Τετάρτη 9 Ιουλίου 2014

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΗΝΑ



Ἀκολουθίαι καί Μαρτύρια τῶν ἁγίων ἐνδόξων τεσσάρων νέων ὁσιομαρτύρων Εὐθυμίου, Ἰγνατίου, Ἀκακίου καί Ὀνουφρίου, τῶν ἐν τοῖς ἐσχάτοις καιροῖς ὑπέρ Χριστοῦ ἀθλησάντων, συγγραφέντα ὑπό Ὀνουφρίου τοῦ Ἰβηρίτου...

Ἐκδίδονται δέ ὑπό Ἀκακίου μοναχοῦ Προδρομίτου..., ἐν Ἀθήναις 1869.

Τρίτη 8 Ιουλίου 2014

ΤΑ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΑ – ΤΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΩΡΑΪΤΙΔΗ

Επλησιάσαμεν τώρα προς τα Καυσοκαλύβια μίαν πολύ σεμνήν και αγιωτάτην Σκήτην, της οποίας διακρίνομεν ήδη τας καταλεύκους καλύβας της εις μιαν ξηροτάτην πλαγιάν απολήγουσαν εις την θάλασσαν………….. Και ιδού συναντώμεν άλλαις ψαρόβαρκαις κοσμικών και μοναχών αλιέων, οπού επιτυχόντες τοιαύτην θαλασσογαλήνην εψαύρευον με τα ποικιλώνυμα της αλιείας όργανα. Κ΄ εβλέπομεν συχνά συχνά διάφορα είδη ιχθύων οι οποίοι σπαρράσοντες εξαγκιστρόνοντο, ή εξεμπλέκοντο από τα δίκτυα, και ερρίπτοντο πηδώντες εις την κοιλίαν της αλιάδος.
Αλλά πριν φθάσωμεν εις τα Καυσοκαλύβια συναντώμεν δυο ξερονήσους την μιαν μεγαλειτέραν της άλλης, τας οποίας εν ώρα τρικυμίας υπερπηδώντα αυτάς τα κύματα θραυόμενα επάνω των με αφρούς και συριγμούς εξαφανίζουσιν ολοτελώς. Αι νησίδες αύται απεσπάσθησαν από της βραχώδους ακτής κατά τα 1872 ότε συνέβησαν εδώ μεγάλοι σεισμοί καταστρεπτικοί, ιδίως εν Χίω. Ονομάζεται δε η μεγαλειτέρα Άγιος Χριστόφορος, εν η υπήρχε μικρά Σκήτη, της οποίας φαίνονται τα ερείπια.
Και τώρα ευρισκόμεθα ακριβώς εις τα Καυσοκαλύβια μίαν από τις μαγευτικωτέρας Σκήτας του Άθωνος αποτελουμένην από τεσσαράκοντα ευρυχώρους και πολύ μεγαλοπρεπείς και επί τερπνών θέσεων καλύβας, έχουσαν δε ωραιότατον Κυριακόν τιμώμενον επ΄ ονόματι της Αγίας Τριάδος κτισθέν κατά τον 17ον αιώνα και με ένα ευρυχωρότατον Νάρθηκα κτισθέντα κατά το 1804.
Κατά την μεγάλην Επανάστασιν του 1821 εντός του Ναού τούτου κατέφυγον χιλιάδες γυναικοπαίδων εκ της Χαλκιδικής. Προ του Κυριακού υπήρχε μια παμμεγίστη αγρία δρυς φυτευθείσα υπό του οσίου Ακακίου, ασκήσαντος ενταύθα και τελειωθέντος το 1730 μ.Χ. Αλλά το 1804 ευρύναντες οι ασκηταί τον Νάρθηκα, κατέχωσαν και κατεβόλιασαν το υπερήφανον δένδρον βαθιά εις την γην εις απόστασιν 10 μέτρων, οπόθεν οι κλώνοι του ριζωθέντος και αναβλαστήσαντος, υψήθησαν πάλιν εις μιαν σκιερωτάτην δρυν, σκιάζουσαν ολόκληρον το προαύλιον του Ναού.
Το κωδωνοστάσιον πυργοειδές και πάγκαλον εκ πελεκητών μαρμάρων, έμπροσθεν του Καθολικού, καθιστά γραφικώτατον στο σύνολον του όλου Ναού. Τούτο ανήγειρεν εκ βάθρων Ιωακείμ ο Γ΄ (ο Οικ. Πατριάρχης) συμπάθειαν ιδιαιτέραν τρέφων προς την ωραίαν αυτήν Σκήτην.
