Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αγιος Ακάκιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αγιος Ακάκιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 12 Απριλίου 2020

ΟΣΙΟΣ ΑΚΑΚΙΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ (+12 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1730)

                                                                                                               Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου 

                                               Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης.

Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στίς 12 Ἀπριλίου

Μία ἀπό τίς μεγάλες ὁσιακές μορφές πού ἐβλάστησαν στό φυτώριο τῶν ἁγίων ἀνδρῶν, τό Ἅγιον Ὄρος, εἶναι ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Νέος ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ὁ ὅσιος Ἀκάκιος γεννήθηκε στά 1630 στό χωριό Γόλιτζα τῶν Ἀγράφων, πού ἀργότερα, στά 1927, μετονομάστηκε πρός τιμήν του σέ Ἅγιος Ἀκάκιος. Στά 23 του χρόνια, ποθώντας τή μοναχική ζωή, ἀναχωρεῖ ἀπό τήν γενέτειρά του καί γίνεται μεγαλόσχημος μοναχός στή μονή Ἁγίας Τριάδος Σουρβιᾶς, τήν ὁποία εἶχε ἱδρύσει περί τό 1534/5 ὁ ὅσιος Διονύσιος ὁ ἐν Ὀλύμπῳ στήν εὐρύτερη περιοχή τῆς Μακρυνίτσας τοῦ Πηλίου. Ἀργότερα, καθώς εἶχε κλίση περισσότερο στήν ἡσυχαστική ζωή, ἀναχωρεῖ ἀπό τό κοινόβιο γιά τόν ἱερό Ἄθωνα. Κατόπιν περιπλανήσεων στή Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας καί σέ ἡσυχαστήρια τῆς Καψάλας καί τῶν μονῶν Γρηγορίου καί Διονυσίου, κατέληξε -μέ τήν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ Γαλακτίωνος Κατουνακιώτου- στά Καυσοκαλύβια, ἀρχικά, στά 1660, στήν περιοχή τῆς Μεταμορφώσεως (μοναστικό οἰκισμό πού βρισκόταν σέ ὕψωμα, βόρεια τῶν Καυσοκαλυβίων) καί στή συνέχεια, στά 1680, στήν περιοχή τῆς σημερινῆς Σκήτης.


Τό σπήλαιο πού βρίσκεται στήν ἀνατολική πλευρά τῆς σκήτης σέ ὑψόμετρο 250 μέτρων, γνωστό στίς μέρες μας ὡς Σπήλαιο Ἁγίου Ἀκακίου καί στό ὁποῖο τό πρῶτο μισό τοῦ 14ου αἰ., εἶχε ἀσκηθεῖ ὁ μεγάλος ἁγιορείτης ἡσυχαστής ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης, ἔμελλε νά γίνει ἡ μοναχική παλαίστρα τοῦ ὁσίου Ἀκακίου. Ἐκεῖ, κάτω ἀπό δύσκολες συνθῆκες διαβίωσης, ἀγωνιζόταν μέ θαυμαστό τρόπο, ζώντας μέ ὑπερβολική -κατά τόν βιογράφο του- ἄσκηση. Σύμφωνα μέ τό Βίο, «ἐπειδή ὁ τόπος ἦταν ἄνυδρος, τόν μέν χειμώνα μάζευε βρόχινο νερό σέ μία στάμνα, τό δέ καλοκαίρι, ἐρχόταν ἕνα μικρό σύννεφο πάνω ἀπό τό Σπήλαιο καί ἔβρεχε, μέχρις ὅτου γέμιζε ἡ στάμνα καί τό σύννεφο ἔφευγε πάλι». Συχνές καί σφοδρές ἐπίσης ἦταν καί οἱ ἐπιθέσεις πού δεχόταν ὁ Ὅσιος ἀπό τούς δαίμονες, οἱ ὁποῖοι τόν πείραζαν ποικιλοτρόπως. Ἔτσι ἀγωνιζόμενος ὁ ὅσιος Ἀκάκιος, εἵλκυσε τή χάρη τοῦ Θεοῦ, πού τόν ἀντάμειψε μέ πολλές ἀρετές καί χαρίσματα, ὅπως τό διορατικό καί ἐκεῖνο τῆς νοερᾶς προσευχῆς, καθώς καί θείες ἀποκαλύψεις.


