Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2015

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΩΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ

Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

            Ὁ ὅσιος Πα­ΐ­σιος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της ὡς Καυσοκαλυβίτης


    Γιά τόν σύγ­χρο­νό μας ὅσιο Πα­ῒ­σιο τόν Ἁ­γι­ο­ρεί­τη (1924-1994), ἔ­χουν γρα­φεῖ πολλά καί θαυ­μα­στά, ὥ­στε ἐ­μεῖς θά πε­ρι­ο­ρι­στοῦμε μόνο στά πα­ρα­κάτω, πού ἀ­φο­ροῦν τή σύν­τομη καυ­σο­κα­λυ­βί­τικη πε­ρί­οδό του, ἡ ὁποία στάθηκε ἡ ἀπαρχή τῆς καρποφόρας μοναχικῆς του ζωῆς στό Ἅγιον Ὄρος.                 

     Δέν εἶναι ἀρκούντως γνωστό ὅτι ὁ ὅσιος Παΐσιος, πού ἀ­νέ­παυσε χι­λι­ά­δες ψυ­χές στήν αὐλή τοῦ τα­πει­νοῦ κελ­λιοῦ του στίς Κα­ρυές, ξε­κί­νησε τή μο­να­χική του ζωή στή Σκήτη Ἁγίας Τριάδος τῶν Καυσοκαλυβίων. Σύμ­φωνα μέ μαρ­τυ­ρίες ἐ­πι­ζών­των πα­τέ­ρων πού τόν γνώ­ρι­σαν ἐ­κείνη τήν ἐ­ποχή, ὁ ὅσιος Πα­ΐ­σιος -λα­ϊ­κός τότε, Ἀρ­σέ­νιος ὀ­νό­ματι- ἦλθε στά Καυ­σο­κα­λύ­βια, τό πιθανότερο, τό κα­λο­καίρι τοῦ 1953 καί ἔ­μεινε λί­γους μῆ­νες ὡς δό­κι­μος στήν Κα­λύβη τῆς Ὑ­πα­παν­τῆς τοῦ Σω­τῆ­ρος, ὑ­πο­τασ­σό­με­νος στό γέ­ροντα Κο­σμᾶ πού εἶχε ὑ­πο­τα­κτικό τόν μο­ναχό Δη­μή­τριο. Οἱ πα­τέ­ρες τῆς Σκή­της μά­λι­στα τόν θυ­μοῦν­ται νά σκα­λί­ζει μέ ἐ­πι­μέ­λεια τό μι­κρό πε­ρι­βόλι τῆς Κα­λύ­βης. Τε­λικά ὅ­μως ὁ Ἀρ­σέ­νιος ἀ­να­χώ­ρησε ἀπό τή Σκήτη.

