Παρασκευή 1 Ιουλίου 2011

Η ΙΕΡΑ ΚΑΛΥΒΗ ΑΓΙΟΥ ΑΚΑΚΙΟΥ ΣΤΑ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΑ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ

Στό ἄκρο τῆς ἱερᾶς χερσονήσου τοῦ οὐρανογείτονος Ἄθω καί κάτω ἀπό τόν Ἄθω· στόν κόσμο καί ἔξω ἀπό τόν κόσμο· ἐκεῖ πού ἡ μεγαλόπρεπη ἀγριότητα τῆς φύσης συναγρυπνεῖ μέ τούς ἀφιερωμένους στόν Θεό ἐρημῖτες, ὑψώνεται τῆς ἡσυχίας ἀκρόπολη, σάν ἱερό Βῆμα στό θεόδμητο ναό τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἡ ἱερά Σκήτη Ἁγίας Τριάδος τῶν Καυσοκαλυβίων.
  Ἡ ἱστορία τῆς σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων συνδέθηκε ἀπό τήν πρώτη στιγμή μέ τό ἀρχαιότερο ἡσυχαστήριό της, τήν Καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου, μιά πού σ’ αὐτήν ἀσκήθηκε ὁ ἱδρυτής τῆς Σκήτης, ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης (1630-1730). Πρῶτος πάντως γνωστός ἀσκητής τῆς περιοχῆς στάθηκε μία ἀπό τίς διαπρεπέστερες πνευματικές φυσιογνωμίες τοῦ ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ· ὁ ἐκ Μικρᾶς Ἀσίας καταγόμενος ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης ( περ. 1365). Ὁ μεγάλος αὐτός διδάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς μέ τά τόσα ὑπερφυσικά χαρίσματα, ζῶντας στήν περιοχή ὡς διά Χριστόν σαλός ἔκαιγε τίς καλύβες πού ὁ ἴδιος κατασκεύαζε, θέλοντας νά ἀποκτήσει τήν ὑψοποιό ταπείνωση. Ἀπό τήν προσωνυμία τοῦ ὁσίου ‘’Καυσοκαλύβης’’,΄πῆρε καί ἡ τοποθεσία τήν ὀνομασία Καυσοκαλύβια.
  Μέ τή σημερινή θεσμοθετημένη μορφή της, ἡ Σκήτη  ἱδρύθηκε στίς ἀρχές τοῦ 18ου αἰώνα ἀπό τόν ὅσιο Ἀκάκιο τόν Καυσοκαλυβίτη.
 Ὁ ὅσιος Ἀκάκιος καταγόταν ἀπό τά Ἄγραφα καί ἔγινε μοναχός στή μονή Ἁγίας Τριάδος Σουρβιᾶς τοῦ Πηλίου. Κατόπιν ἀναχώρησε γιά τό Ἅγιον Ὄρος ὅπου γύρω στά 1660 κατέληξε στήν περιοχή ‘’Μεταμόρφωσις’’ πού βρίσκεται ὑπεράνω τῆς σημερινῆς Σκήτης. καί στήν ὁποία ὑπῆρχε μοναστικός οἰκισμός ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη (14ος αἰ.). Στά 1680 κατέβηκε πρός τή θάλασσα καί κατοίκησε στό Σπήλαιο πού βρίσκεται στήν ἀνατολική πλευρά τῆς Σκήτης καί ὅπου τέσσερεις αἰῶνες πρίν εἶχε ἀσκηθεῖ ὁ ὅσιος Μάξιμος. Παράλληλα ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ἔκτισε μέ τά χέρια του πέτρινο καλυβάκι, γνωστό σἠμερα καί ὡς ‘’ἀρχονταρίκι τοῦ ἁγίου’’, ὅπου ἔκανε τό ἐργόχειρό του (κατασκευή ξύλινων κουταλιῶν) καί στό ὁποῖο ἀργότερα φιλοξενοῦσε ὅσους ἔρχόντουσαν νά τόν συμβουλευθοῦν καί νά πάρουν τήν εὐχή του καί ἔπρεπε κάπου νά διανυκτερεύσουν. Αὐτός ὁ σωζόμενος μέχρι σήμερα οἰκίσκος ἀποτέλεσε τό ἀρχικό κτίσμα τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου.
  Ὁ μικρός ἀλλά τόσο καθαγιασμένος χῶρος τοῦ Σπηλαίου, δέν κατάφερε νά καλύψει τίς μεγαλόφωνες βροντές τῆς ἀρετῆς καί τῆς ἁγιότητας, πού ἦταν καρποί τῆς ἄσκησης τοῦ ἀκοίμητου στήν πνευματική ἐργασία καί ἄγρυπνου στήν τήρηση τῶν θεομίμητων ἐντολῶν, ὁσίου Ἀκακίου. Τά χαρίσματά του ἔγιναν γνωστά, τόσο στό Ἅγιον Ὄρος ὅσο κι ἔξω ἀπ’ αὐτό. Μοναχοί ἀπό παντοῦ ἔφθασαν ἐδῶ καί τέθηκαν ὑπό τήν ὑπακοή τοῦ Ὁσίου, κτίζοντας μικρές καλύβες γύρω ἀπό τήν περιοχή τοῦ Σπηλαίου. Ὅταν ἀργότερα οἱ μοναχοί αὐξήθηκαν σέ ἀριθμό, ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ὀργάνωσε τή μοναστική τους κοινότητα σέ Σκήτη, ὁρίζοντάς του καί Τυπικό πού θά ἀκολουθοῦσε ὁ τρόπος τῆς ζωῆς τους.
  Ἔτσι ἱδρύθηκε ἡ Σκήτη, πού ἀφιερώθηκε στήν Ἁγία Τριάδα. Ἐπειδή τό βρόχινο νερό, μέ τό ὁποῖο ὑδρεύονταν (ἀπό μία στέρνα πού σώζεται στήν τράπεζα τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου) δέν ἐπαρκοῦσε, ὁ Ὅσιος μέ θαῦμα του, ἔβγαλε τό νερό (ἁγίασμα), μέ τό ὁποῖο ὑδρεύεται μέχρι σήμερα ὁλόκληρη ἡ Σκήτη· γεγονός πού ὁδήγησε καί στήν περαιτέρω ἀκμή της.
  Στά 1725 τόν ὅσιο Ἀκάκιο ἐπισκέφθηκε ὁ γνωστός Ρώσος περιηγητής μοναχός Βασίλειος Μπάρσκι. Θά γράψει κατά τή διάρκεια τῆς ἐκεῖ παραμονῆς του στίς σημειώσεις του: «Ἐπισκέφθηκα ἕνα γέροντα, πρῶτο μεταξύ τῶν πατέρων τῆς σκήτης καί διανυκτέρευσα παρ’ αὐτ. Ὀνομάζεται Ἀκάκιος. Τιμᾶται ἀπό τούς μοναχούς τοῦ Ἄθω γιά τήν ἀρετή του καί εἶναι πρῶτος ἀνάμεσα στούς ἀσκητές. Ἄκουσα δέ ὅτι εἶχε προορατικό χάρισμα».Ἕνας χαραγμένος σταυρός πού συνοδεύει τήν ἐπίσης χαραγμένη χρονολογία 1725 προέρχεται πολύ πιθανόν ἀπό τό χέρι τοῦ ρώσου περιηγητῆ, ὁ ὁποῖος συνήθιζε κατά τίς ἐπισκέψεις του σέ διάφορα ἱστορικά μνημεῖα νά ἀφήνει γραπτές ἤ ἐγχάρακτες ἐνθυμήσεις.
Τόν ὅσιο Ἀκάκιο ἐπισκέφθηκε καί φιλοξενήθηκε ἀπ’ αὐτόν στήν Καλύβη του καί ὁ πατριάρχης Ἱεροσολύμων Χρύσανθος (1707-1730). Ὁ διαπρεπής αὐτός ἱεράρχης, ἀκούγοντας γιά τίς ἀρετές καί τά χαρίσματα τοῦ Ὁσίου καί ἀμφιβάλλοντας, ἦλθε ἐξεπίτηδες νά διαπιστώσει ἐάν αὐτά ἰσχύουν. «Καί μείνας παρά τῷ Ὁσίῳ καί διά πείρας γνούς τήν ἀλήθειαν, ὑπέστρεψεν κῆρυξ μεγαλόφωνος», λέγοντας: «Εἶδον ἄλλον Ἠλίαν καί Ἰωάννην τόν Βαπτιστήν· εἶδον περισσότερον τῆς ἀκοῆς» (μαρτυρία τοῦ Θεοδώρητου Λαυριώτη τοῦ ἐξ Ἰωαννίνων, πού διασώθηκε στό βιβλίο τοῦ Πορφυρίου Οὐσπένσκι, Α’ Περιοδεία στίς μονές καί τίς σκῆτες τοῦ Ἄθω, Μόσχα 1880). 
  Ἀργότερα, ὁ σκευοφύλακας τῆς Λαύρας προηγούμενος Σάββας μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἡ Σκήτη «ἐμεγαλύνθη καί ηὔξησεν ἀπό ἕναν Ἀκάκιον, ἀσκητήν προκομμένον καί εἰς τά ψυχικά τέλειον, ὅστις ἀσκήτευεν ἐκεῖ τώρα εἰς τούς καιρούς μας, ἤγουν εἰς τούς ᾳψκ’ (1730), μέ μεγάλην ἄσκησιν ὁ τρισόλβιος ... Εἰς δέ τό γῆρας του ἔκτισε μικράν καλύβην. Λαβοῦσα λοιπόν τήν ἀρχήν καί αὔξησιν ἡ σκήτη αὐτή ἀπό τόν εὐλογημένον αὐτόν, ἡμέρᾳ τ ἡμέρᾳ ὅλον αὐξάνει...» (Προσκυνητάριον   Μεγίστης Λαύρας, Βενετία 1772). 
Τή θαυμαστή πολιτεία τοῦ ὁσίου Ἀκακίου μιμήθηκαν σέ ὅλα τρεῖς κυρίως ἀπό τούς μαθητές του, πού ἀσκήθηκαν ἐπί χρόνια ὡς ὑποτακτικοί του στήν καλύβη του καί οἱ ὁποῖοι ἀργότερα ὁμολόγησαν τήν πίστη τους στόν Χριστό, ἀφοῦ προετοιμάστηκαν πνευματικά ἀπό τόν Ὅσιο. Πρόκειται γιά τόν ὁσιομάρτυρα Ρωμανό ἀπό τά Ἄγραφα, πού μαρτύρησε στήν Κωνσταντινούπολη στά 1694 (5 Ἰανουαρίου), τόν ὁσιομάρτυρα Νικόδημο ἀπό τή Βόρειο Ἤπειρο, πού μαρτύρησε στό Μπεράτι τῆς Ἀλβανίας στά 1722 (11 Ἰουλίου) καί τόν ὁσιομάρτυρα Παχώμιο, ὁμογενή ἀπό τήν Κάτω Ρωσία, πού μαρτύρησε στή Μικρά Ἀσία στά 1730 (7 Μαΐου, τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Σωτῆρος). 
Τό μαρτύριό τους ὅπως καί πολλῶν ἄλλων Νεομαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας μας, συνέταξε ὁ λόγιος ἱερομόναχος Ἰωνᾶς ὁ Καυσοκαλυβίτης ( 1765), τελευταῖος ὑποτακτικός τοῦ ὁσίου Ἀκακίου, βιογράφος καί ὑμνογράφος του, ἀπό τίς σημαντικότερες πνευματικές ἁγιορείτικες μορφές κατά τόν 18ο αἰ. Ὁ παπα-Ἰωνᾶς διαδέχθηκε τόν ὅσιο Ἀκάκιο τόσο στή γεροντία τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου ὅσο καί στό Δικαιᾶτο τῆς Σκήτης. Κατόπιν ἐπιθυμίας τοῦ ὁσίου Ἀκακίου ὁ παπα-Ἰωνᾶς ἔκτισε τό σημερινό Κυριακό τῆς σκήτης (1745) καί τό παρεκκλήσι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου (1747). Φρόντισε μάλιστα καί γιά τήν ἁγιογράφηση καί διακόσμηση τῶν δύο ναῶν (τρίτο τέταρτο 18ου αἰ.). Μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ Καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου ἐκτός ἀπό ἁγιοτόκος κατέστη καί ἡ κτιτορική καλύβη τῆς Σκήτης καθώς σ’ αὐτήν ἔζησαν τόσο ὁ ἱδρυτής της ὅσο καί ὁ κτίτορας τοῦ Κυριακοῦ ναοῦ της.
  Ἄλλοι χαρισματοῦχοι Γέροντες τῆς Καλύβης ἦσαν ὁ ἱερομόναχος Πελάγιος ( 1788), ἀνακαινιστής καί ἡγούμενος τῆς μονῆς Προυσοῦ Εὐρυτανίας, ὁ γέρων Γεδεών ( 1896) καί ὁ σύγχρονος γέρων Ἱερόθεος ( μέσα 20οῦ αἰ.).
Σήμερα, στή εἴσοδο τοῦ εἰκοστοῦ πρώτου αἰώνα, ἡ Καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου μέ τή χάρη τῆς Ἁγίας Τριάδος, τίς πρεσβεῖες τῆς Κυρίας Θεοτόκου, στήν ὁποία ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ἀφιέρωσε τό ναό, καθώς καί τῶν ἁγίων Μαξίμου, Ἀκακίου, Ρωμανοῦ, Νικοδήμου καί Παχωμίου, διανύει ἤδη τόν  τέταρτο αἰώνα τῆς ἱστορίας της. Ἀνακαινισμένη πλήρως κτιριακῶς σήμερα ἐκ βάθρων, προσπαθεῖ νά ἐκπληρώσει τή διπλή ἀποστολή της: ὡς τόπος μετανοίας, ἄσκησης καί ὀρθῆς βίωσης τῆς μοναχικῆς ζωῆς καί ὡς ἱερό Προσκύνημα τῶν χώρων στούς ὁποίους ἀσκήθηκαν οἱ παραπάνω Ἅγιοι. Στό ἁγιοτόκο αὐτό ἡσυχαστήριο ὁ προσκυνητής ἔχει τή δυνατότητα νά ἐπισκεφθεῖ τά ἑξῆς:
α) Τό ἱερό Σπήλαιο τῶν ὁσίων Μαξίμου καί Ἀκακίου, πού εἶναι καί ὁ γενέθλιος τόπος τῆς Σκήτης καί ὅπου φυλάσσεται ὡς κειμήλιο τμῆμα τῆς κλινοστρωμνῆς τοῦ ὁσίου Ἀκακίου.
