ο­γρά­φους του δέν τόν συ­σχε­τί­ζουν μ’ αὐ­τήν τήν πε­ρι­ο­χή. Στό Βί­ο ὅ­μως τοῦ ὁσίου Ἀ­κα­κί­ου τοῦ Νέ­ου τοῦ Καυ­σο­κα­λυ­βί­του (1630-1730) ἱ­δρυ­τῆ τῆς σκή­της τῆς Ἁγίας Τριά­δος Καυ­σο­κα­λυ­βί­ων,  πού γρά­φη­κε στά μέ­σα τοῦ 18ου αἰ. ἀ­πό τόν ἱ­ε­ρο­μό­να­χο Ἰ­ω­νᾶ τόν Καυ­σο­κα­λυ­βί­τη († 1765) ἀ­να­φέ­ρε­ται (ἀ­πη­χῶν­τας προ­φα­νῶς ἰ­σχυ­ρή καί ζῶ­σα τό­τε σχε­τι­κή προ­φο­ρι­κή πα­ρά­δο­ση) ὅ­τι ὁ ὅσιος Ἀ­κά­κιος κα­τοί­κη­σε στό Σπή­λαι­ο ὅ­που πρίν κα­τοι­κοῦ­σε ὁ ὅσιος Μά­ξι­μος ὁ Καυ­σο­κα­λύ­βης. Στό πέ­ρα­σμα ἀ­κρι­βῶς τοῦ ὁσίου Μα­ξί­μου ἀ­πό τόν τό­πο, κα­τά τόν ἴ­διο αὐ­τό βι­ο­γρά­φο ἀλ­λά καί στή ζῶ­σα καί σή­με­ρα πα­ρά­δο­ση τῆς σκή­της, ὀ­φεί­λε­ται ἡ ὀ­νο­μα­σί­α τοῦ τό­που ‘‘Καυ­σο­κα­λύ­βια­’’. Τό πι­θα­νό­τε­ρο εἶ­ναι ὅ­τι σ’ αὐ­τήν τήν πε­ρί­ο­δο τῆς ζω­ῆς του ὁ Ὅσιος ἄρ­χι­σε ἐ­κεί­νη τή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα ἡ ὁ­ποί­α ἰ­δι­αι­τέ­ρως φαί­νε­ται νά ἐν­τυ­πω­σί­α­σε τούς συγ­χρό­νους του καί πού τοῦ ἔ­δω­σε τή προ­σω­νυ­μί­α του ‘‘Καυ­σο­κα­λύ­βης’’, καί­γον­τας τίς κα­λύ­βες πού ὁ ἴ­διος πρίν εἶ­χε κα­τα­σκευά­σει καί με­τα­κο­μί­ζον­τας ἀλ­λοῦ, μό­λις γι­νό­ταν γνω­στή ἡ κα­τοι­κί­α του.
  Ὁ Ὅσιος συ­νέ­χι­σε τόν ‘‘πλά­νη­τα’’ αὐ­τόν ‘‘βί­ο­’’ γιά δέ­κα πε­ρί­που χρό­νια καί με­τά, ἀ­κο­λου­θῶν­τας τίς συμ­βου­λές τοῦ ὁσίου Γρη­γο­ρί­ου τοῦ Σι­να­ΐ­του, ἔ­πα­ψε νά καί­ει τίς κα­λύ­βες του καί ἔ­μει­νε στα­θε­ρά σ’ ἕ­ναν τό­πο. Στό κελ­λί ἐ­κεῖ­νο, πού βρι­σκό­ταν στήν εὐ­ρύ­τε­ρη λαυρεωτική πε­ρι­ο­χή τήν λε­γό­με­νη ‘‘τοῦ κύρ Ἠ­σα­ΐ­ου’’, ἐ­κοι­μή­θη ὁ Ὅσιος, ἀ­φοῦ εἶ­χε προ­εί­πει τό τέ­λος του σέ κά­ποι­ο μο­να­χό, καί ἐ­τά­φη σέ πέ­τρι­νο μνῆ­μα πού ὁ ἴ­διος εἶ­χε ἑ­τοι­μά­σει γιά τόν ἑ­αυ­τό του, σέ ἡ­λι­κί­α ἐ­νεν­νην­τα­πέν­τε ἐ­τῶν, στίς 13 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου, τό πιθανότερο -σύμφωνα μέ ὅλες τίς ἐνδείξεις- μεταξύ τῶν ἐτῶν 1365-70. 


Σ’ αὐ­τήν τήν τε­λευ­ταί­α του κα­τοι­κί­α ἦ­ταν πού ὁ ὅσιος Μά­ξι­μος, ὑ­πο­δέ­χθη­κε, πε­ρί τό 1350, τούς βυ­ζαν­τι­νούς συμ­βα­σι­λεῖς Ἰ­ω­άν­νη Ε΄ Πα­λαι­ο­λό­γο (1341-1391) καί Ἰ­ω­άν­νη ΣΤ΄ Καν­τα­κου­ζη­νό (1347-1352)  κα­θώς καί τόν Πα­τριά­ρχη Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως ἅγιο Κάλ­λι­στο Α΄ (1350-1354 καί 1355-1356), πε­ρί τό ἔ­τος 1363 καί πε­ρί τῶν ὁ­ποί­ων οἱ προρ­ρή­σεις του ἐ­πα­λη­θεύ­τη­καν μέ ἀ­κρί­βεια.
  Στήν θαυμαστή προσωπικότητα τοῦ ὁσίου Μαξίμου δύο κυρίως εἶναι τά στοιχεῖα πού τόν χαρακτηρίζουν ἰδιαίτερα στή χορεία τῶν ἁγιορειτῶν ὁσίων: ἡ ἡσυχαστική διάσταση τῆς ἀσκήσεώς του καί ἡ διά Χριστόν σαλότητά του. 
Κα­τά τ’ ἄλ­λα, ὁ Βί­ος τοῦ ὁσίου Μα­ξί­μου εἶ­ναι γε­μᾶ­τος ἀ­πό θαυ­μα­στές ἐ­νέρ­γει­ές του, προ­ο­ρά­σεις καί δι­ο­ρά­σεις καί  θε­ρα­πεῖ­ες ἀ­σθε­νῶν, δαι­μο­νι­σμέ­νων κ. ἄ., μέ ἀ­πο­κο­ρύ­φω­μα τό ὄν­τως ἐν­τυ­πω­σια­κό καί ὑ­περ­φυ­σι­κό πού ἀ­πο­κά­λυ­ψε ὁ δεύ­τε­ρος βι­ο­γρά­φος του ὅσιος Θε­ο­φά­νης Περιθεωρίου, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πι­κα­λού­με­νος τόν Θε­ό ὡς μάρ­τυ­ρα δι­η­γή­θη­κε ὅ­τι ‘‘ἰ­δί­οις ὄμ­μα­σιν’’ εἶ­δεἱ­πτά­με­νον τόν ὅ­σιον καί ὑ­πό­πτε­ρον καί δι­α­έ­ριον’’ νά ἔρχεται πρός αὐτόν, ἀπό τά ὑψώματα τοῦ Ἄθω καί ὑπεράνω βράχων καί ψηλῶν δένδρων.
   Ὁλοκληρώνοντας τέλος τό συνοπτικό αὐτό συναξάρι, πρέπει νά ἀναφέρουμε ὅτι σημαντική εἶναι καί ἡ διδασκαλία τοῦ ὁσίου Μαξίμου, τήν ὁποῖα ὡς «φωστὴρ φωστήρων καὶ ὁδηγὸς ἀπλανὴς πλανωμένων καὶ ἀστὴρ φαεινότατος καὶ παράκλησις τῶν μοναζόντων τοῦ Ἄθωνος, πάντων τῶν μετὰ πίστεως φοιτώντων· οὐ μόνον τῶν μοναχῶν, ἀλλὰ δὴ καὶ βασιλέων στήριγμα καὶ ὁδηγὸς πρὸς ὠφέλειαν» πρόσφερε πλουσιοπάροχα. 


