Κυριακή 31 Ιουλίου 2022

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ. 1

 Άρθρο του μοναχού Παταπίου Καυσοκαλυβίτου που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΛΗΘΕΙΑ την Τετάρτη 27 Ιουλίου 2022

 

 Για την λήψη του άρθρου, πατήστε  ΕΔΩ

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2022

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2022

14 ΙΟΥΛΙΟΥ: ΜΝΗΜΗ ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

 Φορητή εἰκόνα καί περίτεχνο ὑπαίθριο προσκυνητάριο

 πρός τιμήν τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου

 στήν οἰκία εὐλαβοῦς οἰκογένειας τοῦ χωριοῦ Ἀλικιανός Χανίων (ἐπαρχία Κυδωνίας).




Τρίτη 12 Ιουλίου 2022

12 ΙΟΥΛΙΟΥ: ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΑΧΕΙΡΟΠΟΙΗΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΙΤΙΣΣΗΣ

                                  


 Ἡ θαυματουργός εἰκόνα τῆς Θεοτόκου Προδρομιτίσσης

 Πρόκειται γιά τήν ἐφέστιο φορητή εἰκόνα τῆς λαυριωτικῆς σκήτης τοῦ Τιμίου Προδρόμου, πού βρίσκεται στό Κυριακό τόν κεντρικό δηλαδή ναοῦ τῆς Σκήτης, ὁ ὁποῖος τιμᾶται στά ἅγια Θεοφάνεια τοῦ Σωτῆρος.

 Ἡ εἰκόνα πού βρίσκεται σέ προσκυνητάρι τοῦ ἀριστεροῦ χοροῦ τοῦ Κυριακοῦ ἱστορήθηκε ἀπό τό ζωγράφο Νικόλαο Ἰορδάκε στό Ἰάσιο τῆς Μολδαβίας τό 1863 μέ θαυματουργικό τρόπο, γεγονός τό ὁποῖο ἑορτάζεται πανηγυρικά στή Σκήτη. 



Τόσο ἡ ἱστόρηση τῆς εἰκόνας ὅσο καί ἡ ἀποθησαύρισή της στή Σκήτη, συνδέεται μέ τό Κυριακό, τό ὁποῖο θεμελιώθηκε τόν Ἰανουάριο τοῦ 1857 καί ἐγκαινιάσθηκε τόν Μάϊο τοῦ 1866 ἀπό τόν ἐπίσκοπο Ἠσαΐα τῆς Μητροπόλεως Μολδαβίας.


Λίγο πρίν, τήν περίοδο 1862-1863 εἶχε ἱστορηθεῖ ἀπό ρουμάνους ἁγιογράφους σέ νεοβυζαντινή τέχνη. Χρειαζόταν λοιπόν μία εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, προκειμένου νά «εὑρίσκηται εἰς ταύτην τήν νεόδμητον ἐκκλησίαν πρός παρηγορίαν τῶν ἐνασκουμένων Πατέρων ἐν τῇ Ἱερᾷ ταύτῃ Σκήτῃ καθώς καί ἐν πάσαις σχεδόν ταῖς ἱεραῖς Μοναῖς τοῦ Ἁγίου Ὄρους εὑρίσκονται παρόμοιαι καί θαυματουργοί εἰκόνες», ὅπως χαρακτηριστικά ἀναφέρεται στή Διήγηση περί τοῦ θαύματος τῆς ἁγιογραφήσεως τῆς εἰκόνας.


     Ἡ ἑορτή τοῦ θαύματος τῆς ἱστορήσεως τῆς ἀχειροποίητης εἰκόνας τῆς Θεοτόκου Προδρομιτίσσης τελεῖται μέ πανηγυρική ἀγρυπνία κατά τήν 12η Ἰουλίου. Γιά τίς λειτουργικές ἀνάγκες αὐτῆς τῆς θεομητορικῆς ἑορτῆς ὁ μοναχός Ἰάκωβος Νεασκητιώτης συνέταξε τόσο πανηγυρική ἀκολουθία ὅσο καί διήγηση ἐν εἴδη ὑπομνήματος περί τῆς εἰκόνας τῆς Προδρομιτίσσης.

                          (Ἀπό τή διδακτορική διατριβή τοῦ μοναχοῦ Παταπίου Καυσσοκαλυβίτου: 
                 Ὁ μοναχός Ἰάκωβος Νεασκητιώτης (+1869) καί τό ἔργο τουΣυμβολή στή μελέτη 
                    τοῦ ἁγιορειτικοῦ μοναχισμοῦ κατά τόν 19ο αἰώνα (ἔκδ. Ἱ. Μ. Ἁγ. Παύλου,
                  Ἅγιον Ὄρος 2014)).





                                             

                                       Οἱ φωτογραφίες εἶναι τοῦ ρουμάνου φιλοαθωνίτου

                                                                                    Gheorghe -  Florin Pop (Ἰούνιος 2021)

Δευτέρα 11 Ιουλίου 2022

ΜΝΗΜΗ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΛΑΥΡΙΩΤΟΥ

 

                                                            τοῦ ἱερομονάχου Ἀθανασίου Λαυριώτου

        Προηγούμενος Βασίλειος Λαυριώτης ὁ Πνευματικός (+17/30-6-2022).

               Ἕνας γνήσιος Άγιορείτης καί Διακονητής τῆς Θεοτόκου

 

Συμπληρώθηκαν 11 ἡμέρες ἀπό τήν κοίμηση τοῦ Γέροντος Βασιλείου Λαυριώτου, Προηγουμένου καί Πνευματικοῦ.

Ἀρχικῶς δέν ὑπῆρχε σκέψη γιά σύνταξη κάποιου κειμένου ἀφιερωμένου στή μνήμη του, καθώς ἡ δημοσιότητα ἀποτελεῖ ὀλισθηρό ἔδαφος γιά τά καθ’ ἡμᾶς ἁγιορειτικά καί μοναχικά δεδομένα.

Ὅμως, ἡ προσπάθεια αὐτή ὑπῆρξε ἀποτέλεσμα αἰτήματος δεκάδων ἀνθρώπων, κληρικῶν καί λαϊκῶν, οἱ ὁποῖοι ὡς εὐγνώμονες υἱοί καί θυγατέρες ἤθελαν νά διαβάσουν λίγα λόγια γιά τόν πνευματικό τους πατέρα τόν ὁποῖο ἠγάπησαν καί μέ τόν ὁποῖο συνεδέθησαν χριστεμπλέκτως.

Λόγῳ τῆς θέσεως ἡμῶν, εἴχαμε τήν εὐλογία νά τόν ζήσουμε ἀπό κοντά, νά δοῦμε καί ν’ ἀκούσουμε πολλά ἐκ τοῦ βίου του, εὐκαιρία τήν ὁποία εἶχαν ἐλάχιστοι ἄνθρωποι μετρημένοι στά δάκτυλα.

Χρέος, λοιπόν, υἱικό ἐκπληρώνεται, σέ ἐλάχιστο βέβαια βαθμό, ὄχι πρός ἔπαινο τοῦ κοιμηθέντος Γέροντος ἀλλά πρός στηριγμό καί βοήθεια ἡμῶν τῶν «περιλειπομένων» (βλ. Α΄ Θεσ. 4, 15) καί γιά νά μή τεθῇ «ὁ λύχνος ὑπό τόν μόδιον» (βλ. Ματθ. 5, 15), καθώς εἶναι κρίμα νά μείνῃ ἄγνωστη στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μιά γνήσια ἁγιορειτική μορφή, ἔστω καί ἀκροθιγῶς περιγραφόμενη.

Γεννήθηκε τό 1943 στήν Καρδιτσομαγούλα, ἕνα χωριό ἔξω ἀπό τήν Καρδίτσα. Χωριατόπαιδο, γόνος πολυτέκνου οἰκογενείας ἀριθμούσης 11 παιδιά, τελείωσε μόνο τό Δημοτικό καί ἀσχολήθηκε μέ τήν γεωργική καί κτηνοτροφική ζωή τοῦ πατέρα του. Προσῆλθε στή Μεγίστη Λαύρα τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τό 1959, παιδί 16 ἐτῶν, μαζί μέ τόν ἐξάδελφό του μον. Ἀρτέμιο.

Ἡ θ. Πρόνοια τόν προητοίμαζε ἐξ ἀπαλῶν ὀνύχων γιά τήν εἴσοδο στό μοναχικό σχῆμα καί τήν ἱερωσύνη, ὡς ἀποδεικνύεται ἐκ περιστατικῶν πού ἀνέφερε ὁ ἴδιος σέ ἐλαχίστους ἐκ τῶν ἐγγυτέρων του.

Προσῆλθε μετά σφοδροῦ ζήλου γιά τήν καλογηρική ζωή καί ἐπεδόθη μέ ἀκρίβεια καί συνέπεια στήν ἄσκησι καί τήν προσευχή.

Ὑπετάχθη στόν Γέροντα Ἱερόθεο, πολιό Λαυριώτη μοναχό, ἁπλοῦν στούς τρόπους καί προσεκτικό στήν μοναχική του ζωή, ὁ ὁποῖος τοῦ μετέδωσε τίς βασικές ἀρχές τῆς μοναχικῆς του πορείας.

Ἐξ ἀρχῆς τῆς μοναχικῆς του ζωῆς ἠγάπησε ὅσο κανένα ἄλλο τήν Παναγία καί τόν Ἅγιο Ἀθανάσιο, καί ἀφιερώθηκε στή διακονία τῆς Λαύρας. Ἀναλώθηκε, κυριολεκτικῶς, γιά τήν Λαύρα.

Τά διακονήματα πού ἀνέλαβε πάμπολλα. Ἀπό τά πρῶτα μοναχικά του βήματα ὡρίσθηκε στή ὑπηρεσία τοῦ πανσέπτου Καθολικοῦ, ὅπου ὁ τάφος τοῦ Κτήτορος καί Προστάτου τῆς Μονῆς Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου. Ὀλίγοι οἱ ἐν τῇ Μονῇ νέοι πατέρες κατ’ ἐκείνη τήν περίοδο.

Πολύ ἐνωρίς κατάφερε νά κερδίσῃ τήν ἐμπιστοσύνη καί τήν ἐκτίμησι τῶν Λαυριωτῶν Γερόντων γι’ αὐτό καί ἀποφασίσθηκε, 7 χρόνια μετά τήν κουρά του, ἡ εἴσοδος στό μέγιστο λειτούργημα τῆς ἱερωσύνης.

Γιά 7 ὁλόκληρα χρόνια διετέλεσε μόνος του ἐφημέριος ἱερεύς τῆς Μονῆς! Οἱ εἰδότες ὁμολογοῦν ὅτι, τοῦτο ἀποτελεῖ λίαν κοπιαστική διακονία, λόγῳ τῶν λειτουργικῶν ἀπαιτήσεων καί τῶν πολυώρων καί πολυευθύνων ἀκολουθιῶν τῆς παλαιοτέρας καί σεβασμιωτέρας τῶν ἁγιορειτικῶν Μονῶν.

Ἐπεδόθη σέ ἀσκητικά κατορθώματα, τά ὁποῖα μόνο ὁ Θεός γνωρίζει. Ἐκ τῶν ἐλαχίστων πού ἀπεκάλυπτε γνωρίζουμε γιά τίς ἑκατοντάδες τῶν καθημερινῶν του γονυκλισιῶν, γιά τόν ὀλιγόωρό του ὕπνο (μάλιστα κοιμόταν καθιστός γιά καταλληλότερη προετοιμασία πρός ἐπιτέλεσι τῆς θ. Λειτουργίας), γιά τά ἀμέτρητα κομποσχοίνια του, γιά τήν ἔγκυψί του στά πατερικά κείμενα, γιά τήν καλλιέργεια εὐσεβῶν καί ἀγαθῶν λογισμῶν, γιά τήν ὑπακοή πρός τόν Γέροντά του τόν ὁποῖο θυσιαστικῶς γηροκόμησε στό τέλος τῆς ζωῆς του.

Οἱ πειρασμοί πολλοί, ἡ πάλη μέ τά πάθη καί τόν παλαιό ἄνθρωπο ἀδυσώπητη, οἱ οὐράνιες παρηγορίες καί ἀντιλήψεις πλούσιες, στηρικτικές καί ἐνθαρρυντικές πρός συνέχισι τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος.

Ἔτρεφε μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του ἀπεριόριστη ἀγάπη, ἐμπιστοσύνη καί ἐλπίδα πρός τό Πάνσεπτο Πρόσωπο τῆς Κυρίας Θεοτόκου, ἡ ὁποία ὡς Οἰκονόμισσα τῆς Λαύρας καί τοῦ Ἁγίου Ὄρους δέν ἄφηνε ἀπαρηγόρητο τόν «λελογισμένον Αὐτῇ υἱόν».

