Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2015

ΟΣΙΟΣ ΕΥΦΡΟΣΥΝΟΣ Ο ΣΥΓΧΩΡΗΜΕΝΟΣ

                                                  
«Ὁ ὅσιος Εὐφρόσυνος ὁ καί συγχωρημένος ὁ ἐν τ Ἰβήρῳ». Τοιχογραφία τοῦ β’ μισοῦ τοῦ 18ου αἰ. Ἐργαστήριο ἱερομονάχου Παρθενίου τοῦ ἐξ Ἀγράφων. Κυριακό Ἁγίας Τριάδος Σκήτης Καυσοκαλυβίων
                                                         Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου
  
                   Ὅσιος Εὐφρόσυνος ὁ Ἰβηρίτης ὁ Συγχωρημένος
   Μία ὁσιακή μορφή τοῦ 18ου αἰ. πού μᾶς γίνεται γνωστή κυρίως ἀπό τό Βίο τοῦ ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου ( 1730) πού συνέταξε μετά τό 1740 ὁ λόγιος ἱερομόναχος Ἰωνᾶς Καυσοκαλυβίτης (1765), εἶναι ὁ ὅσιος Εὐφρόσυνος ὁ Ἰβηρίτης ὁ ἐκ Θάσου. Ὁ βιογράφος, στό τέλος τοῦ παραπάνω Βίου, ἀντιμετωπίζοντας ὡς ψευδοδίλημα τό ἐπιχείρημα τῆς ἐποχῆς του καί ἴσως καί τῆς δικῆς μας ὅτι «ἀσθένησε ἡ φύση τῶν ἀνθρώπων καί δέν μπορεῖ κάποιος νά φθάσει στά μέτρα τῶν παλαιῶν ἁγίων, ἀκόμη κι ἄν ἔχει διάθεση καί τό ἐπιθυμεῖ», καταλήγει στό συμπέρασμα ὅτι ἡ ἁγιότητα εἶναι κατορθωτή, ἀφοῦ δέν ἀσθένησε ἡ φύση τῶν ἀνθρώπων ἀλλά ἡ προαίρεσή τους πού ρέπει πρός τό κακό. Ἔτσι, ἐκτός ἀπό τό παράδειγμα τοῦ βιογραφούμενου ὁσίου Ἀκακίου, ἀναφέρει ὅτι «τό ἴδιο συνέβη καί μέ ἄλλους πολλούς, πού ἦταν κρυμμένοι στό ἁγιώνυμο τοῦτο Ὄρος σάν τόν πολύτιμο ἐκεῖνο μαργαρίτη, καί ἐξεδήμησαν πρός τόν Κύριον πρόσφατα. Ἕνας ἀπ’ αὐτούς ἦταν καί ὁ τρισμακάριος ἐκεῖνος Εὐφρόσυνος, ὁ ὁποῖος κοινῶς ἐπονομαζόταν καί ‘‘συγχωρημένος’’, αὐτός, πού σάν ἄλλος ἥλιος ἔλλαμψε στή σεβάσμια μονή τῶν Ἰβήρων καί πού, καλλιεργώντας τήν ὑπερβολική ἁπλότητα, ἔβλεπε καί ἔλεγε αἰνιγματικά τοῦ καθενός τήν ἀφανή ψυχική κατάσταση καί πού τό λείψανό του δέν βρέθηκε, ὅταν ἦρθε ὁ καιρός τῆς ἀνακομιδῆς».