β) Τό περικαλλές καί κατανυκτικό παρεκκλήσι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Κτισμένο στά 1747 στήν κορυφή τοῦ βράχου τοῦ Σπηλαίου, εἶναι τό ἀρχαιότερο σωζόμενο παρεκκλήσι τῆς Σκήτης. Ὁ ναός, θαυμαστό μνημεῖο ἐκκλησιαστικῆς τέχνης, πλήρως ἀνακαινισμένος στίς μέρες μας (μετά τήν καταστροφή του ἀπό πυρκαϊά τό 1988 ἀλλά καί τίς καθιζήσεις ἐδαφῶν), κοσμεῖται ἀπό ξυλόγλυπτο περίτεχνο τέμπλο, φιλντισένια καί σεντεφένια προσκυνητάρια, ἐξαίρετες φορητές εἰκόνες, ἄλλα ἀφιερώματα καί ἱερά λείψανα.
  Στήν ὑπέρθυρη κόγχη τῆς εἰσόδου τοῦ ναοῦ εἶναι ἱστορημένη ἡ περίβλεπτος τοιχογραφία τῆς Θεοτόκου βρεφοκρατοῦσας. Γιά τήν εἰκόνα αὐτή καί γενικότερα γιά τόν ἀρχαῖο αὐτό ναό, ὁ ἐκ Σκοπέλου ἁγιορείτης λόγιος μοναχός Καισάριος Δαπόντες ( 1784) συνέθεσε τό ἑξῆς ἐπίγραμμμα: 
 «Καί ζω­γρα­φία θαυ­μα­στή ἄλ­λην παρά κα­μμίαν
 καί Πα­να­γία θαυ­μα­στή ὑ­πέρ τήν ζω­γρα­φίαν.
 Μα­κά­ριος εἶ Ἰ­ωνᾶ, διά τήν ἐκ­κλη­σίαν,
 μα­κά­ριος εἶ ἀ­δελφέ, διά τήν ζω­γρα­φίαν.
 Ἀλλά μα­κα­ρι­ώ­τε­ρος διά τήν μα­κα­ρίαν
 ταύ­την καί ἀ­ξι­ά­γα­στον εἰ­κόνα τήν ἁ­γίαν».
  Προχωρῶντας στό ἐσωτερικό τοῦ ναοῦ παρατηροῦμε ὅτι αὐτός εἶναι κατάγραφος ἀπό τοιχογραφίες τοῦ ἔτους 1759, δημιουργία τοῦ ἐργαστηρίου τοῦ ἱερομονάχου Παρθενίου τοῦ ἐξ Ἀγράφων τοῦ Σκούρτου, πού ἱστόρησε ἐπίσης καί τό Κυριακό τῆς Σκήτης. Διαβάζουμε στήν κτι­το­ρι­κή ἐ­πι­γρα­φή πού βρί­σκε­ται στό δυ­τι­κό πλά­γι­ο το­ί­χω­μα τοῦ βο­ρει­νοῦ πα­ρα­θύ­ρου τοῦ ναοῦ (ἐσωτερικά):
 « Ἰ­δοῦ πά­τερ ἤ­νη­σα τήν ἐ­ντο­λήν σου καί ἀ­νή­γει­ρα τοῦ­τον τόν θεῖ­ον δό­μον θε­ί­ᾳ συ­νάρ­σει, εἰς δό­ξαν τῆς πα­νά­γνου, καί ἐ­κό­σμη­σα σε­πτῶν ἐ­κτυ­πω­μά­των, ὡς μ' ὑ­πέ­τα­ξας ὅ­ταν ἐν σοί προ­σῆλ­θον· καί ἀ­πέ­δει­ξας πνευ­μα­τι­κόν σου τέ­κνον καί ἐ­νέ­δυ­σας σχῆ­μα τῶν μο­νο­τρό­πων. Δέομαι το­ί­νυν μή πα­ύ­σῃ προ­στα­τε­ύ­ειν, σύν τῷ ρω­μα­νῷ καί κλει­νῷ πα­χω­μί­ῳ καί τοῖς σύν αὐ­τοῖς μάρ­τυ­σι καί ὁ­σί­οις, ὅ­πως ἐν τέ­λει ἀ­νύ­σω θε­α­ρέ­στῳ καί ἀ­ξι­ω­θῶ τῆς ὑ­μῶν ξυ­ναυ­λί­ας, θε­ί­ῳ ἐ­λέ­ει ταῖς ὑ­μῶν ἱ­κε­σί­αις αἰ­ῶ­νας εἰς ἅ­πα­ντας οὐ με­τρου­μέ­νους. Τλή­μων ἰ­ω­νᾶς, αἰ­τω­λός ῥα­κεν­δύ­της, τῷ χιλιοστῷ ἑπτακοσιοστ πε­ντη­κο­στῷ ἐν­νά­τῳ ἔ­τει τῷ σωτηρί­ῳ μη­νί Ἰ­ου­λί­ῳ τε ἐ­τε­λει­ώ­θη».
Ἡ μεταβυζαντινή τέ­χνη τοῦ ζω­γρά­φου καί τοῦ συνεργε­ί­ου του πού ἱ­στό­ρη­σαν τό πε­ρι­καλ­λές αὐ­τό πα­ρεκ­κλή­σι, ἐ­ντάσ­σε­ται στό ἀ­να­νε­ω­τι­κό καλ­λι­τε­χνι­κό ρεῦ­μα, κα­θα­ρά ἁ­γι­ο­ρε­ί­τι­κο, πού ἐμ­φα­νί­ζε­ται τό πρῶ­το τέ­ταρ­το τοῦ 18ου αἰ. καί προ­τε­ί­νει τήν ἐ­πι­στρο­φή καί ἀ­ντι­γρα­φή τῶν πα­λαι­ό­τε­ρων προ­τύ­πων τῆς τέ­χνης τῆς ἐ­πο­χῆς τῶν Πα­λαι­ο­λό­γων καί κυ­ρί­ως τῆς συμ­βα­τι­κά λε­γό­με­νης "Μα­κε­δο­νι­κῆς" Σχο­λῆς, σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τοῦ ἱερομονάχου Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ ( περ. 1746), τοῦ ὁποίου ἄλλωστε ἔργα ὑπάρχουν στά Καυσοκαλύβια. Ἀνάμεσα στίς τοιχογραφίες ξεχωρίζουν ἡ παράσταση τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καί τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου, μία ἐντυπωσιακή σύνθεση μέ τό ‘’Ὄραμα τοῦ ἁγίου Ἀκακίου’’, ὅπου εἰκονίζονται ὁ ὅσιος Ἀκάκιος καί οἱ ὁσιομάρτυρες Ρωμανός καί Παχώμιος καθώς καί ἡ μέ ἔντονο δογματικό καί ἀντιαιρετικό περιεχόμενο σύνθεση μέ τόν ἅγιο Μᾶρκο τόν Εὐγενικό ἐπίσκοπο Ἐφέσου, ὑπέρμαχο τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀπό τίς φορητές εἰκόνες ξεχωρίζουν ἡ ‘’Σύναξις τῶν ἐν τ Καυσοκαλυβίῳ Ὅσίων’’, ‘’Ὁ Ὁσιομάρτυς Ρωμανός’’, ‘’Ὁ ὁσιομάρτυς Παχώμιος [ὁ ὁποῖος] πρό τοῦ μαρτυρίου ἀπερχόμενος λαμβάνει τήν εὐχή τοῦ ὁσίου Ἀκακίου’’ καί ‘’Ὁ Ἅγιος Χαράλαμπος ὁ Ταχύς Βοηθός’’, ὅλες ἔργα τῶν μέσων τοῦ 18ου αἰ.
   Ἡ τελευταία αὐτή, μικρή μέν ἀλλά ἐφέστιος γιά τήν Καλύβη ἱερά εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, ὀφείλει τήν ἱστόρησή της στό ἑξῆς θαυμαστό γεγονός: Μετά τήν ἀ­να­κο­μιδή τῶν λει­ψά­νων τοῦ ὁ­σίου Ἀ­κα­κίου στά 1733, τά ὁποῖα βρέ­θη­καν ἐκ­πέμ­ποντα ἄρ­ρητη εὐ­ω­δία καί ἐμ­φα­νί­ζοντα πε­ρι­φανῆ στοι­χεῖα ἁ­γι­ό­τη­τας κα­τα­ξι­ω­μέ­νης τόσο στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος ὅσο καί στή Με­γάλη τοῦ Χρι­στοῦ Ἐκ­κλη­σία, ὁ παπα-Ἰ­ω­νᾶς τα­ξί­δεψε στήν Κων­σταν­τι­νού­πολη ἀφενός μέν γιά νά διακονήσει -κατόπιν πρόσκλησης τοῦ Πατριαρχείου- ὡς πνευματικός καί ἀφετέρου γιά νά φροντίσει νά βρεῖ οἰκονομικούς πόρους, ὥ­στε νά κτι­σθοῦν τόσο τό Κυ­ρι­ακό τῆς σκή­της ὅσο καί ὁ ναός τῆς Κα­λύ­βης του. Ἐ­κείνη ὅ­μως τήν ἐ­ποχή συ­νέ­πεσε νά ἔ­χει ἐ­πι­πέ­σει φο­βε­ρός καί θα­να­τη­φό­ρος λοι­μός στήν Πόλη, ὁ­δη­γῶν­τας στό θά­νατο χι­λι­ά­δες ἀπό τούς κα­τοί­κους της. Ἀ­κόμη καί ὁ ἴ­διος ὁ παπα-Ἰ­ω­νᾶς προ­σβλή­θηκε ἀπό τήν ἐ­πά­ρατη γιά τήν ἐ­ποχή ἐ­κείνη νόσο. Προ­σευ­χή­θηκε τότε στό γέ­ροντά του ὅ­σιο Ἀ­κά­κιο ἀλλά καί στόν ἅ­γιο Χα­ρά­λαμπο, τοῦ ὁ­ποίου τά θαύ­ματα τά σχε­τικά μέ τήν πα­νώλη ἦ­ταν πολλά. Τότε τοῦ πα­ρου­σι­ά­σθηκε σέ ὅ­ραμα ὁ ἅ­γιος Χα­ρά­λαμ­πος, ὁ ὁ­ποῖος τόν δι­α­βε­βαί­ωσε ὅτι ὄχι μόνο ὁ ἴ­διος θά θε­ρα­πευ­θεῖ ἀλλά καί ὁ πι­στός λαός θά λυ­τρω­θεῖ ἀπό τή φο­βερή αὐτή μά­στιγα.
  Τό θαῦμα ἔ­γινε καί τό γε­γο­νός ἔ­γινε γρή­γορα γνω­στό ἀπό τόν κύ­κλο τῶν πνευ­μα­τι­κῶν παι­διῶν, πού πε­ρι­έ­βα­λλαν τόν παπα-Ἰ­ωνᾶ, καί οἱ ὁ­ποῖοι ὡς αὐ­τό­πτες τῆς θε­ρα­πείας του δι­έ­δω­σαν στήν πόλη τό θαῦμα. Τότε πρός δό­ξαν Θεοῦ καί σέ ἔνδειξη εὐ­γνω­μο­σύ­νης πρός τόν Καυ­σο­κα­λυ­βίτη πνευ­μα­τικό, οἱ πι­στοί δι­ε­νήρ­γη­σαν ἔ­ρανο σ’ ὅλη τήν πόλη, διά τοῦ ὁ­ποίου ὁ παπα-Ἰ­ω­νᾶς, πρα­γμα­το­ποι­ῶν­τας τήν ἐν­τολή τοῦ γέ­ροντά του, ἔ­κτισε τούς δύο προ­α­να­φερ­θέν­τες να­ούς.
  Σέ ἀ­νά­μνηση μά­λι­στα τοῦ πα­ρα­πάνω θαύ­μα­τος, ὁ παπα-Ἰ­ω­νᾶς πα­ρήγ­γειλε σέ ἁ­γι­ο­γράφο εἰ­κόνα τοῦ ἁ­γίου Χα­ρα­λάμ­πους, πού σώ­ζε­ται καί σή­μερα ὡς κει­μή­λιο στήν Κα­λύβη τοῦ Ἁ­γίου Ἀ­κα­κίου. Στή μι­κρή ἀλλά ἐ­φέ­στιο αὐτή εἰ­κόνα, εἰ­κο­νί­ζε­ται στή μέση ὁ θαυ­μα­τουρ­γός Ἅ­γιος, φέ­ρον­τας τήν ἐ­πι­γραφή «Ὁ τα­χύς βο­η­θός», ἐνῶ κάτω δε­ξιά πα­ρι­στά­νε­ται γο­να­τι­στός ὁ Ἰ­ω­νᾶς, μέ μο­να­χική πε­ρι­βολή. Στά ἀ­ρι­στερά τῆς σύν­θε­σης εἰ­κο­νί­ζε­ται ἡ πα­νώλη, μέ τή μορφή μέ­λα­νος δαί­μο­νος, πού ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται πα­νι­κο­βλη­μέ­νος. Ἰ­δι­αί­τερα ση­μαν­τική εἶ­ναι καί ἡ ἐ­πι­γραφή, πού ἀ­πο­δί­δει λόγο τοῦ ἁ­γίου Χα­ρα­λάμ­πους: «Ἐκ τῆς λοι­μι­κῆς Ἰ­ω­νᾶ ἐ­ρρυ­σά­μην / προσ­δρα­μῶντα μοι πόθῳ καί προ­θυ­μίᾳ», πού πιό ἁ­πλο­ϊκά ση­μαί­νει ὅτι: «Ἀπό τήν νόσο τοῦ λοι­μοῦ ἐ­γλύ­τωσα τόν Ἰ­ωνᾶ, ὅ­ταν ἐ­κεῖ­νος κατέφυγε σέ μένα, μέ πόθο καί προ­θυ­μία».
  Στό ναό τῆς Καλύβης φυλάσσονται τμήματα τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ὁσίου Ἀκακίου (κάτω σιαγόνα, ὀδόντες κ.ἄ) ἐκπέμποντα ἄρρητη εὐωδία, πού αἰσθητοποιεῖ τή χάρη καί τήν εὐλογία τοῦ Ὁσίου πρός ὅσους μετά ἀπό τόσο κόπο προσέρχονται νά προσκυνήσουν στό ἱερό Σπήλαιο καί τό ναό τῆς Παναγίας καί νά ζητήσουν τίς πρεσβεῖες τοῦ Ὁσίου. Φυλάσσονται ἐπίσης τμήματα τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ ὁσιομάρτυρα Παχωμίου, ἑνός ἀπό τούς Ἁγίους τῆς Καλύβης.
γ) Ὁ προσκυνητής μπορεῖ ἐπίσης νά δεῖ τό ‘’ἀρχονταρίκι’’ τοῦ ὁσίου Ἀκακίου καθώς καί τήν ἀρχαῖα στέρνα στήν ὁποία ὁ Ὅσιος συγκέντρωνε τό βρόχινο νερό, πρίν τό θαῦμα τοῦ ἁγιάσματος.
 Στήν πλούσια βιβλιοθήκη τῆς Καλύβης φυλάσσονται χειρόγραφα καί ἔντυπα βιβλία, τόσο παλαιά ὅσο καί σύγχρονα, παλαιές χαλκογραφίες κ.ἄ.
  Στήν ἀνακαινισμένη σήμερα Καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου καλλιεργοῦνται μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ἡ ἱερή τέχνη τῆς ἁγιογράφησης ἱερῶν εἰκόνων, ἡ παρασκευή καί διακόσμηση κολλύβων καθώς καί ἡ συγγραφή καί ἔκδοση βιβλίων πού προβάλλουν, μέσα ἀπό τήν ἐπιστημονική μελέτη τῶν πηγῶν, τούς Ἁγίους, τήν πνευματικότητα, τήν ἱστορία καθώς καί τή μεταβυζαντινή τέχνη τόσο τῆς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων ὅσο καί τοῦ Ἁγίου Ὄρους γενικότερα.
  Ἡ Καλύβη πανηγυρίζει ἐπίσημα τή μνήμη τοῦ ἁγίου κτίτορά της ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, κατά τήν Κυριακή τῶν Μυροφόρων, μέ ὁλονύκτιο ἀγρυπνία. Μέ ἰδιαίτερο ἐπίσης τρόπο τιμᾶται ἡ ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καθώς καί οἱ μνήμες τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη καί τῶν ὁσιομαρτύρων Ρωμανοῦ, Νικοδήμου καί Παχωμίου.
  Στούς εὐλαβεῖς προσκυνητές πού ὄχι χωρίς κόπο φθάνουν ἐδῶ, στά πάντερπνα Καυσοκαλύβια καί στήν ἁγιοτόκο καί ἱστορική Καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου, εὐχόμαστε ὁ Κύριος, μέ τίς πρεσβεῖες τοῦ ὁσίου Ἀκακίου καί τῶν σύν αὐτ, νά ἀνταποδίδει πλούσια τήν θεία χάρη Του.