   Ὅ­πως ὁ ἴδιος ἐμ­πι­στεύ­τηκε στόν ἀρ­χά­ριο τότε μο­ναχό Παῦλο, σημερινό Γέροντα τῆς γει­το­νι­κῆς Κα­λύ­βης τῆς Ἁ­γίας Ἄν­νης, ἀλλά καί ἀργότερα, στίς μοναχές τοῦ ἡσυχαστηρίου τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου Σουρωτῆς, στό ὁποῖο, ὅπως εἶναι γνωστό, ἀναπαύεται τό ἱερό του σκήνωμά, αἰτία γιά τήν ἀναχώρησή του αὐτή ἀπό τά Καυσοκαλύβια ἦταν τό γεγονός ὅτι οἱ Γε­ρον­τᾶ­δες ἦ­ταν "ζη­λω­τές" καί μά­λι­στα ἀπό δι­α­φο­ρε­τι­κές με­ταξύ τους πα­ρα­τά­ξεις καί ὡς ἐκ τού­του δέν ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν τό Κυ­ρι­ακό. Κι αὐτό ἦ­ταν κάτι πού πολύ τόν στε­νο­χω­ροῦσε.
  Δι­η­γεῖ­ται ὁ ὅσιος Πα­ΐ­σιος:
  «Κά­ποτε, ἕ­νας μο­να­χός ἀπό τή Σκήτη τῶν Καυ­σο­κα­λυ­βίων εἶχε πο­λε­μη­θεῖ ἀπό τόν πο­νηρό, ἀπό τά δε­ξιά, μέ τόν λο­γι­σμό ὅτι δέν κά­νει τί­ποτε, ἐνῶ στόν κό­σμο θά ἔ­κανε κα­λω­σύ­νες στούς συ­ναν­θρώ­πους του κ.λ.π. Τοῦ ἔ­φερνε δέ καί λο­γι­σμούς ὅτι ἡ μο­να­χική πο­λι­τεία εἶ­ναι κάτι τό δευ­τε­ρεῦον κ.ἄ.
  Βλέ­πον­τας τήν πο­νη­ρία τοῦ μι­σό­κα­λου ὁ κα­λός Θεός καί τόν με­γάλο κίν­δυνο πού δι­έ­τρεχε ὁ ἀ­δελ­φός, οἰ­κο­νό­μησε νά δεῖ μιά θαυ­μα­στή ὀ­πτα­σία ἐν ἐ­γρη­γόρ­σει.
  Εἶδε λοι­πόν τόν ἑ­αυτό του πε­θα­μένο καί τούς δαί­μο­νες νά τόν πλη­σι­ά­ζουν καί νά τόν ὀ­νει­δί­ζουν, καί πιό πέρα, μιά πο­λι­τεία μέ πλῆ­θος ἀν­θρώ­πων. Ξα­φνικά, κα­τέ­φθασε ἕ­νας Ἄγ­γε­λος καί τοῦ λέει:
- Ἕ­νας τέ­λειος μο­να­χός ἀ­ξί­ζει πε­ρισ­σό­τερο ἀπό ὅλη αὐτή τήν πο­λι­τεία.
  Ὅ­ταν συ­νῆλθε ὁ μο­να­χός ἀπό τήν ὀ­πτα­σία, εἶπε στόν ἑ­αυτό του:
- Γιά δές, τί ἀ­ξι­ώ­νε­ται ἀπό τόν Θεό ὁ ἄν­θρω­πος, ὅ­ταν γί­νει μο­να­χός!
   Ἔ­κτοτε εἶχε ἐ­πι­δο­θεῖ σέ με­γα­λύ­τερη ἄ­σκηση πνευ­μα­τική. Εἶχε γρά­ψει δέ καί τά λό­για τοῦ ἀγ­γέ­λου στό κελλί του, γιά νά τά βλέ­πει καί νά ἀ­γω­νί­ζε­ται πε­ρισ­σό­τερο καί μέ προ­θυ­μία».
  Γιά τούς ὁ­σί­ους Ἁ­γι­ο­ρεῖ­τες Πα­τέ­ρες ἔ­λεγε πολύ χα­ρα­κτη­ρι­στικά ὁ ὅσιος  Πα­ΐ­σιος:
 «Ἄν­θρω­ποι σάν κι ἐ­μᾶς ἦ­ταν οἱ Ἀ­θω­νῖ­τες Ἅ­γιοι. Βουνό ἄ­γριο ἦ­ταν καί ὁ Ἄ­θω­νας, ὅ­πως καί τ’ ἄλλα τά βουνά. Ἀλλά γιά νά ἀ­γω­νι­στοῦν φι­λό­τιμα οἱ Πα­τέ­ρες μας, ἁ­γί­α­σαν καί αὐ­τοί, ἁ­γί­α­σαν καί τό ὄ­ρος καί ὀ­νο­μά­σθηκε Ἅ­γιον Ὄ­ρος, καί ἐ­μεῖς τώρα κα­μα­ρώ­νουμε ὡς Ἁ­γι­ο­ρεῖ­τες». 
   Ἀ­νά­μεσα σέ ἄλλα, ὁ ὅσιος Πα­ΐ­σιος ἔ­γραψε τό 1986 καί τό Βίο τοῦ ὁ­σίου γέ­ρον­τος Χατζη-Γε­ώργη, πού ἀ­σκή­θηκε στή γει­το­νική Κα­λύβη τοῦ Ἁ­γίου Γε­ωρ­γίου, μέ ἀ­φορμή τήν ἐ­πέ­τειο
 ἑ­κατό χρό­νων ἀπό τήν κοί­μησή του.            
   Ἀναπολῶντας κατά καιρούς τή σεβάσμια μορφή τοῦ ὁσίου Παϊσίου καθώς καί τίς φωτισμένες νουθεσίες καί διδαχές του, πού πάντα στάλαζαν σάν βάλσαμο στίς ψυχές ὅλων ὅσοι, λίγο ὡς πολύ, εἴχαμε τήν εὐλογία νά τόν συναντήσουμε, μοῦ ἔμενε ἡ αἴσθηση ὅτι ὅλα ὅσα ὑπέφερε καρτερικά στήν ἀσκητική του ζωή: στερήσεις, κακουχίες, πειρασμούς, κοπιώδεις μετακινήσεις, ἐνοχλήσεις καί κόπωση ἀπό τούς ἀναρίθμητους προσκυνητές καί τέλος, ὀδυνηρές ἀσθένειες, τά ὑπέμενε ἀπό ἀγάπη γιά τόν Θεό καί γιά τόν ἄνθρωπο.
   Καί στίς μονές πού διακόνησε, ἐντός καί ἐκτός Ἁγίου Ὄρους, καί ὅταν ζοῦσε μόνος του στήν ἡσυχία, ἡ ζωή του ἦταν ἕνα ξεχύλισμα ἀγάπης. Μιᾶς ἀγάπης, πού ἐπειδή ἦταν εἰλικρινής καί ἀπαύγασμα τῆς θεοειδοῦς του ψυχῆς, ξεκούραζε ὅλους ὅσοι τή γεύονταν. Ἀκόμη καί στήν περίοδο πρίν ἀπό τήν ὁσιακή του κοίμηση, ἄν καί ἐξ αἰτίας τῆς ἐπάρατης νόσου εἶχε ὀδυνηρότατους πόνους, ἐκεῖνος θυσιάζοντας τόν ἑαυτό του γιά τούς ἀδελφούς του, διακονοῦσε μέ αὐταπάρνηση καί αὐτοθυσία ὅσους προσέτρεχαν σ' αὐτόν γιά νά βοηθηθοῦν.