Ἡ φήμη τοῦ διορατικοῦ ἁγίου γέροντος ξέφυγε ἀπό τήν ἐρημική περιοχή τῶν Καυσοκαλυβίων. Ἔτσι ὁ Ὅσιος γίνεται γνωστός τόσο στό ὑπόλοιπο Ἅγιον Ὄρος ὅσο κι ἔξω ἀπ' αὐτό. Πολλοί -ἀνάμεσά τους καί "ἐπώνυμοι", ὅπως ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Χρύσανθος Νοταρᾶς (1707-1730) καί ὁ ρῶσος περιηγητής, μοναχός Βασίλειος Μπάρσκι (1701-1747), πού ἐπισκέφθηκε τόν Ὅσιο στά 1726- εἶναι αὐτοί πού φθάνουν στόν ὅσιο Ἀκάκιο καί φεύγουν ὠφελημένοι τόσο ἀπό τήν ἁγία του ζωή ὅσο κι ἀπό τή διδασκαλία του. Μέ τόν καιρό, ἀρκετοί μονάζοντες συγκεντρώθηκαν γύρω ἀπό τόν ὅσιο Ἀκάκιο, ἐμπιστευόμενοι τή σωτηρία τους στίς θεοπειθεῖς εὐχές του καί στίς πλούσιες ἁγιοπνευματικές ἐμπειρίες του. Ἔτσι, στίς ἀρχές τοῦ 18ου αἰ., ἔχουμε τήν ὀργάνωση ἀπό τόν Ὅσιο τῆς νέας μοναστικῆς αὐτῆς κοινότητας σέ Σκήτη, κατά τά πρότυπα τῆς σκήτης τῆς Ἁγίας Ἄννας. Λίγο ἀργότερα, μέ θαυματουργία τοῦ ἰδίου ἀνέβλυσε καί τό νερό-ἁγίασμα ἀπό τήν μέχρι τότε ἄγονη καί ἄνυδρη γῆ τῶν Καυσοκαλυβίων. Ἡ ὕπαρξη τοῦ νεροῦ συνέβαλε στήν περαιτέρω ἀκμή τῆς Σκήτης, ἡ ὁποία ἀφιερώθηκε ἀπό τόν ἅγιο ἱδρυτή της στήν Ἁγία Τριάδα. Οἱ μέχρι τότε πρόχειρα στημένες καλύβες κτίζονται τώρα πέτρινες, ἐνῶ δημιουργοῦνται οἱ κῆποι, ὁ ὑδρόμυλος καί ἄλλα κοινοφελῆ κτίσματα. Σύντομα κτίζεται καί τό πρῶτο Κυριακό τῆς σκήτης, μέ πρωτοβουλία τοῦ Λαυριώτη προηγουμένου καί σκευοφύλακα Νεοφύτου τοῦ Χίου (+ 1732). Ὁ τελευταῖος μάλιστα ἀξιωματοῦχος κατέστησε καί ἐπίσημα τόν ὅσιο Ἀκάκιο πρῶτο Δικαῖο στή Σκήτη, προσφέροντάς του καί τή σχετική ράβδο.


Ὁ ὅσιος Ἀκάκιος κατέχει μία ἀπό τίς δεσπόζουσες θέσεις στό ὑπερχιλιετές ἁγιορειτικό ἁγιολόγιο, ὄχι μόνο λόγω τῆς ἄκρας ἀσκήσεως καί τῶν πολλαπλῶν χαρισμάτων, τῶν πολλῶν θαυμάτων καί τῆς νεοησυχαστικῆς διδασκαλίας του ἤ ἐπειδή ἀναδείχθηκε ἱδρυτής τῆς δεύτερης στή τάξη Σκήτης τοῦ Ἄθω. Ἡ διακονία του στή Ἐκκλησία ὡς ἀλείπτου νεομαρτύρων θεωρεῖται ἀπό ὅλους τούς ἐρευνητές, ἐξίσου σημαντική. Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικό, ὅτι ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, στό Νέο Μαρτυρολόγιό του, ἔχει συμπεριλάβει καί τόν Βίο τοῦ ὁσίου Ἀκακίου, ἄν καί ὁ τελευταῖος δέν εἶχε μαρτυρικό τέλος «... διά τήν ὑπεράνθρωπον Πολιτείαν του καί τούς τρεῖς Ὁσιομάρτυρας ὁποῦ ἔκαμε», ὅπως γράφει ὁ ἴδιος ὁ ὅσιος Νικόδημος. Πρόκειται γιά τούς νέους ὁσιομάρτυρες Ρωμανό (†5 Ἰανουαρίου 1694), Νικόδημο (†10 Ἰουλίου 1722) καί Παχώμιο (†7 Μαῒου 1730), πού μαρτύρησαν γιά τόν Χριστό, ἀφοῦ πρῶτα ἑτοιμάστηκαν καί ἐμψυχώθηκαν ἀπό τόν ὅσιο Ἀκάκιο, ἀσκούμενοι ὡς ὑποτακτικοί του στήν Καλύβη τοῦ Ὁσίου.