Δευτέρα 20 Ιουνίου 2011

ΓΕΡΩΝ ΠΑΐΣΙΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ. ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΑΓΑΠΗΣ.




Παταπίου μοναχού Καυσοκαλυβίτου

Γέρων Παΐσιος Αγιορείτης:

Διακονία αγάπης.



«Ο Θεός ας πλημμυρίσει την καρδιά σας με την καλοσύνη Του και την πολλή Του αγάπη, μέχρι να παλαβώσετε, για να φύγει ό νους σας πια από την γη καί να βρίσκεται από τώρα κοντά Του στον Ουρανό.
Να τρελαθείτε από την θεία τρέλα της αγάπης του Θεού! Να κάψει ό Θεός με την αγάπη Του τίς καρδιές σας!
».
Γέρων Παΐσιος
Το να γράψει κανείς για μορφές σαν το Γέροντα Παΐσιο τον Αγιορείτη, αποδεικνύεται πολύ δύσκολο έργο, μια πού «θέλει άρετήν και τόλμην» κατά τον ποιητή, ή προσέγγιση με το ιερό αυτό πρόσωπο. Κι αφού στο πρώτο βιώνουμε - μόνο εκεί - την πλήρη ακτημοσύνη, απέμεινε ή τόλμη στο να εκφράσουμε τίς παρακάτω σκέψεις.
Είναι γεγονός ότι για το μακαριστό Γέροντα, ή σχετική βιβλιογραφία κάθε χρόνο πού περνάει εμπλουτίζεται συνεχώς. Όχι μόνο βιβλία καί άλλες εργασίες πού αναφέρονται στην μορφή του καί στις εμπειρίες ανθρώπων πού έχουν ωφεληθεί άπ' αυτόν, βρίσκουν συχνά το φως της δημοσιότητας, αλλά καί - αυτό κατά τη γνώμη μου είναι καί το σπουδαιότερο - τα Έργα, οι Λόγοι καί οι Διδαχές του 'ίδιου του Γέροντα, είναι πλέον προσιτές στο σύγχρονο πιστό, μέσα από τίς εκδόσεις της μονής οπού αναπαύεται το ασκητικό του λείψανο.
Αναπολώντας κατά καιρούς τη σεβάσμια μορφή του Γέροντα καθώς καί τίς φωτισμένες νουθεσίες καί διδαχές του, πού πάντα στάλαζαν σα βάλσαμο στις ψυχές όλων πού, λίγο ως πολύ, είχαμε την ευλογία να τον συναντήσουμε, μου έμενε ή αίσθηση ότι όλα οσα υπέφερε καρτερικά στην ασκητική του ζωή: στερήσεις, κακουχίες, πειρασμοί, κοπιώδεις μετακινήσεις, ενοχλήσεις καί κόπωση από τους αναρίθμητους προσκυνητές καί τέλος, οδυνηρές ασθένειες, τα υπέμενε από αγάπη για το Θεό καί για τον άνθρωπο.
Καί στις μονές που διακόνησε, εντός καί εκτός Αγίου Όρους, καί όταν ζούσε μόνος του στην ησυχία, ή ζωή του, ήταν μια συνεχής διακονία αγάπης. Μιας αγάπης χωρίς σύνορα πού επειδή ήταν ειλικρινής καί απαύγασμα της θεοειδούς του ψυχής, ξεκούραζε όλους όσους τη γεύονταν. Ακόμη καί στην περίοδο πριν την όσιακή του κοίμηση, αν καί εξ αιτίας της επάρατης νόσου είχε οδυνηρότατους πόνους, εκείνος θυσιάζοντας τον εαυτό του για τους αδελφούς του, διακονούσε με αυταπάρνηση καί αυτοθυσία όσους προσέτρεχαν σ' αυτόν για να βοηθηθούν.
Μα κι από την πλούσια διδασκαλία του, πού αναφέρεται διεξοδικά σε όλα τα θέματα της εν Χριστώ ζωής καί πού πραγματικά μας «αφυπνίζει πνευματικά», βλέπουμε το Γέροντα να μιλάει «με πόνο καί αγάπη» για όλους μας.
Από το πάνθεον των αρετών, ή αγάπη - ξεχωριστά ανάμεσα στις άλλες - φαίνεται να διαπνέει τη σύνολη ζωή καί διδασκαλία του π. Παϊσίου. Έλεγε στους ακροατές του, υπογραμμίζοντας τη δύναμη της αγάπης: «...επειδή δεν ξέρουμε τι μας περιμένει, όσο μπορείτε, να καλλιεργήσετε την αγάπη. Αυτό είναι το κυριότερο άπ' όλα: να έχετε μεταξύ σας αγάπη αληθινή, αδελφική, όχι ψεύτικη. Πάντα όταν υπάρχει το καλό ενδιαφέρον, ό πόνος, ή αγάπη, ενεργεί κανείς σωστά. Ή καλοσύνη, ή αγάπη, είναι δύναμη».
Μία από τις τελειότερες εκφράσεις αγάπης είναι το να προσευχόμαστε για τους άλλους. Την αλήθεια αυτή καθώς καί την αξία της τονίζει ό Γέροντας: «Ή καρδιακή προσευχή βοηθάει όχι μόνο τους άλλους αλλά καί τον ίδιο τον εαυτό μας, γιατί βοηθάει να έρθει ή εσωτερική καλοσύνη. Όταν ερχόμαστε στη θέση του άλλου, έρχεται φυσιολογικά ή αγάπη, ό πόνος, ή ταπείνωση, ή ευγνωμοσύνη μας στο Θεό με τη συνεχή δοξολογία, καί τότε ή προσευχή για το συνάνθρωπο μας γίνεται ευπρόσδεκτη από τον Θεό καί τον βοηθάει». Καί σε ερώτηση για το πώς καταλαβαίνει ότι με την προσευχή του βοηθήθηκε ό άλλος, απαντάει: «Το πληροφορείται από τη θεία παρηγοριά πού νιώθει μέσα του από την πονεμένη του καρδιακή προσευχή πού έκανε. Πρέπει όμως πρώτα τον πόνο του άλλου να τον κάνει δικό σου πόνο καί υστέρα να κάνεις καί καρδιακή προσευχή. Ή αγάπη είναι ιδιότητα θεϊκή καί πληροφορεί τον άλλο».
Ή αγάπη είναι προϋπόθεση για να φέρει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα του ελέγχου των σφαλμάτων του αλλού κι αυτό είναι κάτι πού το υπογραμμίζει ό π. Πάίσιος: «Όταν ελέγχουμε κάποιον από αγάπη, είτε την καταλαβαίνει ό άλλος την αγάπη μας είτε όχι, ή αλλοίωση γίνεται στην καρδιά του, επειδή κινούμαστε από καθαρή αγάπη. Ενώ ό έλεγχος πού γίνεται χωρίς αγάπη, με εμπάθεια, τον κάνει τον άλλο θηρίο γιατί ή κακιά μας προσκρούει στον εγωισμό του... Όταν ανεχόμαστε τον άλλον από αγάπη, εκείνος το καταλαβαίνει».
Ή θυσία για τον αδελφό είναι μίμηση Χρίστου. «Να μάθει κανείς να χαίρεται με το να δίνει», έλεγε ό μακαριστός Γέροντας καί συνέχιζε: «Τέτοιοι άνθρωποι πού δίνονται χωρίς να υπολογίζουν τον εαυτό τους, θα μας κρίνουν μεθαύριο». «Ό Χριστός συγκινείται, όταν αγαπάμε τον πλησίον μας πιο πολύ από τον εαυτό μας, καί μας γεμίζει με θεία ευφροσύνη. Βλέπεις Εκείνος δεν περιορίστηκε στο «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν» αλλά θυσιάστηκε για τον άνθρωπο». Καί συμπληρώνει: «Αδύνατο είναι να έλθει ή αγάπη του Χριστού μέσα μας, εάν δεν βγάλουμε έξω τον εαυτό μας από την αγάπη μας καί να την δώσουμε στον Θεό καί στις εικόνες Του καί να δινόμαστε πάντα στους άλλους, χωρίς να θέλουμε να μας δίνονται οί άλλοι»7. Επιμένοντας ό Γέροντας στην θυσιαστική προσφορά ως έκφραση τέλειας αγάπης, μας νουθετεί: «Ή θυσία για τον συνάνθρωπο μας κρύβει την μεγάλη μας αγάπη για τον Χριστό. Όσοι έχουν μεν την αγαθή προαίρεση για να ελεήσουν, αλλά δεν έχουν τίποτα καί πονάνε γι αυτό, ελεούν με το αίμα της καρδιάς τους». Καί για να ενθαρρύνει όσους αγωνίζονται να καλλιεργούν την βασίλισσα των αρετών, συμπληρώνει: «Οί εύσπλαχνοι, επειδή πάντα χορταίνουν τους άλλους με αγάπη, πάντοτε είναι χορτασμένοι από την αγάπη του Θεού καί από τίς άφθονες ευλογίες Του».
Στρέφοντας την προσοχή του στη σωστή πραγμάτωση του μοναχικού ιδεώδους καί ορίζοντας την αγάπη αρχή καί τέλος της άποταγής του μοναχού από τον κόσμο, μας διδάσκει: «Έργο του μοναχού είναι να γίνει δοχείο του Αγίου Πνεύματος. Να κάνει την καρδιά του ευαίσθητη σαν το φύλλο του χρυσού των αγιογράφων. Όλο το έργο του μοναχού είναι ή αγάπη, όπως καί το ξεκίνημα του έγινε από αγάπη προς τον Θεό, ή οποία έχει καί την αγάπη για τον πλησίον». Καί συνεχίζει, απαντώντας ταυτόχρονα καί στους ανά τους αιώνας επικριτές του μοναχισμού, ότι τάχα έφυγαν από τον κόσμο επειδή δεν τον αγαπούν: «Ό μοναχός φεύγει μακριά από τον κόσμο, όχι γιατί μισεί τον κόσμο, αλλά γιατί αγαπάει τον κόσμο, καί ζώντας μακριά από τον κόσμο, θα τον βοηθήσει με την προσευχή του σε ότι δεν γίνεται ανθρωπίνως παρά μόνο με θεϊκή επέμβαση».
Ορίζοντας άλλη μια φορά την αγάπη σαν μια από τίς βασικές συντεταγμένες της πορείας του μονάχου, αλλά καί κάθε χριστιανού πού ζει με Λιτότητα καί εγκράτεια, ό μακαριστός Γέροντας Παΐσιος θα μας πει: «Ή αγάπη με την εξωτερική ακτημοσύνη πολύ βοηθάει για να αποκτήσει κανείς καί την εσωτερική ακτημοσύνη από τα πάθη. Ο! δύο αυτές ακτημοσύνες κάνουν τον άνθρωπο πλούσιο από καλοσύνη Θεού».
Έχουν περάσει ήδη 10 χρόνια από τη μακαριά καί όσιακή κοίμηση του αλησμόνητου Γέροντος Παϊσίου του Άγιορείτου. Όμως ούτε αυτά κατάφεραν ούτε οσα ό Θεός θα επιτρέψει να ζήσει ακόμη αυτός ό κόσμος θα καταφέρουν να σβήσουν την χαριτωμένη μορφή του από τίς καρδιές των ανθρώπων πού αγάπησε μέσα από την πολλή του μανική αγάπη προς τον Χριστό. Ολόκληρη ή ζωή του ήταν μια διακονία αγάπης. Μιας αγάπης χωρίς σύνορα! Γι' αυτό καί όσο ό ήλιος θα ανατέλλει στη γη, δεν θα πάψει να μας εμπνέει καί να διδάσκει πώς ν' αγαπούμε πραγματικά.
«Εκείνοι πού αγαπούν αληθινά καί αγωνίζονται σωστά, ανέχονται με αγάπη, θυσιάζονται, στερούνται καί αναπαύουν τον πλησίον τους, πού είναι ό Χριστός».

Ας έχουμε την ευχή του!

Κυριακή 19 Ιουνίου 2011

ΦΟΡΗΤΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΩΝ ΑΓ. ΠΑΝΤΩΝ. ΕΡΓΟ ΜΟΝΑΧΟΥ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΗ.





Ἡ Σύναξη τῶνἈγίων Πάντων.


Φορητή εἰκόνα (ἀδημοσίευτη) τοῦ ἐργαστηρίου τοῦ μοναχοῦ Χατζηγεώργη τῆς Κερασιάς Μεγ. Λαύρας.
Ἅγιον Ὄρος. Λαυριωτική σκήτη Τιμίου Προδρόμου. 1863.

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2011

Κυριακή 12 Ιουνίου 2011

ΕΙΚΟΝΑ ΑΓ. ΤΡΙΑΔΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΤΟΥ ΕΚ ΦΟΥΡΝΑ ΣΤΑ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΑ



Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου.

Ἡ φορητή εἰκόνα τῆς ἁγίας Τριάδος, ἔργο τοῦ ἐργαστηρίου ἱερομονάχου Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ στά Καυσοκαλύβια.

Σέ ἐπιστολή πού ἀποστέλλει ὁ ἱερομ. Ἀναστάσιος Γόρδιος (1654-1729) στό Διονύσιο «Ἐκ τῆς μικρᾶς μονῆς τῆς ἐν Βρανιανοῖς ἁγίας Παρασκευῆς», στίς 24 Ὀκτωβρίου τοῦ 1727 , δίνει τή γνώμη του, σέ σχετική ἐρώτηση τοῦ Διονυσίου περί τῆς ἐπιγραφῆς πού πρέπει νά φέρουν τά φωτοστέφανα τῶν εἰς τύπον τῆς Ἁγ. Τριάδος τριῶν Ἀγγέλων. Γράφει συγκεκριμένα, ἀνάμεσα σέ ἄλλα, πρός « τόν πανοσιώτατον ἐν ἱερομονάχοις καί ἐν ζωγραφοδιδασκάλοις ἀρίστῳ κυρίῳ Διονυσίῳ»: ...Δύο ζητήματα γυρεύεις νά σοῦ διαλύσω: τό ἕνα διά τούς εἰκονίζοντας ἀγγέλους τήν ἁγίαν τριάδα, ἄν εἶναι πρέπον καί εὔλογον νά γράφεται εἰς τά στέφανά τους τό ὁ ὤν, ὡς καί ἐπί τοῦ στεφάνου τοῦ Κυρίου· καί σοῦ ἀποκρίνομαι, ὅτι δέν ἐνθυμοῦμαι ἄν τό εἶδα εἰς καμίαν τοιαύτην εἰκόνα, καί ἄν ἡ ἁγιωσύνη σου ἔχεις ἀνθίβολα παλαιῶν καί μεγάλων ζωγράφων, ὡσάν τοῦ Πανσελήνου ὁποῦ μοῦ ἔλεγες καί ἑτέρων τοιούτων, ποίαν ἀμφιβολίαν πρέπει νά ἔχεις; ἄν εἶναι γραμμένον ἤ δέν εἶναι, βλέπεις τα· καί τί κάμνει χρεία νά ἐρωτᾶς περί τούτου ἐμένα; ὅμως ὅταν κοπιάσῃς ἐδῶ, ἄν θέλῃς καί ἐδικήν μου γνώμην, θέλομεν τό ἐξετάσει καί καλλιώτερα, καί θέλομεν τό εὕρει Θεοῦ ὁδηγοῦντος καί φωτίζοντος.... Δέν γνωρίζουμε γιά ποιό λόγο ὁ Διονύσιος ρωτοῦσε τόν Γόρδιο περί τοῦ παραπάνω ζητήματος· γιά νά ξέρει τί θά γράψει στήν Ἑρμηνεία του περί αὐτοῦ ἤ προκειμένου νά ἱστορήσει ὀρθά εἰκόνα τῆς Ἁγ. Τριάδος κατά τήν Ὀρθόδοξη ἐκδοχή της (Φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ); Ἀπό τά μέχρι σήμερα εὑρεθέντα ἔργα τοῦ Διονυσίου, εἰκόνα τῆς Ἁγ. Τριάδος (τοῦ τύπου τῶν τριῶν Ἀγγέλων τῆς Φιλοξενίας τοῦ Ἀβραάμ ) δέν ἔχει ἐντοπιστεῖ, πλήν αὐτῆς τοῦ Κοιμητηριακοῦ ναοῦ τῶν Καυσοκαλυβίων, πού ἐμεῖς ἀποδίδουμε στόν Διονύσιο καί τό ἐργαστήριό του. Στόν ἴδιο ναό οἱ δεσποτικές εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ Παντοκράτορος καί τῆς Θεοτόκου Ὁδηγητρίας ἀποτελοῦν ἕνα ζωγραφικό σύνολο μέ τήν παραπάνω εἰκόνα τῆς Ἁγ. Τριάδος καί προέρχονται ἀπό τόν ἴδιο χρωστῆρα.
Ἀπό καλλιτεχνική ἄποψη οἱ μορφές καί στίς τρεῖς εἰκόνες τοῦ τέμπλου τοῦ κοιμητηριακοῦ ναοῦ τῆς Ἁγ. Τριάδος εἶναι ρωμαλέες, μέ σωματική εὑρύτητα καί ὄγκο καί ἐντάσσονται στήν τάση ἐπιστροφῆς στή πανσελήνειο ζωγραφική, πού κηρύσσει στίς ἀρχές τοῦ 18ου αἰ. ὁ Διονύσιος ὁ ἐκ Φουρνᾶ. Τό εἰκονογραφικό πρότυπο τῆς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ Παντοκράτορος βρίσκεται στήν παράσταση τοῦ ἔνθρονου Χριστοῦ, πού βρίσκεται σέ τοιχογραφία τοῦ Μανουήλ Πανσέληνου στό Πρωτάτο τῶν Καρυῶν (περ. 1290 ). Οἱ τρεῖς εἰκόνες εἶναι ἀνεπίγραφες καί ἀχρονολόγητες. Ὡστόσο ἡ ὁλοφάνερη καλλιτεχνική, τεχνοτροπική καί σχεδιαστική ὁμοιότητα τῆς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ Παντοκράτορος μέ ἀνάλογες εἰκόνες τοῦ Διονυσίου, ὅπως ἐκεῖνες τοῦ Χριστοῦ Παντοκράτορος στό τέμπλο τοῦ Κελλιοῦ του στίς Καρυές, στή μονή Ἁγ. Παύλου, στό Πρωτᾶτο καί κυρίως στή Λιτή τοῦ Καθολικοῦ τῆς μονῆς Κουτλουμουσίου, μᾶς ἐπιτρέπει νά θεωρήσουμε τίς τρεῖς αὐτές εἰκόνες τοῦ κοιμητηριακοῦ ναοῦ τῆς Ἁγ. Τριάδος καλλιτεχνικό σύνολο τοῦ Διονυσίου καί τοῦ ἐργαστηρίου του, φιλοτεχνημένο περί τίς ἀρχές τῆς τρίτης δεκαετίας τοῦ 18ου αἰ, τήν ἐποχή δηλ. τῆς δεύτερης περιόδου παρουσίας τοῦ Διονυσίου στόν Ἄθω (1729-1734).

Δημοσίευση:



Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου, «Μεταβυζαντινή τέχνη στή σκήτη Καυσοκαλυβίων», Ἅγιον Ὄρος. Πνευματικότητα καί Ὀρθοδοξία. Τέχνη. Β΄ Διεθνές Συμπόσιο, Θεσσαλονίκη 11-13 Νοεμβρίου 2005, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 347-349. Ἡ είκόνα, στή σελ. 382.