   Μά κι ἀπό τήν πλούσια διδασκαλία του, πού ἀναφέρεται διεξοδικά σέ ὅλα τά θέματα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς καί πού πραγματικά μᾶς ‘’ἀφυπνίζει πνευματικά’’, βλέπουμε τόν Ὅσιο νά μιλάει μέ ‘’πόνο καί ἀγάπη’’ γιά ὅλους μας.
    Ἀπό τό πάνθεον τῶν ἀρετῶν, ἡ ἀγάπη -ξεχωριστά ἀνάμεσα στίς ἄλλες- φαίνεται νά διαπνέει τή σύνολη ζωή καί διδασκαλία τοῦ ὁσίου  Παϊσίου.
     Ἔχουν περάσει ἤδη ἀρκετά χρόνια ἀπό τή μακαρία καί ὁσιακή κοίμηση τοῦ ὁσίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου. Ὅμως οὔτε αὐτά κατάφεραν οὔτε ὅσα ὁ Θεός θά ἐπιτρέψει νά ζήσει ἀκόμη αὐτός ὁ κόσμος θά καταφέρουν νά σβήσουν τήν χαριτωμένη μορφή του ἀπό τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων πού ἀγάπησε μέσα ἀπό τήν πολλή του μανική ἀγάπη πρός τόν Χριστό. Ὁλόκληρη ἡ ζωή του ἦταν μιά διακονία ἀγάπης. Μιᾶς ἀγάπης χωρίς σύνορα ! Γι αὐτό καί ὅσο ὁ ἥλιος θά ἀνατέλλει στή γῆ, δέν θά πάψει νά μᾶς ἐμπνέει καί νά διδάσκει πῶς ν' ἀγαποῦμε πραγματικά:
«Ἐκεῖνοι πού ἀγαποῦν ἀληθινά καί ἀγωνίζονται σωστά, ἀνέχονται μέ ἀγάπη, θυσιάζονται, στεροῦνται καί ἀναπαύουν τόν πλησίον τους, πού εἶναι ὁ Χριστός».
   Ἄς ἔχουμε τήν εὐχή του καί τίς πρεσβεῖες του!