Προσεκολλήθη στούς παλαιοτέρους καί εὐλαβεστέρους Λαυριῶτες, ἀντλώντας ὡς ἄλλη φίλεργος μέλισσα κάθε ἐμπειρία καί ἀρετή τους, ἀσκητικό πάλαισμα καί σοφή συμβουλή τους γιά νά τά κατέχῃ ὡς πολύτιμο ἐφόδιο στήν μετέπειτα ζωή του.

Ἡ Γεροντία τῆς Λαύρας, ἐκτιμώντας τήν ἀγάπη του γιά τήν Μονή καί τήν συνέπεια τῆς μοναχικῆς του ζωῆς τόν ἐξέλεξε προϊστάμενο σέ ἡλικία 35 ἐτῶν, διακόνημα τό ὁποῖο ἐπετέλεσε εὐσυνειδήτως καί μέ ὑψηλό αἴσθημα εὐθύνης γιά 45 χρόνια.

Πέρασε σχεδόν ἀπό ὅλα τά διακονήματα τῆς Μονῆς, ἰδιαιτέρως δέ μετά τήν κοινοβιοποίησί της τήν ὁποία ὑπεστήριξε καί προώθησε μέ θέρμη καί ζῆλο.

Ἐκκλησιαστικός, Κανονάρχης, Ἐφημέριος, Κηπουρός, Τραπεζάρης, Βηματάρης, Δασικός, Ἐπίτροπος, Ταμίας, κ.ἄ.

Παρά ταῦτα συνεχῶς ἔλεγε: «Εἴμαστε ἁπλοί καντηλανάφτες τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου»! Ἔχαιρε τιμῆς καί σεβασμοῦ σέ ὅλο τό Ἅγιον Ὄρος! Δέν ὑπάρχει ἁγιορειτικό σκήνωμα στό ὁποῖο μετέβημεν καί δέν μᾶς ρώτησαν γιά τόν παπαΒασίλη!

Ἄφησε ἐποχή ὡς Ἀρχοντάρης, διακόνημα πού τίμησε καί ἤσκησε ὑπευθύνως μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του.

Χιλιάδες οἱ προσκυνητές πού πέρασαν ἀπό τή Λαύρα καί φιλοξενήθησαν ἀβραμιαίως στό ἀρχονταρίκι της.

Τυπικάρης ἄφθαστος καί ἐμπειρότατος, ξακουστός σέ ὅλο τό Ἅγιον Ὄρος˙ ἀκλινής τηρητής τῶν ἀρχαίων Τυπικῶν τῆς Λαύρας καί αὐστηρός ἐπιτιμητής (μέχρι παρεξηγήσεως) κάθε ἐκτροπῆς καί παραλείψεως, καθώς ἤθελε νά διαφυλάξῃ καί μεταδώσῃ ἀπαράτρωτη καί ἀπαρασάλευτη τήν σπουδαία τάξι τῶν ἀκολουθιῶν τῆς Μονῆς.

Μοναχός ἀρχῶν, ἐπιθυμοῦσε νά εἰδῇ τήν Λαύρα μελισσῶνα ἀρετῆς καί ἁγιότητος, γι’ αὐτό καί δίδασκε ἀρκετούς ἐκ τῶν νέων μοναχῶν τά πρός σωτηρία, παρέχοντάς τους πολύτιμες συμβουλές καί διηγούμενος πνευματικές ἱστορίες ἱκανές νά τούς ἐμπνεύσουν καί καθοδηγήσουν ὑγιῶς στήν πνευματική τους πορεία.

Γιά 47 χρόνια (μέχρι τό 2015), πέραν τῶν ἐφημεριακῶν του καθηκόντων, λειτουργοῦσε σχεδόν καθημερινά. Δέν ἄφησε παρεκκλήσι ἀλειτούργητο -καί τά παρεκκλήσια ἐντός καί ἐκτός τῆς Λαύρας ἀνέρχονται σέ τοὐλάχιστον 2 δεκάδες. Φιλακόλουθος ὅσο ἐλάχιστοι.

Τό Καθολικό τῆς Λαύρας ὑπῆρξε τό καταφύγιο καί τό σχολεῖο του. Ποτέ δέν παρέλειπε νά διαβάζῃ ὅλη τήν νυχθήμερη ἀκολουθία τίς ἡμέρες ἤ τίς περιόδους πού ἀδυνατοῦσε νά κατέλθῃ στό Καθολικό ἤ εὑρισκόταν ἐκτός Μονῆς.

Διακονητής του τόν ἔβγαλε φωτογραφία στό θάλαμο νοσοκομείου ὅπου μετά τήν τελευταία του μεγάλη ἐγχείρησι (6ος/2018) διάβαζε καθιστός τήν ἀκολουθία μέ ὅλα τά σωληνάκια τῶν ὀρῶν καί τῶν παροχετεύσεων περιπεπλεγμένα γύρω του!

Εὐλαβοῦταν ἀπεριόριστα τά ἅγια λείψανα τῆς Μονῆς ἐκ τῶν ὁποίων δέν ἦσαν λίγες οἱ φορές πού ἐξεπέμπετο ἄρρητη εὐωδία ἡ ὁποία τόν κατέθελγε μέχρι δακρύων.

Εἶχε ἀναπτύξει ἰδιαίτερη σχέσι μέ ὁρισμένους ἁγίους τούς ὁποίους ἐμπιστευόταν σάν μικρό παιδί, ὅπως π.χ. τόν Ἅγιο Γεώργιο, τόν Ἅγιο Μηνᾶ, τήν Ἁγία Παρασκευή, τόν Ἅγιο Μιχαήλ Συνάδων, τόν Ἅγιο Πορφύριο κ.ἄ.

Ἁψύς ἀλλά ἄκακος, ὀξύς ἀλλά ἀμνησίκακος, εὐθύς καί ἄπλαστος, δέν ἤξερε ἀπό ἁβρότητες˙ ἀφτιασίδωτος, ἀνεπιτήδευτος, ἁπλοῦς, ἀφιλένδεικτος, ἀφιλάρεσκος.

Ἀπόπαιρνε ὅποιον τόν ἐπαινοῦσε. Γλυκύς καί μέ ὡραῖο καί ἔξυπνο «χιοῦμορ», «πειραχτήρι» χωρίς νά ξεπερνᾶ τό μοναχικό μέτρο, χαμογελαστός καί εὐχάριστος, εὐπρόσιτος καί προσηνής.

Προικισμένος μέ πολλά χαρίσματα, καλοκάγαθη καρδιά, ὀξύνοια καί σωματική ρώμη, ἄν καί δέν ἔλειπαν οἱ συχνές καί ἐπώδυνες ἀσθένειες καθώς δέν λυπόταν τόν ἑαυτό του.

Εἶχε μεγάλο ζῆλο γιά τόν εὐτρεπισμό καί τήν ἀποκατάστασι τῶν παρεκκλησίων καί μετοχίων τῆς Λαύρας.

Μέ ἀρωγούς τά χιλιάδες πνευματικοπαίδια του κατάφερε μέ ἀτρήτους ἀγῶνες, ἀνείπωτους πειρασμούς, ἀνύστακτο ἐνδιαφέρον καί ἀνυπόστολη προσπάθεια καί μέριμνα νά ἀνακαινίσῃ πλήρως τό παρεκκλήσι στό Ἁγίασμα τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, ὅλο τό κτηριακό συγκρότημα μέ τά δύο παρεκκλήσια τῆς σπηλιᾶς τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, τόν Ἅγιο Γεώργιο τοῦ Βελλᾶ, τά Ἡσυχαστήρια τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν καί Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ Βίγλας, τό παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας στόν Ἀρσανᾶ τῆς Λαύρας, τό παρεκκλήσι τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς ἔξωθεν τῆς Μονῆς, τό Κελλί καί τό παρεκκλήσι τοῦ Εὐαγγελισμοῦ (Νεροφορειό) στό δάσος τῆς Μονῆς, τό Μετόχι τοῦ Τιμίου Προδρόμου στό Κοτρωνάκι Σκοπέλου, κ.ἄ.

Ἐκόσμησε μέ τοιχογραφίες, ἐξόπλισε μέ τέμπλο, στασίδια, λειτουργικά σκεύη καί ὡραῖα προσόψια πολλά παρεκκλήσια ὅπως τοῦ Ἁγίου Μιχαήλ Συνάδων καί τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων ἐντός τῆς Μονῆς, τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στήν Προβάτα, τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου στό Κονάκι Θεσσαλονίκης, τήν Ἁγία Μονή Σκοπέλου, κ.ἄ., ἀνεκαίνισε τήν μολυβδοσκεπή τοῦ σεπτοῦ παρεκκλησίου τῆς Παναγίας Κουκουζελίσσης στήν εἴσοδο τῆς Μονῆς, ἐνῶ δεκάδες εἶναι τά ἀσημένια κανδήλια καί οἱ φορητές εἰκόνες πού ἐδωρήθησαν τῇ μερίμνῃ του στή Μονή καί τά Μετόχια.

Ἐπιπλέον, διακοσμοῦσε τούς περιβάλλοντες χώρους μέ πλῆθος λουλουδιῶν καί φυτῶν, τά ὁποῖα ὑπεραγαποῦσε καί περιποιοῦταν μέ στοργή καί λεπτότητα, δεῖγμα καί αὐτό τῆς φιλοκάλου καί ἐκλεπτυσμένης ψυχῆς του.

Δέν παρέλειπε νά εὐχαριστῇ συνεχῶς ὅσους τόν στήριξαν καί συνέδραμαν οἰκονομικῶς στό τεράστιο αὐτό ἔργο. Συνεχῆ καί ἀσταμάτητα τά σαρανταλείτουργά του, τόσο γιά τά πνευματικοπαίδια ὅσο καί γιά τούς συναρωγούς του στή γέμουσα εὐλαβείας δραστηριοποίησί του.

Πανθομολογουμένως ἔλαβε πλούσιο τό χάρισμα τῆς πνευματικῆς πατρότητος. Χιλιάδες τά πνευματικοπαίδια του. Ἄσημοι καί διάσημοι, φτωχοί καί πλούσιοι, ἁπλοί καί μορφωμένοι, νέοι καί γηραιοί, λαϊκοί καί κληρικοί, πονεμένοι, ἀσθενεῖς, ἀνήμποροι, κατατρεγμένοι κατέφευγαν στό εὐλογημένο πετραχήλι του γιά νά βροῦν τήν ἄφεσι, τήν παρηγορία, τόν στηριγμό, τήν καθοδήγησι, τήν χαρά στό ἄθλημα τῆς ζωῆς.

Εἴτε στό ἀρχονταρίκι τῆς Λαύρας, εἴτε στό Κονάκι τῆς Θεσσαλονίκης, πλῆθος ἀνθρώπων ἀνέμενε νά ἐξομολογηθῇ. Ἡ ποιμαντική του χριστοκεντρική, δέν προέβαλε τόν ἑαυτό του οὔτε στό ἐλάχιστο, ἀρνοῦταν μέ συνέπεια νά συνδέσῃ τούς ἐξομολογουμένους μέ τό πρόσωπό του.

Κάθε πνευματικοπαίδι του εἶχε τήν ἐλευθερία νά ἀλλάξῃ πνευματικό ὁποιαδήποτε στιγμή ἤθελε, ἐνῶ τό διεβεβαίωνε πατρικῶς καί φιλοστόργως: «ἐγώ τό ἴδιο θά σ’ ἀγαπάω καί θά εὔχομαι»... Τά ἐφόδια πού μετέδιδε ἦσαν ἀκραιφνῶς παραδοσιακά, ἀσκητικονηπτικά, ἐκκλησιοκεντρικά, ἠντλημένα ἀπό τήν ἁγιορειτική παράδοσι καί ζωή. Κανών ἀπαράβατος ἡ καθημερινή ἀπαγγελία τῶν Χαιρετισμῶν τῆς Παναγίας.

Μετεχειρίζετο μέ μαεστρία τήν ἀκρίβεια καί τήν οἰκονομία. Ἀγράμματος κατ’ ἄνθρωπον, σοφός κατά Θεόν... Ὁ Θεός σφράγιζε τόν λόγο του καί τήν προσευχή του... Στήν ἔκφρασι θαυμασμοῦ μετά τό σύνηθες ὀξύ καί ἠχηρό «Πάψε», συνέχιζε «ἐγώ παιδάκι μου εἶμαι ἀγράμματος, ὅ,τι βάζει ὁ Θεός στό στόμα μου λέγω».

Στήν Παναγία ἀνέθετε τά πάντα καί τούς πάντες, μιμούμενος τόν προστάτη του Ἅγιο Ἀθανάσιο. Προσευχόταν μέ τό κομποσχοινάκι του γιά ὅλους ὅσοι τοῦ τό ζητοῦσαν.

