Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κυριακή των Βαίων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κυριακή των Βαίων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 9 Απριλίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΙΩΝ: ΕΙΣΟΔΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ

μοναχός Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης

Κυριακή τῶν Βαΐων:

 Εἰσοδεύοντας μέ τόν Χριστό στή Μεγάλη Ἑβδομάδα

 

Μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ βρισκόμαστε στή ἀρχή τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος. Φθά­νο­ντας ἡ πο­ρεί­α μας πρός τό Πάσχα, στό ἀ­πο­κο­ρύ­φω­μά της, ἑ­ορ­τά­ζουμε ἤδη τήν Κυριακή τῶν Βαΐων τήν θρι­αμ­βευ­τι­κή εἴ­σο­δο τοῦ Χρι­στοῦ στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, ὁπότε ὑποδεχόμαστε κι ἐμεῖς τόν σιωπηλό, προβληματισμένο καί κατά πάντα περίλυπο Ἰησοῦ, πού εἰσέρχεται στήν Ἁγία Πόλη.

 

Η ΒΑΙΟΦΟΡΟΣ. ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ ΣΤΟ ΚΥΡΙΑΚΟ ΤΗΣ ΣΚΗΤΗΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΩΝ. 18 ΑΙΩΝΑ

Στήν ὀρθόδοξη εἰκονογραφία τῆς ἑορτῆς τῆς Κυ­ρι­α­κῆς τῶν Βα­ΐ­ων, ἄν σταθοῦμε μπροστά στήν εἰκόνα, θά παρατηρήσουμε ὅτι τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ ἔχει μία περίσκεψη καί φαίνεται νά ἀπέχει ἀπό τά ὅσα συμβαίνουν γύρω του. Γι᾿ αὐτό καί σιωπᾶ⋅ δέν χαιρετᾶ⋅ δέν εὐλογεῖ⋅ δέν θαυματουργεῖ⋅ δέν προσέχει στά Ὠσσανά. Ὅλ᾿ αὐτά γνωρίζει ὅτι εἶναι τά σημάδια μιᾶς πορείας πού μέλλει νά διανύσει.

 Γι᾿ αὐτό κι ἐμεῖς, δέν πρέ­πει νά πα­ρα­μεί­νου­με στούς πα­νη­γυ­ρι­σμούς τῆς ἡ­μέ­ρας αὐ­τῆς. Ὁ Χρι­στός ἐ­πεί­γε­ται νά σταυ­ρώ­σει τήν ἁ­μαρ­τί­α, γι­ά νά θα­να­τώ­σει τό θά­να­το καί νά ἀ­να­στή­σει τόν ἄν­θρω­πο. Ἄν ἐ­πι­θυ­μοῦ­με βα­θει­ά νά ἑ­νω­θοῦ­με μέ τόν Χρι­στό καί νά μπο­ρέ­σου­με νά βρε­θοῦ­με δί­πλα Του τή στι­γμή τῆς δό­ξας Του, ὁ­φεί­λου­με νά Τόν ἀ­κο­λου­θή­σου­με στό Πά­θος Του· νά συ­σταυ­ρω­θοῦ­με καί συ­ντα­φοῦ­με μ᾿ Αὐ­τόν.

 Πρέ­πει νά ἔ­χου­με συ­νε­χῶς πνευ­μα­τι­κή ἐ­γρή­γορ­ση καί νά μήν εἴ­μα­στε ρά­θυ­μοι σάν τίς «μω­ρές» ἐ­κεῖ­νες Παρ­θέ­νες τῆς πα­ρα­βο­λῆς, μι­ά πού ὁ Νυμ­φί­ος ἔρ­χε­ται «ἐν τῷ μέ­σῳ τῆς νυ­κτός». Βέ­βαι­α ὁ νυμ­φί­ος τῆς ψυ­χῆς μας Χρι­στός, ἔρ­χε­ται πά­ντο­τε καί μέ πολ­λές μορ­φές, κά­θε στι­γμή τῆς ζω­ῆς μας. Ἄς εἴ­μα­στε λοι­πόν ἄ­γρυ­πνοι πνευ­μα­τι­κά καί ἄς ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε, ὥ­στε νά μή μεί­νου­με ἔ­ξω ἀ­πό τήν Βα­σι­λεί­α Του.

