Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2015

Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΓΕΝΝΑΔΙΟΣ Ο ΡΩΣΟΣ



Παταπίου μοναχο Καυσοκαλυβίτου

Ὁ Ἁγιορείτης μοναχός Γεννάδιος ὁ Ρώσος καί ἡ ἀθωνική ζωγραφική πρίν τήν ἐπικράτηση τῆς λεγομένης «ρωσοναζαρηνῆς» τεχνοτροπίας

   Στό Ἅγιον Ὄρος, τήν περίοδο ἀπό τά μέσα περίπου τοῦ 19ου αἰώνα καί μέχρι τήν δεκαετία τοῦ 1870, δραστηριοποιοῦνταν εἰκονογραφικά ἐργαστήρια, ὁρισμένα ἐκ τῶν ὁποίων θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ὅτι ἀπετέλεσαν τό μεταβατικό στάδιο ἀπό τήν δυτικίζουσα μεταβυζαντινή ζωγραφική πού βρισκόταν ἤδη σέ παρακμή ὥς τή «ρωσοναζαρηνή» λεγόμενη τεχνοτροπία, πού ἐπικράτησε στόν Ἄθωνα ἀπό τίς τρεῖς τελευταῖες δεκαετίες τοῦ 19ου αἰ. ὥς τίς τρεῖς πρῶτες δεκαετίες τοῦ 20οῦ αἰ. Στήν εἰσήγηση αὐτή γίνεται ἀναφορά στά ἐργαστήρια αὐτά μέ ἰδιαίτερη ἔμφαση στό ἐργαστήριο τοῦ ρώσου μοναχοῦ Γενναδίου.
    Ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ κτήτωρ τῆς μονῆς Διονυσίου. Λεπτομέρεια φορητῆς εἰκόνας τῆς μονῆς Διονυσίου. 1851. Χείρ Γενναδίου μοναχοῦ


Ὁ μοναχός Γεννάδιος, τοῦ ὁποίου φορητές εἰκόνες βρίσκονται σέ διάφορα ἀθωνικά καθιδρύματα (Μεγίστη Λαύρα, Μονή Διονυσίου, Σκήτη Καυσοκαλυβίων, λαυριωτική Σκήτη Τιμίου Προδρόμου κ.ἀ.), συνέταξε στό λαυριωτικό κελλί τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῶν Σκουρταίων στίς Καρυές, τό ἔτος 1843, ἕνα ἀντίγραφο τῆς περίφημης «Ἑρμηνείας τῶν Ζωγράφων», ἔργο τοῦ Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ. Στήν προμετωπίδα τοῦ ἐνδιαφέροντος αὐτοῦ ἀνέκδοτου χειρογράφου, πού σήμερα φυλάσσεται στήν Ἐθνική Βιβλιοθήκη τῆς Ἑλλάδος, διαβάζουμε: «Βιβλίον καλούμενον ἑρμηνεία τῆς ζωγραφικῆς ἐπιστήμης. Χρησιμώτατον καί ἀναγκαῖον διά κάθε ζωγράφον ὁποῦ μετέρχεται αὐτήν τήν ἱεράν ἐπιστήμην, πρώην παρά τοῦ ἀοιδίμου πανοσιωτάτου κυρίου Διονυσίου Ἱερομονάχου συντεθεῖσα καί ἀρίστου διδασκάλου ἐν τῷ ἁγιωνύμῳ ὄρει τοῦ Ἄθωνος χρηματίσαντος. Μεθ᾿ ὅσης πλείστης ἐπιμελείας. / Νῦν δ᾿ αὔθις ἐπροσθέτησαν μερικά ἀναγκαιότερα καί πραγματικῶς δεδοκιμασμένα παρά Γενναδίου μοναχοῦ ῥώσσου Ζωγράφου, / νῦν δέ ἀντιγραφέντος διά ἐπιμελείας καί μεγάλου κόπου, καί διά χειρός, παρά τοῦ ἰδίου Γενναδίου μοναχοῦ ῥόσσου εἰκονογράφου, ἐν τῷ ἁγίῳ ὄρει τοῦ Ἄθωνος εἰς κελλίον Σκουριτάδικον, ἐν ἔτει 1843».
    Τό ἐνδιαφέρον στόν παραπάνω κώδικα εἶναι τό γεγονός ὅτι ὁ Γεννάδιος, μετά τό πρῶτο τμῆμα τῆς Ἑρμηνείας τοῦ Διονυσίου πού ἀντιγράφει, ἐπέφερε στό ἔργο προσθήκη ἀπό ἐννέα παραγράφους ὑπό τόν τίτλο: «Ἀρχή τῆς νέας μεθόδου τῆς ζωγραφικῆς ἐπιστήμης» καί «ἕτερα πολλά ἄλλα μυστικώτερα εἰς διαφόρους ἐπιστῆμας καί καλούς τρόπους», ἐνῶ παραθέτει καί «συνοπτικόν λεξικόν τῆς παρούσης βίβλου».
  Στήν εἰσήγηση αὐτή, ἐκτός ἀπό τίς προσθῆκες στό ἔργο τοῦ Διονυσίου, τῶν ὅσων ὁ μοναχός Γεννάδιος θεωρεῖ «ἀναγκαιότερα» γιά νά τά καταγράψει -τή στιγμή μάλιστα, πού ὅπως σημειώνει ὁ ἴδιος, εἶναι «πραγματικῶς δεδοκιμασμένα», πιθανότατα ἀπό τόν ἴδιο ὡς ζωγράφο- γίνεται ἀναφορά στό μέχρι στιγμῆς ἐντοπισμένο εἰκονογραφικό του ἔργο.