Ἡ ἡσυχαστική διδασκαλία τοῦ ὁσίου Μαξίμου συνοψίζεται κυρίως στό διάλογο πού ἐκεῖνος εἶχε μέ τόν ἅλλο μεγάλο Ἀθωνίτη ἡσυχαστή ὅσιο Γρηγόριο τόν Σιναΐτη. Ὁ διάλογος αὐτός μπορεῖ νά θεωρηθεῖ σταθμός στή νηπτική γραμματεία καθώς ἀ­πο­τε­λεῖ τήν δι­α­φα­νέ­στε­ρη ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς θε­ω­ρί­ας πε­ρί νή­ψε­ως καί ἐκ­στά­σε­ως τοῦ νοῦ, καί πε­ρι­γρά­φει τήν κα­τά­στα­σή του ὅ­ταν ἐλ­λάμ­πε­ται ἀ­πό τό θεῖ­ο φῶς κα­τά τήν προ­σευ­χή. Δι­α­κρί­νει δέ μέ σα­φή­νεια καί προ­σο­χή τά ση­μεῖ­α τῆς χά­ρι­τος ἀ­π’ αὐ­τά τῆς πλά­νης. Ἕ­νας ἀ­πό τούς καρ­πούς τῆς προ­σευ­χῆς εἶ­ναι καί ὁ θεῖ­ος ἔ­ρω­τας πού γεν­νι­έ­ται στήν φλε­γό­με­νη καρ­διά τοῦ προ­σευ­χο­μέ­νου. Στά τέλη τοῦ 18ου αἰ., ἕνα σημαντικό ἀπόσπασμα τοῦ διαλόγου αὐτοῦ, λό­γῳ τῆς σπου­δαι­ό­τη­τας καί ὑψηλῆς πνευματικότητάς του, συμ­πε­ρι­λή­φθη­κε ἀ­πό τούς ἁγίους Μακάριο Κορίνθου καί Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη στή Φι­λο­κα­λί­α.
   Τό γεγονός ὅτι λίγο μετά τήν ὁσιακή κοίμηση τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη καί σέ διάστημα λίγων δεκαετιῶν (τέλη 14ου-ἀρχές 15ου αἰ.), γράφηκαν πρός τιμήν του τέσσερις Βίοι (ὑπό τῶν ἱερομονάχων Νήφωνος, Θεοφάνους Περιθεωρίου, Μακαρίου Μακρῆ καί Ἰωαννικίου Κόχιλα), οἱ ὁποῖοι σέ μεταγενέστερες ἐποχές παρουσιάστηκαν σέ ἁπλούστερη δημώδη γλώσσα μέ τή βοήθεια τεσσάρων παραφράσεων (ὑπό Διονύσιου Ρήτορος, Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἰακώβου Νεασκητιώτου καί ἑνός ἑτέρου ἀγνώστου) -ὅλα τους κείμενα ἀθωνικῆς προέλευσης- ἀποδεικνύει τήν μεγάλη ἀπήχηση πού εἶχε στόν ἁγιορειτικό κόσμο ἡ ἱερή μορφή τοῦ ὁσίου Μαξίμου. Ἐδῶ θά πρέπει νά τονιστεῖ ὅτι οἱ Βίοι τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη, ἐκτός ἀπό ὑψηλοῦ ἐπιπέδου ἁγιολογικά κείμενα, ἀποτελοῦν ταυτόχρονα καί σημαντικές πηγές τόσο γιά τά θεολογικά ζητήματα τῆς ἐποχῆς (αἵρεση Μασσαλιανῶν, Ἀκινδύνου) ὅσο γιά ἱστορικά γεγονότα, πρόσωπα καί τοπωνύμια πού ἔχουν μεγάλη σημασία γιά τήν ἱστορία πού ἀφορᾶ εἰδικότερα στόν ὑστεροβυζαντινό Ἄθω καί γενικότερα τό Βυζάντιο κατά τήν ἐξεταζόμενη περίοδο. Ὁρισμένες μάλιστα ἀπό τίς πληροφορίες πού μᾶς δίνουν οἱ Βίοι, θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ὅτι ἔχουν τόν χαρακτῆρα τῆς μοναδικότητας.
    Παράλληλα, γιά τίς λειτουργικές ἀνάγκες ὅσων ἐπιθυμοῦσαν νά προστρέξουν στίς πρεσβεῖες του καί νά ἔχουν μία ἐναργέστερη σχέση μαζί του, συντέθηκαν τρεῖς Ἀκολουθίες, Παρακλητικοί Κανόνες, Χαιρετιστήριοι Οἶκοι καί πλῆθος ἄλλων ὑμνογραφημάτων (κυρίως ἀπό τούς Νήφωνα Ἀθωνίτη, Ἱερεμία Πατητᾶ, Ἰάκωβο Νεασκητιώτη, Νήφωνα Ἰβηροσκητιώτη, Ἱλαρίωνα Ξενοφωντινό καί Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη), ἐνῶ παράλληλα, οἱ πολυάριθμες ἀπεικονίσεις του στούς ἀθωνικούς ναούς ἐπέτειναν τήν παρουσία του στίς ψυχές τῶν Ἁγιορειτῶν μοναχῶν πού ἔβλεπαν σ’ αὐτόν ἕνα ἀσφαλές πρότυπο πρός μίμηση γιά τή σωστή βίωση τῶν μοναχικῶν ἀρετῶν καί τήν ἐπίτευξη τῆς σωτηρίας τους.