Ἀνύστακτο τό ἐνδιαφέρον του γιά ὅσους εἶχε τήν πνευματική εὐθύνη. Ὁποιαδήποτε ὥρα τῆς ἡμέρας μποροῦσε νά τόν εὕρῃ κάποιος στό τηλέφωνο, τό ὁποῖο ποτέ δέν ἔκλεινε καί τό ὁποῖο ποτέ δέν ἔπαυσε νά κτυπᾶ. Ἐπίσης, πολλοί Ἁγιορεῖτες, νεότεροι καί ἄπειροι, ἀλλά καί σεβάσμιοι καί πολύπειροι, κατέφευγαν στήν ἐμπειρία καί ἀρετή του.

Δέν δίσταζε νά θέτῃ μετάνοια συγχωρήσεως σέ ὅποιον, ὡς ἄνθρωπος ἀτελής, ἔθλιβε ἤ ἀδικοῦσε. Ἦταν ἄδολος. Πολλοί ἐκμεταλλεύθησαν τήν εἰλικρίνεια τῶν προθέσεών του, ἄλλοι ἀχαρίστησαν στίς εὐεργεσίες του. Δέν πέρασε ἄθλιπτο βίο.

Κάθε ἄλλο... Συκοφαντήθηκε, ὑβρίσθηκε, ἤπιε γεμάτο τό ποτήρι τῆς ἀχαριστίας καί ἀτιμίας μέχρι τέλους. Ποτέ καί ἀπό κανένα δέν κατανοήθηκε ὅπως τοῦ ἄξιζε (μηδέ τοῦ γράφοντος ἐξαιρουμένου).

Ἄλλωστε, κατά κάποιο τρόπο, αὐτό ἐπεδίωκε. Κάποιος ἔγραψε γιά τόν παπαΒασίλη: «μεγάλο μυστήριο αὐτός ὁ ἄνθρωπος»...

Προετοιμαζόταν ἀπό καιρό γιά τό ἐπικείμενο τέλος... Λίγο πρό τῆς Σαρακοστῆς παρήγγειλε τό ζωστικό καί τό ράσο του μέ τά ὁποῖα θά ἐνεδύετο κατά τήν ταφή του.

Βιαζόταν νά τά ἀποκτήσῃ καί τά περίμενε μέ ἀδημονία... Ἔγραψε ἐπάνω στή θήκη «ζωστικό καί ράσο γιά τήν θανή μου» καί μᾶς εἶπε νά ἔχουμε τό νοῦ μας νά μή τό ξεχάσουμε...

Τό Πάσχα, μόνος στήν κέλλα του, ἠγρύπνησε γιά τελευταία φορά καί μετέλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων... Τρεῖς ἡμέρες μετά ἔχασε τήν ἐπικοινωνία μέ τό περιβάλλον...

Τό τέλος του ἐν ὀδύναις... Σπάνια ἐκφυλιστική νόσος τοῦ ἐγκεφάλου ἐν συνδυασμῷ μετά καρδιακῆς καί νεφρικῆς ἀνεπαρκείας συνετέλεσαν σέ δίμηνη ἐπώδυνη ταλαιπωρία.

Παρά ταῦτα ἔφυγε εἰρηνικά, ἡσύχια, ἡ ὄψι του ἔγινε ὡραία, γαληνόμορφη.

Τό σῶμα του, ἀκόμη καί μετά τήν ἔξοδο ἀπό τόν ψυκτικό θάλαμο, εὔκαμπτο καί εὐκολομεταχείριστο πρός εὐτρεπισμό καί ἔνδυσι, ὅπως ὅλα τά σώματα τῶν κεκοιμημένων μοναχῶν πού δέν γνωρίζουν νεκρική ἀκαμψία.

Ἡ ἁγιορειτική παράδοσι διασώζει ὅτι, οἱ πνευματικοί μεγάλου βεληνεκοῦς ἔχουν δύσκολο τέλος, ὅπερ μεθερμηνευόμενον ἐστί μίμησι, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, καθώς οἰκονομοῦντες πρός σωτηρία τίς ψυχές τῶν ἐξομολογουμένων ἀναλαμβάνουν ἑκουσίως μέρος τοῦ φορτίου τῶν ἁμαρτιῶν τους καί πάσχουν αὐτοπροαιρέτως θύοντες ἑαυτούς ἀγαπητικῶς ὑπέρ τῶν τέκνων αὐτῶν καί ἀποσβεννύοντες ἐν ὀδύναις τίς ἡδονές τοῦ παρόντος βίου.

Οὕτω φρονοῦμε ὅτι τελεσιουργήθηκε καί στήν περίπτωσι τοῦ παπαΒασίλη τοῦ Πνευματικοῦ...

Τό παρόν δέν ἀποτελεῖ ἁγιογραφία, ἀλλά μαρτυρία περί ὀλίγων ἐκ τῶν πολλῶν πού εἴδαμε καί ἀκούσαμε...

Σίγουρα ἀντιπίπτει στήν ταπεινοφροσύνη τοῦ Γέροντος, ἀναμφίβολα, ὅμως, ἀποτελεῖ μικρή ἀλλά γέμουσα ἀγάπης ὀφειλετική καί υἱική ἀναφορά σέ ἕνα πρόσωπο πού ἀπετέλεσε τόν πνευματικό γεννήτορα χιλιάδων ψυχῶν...

Οἱ τέσσαρες τοίχοι τῆς κέλλας του μποροῦν μόνον νά γνωρίζουν τούς ἀγῶνες πού ἐπετέλεσε, τίς προσευχές πού ἀνέπεμψε, τά δάκρυα πού ἔχυσε, τήν μετάνοια πού ἐπέδειξε γιά λάθη καί παραλείψεις, πάθη καί παρεξηγήσεις...

Ἡ ἀνεξιχνίαστος εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ, διά πρεσβειῶν τῆς Κυρίας τοῦ Ὄρους Παναγίας Θεοτόκου καί τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου, πιστεύουμε ἀκραδάντως ὅτι ἐπεφύλαξε πλούσια τήν εἴσοδο στήν ἐπουράνια Βασιλεία στόν γνήσιο αὐτό Ἁγιορείτη.

Τό κενό πού ἀφήνει στή Μεγίστη Λαύρα καί τίς ψυχές τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν τεράστιο καί δυσαναπλήρωτο, τό παράδειγμα καί ὁ βίος του φάρος ἄσβεστος γιά ὅποιον δέν ὑπνώττει «ὕπνον νήγρετον» (βλ. Ὁμ. Ὀδύσ. ν, 80), οἱ συμβουλές καί παρακαταθῆκες του χρυσός ἄπεφθος πλουτίζων τούς καλοπροαιρέτους... Ἄς ἔχουμε τήν εὐχή του!

Βασιλείου Ἱερομονάχου τοῦ Λαυριώτου καί Πνευματικοῦ, αἰωνία ἡ μνήμη!

 ΠΗΓΗ: ΡΟΜΦΑΙΑ

 https://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/51057-proigoumenos-basileios-lavriotis


Κυριακή 10 Ιουλίου 2022

10 ΙΟΥΛΙΟΥ: Η ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΩΝ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΩΝ ΑΓΙΩΝ

                                                                       τοῦ μοναχοῦ Παταπίου Καυσοκαλυβίτου 

     Ὁ Ἐγκωμιαστικός Λόγος πρός τούς Βατοπαιδινούς ἁγίους

σύναξη πάντων τῶν Βατοπαιδινῶν ἁγίων τιμᾶται τήν 10η Ἰουλίου. Ἐγκωμιαστικό και Διηγηματικό Λόγο πρός αὐτούς ἔχει συντάξει, περί τό 1840, ὁ μοναχός Ἰάκωβος Νεασκητιώτης (+1869).

Λόγος ἐγκωμιαστικός καί διήγησιν ἔχων συνοπτικῶς πρός τούς ὁσίως βιώσαντας, καί ἀθλήσει διαλάμψαντας Πατέρας ἡμῶν, ἐν ταύτῃ τῇ καθ᾿ ἡμᾶς Ἱερᾷ καί Σεβασμίᾳ Μονῇ Βατοπεδίου συντάχθηκε γιά τήν κάλυψη τῶν λειτουργικῶν ἀναγκῶν τῆς τιμῆς τῶν ἁγίων πού ἀσκήθηκαν στή μονή Βατοπαιδίου, ἀπό τήν ἀρχή τῆς σύστασεώς της μέχρι τά μέσα τοῦ ΙΘ’ αἰ.

Ὁ Ἐγκωμιαστικός καί Διηγηματικός Λόγος πρός τούς Βατοπαιδινούς  Ἁγίους, πού οὐσιαστικά ἀποτελεῖ ἕνα Βατοπαιδινό Ἁγιολόγιο, ἀποτελεῖ μία συνοπτική καταγραφή τῶν «οὐρανοφρόνων θείων ἀνδρῶν καί θεσπεσίων Πατέρων», τῶν «κατά διαφόρους χρόνους διαπρεψάντων, καί ἀρεταῖς παντοίαις διαλαμψάντων» στήν «περίβλεπτον» μονή Βατοπαιδίου. Ἀπό τήν προσφώνηση, «Εὐλόγησον Πάτερ», πού ἀκολουθεῖ τήν ἐπιγραφή τοῦ Λόγου, συνάγεται ὅτι τό ἔργο προορίσθηκε νά ἀναγινώσκεται εἴτε στήν ἐκκλησία εἴτε στήν τράπεζα, κατά τή μνήμη τῶν ἁγίων αὐτῶν.

  Ὁ Λόγος ἀρχίζει μέ τυπικό γιά ἔργα τοῦ Ἰακώβου προοίμιο, στό ὁποῖο, μέσα ἀπό παράθεση ἀποσπασμάτων τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἀπό Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας (Μεγάλου Βασιλείου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου)
ὑπογραμμίζεται ἐμφαντικά ἡ ἀνάγκη νά ἐπαινοῦνται ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας οἱ Ἅγιοι, ἐπειδή «ὁ περί τά καλά ἔπαινος τούς ῥαθυμωτέρους ἐγείρειν πέφυκε, καί παρακινεῖν εἰς ζῆλον καί μίμησιν τῶν αὐτῶν τούς δέ φιλοπονωτέρους ἀκμαιοτέρους ἐργάζεσθαι». Στή συνέχεια, ὁ συντάκτης ἀναφέρει τούς λόγους γιά τούς ὁποίους κρίθηκε ἀναγκαῖο τό νά θεσπιστεῖ κοινός ἑορτασμός τῶν ἁγίων τῆς μονῆς Βατοπαιδίου, μετά μάλιστα τήν φανέρωση τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ὁσίου Εὐδοκίμου τοῦ Βατοπαιδινοῦ, πού συνέβη στίς μέρες του, ὅπως σημειώνει, γεγονός πού κατ᾿ αὐτόν δηλώνει ὅτι ἔπρεπε νά ἑορτάζονται κοινῶς, σέ μία μέρα, τόσο οἱ γνωστοί καί ἐπώνυμοι ἅγιοι τῆς Μονῆς ὅσο καί οἱ «ἀνώνυμοι καί παντελῶς ἄγνωστοι», μιά πού γιά τόσα χρόνια ὑπῆρχε ἕνας τόσο μεγάλος ἅγιος, πού παρέμενε χωρίς τήν πρέπουσα τιμή.

  Ἡ διήγηση ἀρχίζει μέ τόν Μέγα Κωνσταντῖνο, πού κατά τό συντάκτη, εἶναι ὁ πρῶτος δομήτορας τῆς Μονῆς, ὁ ὁποῖος «τρεῖς μεγίστους ναούς ἐκ βάθρων ἀνεγείρας, καί μοναχούς ἐγκατοικήσας, τῆς Θεοτόκου παράδεισον τό Ὄρος ἐπωνόμασε».