Αι καλύβαι της Σκήτεως είναι εγκατεσπαρμέναι εν μέσω των δυσπροσίτων βράχων ωσάν φωλεαί αετών, άνωθεν των οποίων υψούται ο ουρανοκατασκεύαστος Άθως με την υπερνεφή κορυφήν του. Το έδαφος κατ΄ ακολουθίαν της Σκήτεως είναι ξηρότατον και στείρον, αλλά δια της φιλοπονίας των ασκητών, και δια του αφθόνου ύδατος, όπερ θαυμαστώς δια της προσευχής του οσίου Ακακίου ανέβλυσε, κατέστη γονιμώτατον. και ούτω λαμπρώς πρασινοβολεί καθ΄ όλον σχεδόν το έτος. Κατέρχονται δε αι καλύβαι μέχρι της θαλάσσης, από της οποίας άφθονος άγρα προσκομίζεται από τους παρά την ακτήν ιδίως οικούντας ασκητάς, οσάκις επιτρέπει την αλιεία η ευδία, ήτις όμως σπανιώτατα επισκέπτεται τας συνήθως αγρίας αυτάς του Ακράθου παραλίας.
Η ωραία αύτη και μεγαλοπρεπής Σκήτη ονομάσθγ Καυσοκαλύβια από του πρώτου ενταύθα ασκήσαντος οσίου Μαξίμου, ακμάσαντος κατά το 1320, όστις εσυνήθιζε να μεταλλάσει καλύβην καίων την παλαιάν και εγκαθιστάμενος εις νέαν, εξ ου και ονομάσθη Καυσοκαλύβη.
Ενταύθα ακμάζει η ζωγραφική και η ξυλογλυπτική, των πλείστων ασκητών καταγινομένων εις τας ωραίας αυτάς τέχνας. Η ζωγραφική μάλιστα τόσον ευδοκίμησιν έσχεν εν αυτή, ώστε απετελέσθη ενταύθα ιδία σχολή περιώνυμος και πολυθαύμαστος, η σχολή των Γιασαφαίων από του πρώτου ιδρυτού αυτής του Ιωάσαφ, ου η ωραιοτάτη και μεγαλοπρεπεστάτη ως ανάκτορον καλύβη κείται εν τω μέσω της Σκήτης πλησίον του Κυριακού, προκαλούσα την έκπληξιν και τον θαυμασμόν των προσκυνητών και εν γένει των παραπλεόντων την εγγύς ακτήν. Πάντες οι επίσημοι αντιπρόσωποι των γραμμάτων και τεχνών, οίτινες κατά τους χρόνους τούτους μάλιστα μετά ιδιαιτέρας αγάπης επισκέπτονται τον Άθωνα, το μέγα αυτό και ανεκτίμητον ζωντανόν της Βυζαντινής Τέχνης μουσείον, ημέτεροι και ξένοι, πολλήν αγαλλίασιν αισθάνονται φιλοξενούμενοι εις τα αρχονταρίκια της καλύβης των Γιασαφαίων, τα όντως αρχοντικά και πλούσια, και θεωρούντες εκ του πλησίον τους νεαρούς της ενδόξου αυτής Σχολής μαθητάς, εργαζομένους υπό την οδηγίαν των διαδόχων του ιδρυτού αυτής Ιωάσαφ, όστις προ ετών απέθανεν, αφήσας ανεξάλειπτον το όνομά του ως μιαν περίλαμπρον σφραγίδα της εξηκουσμένης τεχνοτροπίας του. 

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΜΗΝΑ

 Μεγίστη Λαύρα. Ἡ περίτεχνη Φιάλη τῆς Μονῆς μπροστά στό Καθολικό.

Φωτογραφία Παταπίου μοναχοῦ


 ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΜΗΝΑ

 «Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ ἐν τῷ Ἄθῳ διά προσταγῆς τῆς Θεοτόκου ἐκβλύζει ὕδωρ ἐκ τῆς πέτρας».
Τοιχογραφία τοῦ 1820 στόν νότιο νάρθηκα τοῦ Κυριακοῦ τῆς Σκήτης Ἁγ. Τριάδος Καυσοκαλυβίων. 
Ἐργαστήριο Καρπενησιωτῶν ζωγράφων ὑπό Μητροφάνους μοναχοῦ τοῦ ἐκ Βιζύης.