                                                 Ἀπολυτίκιον
                            Ἦχ.  πλ. Α΄.  Τόν συνάναρχον Λόγον.
   Μητρικῆς ἐκ νηδύος ὅσιε Μάξιμε, ἐκλογῆς ὡς δοχεῖον ἀνατεθείς τῷ Θεῷ, τοῦ θείου γνόφου ὡς Μωσῆς κατηξίωσαι, καί τά πόῤῥῳ προορᾶν, κατά τόν μέγαν Σαμουήλ, τοῦ Ἄθω τό θεῖον θαῦμα, τῆς Θεοτόκου ὁ λάτρης ᾗ καί πρεσβεύεις ὑπέρ πάντων ἡμῶν.


 

                                                ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Μακαρίου Κυδώνη, Προσκυνητάριον τῆς Βασιλικῆς καί Σεβασμίας Μονῆς Μεγίστης Λαύρας... Ἐνετίησιν 1772, σ. 58-59. Κ. Δουκάκη, Ἴασπις τοῦ νοητοῦ Παραδείσου, ἤτοι Μεγάλη Συλλογή Βίων πάντων τῶν ἁγίων τῶν καθ’ ἅπαν τό ἔτος ἑορταζομένων. Τόμος Α΄, ἐν Ἀθήναις 1889, σ. 200-217. Κουρίλα Εὐλ. μητρ. Κορυτσᾶς, Ἱστορία τοῦ Ἀσκητισμοῦ, τ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1929, σ. 88-132. E. Kourilas- F. Halkin, ‘‘Deux Vies de saint Maxime le Kausokalybe ermite au Mont Athos (XIVe siecle)’’, Analecta Bollandiana  54 (1936), σ. 42- 109. Γριτσόπουλου Τ., ‘‘Μάξιμος ὅσιος Καυσοκαλυβίτης’’, ΘΗΕ τ. 8, Ἀθῆναι 1966, στ. 624-625. Καλλιστράτου Λαυριώτου Προηγ., Ἱστορικόν Προσκυνητάριον Ἱερᾶς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας, Ἀθήνα 19762 , σ. 105, 114.  Ὁ Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (ἐκδ. Ματθαίου Λαγγῆ), τ. Α΄, Ἀθῆναι 19756, σ. 254-277. Κοτσώνη Ἰωαννικίου ἀρχιμ., Ὁ Καυσοκαλύβης (Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης, ὁ ἅγιος τῆς νοερᾶς προσευχῆς), ἐκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός 1976. Le Synaxaire. Vies de saints de l’ Eglise Orthodoxe (Adaptations française par Macaire, moine de Simonos-Pétras) t. 2, Thessalonique 1988, σ. 386-390. (Wear) Kallistos of Diokleia, ‘‘St. Maximos of Kapsokalyvia and Fourteenth-Century Athonite Hesychasm’’, στό: Chrysostomides Julian (Hrsg.), ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ.  Essays Presented to Joan Hussey for her 80 th Birthday, Camberley, Surrey 1988, σ. 409-430. PLP 16810. Talbot A.-M., ‘‘Maximos Kausokalybites’’, στό: ODB II, New York-Oxford 1991, σ. 1322-1323. Ἅγιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης. Βίος, πολιτεία καί θαύματα ὑπό Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου. Ἱερά ἀσματική καί πανηγυρική Ἀκολουθία (Εἰσαγωγή, σχόλια, ἐπιμέλεια ὑπό Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου), Ἅγιον Ὄρος 1994. ‘‘Izichasm i agiografija: razvitie obraza Sv. Maksima Kausokalyvita v žitijnoj literature XIV v.’’ στό: Vizantiiskij Vremennik 55 (1994) σ. 155-180. Ἀργυρίου Ἀ., Μακαρίου τοῦ Μακρῆ συγγράμματα, ἐκδ. Κέντρο Βυζαντινῶν Ἐρευνῶν, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 141-165.  Α. Rigo, ‘‘Massimo il Kausokalyba e la rinascita eremetica sul Monte Athos nel XIV secolo’’, στό: Atanasio e il monachesimo al Monte Athos, Atti del XII Convegno ecumenico internazionale di spiritualita ortodossa sezione bizantina, Bose, 12-14 settembre 2004, Edizioni Qiqajon, Comunita di Bose 2005, σ. 181-216. Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου, ‘‘Οἱ Μικρασιάτες ὅσιοι Ἀθανάσιος Ἀθωνίτης, Μάξιμος Καυσοκαλύβης καί Γρηγόριος Σιναΐτης. Οἱ πνευματικές τους σχέσεις καί ἡ συμβολή τους στόν ἁγιορειτικό μοναχισμό’’, Ἅγιος Νικήτας, τ. 200 (2007), σ. 229-232, τ. 201 (2007). Τοῦ ἰδίου, «Ἱερομονάχου Ἰωαννικίου Κόχιλα, Βίος ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη (14ος αἰ.). Ἔκδοση τοῦ κειμένου ἀπό τό ἀρχαιότερο χειρόγραφο», Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, τ. 819 (2007), σ. 513-577. Τοῦ ἰδίου, Ἁγιασμένες μορφές τῶν Καυσοκαλυβίων. Ἀπό τόν ὅσιο Μάξιμο ὡς τόν γέροντα Πορφύριο, ἔκδ. Ἱ. Καλύβης Ἁγίου Ἀκακίου, σειρά ‘‘Ἐρημοπολῖτες’’ ἀρ. 9, Ἅγιον Ὄρος 2007, σ. 41-52.
Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου, Ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης. Ἁγιολογία-Ὑμνογραφία-Τέχνη, ἐκδόσεις Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2010  (μεταπτυχιακή διπλωματική ἐργασία, ὅπου συγκεφαλαιώνεται ἡ περί τοῦ ὁσίου Μαξίμου βιβλιογραφία).

      


Παρασκευή 4 Μαΐου 2012

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΣΤΗ ΘΡΑΚΗ (Ε' ΜΕΡΟΣ)

Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

Ἁγιορειτικές ὁσιακές μορφές στή Θράκη τοῦ 14ου αἰ.*
(Ε’ μέρος)