Στή συνέχεια γίνεται ἀναφορά στή διάσωση τοῦ γιοῦ τοῦ αὐτοκράτορα Ἀρκαδίου (395-408) καί τίς βασιλικές κτητορικές δωρεές πρός τή Μονή, στήν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου Βηματαρίσσης, στόν ἅγιο Σάββα ἀρχιεπίσκοπο Σερβίας ( 1235) «τόν τῆς Μονῆς τοῦ Χελανδαρίου κτίτορα», πού οἰκοδόμησε στό Βατοπαίδι ἑπτά παρεκκλήσια, στόν σέρβο κράλη Λάζαρο (1371-1389) πού ἀφιέρωσε τήν ἁγία Ζώνη τῆς Θεοτόκου, στούς νέους κτίτορες Ἀθανάσιο, Νικόλαο καί Ἀντώνιο τούς Ἀδριανουπολίτες (10ος αἰ.), στόν ὅσιο Γεννάδιο τόν δοχειάρη (14ος αἰ.), στόν ὅσιο Νεόφυτο τόν προσμονάριο τοῦ παρεκκλησίου τῆς Θεοτόκου Παραμυθίας, στόν «ἁγιώτατον ἡσυχαστήν τῆς σκήτεως Κολετζίου καί τόν αὐτοῦ θαυμάσιον ὑποτακτικόν, τόν τύπον καί παράδειγμα τῆς τελείας ὑπακοῆς» Ἀγάπιο (14ος αἰ.) καθώς καί στόν Ἀγαρηνό πού εἶχε ἀγοράσει τόν Ἀγάπιο ὅταν ὁ δεύτερος εἶχε αἰχμαλωτισθεῖ ἀπό πειρατές, καί ὁ ὁποῖος Ἀγαρηνός μαζί μέ τούς δύο γιούς του κοινοβίασαν ἀργότερα στό Βατοπαίδι, στόν «ὁσιώτατο πατέρα ἡμῶν Νικόδημον, τόν πρώην Νικηφόρον καλούμενον ὡς εἰς τήν Φιλοκαλίαν φαίνεται...», στόν αὐτοκράτορα Ἰωάννη Καντακουζηνό, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ «ἔκαμε παραίτησιν τῆς βασιλείας, ἐλθών εἰς τό Μοναστήριον, ἔλαβε τό ἅγιον σχῆμα μετωνομασθείς Ἰωάσαφ, καθώς φαίνεται γεγραμμένον εἰς τό Συνοδικόν τῆς ὀρθοδοξίας...», στόν ὅσιο Σάββα τόν διά Χριστόν σαλό καθώς καί στό βιογράφο του, τόν «πολύν ἐν σοφίᾳ» ἅγιο Φιλόθεο πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως καί τέλος, στόν «ἐσχάτως τῶν λοιπῶν ὁσίως διαπρεψάντων... τόν νεωστί φανέντα εἰς τάς ἡμέρας μας θεῖον» Εὐδόκιμο, τοῦ ὁποίου ἡ ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων, «φέρει εἰκόνα τῆς μελλούσης λαμπρότητος καί ἀφθαρσίας». Στό νεοφανῆ αὐτόν βατοπαιδινό ἅγιο καί στά θαύματα πού ἐπιτελοῦσε τό «πάνσεπτον λείψανόν» του ὁ Ἰάκωβος Νεασκητιώτης ἀναφέρεται ἐκτενέστερα σέ σχέση μέ ὅλους τούς λοιπούς, καθώς ἔχει ἀσχοληθεῖ συγγραφικά μέ αὐτόν σέ ἀρκετά του ἔργα.

   Κατά τήν ἐγκωμιαστική του διήγηση γιά τούς Βατοπαιδινούς ἁγίους, «τά τοῦ Ἄθωνος ὄρους βλαστήματα, τῶν μοναζόντων τό καύχημα, ἱερέων ἡ δόξα, καί κατ᾿ ἐξαίρετον τῆς ἱερᾶς καί σεβασμίας ἡμῶν Μονῆς τό μέγα καί σεμνόν καί περιφανέστατον ἐγκαλλώπισμα», ὁ ἐγκωμιαστής ἐκφράζει τήν πεποίθηση ὅτι οἱ Βατοπαιδινοί πατέρες πρέπει νά καυχῶνται γιά τούς ἁγίους τους γιά τρεῖς λόγους: πρῶτον γιά τήν ἐνάρετη καί θεάρεστη πολιτεία τους, δεύτερον γιά τήν ἐκ μέρους τους «ἀνάκτησιν» τῆς Μονῆς, καί τρίτον, «διά τήν κατ᾿ ἄμφω προστασίαν τε καί βοήθειαν αὐτῶν». Κι αὐτό καθώς οἱ τιμώμενοι καί ἐγκωμιαζόμενοι ἅγιοι ὄχι μόνο κατά καιρούς προξένησαν μεγάλη βοήθεια στή Μονή ἀλλά μέ τίς ἀκατάπαυστες πρεσβεῖες καί ἱκεσίες τους περιφρουροῦν συνέχεια τούς πατέρες «ἐκ παντοίων κακῶν καί δεινῶν περιστάσεων» καί τούς καθοδηγοῦν «πρός διάβασιν οὐρανίου μακαριότητος», τήν ὁποία εὔχεται νά ἀπολαύσουν ὅλοι.

       Κατά τήν ἐγκωμιαστική του διήγηση γιά τούς Βατοπαιδινούς ἁγίους, «τά τοῦ Ἄθωνος ὄρους βλαστήματα, τῶν μοναζόντων τό καύχημα, ἱερέων ἡ δόξα, καί κατ᾿ ἐξαίρετον τῆς ἱερᾶς καί σεβασμίας ἡμῶν Μονῆς τό μέγα καί σεμνόν καί περιφανέστατον ἐγκαλλώπισμα», ὁ ἐγκωμιαστής ἐκφράζει τήν πεποίθηση ὅτι οἱ Βατοπαιδινοί πατέρες πρέπει νά καυχῶνται γιά τούς ἁγίους τους γιά τρεῖς λόγους: πρῶτον γιά τήν ἐνάρετη καί θεάρεστη πολιτεία τους, δεύτερον γιά τήν ἐκ μέρους τους «ἀνάκτησιν» τῆς Μονῆς, καί τρίτον, «διά τήν κατ᾿ ἄμφω προστασίαν τε καί βοήθειαν αὐτῶν». Κι αὐτό καθώς οἱ τιμώμενοι καί ἐγκωμιαζόμενοι ἅγιοι ὄχι μόνο κατά καιρούς προξένησαν μεγάλη βοήθεια στή Μονή ἀλλά μέ τίς ἀκατάπαυστες πρεσβεῖες καί ἱκεσίες τους περιφρουροῦν συνέχεια τούς πατέρες «ἐκ παντοίων κακῶν καί δεινῶν περιστάσεων» καί τούς καθοδηγοῦν «πρός διάβασιν οὐρανίου μακαριότητος», τήν ὁποία εὔχεται νά ἀπολαύσουν ὅλοι.

 [Ἀπόσπασμα ἀπό τή διδακτορική διατριβή τοῦ μοναχοῦ Παταπίου Καυσοκαλυβίτου: «Ὁ μοναχός Ἰάκωβος Νεασκητιώτης (+1869) καί τό ἔργο του. Συμβολή στή μελέτη τοῦ Ἁγιορειτικοῦ Μοναχισμοῦ κατά τόν 19ο αἰ.», Ἅγιον Ὄρος 2014].

ΠΗΓΗ:  ΡΟΜΦΑΙΑ

https://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/51079-o-egkomiastikos-logos-pros-tous-vatopaidinoys-agious

Πέμπτη 7 Ιουλίου 2022

ΛΟΓΟΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ

Άρθρο του μοναχού Παταπίου Καυσοκαλυβίτου που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΛΗΘΕΙΑ την Τετάρτη 29 Ιουνίου 2022

 

Για την λήψη του άρθρου, πατήστε  ΕΔΩ

Τρίτη 5 Ιουλίου 2022

5 ΙΟΥΛΙΟΥ: ΕΟΡΤΗ ΑΓ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΑΘΩΝΙΤΟΥ - ΜΝΗΜΗ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΛΑΥΡΙΩΤΟΥ

 

Ἡ παρούσα ἀνάρτηση  τοῦ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ ἀφιερώνεται εὐλαβικά στή μνήμη τοῦ μακαριστοῦ προηγουμένου Βασιλείου Λαυριώτου, 



πού ἐκοιμήθη πρό ὁλίγων ἡμερῶν σέ ἡλικία 79 ἐτῶν,
 ἐκ τῶν ὁποίων, τά 61 ἔζησε στή μονή τῆς μετανοίας του, Μεγίστη Λαύρα 
τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου.

Ἄς ἔχουμε τήν εὐχή του.

Παρακαλοῦμε τούς άναγνῶστες μας ὅπως εὔχονται γιά τήν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς του. 



Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης καὶ ὁ ἁγιορειτικὸς μοναχισμός

                                                                              τοῦ  μακαριστοῦ μοναχοῦ Παύλου Λαυριώτου

(Δημοσιεύτηκε στὸ περιοδικὸ «Στρατιωτικὴ Ἐπιθεώρηση», τεῦχος Ἰουλίου-Αὐγούστου ἔτους 2008, σελ. 132-145)

  Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης γεννήθηκε στὴν πρωτεύουσα τοῦ Πόντου Τραπεζοῦντα μεταξὺ τῶν ἐτῶν 927-930[1]. Οἱ γονεῖς του ἦσαν πλούσιοι καὶ εὐγενεῖς. Τὸ ὄνομά του ἦταν Ἀβραάμιος. Ὁ πατέρας καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας καὶ ἡ μητέρα ἀπὸ τὴν Κολχίδα τοῦ Πόντου. Πρὶν γεννηθεῖ, ὁ πατέρας ἀπέθανε καὶ λίγο μετὰ τὴ γέννησή του, καὶ ἡ μητέρα ἀπῆλθε ἀπὸ τὸν παρόντα κόσμο.

Ὁ μικρὸς Ἀβραάμιος, ὀρφανὸς καὶ ἀπὸ τοὺς δύο γονεῖς, τέθηκε ὑπὸ τὴν προστασία συγγενοῦς του μοναχῆς, ἡ ὁποία ἀνέλαβε τὴν φροντίδα καὶ τὴν παιδαγωγία αὐτοῦ. Ὅλη δὲ ἡ ζωὴ καὶ ἡ συμπεριφορὰ τῆς μοναχῆς ἐπέδρασε θετικὰ καὶ καταλυτικὰ στὴν μετέπειτα ἐξέλιξη τοῦ Ἀβρααμίου.

Ὁ μικρὸς Ἀβραάμιος, παρ᾿ ὅτι ἦταν παιδί, ἡ ζωὴ καὶ ἡ συμπεριφορά του δὲν ἔμοιαζε μὲ ἐκεῖνες τῶν ἄλλων συνομιλήκων του. Ὁ χαρακτήρας του δὲν ἦταν ἀπρεπής, ἀπρόσεκτος καὶ ἀγενής. Καταγινόταν μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὶς ἄλλες θρησκευτικὲς πράξεις.

Μετὰ τὴν κοίμηση τῆς προστάτιδός του μοναχῆς καὶ ἀφοῦ ἔλαβε τὴν ἐγκύκλια παιδεία, μὲ τὴν βοήθεια ἑνὸς αὐτοκρατορικοῦ φορολογικοῦ ὑπαλλήλου ποὺ ἦλθε στὴν Τραπεζοῦντα γιὰ τὴν εἴσπραξη τῶν δημοσίων φόρων, ἔρχεται στὴν Κωνσταντινούπολη[2] ἐπὶ αὐτοκράτορος Ῥωμανοῦ A´ Λεκαπηνοῦ (920-944).

Στὴν Πόλη φοιτᾶ στὴ Σχολὴ τοῦ Προέδρου τῶν σχολῶν τῆς Πρωτευούσης, ποὺ ἐκαλεῖτο Ἀθανάσιος. Στὴ σχολὴ αὐτὴ ἐπιδίδεται μὲ ζῆλο καὶ ἐπιμέλεια στὴν ἐκμάθηση τῶν γραμμάτων τῆς θύραθεν (κοσμικῆς) παιδείας. Παράλληλα δὲν παρέλειπε τὰ πνευματικὰ καὶ θρησκευτικά του καθήκοντα. Στὴν Κωνσταντινούπολη ἐγνώρισε τὸν συγγενῆ του στρατηγὸ Ζεφιναζέρ, στὸ σπίτι τοῦ ὁποίου ἔκτοτε διέμεινε.

Διδάσκαλος στὴν Πόλη

Μέσα σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα ὁ Ἀβράαμιος κατέστη κάτοχος καὶ διδάσκαλος πάσης φιλοσοφίας[3] καὶ ρητορικῆς, ὥστε ἡ φήμη του νὰ φτάσει μέχρι καὶ τὰ βασιλικὰ ἀνάκτορα.

Ὁ ἐνάρετος καὶ σοβαρὸς βίος του, τὸ πρᾶον τοῦ ἤθους, τὸ γλυκὺ τῆς ὁμιλίας, ὁ πλοῦτος τῆς γνώσεως, τὸ ἔντιμον καὶ τὸ χρηστὸν τοῦ χαρακτῆρος του τὸν ἔκαναν ἀγαπητὸν σὲ ὅλους[4]. Ἐξαιτίας τῶν χαρισμάτων του, οἱ μαθητὲς καὶ διδάσκαλοι τῆς Σχολῆς, «κοινῇ ψήφῳ», ἐζήτησαν ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα νὰ ἐκλεγεῖ διδάσκαλος αὐτῆς. Ἔτσι, μὲ αὐτοκρατορικὴ ὑπόδειξη, τιμᾶται μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ διδασκάλου.