Δευτέρα 7 Ιουλίου 2014

Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΕΥΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΑΘΩΣ ΩΣ ΑΠΑΡΧΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΙΜΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΕΣ ΜΟΝΑΧΟΥΣ



Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

Ἡ παράδοση περί τῆς ἐλεύσεως τῆς Θεοτόκου στό Ἅγιον Ὄρος Ἄθως ὡς ἀπαρχή για τήν τιμή της ἀπό τούς Ἁγιορεῖτες μοναχούς

   Βαθειά πεποίθηση τῶν Ἁγιορειτῶν μοναστῶν σέ ὅλη τή διάρκεια τῆς ἱστορίας τοῦ ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ ἦταν καί παραμένει ὅτι ἡ Παναγία εἶναι ἡ προστάτιδα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, πού φυλάει τόν Ἄθωνα καί τούς ἀσκούμενους σ᾿ αὐτό πατέρες, ἐπαγρυπνώντας καί πρεσβεύοντας γι᾿ αὐτούς. Ἀφορμή γι᾿ αὐτό στάθηκαν οἱ ὑποσχέσεις πού ἔδωσε ἡ κυρία Θεοτόκος στόν πρῶτο ἀθωνίτη ἅγιο, ὅσιο Πέτρο τόν Ἀθωνίτη, ὅπως αὐτές καταγράφηκαν στό Βίο του, ἀλλά καί στό Ἐγκώμιο πρός αὐτόν πού συνέταξε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀλλά καί σέ διάφορες διηγήσεις γιά τήν ἔλευση τῆς Θεοτόκου στόν Ἄθωνα καί τήν δωρεά τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ τόπου σ᾿ αὐτήν ἀπό τόν Υἱό της.
   Ἐπιπροσθέτως, εἶναι γνωστό σέ ὁλόκληρο τόν ὀρθόδοξο κόσμο ὅτι τό Ἅγιον Ὄρος ἀποτελεῖ, κατά ἀρχαία παράδοση, κλῆρο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Γιά τόν λόγο αὐτό ἄλλωστε ἡ παρουσία της, αἰώνες τώρα, δεσπόζει στήν ἁγιορειτική ζωή.
   Ἰδιαίτερη σημασία γιά τήν ἀνίχνευση τῶν πηγῶν τῆς ἱστορίας τοῦ ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ ἔχει τό σύνολο ἐκεῖνο τῶν διηγήσεων πού καταγράφουν τίς πατριογραφικές ἁγιορειτικές παραδόσεις. Οἱ παραδόσεις αὐτές ἀφοροῦν στίς ἀπαρχές τοῦ ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ, τήν ἵδρυση τῶν μοναστηριῶν, τίς θαυματουργές εἰκόνες ἀλλά καί σέ γεγονότα πού φέρονται νά συνέβησαν στόν Ἄθωνα κατά τήν ὑπερχιλιόχρονη ἱστορική διαδρομή του. Ἀνάμεσα στά κείμενα αὐτά βρίσκουμε καί τό ἐπιγραφόμενο: «Ἀνάμνησις μερική περί τοῦ Ἄθω ὄρους, τά λεγόμενα Πάτρια», στό ὁποῖο γίνεται ἀναφορά καί στό ταξίδι τῆς Θεοτόκου στόν Ἄθωνα.
   


Τό κείμενο ἀρχίζει μέ τήν συγκέντρωση τῶν ἁγίων Ἀποστόλων στήν οἰκία τοῦ Ζεβεδαίου ὅπου παρίστατο καί ἡ Θεοτόκος, μετά τήν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου. Ἐκεῖ ἀποφάσισαν, θέλοντας νά ἐφαρμόσουν τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου, νά βάλουν κλῆρο ὥστε νά φανεῖ σέ ποιό μέρος τῆς γῆς ἔπρεπε ὁ καθένας ἀπ᾿ αὐτούς νά πορευθεῖ, γιά νά «μαθητεύσει τά ἔθνη». Ὅπως εἶναι γνωστό, στή Θεοτόκο ἔπεσε ὁ κλῆρος τῆς Ἰβηρίας (σημερινῆς Γεωργίας). Λίγο πρίν ξεκινήσει ὅμως γιά τήν ἀποστολή της, ἡ Θεοτόκος πραγματοποίησε ταξίδι στήν Κύπρο, προκειμένου νά ἐπισκεφθεῖ τόν Λάζαρο, τόν ὁποῖο εἶχε ἀναστήσει ὁ Χριστός. Κατά παράδοξο ὅμως τρόπο, τό πλοῖο ἔφθασε στό ὄρος Ἄθως, ὅπου ἡ Θεοτόκος βρῆκε μεγαλειώδη ὑποδοχή ἀπό τούς τότε εἰδωλολάτρες κατοίκους του.