  Ἄλλος Ἁγιορείτης μαθητής τοῦ ὁσίου Γρηγορίου Σιναΐτου ὁ ὁποῖος συνέχισε καί τό ἔργο του στή Βουλγαρία ἦταν καί ὁ ὅσιος Θεοδόσιος ὁ Τυρνοβίτης (+1363). Ἀνάμεσα στίς διάφορες μονές στίς ὁποῖες κατά καιρούς ἀσκήθηκε στήν πατρίδα του (Ἁγίου Νικολάου τοῦ Ἀρτσάρ στό Βιδύνιο, ἀσκητήρια στίς περιοχές Τσερβέν καί Σλίβεν καί μονή Θεοτόμου τοῦ Ἐπικέρνους στό Σλίβεν) ἦταν καί ἡ μονή τῆς Θεοτόκου Ὁδηγητρίας στό Τύρνοβο. Στό Βίο τοῦ ὁσίου Θεοδοσίου διαβάζουμε: «Καί εὑρών τότε μονήν λίαν περίφημον, τῆς πανενδόξου παρθένου καί Θεοτόκου μητρός τοῦ Χριστοῦ, εἰς ἐκεῖνο τό μέρος ἐγκατεστάθη, τόν ὁποῖον ἀκόμη καί μέχρι σήμερον καλεῖται μέ τή συνήθη ὀνομασία Ἅγιον Ὄρος». Ἡ εἴδηση τῆς ἀφίξεως τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου στά Παρόρια, τόν ὁδήγησε -ὅπως καί ἄλλους ἐραστές τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς- στήν ἀπόφαση νά μεταβεῖ ἐκεῖ καί νά γίνει μαθητής του. Μάλιστα, ὅπως θά δοῦμε στή συνέχεια, μεσολάβησε μεταξύ τοῦ ὁσίου Γρηγορίου καί τοῦ τσάρου Ἰωάννου Ἀλεξάνδρου ὥστε ὁ δεύτερος νά ἐκδηλώσει τό προστατευτικό του ἐνδιαφέρον γιά τή μονή τῶν Παρορίων. Ἐκτιμῶντας μάλιστα ὁ ὅσιος Γρηγόριος τήν πνευματική του πρόοδο, ἐπέτρεψε στό Θεοδόσιο νά ἀσκηθεῖ κατά μόνας σέ κελλί μακρυά ἀπό τή μονή.
   Μέ τήν παρουσία τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου στά Παρόρια, ὅταν αὐτός ἀποσύρθηκε στήν περιοχή γιά νά ἀφιερωθεῖ ἀπερίσπαστος στήν ἡσυχαστική ζωή, ὁ ἡσυχαστικός αὐτός τόπος ἔλαβε πανορθόδοξο χαρακτήρα, καθώς συνέρεαν πρός τόν Ὅσιο πλήθη μοναχῶν ἀπό τή Θράκη, τήν Κωνσταντινούπολη, τήν εὐρύτερη γεωγραφική περιοχή τῆς Μακεδονίας, τή Βουλγαρία καί τή Σερβία, ὥστε νά θεωρεῖται ὡς «Ὄρος ἄλλον Ἅγιον» κατά τόν βιογράφο τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη ὅσιο Θεοφάνη Περιθεωρίου. Στό ὄρος ‘‘Κατακεκρυωμένον’’ τῶν Παρορίων, μεταξύ τῶν ἐτῶν 1335-1341, ἵδρυσε ὁ ὅσιος Γρηγόριος τήν πρώτη μονή, ἐνῶ τίς ἄλλες τρεῖς κοντά στό σπήλαιο τῶν ‘‘Μεσομιλίων’’ καί στήν τοποθεσία ‘‘Παίζουβαν’’. Στά Παρόρια πέρασε ὁ Ὅσιος τήν τελευταία περίοδο τῆς ζωῆς του μέ ἄκρα προσευχή καί νηστεία, ὥσπου ἐκοιμήθη στίς 27 Νοεμβρίου πιθανότατα τοῦ ἔτους 1346. Ἀπό τό Βίο τοῦ ὁσίου Θεοδοσίου Τυρνοβίτου, μαθητή τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου πληροφορούμαστε ὅτι πρίν μεταβεῖ στό ὄρος Ἔμμονα ἐπισκέφτηκε τά Παρόρια καί προσκύνησε τόν τάφο τοῦ διδασκάλου του γιά τελευταία φορά.
  Ἡ σπουδαιότητα τῆς προσωπικότητας τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, ἡ ἐπίδραση πού ἄσκησε ἡ βιοτή, ἡ διδασκαλία, τό ἔργο του τόσο στό Ἅγιον Ὄρος ὅσο καί ἐκτός αὐτοῦ καθώς καί ἡ ἀποφασιστική συμβολή του στή διάδοση τοῦ Ἡσυχασμοῦ καί γενικότερα στήν ἐκκλησιαστική ζωή τῶν λαῶν τῆς χερσονήσου τοῦ Αἴμου, ἔχουν νομίζω ἀρκούντως διερευνηθεῖ. Ὁ σλαβικός κόσμος γοητευμένος ἀπό τήν πνευματική μορφή τοῦ ὁσίου Γρηγορίου καί τῶν μαθητῶν του, ἐνστερνίζεται τήν ἡσυχαστική ζωή καί προσπαθεῖ νά τήν ἀφομοιώσει. Τά Βαλκάνια, μέ κέντρο τό Θρακικό μοναστικό κέντρο τῶν Παρορίων, μεταβάλλονται σέ ἕνα ἀπέραντο χριστιανικό πεδίο δράσης. Ὁ ρόλος τῶν συνόρων ὡς διαχωριστικῶν ὁρίων μεταξύ τῶν λαῶν ἀποδυναμώνεται. Ἡ ἐποχή τοῦ ὁσίου Γρηγορίου εἶναι μία ἔνδοξη ἐποχή ἰσχυρῶν πνευματικῶν δεσμῶν τοῦ σλαβικοῦ μέ τόν ἑλληνικό κόσμο.
  Τό μοναστικό κέντρο τῶν Παρορίων, μέ τή δράση τοῦ ὁσίου Γρηγορίου κατέστη ἐπιπλέον ἕνα ἀπό τά ἀξιολογότερα κέντρα τῆς βυζαντινῆς καί βουλγαρικῆς ἡσυχαστικῆς γραμματείας. Ἡ δημιουργία τοῦ κέντρου αὐτοῦ ἐκκλησιαστικῆς καί κατ’ ἐπέκταση πολιτιστικῆς συνεργασίας ἀνάμεσα στούς λαούς τῆς χερσονήσου τοῦ Αἴμου, συνέβαλλε στήν πνευματική πρόοδο τῶν χωρῶν τῆς περιοχῆς, καθιστώντας τες ἄμεσους κοινωνούς τοῦ βυζαντινοῦ τρόπου διανοήσεως. 
   Παρ’ ὅλα αὐτά ὅμως, ὁ ὅσιος Γρηγόριος ἦταν ὁ κατ’ ἐξοχήν διδάσκαλος καί εἰσηγητής τῆς ἡσυχίας. Καί μέσα ἀπό τήν ἡσυχαστική αὐτή διάσταση ἐξυφαίνεται ἡ πνευματική σχέση του μέ τόν ἕτερο μεγάλο Ἁγιορείτη ἡσυχαστή τῆς ἐποχῆς του, τόν ὅσιο Μάξιμο τόν Καυσοκαλύβη.
   Ἡ γνω­ρι­μί­α τῶν δύ­ο Ὁσίων στό Ἅγιον Ὄρος καθώς καί ὁ με­τα­ξύ τους διάλογος περί προσευχῆς (εἰκ. 6), τό πι­θα­νό­τε­ρο εἶναι νά συ­νέ­βη πρίν τό 1325, ἔ­τος ἀ­να­χωρήσεως τοῦ ὁσίου Γρη­γο­ρί­ου γιά τά Πα­ρό­ρια, κα­τά τήν πρόρ­ρη­ση τοῦ ὁσίου Μα­ξί­μου.