Ὁ Ἀβραάμιος σύντομα ἀπέδειξε τὶς ἱκανότητές του. Ἀπέκτησε πολλοὺς μαθητὲς καὶ συγχρόνως τὴ φήμη τοῦ σοφοῦ διδασκάλου. Γι᾿ αὐτό, χρόνο μὲ τὸ χρόνο, ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν ηὔξανε. Ἀλλ᾿ ὁ Ἀβραάμιος ταυτόχρονα ζοῦσε συνεπῆ χριστιανικὴ ζωή. Ἡ ἐπιθυμία του ἦταν νὰ ἀφιερωθεῖ ὁλοκληρωτικὰ στὸ Θεό.

Τὴν περίοδο αὐτὴ ὁ συγγενής του στρατηγὸς Ζεφιναζὲρ ἀναλαμβάνει τὴν ναυτικὴ διοίκηση στὸ Αἰγαῖο καὶ παίρνοντας μαζί του τὸν Ἀβραάμιο πραγματοποιεῖ περιοδεία στὸ Ἀρχιπέλαγος. Κατέπλευσαν στὴ νῆσο Λῆμνο, ἀπ᾿ ὅπου διακρινόταν τὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἔμελλε ἀργότερα νὰ ἱδρύσει τὴ Λαύρα.

Ἐπανερχόμενος στὴν Πόλη, συναντᾶται μὲ τὸν ὅσιο Μιχαὴλ Μαλεΐνον[5], ἱδρυτὴ καὶ ἡγούμενο τῆς Λαύρας τοῦ Κυμινᾶ. Τοῦ ἐξομολογεῖται τὴν ἐπιθυμία νὰ ἀσπαστεῖ τὸν μοναχικὸ βίο. Στὴν Πόλη ἔγινε καὶ ἡ συνάντηση τῶν Ὁσίου Μιχαήλ, Νικηφόρου Φωκᾶ, μετέπειτα αὐτοκράτορος, καὶ τοῦ Ἀβρααμίου.

Μοναχὸς στὴ λαύρα τοῦ Κυμινᾶ

Στὴ συνέχεια ὁ Ἀβραάμιος παραιτεῖται ἀπὸ τὴν Σχολὴ καὶ μεταβαίνει στὴν λαύρα τοῦ Κυμινᾶ[6]. Γίνεται δεκτὸς ἀπὸ τὸν ἡγούμενο ὅσιο Μιχαὴλ καὶ κείρεται μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἀθανάσιος. Μετὰ τὴν κουρά του ὁ Ἀθανάσιος, ἔχοντας ἔμπειρο καὶ διακριτικὸ πνευματικὸ ὁδηγό, ἐπιδίδεται στὴν ἄσκηση τῶν μοναχικῶν ἀρετῶν.

Μέσα σὲ διάστημα τεσσάρων ἐτῶν, κατέκτησε «πᾶσαν ἀσκητικὴν πολιτείαν» καὶ συνέλεξε σὲ βραχὺ χρόνο πλοῦτο ἀρετῶν, ὥστε νὰ καθάρει τὴν διάνοιαν, καὶ νὰ δεῖ «θεῖα θεωρήματα», ὅπως σημειώνει βιογράφος του.

Ἔτσι, κρίνεται ἀπὸ τὸν ὅσιο Μιχαὴλ ἄξιος νὰ ἀκολουθήσει βίο πιὸ ἡσυχαστικὸ καὶ ἀσκητικό, καὶ ἐπιλέγει τόπο ἐρημικό, ὅπου ἐπιδίδεται σὲ νέους πνευματικοὺς ἀγῶνες.

Βλέποντας ὁ Ὅσιος Μιχαὴλ τὴν μεγάλη πνευματικὴ ἄσκηση τοῦ Ἀθανασίου, πρόβλεψε (προεῖδε) τὴν μετέπειτα ἐξέλιξή του, ὅτι δηλαδὴ θὰ γίνει διάδοχός του στὰ πνευματικὰ χαρίσματα.

Στὸ Ἅγιον Ὄρος

Ἀλλὰ τὸν Ἀθανάσιο γιὰ ἄλλα εἶχε προορίσει ὁ Θεός. Ὡς ἐκ τούτου, ἀπὸ τὸ ὄρος Κυμινᾶ ἀναχωρεῖ καὶ ἔρχεται στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐδῶ, φθάνοντας, περιοδεύει πολλὰ σκηνώματα τῆς ἀθωνικῆς χερσονήσου καὶ γνωρίζει πολλοὺς καὶ ἐναρέτους μοναχοὺς καὶ ἀσκητές. Ἐντυπωσιάζεται ἀπὸ τὴν σκληρὴ ἀσκητικὴ ζωή, τὸν λιτὸ βίο, τὶς πολλὲς στερήσεις[7].

Ἀρχικὰ γίνεται ὑποτακτικὸς σὲ ἕνα ἁπλὸ γέροντα, χωρὶς νὰ ἀποκαλύψει ποιὸς ἦταν, κοντὰ στὴ Μονὴ Ζυγοῦ.

Δὲν ἐφανέρωσε τὸ πραγματικό του ὄνομα, ἀλλὰ προσποιήθηκε ὅτι ὀνομάζεται Βαρνάβας, γιατὶ ἤθελε νὰ εἶναι ἀπαρατήρητος. Ἐπιθυμία του ἦταν νὰ γνωρίσει τοὺς μοναχοὺς τοῦ Ὄρους καὶ νὰ ἀκολουθήσει ἕνα ὑψηλότερο στάδιο μοναχικοῦ βίου, τοῦ ἐρημίτη. Ὅπως ὁ ἴδιος ἀναφέρει στὸ Τυπικό του, τὴν περίοδο αὐτὴ οἱ ἀρχὲς τοῦ Ἄθω δὲν ἐπέτρεπαν σὲ κανένα μοναχὸ νὰ ζήσει ὡς ἐρημίτης, ἐὰν δὲν εἶχε παραμείνει στὸ Ὄρος δύο ἢ τρία χρόνια. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὑπῆρχε ἕνας ἔλεγχος δι᾿ ὅσους ἤθελαν νὰ γίνουν ἐρημίτες.

Ὁ Ἀθανάσιος, ἔπρεπε, γιὰ νὰ μὴν ἀποκαλύψει τὸν ἑαυτό του νὰ ὑποταχθεῖ σὲ κάποιο ἀναχωρητή. Ἔτσι ἔκρυβε τὶς γνώσεις του καὶ τὶς πνευματικές του ἱκανότητες ἀπὸ σεβασμὸ στὸν γέροντά του, ποὺ ἦταν ἀμόρφωτος.

Ὑποτάσσεται, λοιπόν, σὲ σχεδὸν ἀμόρφωτο γέροντα, παρὰ τοῦ ὁποίου, ἐκτὸς τῆς μοναχικῆς ἀσκήσεως, «διδάσκεται τὰ ἱερὰ γράμματα».

Ἐνῶ λοιπὸν ὁ Ἀθανάσιος δοκιμαζόταν στὸν Ἄθω ὡς ὑποψήφιος ἀσκητής, ὁ δομέστικος τῶν Σχολῶν τῆς Ἀνατολῆς, Νικηφόρος Φωκᾶς, τὸν ἀναζητοῦσε. Βέβαιον εἶναι ὅτι ἔκανε ἔρευνες σὲ διάφορα μοναστικὰ κέντρα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας χωρὶς ἀποτέλεσμα.

Τέλος θυμήθηκε, λέει ὁ βιογράφος του, ὅτι ὁ Ἀθανάσιος τοῦ εἶχε μιλήσει γιὰ πιθανὴ ἀναχώρηση καὶ τῶν δύο στὸ Ἅγιον Ὄρος.

Γράφει λοιπὸν στὸν κριτὴ-ἔπαρχο τῆς Θεσσαλονίκης καὶ τοῦ ζητᾶ νὰ μεταβεῖ στὸν Ἄθω πρὸς ἀναζήτηση τοῦ Ἀθανασίου, περιγράφοντας τὰ προσωπικὰ χαρακτηριστικά του.

Ὁ κριτὴς μεταβαίνει στὸ Ὄρος, συναντᾶται μὲ τὸν Πρῶτο τοῦ Ὄρους Στέφανο (958-962) καὶ διαβιβάζει τὸ αἴτημα. Ὁ Πρῶτος ὑπόσχεται νὰ προβεῖ στὴν ἀνεύρεσή του, ἐνῶ ἐπλησίαζαν τὰ Χριστούγεννα καὶ ἡ σύναξη τῶν γερόντων τοῦ Ὄρους γινόταν τρεῖς φορὲς τὸ χρόνο: Τὰ Χριστούγεννα, τὸ Πάσχα καὶ στὶς 15 Αὐγούστου, ἑορτὴ τῆς κοιμήσεως τῆς Παναγίας. Στὶς συνάξεις, ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Πρώτου, συμμετεῖχαν οἱ πατέρες οἱ ὁποῖοι ἀσκοῦνταν στὴν περιοχὴ τῆς Λαύρας τῶν Καρυῶν.

Κατὰ τὰ Χριστούγεννα λοιπὸν τοῦ ἔτους ἐκείνου, ἔγινε ἀπὸ τὸν Πρῶτο Στέφανο[8] ἡ ἀναγνώριση τοῦ Ἀθανασίου. Ὅλοι οἱ Ἀθωνίτες ξέρουν πλέον ὅτι ὁ Βαρνάβας εἶναι ἕνας μορφωμένος μοναχός, ἀλλὰ δὲν γνωρίζουν ποιὸς εἶναι στὴν πραγματικότητα, γιατὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν Πρῶτο νὰ κρατήσει τὸ μυστικό του, διαφορετικὰ θὰ ἔφευγε ἀπὸ τὸν Ἄθω.

Ὁ Πρῶτος τοῦ παραχωρεῖ ἕνα ἀναχωρητικὸ κελλὶ κοντὰ στὶς Καρυές. Ὁ Ἀθανάσιος ἐγκαθίσταται ἐκεῖ μὲ ἕνα μαθητή, ὀνόματι Λουκίτζη καὶ ἀσκεῖ τὸ ἐπάγγελμα τοῦ καλλιγράφου. Ἐκεῖ ὁ Ἀθανάσιος παρέμεινε μέχρι τὸ 959.

Περὶ τὸ ἔτος 960 ἔρχεται στὸ Ὄρος ὁ ἀδελφὸς τοῦ Νικηφόρου καὶ δομέστικος τῶν Σχολῶν τῆς Δύσεως Λέων Φωκᾶς, μετὰ τὴν νίκη του κατὰ τῶν Σκυθῶν, γιὰ νὰ εὐχαριστήσει ἀπὸ εὐγνωμοσύνη τὸν Θεό. Ἐπιθυμοῦσε βέβαια νὰ συναντήσει τὸν Ἀθανάσιο, ὅπερ καὶ ἔγινε. Τότε λοιπὸν ὅλοι πληροφοροῦνται ποιὸς ἦταν πραγματικὰ ὁ Βαρνάβας καὶ ποιὲς οἱ σχέσεις του μὲ τὴν περιφανῆ οἰκογένεια Φωκᾶ. Τὸ ἀσκητικὸ περιβάλλον, ἡ ὅλη προσωπικότητα καὶ ἡ σχέση του μὲ τὴν ἔνδοξη οἰκογένεια τῆς αὐτοκρατορίας, προκάλεσαν αἴσθηση στοὺς Ἀθωνίτες καὶ πολλοὶ παρεκινήθησαν νὰ προσέλθουν κοντά του.

Ὁ Ἀθανάσιος θέλοντας νὰ ἀποφύγει τὴν προσέλευση καὶ σύγχυση, ἔθεσε σὲ ἐφαρμογὴ τὸ σχέδιο, ποὺ εἶχε, ὅταν ἀφιχθεῖ στὸ Ὄρος: νὰ ἀποσυρθεῖ στὰ ἐνδότερα τοῦ Ὄρους, στὴν ἡσυχία.

Ἔτσι, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Πρώτου καὶ τῆς Συνάξεως, ἀφοῦ ἔμεινε δύο χρόνια στὶς Καρυές, ἔλαβε ἕνα τόπο ἐξαιρετικὰ ἀπρόσιτο καὶ ἐρημικό, ποὺ λεγόταν Μελανά, στὴ θέση ὅπου ἔκτισε τὴ Λαύρα.

Ἐκεῖ ἔστησε τὴν ἀσκητική του καλύβη, σὰν ἄλλο ἀρετῆς ἐργαστήριον, καὶ ἐπιδόθηκε σὲ νέους πνευματικοὺς ἀγῶνες ἀφοσιωμένος στὶς κατὰ Θεὸν μελέτες καὶ θεῖες θεωρίες.