 Ὁ Κύ­ρι­ος, πρίν ἀ­πό τό Μυ­στι­κό Δεῖ­πνο, ζώ­στη­κε τό «λέ­ντι­ο­ν» καί ἔ­πλυ­νε τά πό­δι­α τῶν μα­θη­τῶν Του, δεί­χνο­ντάς μας ὅ­τι ὁ δρό­μος πού ὁ­δη­γεῖ στή θέ­ω­ση, περ­νά­ει ἀ­πό τήν πύ­λη τῆς τα­πει­νώ­σε­ως καί τῆς ἐν Χρι­στῷ κοι­νω­νί­ας μέ τό συ­νάν­θρω­πο (Ἀκολουθία τοῦ Νι­πτῆρος). Μό­νο ἔ­τσι θά μπο­ρέ­σου­με νά συμ­με­τέ­χου­με στό κα­τε­ξο­χήν μυ­στή­ρι­ο τῆς συ­να­ντή­σε­ως τοῦ ἀν­θρώ­που μέ τόν Χρι­στό, πού εἶ­ναι καί τό κέ­ντρο τῆς ζω­ῆς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας· τό μυστήριο τῆς Θεί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας (Με­γά­λη Πέ­μπτη).

 Συ­μπο­ρευ­ό­με­νοι νο­ε­ρά μέ τόν Χρι­στό στό δρό­μο γι­ά τόν Γολ­γο­θᾶ, ἄς στα­θοῦ­με κι ἐ­μεῖς κά­τω ἀ­πό τό Σταυ­ρό. Κι ἐ­κεῖ πού Ἐ­κεῖ­νος θά σταυ­ρώ­νε­ται γι­ά τίς δι­κές μας ἁ­μαρ­τί­ες, ἄς σταυ­ρώ­σου­με τά πά­θη μας· «Τάς αἰ­σθή­σεις ἡ­μῶν κα­θα­ράς τῷ Χρι­στῷ πα­ρα­στή­σω­μεν, καί ὡς φί­λοι τάς ψυ­χάς ἡ­μῶν θύ­σω­μεν δι’ αὐ­τόν, καί μή ταῖς με­ρί­μναις τοῦ βί­ου, συ­μπνι­γῶ­μεν ὡς ὁ Ἰ­ού­δας...» θά ψάλλουμε στό α΄ ἀ­ντί­φω­νο τῆς Ἀ­κο­λου­θί­ας τῶν Πα­θῶν. Τό ἦθος τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι σταυροαναστάσιμο.

  Νε­κρός πά­νω στό Σταυ­ρό, ἔ­ξω ἀ­πό τά τεί­χη τῆς Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, καί με­τά τήν Ἀ­νά­στα­σή Του, τήν τρί­τη ἡ­μέ­ρα «κα­τά τάς Γρα­φά­ς», ὁ Χρι­στός συ­νε­χί­ζει νά πε­θαί­νει καί νά ἀ­να­σταί­νε­ται, μυ­στι­κά, μυ­στη­ρι­α­κά, μέ­χρι τό τέ­λος τοῦ κό­σμου τού­του μα­ζί μέ κά­θε ἄν­θρω­πο, τοῦ ὁ­ποί­ου «ἐ­νε­δύ­θη­» τό πρό­σω­πο.

 Δέν ἔ­χου­με λοι­πόν πα­ρά νά ἀ­να­ση­κώ­σου­με τή βα­ρι­ά πλά­κα τῆς πέ­τρι­νης καρ­δι­ᾶς μας πού σκε­πά­ζει μέ­σα μας, ὡς ἄλ­λος τά­φος, τόν Κύ­ρι­ο τῆς ζω­ῆς καί τοῦ θα­νά­του. Τό­τε Αὐ­τός, δί­χως ἄλ­λο, θά ἐ­γερ­θεῖ, ὅ­πως καί τή νύ­κτα ἐ­κεί­νη ὅ­που τά «πά­ντα πε­πλή­ρω­ται φω­τός, οὐ­ρα­νός τε καί γῆ καί τά κα­τα­χθό­νι­α», ὅπως ψάλλουμε στόν ἀ­να­στά­σι­μο κα­νό­να, συ­νε­γεί­ρο­ντας κι ἐ­μᾶς μέ τή λυ­τρω­τι­κή Του πα­ρου­σί­α.