   Ὁ δι­ά­λο­γος αὐ­τός (πού καταλαμβάνει μεγάλο μέρος στό Βίο τοῦ ὁσίου Μαξίμου) μπορεῖ νά θεωρηθεῖ σταθμός στή νηπτική γραμματεία, καθώς ἀ­πο­τε­λεῖ τήν δι­α­φα­νέ­στε­ρη ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς θε­ω­ρί­ας πε­ρί νή­ψε­ως καί ἐκ­στά­σε­ως τοῦ νοῦ, καί πε­ρι­γρά­φει τήν κα­τά­στα­σή του ὅ­ταν ἐλ­λάμ­πε­ται ἀ­πό τό θεῖ­ο φῶς κα­τά τήν προ­σευ­χή. Δι­α­κρί­νει δέ μέ σα­φή­νεια καί προ­σο­χή τά ση­μεῖ­α τῆς χά­ρι­τος ἀ­π’ αὐ­τά τῆς πλά­νης. Ἕ­νας ἀ­πό τούς καρ­πούς τῆς προ­σευ­χῆς εἶ­ναι καί ὁ θεῖ­ος ἔ­ρω­τας πού γεν­νι­έ­ται στήν φλε­γό­με­νη καρ­διά τοῦ προ­σευ­χο­μέ­νου. Στά τέλη τοῦ 18ου αἰ., ἕνα σημαντικό ἀπόσπασμα τοῦ διαλόγου αὐτοῦ, λό­γῳ τῆς σπου­δαι­ό­τη­τάς του, συμ­πε­ρι­λή­φθη­κε στή γνωστή Φιλοκαλία.
   Οἱ βυζαντινοί Βίοι τόσο τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη ὅσο καί τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου ἀποτελοῦν σημαντικές ἱστορικές πηγές, ἀνάμεσα σέ ἄλλα, γιά τό μοναστικό κέντρο τῶν Παρορίων καί τή ἐκεῖ δράση τοῦ ὁσίου Γρηγορίου καί τῶν μαθητῶν του.
  Στόν Βίο Β΄ τοῦ ὁσίου Μαξίμου, ὁ βιογράφος του ὅσιος Θεοφάνης Περιθεωρίου ἀναφέρεται ἀρκετές φορές τόσο στή πρόρρηση τοῦ ὁσίου Μαξίμου περί τῆς ἀναχωρήσεως τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος γιά τά Παρόρια ὅσο καί γιά τήν ἐκεῖ δράση του. Στά Παρόρια ἀναφέρεται καί ὁ τρίτος βιογράφος τοῦ ὁσίου Μαξίμου ὅσιος Μακάριος Μακρῆς καθώς καί ὁ ὅσιος Ἰωαννίκιος Κόχιλας. Εἰδικότερα, ὁ τελευταῖος αὐτός βιογράφος τοῦ ὁσίου Μαξίμου στόν ὑπ’ αὐτοῦ γραφέντα Βίο μᾶς πληροφορεῖ γιά τήν ἀλληλογραφία τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου μέ διάφορους ἡγεμόνες τῆς ἐποχῆς κατά τήν παραμονή του στά Παρόρια: «Καί τούς βασιλεῖς τῆς γῆς, Ἀνδρόνικον λέγω καί τόν Ἀλέξανδρον, Στέπανον καί Ἀλέξανδρον, ἐπιθυμητάς αὐτοῦ πεποίηκεν δι’ ἐπιστολῶν διδακτικῶν θαυμασίων». Ὑπό τά ἀνωτέρω ὀνόματα πρέπει νά ἐννοήσουμε τόν Βυζαντινό αὐτοκράτορα Ἀνδρόνικο Γ΄ (1328-1341), τόν βούλγαρο τσάρο Ἰωάννη Ἀλέξανδρο (1331-1371), τόν Σέρβο τσάρο Στέφανο Ντουσάν (1331-1355) καί ἴσως τόν Ἀλέξανδρο τόν Α΄ Basarab (1338-1364), ἡγεμόνα τῆς Βλαχίας γυναικάδελφο τοῦ Ἰωάννου Ἀλεξάνδρου τῆς Βουλγαρίας. Εἰδικότερα γιά τόν βούλγαρο τσάρο Ἰωάννη Ἀλέξανδρο καί γιά ὅ,τι κυρίως τόν ἀφορᾶ στήν παρούσα εἰσήγηση, θά πρέπει νά ἀναφέρουμε ὅτι στά πλαίσια τῆς γενικότερης δραστηριότητάς του γιά τήν ἵδρυση νέων μονῶν ἤ ἀνακαίνιση καί διακόσμηση παλαιοτέρων, ἔδειξε ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιά τόν ὅσιο Γρηγόριο τό Σιναΐτη καί τούς μοναχούς τοῦ μοναστικοῦ κέντρου τῶν Παρορίων, κάτι γιά τό ὁποῖο ἐγκωμιάζεται ἀπό τόν ἅγιο Κάλλιστο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, πού συναγωνίζεται γι’ αὐτό καί τούς πιό δεινούς βούλγαρους ἐγκωμιαστές τοῦ τσάρου. Εἰδικότερα, ὁ τσάρος ἔσπευσε νά ἱκανοποιήσει τό αἴτημα τοῦ ὁσίου Γρηγορίου –πού διατυπώθηκε μέ τή μεσολάβηση τοῦ ὁσίου Θεοδοσίου- γιά προστασία ἀπό τούς ληστές τῆς περιοχῆς τῶν Παρορίων. Γιά τό σκοπό αὐτό ἀνήγειρε ὑψηλό ὀχυρό πύργο καί ἐπιπλέον, ναό, κελλιά γιά τούς μοναχούς καί στάβλους γιά τά ζῶα, ἐνῶ δώρησε στούς μοναχούς κτήματα, μία λίμνη πού εἶχε μεγάλα ἰχθυοτροφεῖα, ζῶα κ.ἄ. Κατά τόν Γρηγόριο τό Νέο, βιογράφο τοῦ ὁσίου Ρωμύλου τοῦ ἐκ Βιδυνίου, ὁ τσάρος αὐτός δημιούργησε συνθῆκες γαλήνης στά Παρόρια. Στό μοναχικό αὐτό κέντρο σύντομα -ἰδίως μετά τήν ἰδιαίτερη προστασία πού ἐξασφάλισε γιά τούς ἐκεῖ μοναχούς ὁ βούλγαρος τσάρος Ἰωάννης-Ἀλέξανδρος- συγκροτήθηκε μία ἀκμαία πνευματικά πολυεθνική μοναστική κοινότητα, στήν ὁποία καλλιεργοῦνταν ἡ ἡσυχαστική ζωή ἀλλά καί τά γράμματα μέ ἰδιαίτερη ἔμφαση στή μελέτη, συγγραφή, ἀντιγραφή χειρογράφων καθώς καί μετάφραση διαφόρων συγγραμμάτων. Τό κέντρο αὐτό πού χρησίμευσε ὡς συνδετικός κρίκος ἀνάμεσα στόν ἑλληνικό καί σλαβικό πνευματικό κόσμο καί ὡς ἕνα ἀπό τά ἀξιολογότερα κέντρα τῆς βυζαντινῆς καί βουλγαρικῆς ἡσυχαστικῆς γραμματείας, λειτούργησε μέχρι τό 1355-1360 ὁπότε καί ἐγκαταλείφθηκε λόγῳ τῶν συχνῶν ληστρικῶν ἐπιδρομῶν τῶν Τούρκων.  (συνεχίζεται......)