Μετάβαση στὴν Κρήτη

Τὴν ἴδια περίοδο ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς διηύθυνε τὴν ἐκστρατεία τοῦ Βυζαντινοῦ στρατοῦ, περὶ τὸ 960, γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Κρήτης ἀπὸ τοὺς Ἄραβες. Οἱ συγκρούσεις ἦταν σκληρὲς καὶ ἀμφίρροπες. Ἡ βυζαντινὴ στρατιὰ ὑπέφερε ἀπὸ τὸ κρύο καὶ τὴν ἔλλειψη τροφῶν, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν στρατὸ τῶν Ἀράβων.

Ἐπιθυμώντας νὰ ἀναπτερώσει τὸ ἠθικό των στρατιωτῶν, ὁ Φωκᾶς ὑπενθύμιζε ὅτι σκοπὸς τῆς ἐκστρατείας ἦταν ἡ ἀπελευθέρωση ἐδαφῶν καὶ πληθυσμοῦ χριστιανικοῦ. Ἄλλωστε, οἱ Ἄραβες ἢ Σαρακηνοί, ἔχοντες ὡς ὁρμητήριο τὴν Κρήτη, ἔκαναν ἐπιδρομὲς σὲ ὅλο τὸ Αἰγαῖο, ἀκόμα καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀπὸ τὸ ὁποῖο πέραν τῶν λαφύρων, εἶχαν αἰχμαλωτίσει καὶ μοναχούς.

Στὴν προσπάθειά του νὰ ἐνισχύσει τὸ ἠθικὸ τοῦ στρατοῦ, ἀπεφάσισε νὰ ἀποστείλει γράμματα σὲ μοναστήρια τῆς Μ. Ἀσίας καὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος, ζητώντας νὰ στείλουν μερικοὺς μοναχοὺς κοντὰ στὸ στρατό. Μεταξύ των μοναχῶν, ἔγραψε καὶ στὸν Ἀθανάσιο καὶ στὸν Πρῶτο τοῦ Ὄρους.

Οἱ Ἀθωνίτες ἀπάντησαν θετικά. Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Πρώτου καὶ τῶν γερόντων τοῦ Ὄρους, ἀποφασίζει νὰ μεταβεῖ στὴν Κρήτη ὁ Ἀθανάσιος συνοδευόμενος ἀπὸ ἕνα μοναχό, τὸ Θεόδοτο[9].

Ἡ συνάντηση τῶν δύο ἀντρῶν ἦταν συγκινητική. Ὁ Ἀθανάσιος ἔγινε δεκτὸς μὲ μεγάλες τιμὲς ἀπὸ τὸν πνευματικό του φίλο Νικηφόρο Φωκᾶ.

Ἡ ἀποστολὴ καὶ παραμονὴ τοῦ Ἀθανασίου στὴν Κρήτη στέφθηκε μὲ πλήρη ἐπιτυχία. Ἐπέτυχε νὰ βοηθήσει στὴν ἐκδίωξη τῶν Ἀράβων ἀπὸ τὴν Κρήτη, τὴν ἀπελευθέρωση ὅσων Ἀθωνιτῶν εἶχαν συλληφθεῖ καὶ διασωθεῖ, καὶ τὴν ἐπανασύνδεση τοῦ φιλικοῦ του δεσμοῦ μὲ τὸν στρατηγὸ Νικηφόρο Φωκᾶ.

Ἐκεῖ καταστρώθηκε ἡ ἰδέα τῆς ἱδρύσεως ἑνὸς μοναστηριοῦ στὸν Ἄθω, ὑπὸ τὴν ἡγουμενία τοῦ Ἀθανασίου, στὸ ὁποῖο θὰ ἐμόναζε καὶ ὁ Φωκᾶς.

Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ ὁ Φωκᾶς πρότεινε στὸν Ἀθανάσιο νὰ τοῦ διαθέσει τὰ χρήματα ποὺ θὰ ἀπαιτοῦνταν γιὰ τὴν ἀνέγερση τῆς Μονῆς.

Ἀφοῦ οἱ δύο ἄνδρες ἔμειναν σύμφωνοι περὶ τῆς Μονῆς καὶ τὰ σχετικὰ μὲ αὐτήν, ὁ μὲν Ἀθανάσιος ἀνεχώρησε γιὰ τὸν Ἄθωνα, ὁ δὲ Φωκᾶς ἐπέστρεψε στὴ Βασιλεύουσα.

Ἐπιστρέφοντας ὁ Ἀθανάσιος στὸ Ὄρος, ἐσκέπτετο νὰ ἀρχίσει τὴν ἵδρυση τῆς Λαύρας. Στὸ μεταξὺ ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς ἀποστέλλει στὸν Ἄθω τὸν ἔμπιστό του μοναχὸ Μεθόδιο, μὲ ἐπιστολὴ καὶ τὰ ἀναγκαῖα χρήματα γιὰ τὴν ἔναρξη τῶν ἐργασιῶν. Ὁ Μεθόδιος παρέμεινε στὸ κελλὶ τοῦ Ἀθανασίου ἕξι μῆνες καὶ δὲν ἀνεχώρησε παρὰ ἀφοῦ ἔπεισε τὸν Ἀθανάσιο νὰ ἀρχίσει τὴν κατασκευὴ τῆς Λαύρας καὶ ἀφοῦ εἶχαν ἀρχίσει οἱ οἰκοδομικὲς ἐργασίες.

Πράγματι ὁ Ἀθανάσιος ἄρχισε μὲ τὴν ἀνέγερση τοῦ ἡσυχαστηρίου, ὅπου θὰ ἐμόναζε ὁ Νικηφόρος καὶ ναὸ ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ Τιμίου Προδρόμου[10]. Στὴ συνέχεια προχώρησε στὴν ἀνέγερση τοῦ καθολι κοῦ καὶ ἄλλων κτισμάτων.

Ἐνῶ λοιπὸν προχωροῦσαν οἱ ἐργασίες ἀνεγέρσεως τοῦ καθολικοῦ καὶ τῶν κελλίων, ἔφθασε ἡ εἴδηση τῆς ἀνόδου τοῦ Νικηφόρου στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο. Ἡ εἴδηση αὐτὴ ἐπίκρανε τὸν Ἀθανάσιο, ὁ ὁποῖος ἀνέλαβε τὴν ἀνοικοδόμηση τῆς Λαύρας μετὰ ἀπὸ ἐπίμονες παρακλήσεις τοῦ Νικηφόρου καὶ τὴν ὑπόσχεσή του νὰ ἀκολουθήσει τὸ μοναχικὸ βίο.

Γι᾿ αὐτὸ ἀπεφάσισε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ἡγουμενία τῆς Λαύρας καὶ νὰ φύγει ἀπὸ τὸ Ὄρος.

Ἄφιξη στὴν Κύπρο

Φεύγει λοιπὸν καὶ ἀποβιβάζεται στὴν Ἄβυδο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Φθάνοντας ἐκεῖ, ἔστειλε πίσω στὸν Ἄθωνα τὸ πλοῖο τῆς Λαύρας μὲ τοὺς περισσότερους ἐκ τῶν συνοδῶν του. Ἕνα μοναχὸ ἀποστέλλει στὴ Βασιλεύουσα μὲ σκοπὸ νὰ ἐπιδώσει στὸν αὐτοκράτορα ἐπιστολὴ καὶ ὁ ἴδιος μὲ τρεῖς ἐμπίστους μοναχοὺς ἐπιβιβάζεται σὲ πλοῖο μὲ προορισμὸ τὴν Κύπρο. Μὲ τὸ γράμμα στὸν αὐτοκράτορα τὸν πληροφορεῖ ὅτι παραιτεῖται ἀπὸ τὴν ἡγουμενία, ἀλλὰ συγχρόνως τοῦ ὑποδεικνύει τὸ μοναχὸ Εὐθύμιο, νὰ ἀναλάβει τὸ ἀξίωμα.

Φθάνοντας στὴν Κύπρο, διαμένει στὴ Μονὴ τῶν Ἱερέων καὶ ἀποστέλλει τὸν μοναχὸ Θεόδοτο στὴ Λαύρα, μὲ ἀποστολὴ νὰ παρακολουθεῖ τὴν ἐξέλιξη τῶν ὑποθέσεων τῆς Μονῆς.

Μόλις ἡ πορεία τῶν πραγμάτων τῆς Μονῆς πῆρε ἀρνητικὴ τροπή, ὁ Θεόδοτος ἐπιστρέφει στὴν Κύπρο καὶ ἐνημερώνει τὸν Ἀθανάσιο γιὰ τὴν κατάσταση.

Ὁ αὐτοκράτωρ, διαβάζοντας τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Ἀθανασίου, λυπεῖται, καθιστᾶ τὸν μοναχὸ Εὐθύμιο ἡγούμενο τῆς Λαύρας καὶ πάραυτα, ἀποστέλλει γράμματα πρὸς ἀναζήτηση τοῦ Ἀθανασίου, ὁ ὁποῖος κρυβόταν στὴ Μονὴ τῶν Ἱερέων.

Τὰ γράμματα ἔφθασαν καὶ στὸν ἡγούμενο τῆς Μονῆς τῶν Ἱερέων, ὁ ὁποῖος ἐκάλεσε τὸν Ἀθανάσιο καὶ τὸν συνοδό του μοναχὸ Ἀντώνιο πρὸς ἐξακρίβωση.

Ὁ Ἀθανάσιος ἀπέφυγε νὰ ἀποκαλύψει τὸν ἑαυτό του. Ἀναχωρεῖ μὲ τὸν Ἀντώνιο καὶ φθάνει στὴν πόλη Ἀττάλεια τῆς Μ. Ἀσίας, ὅπου φθάνει ἐπίσης καὶ ὁ μοναχὸς Θεόδοτος, ὁ ὁποῖος πληροφορεῖ τὸν Ἀθανάσιο γιὰ τὴν θλιβερὴ κατάσταση τῆς Λαύρας. Ἔτσι χωρὶς χρονοτριβή, ἀποφασίζει νὰ ἐπιστρέψει στὴ Μονή.

Ἡ ἐπάνοδός του στὴ Λαύρα ἔδωσε χαρὰ καὶ ἱκανοποίηση στοὺς πατέρες, οἱ ὁποῖοι δοκιμάσθηκαν ἀρκετὰ κατὰ τὸ διάστημα τῆς ἀπουσίας του, κατὰ τὴν ὁποία διακινδύνεψε καὶ ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξη τῆς Μονῆς.

Στὴ βασιλεύουσα

Ἀφοῦ ἐτακτοποίησε καλῶς ὅλα τὰ πράγματα τῆς Λαύρας, ἀπεφάσισε νὰ μεταβεῖ στὴ Βασιλεύουσα πρὸς συνάντηση τοῦ αὐτοκράτορος Νικηφόρου Φωκᾶ[11].

Ἡ συνάντηση τῶν δύο ἀνδρῶν ὑπῆρξε συγκινητική, καὶ ἀκόμη περισσότερο, σημαντικὴ καὶ χρήσιμη. Δὲν ἔγινε ἁπλῶς ἡ διάλυση τῶν παρεξηγήσεων ἀλλὰ ὑπῆρξε σταθμός, ὄχι μόνον γιὰ τὴν ἱστορία τῆς Λαύρας, ἀλλὰ καὶ τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

Ὁ Ἀθανάσιος ἐγνώριζε πολὺ καλὰ ὅτι ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς ἀπὸ τὴ θέση τὴν ὁποία πλέον κατεῖχε θὰ βοηθοῦσε ἀποτελεσματικὰ τὴ Λαύρα. Πράγματι, ὁ αὐτοκράτωρ ἐξέδωσε, χάρη τοῦ Ἀθανασίου, ὑπὲρ τῆς Λαύρας τρία χρυσοβουλλα, τὰ ὁποῖα ἐκτὸς ἀπὸ τὴ θεσμική τους διάσταση, παραχωροῦσαν στὴν νεόδμητη Λαύρα σημαντικὲς δωρεές.

Στὸ χρυσοβουλλό τοῦ, τὸ ὁποῖο εἶχε χαρακτήρα Τυπικοῦ γιὰ τὴ Λαύρα, ὁ Φωκᾶς περιέχει μία ρήτρα μεγάλης σημασίας: κανεὶς δὲν εἶχε τὸ δικαίωμα νὰ ἐπεμβαίνει στὴ Λαύρα ἐκτὸς ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα. Ἡ Λαύρα ἡ ὁποία ἀπὸ ἰδιωτικὴ κατέστη βασιλικὴ αὐτοκρατορική, μὲ τὴν ἀνάρρηση τοῦ Φωκᾶ στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο καθιεροῦται ἐλευθέρα καὶ αὐτοδέσποτος ἀπὸ κάθε κοσμικὴ ἢ ἐκκλησιαστικὴ ἀρχή.