Κυριακή 5 Ιουνίου 2011

ΙΩΑΝΝΗΣ ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ ΚΑΙ ΜΥΣΤΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ






Παναγιώτη Ἰ. Σκαλτσῆ
Ἀναπλ. Καθηγητοῦ Α.Π.Θ.

Ἰωάννης Φουντούλης καί μυστική Λατρεία


Τόν Ἰανουάριο τοῦ τρέχοντος ἔτους συμπληρώνονται τέσσερα χρόνια ἀπό τήν πρός Κύριον ἐκδημία τοῦ μακαριστοῦ Καθηγητοῦ τῆς Λειτουργικῆς καί τῆς Ὁμιλητικῆς στό Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Ἰωάννου Μ. Φουντούλη. Ἐκοιμήθη στίς 24 Ἰανουαρίου τοῦ σωτηρίου ἔτους 2007 ἀφήνοντας πίσω ἀγαθήν μνήμην λογίου ἀνδρός, ταπεινοῦ ἀνθρώπου καί ἐμπνευσμένου δημιουργοῦ τετρακοσίων καί πλέον πονημάτων λειτουργικοῦ, ὁμιλητικοῦ καί ἁγιολογικοῦ περιεχομένου . Βαθύς μελετητής τῶν λειτουργικῶν κειμένων καί τῶν περί τήν θεία Λατρεία πατερικῶν πηγῶν ἀσχολήθηκε μέ ὅλες τίς πτυχές τῆς λατρευτικῆς μας πα-ράδοσης καί ἀνέδειξε τόσο τόν ἱστορικο-θεολογικό πλοῦτο τῆς Λατρείας, ὅσο καί τή σημασία του γιά τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί τήν πνευματική ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου σήμερα.
Ὁ μακαριστός Καθηγητής εἶχε τήν τιμή καί τήν εὐκαιρία ἀπό τό ἔτος 1964 νά συνεργασθεῖ μέ τό περιοδικό «Ὁ Ἐφημέριος». Ἀπό τό βῆμα αὐτό ἀνέπτυξε μέ ἀγάπη ἕνα σπουδαῖο διάλογο μέ τούς ἱερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπαντώντας σέ συγκεκριμένα ἐρωτήματα λειτουργικοῦ περιεχομένου . Μεταξύ τῶν θεμάτων πού ἀπασχόλησαν τόν ἐν λόγῳ διάλογο εἶναι καί αὐτό τοῦ τρόπου ἀνάγνωσης τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας. Μέ δεδομένο ὅτι ἀπό τόν 4ο μ.Χ. αἰ. εἰσάγεται ὁ ὅρος μυστικός γιά τή θεία Εὐχαριστία καί ἔκτοτε μέχρι καί σήμερα ἡ εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ ἤ ὄχι ἐκφορά τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας εἶναι ἀντικείμενο καταγραφῆς καί συζήτησης ἐντός τῆς Ἐκκλησίας , ὁ Ἰωάννης Φουντούλης εἶδε τό ὅλο ζήτημα στίς σωστές ἱστορικές, θεολογικές, λειτουργικές καί ποιμαντικές του διαστάσεις.
Συγκεκριμένα ἀναφέρεται στήν κατά τήν ἀποστολική ἐποχή ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος μέ βάση τή συμμετοχή τοῦ λαοῦ στά λεγόμενα «τῷ νοΐ» . Ἀκολούθως κάνει λόγο γιά τό κλίμα πού εἶχε διαμορφωθεῖ ἀπό τόν 3ο ἕως καί τόν 5ο μ.Χ. αἰ. ἀρχικά μέ τά περί «ἀγράφου διδασκαλίας» καί ἀπόκριψης τῶν μυστηρίων ἀπό τούς μή μεμυημένους (disciplina arcani) καί στή συνέχεια μέ τήν ἀντίδραση τοῦ Ἰουστινιανοῦ στή διαφαινόμενη ἐπικράτηση τῆς μυστικῆς ἀνάγνωσης τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας καί τοῦ Βαπτίσματος . Ὅσον ἀφορᾶ τήν παλαιά πράξη τῆς ἀπόκριψης τῶν μυστηρίων ὁ Ἰωάννης Φουντούλης γράφει ὅτι «δέν ἔχει καμία σχέση μέ τήν μυστικῶς ἀνάγνωση τῶν εὐχῶν. Αὐτή ἀφοροῦσε καί ἀφορᾶ τούς μή μεμυημένους, τούς μή χριστιανούς δηλαδή … Γιά τούς πιστούς δέν ὑπάρχουν μυστικά οὔτε ἀπόκρυφα. Ἡ ἀποκάλυψη εἶναι πλήρης καί κοινή γιά ὅλα τά βαπτισμένα ἐν Χριστῷ μέλη τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Οὔτε ὑπάρχει ἄλλη θεολογική διδασκαλία γιά τόν λαό καί ἄλλη γιά τόν κλῆρο» . Τή σχετική δέ μέ τό θέμα αὐτό Νεαρά (139) τοῦ Ἰουστινιανοῦ τή χαρακτηρίζει ὡς «ἕνα ρωμαλαῖο θεολογικό κείμενο, πού μέ βιβλικά καί δογματικά ἐπιχειρήματα κατοχυρώνει τήν λειτουργική δεοντολογία καί μέ αὐστηρότητα προσπαθεῖ νά περιστείλει τίς τάσεις τῆς ‘κατά τό σεσιωπημένον’ ἀπαγγελίας τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας («προσκομιδῆς») καί τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος» .
Γιά τήν κατά τούς μετέπειτα αἰῶνες καί δή τήν Τουρκοκρατία γενικευμένη ἐπικράτηση τῆς μυστικῆς ἀνάγνωσης τῶν εὐχῶν ὁ μακαριστός Καθηγητής πιστεύει ὅτι ὀφείλεται περισσότερο σέ πρακτικούς λόγους ὅπως εἶναι π.χ. ἡ βαθμιαία ἀνύψωση τοῦ τέμπλου, «ἴσως καί ἡ τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας ἀπό μόνο τόν ἱερέα χωρίς τή συμμετοχή τοῦ διακόνου» . Τά ἔντυπα ἐπίσης βιβλία εἶχαν μεγάλη συμβολή στό «μυστικῶς» τῶν εὐχῶν. Ὡς συνέπεια αὐτῆς τῆς ἐξέλιξης ἦταν ἡ διασάλευση τῆς ἑνότητας τοῦ κειμένου τῆς Λειτουργίας μέ τή μετάθεση τῶν εὐχῶν καί τήν ἀποδέσμευσή τους ἀπό τίς τριαδολογικοῦ περιεχομένου ἐκφωνήσεις των. Ὁ χρόνος ἐπίσης τῆς σιωπῆς πού ὑπῆρχε καθ’ ἥν στιγμήν ὁ ἱερέας διάβαζε «ἀπό μέσα του», ἐπιτροχάδην καί «μέ τό μάτι» τίς εὐχές καλύφθηκε μέ τά ἀργά μουσικά μέλη ἐκ μέρους τῶν ψαλτῶν . «Πέρα ὅμως ἀπό τήν ἀπαράδεκτη καί, ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ νά τήν χαρακτηρίσω, ἀσεβή αὐτή ἀκαταστασία –γράφει ὁ Ἰωάννης Φουντούλης–, τό σοβαρότερο ἐπακόλουθο τῆς μυστικῆς ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν εἶναι ἡ μετατροπή τῆς θείας Λειτουργίας σέ μιά σειρά δοξολογικῶν ἐκφωνήσεων, πού αἰτιολογοῦν κείμενο μή ἀκουόμενο, ψαλμωδημάτων καί πράξεων, πού δέν ἔχουν αὐτοτελές νόημα χωρίς τίς εὐχές» .
Σεβόμενος κατά πάντα ὁ Ἰωάννης Φουντούλης τόν μυστηριακό χαρακτήρα τῆς θείας Λατρείας, «τά μυστικά» ὅπως χαρακτηρίζει ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης τή θεία Λειτουργία συμφωνεῖ καί προσυπογράφει αὐτά πού ἡ πατερική παράδοση διά στόματος τοῦ ἁγίου Γερμανοῦ Κωσταντινουπόλεως ἐπισημαίνει, περί τῆς διά τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Λόγου δηλαδή ἀποκαλύψεως τοῦ «πρό τῶν αἰώνων καί ἀπό γενεῶν» ἀποκεκρυμένου μυστηρίου καί φανερώσεώς του στή θεία Λατρεία μέ κάθε τρόπο «πρός ἁγιασμόν καί σωτηρίαν τῶν πιστῶν» .
Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ἀσφαλῶς ἡ θεία Λειτουργία εἶναι τό σεσιγημένο μυστήριο πρό τοῦ ὁποίου «σιγᾷ πᾶσα σάρξ βροτεία» . Αὐτό ὅμως κατά τό σύγχρονο σπουδαῖο λειτουργιολόγο τῆς Ἐκκλησίας μας δέν ἐμποδίζει τήν εἰς ἐπήκοον ἀνάγνωση τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας. Καί τοῦτο διότι «Μυστήριο’ γιά τούς πιστούς, κλῆρο καί λαό, δέν σημαίνει τό ἀπόρρητο, ἀλλά ἐκεῖνο πού ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου δέν χωρεῖ. Ὄχι ὅτι δέν γνωρίζουν ὅτι ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος τῆς προσφορᾶς μας διά τῆς ἐπικλήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μεταβάλλεται σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ ἤ τό νερό κατά τό ἅγιο Βάπτισμα μεταστοιχειώνεται διά τῶν εὐχῶν σέ ‘ὕδωρ ἀναγεννήσεως’, ἀλλά ὅτι εἶναι ἀκατάληπτος ὁ τρόπος τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» .
Αὐτό ἀκριβῶς ἐννοεῖ καί ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ὅταν γράφει ὅτι τό Μυστήριο «εἶναι ἀκατάληπτον, καί ἀκολούθως εἶναι ἄρρητον καί ἀνέκφραστον καί διά πίστεως μόνη δεχόμενον», ἡ δέ θυσία εἶναι μυστική μέ τήν ἔννοια ὅτι εἶναι «ἀόρατος καί ὑπέρ τήν αἴσθησιν» . Στή βάση αὐτή ὁ ὅρος «μυστικός» προσδιορίζει πολλές ἔννοιες καί σημαντικά γεγονότα σχετιζόμενα μέ τήν ἱστορία τῆς σωτηρίας μας, ὅπως π.χ. Πάσχα μυστικόν, ὡς τό ἐν ἡμῖν ἱερουργούμενο μυστήριο , μυστική γέννηση κατά τό Βάπτισμα μέ τήν ἔννοια ὅτι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ μυστικά λειτουργεῖ μέσα μας καί μᾶς ἀναγεννᾶ , μυστική τράπεζα ὡς ἀνάμνηση τῆς τραπέζης τοῦ μυστικοῦ δείπνου καί τύπος τῶν ἐσχάτων, μυστικός λαός προ¬φανῶς ὡς μύστης τῶν ἀπορρήτων, μυστικός ὕμνος ὅπως ὁ χερουβικός, ὁ ὁποῖος δηλώνει τό μυστικό εἰκονισμό τῶν πιστῶν μέ τούς ἀγγέλους ἀλλά ψάλλεται εἰς ἐπήκοον ὅλων καί μάλιστα μεγαλόπρεπα.
Εἶναι πλέον βέβαιον ὅτι ὅπου ὑπάρχει ὁ προσδιορισμός μυστικός δέν σημαίνει ὅτι καταργοῦνται οἱ αἰσθήσεις, ἀλλά ὅτι ἡ ἀόρατος χάρη τοῦ Θεοῦ ὡς ἄκτιστος ἐνέργεια λειτουργεῖ καί ἐνεργεῖ «ἐν πάσῃ πληροφορίᾳ καί αἰσθήσει» . Σημαίνει ὅτι τό σεσιγημένο μυστήριο προσεγγίζεται «ἐν προσοχῇ διανοίας καί συντριβῇ καρδίας» , μέ φόβο δηλαδή Θεοῦ, τάξη, εὐλάβεια καί προσοχή χωρίς κατά τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη ὁ νοῦς μας νά «περιπατεῖ εἰς τά κοσμικά καί μάταια πράγματα» .
Στοιχούμενος ὁ μακαριστός Καθηγητής στήν πατερική ἀλήθεια ὅτι στήν Ἐκκλησία «μυστικῶς καθ’ ἑκάστην ἱερουργεῖται ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς ἄρτος» , τόν ὁποῖον ὁ πιστός ὁρᾶ, ἅπτει καί ἐσθίει , καθώς ἐπίσης στήν προτροπή τοῦ ἁγίου Συμεών Θεσσαλονίκης πού θέλει τίς εὐχές νά ἀναγινώσκονται «μετά προσοχῆς καί ἀργῶς … ἐν ἐπηκόῳ» , δέν μπορεῖ νά διανοηθεῖ μία Λειτουργία ἀκατανόητη . Γιά τόν ἱερέα πιστεύει ὅτι «εἶναι τό στόμα, ὄχι μιᾶς βωβῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ πού μετά παρρησίας ἀπευθύνεται πρός τόν Θεό Πατέρα διά τοῦ ἱερέως καί συμμερί-ζεται τά λεγόμενα ἀπό αὐτόν» . Ὁ δέ λαός εἶναι ἀδιανόητο νά μή κατανοεῖ τά τελούμενα «νά μή συμμερίζεται τούς λόγους τῆς εὐχῆς καί τοῦ ὕμνου» .
Γι’ αὐτό καί τάσσεται, ὅπως καί ὁ δάσκαλός του μακαριστός Καθηγητής τῆς Λειτουργικῆς Παναγιώτης Τρεμπέλας , ὑπέρ τῆς εἰς ἐπήκοον ἀνάγνωσης τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας «χωρίς ὑπερβολές στήν ἀπαγγελία, σεμνά καί μέ ἱεροπρέπεια, τόσο δέ δυνατά ὅσο νά εἶναι δυνατή ἡ ἀκρόασή τους» . Τό μέ ἥσυχο τρόπο καί εἰρηνικό ἄκουσμα τῶν εὐχῶν δέν ἔρχεται σ’ ἀντίθεση μέ τό «μυστικῶς». Ἀπεναντίας τό ἐνισχύει διότι κρατᾶ τό νοῦ τῶν πιστῶν μέ προσοχή στά λεγόμενα, γιά νά ἐντυπώνονται κατά τόν Κολλυβᾶ ἅγιο Νικόδημο τά λόγια στήν καρδιά των. Προετοιμάζονται ἐπίσης καλύτερα γιά νά προσέλθουν στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας καί διασφαλίζεται ἡ ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Ὁ ἱερεύς μέ τό νά ἀναγινώσκει τίς εὐχές εὐχαριστεῖ, ἀλλά καί τό πλήρωμα τῶν πιστῶν μέ τό νά ἀκούει τίς εὐχές καί νά ἀπαντᾶ μέ τό «Ἀμήν» συμμετέχει στά τελούμενα καί οἰκοδομεῖται . Αὐτό ἄλλωστε εἶναι καί τό αἰτούμενο στή θεία Λειτουργία, ἡ μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης συμμετοχή στήν τράπεζα τοῦ λόγου, ἀλλά καί στήν τράπεζα τῆς Εὐχαριστίας.






φωτογραφία: ἁγιορείτκο σχέδιο τοῦ Doug Patterson




ΣΧΟΛΙΑ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ:
Τό κείμενο τοῦ σεβαστοῦ καθηγητοῦ συνοδευόταν ἀπό τίς σχετικές παραπομπές, οἱ ὁποῖες λόγω τεχνικῶν δυσκολιῶν δέν ἀναρτήθηκαν.

Γιά σφαιρικότερη ἐνημέρωση περί τῶν διαφόρων ἀπόψεων γιά τά θέματα πού ἀναπτύχθηκαν στό ἀνωτέρω ἄρθρο, οἱ ἀναγνῶστες τοῦ Ἁγιορείτικου Λόγου μποροῦν νά διαβάσουν τήν Ἐπιστολή τοῦ ἀρχιμανδρ. Νικοδήμου Μπαρούση πρός τό περιοδικό ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ (ἔτος 60, τεῦχος 5, Μάϊος 2011, σ. 23-26), πού ἀποτελεῖ κριτική στό παραπάνω ἄρθρο.

Δευτέρα 30 Μαΐου 2011

ΙΑΚΩΒΟΥ ΝΕΑΣΚΗΤΙΩΤΟΥ, ΠΑΡΑΦΡΑΣΗ ΕΓΚΩΜΙΟΥ ΣΤΟΝ ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΑ ΒΕΣΤΗΤΟΡΟΣ





Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου
Βιβλιοθηκαρίου Ἱ. Σκήτης Καυσοκαλυβίων. Μ. Τh.