   Τό τελευταῖο αὐτό καί ἐντυπωσιακό συνάμα στοιχεῖο περί τοῦ ὁσίου Εὐφροσύνου δικαιολογεῖ ἴσως καί τήν λήθη πού ἀκολούθησε τό πέρασμα τοῦ Ὁσίου στήν αἰωνιότητα. Μήν ὑπάρχοντας τό ἱερό του λείψανο, ἀφοῦ αὐτό δέν βρέθηκε κατά τήν ἀνακομιδή του, ἀποδυναμώθηκαν καί οἱ πιθανές τιμές πρός αὐτόν.
  Δύο σπάνιες τοιχογραφίες ἔρχονται ὅμως νά διαιωνίσουν τή μνήμη τοῦ -ἄγνωστου κατά τά ἄλλα- ὁσίου Εὐφροσύνου. Ἡ πρώτη, στό Κυριακό τῆς Ἁγίας Τριάδος τῆς Σκήτης Καυσοκαλυβίων, ἔργο τοῦ δεύτερου μισοῦ τοῦ 18ου αἰ. τοῦ ἐργαστηρίου τοῦ ἱερομονάχου Παρθενίου τοῦ ἐξ Ἀγράφων τοῦ Σκούρτου, ἀπεικονίζει τόν ὅσιο μέ μοναχική περιβολή, ἀσκεπή καί γονατιστό. Τό ἀριστερό του χέρι εἶναι σέ κίνηση ἰκεσίας, ἐνῶ μέ τό δεξί του κρατᾶ ἀνοικτό εἰλητάριο. Τό κείμενο τοῦ εἰληταρίου: «Ο ΕΝ ΑΠΛΟΤΗΤΙ ΚΑΡΔΙΑΣ ΔΙΑΓΩΝ ΚΑΝ ΕΝ ΜΕΣΩ ΘΟΡΥΒΩΝ  Η ΣΥΓΧΩΡΗΜΕΝΟΣ ΠΑΡΑ ΚΥΡΙΟΥ» ἔχει ὡς πηγή του τό παραπάνω ἀπόσπασμα ἀπό τό Βίου τοῦ ὁσίου Ἀκακίου. Ἡ παράσταση αὐτή, ὅτι βρίσκεται δίπλα σ’ ἐκεῖνες τῶν Ἁγίων τῆς Σκήτης Καυσοκαλυβίων, ὁσίου  Ἀκακίου καί ὁσιομαρτύρων Παχωμίου, Ρωμανοῦ καί Νικοδήμου, φέρει τήν ἐπιγραφή: «Ο ΟΣΙΟΣ ΕΥΦΡΟΣΥΝΟΣ Ο ΚΑΙ ΣΥΓΧΩΡΗΜΕΝΟΣ Ο ΕΝ ΤΩ ΙΒΗΡΩ». Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι ἡ παράσταση αὐτή εἶναι ἡ μοναδική σέ ὁλόκληρο τό Κυριακό τῶν Καυσοκαλυβίων, πού στήν ἐπιγραφή της δέν ἀναγράφεται ἡ λέξη «ΑΓΙΟΣ» ἀλλά «ΟΣΙΟΣ».
  Στή δεύτερη τοιχογραφία τοῦ  ἔτους 1783, πού βρίσκεται στό νάρθηκα τοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς Ξηροποτάμου, ἔργο τῶν ἀδελφῶν Ἀθανασίου καί Κωνσταντίνου τῶν ἐκ Κορυτσᾶς, ἀπεικονίζεται ἕνας ὅσιος φέρων τήν ἐπιγραφή: «Ο ΑΓΙΟΣ ΕΥΦΡΟΣΥΝΟΣ / ΘΑΣΙΤΗΣ». Ἄν καί ἀπό τήν ἐπιγραφή αὐτή δέν προκύπτει ἡ ταύτιση τῶν προσώπων πού ἀπεικονίζονται στίς δύο τοιχογραφίες, ἐν τούτοις πρέπει νά ληφθοῦν ὑπ’ ὄψιν τά παρακάτω. Σύμφωνα μέ πρόσφατες ἔρευνες, τό εἰκονογραφικό πρόγραμμα τῆς Λιτῆς τοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς Ξηροποτάμου εἶναι ἐμπνευσμένο καί κατηρτισμένο μέ τίς ὑποδείξεις τοῦ λογίου Σκοπελίτου μοναχοῦ Καισάριου Δαπόντε (1713/14-1874), ὁ ὁποῖος φρόντισε ἐπιπλέον γιά τήν ἀνοικοδόμηση τοῦ ναοῦ. Στόν ἀνέκδοτο μέχρι σήμερα αὐτόγραφο κώδικά του (κώδ. Δημόσιας Βιβλιοθήκης Ἁγίας Πετρουπόλεως 253, φ.φ. 97-149), ὁ Δαπόντες παραδίδει μία νεομαρτυρολογική συλλογή ὑπό τόν τίτλο: Ἐκλογή τῶν μετά τήν ἅλωσιν Κωνσταντινουπόλεως νεοφανῶν μαρτύρων τῶν ὑπέρ τοῦ ὀνόματος του Χριστοῦ μαρτυρησάντων. Στό ἔργο αὐτό ὁ λόγιος Ξηροποταμηνός μοναχός ἐργάστηκε κριτικά πάνω στή χειρόγραφη νεομαρτυρολογική συλλογή τοῦ ἱερομονάχου Ἰωνᾶ Καυσοκαλυβίτου «Βίοι Νεοφανῶν Μαρτύρων ἐν τῇ καθομιλουμένῃ» (Κώδ. Καλύβης Ἁγίου Ἀκακίου 1), εἴτε ἐπεξεργαζόμενος γλωσσικά τά κείμενα, εἴτε συντέμνοντας τά ἐκτενέστερα ἀπό αὐτά. Στή συλλογή τοῦ Ἰωνᾶ, στήν ὁποία συμπεριλαμβάνεται καί ὁ προαναφερθείς Βίος τοῦ ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, ὅπου καί ἡ μοναδική ἀναφορά στόν ὅσιο Εὐφρόσυνο τόν Ἰβηρίτη. Βάσει τῶν παραπάνω, εἶναι σχεδόν βέβαιο ὅτι ἡ παραπάνω τοιχογραφία τοῦ Ἁγίου Εὐφροσύνου, ἀναφέρεται στόν Εὐφρόσυνο τόν Ἰβηρίτη τόν Συγχωρημένο, ὁ ὁποῖος, βάσει τῆς ἐπιγραφῆς, κατάγεται ἀπό τή Θάσο, στήν ὁποία ἡ μονή Ἰβήρων διατηροῦσε μετόχι. Ἡ μνήμη τοῦ ὁσίου Εὐφροσύνου  τιμᾶται, ἀπό κοινοῦ μετά τῶν λοιπῶν Ἰβηριτῶν Ἁγίων  στίς 13 Μαΐου.
  Ἄς ἐλπίσουμε ἡ προσεχής ἔρευνα νά φέρει στό φῶς καί ἄλλα στοιχεῖα τοῦ Βίου τοῦ ὁσίου αὐτοῦ.

      Βιβλιογραφία
ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ, «Ὁ Ὅσιος Εὐφρόσυνος ὁ Συγχωρημένος ὁ ἐν τῇ μονῇ τῶν Ἰβήρων», Πρωτᾶτον τ. 22 (1990), σ. 46-49. ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ ΜΟΝΑΧΟΣ, «Μία ἀκόμα τοιχογραφία τοῦ Ὁσίου Εὐφροσύνου», Πρωτᾶτον τ. 78 (2000), σ. 65-66. ΠΑΤΑΠΙΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ ΜΟΝΑΧΟΣ, Ἅγιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ἀπό τό περιβόλι τῆς Παναγίας στόν κῆπο τοῦ Θεοῦ,  Ἅγιον Ὄρος 2001, σ. 172-173, 226-227. Ο ΙΔΙΟΣ, Ὁ ὅσιος Εὐφρόσυνος ὁ Συγχωρημένος», Ἀθωνίτης 63 (2008), σ. 5-6





Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2015

ΤΟ ΠΡΩΤΑΤΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΚΑΙ ΟΙ ΡΟΥΜΑΝΙΚΕΣ ΗΓΕΜΟΝΙΕΣ


Ioan Moldoveanu 


ΚΑΡΥΕΣ – ΠΡΩΤΑΤΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
        ΚΑΙ ΟΙ ΡΟΥΜΑΝΙΚΕΣ ΗΓΕΜΟΝΙΕΣ ΔΙΑ ΜΕΣΟΥ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ            
       


Κατά την μακρά περίοδο των ρουμανο-αθωνικών σχέσεων, πέντε, περίπου, αιώνων, οι Καρυές, ως γεωγραφικό και πολιτικό κέντρο του Αγίου Όρους, κατείχαν μια ξεχωριστή θέση ανάμεσα στα άλλα μοναστήρια. Αν και οι πρώτες μονές ήταν η Μεγίστη Λαύρα και η Ιβήρων, το ιεραρχικό κέντρο το έκτισε ο Άγιος Αθανάσιος, στις Καρυές[1]. Ονομάστηκε “Πρωτάτον”, από την ονομασία του θεσμού του “πρώτου” που αποτελούσε την αρχή της κοινότητας.
  Οι επαφές των Ρουμάνων με το Πρωτάτο είναι παλαιές και φαίνονται από τα 1.110 ρουμανικά έγγραφα, τα οποία ανακαλύφθηκαν σ’αυτό από τους σύγχρονους Ρουμάνους ερευνητές Dumitru Năstase και Florin Marinescu, στην αποστολή τους του 1986. Το παλαιότερο έγγραφο που διασώθηκε ανήκει στο Μολδαβό ηγεμόνα Πέτρου Ράρες και ανάγεται στις 15 Φεβρουαρίου 1546.
Ο αριθμός των ηγεμονικών εγγράφων πλησιάζει τα 334, δηλαδή 30% του συνόλου των ευρεθέντων ρουμανικών εγγράφων. Αυτά προέρχονται από 47 Μολδαβούς ηγεμόνες και τέσσερις Βλάχους και αφορούν, γενικά, τα ρουμανικά μετόχια του Πρωτάτου. Τα άλλα φέρουν την υπογραφή ορισμένων Μολδαβών επισκόπων, μητροπολιτών, αρχιμανδρίτων, ηγουμένων και μέλων του Ντιβανιού[2].


Ένα μέρος των εγγράφων αυτών, που καλύπτει την χρονική περίοδο από το 1668 και έπειτα, εξετάστηκε από τον Έλληνα ερευνητή Χαράλαμπο Γάσπαρη, το 1982. Αυτός ταξινόμησε πολλά ρουμανικά έγγραφα που ανήκουν στην ως άνω περίοδο, τα οποία περιλαμβάνονται στους 45 κώδικες. Πρόκειται για γράμματα, από τα οποία πολλά είναι συστατικά της Μεγάλης Σύναξης για υποψήφιους ηγουμένους των μετοχίων της Μολδοβλαχίας, εξοφλητικά ηγουμένων, επιστατών και επιτρόπων προς τη Μεγάλη Σύναξη, μετά τη λήξη της θητείας τους, ενημερωτικά μεταξύ της Κοινότητας και των προσώπων με τα οποία είχε συναλλαγές. Υπάρχει επίσης μια πλούσια αλληλογραφία μεταξύ των Οικουμενικών Πατριαρχών και της Κοινότητας του Αγίου Όρους, αλλά και μεταξύ αυτής της τελευταίας και των ηγουμένων των μετοχίων ή των Εξάρχων στα Πριγκιπάτα. Επίσης, σώζονται γράμματα των ηγεμόνων των παραδουνάβιων Πριγκιπάτων προς τη Σύναξη, τα οποία αφορούν όχι μόνο το Πρωτάτο, αλλά και άλλα αθωνικά μοναστήρια. Είναι δυνατόν να βρεί ο ερευνητής πολλούς καταλόγους χρεών, εσόδων-εξόδων, ελεημοσυνών, κειμηλίων, χειρογράφων, βιβλίων που αφορούν προπαντός τα δύο μετόχια του Πρωτάτου στο Βουκουρέστι και στο Ιάσι: τις μονές Κοτροτσανίου και Τριών Ιεραρχών[3].
Αν και το παλαιότερο γνωστό έγγραφο ανήκει στον Πέτρου Ράρες, δε σημαίνει ότι τότε άρχισαν οι σχέσεις αυτές για τις οποίες μιλάμε. Οι σχέσεις αυτές άρχισαν πολύ πιο παλαιά, κατά το 1369, όταν στη Βλαχία βρέθηκε ο Πρώτος του Αγίου Όρους, Χαρίτων. Εκείνη την χρονιά, ο τότε ηγεμόνας, Βλάδισλαβ Α΄, έστειλε στον Πρώτο ένα γράμμα σχετικά με τους Ρουμάνους μοναχούς της μονής Κουτλουμουσίου, παρακαλώντας τον να αλλάξει το κοινοβιακό καθεστώς σε ιδιόρρυθμο. Πολύ δύσκολα, όμως, ο Χαρίτων ενέκρινε την αίτηση του ηγεμόνα, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα την αύξηση του αριθμού των Ρουμάνων μοναχών στη μονή Κουτλουμουσίου. Δεν επιμένουμε επάνω σ’αυτό το πολύ γνωστό επεισόδιο που άλλωστε βασίζεται σε μια πολύ πλούσια βιβλιογραφία[4]. Αυτή η ευκαιρία είχε αποτέλεσμα να γίνει ο Βλάδισλαβ κτίτορας στην Κουτλουμουσίου, κατ’αίτηση των εκεί μοναχών. Γι’αυτό, η μονή Κουτλουμουσίου έμεινε στη συνείδηση των Αθωνιτών ως “Λαύρα της Ρουμανικής Χώρας”. Ο Χαρίτων έγινε και Μητροπολίτης της Ουγγροβλαχίας σε νέα θέση που δημιούργησε τότε το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
[Συνεχίζεται]

[1]   A. A. VASILIEV, Histoire de l’empire bzyantin, Παρίσι, 1932, Ι, σ. 445.

[2] Φλορίν ΜΑΡΙΝΕΣΚΟΥ, Τα ρουμανικά έγγραφα του Πρωτάτου και των μονών Ξηροποτάμου, Κουτλουμουσίου, Διονυσίου και Ιβήρων του Αγίου Όρους. Πρόδρομη παρουσίαση, “Τετράδια εργασίας”, ΚΝΕ/ΕΙΕ, 1987, αρ. 11, σ. 213-4; Φλορίν ΜΑΡΙΝΕΣΚΟΥ, Valorificarea documentelor româneşti de la Muntele Athos la Centrul de cercetări neogreceşti din Atena (Η αξιολόγηση των ρουμανικών εγγράφων του Αγίου Όρους στο Κέντρο νεοελληνικών ερευνών της Αθήνας), “Anuarul Institutului de istorie şi arheologie –  A. D. Xenopol”, XXVI/1, 1989, Ιάσι, σ. 500-502. Αυτά τα δύο έργα περιέχουν τον κατάλογο των ηγεμόνων που εξέδωσαν τα 334 χρυσόβουλλα – βλ. και Φλορίν ΜΑΡΙΝΕΣΚΟΥ, Τα ρουμανικά αρχεία του Αγίου Όρους. Σημαντική πηγή για την ιστορία του, “Διεθνές Συμπόσιο. Το Άγιον Όρος, χθές, σήμερα, αύριο, 29 Οκτ.-1η Νοεμβ. 1993”, Θεσσ/νίκη, 1996, σ. 195.

[3] Χ. ΓΑΣΠΑΡΗ, Ἀρχείο Πρωτάτου. Ἐπιτομές μεταβυζαντινών ἐγγράφων, “Αθωνικά Σύμμεικτα”, 2, Αθήνα, 1991. Μας ενδιαφέρουν ιδιαίτερα οι κώδικες οι οποίοι περιέχουν σημαντικά κυρόβουλλα, λογαριασμούς εσόδων-εξόδων των ρουμανικών μετοχίων και πολλά άλλα δεδομένα. Ο μεγαλύτερος όγκος του αρχείου του Πρωτάτου, οι κώδικες αρ. 8-45, περιλαμβάνει κατάστιχα εσόδων-εξόδων της Κοινότητας, των επιτροπών του Αγίου Όρους στην Κωνσταντινούπολη και της μονής Τριών Ιεραρχών στο Ιάσι. Ανάμεσα στα κυρόβουλλα βρίσκεται το αφιερωτήριο του Ιωάννη Σερμπάν Καντακουζηνού (1682) υπέρ της μονής Κοτροτσανίου.

[4] Pr. Prof. Mircea PĂCURARIU, Istoria Bisericii Ortodoxe Române, I, București, 1992, σ. 267-269. Για τη σχέση του Χαρίτωνος με τον Βλάδισλαβ (ή Vlaicu Vodă) – βλ. τον Γ. ΤΣΙΟΡΑΝ, Σχέσεις των Ρουμανικών Χωρών μετά του Αθω και δη των μονών Κουτλουμουσίου, Λαύρας, Δοχειαρίου και Αγίου Παντελείμονος η των Ρώσων, Atena, 1938, σ. 96-101. Κατά την γνώμη του Iorga, ο Χαρίτων ήταν ο πρώτος Αθωνίτης μοναχός που ήρθε σε επαφή με τις Ρουμανικές Χώρες – βλ. Muntele Athos în legătură ţările noastre, “Analele Acad. Rom. Memoriile Secț’iunii Istorice” (AARMSI), 36, 1913-1914, σ. 459; Pr. Theodor BODOGAE, Ajutoarele româneşti la mănăstirile din Sfântul Munte Athos, Sibiu, 1940, σ. 70-1; Petre NĂSTUREL, Le Mont Athos et les Roumains, Roma, 1986, σ. 39-41.


Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2015

ΜΟΝΑΧΟΣ ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ (1916- 20 Ἰανουαρίου 2006). ΕΙΣ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ ΑΙΩΝΙΟΝ



Μοναχο Μωϋσέως γιορείτου



Δεν θα' θελα να μείνω στα γνωστά ψυχρά βιογραφικά στοιχεία του Γέροντος. Ούτε να επεκταθώ σε υψηλές, βαθυστόχαστες και μακρές αναλύσεις κι εκτιμήσεις του βίου και του έργου του.
Θα μιλήσω απλά, λιτά κι εγκάρδια.    

Τον Γέροντα τον γνώρισα πριν 35 έτη στο κονάκι-αντιπροσωπείο της Μονής Διονυσίου, του Αγίου Στεφάνου, πριν τη σημερινή του ανακαίνιση, στις Καρυές του Αγίου Όρους. Ήταν στο πλάϊ του ναού το κελλί του, δίπλα στο μπαλκόνι, σ' ένα χώρο γεμάτο βιβλία, περιοδικά κι εφημερίδες, κάπως ακατάστατο. Με δέχθηκε φιλόφρονα κι ευχάριστα, ψάχνοντας κάτι να με κεράση. Μετά λίγες κουβέντες γενικές, περί του πόθεν έρχομαι και προέρχομαι και που υπάγω και τι σκοπεύω, άρχισε έναν μακρύ κι ωραίο λόγο περί πνευματικής ζωής, πνευματικής μελέτης, προσευχής, μοναστικής ζωής, των πονηρών παγίδων του εχθρού διαβόλου, της σοφίας και της χάριτος των αγίων Πατέρων. Οι πιο συχνές αναφορές του ήταν στον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, στον Όσιο Ιωάννη της Κλίμακος, τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη. Και σε άλλους, αλλά κυρίως σε αυτούς. Μπορώ να πω ότι σε αυτά τα θέματα πιο πολύ περιστρέφονταν οι συζητήσεις μας οι πολλές κατοπινές. Πάντοτε μιλώντας εγώ λίγο κι ακούγοντας προσεκτικά.      
Θυμάμαι πολύ καλά την πρώτη εκείνη συνάντησή μας, που σημάδεψε την κατοπινή πολύχρονη γνωριμία μας. Είχα έναν απέραντο σεβασμό απέναντί του. Νέος εγώ, λαϊκός, είχα διαβάσει έργα του στην Αθήνα, Γέρων εκείνος, είχε τότε τριάντα χρόνια στο Όρος, είχε γνώση, εμπειρία, σοφία, λογιότητα, άνεση λόγου, μνήμη δυνατή. Τον θαύμαζα. Οι λόγοι του ήταν εκ βαθέων, είχαν ένα πάθος, τους ζούσε, σαν να έβγαιναν καυτοί από την καρδιά του. Έπασχε να μεταδώση την αγάπη στον Θεό. Αγαπούσε υπέρμετρα τον Θεό, την Παναγία, τους αγίους. Μιλούσε και υποτιμητικά για τον εαυτό του. Δόξαζε τον Θεό. Ευχαριστούσε την Παναγία. Αλησμόνητη εκείνη η συνάντηση. Με κατευόδωσε μέχρι έξω. Χάρηκε που σκεφτόμουν τον μοναχισμό. Μου' πε να προσέξω που θα μονάσω. Ήταν πατέρας κι ένας δάσκαλος. Αγαπούσε την μελέτη, την συγγραφή, την πνευματική συζήτηση.   
Ο Γέροντας συνήθιζε να λέη πως στο Περιβόλι της Παναγίας ήλθε με τη βοήθεια Εκείνης, που τον θεράπευσε και τον έσωσε, όπως μετά δακρύων διηγείτο ένα αποκαλυπτικό όνειρο. Είχε ιδιαίτερη ευλάβεια στην Παναγία του Ακαθίστου της μονής του. Έγραψε πολλά θερμά λόγια περί Αυτής σε αρκετά άρθρα και βιβλία του. Ιδού μικρό απόσπασμα, που γράφτηκε πριν 45 έτη: «Η λειτουργική ζωή της Εκκλησίας αρχίζει και τελειώνει με την επίκλησιν της «τιμιωτέρας των Χερουβείμ..» καί πάντες οι άγιοι της Εκκλησίας θεωρούν την Θεοτόκον Μαρίαν ως «μετά Θεόν, τα δευτερεία της Τριάδος έχουσαν..». Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει: «εμνήσθην της Θεοτόκου και εσώθη η ψυχή μου». Ο Γεώργιος Νικομηδείας λέγει ότι ο Χριστός λογίζεται δόξαν ιδικήν του την δόξαν της Μητρός αυτού». Την Σην γαρ δόξαν ο Κτίστης, ιδίαν οιόμενος, εκπληροί τας αιτήσεις». Ελπίδα μου, καταφυγή μου, μητέρα μου, γράφει ο Μηνιάτης, ένα νεύμα να κάνης δι' εμέ εγώ είμαι σεσωσμένος. Μαρία, όποιος εις σε ελπίζει είναι αδύνατον να χαθή». Ημείς οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί απονέμομεν λατρευτικήν προσκύνησιν μόνω τω Θεώ. Τιμητικήν δε πάσι τοις αγίοις και δουλικήν μόνη και μόνη τη Μητρί του Θεού, με συναισθήματα καθαρώς υιϊκά προς την γλυκυτάτην και ημών μητέρα κατά χάριν. Ω, τι ζημιούνται όσοι δεν προστρέχουν διαρκώς εις την Θεοτόκον, δεν λέγουν μίαν φοράν τουλάχιστον τους Χαιρετισμούς της και δεν αναγινώσκουν έναν κανόνα από το «Θεοτοκάριον» καθ' εκάστην! «Πρώτην φοράν, μοι έγραφεν ευσεβής θεολόγος, ακούω ότι πρέπει να αγαπώ την Παρθένον Μαρίαν». Και απήντησα: «Ουδέποτε ανέγνωσας ότι ο Θεός παρά πάσαν την παντοδυναμίαν του τρία δεν ηδυνήθη να δημιουργήση τελειότερα; Την Σάρκωσιν, την Παρθένον και την μακαριότητα των δικαίων εν τη μελλούση ζωή»

Δεν θα ήταν υπερβολικό και παράτολμο να πούμε πως αυτά που γράφει ο Γέρων Θεόκλητος για τον Όσιο Νικόδημο τον Αγιορείτη ως «υμνητή της Κυρίας Θεοτόκου», ισχύουν κατά πολύ και για τον ίδιο: «Ο θερμότατος της ψυχής έρως του προς την Υπεραγίαν Θεοτόκον είναι εφάμιλλος προς την αγάπην και την βαθείαν ευλάβειαν, την οποίαν ησθάνοντο πάντες οι Άγιοι Πατέρες προς το σεπτόν πρόσωπον της Μητρός του Κυρίου. Εις όλα του τα πνευματικά έργα ευρίσκει πάντοτε τρόπον όπως υμνήση την Παναγίαν, γινόμενος κυριολεκτικώς έξω εαυτού...Α?σθανόμενος άπειρον ευγνωμοσύνην προς την Παναγίαν Παρθένον ως Αγιορείτης, ως έχων εχέγγυον της σωτηρίας του την πολλά ισχύουσαν προς τον Υιόν Της πρεσβείαν Της, συμφώνως προς τας υποσχέσεις Αυτής εις Πέτρον τον Αθωνίτην, έπλεξε κανόνας δι' αλλαλαγμών της ψυχής ενθεαστικών... Η περί της Θεοτόκου θεολογία του αγίου Πατρός δεν είναι σχολαστική τις και αυθάδης κριτική ψηλάφησις, αλλά καρπός βαθείας ευλαβείας και οφειλομένης αγάπης προς την Μητέρα του Θεού, θεολογία διαρκώς υψουμένη, πλατυνομένη και κινουμένη εις απείρους διαστάσεις, μηδέποτε δε τελευτώσα εκ της ενεργείας της χάριτος εν τη καρδία του σεπτώς θεολογούντος και υπερυψούντος αυτήν εις τους αιώνας».
.........Δεν υπάρχει πράγματι Αγιορείτης μοναχός που να μην ευλαβείται υπερβολικά την Θεοτόκο. Στο Άγιον Όρος η τιμή της Παναγίας αγγίζει τα όρια της λατρείας. Ταπεινά φρονούμε πως αυτό που γράφει ο Γέρων Θεόκλητος για τον φίλο του ιερομόναχο Αθανάσιο Ιβηρίτη (+1973), τον οποίο ωραία βιογράφησε, ισχύει και για τον ίδιο: «Σε όποια μονή υπάρχει θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, αυτός ο σεβασμός και η αγάπη γίνεται πιο έμμονη συναισθηματική σχέση, μια σχέση τρυφερής οικειότητος μεταξύ Αυτής και των επιμελουμένων την ψυχήν τους μοναχών. Αυτό συμβαίνει και στη μονή των Ιβήρων με την σεβασμία και αρχαία εικόνα της «Πορταϊτίσσης». Ο Αθανάσιος ως ευλαβής ιερομόναχος και με τον νου καθαρό, ισχυρό και ευρύ, ικανό να συλλαμβάνη μεγάλες αλήθειες, είχε κατανοήσει από νέος την αξία της Θεοτόκου Μαρίας και τη θέση της μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Και με την επιστροφή του από την σύχγυση του κόσμου στο γαλήνιο λιμάνι της μετανοίας του, «την πάσαν ελπίδα του» ανέθετε στη Μητέρα του Θεού. Αυτήν μελετούσε νύκτα και ημέρα, στην Παναγία προσευχόταν και παρακαλούσε, την Παναγία συλλογιζόταν...»
.........Ο π. Αθανάσιος του αναθέρμανε την έντονη Θεομητροφιλία του. Ο Γέρων Θεόκλητος εκτός των, όπως είπαμε, πολλών άρθρων και αναφορών του έγραψε και τέσσερα ειδικά βιβλία για την Παναγία, τη Λημνιά, την Γοργοεπήκοο των Τσιπιανών, τη Σουμελά και τη Μαρία Μητέρα του Θεού, που όπως αναφέρεται, «προσφέρει στον λαό του Θεού ένα πολύχυμο εντρύφημα ορθόδοξης πνευματικότητος αναφερόμενο στην Κυρία Θεοτόκο, τη σκέπη της Ρωμιοσύνης και προστάτιδα του λαού μας. Μεταφέροντας στην απλή γλώσσα κείμενα και ύμνους του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη για τη Γέννηση, τον Ευαγγελισμό και την Κοίμηση της Παναγίας μας, προσφέρει στον κάθε πιστό ένα πολύτιμο πνευματικό βοήθημα. Με το βιβλίο αυτό ο π. Θεόκλητος δεν πραγματοποιεί μόνο όσα τον συμβούλευε ο μακαριστός φίλος του Γέρων Αθανάσιος Ιβηρίτης, αλλά προσφέρει στον σύγχρονο ψυχικά ταλαιπωρημένο αναγνώστη του καιρού μας μια δροσερότατη αναψυχή».
.........Μιλώντας κανείς για την Παναγία είναι σαν να μιλά για τον Χριστό. Αγαπώντας την Παναγία αγαπά και τον Χριστό. Αγαπώντας τον Χριστό αγαπά και την Παναγία. Κέντρο της ζωής και των λόγων του ήταν ο Χριστός και η Παναγία. Η Θεομητρολογία συνδυασμένη διακριτικά, ισόρροπα και αγαστά με την Χριστολογία. Στο βραβευμένο και πρώτο βιβλίο του, που πρωτοεκδόθηκε πριν 50 ακριβώς έτη, το «Μεταξύ ουρανού και γης» γράφει: «Πως να κατορθώσωμεν να ενοικήση εις τας καρδίας ημών ο Χριστός; Πως άλλως, αδελφέ, ειμή δι' αγάπης; Και πως θα ελκύσωμεν τον Χριστόν να σκηνώση εν ημίν, αν όχι δια της καθαρότητος της καρδίας; Και πως χωρίς δακρύων και προσευχών και μόχθων θα κάμωμεν τας εντολάς;» Και καταλήγει πως ο ορθόδοξος αγιορειτικός μοναχισμός αποτελεί για «τον άνθρωπον εν τη ανυπαρξία και ανεστιότητι και ορφανία του, τον άνθρωπον χωρίς Χριστόν και χωρίς το φως και το πλήρωμα της πίστεως, λυτρωτική ακτινοβολία. Προς δε τους πιστούς το μήνυμά του είναι ο θεοκεντρικός και χριστοκεντρικός μυστικισμός του, όστις αποτελεί το κατακόρυφον της μετ' επιστήμης οδυνηρής πρακτικής του αγωγής, μιας αγωγής βεβαιωθείσης δια των αιώνων, η οποία πρώτον καθαίρει, ύστερον φωτίζει και τελευταίον αγιάζει...».

.........Ένα αγαπητό θέμα του μακαριστού Γέροντος ήταν η προσευχή και μάλιστα η προσευχή του Ιησού περί της οποίας έγραφε κι έλεγε πολλά: «Η Εκκλησία του Χριστού, βεβαίως, δεν παύει ευαγγελιζομένη, διδάσκουσα και χορηγούσα την χάριν δια των ακηράτων Μυστηρίων. Αλλά χρειάζεται να συνεργήση και ο άνθρωπος. Και ο άνθρωπος πρέπει να βοηθηθή. Ένα δε από τα πλέον ενδεικνυόμενα μέσα τόσον προς άμυναν έναντι των πυκνών και αλλεπαλλήλων προσβολών του κακού όσον και προς ενοποίησιν των διακεχυμένων εις τον κόσμον δυνάμεων της ψυχής, είναι η μονολόγιστος λεγομένη προσευχή. Η αξία της προσευχής αυτής συνίσταται αφ' ενός εις το εύκολον και αφ' ετέρου εις την δύναμίν της, ως αγάπης, γλυκύτητος και συντριβής καρδίας. Αλλ' εάν δια τους εν κόσμω αδελφούς η προσευχή του Ιησού επιτυγχάνη τους δύο ανωτέρους στόχους, δια τους μοναχούς όμως αποτελεί την αφετηρίαν ενός θειοτάτου αγώνος και την προϋπόθεσιν μιας ατέρμονος εν έρωτι βιώσεως και θεολογίας. Δια τούτο προσευχή μας είναι και πόθος εν Κυρίω, όπως ο ορθόδοξος λαός μας επανεύρη την προσευχήν της καρδίας, υπέρ της οποίας ηγωνίσθησαν μεγάλοι θεολόγοι Πατέρες, εν οις ο μέγας άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, «ο κήρυξ της Χάριτος».
.........Εκεί όμως που εκφράζει όλον τον πόθο, τον έρωτα και τον αλάλητο στεναγμό της καρδίας του είναι το βιβλίο του «Χριστοκεντρικές εμπειρίες ενός ερημίτου», όπου βάζει στο στόμα του να πη προς τον Κύριο : «Γλυκύτατε Κύριε Ιησού Χριστέ, τι να σου ανταποδώσω για τις ανέκφραστες δωρεές Σου; Σήμερα που πάλιν είχα βυθισθή στη μελέτη του αγίου Ευαγγελίου Σου και το Άγιόν Σου Πνεύμα έφλεγεν άκαυστα την αμαρτωλή καρδιά μου, εθαύμαζα την θεϊκήν αγάπην Σου σε μας τα «κατ' εικόνα» Σου πλάσματά Σου. Βροχή ουράνια οι καθαροί λογισμοί μου για την άπειρη δόξα Σου, στις εωθινές γλυκύτατες και κρινόλευκες ώρες, ύστερα από την ορθρινή προσευχή μου μέσα στο απέριττο ασκητικό καλύβι μου, που μου χάρισε, Χριστέ μου, η πατρική Σου αγάπη»
..........Η προς την Παναγία και τον Χριστό θερμή αγάπη του δεν ήταν δυνατόν να μην υπάρχη και προς τους θεοφόρους, θεόπνευστους και θεοκίνητους αγίους Πατέρες, τους οποίους μελετούσε επισταμένα, ερμήνευε, ανέλυε, σχολίαζε και μετέφραζε. Έτσι έχουμε τα θαυμάσια 153 Κεφάλαια περί προσευχής του σοφού και ασκητικού Ευαγρίου του Ποντικού, στον οποίο ανήκει το γνωστό απόφθεγμα «ει θεολόγος ει, προσεύξη αληθώς καί ει αληθώς προσεύξη θεολόγος ει», που σημαίνει πως η αληθινή προσευχή ανάγει τον νου σε καθαρά θεολογικά επίπεδα. Τα 200 σημαντικά Κεφάλαια περί Πνευματικού Νόμου του οσίου Μάρκου του Ασκητού, που στην εισαγωγή αναφέρει χαρακτηριστικά ο Γέρων Θεόκλητος: «Προ πάσης θεωρητικής πτήσεως, προ πάσης θεολογίας, προ πάσης γνωστικής επιθυμίας, απαιτείται η πράξις, η έμπονος εργασία των εντολών, η «νόμιμος άθλησις». Διότι, όπως γράφει εις το 196ον Κεφάλαιον «Ο εκτός έργου σοφιζόμενος και λαλών λόγους, πλουτεί εξ αδικίας...». Τά Κεφάλαια περί του Πνευματικού Νόμου αποβαίνουν καθοδηγητικός κανών ζωής και ελευθερίας εν χάριτι, μη αφήνοντα εις παραισθήσεις και πλάνας τον πιστόν, ως προς τον σκοπόν των εντολών του Χριστού. Ότι αι αντολαί δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μέσον καθάρσεως τελειούμενον δια του Αγίου Πνεύματος». Τα σπουδαία και αγιοπνευματικά 100 γνωστικά Κεφάλαια του αγίου Διαδόχου Φωτικής, όπου κατά τον σοφό Γέροντα, δημιούργησαν ισχυρή επίδραση «στην διαμόρφωσιν της πνευματικής παραδόσεως της Ορθοδοξίας, αποτελέσαντα αρχέτυπον της Ιεράς Νήψεως και της μυστικής θεολογίας». Τα καταπληκτικά 400 Κεφάλαια του μεγάλου Πατρός της Εκκλησίας μας αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, τον οποίο υπεραγαπούσε ο Γέροντας και συνεχώς τον μνημόνευε στους λόγους και τα γραπτά του. Την προς την μοναχή Ξένη εξαιρετική επιστολή του άλλου μεγάλου αγαπημένου του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, όπου στην εισαγωγή του εύστοχα και συμπυκνωμένα καταλήγει: «Η προς Ξένην Επιστολή αποτελεί σύνοψιν της πνευματικής διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου. Βάσει αυτής της μεθοδολογίας, συγκροτουμένης εξ ευαγγελικών και παραδοσιακών στοιχείων, διώδευσαν τα πλήθη των Αγίων την «στενήν και τεθλιμμένην οδόν». Δια την εποχήν μας έχει σημαντικήν σημασίαν, διότι υπό την επίδρασιν ανθρωπιστικών ρευμάτων, τα οποία πνέουν εντός της Εκκλησίας, νοθεύεται η πνευματική Ορθόδοξος Παράδοσις, με συνέπειαν αντί να πορευώμεθα εις το φως και την ζωήν και την αιωνίαν αγαλλίασιν, αποτελματούμεθα εις την περιοχήν των σκοτεινών και δαιμονικών παθών μας. Εντεύθεν χάνομεν τα ορθόδοξα κριτήρια και αρχίζομεν να φιλοσοφώμεν, παραδιδόμενοι εις τους ακαθάρτους διαλογισμούς μας και τα ινδάλματα της εμπαθούς καρδίας μας». Τις 35 επιστολές του αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως του Θαυματουργού προς τις μοναχές της Αγίας Τριάδος Αιγίνης, τις οποίες χαρακτηρίζει ο Γέροντας ως έναν «θησαυρό», με «πολύτιμη διδασκαλία».
.........Αγαπά την Παναγία, τον Χριστό, τους Αγίους Πατέρες κι όλους τους αγίους, παλαιότερους και νεώτερους. Ορισμένους βιογραφεί άριστα. Όπως τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά (+1359), για τον οποίο γράφει: «Από τότε που ως μοναχός εγνώρισα πόσον μέγας Πατήρ είναι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και ποίαν σημασίαν έχει η διδασκαλία του δια την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, ησθανόμην μίαν βαθείαν αγάπην να με κυριαρχή δια το πρόσωπον του θείου Πατρός και ένα ανεξήγητον δέος ενώπιον της υψηλής θεολογικής διδαχής του». Τον προσφιλή του άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη (+1809), τον οποίον πρώτος εκτενώς αγιογράφησε, γιατί όπως αναφέρει εισαγωγικά : «υπήρξε μοναδικός εκλαϊκευτής της Ορθοδόξου θεολογίας, εις όλους τους μερισμούς και τας εκφάνσεις αυτής, ως ασκητικής, θεωρητικής, μυστικής, λειτουργικής, ηθικής, φιλολογικής, υμνολογικής, δογματικής, Κανονικού Δικαίου, εξομολογητικής». Τον θαυματουργό άγιο Νεκτάριο Πενταπόλεως (+1920), για τον οποίο έγραφε: «Έρχεται με το μοναδικό κύρος του, σαν θεοφόρος και σαν προφήτης, που ένωσε στο πρόσωπό του την θεία και την ανθρώπινη σοφία, να ανανεώση την διδαχή της Εκκλησίας και να μαρτυρήση την αιωνιότητα της ζωής και της θεολογίας της και να την κάνη και σύγχρονη». Τον επίσης θαυματουργό νέο άγιο της Χίου Άνθιμο (+1960), τον οποίο βιογραφώντας προοιμιακά αναφέρει με νόημα: «Η αγιότης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την άσκηση, η θεολογία με την άσκηση, η πνευματική ζωή με την άσκηση. Και οι παρακάμπτοντες τον μοναχισμό, ενώ προσκυνούν τους αγίους, πέφτουν σε μια πνευματική σχιζοφρένεια. Και ότι ο θεοειδής Άνθιμος οφείλει τη θεολογία του και την αγιότητά του στην άσκηση κάθε αρετής. Και αυτό είναι το μήνυμά του στον σύγχρονο κόσμο»
..........Μαζί με τους αγίους αγαπά και τους φίλους των αγίων, άνδρες σοφίας και αρετής, Αγιορείτες και φιλοαγιορείτες, τους οποίους γνώρισε και συνδέθηκε πνευματικά και τους αφιερώνει ωραιότατες βιογραφήσεις: Τον συνέκδημο σε πνευματικές συνομιλίες και αναβάσεις ιερομόναχο Αθανάσιο Ιβηρίτη (+1973), που ήδη αναφέραμε ως θεοτοκοφιλή, τον όσιο Γέροντα Φιλόθεο Ζερβάκο (+1980), τον ασκητή και ιεραπόστολο. Τον πολύσοφο, διακριτικό και πολυσέβαστο Γέροντά του Γαβριήλ Διονυσιάτη (+1983), που τον έκειρε μοναχό το 1943. Τον ακάματο και πλουσιότατο σε υμνογραφική παραγωγή Γέροντα Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη (+1991).
.........Αγαπούσε τους φίλους της αρετής ρασοφόρους, αγαπούσε και τους φιλάρετους λαϊκούς, τους αγνούς πατριώτες, τους ήρωες, τους συγγραφείς, τους αγιογράφους. Όπως τον αληθινό πατέρα και δάσκαλο του Γένους Στρατηγό Μακρυγιάννη (+1864). Τον άγιο των γραμμάτων μας και κοσμοκαλόγερο Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη (+1911), τον αγιογράφο, πεζογράφο και ομολογητή φίλο του Φώτη Κόντογλου (+1965).
.........Πλήθος τα κείμενά του για ρασοφόρους και μη, των οποίων επαινεί το ορθόδοξο φρόνημα, την αγιοπατερική παράδοση και τις γραφές, όπως των ρασοφόρων:Γέροντος Δανιήλ του Κατουνακιώτου (+1929), Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού (+1957), Αρχιμ. Ιουστίνου Πόποβιτς (+1979), π. Δημητρίου Στανιλοάε (+1993), Γέροντος Θεοδοσίου Αγιοπαυλίτου (+1987), π. Δημητρίου Γκαγκαστάθη (+1975), π. Ιωάννου Ρωμανίδη (+2002) και π. Επιφανίου Θεοδωροπούλου (+1989) και των ζώντων πατέρων: Ηλία Μαστρογιαννόπουλου, Αμφιλοχίου Ράντοβιτς, Βασιλείου Ιβηρίτου, Γεωργίου Γρηγοριάτου, Χριστοδούλου Παρασκευαΐδη, Ιεροθέου Βλάχου, Θεοδώρου Ζήση, των συγγραφέων Β. Λαούρδα, Κ. Μπαστιά, του εκδότη Σ. Σχοινά και των θεολόγων Π. Χρήστου, Π. Νέλλα, Π.Β. Πάσχου, Γ. Γαλίτη, Ν. Βασιλειάδη, Γ. Μαντζαρίδη, Β. Γιούλτση, Δ. Τσάμη και άλλων.
.........Δεν δίστασε όμως με αυστηρούς λόγους να κρίνη θέσεις, ιδέες και απόψεις προσώπων που δεν βάδιζαν την γνήσια αγιοπατερική γραμμή, όπως Α. Μακράκη, Π. Τρεμπέλα, Χ. Γιανναρά, Ν. Ματσούκα, μοναχής Μαγδαληνής, ως και των γνωστών συγγραφέων Ν. Καζαντζάκη και Ζ. Παπαντωνίου και άλλων.
.........Επικρίνει επίσης δριμύτατα το κράμα ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, τον ζηλωτισμό και παλαιοημερολογιτισμό, τον πνευματισμό, την εκκοσμίκευση, ιδιορρυθμία, αντιπαραδοσιακότητα και οικουμενιστική κίνηση, τον ευσεβισμό των θρησκευτικών οργανώσεων, τον κομματισμό της Εκκλησίας, τους «άφρονες», «άθεους» και «μοιραίους» πολιτικούς, τον πολιτικό γάμο, τον ολυμπισμό και άλλα πολλά επίκαιρα και σοβαρά θέματα.
.........Τα έργα του γνώρισαν επανειλημμένες εκδόσεις, λίαν θετικές κρίσεις, βραβεύσεις και επαίνους και επηρέασαν σημαντικά το κλίμα της εποχής των μέσων του 2Οου αιώνος προς μία στροφή προς τους Πατέρες. Ορισμένα κείμενά του, όπως ήταν φυσικό, γνώρισαν μία μικρή η μεγαλύτερη αντίδραση. Πενήντα (50) βιβλία επί μία υπερπεντηκονταετία, εκατοντάδες άρθρα, επιστολές, συνεντεύξεις και ομιλίες, αποτελούν έναν πλούτο και αξίζει η πλήρης καταγραφή του για μια εμπεριστατωμένη θεοκλητική βιβλιογραφία.
.........Ο Γέροντας Θεόκλητος Διονυσιάτης αποτελεί πλατύλιθο της νεώτερης αγιορειτικής ιστορίας και γραμματείας, ονομαστός και πανευφήμως γνωστός, για τους πολλούς λόγους του και τα ωραία έργα του. Σε μια δύσκολη και κρίσιμη εποχή έγκαιρα και έγκυρα προσέφερε και κατέθεσε την υπερχιλιόχρονη αγιορειτική μαρτυρία, σε έναν κόσμο αρνητικά τοποθετημένο στον ιερό ησυχασμό και τον αγιοτρόφο μοναχισμό. Πριν τη σημερινή αγιορειτική άνθηση, για την οποία εργάσθηκε, υπήρξε «η φωνή του πατρός Θεοκλήτου Διονυσιάτου το εντρύφημα όσων καλοπροαίρετων ανθρώπων ζητούσαν λόγον αληθείας και φωνήν βοώντος εκ της ερήμου, αλλά και όσων με σκεπτικισμό και επιφυλάξεις ατένιζαν τον αγιορειτικό μοναχισμό εν αναμονή του τέλους του...». 