   Στήν παρούσα εἰσήγηση ἐπιχειρεῖται μία καταγραφή τῆς χειρόγραφης παράδοσης περί τῆς ἐλεύσεως τῆς Θεοτόκου στό ὄρος Ἄθως, ἀπό τόν 16ο ὥς τόν 19ο αἰώνα ἐνῶ ὡς χαρακτηριστικό παράδειγμα ἀναλύεται διεξοδικά ἕνα ἀνέκδοτο ἔργο πού μᾶς παρέδωσε ὁ πολυγραφέστερος Ἁγιορείτης συγγραφέας κατά τόν 19ο αἰώνα, ὁ μοναχός Ἰάκωβος Νεασκητιώτης (+1869). Τό κείμενο συντάχθηκε ἀπό τόν Ἰάκωβο στά 1847-1848, στό πλαίσιο τοῦ σπουδαίου του ἔργου «Ἀθωνιάς», πού ἀφορᾶ στήν Ἱστορία τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀπό τά πρῶτα χρόνια τῆς ἐμφάνισης τοῦ μοναχισμοῦ στόν Ἄθωνα μέχρι τό γ΄ τέταρτο τοῦ 19ου αἰώνα.
    Στήν εἰσήγηση αὐτή ἐπίσης γίνεται ἀναφορά στίς διάφορες πτυχές τῆς τιμῆς τῆς Θεοτόκου στό Ἅγιον Ὄρος, μέσα ἀπό μία περιήγηση στίς ἱερές Μονές καί Σκῆτες πού ἀφιερώθηκαν σέ αὐτήν, τίς θαυματουργές ἱερές εἰκόνες της καί τίς κατανυκτικές θεομητορικές ἑορτές.

 
Περίληψη τῆς Εἰσηγήσεως τοῦ μοναχοῦ Παταπίου Καυσοκαλυβίτου, στό 5 Διεθνές Συμπόσιο, «  τιμή τῆς Θεοτόκου στόν ὀρθόδοξο κόσμο»,  πού πραγματοποιήθηκε στήν Τυφλίδα τῆς Γεωργίας 12-19 Μαΐου 2014. Ἡ περίληψη ἀναγνώσθηκε ἀπό τήν ὀργανωτική ἐπιτροπή τοῦ Συμποσίου, καθώς ὁ ὁμιλητής δέν κατάφερε νά παρευρεθεῖ γιά λόγους ὑγείας.

Monk Patapios Kavsokalybitis
Tradition of Arriving of Saint Mother of God to Mount
 Athos as the Initial Source of the Theotokos’ Veneration by the Monks of the Holy Mountain.
The Fifth International Symposium
" The Tradition of the Theotokos' Veneration in Orthodox Church"
Tbilisi, 12-19 May, 2014

Σάββατο 5 Ιουλίου 2014

ΟΣΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ


ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΑΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