  Ὁ κα­θέ­νας πού, ἔ­στω καί γι­ά μί­α μό­νο φο­ρά, ἔ­ζη­σε αὐ­τή τή νύ­χτα «τή σω­τή­ρι­ο, τή φω­ταυ­γή καί λα­μπρο­φό­ρο», καί πού γεύ­τη­κε ἐ­κεί­νη τή μο­να­δι­κή χα­ρά, γνω­ρί­ζει ὅ­τι τό Πά­σχα εἶ­ναι κά­τι πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό μί­α ἑ­ορ­τή· πο­λύ πέ­ρα ἀ­πό μί­α ἐ­τή­σι­α ἀ­νά­μνη­ση ἑ­νός ἱ­ε­ροῦ γε­γο­νό­τος πού πέ­ρα­σε.

 Τό Πά­σχα μᾶς εἰ­σά­γει σ᾿ ἕ­ναν ἄλ­λο αἰ­ώ­να, σέ μί­α νέ­α δι­ά­στα­ση πού προ­α­ναγ­γέ­λει τόν ἀ­να­με­νό­με­νο κό­σμο· Βα­σι­λεί­α πού εἶ­ναι ἤ­δη πα­ροῦ­σα, μυ­στι­κά καί ὀ­ντο­λο­γι­κά ἀ­νά­με­σά μας·  «Ὦ Πά­σχα τό μέ­γα καί ἱ­ε­ρώ­τα­τον, Χρι­στέ. Ὦ Σο­φί­α καί Λό­γε τοῦ Θε­οῦ καί Δύ­να­μις· δί­δου ἡ­μῖν ἐ­κτυ­πώ­τε­ρον Σοῦ με­τα­σχεῖν ἐν τῇ ἀ­νε­σπέ­ρῳ ἡ­μέ­ρᾳ τῆς Βα­σι­λεί­ας Σου­», θά ψάλλουμε στόν ἀ­να­στά­σι­μο κα­νό­να.

 Τό Πά­σχα πα­νη­γυ­ρί­ζου­με τήν Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Χρι­στοῦ· «θα­νά­του τήν νέ­κρω­ση, Ἄ­δου τήν κα­θαί­ρε­σιν, ἄλ­λης βι­ο­τῆς τῆς αἰ­ω­νί­ου ἀ­παρ­χήν...», ὅ­πως θά ψάλ­λου­με στόν ἀ­να­στά­σι­μο Ὄρ­θρο. Καί αὐ­τή ἡ «ἄλ­λη βι­ο­τή», ἡ νέ­α ζω­ή πού πρίν δύ­ο χι­λι­ά­δες χρό­νι­α «ἀ­νέ­τει­λεν ἐκ τοῦ τά­φου», προ­σφέρ­θη­κε σ᾿ ὅ­λους μας.

  Ὅ­λοι ὅ­σοι πι­στεύ­ου­με στόν ἀ­να­στη­μέ­νο Χρι­στό, λά­βα­με τό δῶ­ρο αὐ­τῆς τῆς νέ­ας ζω­ῆς κα­θώς καί τή δύ­να­μη νά τήν ἀ­πο­δε­χθοῦ­με καί νά ζή­σου­με δι­ά μέ­σου της· τή δύ­να­μη νά ἀ­ντι­με­τω­πί­σου­με κά­θε κα­τά­στα­ση αὐ­τοῦ τοῦ κό­σμου, ἀ­κό­μα καί αὐ­τόν τόν ἴ­δι­ο τό θά­να­το· μι­ά πού μέ τό δι­κό του σταυ­ρι­κό θά­να­το ὁ Χρι­στός, ἄλ­λα­ξε τή φύ­ση ἀ­κρι­βῶς τοῦ θα­νά­του. Τόν ἔ­κα­νε πέ­ρα­σμα-δι­ά­βα­ση-«Πά­σχα» στή Βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν, με­τα­μορ­φώ­νο­ντας τή δρα­μα­τι­κό­τε­ρη καί τρα­γι­κό­τε­ρη στι­γμή τοῦ ἀν­θρώ­που σέ αἰ­ώ­νι­ο θρί­αμ­βο. Μέ τό «θα­νά­τῳ θά­να­τον πα­τή­σας», ὁ Χρι­στός μᾶς ἔ­κα­νε με­τό­χους τῆς Ἀ­να­στά­σε­ώς Του.