Κοσμᾶ Βεστήτορος τοῦ Φιλοσόφου ‘‘Ἐγκώμιον εἰς τόν ἅγιον Ἰωάννην τόν Χρυσόστομον’’ καί ἡ ἀνέκδοτη παράφρασή του ἀπό τόν μοναχό Ἰάκωβο Νεασκητιώτη

Δέν εἶναι ἀπολύτως γνωστό πότε ἀκριβῶς ἔδρασε ὁ βυζαντινός ἐκκλησιαστικός ρήτορας Κοσμᾶς ὁ Βεστήτωρ , πού, σύμφωνα μέ ἐσωτερικές μαρτυρίες ἀπό τά ἔργα του, ἦταν μοναχός. Οἱ περισσότεροι πάντως ἐρευνητές θεωροῦν τήν περίοδο μεταξύ 730 καί 850 ὡς τήν πιθανότερη γιά τήν συγγραφική δραστηριότητα τοῦ Κοσμᾶ, ὁ ὁποῖος βάσει τῶν εὑρεθέντων ἔργων του μᾶς εἶναι γνωστός μόνο ὡς συντάκτης Ἐγκωμιαστικῶν Λόγων.
Μέχρι σήμερα ἔχουν ἐπισημανθεῖ τά ἑξῆς ἔργα τοῦ Κοσμᾶ Βεστήτορος:
1) Ἐγκώμιον εἰς τούς Ἰωακείμ καί Ἄνναν .
2) Τρεῖς Λόγοι Ἐγκωμιαστικοί εἰς τόν ἅγιον προφήτην Ζαχαρίαν, τόν πατέρα τοῦ Προδρόμου καί βαπτιστοῦ Ἰωάννου .
3) Ἐγκώμιον εἰς τήν ἁγίαν Βαρβάραν .
4) Τέσσερις Λόγοι εἰς τήν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου. Σώζονται μόνο σέ λατινική μετάφραση στόν κώδ. Augiensis LXXX τῆς Καρλσρούης .
5) Τελευταῖα ἀνάμεσα στά εὑρισκόμενα ἔργα τοῦ Κοσμᾶ Βεστήτορος, ἀφήσαμε τά ἔξι Ἐγκώμια, πού συνέθεσε πρός τιμήν τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ὁ ὁποῖος στάθηκε καί τό πρότυπο τῶν ἐκκλησιαστικῶν ρητόρων ὅλων τῶν ἐποχῶν. Πιό συγκεκριμένα, σώζονται πέντε Ἐγκώμια στήν ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων του καί ἕνα Ἐγκώμιον εἰς τόν αὐτόν ἅγιον .
Τοῦ τελευταίου αὐτοῦ Ἐγκωμίου ἀνέκδοτη παράφραση δημοσιεύουμε στήν παρούσα μελέτη, πού υἱικῶς τήν ἀφιερώνουμε στό μεγάλο αὐτό οἰκουμενικό διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας μας, ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, μέ ἀφορμή τά χίλια ἐξακόσια χρόνια ἀπό τήν κοίμησή του (407-2007), τά ὁποῖα ἑόρτασε πρόσφατα ἡ Ἐκκλησία μας.

Τό κείμενο πού πρωτοεκδίδουμε σήμερα βρίσκεται στόν κώδικα Καυσοκαλυβίων 105 (Χαρτ. 0,22 Χ 0,155) , πού περιέχει ὑμναγιολογικά κείμενα καί εἶναι γραμμένος ἀπό διάφορους γραφεῖς, ἀπό τά μέσα τοῦ ΙΘ΄ ὥς τίς ἀρχές τοῦ Κ΄αἰ. Ἔχει συνολικό ἀριθμό φύλλων 89, πού προέρχονται ἀπό συστάχωση ἐπιμέρους χειρογράφων.
Ἡ παράφραση βρίσκεται στά φ. 52α-56β καί ἐπιγράφεται:
Φιλοσόφου Κοσμᾶ Βεστήτορος Ἐγκώμιον εἰς τόν ἅγιον Ἰωάννην τόν Χρυσόστομον, μεταφρασθέν εἰς ἁπλῆν φράσιν παρά Ἰακώβου Μοναχοῦ.
Στό φ. 56β καί μετά τό τέλος τοῦ κειμένου, ὁ Ἰάκωβος παραθέτει –κατά τή συνήθειά του- τούς ἑξῆς Στίχους, διαγεγραμμένους ὅμως ἀπό ἕτερο χέρι μεταγενεστέρως:
"Στίχοι.
Υἱέ Θεοῦ, κλέος σου τό κράτος / ὅτι πέρας τῇδε ἔθου σου τῇ βίβλῳ / ᾳωμθ΄ / Ἰάκωβος Μοναχός ἔγραψε· τῷ αἰτήσαντι Προκοπίῳ θύτῃ εἰς αὐτοῦ καί τῶν τυγχανόντων ὠφέλειαν".
Συντάκτης τῆς παραφράσεως αὐτῆς -σύμφωνα μέ τήν ἐπιγραφή τοῦ κειμένου, τούς στίχους ἀλλά καί ἀπό σημείωση, πρίν τήν κεφαλίδα τοῦ κειμένου, πού ἀναγράφεται στόν κώδικα- εἶναι ὁ μοναχός Ἰάκωβος, ὁ ὁποῖος θά πρέπει νά ταυτιστεῖ μέ τόν λόγιο Ἁγιορείτη μοναχό τοῦ 19ου αἰ., Ἰάκωβο Νεασκητιώτη.
Τήν ἐποχή πού συντάχθηκε ἡ παράφραση αὐτή, τά μέσα τοῦ 19ου αἰ., δροῦσαν στό Ἅγιον Ὄρος -ἐκτός ἀπό τόν Ἰάκωβο Νεασκητιώτη- καί ἄλλοι λόγιοι πού ἔφεραν τό ὄνομα τοῦ Ἰακώβου ὅπως: α) Ἰάκωβος Βατοπαιδινός. Γεννήθηκε τό 1812, ἔγινε μοναχός στή μονή Βατοπαιδίου τό 1833 καί ἐκοιμήθη τό 1885. Ὁ Ἰάκωβος Βατοπαιδινός εἶναι ὅμως γνωστός ὡς κωδικογράφος (φέρεται νά ἔχει γράψει πάνω ἀπό πενήντα κώδικες πού βρίσκονται στή Βιβλιοθήκη τῆς μονῆς Βατοπαιδίου) ἐνῶ δέν μᾶς εἶναι γνωστό προσωπικό συγγραφικό του ἔργο. β) Ἰάκωβος ὁ ἐπιλεγόμενος ‘‘Κωφός’’. Ἡ παρουσία τοῦ Ἰακώβου αὐτοῦ μᾶς εἶναι γνωστή ἀπό τήν παρακάτω κτητορική σημείωση: «Καί τόδε σύν τοῖς ἄλλοις ὑπάρχει κἀμοῦ Ἰακώβου μοναχοῦ τοῦ ἐπιλεγομένου Κωφοῦ» (κώδ. Βατοπαιδίου 689, φ. 1α, πού στό φ. 24α ὑπάρχει ἡ σημείωση «ἐτελειώθη 1842 ἔτος»). Ἐπιπλέον, στόν κώδικα αὐτό ὁ Ἰάκωβος ὁ Κωφός, ἀναφέρεται κυρίως ὡς κάτοχος τοῦ κώδικα παρά ὡς γραφέας αὐτοῦ. Ὁρισμένοι ἐρευνητές ταυτίζουν ἐσφαλμένα τόν Ἰάκωβο Κωφό μέ τόν Ἰάκωβο Νεασκητιώτη· κάτι πού εἶναι εὔκολο νά διαπιστωθεῖ ἀφοῦ ἡ γραφή τῆς κτητορικῆς σημείωσης τοῦ κώδικα Βατοπαιδίου 689 διαφέρει ἀπό τή γραφή τοῦ Ἰακώβου Νεασκητιώτου.
Ἐπιπλέον τῶν παραπάνω, τό φιλολογικό ὕφος καί τά ἐκφραστικά μέσα τοῦ κειμένου καθώς καί ἡ γλῶσσα, παραπέμπουν σέ ἀνάλογα ἔργα τοῦ μοναχοῦ Ἰακώβου Νεασκητιώτου.
Ὁ μοναχός Ἰάκωβος Νεασκητιώτης εἶναι ἕνας ἀπό τούς σημαντικότερους Ἁγιορεῖτες λογίους τοῦ 19ου αἰ. Γεννήθηκε περί τό 1800 στά Κύθηρα καί ἦταν ἀνεψιός τοῦ γνωστοῦ λογίου ἱερομονάχου Θεοδωρήτου Ἀθανασίου τοῦ ἐξ Ἰωαννίνων (+περ. 1823-6) , προηγουμένου τῆς Μεγίστης Λαύρας καί ἀργότερα ἡγουμένου καί ἀνακαινιστή τῆς μονῆς Ἐσφιγμένου (1800-1814). Ὁ Ἰάκωβος ἀσκήθηκε σέ διάφορα μέρη τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπως ἡ μονή Ἐσφιγμένου, στήν ὁποία, τό πιθανότερο, ἔγινε μοναχός, ἡ βατοπαιδινή Σκήτη Ἁγίου Δημητρίου, ἡ μονή Βατοπαιδίου καί κυρίως ἡ Νέα Σκήτη.
Ὁ Ἰάκωβος Νεασκητιώτης εἶναι γνωστός στή βιβλιογραφία τόσο γιά τό ἁγιολογικό, ὑμνογραφικό του ἔργο ὅσο καί, κυρίως, γιά τήν ἰδιότητά του ὡς κωδικογράφου, ἀφοῦ τά χειρόγραφά του, πού μέχρι σήμερα ἔχουν ἐπισημανθεῖ ἐντός καί ἐκτός Ἁγίου Ὄρους, ξεπερνοῦν τή μία ἑκατοντάδα. Σέ ὁρισμένα ἀπ’ αὐτά ἔχει ἀσχοληθεῖ μέ τήν ἁγιορειτική ἱστορία καί λειτουργική ζωή, ἐνῶ οἱ θεολογικές καί κυρίως οἱ ἀντιρρητικές του πραγματεῖες τόν ἔφεραν στό προσκήνιο τῆς ἁγιορειτικῆς πνευματικῆς κίνησης, στήν ἐποχή πού ἀκολούθησε τήν ‘’Περί τῶν μνημοσύνων ἔριδα’’ τοῦ δεύτερου μισοῦ τοῦ 18ου αἰ. καί τό κίνημα τῶν Κολλυβάδων, γνωστότερο καί ὡς Φιλοκαλική Ἀναγέννηση, πού χρωμάτισε τήν ἀθωνική πολιτεία τήν ἴδια ἐποχή μέχρι καί τή δεύτερη δεκαετία τοῦ 19ου αἰ. Ἐκοιμήθη τό πιθανότερο τό 1869.
Μία ἀπό τίς προσφιλέστερες συγγραφικές ἐνασχολήσεις τοῦ μοναχοῦ Ἰακώβου ἦταν καί οἱ μεταφράσεις ἤ καλύτερα θά λέγαμε παραφράσεις στήν ἁπλούστερη γλῶσσα τῆς ἐποχῆς του τόσο Βίων ἁγίων ὅσο καί Ἐγκωμιαστικῶν Λόγων πρός τιμήν δεσποτικῶν καί θεομητορικῶν ἑορτῶν ἤ ἑορτῶν ἁγίων.
Ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε τά ἑξῆς μεταφραστικά ἔργα τοῦ Ἰακώβου:
1) Βίος τοῦ ὁσίου Πατρός ἡμῶν Ἀνδρέου τοῦ Διά Χριστόν Σαλοῦ τοῦ ἐν Βυζαντίῳ διανύσαντος τό στάδιον. Ἀντιγραφείς ἀπό τοῦ παλαιοῦ χειρογράφου καί μεταφρασθέν εἰς τήν ἁπλῆν διάλεκτον διά τήν τῶν ἁπλουστέρων ὠφέλειαν (Κώδ. Μονῆς Ὀλυμπιωτίσσης 126, σ. 1-288)
2) Βίος θαυμάσιος καί ἐξαίσια ὑπερφυῆ θαυμάσια καί ἡρωϊκά κατορθώματα τοῦ ἐν Ἁγίοις πατρός ἡμῶν Γρηγεντίου Ἀρχιεπισκόπου Αἰθιοπίας. Συγγραφείς μέν ἑλληνιστί παρά Παλλαδίου Σχολαστικοῦ Ἀλεξανδρέως, ὅν ὁ Πάπας Προτέριος δέδωκε τῷ Ἁγίῳ [...] ἀπιόντι εἰς Αἰθιοπίαν. Μεταφρασθείς δέ εἰς ἁπλῆν φράσιν παρά μοναχοῦ οἰκτροῦ Ἰακώβου (Κώδ. Καυσοκαλυβίων 154 τοῦ ἔτους 1854, σ. 49-349).
3) Βίος ἔνθεος τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμῶν Εὐθυμίου τοῦ Νέου, παλαιοῦ Ἀθωνίτου ἀσκήσαντος ἐν Ἄθω ἐπί τῆς βασιλείας Μιχαήλ καί Θεοδώρας· ἐν ἔτει 840. Συγγραφείς παρά Βασιλείου φιλοσόφου μαθητοῦ αὐτοῦ, Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης ὕστερον γενομένου. Μεταφρασθείς εἰς ἁπλοῦν ὕφος παρά Μοναχοῦ Ἰακώβου (Κώδ. Καυσοκαλυβίων 154 τοῦ ἔτους 1854, σ. 351-383).
4) Βίος καί πολιτεία τοῦ Ὁσίου πατρός ἡμῶν Λαζάρου τοῦ θαυματουργοῦ, τοῦ ἐν τῷ Γαλησίῳ ὄρει. Συγγραφείς παρά τοῦ μαθητοῦ αὐτοῦ Γρηγορίου κελαρίτου. Μετεφράσθη δέ εἰς τό ἁπλοῦν παρά μοναχοῦ Ἰακώβου(Κώδ. Καυσοκαλυβίων 154 τοῦ ἔτους 1854, σ. 501-732).
5) Βίος ἔνθεος καί ἡρωϊκά παλαίσματα τοῦ Ὁσίου πατρός ἡμῶν Σάββα τοῦ Βατοπαιδινοῦ, συγγραφείς μέν παρά τοῦ Παναγιωτάτου Πατριάρχου Φιλοθέου, μεταφρασθείς δέ εἰς κοινήν φράσιν παρά μοναχοῦ Ἰακώβου εἰς κοινήν ὠφέλειαν (Κώδ. Καυσοκαλυβίων 154 τοῦ ἔτους 1854, σ. 817-939).
Τίς μεταφράσεις τῶν κειμένων στήν ἁπλούστερη γλώσσα τῆς ἐποχῆς του ὁ Ἰάκωβος τίς ἔκανε εἴτε κατόπιν παραγγελίας, ὅπως συμβαίνει καί μέ τήν σήμερα ἐκδιδόμενη ὅσο καί μέ δική του πρωτοβουλία, γιά τήν ὠφέλεια τῶν ‘’ἐντυγχανόντων’’, ὅπως ὁ ἴδιος σέ πολλές περιπτώσεις σημειώνει.
Στή συγκεκριμένη περίπτωση, ὅπως προκύπτει, τόσο ἀπό τήν κεφαλίδα, τόν τίτλο ἀλλά καί τούς στίχους, πού ἀκολουθοῦν τό τέλος τοῦ κειμένου, ὁ Ἰάκωβος συνέταξε τήν παράφραση αὐτή, κατόπιν αἰτήσεως τοῦ ἱερομονάχου Προκοπίου, τό 1849. Σύμφωνα μάλιστα μέ σημείωση πρίν τήν κεφαλίδα, τό κείμενο συντάχθηκε στίς 27 Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους αὐτοῦ.
Τό τμῆμα τοῦ κώδικα πού παραδίδει τό κείμενο δέν εἶναι αὐτόγραφο τοῦ Ἰακώβου καί ἀποτελεῖ ἀντίγραφο κώδικα τοῦ Ἰακώβου, πού δέν ἔχει ἐντοπίσει ἡ μέχρι σήμερα ἔρευνά μας .
Γενικά πάντως τά ἔργα τοῦ Κοσμᾶ Βεστήτορος φαίνεται ὅτι ἦταν γνωστά στόν Ἰάκωβο. Ἔτσι γιά παράδειγμα, στόν ἀνέκδοτο Ἐγκωμιαστικό του Λόγο ‘‘Εἰς τόν πανένδοξον θεοπτικώτατον Προφήτην Δανιήλ’’, ὁ Ἰάκωβος παραθέτει ἀπόσπασμα ἔργου τοῦ ‘‘μακαρίου Κοσμᾶ Βεστήτορος’’ σχετιζόμενο μέ τή γενεαλογία τοῦ Προφήτου Ζαχαρίου, πατρός τοῦ Τιμίου Προδρόμου ὡς ‘‘ξυμαρτυρίαν πρός πίστωσιν’’ τῶν (ὑπό τοῦ Ἰακώβου) γραφομένων. Καί συμπληρώνει ὁ Ἰάκωβος, μετά τό τέλος τοῦ ἀποσπάσματος: «Ταῦτα τοῦ μακαρίου Κοσμᾶ Βεστήτορος ἐγράφησαν πρός πληροφορίαν, ἵνα μή συγχέηται ἡ ταυτονομία τῶν πέντε συνωνύμων Ζαχαρίων...» (Κώδ. Καυσοκαλυβίων 154, σ. 1035-37). Προφανῶς ὁ Ἰάκωβος ἀναφέρεται σέ κάποιον ἀπό τούς τρεῖς Ἐγκωμιαστικούς Λόγους «εἰς τόν ἅγιον Προφήτην Ζαχαρίαν, τόν πατέρα τοῦ Προδρόμου καί βαπτιστοῦ Ἰωάννου», πού συνέταξε ὁ Κοσμᾶς Βεστήτωρ.
Οἱ παραφράσεις πατερικῶν καί ἁγιολογικῶν κειμένων στήν καθομιλουμένη δημώδη γλῶσσα, πού καθιστοῦσε προσιτά τά νοήματά τους, συνέβαλαν σημαντικά στήν πνευματική ζωή τοῦ ὑπόδουλου ἑλληνισμοῦ καθώς καί στή διατήρηση τῆς ἐθνικῆς καί θρησκευτικῆς του συνείδησης. Μέσα ἀπό αὐτές, οἱ πρόγονοί μας ἔρχονταν σέ ἐπαφή μέ τήν πατερική σκέψη, ἀποκτῶντας μέ τόν τρόπο αὐτό πνευματικά στηρίγματα ὥστε νά μποροῦν νά ἀντιμετωπίζουν τήν καταπίεση ἀπό τήν καταδυναστική ὀθωμανική κυριαρχία καί τήν πίεση ἀπό τήν ὁλοένα καί αὐξανόμενη προσχώρηση στό μουσουλμανισμό κάποιων ἀπό τούς συμπατριῶτες τους.