ὅσιος Ἀθανάσιος γεννήθηκε περί τά ἔτη 925-930 στήν Τραπεζοῦντα τοῦ Πόντου. Οἱ ἐξαιρετικές του ἐπιδόσεις τοῦ Ἀβραμίου –ὅπως λεγόταν κατά κόσμον ὁ Ἀθανάσιος- στά γράμματα, κίνησαν τό ἐνδιαφέρον τοῦ βυζαντινοῦ στρατηγοῦ τοῦ Αἰγαίου Ζεφινεζέρ, ὁ ὁποῖος τόν πῆρε μαζί του στήν Κωνσταντινούπολη.  
  Ὅταν ἀργότερα –σέ μία καθοριστική γιά τό μέλλον του συνάντηση- γνώρισε τόν συγγενή τοῦ ἀνωτέρω στρατηγοῦ, ὅσιο Μιχαήλ τόν Μαλεΐνο (+ 12 Ἰουλίου 961), ἡγούμενο τῆς μονῆς τῆς Θεοτόκου, στό ὄρος τοῦ Κυμινᾶ, ὁ Ἀβράμιος τοῦ ἐξομολογήθηκε τόν πόθο του νά ἀσπασθεῖ τόν μοναχικό βίο. Στή συνάντηση αὐτή παραβρέθηκε καί ὁ ἀνηψιός τοῦ ἁγίου Μιχαήλ Νικηφόρος Φωκᾶς, στρατηγός τότε τοῦ θέματος τῶν Ἀνατολικῶν, ὁ ὁποῖος ἐντυπωσιάστηκε πολύ ἀπό τόν Ἀβράμιο.
   Δέν πέρασε καιρός καί ὁ Ἀβράμιος ἐκάρη μικρόσχημος μοναχός ὑπό τό ὄνομα Ἀθανάσιος στή μονή πού εἶχε ἱδρύσει τό 922 ὁ ὅσιος Μιχαήλ ὁ Μαλεΐνος στόν Κυμινᾶ, στήν περιοχή Ξηρολίμνη, δίπλα ἀπό τόν ποταμό Γάλλο, στά ὅρια Βιθυνίας-Παφλαγονίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Στό κοινόβιο αὐτό ἀσκήθηκε γιά τέσσερα χρόνια, ἐνῶ ἔζησε ὡς ἀναχωρητής τοὐλάχιστον τρία χρόνια στήν ἔρημο τοῦ Κυκλήση, πού ἀπεῖχε ἕνα μίλι ἀπό τό κοινόβιο τοῦ Κυμινᾶ.
   Κατά τήν παραμονή τοῦ Ἀθανασίου στόν Κυμινᾶ, ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς, σέ ἐπίσκεψή του στή μονή, ἐκμυστηρεύθηκε στόν Ἀθανάσιο τήν πρόθεσή του νά καρεῖ μοναχός καί νά καταστεῖ ὑποτακτικός του, μόλις οἱ συνθῆκες θά τό ἐπέτρεπαν.
   Ἀργότερα, γιά νά ἀποφύγῃ τόσο τήν ἀνάληψη τῆς ἡγουμενίας τῆς μονῆς ὅσο καί τούς ἐπαίνους τῶν συμμοναστῶν του, ἀναχώρησε γιά τόν Ἄθω, μόνο μέ τά ἐνδύματα πού ἔφερε ἀφ’ ἑαυτοῦ, δύο χειρόγραφα βιβλία τά ὁποῖα ὁ ἴδιος καλλιγράφησε (Εὐαγγέλιο καί Πράξεις τῶν Ἀποστόλων) καί τό κουκούλιον τοῦ Γέροντά του-σύμβολο πνευματικοῦ συνδέσμου μέ τόν Κυμινᾶ, μέ τό ὁποῖο καί θά ταφεῖ. Ταπεινά φρονοῦμε ὅτι τόν Ἀθανάσιο μεταφύτευσε στόν Ἄθω ἡ θεία Πρόνοια γιά νά μεταδώσει ἀκέραια στό νέο αὐτό μοναστικό κέντρο, τήν σκυτάλη τῆς πολύτιμης πνευματικῆς πείρας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἐν ὄψει μάλιστα τῆς ἐπερχόμενης λαίλαπας τῶν ἀσιατικῶν ὀρδῶν.
   Ὁ Ἀθανάσιος θά κρατήσει μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του τόν πνευματικό του σύνδεσμο μέ τήν Μικρά Ἀσία καί τόν Κυμινᾶ. Ἀργότερα, ἕνας ἀπό τούς συνασκητές του στόν Κυμινᾶ, θά τόν διαδεχθεῖ στήν ἡγουμενία τῆς  Λαύρας ἐνῶ ὁ μοναχός Μεθόδιος, ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ ἀπό τήν Κρήτη γιά τήν ἔναρξη τῶν ἐργασιῶν οἰκοδομήσεως τῆς Λαύρας, εἶναι ὁ μέλλων ἡγούμενος τοῦ Κυμινᾶ. Θά πρέπει ἐδῶ νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι γιά τήν περαιτέρω δράση τοῦ Ἀθανασίου στόν Ἄθω, ἡ μύηση καί μετοχή του στό μοναστικό βίο τῶν ἐν Βιθυνίᾳ μοναζόντων καί ἡ ἐμπειρία του σέ ἕνα μοναστικό ἵδρυμα ὅπως ὁ Κυμινᾶς πού συνδύαζε τήν κοινοβιακή ζωή μέ τόν ἀναχωρητισμό, θά πρέπει νά ἔπαιξε σημαντικό ρόλο. 