  Τό Πά­σχα εἶ­ναι ἡ θύ­ρα, ἀ­νοι­χτή κά­θε χρό­νο, πού ὁ­δη­γεῖ στήν ὑ­πέρ­λα­μπρη Βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν. Εἶ­ναι ἡ πρό­γευ­ση τῆς αἰ­ώ­νι­ας καί ἀ­πε­ρί­γρα­πτης χα­ρᾶς καί εὐ­φρο­σύ­νης πού πε­ρι­μέ­νει ὅ­σους, ἀ­φοῦ συ­σταυ­ρώ­θη­καν μέ τόν Χρι­στό, συ­να­να­στή­θη­καν μα­ζί Του, ἀ­πό τή νέ­κρω­ση πού εἶ­χαν ἐ­πι­φέ­ρει στή ψυ­χή τους τά πά­θη..

  Γιατὶ ὅπως ὁ Χριστός, ἔτσι κι ἐμεῖς, ἀπὸ τὴ θλίψη τοῦ Σταυροῦ καὶ τοῦ πάθους, ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὸ θάνατο, φθάνουμε στὴ χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως, πρὸς τὴν ὁποία καὶ πορεύομαστε μὲ κουράγιο καὶ δύναμη.

  Στήν πορεία πρός τήν συνάντησή μας μέ τόν ἀναστημένο Χριστό, τόν Θεό μας, στόν ὁποῖο πρέπει κάθε δόξα, τιμή καί προσκύνηση, στούς αἰώνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν!   

Κα­λήν Ἀ­νά­στα­ση !

Κυριακή 17 Απριλίου 2022

ΣΥΜΠΟΡΕΥΟΜΕΝΟΙ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΣΤΟ ΠΑΘΟΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ

 Συμπορευόμενοι μέ τόν Χριστό στό Πάθος καί τήν Ἀνάσταση

 

                                                                 τοῦ Δικαίου τῆς Ἱερᾶς Σκήτης Ἁγίας Τριάδος

                                                                      Γέροντος Παταπίου Καυσοκαλυβίτου

 

  Μέ τή χά­ρη τοῦ Θε­οῦ, ἡ ἀ­νη­φο­ρι­κή καί κο­πι­α­στι­κή πο­ρεί­α τῆς Με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς πρός τή συ­νά­ντη­σή μας μέ τόν ἀ­να­στη­μέ­νο Χρι­στό, φθά­νει στό τέ­λος της.

   Στό ἀ­πο­κο­ρύ­φω­μα τῆς πορείας μας πρός τό Πάσχα, ἑ­ορ­τά­ζουμε σήμερα τήν θρι­αμ­βευ­τι­κή εἴ­σο­δο τοῦ Χρι­στοῦ στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, ὁπότε ὑποδεχόμαστε κι ἐμεῖς τόν σιωπηλό, προβληματισμένο καί κατά πάντα περίλυπο Ἰησοῦ, πού εἰσέρχεται στήν Ἁγία Πόλη.

  Στήν ὀρθόδοξη εἰκονογραφία τῆς ἑορτῆς τῆς Κυ­ρι­α­κῆς τῶν Βα­ΐ­ων, ἄν σταθοῦμε μπροστά στήν εἰκόνα, θά παρατηρήσουμε ὅτι τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ ἔχει μία περίσκεψη καί φαίνεται νά ἀπέχει ἀπό τά ὅσα συμβαίνουν γύρω του. 

Γι᾿ αὐτό καί σιωπᾶ δέν χαιρετᾶ δέν εὐλογεῖ δέν θαυματουργεῖ δέν προσέχει στά ὠσσανά. Ὅλ᾿ αὐτά γνωρίζει ὅτι εἶναι τά σημάδια μιᾶς πορείας πού μέλλει νά διανύσει.