Ὁ Νικηφόρος, κτίτωρ τῆς Μονῆς, ἔχει τὴν κυριότητά της σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς του, καὶ μετὰ τὸ θάνατό του περιέρχεται στὸ Ἀθανάσιο, ὁ ὁποῖος εἶναι ἰσόβιος ἡγούμενος.

Ὁ Φωκᾶς μὲ τὸ χρυσοβουλλό του[12] ἀπαγορεύει τὴν παραχώρηση τῆς Λαὺ ρᾶς σὲ πρόσωπο ξένο πρὸς αὐτήν, κοσμικὸ ἢ ἐκκλησιαστικὸ ἢ σὲ ἄλλη Μονή. Παράλληλα χορηγεῖ στὴ Λαύρα χρηματικὲς παροχὲς σὲ ἐτήσια βάση, ἀναγκαῖες γιὰ τὴ συντήρησή της.

Ἔτσι, ἡ Λαύρα καθίσταται αὐτοκρατορικὸ μοναστήρι, μὲ κοινοβιακὸ χαρακτήρα, μὲ πλοῦτο καὶ εὐμάρεια.

Τὴν ἴδια περίοδο, λόγω τῆς φήμης τοῦ Ἀθανασίου καὶ τῆς ἐντυπωσιακῆς ἐξελίξεως τῆς Λαύρας, μοναχοὶ ἀπὸ πολλὲς περιοχὲς προσέρχονται νὰ ὑποταχθοῦν. Μεταξὺ αὐτῶν ἔρχονται ἀπὸ τὴ Ῥώμη, Καλαβρία, Ἰταλία, Ἰβηρία, Ἀρμενία κλπ. Ὅλοι αὐτοὶ βρίσκουν καταφύγιο τὴ Λαύρα, ἡ ὁποία τὴν περίοδο αὐτὴ (964-972) ἦταν τὸ μόνο σημαντικὸ μοναστικὸ ἵδρυμα, ἐκτὸς τοῦ Πρωτάτου, στὸν Ἄθω.

Αὐτὴ ἡ πρωτόγνωρη ἄνοδος τῆς Λαύρας δημιούργησε ὁρισμένες ἀντιδράσεις ἀπὸ πολλοὺς Ἀθωνίτες ἀσκητές, ἐρημίτες καὶ ἡγουμένους μονυδρίων. Ἡ βασικὴ διαμαρτυρία ἐπικεντρώνονταν στὸ ὅτι μὲ τὴ μεγάλη οἰκονομικὴ δραστηριότητα, τὶς ἄφθονες χρηματικὲς δωρεὲς κ.λπ. ἀλλοιώνονταν ἡ μοναχικὴ παράδοση τοῦ Ὄρους καὶ ὁ χαρακτήρας τοῦ ἁγιορειτικοῦ ἀσκητικοῦ πνεύματος, ὅπως τότε ὑπῆρχε στὸν Ἄθω.

Ἡ δολοφονία τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ, δημιούργησε μία νέα ἐποχὴ καὶ τροπὴ στὰ ἁγιορείτικα πράγματα. Ὅσοι ἀντιδροῦσαν ἢ διαφωνοῦσαν μὲ τὸν Ἀθανάσιο, θεώρησαν κατάλληλη τὴν εὐκαιρία νὰ ἀνακόψουν τὴν πορεία του.

Ἔτσι, ἔστειλαν ἀντιπροσωπεία στὸ νέο αὐτοκράτορα στὸν ὁποῖο διετύπωσαν τὶς αἰτιάσεις τους.

Τὸ Τυπικὸ τοῦ Ἰωάννου Τζιμισκῆ

Ὁ νέος αὐτοκράτωρ Ἰωάννης Τζιμισκὴς (969-976) προσκάλεσε τὸν Ἀθανάσιο στὴν Κωνσταντινούπολη[13]. Κατὰ τὴ συνάντηση ὁ αὐτοκράτωρ, παρ᾿ ὅτι ἐγνώριζε τὸ στενὸ δεσμὸ τοῦ Ἀθανασίου μὲ τὸ δολοφονηθέντα αὐτοκράτορα Νικηφόρο Φωκᾶ (963-969), ὄχι μόνον δὲν ἔδειξε ἀντιπάθεια ἢ ἐχθρότητα πρὸς τὸν Ἀθανάσιο, ὅπως ἀνέμεναν οἱ ἀντιφρονοῦντες, ἀλλὰ ἔδειξε φιλικὴ στάση καὶ πραγματοποίησε ὅλα του τὰ αἰτήματα.

Ἡ στάση αὐτὴ ἄμβλυνε τὶς ἀντιθέσεις καὶ ὁδήγησε στὴ συμφιλίωση τῶν δύο πλευρῶν.

Ἀποτέλεσμα τῶν διαβουλεύσεων ἦταν νὰ ἀποσταλεῖ στὸν Ἄθω ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς Στουδίου Εὐθύμιος, προκειμένου νὰ λυθεῖ ὁριστικὰ τὸ ἁγιορειτικὸ ζήτημα. Μὲ τὴν εὐκαιρία ἐκείνης τῆς συναντήσεως ὁ Ἰωάννης Τζιμισκῆς ἐξέδωσε χρυσόβουλλο ὑπὲρ τῆς Λαύρας, καὶ ἐπικύρωσε ὅλες τὶς διατάξεις τοῦ χρυσοβούλλου τοῦ προκατόχου του.

Ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς Στουδίου Εὐθύμιος ἦλθε στὸν Ἀθανάσιο. Μετὰ ἀπὸ πολλὲς διαβουλεύσεις μεταξύ των ἁγιορειτῶν συνετάγη ἕνα κείμενο, ποὺ ἐνέκριναν ὅλοι οἱ ἡγούμενοι καὶ τὸ ὑπέγραψεν ὁ Πρῶτος, 57 ἡγούμενοι τοῦ Ἄθω καὶ ἄλλοι πρόκριτοι ἁγιορεῖτες. Τὸ κείμενο αὐτό, γνωστὸ ὡς Τυπικό του Τζιμισκῆ, φέρει ἐπίσης καὶ τὴν ὀνομασία «Τράγος» γιατὶ εἶχε γραφεῖ «ἐπὶ αἰγείου (κατσικίσιου) δέρματος» (περγαμηνή). Ὁ «Τράγος», ἀπὸ τῆς καθιερώσεώς του φυλάσσεται στὸ Σκευοφυλάκιο τοῦ Πρωτάτου καὶ τῆς Ἱ. Κοινότητος.

Μετὰ τὴν κύρωση καὶ ἐφαρμογὴ τοῦ Τυπικοῦ του Τσιμιζκῆ, ὁ Ἀθανάσιος ἀπερίσπαστος ἀσχολήθηκε μὲ τὴν διοίκηση τῆς Λαύρας καὶ τὰ πνευματικά του καθήκοντα. Ἰδιαίτερα ἐμερίμνησε γιὰ τὴν διοικητικὴ ὀργάνωση τῆς Μονῆς, τὴν ὀρθὴ διαχείριση τῶν οἰκονομικῶν, τὴν λειτουργικὴ εὐταξία καὶ διάφορα ἄλλα προσωπικὰ θέματα τῆς καθημερινῆς ζωῆς καὶ γενικότερα.

Τὸ Τυπικὸ τοῦ Ἀθανασίου

Ὁ Ἀθανάσιος, συνέταξε τὸ Τυπικό του[14], τὸ ὁποῖο διακρίνεται σὲ τρία μέρη:

α) Τὸ Τυπικό, τὸ ὁποῖο ἀναφέρεται σὲ θέματα διοικητικά, ὅπως ἡ ἐκλογὴ ἡγουμένου, τὰ καθήκοντα, οἱ ἐξουσίες, οἱ ὑποχρεώσεις, ἡ διαδοχή, τὰ καθήκοντα τῶν προκρίτων ἀδελφῶν κ.ἄ.

β) Ἡ Διατύπωση, ποὺ ἀποτελεῖ σύντομο κείμενο ἀναφερόμενο κυρίως στὸν τρόπο ἐκλογῆς τοῦ ἡγουμένου, τὸν διορισμὸ ἐπιτρόπων κ.ἄ. καὶ

γ) Ἡ Ὑποτύπωση, ἕνα εἶδος λειτουργικοῦ τυπικοῦ. Ἀναφέρεται δηλαδὴ στὴν τέλεση τῶν Ἱ. Ἀκολουθιῶν ὅλου τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους.

Ὁ Ἀθανάσιος, ἀνεγνωρίσθη καὶ καθιερώθη ὡς ὁ ἀναμορφωτὴς ἀρχηγέτης καὶ πατριάρχης τοῦ ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ. Ἡ συμβολή του στὴν καθιέρωση καὶ ἀναγνώριση τοῦ μοναχικοῦ καθεστῶτος τῆς ἀθωνικῆς πολιτείας ὑπῆρξε καταλυτικὴ καὶ πανθομολογούμενη.

Ἔζησε βίον, πέραν τῶν διοικητικῶν του ἱκανοτήτων, Ὁσιακόν. Ἡ ἀρετή του ἀνεγνωρίσθη ἀπὸ πολλούς. Διεκρίνετο γιὰ τὴν σοφία, τὴν εὐγένεια, τὴν πραότητα, τὸ φιλάνθρωπον πρὸς ὅλους, τὴν φιλοξενία, τὴν ἀσκητικότητα.

Ὑπῆρξε κατὰ τὸν βιογράφο του: «Ἀρχὴ πάντων καὶ τέλος … πᾶσι τύπος καὶ νόμος ἦν … πολυτρόπος καὶ πολυειδὴς τὴν κυβέρνησιν … Χριστὸν τὸν ἑαυτοῦ ποιμένα μιμούμενος».

Ὁ Ἀθανάσιος ἐκοιμήθη περὶ τὸ 1000 μ.Χ. Πάνδημος ὑπῆρξε ἡ ἐκφορὰ τοῦ ἱεροῦ σκηνώματός του, ὁποὺ παρέστη ἡ τοῦ «Ὄρους Γερουσία».

Ἀνεγνωρίσθη Ὅσιος καὶ ἡ μνήμη τοῦ ἑορτάζεται τὴν 5ην Ἰουλίου.

Θαύματα τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου

Ἐκεῖνο ὅμως τὸ ὁποῖο ἰδιαίτερα χαρακτήριζε τὸν Ὅσιον Ἀθανάσιο, δὲν ἦταν τόσο ἡ ἵδρυση τῆς Λαύρας, ἡ συμβολή του στὴν διαμόρφωση τοῦ ἁγιορειτικοῦ καθεστῶτος, οἱ σχέσεις του μὲ τοὺς αὐτοκράτορες τῆς ἐποχῆς του, ἀλλὰ ἡ πνευματικὴ συγκρότηση τῆς προσωπικότητάς του.

Ὁ Ὅσιος ὑπῆρξε κατ᾿ ἐξοχὴν ἕνας γνήσιος μοναχός, ἕνας αὐθεντικὸς ἀσκητής. Κέντρο τῆς ζωῆς του ἦταν ἡ πνευματική του κατάρτιση, ἡ κατάκτηση τῶν δωρεῶν τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.

Ἡ προσωπικότης του συγκρίνεται μὲ τὶς μεγάλες προσωπικότητες τοῦ μοναχι σμοῦ τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς, ὅπως τοῦ Ὁσίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου, τοῦ Θεόδωρου τοῦ Στουδίτου κ.ἄ.

Ἐβίωσε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν αὐθεντική του διάσταση, κατάκτησε τὴν ἀρετὴ καὶ ἀξιώθηκε θείων χαρισμάτων καὶ δωρεῶν, καὶ ὅπως σημειώνει ὁ ἐγκωμιαστής του «τοῖς ἀγγέλοις ἐφάμιλλος ὤφθη»[15]. Ἀξιώθηκε τοῦ χαρίσματος τοῦ θαυματουργεῖν. Ὁ βιογράφος του ἀνὰ φέρει μερικὰ ἀπὸ τὰ θαύματα τὰ ὁποῖα ἐν ζωῇ καὶ μετὰ θάνατον ἐποίησε.

Μεταξὺ αὐτῶν ἀναφέρουμε:

Ἡ θεραπεία τοῦ Μοναχοῦ Ἀθανασίου

Ὁ μοναχὸς Ἀθανάσιος, ὁ ἀποθηκάριος, στὴν ἀρχὴ τῆς μοναχικῆς του ζωῆς, εὑρισκόμενος κάποτε στὸν Μυλοπόταμο, ἔπαθε ὑδρωπικία. Βλέποντας τὴν κατάστασή του, ὁ Ὅσιος του ὑπέδειξε νὰ μεταβεῖ στὴ Λαύρα γιὰ νὰ θεραπευθεῖ ἀπὸ τὸν ἰατρὸ τῆς Μονῆς. Ὅταν ἔφθασε ἐκεῖ, οἱ ἰατροὶ ποὺ τὸν ἐξέτασαν δὲν πίστευαν ὅτι θὰ θεραπευθεῖ.