Τοῦ φιλοσόφου Κοσμᾶ Βεστήτορος, ἐγκώμιον εἰς τόν ἅγιον Ἰωάννην τόν Χρυσόστομον. Μεταφρασθέν εἰς ἁπλῆν φράσιν παρά Ἰακώβου μοναχοῦ.
Εὐλόγησον Πάτερ!

Καθώς τά σκαψίματα καί ἀνοίγματα τῶν μετάλλων, ὁποῦ εὑρίσκονται εἰς τά βάθη τῆς γῆς, μέ ὅλον ὁποῦ εἶναι πολλά κοπιαστικά καί ἐπικίνδυνα, ἐνεργοῦνται ὅμως ἀπό τούς φιλοχρύσους ἐπιθυμητικῶς διά τήν ἐλπίδα τῆς ἀπολαύσεως τοῦ χρυσίου. Ἐπειδή καί οἱ τοιοῦτοι φιλόχρυσοι μέ τό νά κεντοῦνται ὡσάν ἀπό κάποιον κεντρί ἀπό τόν πόθον τοῦ χρυσίου καί πλούτου, καταγίνονται εἰς τήν ἐργασίαν, σκάπτοντες, χωρίς νά λογιάζωσι τόν κόπον ποσῶς. Οὕτω λοιπόν καί ὅστις κατατολμᾷ ἐγκωμιάσῃ τόν ἐνάρετον βίον τοῦ θαυμαστοῦ πατρός καί οἰκουμενικοῦ διδασκάλου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, μέ τό νά ἐπιποθῇ τόν ἔμψυχον πλοῦτον τοῦ χρυσοῦ πατρός, ἐπιτηδεύει τόν λόγον του ἰχνηλατικῶς σκάπτων τό βάθος τῶν ἐπαίνων τῶν ἐγκωμίων του εἰς τό βάθος τῶν ἐνθέων κατορθωμάτων αὐτοῦ πρῶτον, καί οὕτω νά ἀπολαύσῃ τόν οὐράνιον τοῦτον θησαυρόν. Μέ ὅλον ὁποῦ ὁ ἐπίγειος οὗτος ἄγγελος καί οὐράνιος ἄνθρωπος, δέν δέχεται ἐπαίνους καί ἐγκώμια, / / ὡς οὐρανόφρων καί θεοδόξαστος. Πλήν ἐπειδή καί ὁ ὕψιστος Θεός ἀνενδεής ὤν, συγκατανεύει νά ὑμνεῖται ἀπό τά αὐτοῦ πονήματα, οὐχί ἀξιοπρεπῶς· διότι κατά τό γεγραμμένον, οὐδείς δύναται δοξολογῆσαι τόν Θεόν ἐπαξίως, καθώς ὅπου ὑπάρχει· καθότι τίς εἶδε τό Θεόν, καί νά δυνηθῇ διηγηθῆναι τήν δόξαν αὐτοῦ καί λαμπρότητα; ἤ ποῖος δύναται νά κατανοήσῃ ὡς ἐγνωσμένον τόν Ὕψιστον; βέβαια οὐδείς δύναται φθάσαι εἰς τό νά κατανοήσῃ τόν ἀκατανόητον, ὅσον καί ἄν ἤθελε νά καταλάβῃ τήν ἀκαταληψίαν τοῦ Θεοῦ, τοσοῦτον ὁ Ὕψιστος θέλει μείνῃ ἀκατανόητος περισσότερον ἐρευνούμενος καί ἐξεταζόμενος. Ὅθεν, οὕτω πρέπον εἶναι νά ἀποδώσωμεν καί εἰς τόν θεῖον Χρυσόστομον τόν ἔπαινον, μή δυνάμενοι νά φθάσωμεν τόν ἔπαινον, ὁ ὁποῖος ἁρμόζει εἰς τά μεγάλα αὐτοῦ κατορθώματα, τῆς τῶν θριάμβων αὐτοῦ ἐντεύξεως κατά τήν ὑπόσχεσιν. Πλήν ἐάν καί τά μεγάλα τῶν ἀρετῶν κατορθώματα χρειάζονται καί μεγάλα ἐγκώμια, πλήν μέ ὅλον τοῦτο ἐγώ θέλω ἐκτείνω καί τόν πόδα τῆς προπετείας μου, ἐπειδή ἐξεύρω πάνυ καλῶς, ὅτι ὁ θεῖος Χρυσόστομος εἰς τούς λόγους του, εἶναι πολλά συγκαταβατικός. Ὅθεν καί οἱ οἰκτιρμοί αὐτοῦ εὑρίσκονται καί εἰς τό ἔργον ἡμῶν, μέ τό νά ἠξεύρῃ καί νά ὑστερῆται καί νά περισσεύηται· καθώς ὁ ἴδιος μᾶς διδάσκει ἀποστολικῶς. Γινώσκει, λέγω, ὁ θεῖος Πατήρ νά ἀγαπᾷ, καί ποθεῖ νά συμπάσχῃ μέ ἡμᾶς· δέν ζητεῖ τά ἑαυτοῦ μόνον, ἀλλά καί τά τοῦ ἑτέρου, κατά τόν Ἀπόστολον· καί μᾶς πιστοποιεῖ, ἐν ταὐτῷ καί πληροφορεῖ / / ὅτι δέν ἐντροπιάζει τήν ἀγάπην, ὁποῦ εἰς αὐτόν προσφέρομεν εἰλικρινῶς, ἀλλά σπεύδει, καί προσπαθεῖ εἰς τό νά δεχθῇ τό προσφερόμενον ὡς εὐπρόσδεκτον καί ἄξιον. Εἰς αὐτά λοιπόν θαῤῥήσας καί ἐγώ, δέν δειλιάζω νά μετρῶ τά ἀερόβατα ὕψη τοῦ θείου τούτου Πατρός. Ἀλλά ἐλπίζω, ὅτι, εἰ μέν καί ἤθελον δυνηθῆναι νά περιπατήσω τόν πρός τά ὕψη ὁδόν ὀρθοποδῶν, καί νά παρασταθῶ εἰς τήν θεωρίαν τοῦ σταδίου ἀνεπαισχύντως, ἄς εἶναι δεδοξασμένον τό ὄνομα τοῦ Ὑψίστου, καί τοῦ θείου τούτου πατρός, τοῦ καταξιοῦντος ἡμᾶς ἐκ τῶν αὐτοῦ λόγων καί διδαχῶν εἰς τό νά πλησιάζωμεν πρός αὐτόν. Εἰ δέ πάλιν καί ὁ ἀργός ἡμῶν νοῦς ἤθελεν ἀποκάμει ὡς ἀγύμναστος, καί ἀπορήσῃ τελείως, καί μείνῃ ἐξεστηκώς, ἀμποθούμενος νοητῶν, καί δέν δυνηθῇ νά φθάσῃ εἰς τάς θύρας τῶν λεγομένων ἱππικῶν (καββαλαρίων) καί ἤθελε ποιήσειν ἀθεράπευτον τόν θεραπευτήν· πλήν καί οὕτω πάλιν ὑπερυψοῦμεν αὐτόν τόν ἱερόν διδάσκαλον. Ἐπειδή ὡς καλός Πατήρ καί φιλότεκνος ὁποῦ εἶναι, δέν θέλει ἀποβάλῃ τούς κόπους τῶν μαθητῶν του· ἄλλά θέλει τούς δεχθῇ εὐμενῶς, ἐπιδιορθούμενος τό ἐλλεῖπον, καί τό πρός ἔπαινον αὐτοῦ ἐπιτηδευθέν. Διό καί θέλω ἀρχίσειν τήν ὑπόθεσιν τοῦ λόγου μου, ὅπως ἤθελε φωτίσῃ τόν νοῦν μου τόν ἀσθενῆ ἡ χάρις τοῦ Ἱεράρχου, καί καθώς ἤθελε μοῦ δοθῇ λόγος παρά τῆς ἐπουρανίου δωρεᾶς, ἐν ἀνοίξει τοῦ ἀπαιδεύτου στόματός μου, ὁ σοφίζων τούς ἀμαθεῖς, ὅπως ἐγκωμιάσω τόν μέγαν Χρυσόστομον Ἰωάννην, καί ἀξίως τιμήσω αὐτόν ἐν ὕμνοις θριαμβικοῖς // τόν πλοῦτον ὄντα τῆς χάριτος, καί τοῦ Θεοῦ δοξολόγου. Διότι ὅποιος σπουδάσει νά θησαυρίσῃ τόν Θεόν εἰς τοῦ λόγου του, αὐτός κοπιάζει μέ πόθον διά νά ὠφεληθῇ ἀπό τάς διδασκαλίας τοῦ θείου πατρός, αὐτός φιλοπονεῖ τά κέρδη τῶν διδασκαλιῶν τοῦ χρυσοῤῥήμονος οὐχί ὅτι χαρίζομεν τίποτες εἰς τόν θεῖον Χρυσόστομον· ἀλλά μάλιστα τόν ἑαυτόν μας εὐεργετοῦμεν περισσότερον, τοῦτο ποιοῦντες. Καθώς τό πάλαι καί ἡ Σαραφθεία ἐκείνη χήρα, ὁποῦ προσέφερε τήν πίταν εἰς τόν Ἡλίαν ἐκείνη εὐηργετήθη περισσότερον, τρεφομένη μετά τῶν τέκνων της. Ὁμοίως καί ἡ Σωμανίτης, ὁποῦ προσέφερε τό ἔλαιον, καί ἐγέμισαν ὅλα τά πιθάρια ἐλαίους. Καί αὐτή ἡ Σαμαρείτης γυνή διά τῆς δόσεως τοῦ παρηγορητικοῦ τῆς ἀνθρωπίνης δίψης ὕδατος ἐῤῥόφησε τό ζῶν ὕδωρ τό ἁλλόμενον εἰς ζωήν αἰώνιον. Καί ἡ χήρα ἐκείνη, ὁποῦ μακαρίζεται εἰς τό Εὐαγγέλιον, ἥτις μέ τό [πού] ἔβαλε δύο λεπτά εἰς τό Γαζοφυλάκιον διά τήν καλήν της προαίρεσιν ὑπερέβη τούς πλουσίους.
Καθώς λοιπόν αὗται αἱ μακάριαι γυναῖκες ἠξιώθησαν λαβεῖν χιλιοπλασίως ὅσων ἔδωσαν, οὕτω καί ὁ τόν θεῖον Χρυσόστομον ἐπαινεῖν παῤῥησιαζόμενος πλέον τῶν προσφερομένων εἰς ἐκεῖνον διά τῶν λόγων τῆς αὐτοῦ εὐφημίας, θέλει καταξιωθῇ κατατρυφήσας τῶν χαρίτων, τῶν ἑαυτοῦ στόματος τοῦ διδασκάλου ἐκχυθέντων. Διότι τοσαύτη χάρις ἐν τοῖς χείλεσιν αὐτοῦ θεόβρυτος ἐξεχύθη, ὥστε ὁποῦ ὁ Χρυσόστομος ηὐλογήθη εἰς τόν αἰῶνα, καί ὁ γλυκύλαλος φθόγγος τῆς διδασκαλίας αὐτοῦ καταλάμπει διαπαντός τούς ἀναγινώσκοντας. Διότι ἐπ’ ἀληθείας λόγους πολλούς ἐξηρεύξατο, τούς ὁποίους ἡ θεοδίδακτος αὐτοῦ καρδία / / ἐλάλησε, καί ἡ γλῶσσα αὐτοῦ ὡς κάλαμος θαυμαστοῦ ὀξυγράφου ἐπέτυχεν ὡς κάλαμος τῆς ἐπιῤῥοῆς. Ἀλλά ποῖος ἆρά γε εἶναι ὁ γραμματεύς οὗτος τοῦ ὀξυγράφου καλάμου; Πάντως ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ καί Πατρός, ὁ Λόγος τῆς πατρικῆς φωνῆς, ὁ ἐν σοφίᾳ κατασκευάσας τήν σύμπασαν κτίσιν· οὐχί ὡς κάλαμος γραμματέως διά μελάνης γράφων, τά πάντα δημιουργήσας· ἀλλ’ ἐν ῥοπῇ ὀφθαλμοῦ καί ἀτόμου διαβάσεως ῥιπῇ ἀτόμου, τῷ λόγῳ τά πάντα ἐτελεσιούργησε· μέ ἕνα λόγον μόνον δηλαδή τά πάντα ἐκ τοῦ μή ὄντος παρήχθησαν εἰς τό εἶναι καί οὐχί νά λαληθῶσιν ἕνα πρός ἕνα· οὔτε πάλιν κατά μέρος προσθέτων περικοπήν τῶν κτισμάτων· οὔτε ἀπό ὕλην αὐτόματον προϋπάρχουσαν, καθώς οἱ αἱρετικοί ἐφαντάσθησαν, ὅτι νά συνεβοήθησεν εἰς τόν Θεόν ὕλη προϋπάρχουσα. Ἀλλά νεύματι τοῦ Πατρός, παρά τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ τά πάντα θεουργικῶς ἐκτίσθησαν. Ἐκ τοῦ ὁποίου καί ὁ Χρυσόστομος Ἰωάννης ἤντλησε τήν χάριν μέ τά χείλη αὐτοῦ. Διότι κατά τό γεγραμμένον, ὅτε ἀνοίξει τό στόμα αὐτοῦ ἕλκει πρός ἑαυτόν τό πνεῦμα τό ἅγιον, καί λαλῶν εἰς ὅλους χαριέντως, ὡς ὁ κιθαρωδός Φρῆνις κατανοεῖται, ῥητορεύων σοφῶς μέ τήν διδασκαλίαν αὐτοῦ, καί ἰδιωτεύων μέ τήν παράδοσιν τῶν λόγων, κοινωφελής εἰς τούς μαθητευομένους ἐπιγινώσκεται. Οὐχ ὅτι δέν γινώσκει νά φιλοσοφῇ, ἀλλά καρποφορήσας πάντας ζητῶν καί ὄχι ὅτι ἐπιποθεῖ νά ἐμποδίσῃ τόν ἑαυτόν του ἀπό τοῦ νά ἐντρυφᾷ εἰς τό κάλλος τῶν νοημάτων· ἀλλά διότι θέλει ὡς ταπεινόφρων, ἵνα τρυγῶσι πάντες τήν ταπεινοφροσύνην καί οὐχί μόνον / / ὡς ποταμός ἐν γῇ ποτίζων τούς διψῶντας ὁρᾶται, ἀλλά θάλασσαν ἑρμηνείας ὑπερεκχέων εἰς ἔρημον ἀπαιδευσίας φρενῶν ἀμαθῶν, καί γῆν ἄνυδρον τῶν ἀκροατῶν εἰς διεξόδους ὑδάτων διδακτικῶν ὀμβρίζει ὁ τρισόλβιος πατήρ.
Καί καθώς εἶπεν ἡ γυνή ἐκείνη πρός τόν Κύριον, «Μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καί μαστοί οὕς ἐθήλασας», λέγομεν καί ἡμεῖς ἀναφορικῶς πρός τόν Χρυσόστομον: «Μακαρία μέν ὑπάρχει ἡ τοῦ στόματός σου φωνή, καί μακάριος ὁ νοῦς ὅν ἐξήσκησας. Καί «μενοῦν γε· μακάριοι καί οἱ κατέχοντες καί ἀντλοῦντες λόγους τούς σούς».
Ἀλλά δεόμεθά σου Πάτερ ἱερώτατε· μετάδος καί εἰς τάς ἀνυδροκεκαυμένας καρδίας ἡμῶν τήν δρόσον τῶν σῶν θεοπνεύστων διδαχῶν καί γνώρισον εἰς τάς ἀσθενεῖς ἡμῶν διανοίας τήν δύναμιν τῶν σῶν ὀμβροτόκων λόγων τῶν χειλέων σου. Διότι, ἰδού, ἀφήσαντες πᾶσαν βιωτικήν μέριμναν, ἐδράμομεν ὥσπερ διψῶσα ἔλαφος εἰς τόν χειμάῤῥουν τῆς τρυφῆς τῶν λόγων σου. Ἀλλά μή δυνηθέντες ἐξ ἀμελείας καί ῥαθυμίας ἡμῶν λαβεῖν σταγόνα κατανύξεως παρά σοῦ τοῦ κηρύττοντος τήν μετάνοιαν, καί δάκρυα κατανύξεως, ἀπερχόμεθα εὔκαιροι, καί κατακεκριμένοι εἰς τό νά διψῶμεν ψυχικῶς μή ἐνδείξαντες μετάνοιαν ἀληθινήν ὡς διδάσκεις ἡμᾶς.
Καί ἰδού ἀπέρασεν ὁ χρόνος τῆς ζωῆς ἡμῶν ἐν ματαιότητι, εἰς μερίμνας καί φροντίδας βιωτικάς καταγινόμενοι, ὡς καί πρό τοῦ μονάσαι, καί ἀπαρνήσασθαι τά τοῦ κόσμου. Ἀλλά σύ, ὦ Πάτερ, μετάτρεψον τήν ἀκρότομον πέτραν τῆς σκληρᾶς καί ἀμετανοήτου καρδίας ἡμῶν εἰς λίμνας ὑδάτων κατανύξει / / καί σοφίας πνευματικῆς· ὅπως σπείρωμεν τάς κεχερσωμένας ἀρούρας τῶν ψυχῶν ἡμῶν, καί φυτεύσωμεν ἀμπελῶνας πνευματικούς τρυγῶντες [τά] σαφηνίσματα τῶν θείων Γραφῶν, καί λάβωμεν καρπούς τοῦ πνεύματος τελεσφορητικῶν γεννημάτων.
Βοήθησον ἡμῖν, ὦ Πάτερ, πτωχοῖς καί πένησιν οὖσιν, καί δός ἡμῖν σύνεσιν πνευματικήν. Διότι ἡ πηγή σου, ὦ Χρυσόστομε, ὑπάρχει Μωσαϊκή, ἐκβλύζουσα τήν πίστιν τοῦ ἐσταυρωμένου Ἰησοῦ κατά τῆς πονηρίας τοῦ διαβόλου. Καί ὡς ἡ ὑδρία ἐκείνη, ἥν εὐλόγησεν ὁ Ἐλισσαῖος, καί ἰάτρευσε τά ἀτεκνοῦντα ὕδατα, ἥτις ἡλατίσθη μέ τό ἀποστολικόν ἅλας, καί πλουτίζει πλουσίως τήν κοινωφελῆ σωτηρίαν, περί ἧς λέγει Κύριος, «Ἰῶμαι τούς ἐξηντληκότας ἀκροατάς τῶν λόγων τοῦ Χρυσοστόμου, καί οὐκ ἔσται ἔτι ἀτεκνούμενος ἐν αὐτοῖς». Καί εἶναι ἁρμόδιον νά λέγωμεν εἰς τοῦτο ὅτι καθώς ἐν τῇ ἐπιφοιτήσει τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τότε ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν, ὅτε οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι ἐλάλουν μέ ξέναις γλώσσαις τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, εἰς τούς ἀπό πανταχόθεν συναχθέντας τότε ἐν τῇ Ἱερουσαλήμ λαούς, ὡς ἤκουεν ἕκαστος μέ τήν γλῶσσαν, ὁποῦ ἔμαθεν ἀπό γεννήσεώς του τά λαλούμενα παρά τῶν Ἀποστόλων. Καί ἐμερίσθη εἰς τήν ἀκοήν καί λαλιάν τοῦ καθ’ ἑνός ἡ λαλιά τῶν Ἀποστόλων, μέ τό νά ἐχάρισεν εἰς ὅλους τούς ὄχλους τήν ἀκοήν τῆς ξένης λαλιᾶς καί ἤκουον ὅλοι τά παρά τῶν Ἀποστόλων λαλούμενα.
Οὕτω λοιπόν ἀπαραλλάκτως ἔγινε καί εἰς τήν διδασκαλίαν τοῦ θείου Χρυσοστόμου. Διότι κάμνει τούς διδασκομένους εἰς τό νά νοήσωσι ταχέως, καί νά / / κατανοήσωσιν εὐκόλως, καί μερίζει εἰς ὅλους ὡς ὄμβρος ἐπ’ ἀγροῖς. Καθώς ἡ βροχή ὁποῦ πίπτει εἰς τόν χόρτον καί εὐεργετεῖ κοινῶς, οὕτω καί ἡ διδασκαλία τοῦ Χρυσοστόμου προξενεῖ εἰς ὅλους κατάνυξιν, πρός εὐκαρπίαν τοῦ Πνεύματος.
Ὅθεν ὅλον τόν κόσμον κατέστησε χρεώστην αὐτοῦ διά τῶν διδαχῶν του καί ὅλην τήν οἰκουμένην ἔπλησε τῶν συγγραμμάτων του. Ἐπειδή ὁ Θεός εἶπε πρός αὐτόν, «Πλάτυνον τό στόμα σου καί πληρώσω αὐτό», καθώς ἐκ Θεοῦ διεμοιράσθη εἰς πᾶσαν πόλιν καί χῶραν ὁ πλοῦτος τῶν διδασκαλικῶν αὐτοῦ βίβλων. Διότι ποῖος ἄλλος ἐλάλησεν οὕτω διδάσκων τήν ζωοποιόν διδασκαλίαν τοῦ θεανθρώπου Ἰησοῦ, καθώς ἐλάλησεν ὁ Χρυσόστομος; ὁ κατανυκτικός ἐξηγητής τῆς Ἐκκλησίας καί κατηχητικός διορθωτής τῶν ἀμελῶν καί ποθητός ἑρμηνευτής τῶν Γραφῶν; Πρός τούς ὁποίους καί ἔτι ὡς λογιάζω βοῶσι τά παρ’ αὐτοῦ γεγραμμένα τόν ἀγνώριστον αὐτοῦ στολισμόν, ἄν καί τινάς ἀπό αὐτούς εὑρίσκεται μή γνωρίζων αὐτά. Τά παρ’ αὐτοῦ ὅμως γεγραμμένα συγγράμματα βοῶσι καί λέγουσι, «Δεῖξόν μοι τήν ὄψιν σου καί ἀκούσομαι τῆς φωνῆς σου, ὅτι ἡ φωνή σου εἶναι γλυκεῖα καί ὡραία ἡ ὄψις σου», κατά τό ἆσμα. «Σύ ὁ τήν γλῶτταν χρυσοῦς διά τήν τιμιότητα τοῦ Χριστοῦ καί χρυσοῦς ὑπάρχων διά τήν λαμπρότητα τοῦ φωτισμοῦ τοῦ στόματος τοῦ Χριστοῦ. Σύ ὁ ἐν στόματι χρυσῷ συρματώσας τούς λόγους· τό ὁποῖον ἤθελε φανῇ καί χωνευτήριον ῥημάτων χρυσῶν, καί παλάμας πλούτου μετά δόξης διανέμουσα. Ὦ Πάτερ Ἰωάννη Χρυσόστομε! Οὗ ὁ φθόγγος τῶν ῥημάτων ἐξάκουστος εἰς τά τῆς οἰκουμένης πέρατα ἐγένετο· ὁ ἔμψυχος ὄντως αὐλός τῆς πίστεως· ὁ ὀρθόδοξος ἦχος τῶν οὐρανίων· ἡ βροντή τῆς θεολογίας / / ἡ βροντῶσα κατά τῶν αἱρετικῶν τῷ Κυρίῳ. Λύρα ἡ εὔτονος τοῦ πνεύματος τῆς Ἐκκλησίας· ἡ εὔλαλος κιθάρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τῆς δωδεκαχόρδου φωνῆς τῶν ἐν σώματι κατά τό γεγραμμένον· καί ἁρμονία ἔναρθρος ἐν τοῖς ἀνθρώποις· ἐντολή τῶν νενευρωμένων δεκαλόγων· ὁ ὀφθαλμός τῆς ὀξυβλεψίας τῶν δογμάτων ὁ ἔξυπνος· ὁ ἐγκάρδιος ὄμβρος τῆς κατανύξεως, ὁ ὑψηλός βαθμός τῆς ταπεινοφροσύνης, ἡ χρυσεπώνυμος παρηγορία, ἡ πολυκτήμων παρηγορία τοῦ κόσμου· ὁ ὑπερόβρυτος καθαρός νοῦς· ὁ ἀπαραχάρακτος λογισμός·
ὁ ἀνεπιβούλευτος θησαυρός· ὁ κεκλεισμένος κῆπος καί ἄσυλος τῶν ἀκραίων φρονημάτων καί τοῖς μετά πρώτην καί δευτέραν φοράν νουθεσίαν ἀπειθέσιν αἱρετικοῖς παραίτησις, κατά τόν Ἀπόστολον· ἡ ἐσφραγισμένη πηγή· ὁ ἐπιθυμητός συμπολίτης τοῦ παντός· τό στόμα τό γλυκύτερον μέλιτος· τό ἡδύπνοον γλεῦκος τῆς Ἐκκλησίας· τό τερπνόν νᾶμα τῶν ἁπλουστέρων λόγων, τό προχέον τό ποτιστικόν καί στερεόν τῶν τελειοφρόνων φαγητῶν· ὁ σπόγγος ὁ ἐ[ ]ατικός τῆς θείας Γραφῆς· ἡ δρόσος τοῦ Ἀερμών ἡ δροσιστική· ἡ φιλόπονος βιβλιοθήκη τῶν ὠφελίμων νουθεσιῶν· ἡ θρεπτική ἀποθήκη τῶν χαρισμάτων τοῦ Πνεύματος· τό φιλόπτωχον βαλάντιον τῆς ἐλεημοσύνης· ἡ φιλότιμος δεξιά τῆς συμπαθείας, ὁ χορτάσας τάς κοιλίας τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν τοῦ Κυρίου καί ποιῆσαι αὐτούς τοῦ μή πεινᾶσαι τόν Χριστόν· ὁ σωφρονιστής πρός τό πῦρ τῆς φιλαργυρίας καί παρέχων ἔλαιον τῶν ἀσβέστων λαμπάδων τῆς ψυχῆς· / / ὁ τῆς μετανοίας καθημερινός ἀντιφωνητής· διότι διά τῶν λόγων αὐτοῦ διδάσκει πάντας τό, «ὁσάκις ἄν πέσῃς, ἐπίστρεψον καί ἀφεθήσεταί σοι’’.
Ναί λοιπόν, ὦ Πάτερ, σοί λέγομεν: σύ εἶσαι ἡ ζήτησις τῆς τριαδικῆς ὁλομελείας, τήν ὁποίαν ἡ πέτρα τῆς Ἐκκλησίας ἀρτοκοπήσασα θέλει διαθρέψῃ τόν εὐσεβῆ τοῦ Κυρίου λαόν καθώς ἐν τῇ διδαχῇ τοῦ ἐν λειμῶνι λόγου σου διδάσκεις ἡμᾶς.
Ἀλλ’ ὦ Πάτερ πατέρων, καί ποιμήν ποιμένων, ὁ παριστάμενος τῷ θρόνῳ τῆς ζωαρχικῆς ἑνιαίας Τριάδος, πεπλουτισμένος χάριν τήν ὑπερτάτην δυσώπησον αὐτήν ὑπέρ ἡμῶν τῶν τέκνων σου, ὡς πλουτῶν θεόθεν τῶν αἰτημάτων τήν ἐκπλήρωσιν.
Ὕψωσον δεόμεθα τάς κορυφάς τῶν πανηγυριστῶν σου. Καί διά τῆς ἐνταῦθα εἰρηνικῆς ζωῆς, πρός τήν ἐκεῖθεν μετακόμισον εἰρήνην τήν μόνιμον καί ἀστασίαστον. Ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, τῇ ἀληθινῇ τῶν σωζομένων εἰρήνῃ τε καί χρηστότητι· ὦ πρέπει δόξα, τιμή καί κράτος, σύν τῷ Πατρί καί Ἁγίῳ Πνεύματι, εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν!