   Γι᾿ αὐτό κι ἐμεῖς, δέν πρέ­πει νά πα­ρα­μεί­νου­με στούς πα­νη­γυ­ρι­σμούς τῆς ἡ­μέ­ρας αὐ­τῆς.

   Ὁ Χρι­στός ἐ­πεί­γε­ται νά σταυ­ρώ­σει τήν ἁ­μαρ­τί­α, γι­ά νά θα­να­τώ­σει τό θά­να­το καί νά ἀ­να­στή­σει τόν ἄν­θρω­πο. 


Ἄν ἐ­πι­θυ­μοῦ­με βα­θει­ά νά ἑ­νω­θοῦ­με μέ τόν Χρι­στό καί νά μπο­ρέ­σου­με νά βρε­θοῦ­με δί­πλα Του τή στι­γμή τῆς δό­ξας Του, ὁ­φεί­λου­με νά Τόν ἀ­κο­λου­θή­σου­με στό Πά­θος Του· νά συ­σταυ­ρω­θοῦ­με καί συ­ντα­φοῦ­με μ᾿ Αὐ­τόν.


  Πρέ­πει νά ἔ­χου­με συ­νε­χῶς πνευ­μα­τι­κή ἐ­γρή­γορ­ση καί νά μήν εἴ­μα­στε ρά­θυ­μοι σάν τίς «μω­ρές» ἐ­κεῖ­νες Παρ­θέ­νες τῆς πα­ρα­βο­λῆς, μι­ά πού ὁ Νυμ­φί­ος ἔρ­χε­ται «ἐν τῷ μέ­σῳ τῆς νυ­κτός». Βέ­βαι­α ὁ νυμ­φί­ος τῆς ψυ­χῆς μας Χρι­στός, ἔρ­χε­ται πά­ντο­τε καί μέ πολ­λές μορ­φές, κά­θε στι­γμή τῆς ζω­ῆς μας. Ἄς εἴ­μα­στε λοι­πόν ἄ­γρυ­πνοι πνευ­μα­τι­κά καί ἄς ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε, ὥ­στε νά μή μεί­νου­με ἔ­ξω ἀ­πό τήν Βα­σι­λεί­α Του.


   Ὁ Κύ­ρι­ος, πρίν ἀ­πό τό Μυ­στι­κό Δεῖ­πνο, ζώ­στη­κε τό «λέ­ντι­ο­ν» καί ἔ­πλυ­νε τά πό­δι­α τῶν μα­θη­τῶν Του, δεί­χνο­ντάς μας ὅ­τι ὁ δρό­μος πού ὁ­δη­γεῖ στή θέ­ω­ση, περ­νά­ει ἀ­πό τήν πύ­λη τῆς τα­πει­νώ­σε­ως καί τῆς ἐν Χρι­στῷ κοι­νω­νί­ας μέ τό συ­νάν­θρω­πο (ἀκολουθία τοῦ Νι­πτῆρος). Μό­νο ἔ­τσι θά μπο­ρέ­σου­με νά συμ­με­τέ­χου­με στό κα­τε­ξο­χήν μυ­στή­ρι­ο τῆς συ­να­ντή­σε­ως τοῦ ἀν­θρώ­που μέ τόν Χρι­στό, πού εἶ­ναι καί τό κέ­ντρο τῆς ζω­ῆς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας· τό μυστήριο τῆς Θεί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας (Με­γά­λη Πέ­μπτη).


   Συ­μπο­ρευ­ό­με­νοι νο­ε­ρά μέ τόν Χρι­στό στό δρό­μο γι­ά τόν Γολ­γο­θᾶ, ἄς στα­θοῦ­με κι ἐ­μεῖς κά­τω ἀ­πό τό Σταυ­ρό. Κι ἐ­κεῖ πού Ἐ­κεῖ­νος θά σταυ­ρώ­νε­ται γι­ά τίς δι­κές μας ἁ­μαρ­τί­ες, ἄς σταυ­ρώ­σου­με τά πά­θη μας· 

«Τάς αἰ­σθή­σεις ἡ­μῶν κα­θα­ράς τῷ Χρι­στῷ πα­ρα­στή­σω­μεν, καί ὡς φί­λοι τάς ψυ­χάς ἡ­μῶν θύ­σω­μεν δι’ αὐ­τόν, καί μή ταῖς με­ρί­μναις τοῦ βί­ου, συ­μπνι­γῶ­μεν ὡς ὁ Ἰ­ού­δας...» θά ψάλλουμε στό α΄ ἀ­ντί­φω­νο τῆς Ἀ­κο­λου­θί­ας τῶν Πα­θῶν.