______________________________________________________________________
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: 
 Ὁ διάλογος μεταξύ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη καί ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου. Τοιχογραφία τοῦ 1820 στή Λιτή τοῦ Κυριακοῦ τῆς σκήτης Καυσοκαλυβίων. Ἔργο Μητροφάνους μοναχοῦ τοῦ ἐκ Βιζύης τῆς Θράκης

* Ὁλόκληρη ἡ μελέτη τοῦ μοναχοῦ Παταπίου Καυσοκαλυβίτου:  «Ἁγιορειτικές ὁσιακές μορφές στή Θράκη τοῦ 14ου αἰ.», δημοσιεύθηκε στά Πρακτικά τοῦ 4ου Διεθνοῦς Συμποσίου Θρακικῶν Σπουδῶν: Βυζαντινή Θράκη. Μαρτυρίες καί Κατάλοιπα. Κομοτηνή, 18-22 Ἀπριλίου 2007, στό: Byzantinsche Farschulngen 300 XXX (2011), σσ. 277-326, πίνακες 801-807.

Ἁγιορειτικές ὁσιακές μορφές στή Θράκη τοῦ 14ου αἰ.  ( Γ΄ μέρος)
Ἁγιορειτικές ὁσιακές μορφές στή Θράκη τοῦ 14ου αἰ.  ( Δ΄ μέρος)

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΣΤΗ ΘΡΑΚΗ (Γ' ΜΕΡΟΣ)


Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

Ἁγιορειτικές ὁσιακές μορφές στή Θράκη τοῦ 14ου αἰ.
   ( Γ΄ μέρος)
 