    Σύμφωνα μέ τόν Βίο του, ὁ Ὅσιος μόλις φθάνει στόν Ἄθω (περί τά ἔτη 957-958), περιηγεῖται τό Ὄρος καί ἐπισκέπτεται τούς ἐκεῖ ἀσκητές «οὐ πολλούς ὄντας τότε» καί θαυμάζει «τούτων τήν τραχυτάτην ἀγωγήν» καί «τόν ἐρημικόν καί ἀπράγμονα βίον». Τέλος, κατέφυγε στό βόρειο τμῆμα τῆς ἱερᾶς χερσονήσου, στό Ζυγό, ὅπου καί ὑποτάχθηκε σ’ ἕναν ἁπλούστατο γέροντα, ὑποδυόμενος τόν ἀγράμματο ναυαγήσαντα ναυτικό.
   Στό μεταξύ, ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς, ὁ ὁποῖος εἶχε προαχθεῖ σέ Δομέστικο τῶν Σχολῶν τῆς Ἀνατολῆς (δηλαδή Στρατηγό), ἀναζητοῦσε ἐπίμονα παντοῦ νά βρεῖ τόν φίλο του Ἀθανάσιο. Τόν Ἀθανάσιο ἀνακάλυψε τελικά ὁ ἀδελφός τοῦ Νικηφόρου, Λέων Φωκᾶς, ὁ ὁποῖος ἔφθασε λίγο πρίν τό 961 στόν Ἄθω γιά προσκυνηματικούς λόγους, ἔπειτα ἀπό μίαν νικηφόρα ἐκστρατεία ἐνάντια στούς Σκύθες. Οἱ λοιποί ἀθωνῖτες μοναχοί, διαπιστώνοντας τίς ὑψηλές γνωριμίες τοῦ Ἀθανασίου, τόν παρεκάλεσαν νά μεσολαβήσει  ὥστε νά ἀνακαινιστεῖ καί νά διευρυνθεῖ ὁ ναός τοῦ Πρωτάτου.
   Τό αἴτημα τοῦ Ἀθανασίου ἔγινε ἀμέσως δεκτό ἀπό τόν Λέοντα, καί προκειμένου νά ἀποφύγει τήν φήμη καί τόν ἔπαινο, ὁ Ἀθανάσιος ἀποσύρθηκε στήν ἐρημική περιοχή τῶν Μελανῶν, στό νοτιοανατολικό ἄκρο τῆς χερσονήσου.  
  Ἀπό τόν Ἰούλιο τοῦ 960 ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς διηύθηνε τήν ἐκστρατεία τῶν βυζαντινῶν γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς Κρήτης ἀπό τούς Ἄραβες. Ὁ Νικηφόρος, πρίν ἀπό τήν ἅλωση τοῦ Χάνδακος, ἔστειλε παντοῦ ἀγγελιοφόρους σέ ὅλα τά μοναστικά κέντρα, ζητῶντας τήν πνευματική συμπαράσταση ὁσίων μοναχῶν πού θά μποροῦσαν νά στηρίξουν τό στράτευμα στό ἀπελευθερωτικό του ἔργο, μέ τίς προσευχές τους. Ἰδιαίτερη ὅμως στάθηκε ἡ ἐπιθυμία τοῦ στρατηγοῦ ὅπως ἔχει σύμμαχό του τήν φυσική παρουσία τοῦ φίλου του Ἀθανασίου. 
   Οἱ ἀθωνῖτες ἀσκητές κατάφεραν νά πείσουν τόν ὅσιο Ἀθανάσιο νά ὑπερβεῖ τούς δισταγμούς πού προέβαλλε γιά νά ἐγκαταλείψει τήν ἡσυχία τῶν Μελανῶν. Τότε ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος, λαμβάνοντας ὡς συνοδεία του ἕνα γέροντα μοναχό «ἐπί τήν Κρήτην ἐξέπλευσεν. Ὁ γοῦν εὐσεβέστατος Νικηφόρος, καταλαβόντων αὐτῶν, ἰδών τόν Ἀθανάσιον, ἠσπάσατο μέν καί ὡς πατέρα ἐτίμησεν αὐτοῦ πνευματικόν». 
   Ὁ Νικηφόρος, θεώρησε ἰδιαίτερη εὐλογία τό γεγονός, ὅτι μέ τήν ἄφιξη τοῦ Ἀθανασίου στήν Κρήτη, κυρίευσε τόν Χάνδακα, μετά τόν δεινό χειμῶνα τοῦ ἔτους 961/962.
   Ταυτόχρονα, ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος, μέ τήν βοήθεια τοῦ Νικηφόρου, φρόντισε γιά τήν ἀνεύρεση, ἀπελευθέρωση καί τήν ἐπαναφορά στόν Ἄθω τῶν αἰχμαλώτων μοναχῶν.
   