    Νε­κρός πά­νω στό Σταυ­ρό, ἔ­ξω ἀ­πό τά τεί­χη τῆς Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, καί με­τά τήν Ἀ­νά­στα­σή Του, τήν τρί­τη ἡ­μέ­ρα «κα­τά τάς Γρα­φά­ς», ὁ Χρι­στός συ­νε­χί­ζει νά πε­θαί­νει καί νά ἀ­να­σταί­νε­ται, μυ­στι­κά, μυ­στη­ρι­α­κά, μέ­χρι τό τέ­λος τοῦ κό­σμου τού­του μα­ζί μέ κά­θε ἄν­θρω­πο, τοῦ ὁ­ποί­ου «ἐ­νε­δύ­θη­» τό πρό­σω­πο.

  Δέν ἔ­χου­με λοι­πόν πα­ρά νά ἀ­να­ση­κώ­σου­με τή βα­ρι­ά πλά­κα τῆς πέ­τρι­νης καρ­δι­ᾶς μας πού σκε­πά­ζει μέ­σα μας, ὡς ἄλ­λος τά­φος, τόν Κύ­ρι­ο τῆς ζω­ῆς καί τοῦ θα­νά­του. 

Τό­τε Αὐ­τός, δί­χως ἄλ­λο, θά ἐ­γερ­θεῖ, ὅ­πως καί τή νύ­κτα ἐ­κεί­νη ὅ­που τά «πά­ντα πε­πλή­ρω­ται φω­τός, οὐ­ρα­νός τε καί γῆ καί τά κα­τα­χθό­νι­α», ὅπως ψάλλουμε στόν ἀ­να­στά­σι­μο κα­νό­να, συ­νε­γεί­ρο­ντας κι ἐ­μᾶς μέ τή λυ­τρω­τι­κή Του πα­ρου­σί­α. 

Καλήν Ἀνάσταση !

 

                                  Ὁ Δικαῖος τῆς Ἱερᾶς Σκήτης Ἁγίας Τριάδος

                                      Πατάπιος μοναχός Καυσοκαλυβίτης




ΠΗΓΗ: Ρομφαία

Κυριακή 21 Απριλίου 2019

ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΑΣΧΑ. Η ΒΑΙΟΦΟΡΟΣ

 Η Βαϊοφόρος – ερμηνεία της εικόνας
 
Η σκηνή αναφέρεται στην Ευαγγελικά περικοπή που περιγράφει τη θριαμβευτική είσοδο του Χριστού στα Ιεροσόλυμα, έξι ημέρες πριν από το Πάσχα. Για το περιστατικά αυτά μιλούν όλοι οι Ευαγγελιστές: Ματθ. 21: 1-11, Μαρκ. 11:1-10, Λουκ. 19: 29-38, Ιωάν. 12:12-15.
Η εικόνα της Βαϊοφόρου περιγράφει έντεχνα το ιστορικά γεγονός της θριαμβευτικής εισόδου του Χριστού στα Ιεροσόλυμα, αποκαλύπτοντας συχρόνως και το «κεκρυμμένο μυστήριο» καθώς και το βαθύτερο νόημα των συμβάντων. Είναι επίσης η πρώτη στη σειρά των εικόνων εκείνων που αναφέρονται στα Πάθη και την συναντούμε στην εκκλησιαστική τέχνη από τα πρώτα κιόλας χριστιανικά χρόνια, στις Σαρκοφάγους των Κατακομβών.
Στην εικόνα βλέπουμε τον Χριστό καθισμένο σε υποζύγιο και τους Μαθητές να ακολουθούν, με επί κεφαλής τον απόστολο Πέτρο. Η πομπή πορεύεται προς την πύλη της εισόδου της πόλεως, όπου Τον αναμένει πλήθος κόσμου, κρατώντας κλαδιά από βάγια και φοίνικες.
Τα πρόσωπα των ανθρώπων είναι χαρούμενα κι ενθουσιώδη, καθώς θεωρούν ότι ο Χριστός είναι ο αναμενόμενος Μεσσίας που, κατά τις παραδόσεις του ιουδαϊκού λαού, θα ερχόταν Πάσχα στα Ιεροσόλυμα και θα ελευθέρωνε το υπόδουλο έθνος. Με το γεγονός της εισόδου του Χριστού στα Ιεροσόλυμα εκπληρώθηκε η προφητεία του προφήτη Ζαχαρία που λέει: «Χαίρε σφόδρα θύγατερ Σιών˙ κήρυσσε, θύγατερ Ιερουσαλήμ˙ ιδού ο βασιλεύς σου έρχεται σοι δίκαιος και σώζων αυτός, πραΰς και επιβεβηκός επί υποζύγιον και πώλον νέον» (Ζαχ. 9:99).
Αριστερά και πίσω από το σημείο απεικόνισης του Χριστού ζωγραφίζεται βραχώδης τόπος. Έτσι προσδιορίζεται η ακτίνα της πορείας του Χριστού και των Μαθητών από τη Βηθφαγή, που ήταν προάστιο της Ιερουσαλήμ κοντά στο όρος των Ελαιών, προς το κέντρο της πόλεως.
Η σκηνή χαριτώνεται και πλουτίζεται με την παρουσία και τη χαρούμενη συμμετοχή των «ακάκων παίδων του Ισραήλ» τα οποία είτε ανεβασμένα στα δέντρα για το κόψιμο των κλάδων είτε στρώνοντας τα ιμάτιά τους στο δρόμο για την υποδοχή του Χριστού, εκπροσωπούν τις αγνές και άδολες ψυχές που υποδέχονται τον «Βασιλέα της Δόξης».
Ο Χριστός ζωγραφίζεται καθισμένος πλάγια πάνω στο υποζύγιο ευλογών. Έτσι φαίνεται σαν να είναι ένας ένθρονος και δοξασμένος ηγέτης, που επισκέπτεται τους υπηκόους Του. Στο άλλο Του χέρι κρατάει κλειστό ειλητάριο, σύμβολο του νόμου της Καινής Διαθήκης, που πρόκειται να συνάψει με τον άνθρωπο προσφέροντας ως λύτρο το Αίμα Του. Η ελαφρά προς τα πίσω στροφή της κεφαλής Του δίνει την εντύπωση ότι συνομιλεί με τον πρώτο της χορείας των Μαθητών, τον απόστολο Πέτρο. Ο αγιογράφος θέλει μ’ αυτό να επισημάνει ότι ο δοξαζόμενος από το πλήθος ηγέτης, αν και φαίνεται ως βασιλεύς, δεν είναι άλλος παρά ο «Αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου».
Η όλη σκηνή, αν και περιγράφει στιγμές δόξης και θριάμβου, εμφανίζει κάτι το πολύ παράδοξο: Βλέπουμε το λαό να επευφημεί ως επίγειο Βασιλιά Εκείνον που είχε κατ’ επανάληψιν σαφώς διακηρύξει: «Η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου». (Ιωάν 12, 36).
Πηγή: poimin.gr