Περίληψη εἰσήγησης τοῦ συγγραφέα στό Δ΄ Ἐπιστημονικό Συμπόσιο Νεοελληνικῆς Ἐκκλησιαστικῆς Τέχνης πού διοργανώθηκε ἀπό τό τμῆμα Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἐθνικοῦ καί Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν στίς 13-15 Νοεμβρίου 2015


Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2015

ΓΕΡΩΝ ΘΕΟΛΗΠΤΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ



Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου


Ὁ γέ­ρων Θε­ό­λη­πτος ὁ Καυσοκαλυβίτης, ὁ Αἰ­γι­νί­της

   Στή Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων, βρίσκεται, ἀνάμεσα σέ ἄλλες, καί ἡ φι­λό­ξενη Κα­λύβη τῆς Κοι­μή­σεως τῆς Ἁ­γίας Ἄν­νης. Σ’ αὐ­τήν ἔ­ζη­σαν κατά και­ρούς ἐ­νά­ρε­τοι γέ­ρον­τες μέ ἀ­ξι­ό­λογη προ­σφορά στή σκήτη.
  Ἕ­νας ἀπ’ αὐ­τούς ἦ­ταν καί ὁ φί­λερ­γος γέ­ρων Θε­ό­λη­πτος, πού κα­τα­γό­ταν ἀπό τήν Αἴ­γινα. Μέ τή συ­νετή καί δι­α­κρι­τική δι­α­κο­νία του ὡς Δι­καίου τῆς σκή­της συν­δέ­θηκε καί ἡ θαυ­μα­στή πα­ρου­σία τοῦ ἱ­δρυ­τοῦ τῆς σκή­της ὁ­σίου Ἀ­κα­κίου, μέσῳ τῆς ἄρ­ρη­της εὐ­ω­δίας πού ἐ­ξῆλθε ἀπό τή λει­ψα­νο­θήκη του, τό 1893, μετά τή δι­α­πί­στωση ὅτι ἡ τι­μία κάρα του, πού βρι­σκό­ταν στό Κυ­ρι­ακό, ἀ­νῆκε σ’ αὐ­τόν.
   Ἀ­νά­μεσα στήν ἐ­κλε­κτή συ­νο­δεία τοῦ γέ­ρον­τος Θε­ο­λή­πτου, δι­α­κρί­θη­καν γιά τίς ἀ­ρε­τές τους καί τήν φι­λο­πα­τρία τους κατά τήν πε­ρί­οδο τοῦ Μα­κε­δο­νι­κοῦ ἀ­γῶνα, ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Παῦ­λος († 1941), ἀπό τήν Κα­στο­ριά, κα­θώς καί οἱ γέ­ρον­τες Ἰ­ω­α­κείμ ἀπό τίς Σπέτ­σες καί Δι­ο­νύ­σιος ἀπό τήν Αἴ­γινα, πού ἀ­ξι­ώ­θη­καν νά γνω­ρί­σουν καί νά συ­να­να­στρα­φοῦν τόν ἅ­γιο Νε­κτά­ριο Αἰ­γί­νης. Ἄ­ξιος δι­ά­δο­χος τῶν πα­ρα­πάνω γε­ρόν­των στά­θηκε καί ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Νι­κά­νωρ (1929-1998), πού κα­τα­γό­ταν ἀπό τήν Ἀ­χαΐα καί ἔ­μεινε γνω­στός γιά τήν φι­λο­ξε­νία του καί τήν ἱ­ε­ρα­τική δι­α­κο­νία του, πού στή­ριξε τή σκήτη, τήν πε­ρί­οδο τῆς λει­ψαν­δρίας της.



Ἀπό τό βιβλίο τοῦ μοναχοῦ Παταπίου, «Ἁγιασμένες Μορφές τῶν Καυσοκαλυβίων. Ἀπό τόν ὅσιο Μάξιμο ὥς τόν γέροντα Πορφύριο», Ἅγιον Ὄρος 2013, σ. 251-252.

ΗΧΗΤΙΚΟ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΑΜΠΑΝΟΚΡΟΥΣΙΕΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΤΗΣ ΣΚΗΤΗΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΩΝ

Το Καθολικό της Σκήτης, που καλείται Κυριακό, χτίστηκε το 1745 και τοιχογραφήθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα.