Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ρουμανικές Ηγεμονίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ρουμανικές Ηγεμονίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2015

ΠΡΩΤΟΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΣΤΙΣ ΡΟΥΜΑΝΙΚΕΣ ΗΓΕΜΟΝΙΕΣ. ΜΕΡΟΣ Β΄

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΡΟΣ Α΄


Ioan Moldoveanu - Καθηγητής

Ένας άλλος Πρώτος που ήρθε στα Πριγκιπάτα υπήρξε ο Κοσμάς. Στην εκκλησία του Προφήτη Ηλία της Κουτλουμουσίου, όπου βρέθηκε το κελί του Κοσμά, ο ηγεμόνας Βλάδ Καλόγηρος έκανε μια δωρεά 1.000 άσπρων στις 29 Αυγούστου 1492[5].
Ύστερα, ο Ράδου ο Μεγάλος δώρισε στο Πρωτάτο ένα ετήσιο επίδομα 3.000 άσπρων συν άλλα 300 διά του παραλήπτη, στις 31 Ιανουαρίου 1500. Τα χρήματα αυτά προορίζονταν για το ναό του Αγίου Νικολάου του Πρωτάτου[6]. Ο ίδιος έκανε και μια άλλη δωρεά στο Πρωτάτο την ημέρα της 27ης Ιανουαρίου 1501[7].
Γύρω στα 1507-1508, ο πρίγκιπας Μπογδάν της Μολδαβίας, γιός του Στεφάνου του Μεγάλου, ξανάκτισε το καθεδρικό ναό του Πρωτάτου, όπως μαρτυρεί η επιγραφή που αυτός ο ίδιος έθεσε τότε[8]. Τούτο, ίσως συνέβη με την προσωπική επέμβαση του Κοσμά. Αλλά και ο Στέφανος φαίνεται ότι είχε τη συμβολή του στο Πρωτάτο. Αλλιώς, δεν εξηγείται η παρουσία του ονόματός του στα δίπτυχα της Κοινότητας[9].
Πιστεύουμε ότι, με τα χρήματα του Μπογδάν ή του κάποιου άλλου ηγεμόνα της Βλαχίας, οικοδομήθηκε ο νάρθηκας του Πρωτάτου[10].
Μια ιδιαίτερη σχέση των ρουμανικών χωρών μετά του Άθωνος δημιουργήθηκε χάρη στον Πρώτο Γαβριήλ, μαθητή του μεγάλου Μητροπολίτη Νήφωνα της Ουγγροβλαχίας (1505-1508)[11]. Ο Γαβριήλ ήταν Πρώτος του Αγίου Όρους κατά την περίοδο 1515-1518 και το 1517 είχε βρεθεί στο Curtea de Argeş, στα εγκαίνια του μεγαλειώδους ναού του Νεαγκόε Μπασσαράμπα, ηγεμόνα της Βλαχίας. Οι σχέσεις του Γαβριήλ με τις Παραδουνάβιες Χώρες δεν περιορίστηκαν στη Βλαχία, διότι επισκέφθηκε και την ηγεμονική Αυλή της Μολδαβίας, όπου ηγεμόνευε τότε ο γιός του Στεφάνου, ο Μπογδάν.
Είναι γνωστό ένα γράμμα του Γαβριήλ προς τον Τρανσυλβανό πρίγκιπα Ιωάννη Ζαπόλυα, σχετικά με τη διδασκαλία του Λουθέρου[12].
Ένας άλλος Πρώτος που έγραψε το όνομά του στα χρονικά των ρουμανο-αθωνικών επαφών υπήρξε ο Σεραφείμ, του οποίου η παρουσία στις Ρουμανικές Χώρες πιστοποιείται από πολλά έγγραφα. Είναι εκείνος που έπεισε τον Πέτρου Ράρες της Μολδαβίας να προσφέρει οικονομική ενίσχυση το 1546 στο Πρωτάτο.
Μια άλλη στιγμή στην ιστορία των σχέσεων αυτών είναι η ηγεμονία του Αλεξάνδρου Λαπουσνεάνου (Alexandru Lăpuşneanu). Όταν πέθανε αυτός, η σύζυγός του συνέχισε τις ευεργεσίες. Είναι γνωστό το γεγονός ότι η κυρία Ρουξάνδρα προσέφερε το 1568 ένα τεράστιο ποσό για όλο το Άγιον Όρος, ώστε να μπορέσει αυτό να ξαναγοράσει τις περιουσίες που Εβραίοι τραπεζίτες υποθήκευσαν στη Θεσσαλονίκη. Πρόκειται για ένα ποσό ύψους 165.000 άσπρων, δηλαδή 1.700 χρυσά νομίσματα[13].
Παρ’όλα αυτά, η κατάσταση δεν βελτιώθηκε πολύ και τα χρέη του Πρωτάτου και ολόκληρου του Όρους αυξάνονταν μέρα με μέρα[14]. Από την άλλη πλευρά, οι Τούρκοι, βλέποντας ότι τα χρέη αυτά πληρώνονταν, αύξαναν το χαράτσι, ώστε, το 1621, το έκαναν 80.000 γρόσια[15].
Κατά την περίοδο εκείνη, ο θεσμός του Πρώτου θα χάσει τη σημασία του και θα αντικατασταθεί από τη Μεγάλη Σύναξη, η οποία αποφασίζει στο όνομα ολόκληρης της Κοινότητας[16].
[Συνεχίζεται]

[5] Documenta Romaniae Historica. Ţara Românească (DRH) (Τα έγγραφα της ρουμάνικης ιστορίας. Η Ρουμάνικη Χώρα), Βουκ., 1966, σ. 370-371, αρ. 231.

[6] D. P. BOGDAN, Diplomatica slavo-română în sec. XIV-XV (Η σλαβο-ρουμάνικη διπλωματική στους 14ο-15ο αι.), București, 1938, σ. 93; N. DOCAN, Studii privitoare la numismatica Ţării Româneşti (Μελέτες που αφορούν τη νομισματολογία της Ρουμάνικης Χώρας), “AARMSI”, σειρ. ΙΙ, τομ. XXXII, 1909/10, σ. 539; D. P. D. P. BOGDAN, Despre daniile româneşti la Athos, “Arhiva românească”, VI, 1941, σ. 17; Gh. MOISESCU, Contribuţia românească pentru susţinerea Ortodoxiei în cursul veacurilor, “Ortodoxia”, 2, 1953, σ. 244.

[7] DRH, Țara Românească, II, σ. 3-5, αρ. 1.

[8] G. MILLET, J. PARGOIRE, L. PETIT, Recueil des inscriptions chretiennes de l’Athos, Παρίσι, 1904, σ. 1,αρ. 1; IORGA, Muntele Athos…, σ. 469-70; BODOGAE, Ajutoarele…., σ. 82.

[9] Στο ιερό βήμα του καθεδρικού ναού είχε δεί ο Πορφίριος Ουσπένσκυ τα δίπτυχα που περιλαμβάνουν ονόματα μερικών ηγεμόνων της Μολδοβλαχίας. Μεταξύ αυτών βρίσκεται το όνομα του Στεφάνου – βλ. Η πρώτη περιοδεία του 1846 στα μοναστήρια και στις σκήτες του Άθωνος (ρωσικά), Πετρούπολη, 1880, σ. 270 στον BOGDAN, Despre daniile…., σ. 17; MILLET, PETIT, PARGOIRE, Recueil…., σ. 1, αρ. 5-6;  M. BEZA, Biblioteci mănăstireşti la Muntele Athos (Μοναστηριακές βιβλιοθήκες στο Άγιον Όρος), “Analele Acad. Rom. Memoriile Secțiunii Literare (AARMSL)”, σειρ. ΙΙΙ, τομ. VII, mem. 3, 1934, σ. 56.

[10] G. MILLET, Monuments de l’Athos, Παρίσι, 1927, χάρτη αρ. 57.

[11] Αναφερθήκαμε ήδη στο πολύ σημαντικό έργο του Γαβριήλ ΠΡΩΤΟΥ, Viaţa Sfântului Nifon, το οποίο εγράφη μεταξύ των ετών 1517-1521 και εκδόθηκε στα ρουμανικά τρείς φορές: το έτος 1937 με μετάφραση του Tit SIMEDREA, το 1944 του Vasile GRECU και το 1969 των G. MIHĂILĂ και Dan ZAMFIRESCU.

[12] Denisse PAPACHRISSANTOU, Actes de Protaton, Παρίσι, 1976, σ. 145, παραπ. 346.

[13] Petre NASTUREL, Le Mont Athos, σ. 211. Γίνεται λόγος για 2.700 χρυσά νομίσματα, αλλά πιστεύουμε ότι είναι λάθος.

[14] Κοσμάς ΒΛΑΧΟΣ, Ἠ Χερσόνησος τοῦ Ἀγίου Ὀρους τοῦ Ἄθωνος καὶ αὶ ἐν ἀυτῆ μοναὶ καὶ οι μοναχοί πάλαι καὶ τε νῦν, Βόλος, 1903, σ. 92; Ιωάννης ΜΑΜΑΛΑΚΗΣ, Το Αγιον Ορος διά μέσου των αιώνων, Θεσσαλονίκη, 1971, σ. 262.

[15] Γ. ΤΣΙΟΡΑΝ, Σχέσεις των Ρουμανικών Χωρών…, σ. 87. Λόγω χρηματικής υποτίμησης, το χαράτσι, που έως τότε πληρωνόταν σε άσπρα, θα πληρώνεται από την αρχή του 17ου αιώνα και έπειτα σε γρόσια (100 άσπρα=1 γρόσι). Δηλαδή, τα 80.000 γρόσια έβγαιναν 800.000 άσπρα – βλ. ΜΑΜΑΛΑΚΗΣ, Το Αγιον Ορος διά μέσου των αιώνων, σ. 266.

[16] Χριστόφορος ΚΤΕΝΑΣ, Ἄπαντα τά ἐν Ἀγίω Ὀρει ιερά καθιδρύματα εὶς 26 ἐν ὀλω ἀνερχόμενα καὶ αὶ πρός δούλον ἐθνος ὑπηρεσίαι ἀυτῶν, Αθήναι, 1935, σ. 234. Φαίνεται ότι η Σύναξη έλαβε την ηγεσία κατά το 1660 ή λίγο πιο πριν, όπως πληροφορούμαστε από μια απόφασή της. Αυτή η απόφαση αφορούσε τον τρόπο πληρωμής του χρέους που είχε η μονή Δοχειαρίου: η Μεγίστη Λαύρα έπρεπε να συμβάλει με 110 γρόσια, οι μονές Βατοπαιδίου και Χιλανδαρίου ανά 100, η μονή Ιβήρων 85, η μονή Διονυσίου 60, η μονή του Αγίου Παύλου 35 κ.τ.λ. Μόνο οι μονές Φιλοθέου, Κωσταμονίτου και του Αγ. Παντελεήμονος απαλάσσονταν εξαιτίας της μεγάλης τους φτώχειας – Ph. MEYER, Die Haupturkunden fur die Geschichte der Athoskloster, Λιψία, 1894, σ. 67; ΜΑΜΑΛΑΚΗΣ, Το Αγιον Ορος διά μέσου των αιώνων, σ. 266.

Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2015

ΤΟ ΠΡΩΤΑΤΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΚΑΙ ΟΙ ΡΟΥΜΑΝΙΚΕΣ ΗΓΕΜΟΝΙΕΣ


Ioan Moldoveanu 


ΚΑΡΥΕΣ – ΠΡΩΤΑΤΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
        ΚΑΙ ΟΙ ΡΟΥΜΑΝΙΚΕΣ ΗΓΕΜΟΝΙΕΣ ΔΙΑ ΜΕΣΟΥ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ            
       


Κατά την μακρά περίοδο των ρουμανο-αθωνικών σχέσεων, πέντε, περίπου, αιώνων, οι Καρυές, ως γεωγραφικό και πολιτικό κέντρο του Αγίου Όρους, κατείχαν μια ξεχωριστή θέση ανάμεσα στα άλλα μοναστήρια. Αν και οι πρώτες μονές ήταν η Μεγίστη Λαύρα και η Ιβήρων, το ιεραρχικό κέντρο το έκτισε ο Άγιος Αθανάσιος, στις Καρυές[1]. Ονομάστηκε “Πρωτάτον”, από την ονομασία του θεσμού του “πρώτου” που αποτελούσε την αρχή της κοινότητας.
  Οι επαφές των Ρουμάνων με το Πρωτάτο είναι παλαιές και φαίνονται από τα 1.110 ρουμανικά έγγραφα, τα οποία ανακαλύφθηκαν σ’αυτό από τους σύγχρονους Ρουμάνους ερευνητές Dumitru Năstase και Florin Marinescu, στην αποστολή τους του 1986. Το παλαιότερο έγγραφο που διασώθηκε ανήκει στο Μολδαβό ηγεμόνα Πέτρου Ράρες και ανάγεται στις 15 Φεβρουαρίου 1546.
Ο αριθμός των ηγεμονικών εγγράφων πλησιάζει τα 334, δηλαδή 30% του συνόλου των ευρεθέντων ρουμανικών εγγράφων. Αυτά προέρχονται από 47 Μολδαβούς ηγεμόνες και τέσσερις Βλάχους και αφορούν, γενικά, τα ρουμανικά μετόχια του Πρωτάτου. Τα άλλα φέρουν την υπογραφή ορισμένων Μολδαβών επισκόπων, μητροπολιτών, αρχιμανδρίτων, ηγουμένων και μέλων του Ντιβανιού[2].