Κυριακή 1 Απριλίου 2018

Η ΒΑΙΟΦΟΡΟΣ

 Η Βαϊοφόρος – ερμηνεία της εικόνας

Η σκηνή αναφέρεται στην Ευαγγελικά περικοπή που περιγράφει τη θριαμβευτική είσοδο του Χριστού στα Ιεροσόλυμα, έξι ημέρες πριν από το Πάσχα. Για το περιστατικά αυτά μιλούν όλοι οι Ευαγγελιστές: Ματθ. 21: 1-11, Μαρκ. 11:1-10, Λουκ. 19: 29-38, Ιωάν. 12:12-15.
Η εικόνα της Βαϊοφόρου περιγράφει έντεχνα το ιστορικά γεγονός της θριαμβευτικής εισόδου του Χριστού στα Ιεροσόλυμα, αποκαλύπτοντας συχρόνως και το «κεκρυμμένο μυστήριο» καθώς και το βαθύτερο νόημα των συμβάντων. Είναι επίσης η πρώτη στη σειρά των εικόνων εκείνων που αναφέρονται στα Πάθη και την συναντούμε στην εκκλησιαστική τέχνη από τα πρώτα κιόλας χριστιανικά χρόνια, στις Σαρκοφάγους των Κατακομβών.
Στην εικόνα βλέπουμε τον Χριστό καθισμένο σε υποζύγιο και τους Μαθητές να ακολουθούν, με επί κεφαλής τον απόστολο Πέτρο. Η πομπή πορεύεται προς την πύλη της εισόδου της πόλεως, όπου Τον αναμένει πλήθος κόσμου, κρατώντας κλαδιά από βάγια και φοίνικες.
Τα πρόσωπα των ανθρώπων είναι χαρούμενα κι ενθουσιώδη, καθώς θεωρούν ότι ο Χριστός είναι ο αναμενόμενος Μεσσίας που, κατά τις παραδόσεις του ιουδαϊκού λαού, θα ερχόταν Πάσχα στα Ιεροσόλυμα και θα ελευθέρωνε το υπόδουλο έθνος. Με το γεγονός της εισόδου του Χριστού στα Ιεροσόλυμα εκπληρώθηκε η προφητεία του προφήτη Ζαχαρία που λέει: «Χαίρε σφόδρα θύγατερ Σιών˙ κήρυσσε, θύγατερ Ιερουσαλήμ˙ ιδού ο βασιλεύς σου έρχεται σοι δίκαιος και σώζων αυτός, πραΰς και επιβεβηκός επί υποζύγιον και πώλον νέον» (Ζαχ. 9:99).
Αριστερά και πίσω από το σημείο απεικόνισης του Χριστού ζωγραφίζεται βραχώδης τόπος. Έτσι προσδιορίζεται η ακτίνα της πορείας του Χριστού και των Μαθητών από τη Βηθφαγή, που ήταν προάστιο της Ιερουσαλήμ κοντά στο όρος των Ελαιών, προς το κέντρο της πόλεως.
Η σκηνή χαριτώνεται και πλουτίζεται με την παρουσία και τη χαρούμενη συμμετοχή των «ακάκων παίδων του Ισραήλ» τα οποία είτε ανεβασμένα στα δέντρα για το κόψιμο των κλάδων είτε στρώνοντας τα ιμάτιά τους στο δρόμο για την υποδοχή του Χριστού, εκπροσωπούν τις αγνές και άδολες ψυχές που υποδέχονται τον «Βασιλέα της Δόξης».
Ο Χριστός ζωγραφίζεται καθισμένος πλάγια πάνω στο υποζύγιο ευλογών. Έτσι φαίνεται σαν να είναι ένας ένθρονος και δοξασμένος ηγέτης, που επισκέπτεται τους υπηκόους Του. Στο άλλο Του χέρι κρατάει κλειστό ειλητάριο, σύμβολο του νόμου της Καινής Διαθήκης, που πρόκειται να συνάψει με τον άνθρωπο προσφέροντας ως λύτρο το Αίμα Του. Η ελαφρά προς τα πίσω στροφή της κεφαλής Του δίνει την εντύπωση ότι συνομιλεί με τον πρώτο της χορείας των Μαθητών, τον απόστολο Πέτρο. Ο αγιογράφος θέλει μ’ αυτό να επισημάνει ότι ο δοξαζόμενος από το πλήθος ηγέτης, αν και φαίνεται ως βασιλεύς, δεν είναι άλλος παρά ο «Αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου».
Η όλη σκηνή, αν και περιγράφει στιγμές δόξης και θριάμβου, εμφανίζει κάτι το πολύ παράδοξο: Βλέπουμε το λαό να επευφημεί ως επίγειο Βασιλιά Εκείνον που είχε κατ’ επανάληψιν σαφώς διακηρύξει: «Η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου». (Ιωάν 12, 36).

Πηγή: poimin.gr