.........Ο Γέρων Θεόκλητος με ζήλο, θέρμη και πάθος, συνέπεια και πιστότητα μίλησε για την ακραιφνή ορθόδοξη παράδοση, παρουσιάζοντας την αναγκαιότητα επανόδου στη ζωή του νηπτικού λόγου, δια ερμηνειών των αγιοπατερικών γραφών, τερπνών προσωπογραφιών, γλαφυρών βιογραφήσεων και φιλοκαλικών εκδόσεων. Μαζί με τον Γέροντά του Γαβριήλ, τον Γ. Φιλόθεο Ζερβάκο, τον π. Χαράλαμπο Βασιλόπουλο, τους εκδότες Σ. Σχοινά και αδελφούς Παπαδημητρίου και τους φίλους Φ. Κόντογλου, Κ. Μπαστιά, Β. Μουστάκη και Π. Πάσχο απετελέσθη σε μια εποχή, που όπως γράφει ο ίδιος, «διεκρίνετο για τον ηθικισμό της, το αντιπατερικό και αντιπαραδοσιακό πνεύμα» ένας κύκλος φιλορθοδόξων παραδόσεων... Τό κάπως νεοκολλυβαδικό αυτό κίνημα ετάραξε τα λιμνάζοντα αντιπαραδοσιακά ύδατα και πρέπει να ομολογηθή ότι επετελέσθη σημαντικόν έργον, που συνέτεινεν αποφασιστικώς στη στροφή «επί τας πηγάς» των Ορθοδόξων παραδόσεων».
.........Είναι όντως έτσι. Του νεοκολλυβαδικού κινήματος μαχητική φυσιογνωμία υπήρξε ο μακαριστός Γέροντας Θεόκλητος Διονυσιάτης. Του μετανεοκολλυβαδικού κινήματος υπάρχετε κι εσείς Σεβασμιώτατε. Εύχεσθε ταπεινά να συμβαδίζουμε κι εμείς καταθέτοντας οι πένητες το ευαγγελικό δίλεπτο. Τέλος ευχαριστούμε την εύανδρο Ναύπακτο για την προσφορά του ευκλεούς βλαστού της στο Περιβόλι της Παναγίας. Μένοντας εδώ θα γινόταν μάλλον ένας εξαίρετος επιστήμονας η λογοτέχνης, μεταφυτευόμενος και αναγεννώμενος στον ιερό Άθωνα κατέστη σεβάσμιος Γέρων, διδακτικός Πατήρ, Θεόκλητος Μοναχός, Διονυσιάτης περίφημος, Αγιορείτης διάσημος, τέκνον του Θεού ηγαπημένο, θεόφιλος και φιλόθεος, θεοτοκοφιλής και φιλάγιος, φιλάδελφος και φιλότεκνος, φιλάρετος και φιλόκαλος, νεοκολλυβάς και νεοησυχαστής.


Ομιλία του μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, που πραγματοποιήθηκε στο Πνευματικό Κέντρο του ιερού ναού Αγίου Δημητρίου Ναυπάκτου στις 26.2.2006 κατά την εκδήλωση της Ιεράς Μητροπόλεως για το τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο του αειμνήστου Γέροντος Θεοκλήτου Διονυσιάτου.

Πηγή: Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ

ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ ΣΤΙΣ ΚΑΡΥΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΑΠΟ ΤΟ 15ο ΕΩΣ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙ.

ΚΑΡΥΕΣ. ΑΕΡΟΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

Κωνσταντίνος  Βαφειάδης
ΠΗΓΗ: ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΕΣ ΜΝΗΜΕΣ