Ένα μέρος των εγγράφων αυτών, που καλύπτει την χρονική περίοδο από το 1668 και έπειτα, εξετάστηκε από τον Έλληνα ερευνητή Χαράλαμπο Γάσπαρη, το 1982. Αυτός ταξινόμησε πολλά ρουμανικά έγγραφα που ανήκουν στην ως άνω περίοδο, τα οποία περιλαμβάνονται στους 45 κώδικες. Πρόκειται για γράμματα, από τα οποία πολλά είναι συστατικά της Μεγάλης Σύναξης για υποψήφιους ηγουμένους των μετοχίων της Μολδοβλαχίας, εξοφλητικά ηγουμένων, επιστατών και επιτρόπων προς τη Μεγάλη Σύναξη, μετά τη λήξη της θητείας τους, ενημερωτικά μεταξύ της Κοινότητας και των προσώπων με τα οποία είχε συναλλαγές. Υπάρχει επίσης μια πλούσια αλληλογραφία μεταξύ των Οικουμενικών Πατριαρχών και της Κοινότητας του Αγίου Όρους, αλλά και μεταξύ αυτής της τελευταίας και των ηγουμένων των μετοχίων ή των Εξάρχων στα Πριγκιπάτα. Επίσης, σώζονται γράμματα των ηγεμόνων των παραδουνάβιων Πριγκιπάτων προς τη Σύναξη, τα οποία αφορούν όχι μόνο το Πρωτάτο, αλλά και άλλα αθωνικά μοναστήρια. Είναι δυνατόν να βρεί ο ερευνητής πολλούς καταλόγους χρεών, εσόδων-εξόδων, ελεημοσυνών, κειμηλίων, χειρογράφων, βιβλίων που αφορούν προπαντός τα δύο μετόχια του Πρωτάτου στο Βουκουρέστι και στο Ιάσι: τις μονές Κοτροτσανίου και Τριών Ιεραρχών[3].
Αν και το παλαιότερο γνωστό έγγραφο ανήκει στον Πέτρου Ράρες, δε σημαίνει ότι τότε άρχισαν οι σχέσεις αυτές για τις οποίες μιλάμε. Οι σχέσεις αυτές άρχισαν πολύ πιο παλαιά, κατά το 1369, όταν στη Βλαχία βρέθηκε ο Πρώτος του Αγίου Όρους, Χαρίτων. Εκείνη την χρονιά, ο τότε ηγεμόνας, Βλάδισλαβ Α΄, έστειλε στον Πρώτο ένα γράμμα σχετικά με τους Ρουμάνους μοναχούς της μονής Κουτλουμουσίου, παρακαλώντας τον να αλλάξει το κοινοβιακό καθεστώς σε ιδιόρρυθμο. Πολύ δύσκολα, όμως, ο Χαρίτων ενέκρινε την αίτηση του ηγεμόνα, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα την αύξηση του αριθμού των Ρουμάνων μοναχών στη μονή Κουτλουμουσίου. Δεν επιμένουμε επάνω σ’αυτό το πολύ γνωστό επεισόδιο που άλλωστε βασίζεται σε μια πολύ πλούσια βιβλιογραφία[4]. Αυτή η ευκαιρία είχε αποτέλεσμα να γίνει ο Βλάδισλαβ κτίτορας στην Κουτλουμουσίου, κατ’αίτηση των εκεί μοναχών. Γι’αυτό, η μονή Κουτλουμουσίου έμεινε στη συνείδηση των Αθωνιτών ως “Λαύρα της Ρουμανικής Χώρας”. Ο Χαρίτων έγινε και Μητροπολίτης της Ουγγροβλαχίας σε νέα θέση που δημιούργησε τότε το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
[Συνεχίζεται]

[1]   A. A. VASILIEV, Histoire de l’empire bzyantin, Παρίσι, 1932, Ι, σ. 445.