Ἄς ἐπιστρέψουμε ὅμως πάλι στόν ὅσιο Μάξιμο τόν Καυσοκαλύβη.
   Ἀ­πό τό Πα­πί­κιο ὁ ὅσιος Μάξιμος κα­τευ­θύν­θη­κε πρός τήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη γιά προ­σκύ­νη­μα. Ἐκεῖ ὁ Ὅ­σιος δέν πα­ρέ­λει­ψε νά συ­να­να­στρέ­φε­ται τόν γνώριμό του ἀπό τό ὄρος Γάνος, Πα­τριά­ρχη ἅγιο Ἀ­θα­νά­σιο τόν Α΄, τόν ὁ­ποῖ­ο καί ὀ­νό­μα­ζε ‘‘νέ­ο Χρυ­σό­στο­μο­’’. Ἁ­γι­ο­ρεί­της ὁ ἴ­διος κα­θώς ἦ­ταν καί φι­λο­μό­να­χος, πρό­τει­νε ἐ­πα­νει­λημ­μέ­να στό ὅσιο Μάξιμο νά ἐγ­κα­τα­βι­ώ­σει σ’ ἕ­να ἀ­πό τά μο­να­στή­ρια πού ἐ­κεῖ­νος εἶ­χε ἱ­δρύ­σει στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη.
   Ἀ­πό τή Βα­σι­λεύ­ου­σα ὁ ὅσιος Μάξιμος πορεύθηκε περί τό 1310 πρός στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος, πού ἔ­μελ­λε νά εἶ­ναι τό ἐν­δι­αί­τη­μά του γιά τό ὑ­πό­λοι­πο τῆς ζω­ῆς του. Ἐκοιμήθη ὁσιακά σέ ἡ­λι­κί­α ἐ­νεν­νην­τα­πέν­τε ἐ­τῶν, στίς 13 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου, τό πιθανότερο -σύμφωνα μέ ὅλες τίς ἐνδείξεις- μεταξύ τῶν ἐτῶν 1365-70.
  Ὁ Βίος τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη πού ἔτυχε ὁμολογουμένως τῆς μεγαλύτερης ἀναγνωσιμότητας, εἶναι αὐτός πού συντάχθηκε ἀπό τόν ὅσιο Θεοφάνη Περιθεωρίου (Βίος Β΄).
  Ὁ ὅσιος Θεοφάνης διετέλεσε ἱερομόναχος καί προϊστάμενος (προηγούμενος) τῆς μονῆς Βατοπαιδίου. Ἀργότερα, καί κατά πρόρρηση τοῦ ὁσίου Μαξίμου χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Μωραχριδῶν. Σύμφωνα μέ ὁρισμένους ἐρευνητές ἔγινε Μητροπολίτης τῆς θρακικῆς πόλεως Περιθεωρίου περί τό 1350 καί παραιτήθηκε τό 1353. Ἡ παρουσία τῆς μονῆς Βατοπαιδίου στήν πόλη τοῦ Περιθεωρίου (Ἀναστασιουπόλεως) ἀρχίζει , ὅπως προκύπτει ἀπό τά ἀρχεῖα τῆς μονῆς, πρίν ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 14ου αἰ. Δέν πρέπει λοιπόν νά εἶναι τυχαῖο τό γεγονός ὅτι ὁ Θεοφάνης προχειρίστηκε σέ μητροπολίτη Περιθεωρίου, βυζαντινή πόλη πού βρισκόταν στό μυχό τῆς λίμνης Βιστωνίδος, στήν ὁποία ἡ μονή Βατοπαιδίου τήν ἴδια χρονική περίοδο διατηροῦσε (καί διατηρεῖ ἀκόμη καί σήμερα) μετόχι. Ὡς ἅγιος κατατάχθηκε στό ἁγιολόγιο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τόν Ἀπρίλιο τοῦ ἔτους 2000, μέ Συνοδική Πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
  Ὡς ἁγιολόγος ὁ ἅγιος Θεοφάνης βασίζεται ἐν μέρει  στό Βίο πού συνέταξε ὁ μαθητής τοῦ ὁσίου Μαξίμου, ὅσιος Νήφων ὁ Ἀθωνίτης δίνει ὅμως περισσότερο χῶρο στά βιογραφικά γεγονότα τοῦ ὁσίου Μαξίμου, γιά τά ὁποῖα μᾶς ἐφοδιάζει μέ περισσότερες πληροφορίες· πληροφορίες οἱ ὁποῖες ἀρκετές φορές ἀπουσιάζουν ἀπό τόν ἀρχαιότερο Βίο, ὅπως γιά παράδειγμα, ὁ διάλογος τοῦ Ὁσίου μέ τόν ὅσιο Γρηγόριο Σιναΐτη καί ἡ διδασκαλία τοῦ Ὁσίου. Ὁ ἅγιος Θεοφάνης ἐπαναλαμβάνει ὅλα τά θαύματα τοῦ ὁσίου Μαξίμου πού ἀναφέρει ὁ ὅσιος Νήφων, ἐπισυνάπτοντας δύο ἐπιπλέον.
   Ὁ ἅγιος Θεοφάνης, τονίζει μέ ἔμφαση μιά ἄλλη διάσταση τῆς προσωπικότητας τοῦ ὁσίου Μαξίμου· τήν διά Χριστόν σαλότητά του. Γι’ αὐτόν, ἡ πορεία τοῦ Ὁσίου πρός τήν ἁγιότητα συνίσταται στήν καλλιέργεια τῆς σαλότητας, συνοδευόμενη ἀπό τήν ταπείνωση καί τήν ἄρνηση τῆς μάταιης δόξας. Στόν ὑπό τοῦ ἁγίου Θεοφάνους Βίο, αὐτή ἡ ἰδιόμορφη ἄσκηση διαποτίζει τίς περισσότερες ἀπό τίς πτυχές τῆς ζωῆς τοῦ ὁσίου Μαξίμου, ἀπό τά νεανικά χρόνια στήν πατρίδα του, τή διαμονή του στήν Κωνσταντινούπολη καί τήν κοινοβιακή του ζωή στή Μεγίστη Λαύρα ὥς τήν κακή γνώμη τοῦ ἡλικιωμένου μοναχοῦ ὅτι ὁ Ὅσιος πλανήθηκε, ὅταν ἐκεῖνος τοῦ ἐξιστόρησε τίς θεῖες του ἐμπειρίες στήν κορυφή τοῦ Ἄθω. Ἄλλωστε γιά ὅλ’ αὐτά «καὶ ἀπλανὴς ὤν πεπλανημένος ἐλέγετο, καὶ σὺν αὐτῷ καὶ Καψοκαλύβης λέγεσθαι προσετέθη αὐτῷ παρὰ τοῖς γεώφροσιν, μὴ ὁρῶντες τὴν ἐν αὐτῷ θείαν χάριν τοῦ πνεύματος τὴν φωταυγῆ, τὴν σκέπουσαν ὡς σκηνὴν αὐτῷ θείαν οὐράνιον καὶ γλυκαίνουσαν, καὶ τὴν δροσίζουσαν αὐτὸν ἐλπίδαν καὶ προσευχὴν τὴν ἀένναον πάντοτε». Ἀκόμη καί ὁ ἄκρος ἀναχωρητισμός τοῦ Ὁσίου στίς ἀπρόσιτες ‘‘ἐρήμους’’ τοῦ Ἄθω, καθώς καί ἡ ἀπουσία μόνιμης κατοικίας, θεωροῦνται ἀπό τό Θεοφάνη ὡς μία ἀκόμη ὄψη τῆς διά Χριστόν σαλότητάς του. Τόν σαλό ἄλλωστε δέν ἔπαψε νά παριστάνει οὔτε καί κατά τή συνάντησή του μέ τόν ὅσιο Γρηγόριο τό Σιναΐτη (στήν ἀρχή τουλάχιστον τοῦ περίφημου διαλόγου τους). Θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ὁλόκληρη ἡ διήγηση τοῦ  Θεοφάνη (μέ τή σαφή ἄλλωστε παραπομπή του στόν ἅγιο Ἀνδρέα τόν διά Χριστόν σαλό) μᾶς παρουσιάζει τόν ὅσιο Μάξιμο ὡς νέο παράδειγμα τοῦ ‘‘διά Χριστόν σαλοῦ’’ τύπου ἁγιότητας, ἄγνωστο ἐν πολλοῖς στόν Ἄθω τοῦ 14ου αἰ., ἐάν βέβαια ἐξαιρέσουμε τόν ὅσιο Σάββα τό Νέο, στόν ὁποῖο θά ἀναφερθοῦμε παρακάτω.