Τότε ὁ Πατὴρ τὸν λυπήθηκε γιὰ τὴν κατάστασή του καί, ἀφοῦ ἄγγιξε μὲ τὸ χέρι του τὴν κοιλιά, εἶπε «Ὕπαγε τέκνον, οὐδὲν κακὸν ἔχεις». Ἀμέσως μὲ τὸν λόγο ὁ μοναχὸς ἔγινε ὑγιής[16].

Ἡ ἐμφάνιση τῆς Παναγίας στὸν Ὅσιο

Ἡ παράδοσις τῆς Μονῆς διασώζει τὸ ἑξῆς θαυμαστὸ περιστατικό[17]:

Κατὰ τὸ ἔτος 963, συνέβη λιμὸς στὴν Αὐτοκρατορία, ἕνεκα τοῦ ὁποίου ἐδημιουργήθη ἔλλειψη τροφῶν καὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐπειδὴ εἶχε ἀρχίσει ἡ οἰκοδομὴ τῆς Λαύρας καὶ νὰ ἐξαντλοῦνται τὰ ὑλικὰ καὶ τὰ τρόφιμα, ὁ Ὅσιος ἀπεφάσισεν νὰ μεταβεῖ στὶς Καρυὲς γιὰ νὰ συμβουλευθεῖ τὸν Πρῶτο καὶ τοὺς γέροντες ἐπὶ τοῦ πρακτέου.

Ἐνῶ λοιπὸν ἐπορεύετο πρὸς τὶς Καρυές, σὲ ἀρκετὴ ἀπόστα σὴ ἀπὸ τὴ Μονή, συναντᾶ μιὰ σεμνοτάτην καὶ ὡραιωτάτην γυναίκα. Ἀπὸ τὴν θέα της ἐταράχθη. Ἀλλὰ πρώτη ἡ γυνὴ ἐρώτα τὸν Ἀθανάσιον «Πόθεν ἔρχεσαι, Ἀθανάσιε, καὶ ποῦ πορεύεσαι;».

Ἔκπληκτος ὁ Ὅσιος ἀπήντησε «Ποία εἶσαι ἐσύ, ἡ ὁποία μοῦ ὁμιλεῖς καὶ γνωρίζεις τὸ ὄνομά μου;».

«Ἐγὼ εἶμαι ἡ Μήτηρ τοῦ Κυρίου καὶ προστάτις σου» ἀπα ντᾶ ἐκείνη, καὶ συνεχίζει «Ἀλλ᾿ εἰπέ μοι, διατί ἐγκατέλιπες τὴν Λαύραν, καὶ ποῦ μεταβαίνεις;» Καὶ ὁ Ὅσιος: «Δὲν πιστεύω ὅτι εἶσαι ἡ Κεχαριτωμένη, ἐὰν δὲν ἰδῶ κάποιο σημεῖον».

«Δίκαιον ἔχεις, Ἀθανάσιε· διὰ νὰ πιστεύσεις, ἰδού» ἀπήντησε. «Χτύπησε σταυροειδῶς μὲ τὴν ράβδο σου αὐτὴν τὴν πέτρα ἐπικαλούμενος τὸ ὄνομα τῆς Παναγίας Τριάδος καὶ θὰ ἰδεῖς εὐθὺς νὰ ἀναβλύζει ἄφθονον καὶ ἀστείρευτον ὕδωρ».

Πεισθεὶς ὁ Ὅσιος, ἐκτύπησε τὴν ἐνώπιόν του πέτρα καὶ ἀμέσως ἀνέβλυσεν ὕδωρ, καὶ τὸ σημεῖον ἐκεῖνο ἔκτοτε ὀνομάσθηκε ὕδωρ τοῦ ἁγιάσματος, ἔνθα ἐκτίσθη ναΰδριον τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς.

Μετὰ τὸ γεγονὸς τοῦτο, προσέπεσε ἐνώπιον τῆς Παναγίας καὶ ἐζήτησε συγγνώμη. Τότε ἡ Παναγία ὑποσχέθηκε στὸν Ὅσιο νὰ ἀναλάβει τὴν τροφοδοσία τῆς Μονῆς καὶ τῶν ἄλλων ἀναγκαίων, καὶ τὸν προέτρεψε νὰ ἐπιστρέψει στὴν Λαύρα, καὶ ἔγινε εὐθὺς ἄφαντος.

Ὁ Ἀθανάσιος ἐπέστρεψε στὴ Μονή. Μόλις διέβη τὴν κεντρικὴν πύλη καὶ εἰσῆλθεν στὴν αὐλή, βλέπει ἐνώπιόν του καὶ πάλι τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον, ἡ ὁποία τὸν ὁδήγησε στὴν ἀποθήκη τῆς Μονῆς, ἡ ὁποία ἦταν πλέον πλήρης τροφίμων.

Δεικνύουσα δὲ ἡ Παναγία τὴν εὐλο γία ἐκείνη τοῦ Θεοῦ, λέγει στὸν Ὅσιο· «Θέλω, τέκνον μου Ἀθανάσιε, εἰς τὸ ἑξῆς νὰ μὴν ὁρίσεις ἐσὺ καὶ οἱ διάδοχοί σου Οἰκονόμον εἰς τὴν Μονήν, διότι ἐγὼ θὰ εἶμαι ἡ Οἰκονόμισσα τῆς Λαύρας μέχρι τῆς συντέλειας τῶν αἰώνων» καὶ ἔγινε πάλι ἄφαντος.

Πράγματι, ὁ Ὅσιος κατόπιν αὐτῶν συνέχισε τὴν ὁλοκλήρωση τῆς Λαύρας, μέχρι συντελέσεως τῆς ὁποίας ἐπήρκεσεν ἡ εὐλογία ἐκείνη τῶν τροφίμων.

Στὸ σημεῖο ὅπου ἐνεφανίσθη ἡ Πὰ ναγία ἀνηγέρθη ὕστερα, καὶ ὑπάρχει ἕως σήμερον τὸ Προσκυνητάριον τῆς Παναγίας τῆς Οἰκονομίσσης, μετ᾿ ἀκοιμήτου κανδήλας.

Ὁ Ἀλεξανδρείας Σίλβεστρος καὶ ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου

Ἀναφέρεται ἐπίσης ὅτι: «Κατὰ τὴν ζῶ σὰν καὶ ἀδιάκοπον παράδοσιν τῆς Μονῆς λέγεται ὅτι, ζῶν ὁ Ὅσιος, εἶχεν ἀφήσει ἐντολὴν περὶ μὴ ἐκταφῆς του, ἡ ὁποία καὶ ἐτηρεῖτο ἐπὶ αἰῶνες. Ἀλλά, κατὰ τὴν παράδοσιν ἐπίσης, ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Σίλβεστρος, ὅτε τὸ 1575 μετέτρεψε τὴν Μονὴ ἀπὸ ἰδιορρύθμου εἰς κοινόβιον, ἠθέλησεν ἐξ εὐλαβείας ν᾿ ἀνοίξει τὸν τάφον. Ἀφοῦ λοιπὸν ἔπεισε τοὺς Πατέρας, ἐπεχείρησε μετ᾿ αὐτῶν τὸ ἄνοιγμα τοῦ τάφου. Ὅταν ἐκτύπησαν διὰ τῶν σχετικῶν ἐργαλείων πρὸς διάνοιξιν, ἐξῆλθον ἐκεῖθεν φλόγες πυρός, αἱ ὁποῖαι κατετρόμαξαν τὸν Πατριάρχην καὶ τοὺς περὶ αὐτόν, ὥστε νὰ σταματήσουν πάραυτα τὸ ἐγχείρημα. Οὕτως ὁ τάφος τοῦ Ὁσίου παραμένει μέχρι σήμερα ἄθικτος, κατὰ τὴν ἐντολὴν τοῦ Πατρός»[18].

Τὰ ὅρια καὶ τὸ μέγεθος τῆς πνευματικῆς συγκροτήσεως καὶ ἀκτινοβολίας τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου παριστᾶ τὸ Ἀπολυτίκιο αὐτοῦ, τὸ ὁποῖο ἔχει ὡς ἑξῆς:

Ἦχος γ´. Τὴν ὡραιότητα.

Τὴν ἐν σαρκὶ ζωήν σου κατεπλάγησαν, Ἀγγέλων τάγματα, πῶς μετὰ σώματος, πρὸς ἀοράτους συμπλοκάς, ἐχώρησας πανεύφημε, καὶ κατετραυμάτισας, τῶν δαιμόνων τὰς φάλαγγας· ὅθεν Ἀθανάσιε, ὁ Χριστός σε ἠμείψατο, πλουσίαις δωρεαῖς. Διὸ Πάτερ πρέσβευε, Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.


Βιβλιογραφία

1. Παν. Κ. Χρήστου, Τὸ Ἅγιον Ὄρος, Θεσσαλονίκη 1987.

2. Ν. Σβορώνου, Ἡ σημασία τῆς ἵδρυσης τοῦ Ἁγίου Ὄρους, Ἐκδόσεις Πανσέληνος.

3. Ὀδ. Λαμψίδη, Μία παραλλαγὴ τῆς βιογραφίας τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου, Περ. Βυζαντινά, Τόμος 6, Θεσσαλονίκη 1974.

4. J. Noret, Leuren University Pres Sancti Athanasii Athonitae vita α´ καὶ β´.

5. Μον. Νικοδήμου Νεοσκητιώτου, Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, Ἀθῆναι 1975.

6. Διονυσία Παπαχρυσάνθου, Ὁ ἀθωνικὸς μοναχισμός, Ἀθήνα 1992.

7. Παύλου Μον. Λαυριώτου, Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, Ἅγιον Ὄρος 2007.

8. G. Schlumberger, Ὁ αὐτοκράτωρ Νικηφόρος Φωκᾶς, Ἀθῆναι 1905.

9. Ph. Meyer, Die Hauptur Kunden fur die Geschighte der Athoski Ster, Leipzig 1894.

10. Παντελεήμονος Μον. Λαυριώτου, Ἐγκώμιον εἰς τὸν Ὅσιο Ἀθανάσιο τὸν Ἀθωνίτη, Ἀθῆναι 1937.


Σημειώσεις

[1] Π. Κ. Χρήστου, Τὸ Ἅγιον Ὄρος, σελ. 79.

[2] Ν. Σβορώνου, Ἡ σημασία τῆς ἵδρυσης τοῦ Ἁγίου Ὄρους, σελ. 26.

[3] Ὀδ. Λαμψίδη, Μία παραλλαγὴ τῆς βιογραφίας τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου, σελ. 29.

[4] J. Noret, Sancti Athanasii Athonitae vita β´, σελ. 133.

[5] J. Noret, Sancti Athanasii Athonitae vita α´, σελ. 19.

[6] Μον. Νικοδήμου Νεοσκητιώτου, Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, σελ. 84.

[7] J. Noret, Sancti Athanasii Athonitae vita β´, σελ. 139.

[8] Διονυσία Παπαχρυσάνθου, Ὁ ἀθωνικὸς μοναχισμός, σελ. 203-204.

[9] G. Schlumberger, Ὁ αὐτοκράτωρ Νικηφόρος Φωκᾶς, σελ. 117.

[10] Παύλου Μον. Λαυριώτου, Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, σελ. 60.

[11] J. Noret, Sancti Athanasii Athonitae vita β´, σελ. 165.

[12] Παύλου Μον. Λαυριώτου, μν. ἔργ., σελ. 87, 89.

[13] Παύλου Μον. Λαυριώτου, μν. ἔργ., σελ. 95-98.

[14] Ph. Meyer, Die Hauptur Kunden fur die Geschighte der Athoski Ster Leipzig, σελ. 103-140.

[15] Παντελεήμονος Μον. Λαυριώτου, Ἐγκώμιον εἰς τὸν Ὅσιον Ἀθανάσιον τὸν ἐν Ἄθῳ, περ. ”Θεολογίατόμ. ΙΕ´ Ἀθῆναι 1937.

[16] Παύλου Μον. Λαυριώτου μν. Ἔργ., σελ. 15.

[17] Μον. Νικοδήμου Νεοσκητιώτου, Ὅσιος Ἀθανάσιος Ἀθωνίτης, σελ. 103-105.

[18] Μον. Νικοδήμου Νεοσκητιώτου, Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, σελ.231.


 Το Ἀπολυτίκιο τοῦ ἁγίου ψάλλει ὁ ἀείμνηστος Ἁγιορείτης ἱεροδιάκονος Διονύσιος Φιρφιρῆς.

Γιά νά τό ἀκούσετε, μεταβεῖτε στή διεύθυνση: 

https://www.youtube.com/watch?v=ei6QDPwlDtw