Στίχοι
Υἱέ Θεοῦ, κλέος σου τό κράτος
Ὅτι πέρας τῇδε ἔθου σοῦ τῇ βίβλῳ.
ᾳωμθ’
Ἰάκωβος Μοναχός ἔγραψε, τῷ αἰτήσαντι Προκοπίῳ θύτη, εἰς αὐτοῦ καί τῶν τυχόντων ὠφέλειαν
.



Τό κείμενο τοῦ π. Παταπίου δημοσιεύθηκε στόν Βυζαντινό Δόμο, 16 (2007-2008), σ. 421-433.
SUMMARY
Kosmas’s Vestitor, the Philosopher, ‘’Encomium in honoure of St John the Chrysostom’’ and its unpublished paraphrase, written by monk Jacob Neaskitiotis
By monk Patapios Kausokalyvitis,
Librarian of the Skete of Kausokalyvia, Mount Athos. (M. Th.)
Kosmas Vestitor, a byzantin orator whose the writing activity is estimated to be dated to the period from 730 AD to 850 AD is known as author of Panegyric Speeches. Among these pieces of work are included one Encomium in honour to St John the Chrysostom (+ 407 AD) and five Encomiums to the Removal of the Relics of this saint. The paraphrase of this last Encomium, which was composed in 1849 by Mt Athos monk Jacob Neaskitiotis (19th century), is published for the first time in this present treatise. The publication of the text is made by the codex 105 (f.f. 52r-56v) of the Library of the Skete of Kausokalyvia, Mount Athos.
The text is inscribed as follows: <>.
The paraphraces of Church Fathers texts just as the Saints Lives to the Greek spoken language, which made the meaning more accessible, contributed considerably to the spiritual life of enslaved Hellenism just as to the preservation of its national and religious conscience during Ottoman occupation.


Φωτογραφία: Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Λεπτομέρεια φορητῆς εἰκόνας τῆς ὕστερης παλαιολόγειας περιόδου. Κυριακό Καυσοκαλυβίων

ΜΕΤΑΠΑΣΧΑΛΙΑ ΕΠΙΣΚΕΨΗ-ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΧΙΛΑΝΔΑΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΒΗ ΑΓ. ΑΚΑΚΙΟΥ

Μεταπασχάλια ἐπίσκεψη – προσκύνημα τοῦ καθηγουμένου τῆς μονῆς Χιλανδαρίου, ἀρχιμανδρίτου Μεθοδίου μέ συνοδεία Χιλανδαρινῶν πατέρων στήν Καλύβη τοῦ Ἁγ. Ἀκακίου. Τρίτη Δικαινησίμου 2011.




