[2] Φλορίν ΜΑΡΙΝΕΣΚΟΥ, Τα ρουμανικά έγγραφα του Πρωτάτου και των μονών Ξηροποτάμου, Κουτλουμουσίου, Διονυσίου και Ιβήρων του Αγίου Όρους. Πρόδρομη παρουσίαση, “Τετράδια εργασίας”, ΚΝΕ/ΕΙΕ, 1987, αρ. 11, σ. 213-4; Φλορίν ΜΑΡΙΝΕΣΚΟΥ, Valorificarea documentelor româneşti de la Muntele Athos la Centrul de cercetări neogreceşti din Atena (Η αξιολόγηση των ρουμανικών εγγράφων του Αγίου Όρους στο Κέντρο νεοελληνικών ερευνών της Αθήνας), “Anuarul Institutului de istorie şi arheologie –  A. D. Xenopol”, XXVI/1, 1989, Ιάσι, σ. 500-502. Αυτά τα δύο έργα περιέχουν τον κατάλογο των ηγεμόνων που εξέδωσαν τα 334 χρυσόβουλλα – βλ. και Φλορίν ΜΑΡΙΝΕΣΚΟΥ, Τα ρουμανικά αρχεία του Αγίου Όρους. Σημαντική πηγή για την ιστορία του, “Διεθνές Συμπόσιο. Το Άγιον Όρος, χθές, σήμερα, αύριο, 29 Οκτ.-1η Νοεμβ. 1993”, Θεσσ/νίκη, 1996, σ. 195.

[3] Χ. ΓΑΣΠΑΡΗ, Ἀρχείο Πρωτάτου. Ἐπιτομές μεταβυζαντινών ἐγγράφων, “Αθωνικά Σύμμεικτα”, 2, Αθήνα, 1991. Μας ενδιαφέρουν ιδιαίτερα οι κώδικες οι οποίοι περιέχουν σημαντικά κυρόβουλλα, λογαριασμούς εσόδων-εξόδων των ρουμανικών μετοχίων και πολλά άλλα δεδομένα. Ο μεγαλύτερος όγκος του αρχείου του Πρωτάτου, οι κώδικες αρ. 8-45, περιλαμβάνει κατάστιχα εσόδων-εξόδων της Κοινότητας, των επιτροπών του Αγίου Όρους στην Κωνσταντινούπολη και της μονής Τριών Ιεραρχών στο Ιάσι. Ανάμεσα στα κυρόβουλλα βρίσκεται το αφιερωτήριο του Ιωάννη Σερμπάν Καντακουζηνού (1682) υπέρ της μονής Κοτροτσανίου.

[4] Pr. Prof. Mircea PĂCURARIU, Istoria Bisericii Ortodoxe Române, I, București, 1992, σ. 267-269. Για τη σχέση του Χαρίτωνος με τον Βλάδισλαβ (ή Vlaicu Vodă) – βλ. τον Γ. ΤΣΙΟΡΑΝ, Σχέσεις των Ρουμανικών Χωρών μετά του Αθω και δη των μονών Κουτλουμουσίου, Λαύρας, Δοχειαρίου και Αγίου Παντελείμονος η των Ρώσων, Atena, 1938, σ. 96-101. Κατά την γνώμη του Iorga, ο Χαρίτων ήταν ο πρώτος Αθωνίτης μοναχός που ήρθε σε επαφή με τις Ρουμανικές Χώρες – βλ. Muntele Athos în legătură ţările noastre, “Analele Acad. Rom. Memoriile Secț’iunii Istorice” (AARMSI), 36, 1913-1914, σ. 459; Pr. Theodor BODOGAE, Ajutoarele româneşti la mănăstirile din Sfântul Munte Athos, Sibiu, 1940, σ. 70-1; Petre NĂSTUREL, Le Mont Athos et les Roumains, Roma, 1986, σ. 39-41.