Μεγίστη Λαύρα: Φιάλη Αγιασμού
Τότε ὁ Νικηφόρος, ἐπανεβεβαίωσε στόν Ὅσιο τήν ἐπιθυμίαν του νά γίνει μοναχός καί τόν προέτρεψε νά κτίσει στόν Ἄθω μεγάλη μονή, στήν ὁποία ἀργότερα θά ἀποσυρόταν καί ὁ ἴδιος. Καί συγχρόνως μέ τήν πρότασή του αὐτή, ὁ Νικηφόρος προσέφερε στόν ὅσιο Ἀθανάσιο καί τά χρήματα γιά τά ἔξοδα τῆς οἰκοδομήσεως τῆς Λαύρας.
     Ἀρχικά, ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος ἀρνήθηκε τήν προσφορά τοῦ Νικηφόρου, καί «ἐπί τόν Ἄθω ἀνέκαμψεν», τήν ἄνοιξη τοῦ 961. Κατόπιν ὅμως ἐπείσθη -ἀφοῦ δέχθηκε καί τίς πειστικές παραινέσεις τοῦ ἀπεσταλμένου τοῦ Νικηφόρου, μοναχοῦ Μεθοδίου- θεωρῶντας ὡς θεῖο θέλημα τήν ἀνέγερση τῆς Λαύρας καί ἀποφάσισε νά ἀναλάβει τήν φροντίδα τῆς οἰκοδομῆς. Ἄν καί ὁ βιογράφος τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου τοποθετεῖ τήν ἔναρξη τῶν πρώτων ἐργασιῶν τῆς μονῆς τό 961, συνδέοντας τήν κοίμηση τοῦ ὁσίου Μιχαήλ Μαλεΐνου μέ τήν ἵδρυση τῆς νέας μονῆς καί τήν ἀνάληψη τῆς ἡγουμενίας της ἀπό τόν Ἀθανάσιο, τόν ὁποῖο θεωρεῖ πνευματικό διάδοχο τοῦ πρώτου, ἐν τούτοις, αὐτή πρέπει νά τοποθετηθεῖ γύρω στό φθινόπωρο τοῦ 962. Στήν ἀρχή, καί μέ τήν γενναία οἰκονομική συνδρομή τοῦ Φωκᾶ, ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος ἔκτισε πολύ γρήγορα ἕνα παρεκκλήσιο ἀφιερωμένο στόν Τίμιο Πρόδρομο μέ δύο κελλιά, τά ὁποῖα σώζονται μέχρι σήμερα.
   Τό ἔτος 963, τό ὁποῖο θεωρεῖται καί ὡς ἔτος ἱδρύσεως τῆς μονῆς, μιά πού ἔχουν γίνει ἤδη τά πρῶτα κτίσματα καί τά θεμέλια τοῦ Καθολικοῦ καί ὑπάρχει ἤδη ἡ ὀργανωμένη κοινότητα, συνέβη ἕνα γεγονός τό ὁποῖο ἔμελλε νά λυπήσει σφόδρα τόν ὅσιο Ἀθανάσιο. Πρόκειται περί τῆς ἀνόδου τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ στόν αὐτοκρατορικό θρόνο τοῦ Βυζαντίου (ἀνακηρύχθηκε αὐτοκράτορας στήν Καισάρεια στίς 3 Ἰουλίου καί στέφθηκε στήν Κωνσταντινούπολη στίς 16 Αὐγούστου τοῦ 963)· γεγονός τό ὁποῖο ὁ Ὅσιος θεώρησε ὡς προδοσία, ἐφόσον χάρη τοῦ Νικηφόρου «τῇ οἰκοδομῇ τῆς μονῆς ἐπεχείρησεν, ὡς ἐκείνου ὑποσχομένου αὐτῷ τοῖς κοσμικοῖς ἀποτάξασθαι πράγμασι καί μετ’ αὐτοῦ ἡσυχάζειν».