  Ἕνα ἐπιπλέον στοιχεῖο ἀπό τή ζωή τοῦ ὁσίου Μαξίμου πού τονίζεται ἰδιαίτερα συχνά καί μέ ἔμφαση ἀπό τόν ἅγιο Θεοφάνη (καί σέ ἀντίθεση μέ τήν ἀπουσία του στό Βίο πού συνέθεσε ὁ ὅσιος Νήφων), εἶναι τόσο ἡ ξεχωριστή τιμή πού προσέδιδε ὁ Ὅσιος στό ἱερό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου ὅσο καί ἡ προστασία καί οἱ θεῖες ἐμπειρίες πού ἐκείνη τοῦ ἀντιδώρησε. Καθοριστικοί σταθμοί τῆς σωτήριας ὁδοιπορίας τοῦ Ὁσίου ἀποδίδονται στό Βίο στή θαυμαστή ἐπέμβαση τῆς Θεομήτορος: ἡ παραμονή τοῦ Ὁσίου γιά μεγάλο διάστημα σέ θεομητορικούς ναούς τῆς πατρίδας του, τῆς Ὁδηγήτριας καί τῶν Βλαχερνῶνστήν Κωνσταντινούπολη, ἡ διακονία του στό ναό τοῦ  Εὐαγγελισμοῦ (καθολικό) στή Λαύρα, ἡ θαυμαστή ἐμφάνισή της στήν κορυφή τοῦ Ἄθω, τό δῶρο τῆς νοερᾶς προσευχῆς στόν Ὅσιο ἀπό αὐτήν.
   Ἐξίσου ὅμως σημαντικό στοχεῖο πού χρωματίζει ἰδιαίτερα τό πορτρέτο τοῦ ὁσίου Μαξίμου, ὅπως αὐτό φιλοτεχνήθηκε ἀπό τόν Θεοφάνη, εἶναι ἡ ἡσυχαστική διάσταση τοῦ Ὁσίου, ὅπως αὐτή ἐκδιπλώνεται μέσα κυρίως ἀπό τόν διάλογο τοῦ Ὁσίου μέ τόν ὅσιο Γρηγόριο τό Σιναΐτη, στό ἐρημικό Κελλί τοῦ δεύτερου.
  Τέλος, θά πρέπει νά ὑπογραμμίσουμε τίς ἐκτενεῖς διδαχές τοῦ Ὁσίου, τόσο σέ μοναχούς ὅσο καί σέ λαϊκούς, πού προβάλλονται μέσα ἀπό τό ἁγιολογικό αὐτό κείμενο τοῦ ἁγίου Θεοφάνη· κάτι πού δέν βρίσκει τό ἀντίστοιχό του στό Βίο πού συνέταξε ὁ μαθητής τοῦ Ὁσίου, ὅσιος Νήφων, ἐνῶ παρουσιάζεται σέ ἐκτενέστερη μορφή στό Βίο πού συνέταξε ὁ ἱερομόναχος Ἰωαννίκιος Κόχιλας.
  Τό σημαντικό αὐτό ἁγιολογικό ἔργο τοῦ ἁγίου Θεοφάνους γνώρισε τρεῖς μεταφράσεις (παραφράσεις) στήν ἁπλούστερη ἑλληνική: α) τήν ὑπό Διονυσίου ἱερομονάχου (τήν ἐκδώσαμε πολύ πρόσφατα ἐμεῖς, Ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης. Ἁγιολογία-Ὑμνογραφία-Τέχνη. Συμβολή στή μελέτη τοῦ ἁγιορειτικοῦ μοναχισμοῦ κατά τόν 14ο αἰ., Θεσσαλονίκη 2010), ἡ ὁποία εἶχε πολύ μεγάλη ἀπήχηση στόν ἁγιορειτικό κόσμο β) τήν ὑπό τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου (Νέον Ἐκλόγιον, Βενετία 1803) καί γ) τήν ὑπό τοῦ μοναχοῦ Ἰακώβου Νεασκητιώτου (παραμένει ἀνέκδοτη).
   Ὁλοκληρώνοντας αὐτή μας τήν ἀναφορά στήν διαπρεπή αὐτή προσωπικότητα τοῦ Ἁγιορειτικοῦ μοναχισμοῦ, θά πρέπει νά ἀναφέρουμε ὅτι ἀνάμεσα στίς ὑψηλές ἐπισκέψεις πού δέχθηκε ὁ  ὅσιος Μάξιμος στήν ἀσκητική του καλύβη, εἶναι μετά τῶν αὐτοκρατόρων Ἰ­ω­άν­νη Ε΄ Πα­λαι­ο­λό­γου (1341-1391) καί Ἰ­ω­άν­νη ΣΤ΄ Καν­τα­κου­ζη­νοῦ (1347-1352) αθώς καί τοῦ Πα­τριά­ρχη Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως ἁγίου Καλ­λίστου Α΄ (1350-1354 καί 1355-1356), καί ἡ ἐπίσκεψη ἑνός ἐπίσημου προσώπου ἀπό τή Θράκη· τοῦ ἀρχιερέως Τραϊανουπόλεως, Ρωμαϊκῆς κτήσεως τοῦ  αὐτοκράτορος Τραϊανοῦ, παρά τόν ποταμό Ἔβρο.
   Ἄν καί στό Βίο δέν ἀναφέρεται τό ὄνομά του, ὁ ἀρχιερέας πού ἐπισκέφθηκε τόν ὅσιο Μάξιμο θά πρέπει νά ταυτιστεῖ μέ τόν Τραϊανουπόλεως Γερμανό, πού ὑπέγραψε στόν ‘‘Συνοδικό τρίτο Τόμο κατά Βαρλαάμ καί Ἀκινδύνου’’ τό 1351. Ἀπό τόν Βίο τοῦ ὁσίου Μαξίμου δέν προκύπτει πότε αὐτός δέχθηκε τήν ἀρχιερατική ἐπίσκεψη. Σέ σιγγίλιο ὅμως τοῦ πατριάρχου ἁγίου Καλλίστου Α΄, τοῦ ἔτους 1358 ὑπέρ τῆς μονῆς Ἰβήρων, τό ὁποῖο ἐκδόθηκε γιά τό ζήτημα τῶν Γεωργιανῶν μοναχῶν, ἀναφέρεται ὅτι ὁ Γερμανός ὄχι μόνο παρέστη στή Σύναξη τοῦ Πρωτάτου ἀλλά καί ὑπέγραψε τήν Πράξη, μαζί μέ τούς ἐπισκόπους Ἱερισσοῦ καί Αἴνου. Μποροῦμε λοιπόν νά χρονολογήσουμε τήν ἐπίσκεψή του αὐτή στόν ὅσιο Μάξιμο, τήν περίοδο 1351-1358. Ὁ Γερμανός, ἐπειδή ἀπό τό 1347 εἶχε ἀναχωρήσει ἀπό τήν ἔδρα του λόγω τῶν ‘‘βαρβαρικῶν ἐπιδρομῶν’’, ἔλαβε ἀπό τόν πατριάρχη Ἰσίδωρο, τήν ἄδεια νά ἔχει ὡς ἔδρα τήν Μοσυνόπολη. Ὁ Γερμανός ἦταν ὁ τελευταῖος ἱεράρχης Τραϊανουπόλεως, πρίν τήν κατάληψή της ἀπό τούς Τούρκους καί τήν ὁλοκληρωτική ἐρήμωσή της. Σύμφωνα μέ ἀναφορά σέ Πράξη τοῦ 1353 τοῦ ἁγίου Καλλίστου Α΄ πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Γερμανός γεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη. Τό 1365 ὁ πατριάρχης ἅγιος Φιλόθεος Κόκκινος μετέθεσε αὐτόν στήν ἐπισκοπή Λακεδαίμονος, στό Δεσποτᾶτο τοῦ Μωρέως. (συνεχίζεται...........)

______________________________________________________________________
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ:
Ὁ ἅγιος Θεοφάνης Περιθεωρίου (πάνω δεξιά), αὐτόπτης θαυμαστῆς ἐμφάνισης τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη. Τοιχογραφία τοῦ 1820 στή Λιτή τοῦ Κυριακοῦ τῆς σκήτης Καυσοκαλυβίων. Ἔργο Μητροφάνους μοναχοῦ τοῦ ἐκ Βιζύης τῆς Θράκης.
 
 Ἁγιορειτικές ὁσιακές μορφές στή Θράκη τοῦ 14ου αἰ.  ( Α΄ μέρος)
 Ἁγιορειτικές ὁσιακές μορφές στή Θράκη τοῦ 14ου αἰ.  ( Β΄ μέρος)