Καθηγούμ. μονῆς Χιλανδαρίου, ἀρχιμανδρίτης Μεθόδιος


Πέμπτη 19 Μαΐου 2011

7 ΜΑΙΟΥ. ΜΝΗΜΗ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΠΑΧΩΜΙΟΥ




Ὁ ὁσιομάρτυς Παχώμιος ὁ Ρώσος ὁ Καυσοκαλυβίτης
(† 7 Μαΐου 1730)


ὁσιομάρτυς Παχώμιος, πού στάθηκε ὁ τελευταῖος ἀπό τούς τρεῖς ὑποτακτικούς τοῦ Καυσοκαλυβίτη ἀλείπτη νεομαρτύρων ὁσίου Ἀκακίου, γεννήθηκε γύρω στά 1670 στήν κάτω Ρωσία ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς πού κατά τή βάπτισή του τοῦ ἔδωσαν τό ὄνομα Προκόπιος. Σέ ἡλικία 15 περίπου ἐτῶν αἰχμαλωτίστηκε ἀπό Τατάρους ἐπιδρομεῖς, κατά τή διάρκεια τοῦ Μεγάλου Ρωσοτουρκικοῦ πολέμου, ἐπί τσάρου Πέτρου τοῦ Α΄ τοῦ Μεγάλου (1672-1725) καί πουλήθηκε σέ Τοῦρκο, ὁ ὁποῖος τόν μετέφερε στήν πατρίδα του, τό Οὐσάκι τῆς περιοχῆς τῆς Φιλαδελφείας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἐκεῖ τό ἀφεντικό του τοῦ ἔμαθε τήν τέχνη τῆς βυρσοδεψίας, ἐνῶ παράλληλα, χρησιμοποιώντας βασανιστήρια καί παντοειδεῖς στερήσεις, τόν πίεζε νά ἀλλαξοπιστήσει. Εἰκοσιεπτά χρόνια αἰχμαλωσίας ὑπέμεινε ὁ Προκόπιος γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, σταθερός καί ἀκλόνητος στήν εὐσέβεια, ὥσπου στό τέλος ὁ ἀφέντης του βλέποντας καί θαυμάζοντας τήν πίστη του, τοῦ χάρισε τήν ἐλευθερία του.
Ὅμως, λίγο πρίν ἀναχωρήσει ἀσθένησε. Τότε, ἐκμεταλευόμενοι τό γεγονός αὐτό γνωστοί του Τούρκοι πού τόν ἐπισκέφθηκαν, διέδοσαν ψευδῶς ὅτι ἀρνήθηκε τόν Χριστό καί θέλησε νά γίνει Τοῦρκος καί γι’ αὐτό τοῦ φόρεσαν τούρκικα φορέματα. Μόλις ὅμως ὁ Προκόπιος συνῆλθε ἀπό τήν ἀσθένειά του, ἔβγαλε τά ροῦχα αὐτά καί ἀνεχώρησε γιά τή χώρα τῆς μετανοίας, τό Ἅγιον Ὄρος, γύρω στά 1712.
Στή Νέα Σκήτη τῆς μονῆς Ἁγίου Παύλου, ὅπου ἀρχικά ἐγκαταστάθηκε, ὑποτάχθηκε στόν πνευματικό Ἰωσήφ, πού ἀσκεῖτο σέ ἡσυχαστήριο, στοῦ ὁποίου τήν τοποθεσία, ἀργότερα, τό 1802, ἱδρύθηκε ἡ Καλύβη Ζωοδόχου Πηγῆς ἀπό τόν μητροπολίτη Λακεδαιμονίας Θεοφάνη (+ 1805). Ὁ πνευματικός Ἰωσήφ τόν ἔκειρε σύντομα μοναχό δίνοντάς του τό ὄνομα Παχώμιος. Μετά ἀπό 12 χρόνια ἀσκήσεως ἀναχωρεῖ ἀπό τή Νέα Σκήτη γιά τά Καυσοκαλύβια, γύρω στά 1724, ὅπου ὑποτάχθηκε ἐπί 6 χρόνια στόν ἅγιο ἱδρυτή τῆς Σκήτης Ἁγίας Τριάδος, ὅσιο Ἀκάκιο τόν Καυσοκαλυβίτη.
Στά Καυσοκαλύβια, μέ τίς εὐχές καί νουθεσίες τοῦ Ὁσίου καί μέ τόν ἀπερίγραπτο –σύμφωνα μέ τό Βίο του- πνευματικό ἀγῶνα, ἔγινε τύπος καί παράδειγμα τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Ἀγωνιώντας ὅμως μήπως κατά τόν καιρό τῆς ἀσθενείας του στό Οὐσάκι εἶχε πράγματι βγεῖ ἀπό τό στόμα του ἄθελά του ἐκεῖνος ὁ λόγος τῆς ἀρνήσεως τοῦ Χριστοῦ, ἔστω κι ἄν αὐτός θά εἶχε εἰπωθεῖ ἀσυναίσθητα καί χωρίς τόν ἔλεγχο τῆς βουλήσεώς του, ἄρχισε νά ἐπιθυμεῖ σφόδρα τό μαρτύριο.
Φανερώνοντας ὅμως τούς λογισμούς του αὐτούς ὡς καλός ὑποτακτικός στό Γέροντά του, ἄκουσε ἀπό τόν Ὅσιο πολλούς ὀνειδισμούς καί δέχτηκε αὐστηρές ἐπιπλήξεις, θέλοντας μέ τόν τρόπο αὐτό νά φανερωθεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Διότι ἀπό τήν μεγάλη πνευματική του πείρα ὅ ὅσιο Ἀκάκιος γνώριζε, ὅτι τέτοιοι λογισμοί πολλές φορές εἶναι καρπός διάμοιας ὑπερήφανης καί ὄχι ἔκχύλισμα θείου ἔρωτα.
Ἀλλ’ ἐπειδή οἱ παραπάνω λογισμοί παρέμεναν στήν καρδιά του Παχωμίου αὐξανόμενοι μέρα μέ τή μέρα καί μετά ἀπό τή διαπίστωση τόσο τοῦ ὁσίου Ἀκακίου ὅσο καί ἄλλων πνευματικῶν πατέρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὅτι ὁ πόθος τοῦ Παχωμίου γιά τό μαρτύριο ἦταν κατά Θεόν, ἀποφασίστηκε ἡ ἀναχώρησή του γιά τόν τόπο τῆς ὁμολογίας του. Συνοδίτης στή μαρτυρική του πορεία ἦταν ὁ πρῶτος του Γέροντας ἱερομόναχος Ἰωσήφ Νεοσκητιώτης. Ὅταν ἔφθασαν μέσω Σμύρνης στό Οὐσάκι, ὁ μέν πνευματικός κατέλυσε σ’ ἕνα κοινό πανδοχεῖο, ὁ δέ Παχώμιος, ἀφοῦ πρῶτα ἐπισκέφθηκε τήν οἰκία τοῦ πρώην ἀφέντη του, κατέληξε στό παζάρι ὅπου καί τόν ἀναγνώρισαν γνωστοί του Ἀγαρηνοί. Αὐτοί, φοβούμενοι μήπως ἦρθε γιά νά ξαναβρεῖ τήν περιουσία του, τόν ἄρπαξαν καί τόν ἔσυραν στό δικαστήριο τοῦ τόπου, δέρνοντας καί ὑβρίζοντάς τον καθ’ ὁδόν. Ἐκεῖ, ἀφοῦ κατηγορήθηκε ὅτι ἀπό Μουσουλμάνος ξανάγινε Χριστιανός, ὁμολόγησε μέ παρρησία τήν πίστη του στόν Χριστό. Ἀπ’ ἐκεῖ, ὁ δρόμος γιά τό πολυπόθητο μαρτύριο ἦταν ἤδη ἀνοικτός. Οἱ παρόντες στό δικαστήριο συκοφάντες, ἀφοῦ ἔδεσαν σάν κακοῦργο τόν Παχώμιο, ἄρχισαν νά τόν σέρνουν πρός τόν τόπο τῆς καταδίκης, ἔξω ἀπό τήν πόλη, ἐκεῖ ὅπου ἔσφαζαν τά πρόβατα, κάτω ἀπό ἕνα γεφύρι καί δίπλα σέ μία βρύση, σύμφωνα μέ τό Βίο. Τή μαρτυρική πομπή συνόδευαν Τοῦρκοι καί Ἑβραῖοι ἀπό τούς ὁποίους, ἄλλοι μέν τόν ἔβριζαν καί τόν ἐνέπαιζαν, ἄλλοι τόν παρακινοῦσαν νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό καί ἄλλοι ἐνέπτυαν στό πρόσωπό του καί τόν ἐκολάφιζαν. Ἀρκετοί δέ ἀπό τούς Χριστιανούς, προσευχόμενοι μέσα στήν καρδιά τους, τόν παρότρυναν νά ἐγκαρτερήσει μέχρι τέλους καί νά ἀξιωθεῖ τοῦ μαρτυρικοῦ στεφάνου, τόν ὁποῖο ἔλαβε κατά τήν ἑβδόμη τοῦ μηνός Μαΐου, τήν ἡμέρα τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου. Ὁ δέ συνοδίτης τοῦ Ὁσιομάρτυρος, ἱερομόναχος Ἰωσήφ, μαθαίνοντας τά γενόμενα, πῆρε τό δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς, πέρασε ἀπό τόν τόπο τοῦ μαρτυρίου καί εἶδε τό τρισόλβιο λείψανο νά κεῖται στή βαμμένη μέ τό αἷμα του γῆ.
Μετά τρεῖς μέρες Χριστιανοί πῆραν τό ἱερό λείψανο καί τό ἐνταφίασαν στήν ἁγιοτόκο μικρασιάτιδα γῆ. Κάποια μάλιστα Χριστιανή πού βασανιζόταν ἀπό ἡμικρανία, ἀφοῦ ἐπικαλέστηκε τή βοήθεια τοῦ ἁγίου Παχωμίου καί ἔχρισε μέ τό αἷμα του τήν κεφαλή της, ἐλευθερώθηκε ἀμέσως καί γιά πάντα ἀπό ἐκεῖνους τούς δυσβάστακτους πόνους. Καί τόσο πολύ εὐλάβεια ἔτρεφε ἀπό τότε στόν Ἅγιο, ὥστε ἔγραψε πρός τούς πατέρες τοῦ Ἁγίου Ὄρους πού τόν γνώριζαν, ζητώντας νά ἱστορήσουν γιά λογαριασμό της τήν εἰκόνα του. Ὅταν δέ τήν ἔλαβε, μέ λαμπρότητα καί εὐλάβεια τελοῦσε κάθε χρόνο τήν ἑορτή τοῦ Ὁσιομάρτυρος.
Τό Βίο καί τό Μαρτύριο τοῦ ἁγίου Παχωμίου συνέταξαν ὁ ἱερομόναχος Ἰωνᾶς Καυσοκαλυβίτης (+ 1765) βιογράφος τοῦ ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, ἀπό τόν ὁποῖο ἄκουσε τά περί τῆς ζωῆς τοῦ Ἁγίου καί ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Καλογερᾶς ὁ Πάτμιος, «γνώριμος» τοῦ ἁγίου Παχωμίου, ὅπως ὁ ἴδιος ἀναφέρει στό πρός αὐτόν Ἐγκώμιο ( Λειψία 1765).
Ἐπιτομή τοῦ Βίου ἐξέδωσε ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στό Νέο Μαρτυρολόγιο.
Ἀρκετά χρόνια ἀπό τό μαρτύριο τοῦ ἁγίου Παχωμίου, ἔγινε ἡ ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του ἀπό τόν μητροπολίτη Φιλαδελφείας Ἰωσήφ, ἐνῶ ἀργότερα, ἀπό τόν ἴδιο ἱεράρχη πού ἦταν Πάτμιος στήν καταγωγή καί ἀδελφός τῆς μονῆς Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου τῆς ἱερᾶς νήσου, μεταφέρθηκαν στό καθολικό τῆς παραπάνω Μονῆς, ὅπου φυλάσσονται μέχρι σήμερα. Δύο Ἀκολουθίες τοῦ ὁσιομάρτυρος Παχωμίου, ἡ μία τῆς ἀθλήσεως καί ἡ ἄλλη τῆς ἀνακομιδῆς τμήματος τοῦ ἱεροῦ λειψάνου του ἀπό τήν Πάτμο στήν μονή Ἁγίου Παύλου στό Ἅγιον Ὄρος, ἔργα τοῦ μοναχοῦ Γερασίμου Μικραγιαννανίτου, ἐκδόθηκαν τό 1953. Ἑτέρα Ἀκολουθία, σύνθεση τῶν ὑμνογράφων ἱερομονάχων Σεραφείμ, καί Νικοδήμου Κάππου τῶν Πατμίων, τοῦ μοναχοῦ Γερασίμου Μικραγιαννανίτου (τοῦ ἔτους 1930) καί τοῦ ἱερομονάχου Ἀθανασίου Σιμωνοπετρίτου, ἐκδόθηκε τό 2005. Ὁ ἅγιος Παχώμιος συνυμνεῖται ἐπίσης στίς Ἀκολουθίες Ἁγιορειτῶν Πατέρων, Νεομαρτύρων, Πατμίων Ἁγίων, Λαυριωτῶν Ὁσίων, Καυσοκαλυβιτῶν Ὁσίων καθώς καί τοῦ ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, ἔργο τοῦ ἱερομονάχου Ἰωνᾶ Καυσοκαλυβίτου, βιογράφου τοῦ Ὁσιομάρτυρος.

Ἀπολυτίκιον.

Ἦχ. δ΄. Ὁ ὑψωθείς ἐν τῷ σταυρῷ (Σεραφείμ ἀρχιμανδρίτου).
Ἀσκητικῶς προγυμνασθείς ἐν τῷ Ἄθῳ, τάς νοητάς τῶν δυσμενῶν παρατάξεις, τῇ πανοπλίᾳ ὤλεσας παμμάκαρ τοῦ Σταυροῦ. Εἶτα δέ πρός ἄθλησιν ἀνδρικῶς ἀπεδύσω καί τελέσας ἄριστα μαρτυρίου τόν δρόμον, ὑπό Χριστοῦ ἐστέφθης ἀθλητά, Ὁσιομάρτυς Παχώμιε ἔνδοξε.

Βιβλιογραφία
ΙΩΝΑΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ ΙΕΡΟΜ., ‘‘Βίοι νεοφανῶν Μαρτύρων ἐν τῇ καθομιλουμένῃ’’, Κώδ. 2 Καλύβης Ἁγίου Ἀκακίου Καυσοκαλυβίων, σ. 552-553.
Κώδ. Ἁγίου Παντελεήμονος 501, σ. 309. Κώδ. Ἁγίου Παντελεήμονος 669, φ. 80α. ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΙΕΡΟΜΟΝ. (ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ), ‘‘Ἐγκώμιον πρός τόν ἅγιον ὁσιομάρτυρα Παχώμιον’’, Εὐαγγελική Σάλπιγξ, Λειψία 1765. ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Συναξαριστής, Βενετία 1819, σ. 57. ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Νέον Μαρτυρολόγιον, Ἀθῆναι 1856, σ. 139. Κ. ΣΑΘΑΣ, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη τ. Γ΄, Βενετία 1876, σ.. Κ. ΔΟΥΚΑΚΗΣ, Μέγας Συναξαριστής, Ἀθῆναι 1889-1896, σ. β΄. Σ. ΕΥΣΤΡΑΤΙΑΔΗΣ, Ἁγιολόγιον, Ἀθῆναι χ. χρ. ἐκδ., σ. 384. Ε. ΚΟΥΡΙΛΑΣ, Ἱστορία τοῦ Ἀσκητισμοῦ, Θεσσαλονίκη 1929, σ. 86-87. ΧΡ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Οἱ Νεομάρτυρες, Ἀθῆναι 1934, σ. 43. Β. ΜΑΤΘΑΙΟΣ, Ὁ Μέγας Συναξαριστής τ. 1, Ἀθῆναι 1950, σ. 496-497. Ἱερές Ἀκολουθίες ἁγίου ὁσιομάρτυρος Παχωμίου, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Παύλου, Ἅγιον Ὄρος 1953. ΘΗΕ τ. 10, στ. 242-243. O. MEINARDUS, The Saints of Greece, Athens 1970, σ. 58. Ἰ. ΠΕΡΑΝΤΩΝΗΣ, Λεξικόν τῶν Νεομαρτύρων (Οἱ Νεομάρτυρες ἀπό τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως μέχρι τῆς ἀπελευθερώσεως τοῦ δούλου Ἔθνους), τ. Γ΄, Ἐν Ἀθήναις 1972, σ. 428-431. Β. ΨΕΥΤΟΓΚΑΣ, ‘‘Μαρτυρολόγια νεομαρτύρων (συγγραφεῖς, συλλογές καί ἐκδόσεις)’’, Ἱερά Μητρόπολις Θεσσαλονίκης, Πρακτικά Θεολογικοῦ Συνεδρίου εἰς τιμήν καί μνήμην τῶν Νεομαρτύρων (17-19 Νοεμβρίου 1986), Θεσσαλονίκη 1998, σ. 87. ΠΑΤΑΠΙΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ ΜΟΝ., Ἡ σώζουσα ἀγωνία. Ὁ Βίος τοῦ ἁγίου ὁσιομάρτυρος Παχωμίου, Ἅγιον Ὄρος 2000. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Ἅγιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ἀπό τό περιβόλι τῆς Παναγίας στόν κῆπο τοῦ Θεοῦ, Ἅγιον Ὄρος 2001, σ. 167-171, 225-226. ΠΑΤΑΠΙΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ ΜΟΝ. –Μ. ΒΑΡΒΟΥΝΗΣ, Καυσοκαλυβίτικα Νεομαρτυρολογικά, Θεσαλονίκη 2003, σ. 23-26, 46-48. Ἱερά Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου νέου ὁσιομάρτυρος Παχωμίου, ἔκδ. Καλύβης Ἁγίου Ἀκακίου, Ἅγιον Ὄρος 2005. ΠΑΤΑΠΙΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ ΜΟΝ, Ἁγιασμένες μορφές τῶν Καυσοκαλυβίων. Ἀπό τόν ὅσιο Μάξιμο ὡς τόν γέροντα Πορφύριο, Ἅγιον Ὄρος 2008, σ. 90-96.