   Κατόπιν αὐτῆς τῆς ἐξελίξεως, ὁ Ὅσιος δέν μποροῦσε νά παραμείνει στή Λαύρα καί ἀναχώρησε κι ἀπ’ αὐτό τό Ὄρος. «Ἐμβάς οὖν εἰς ἔν τῶν ὑπ’ αὐτόν πλοίων καί τά ἐν μέσῳ παραμείψας πελάγη διαπεραιοῦται τήν Ἄβυδον». Πρόκειται –νά σημειώσουμε ἐδῶ- γιά τό πρῶτο μεγάλο ταξίδι ἁγιορειτικοῦ πλοίου πού γνωρίζουμε. Φθάνοντας στήν Ἄβυδο, στό στενώτατο μέρος τῆς μικρασιατικῆς ἀκτῆς τοῦ Ἑλλησπόντου, ἔστειλε πίσω στόν Ἄθω τό πλοῖο τῆς Λαύρας καί στήν Βασιλεύουσα ἕναν μοναχό πού μετέφερε τήν ἐπιστολή παραιτήσεώς του στόν Φωκᾶ. Τέλος, κατέληξε μαζί μέ δύο μαθητές του στήν Μονή τῶν Ἱερέων, στήν Κύπρον, ὅπου ἀφοῦ ὑποκρίθηκαν τούς προσκυνητές, ζήτησαν νά ἐγκαταβιώσουν ἐκεῖ.  
   Ὅταν τόν ἐντόπισαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ αὐτοκράτορα, ὁ Ὅσιος καί ἕνας μαθητής του ἀναχώρησαν μέ πλοῖο καί ἔφθασαν στήν Ἀττάλεια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος εἶδε σέ ὅραμα τήν παρακμή στήν ὁποία εἶχε περιπέσει ἡ Λαύρα του ἐξ αἰτίας τῆς ἀναχωρήσεώς του καί ἔλαβε τήν διαβεβαίωση ὅτι μέ ἐκεῖνον πάλι ἐπικεφαλῆς, τό μέλλον τῆς μονῆς θά ἦταν λαμπρό. Μετά ἀπ’ αὐτό, ὁ ὅσιος ἀποφάσισε τήν ἐπιστροφή του στόν Ἄθω. Καθ’ ὁδόν ἐπισκέφθηκε τούς πατέρες τῆς μονῆς Διουγγίου πού βρισκόταν στή Λάμπη τῆς Φρυγίας, θεραπεύοντας τόν ἀδελφό τοῦ ἡγουμένου μέ μόνη τήν προσέγγιση τῆς χειρός του. Τέλος, στίς ἀρχές τοῦ 964 ἐπέστρεψε στή Λαύρα, ὅπου ἔγινε δεκτός μέ ἐνθουσιασμό, καί ἡ μονή ἤρχισε νά ἀναβιώνει.
  Τέλος, ἔκρινε σκόπιμο νά ταξιδεύσει στήν  Κωνσταντινούπολη γιά νά συναντηθεῖ μέ τόν νέο αὐτοκράτορα καί ἀθετήσαντα τίς ὑποσχέσεις του πνευματικό του τέκνο, τήν Ἄνοιξη τοῦ 964. Ὁλοκληρώνοντας τήν πολύ συγκινητική αὐτή ἐπίσκεψη, ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος ἀναχώρησε γιά τόν Ἄθω, συναποκομίζοντας τρία χρυσόβουλλα διά τῶν ὁποίων ρυθμίζονταν διοικητικά ζητήματα καί παραχωρούνταν στή βασιλική πλέον μονή τῆς Μεγίστης Λαύρας σημαντικές δωρεές. (...)

(...)  Ἡ φωτισμένη προσωπικότητα τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου σημάδευσε ὄχι μόνο τήν μετέπειτα ἐξέλιξη τοῦ ἁγιορειτικοῦ μοναχισμοῦ, ἀλλά καί τήν ἱστορία ὅλης τῆς βυζαντινῆς ἐποχῆς. Τό δέ ἐπιτελεσθέν βαρυσήμαντο ἔργο του εἶναι καθολικό σέ ἀξία καί ἁμιλλᾶται τήν αἰωνιότητα.