Ἀξιοσημείωτη εἶναι καί ἡ διδασκαλία τοῦ ὁσίου Ἀκακίου. Τήν ἐποχή του, οἱ μοναστηριακές ἀρχές τοῦ Ἁγίου Ὄρους εἶχαν δείξει τήν πρόθεσή τους -πρός ἐλάττωση τῶν ἴδιων φορολογικῶν βαρῶν, πού προέρχονταν τόσο ἀπό τόν κεφαλικό ὅσο καί τόν κτηματικό φόρο- νά ἐπιβάλλουν φόρους στούς ἐκτός τῶν μονῶν ἀσκουμένους ἐξαρτηματικούς ἀδελφούς. Ἐκτός ἀπό τό γογγυσμό τῶν πατέρων τῆς Σκήτης γιά τά παραπάνω, κάποιοι ἐπιπλέον ἰσχυρίζονταν ὅτι ὁ κεφαλικός φόρος εἶναι τό σφράγισμα τοῦ ἀντιχρίστου. Ὁ Ὅσιος, στηρίζοντας τούς πατέρες καί κατ’ ἐπέκταση τούς ὑπόδουλους χριστιανούς στό νά ὑπομείνουν τή δοκιμασία τῆς δυσβάστακτης καί ἄδικης ἐκείνης φορολογίας, ἔλεγε: «Καλότυχος θά εἶναι αὐτός πού πληρώνει ἀγόγγυστα στούς Τούρκους τό χαράτσι καί τά ἄλλα δοσίματα», ἔχοντας κατανοήσει «τό τί ἀγαθά ἔχουν νά ἀπολαύσουν αὐτοί πού ὑπομένουν τόν βαρύτατο ζυγό τῶν ἄθεων τυρράνων γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ» καί «ὅτι θά συμμετέχουν στήν αἰώνια μακαριότητα, μέ τό νά πάσχουν τόσα δεινά, φυλάσσοντας τήν πίστη στόν Χριστό». Δίδασκε ἐπίσης ὅτι δύο σωματικές ἀρετές πρέπει νά καλλιεργεῖ ὁ μοναχός, στόν ἀγώνα του νά νικήσει τά σαρκικά πάθη· τή νηστεία καί τήν ἀγρυπνία. Κάποτε, στήν ἀπορία μαθητή του, πάνω στήν ἀλήθεια τοῦ λόγου τοῦ ὁσίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου πού λέγει, ὅτι ‘‘ἄν ὁ Χριστιανός δέν καταφέρει νά δεῖ τόν Χριστό στήν παρούσα ζωή, ἄς μήν ἐλπίζει νά τόν δεῖ οὔτε στή μέλλουσα’’, ἔλαβε τήν ἀπάντηση: «Ἀλήθεια εἶναι, τέκνο μου, καί μήν ἀμφιβάλλεις στούς λόγους τοῦ Ἁγίου. Κι αὐτό βέβαια διότι, ἄν ὁ Χριστιανός δέν ἀποκτήσει τήν ὅραση τῶν νοερῶν ὀφθαλμῶν, ὥστε νά βλέπει καθαρά τόν Χριστό ἐδῶ, στήν παρούσα ζωή, δέν ὑπάρχει τρόπος οὔτε ἐκεῖ νά τόν δεῖ». Στήν ἐρώτησε πάλι τοῦ μαθητή του, ἄν βλέπει ὁ ἄνθρωπος τόν Χριστό στήν παρούσα ζωή, μέ τά σωματικά ἤ τά νοερά μάτια, ἀπάντησε: «Μέ τά νοερά! Πλήν ὅμως νά ξέρεις, ὅτι ἐκεῖνος πού θά ἀξιωθεῖ αὐτοῦ τοῦ χαρίσματος, ὅταν ἔλθει σέ τέτοιες ἀποκαλύψεις, βλέπει τά νοερά σάν αἰσθητά. Κι αὐτό γιατί ἡ αἴσθηση τῶν σωματικῶν ὀφθαλμῶν μένει τότε τελείως ἀνενέργητη».


Ὁ ὅσιος Ἀκάκιος, μετά τήν ἀποδημία γιά τό μαρτύριο τοῦ ὁσιομάρτυρα Παχωμίου, ἀσθένησε καί ἀναχώρησε κι αὐτός γιά τόν Κύριο στίς 12 Ἀπριλίου, Κυριακή τῶν Μυροφόρων τοῦ ἔτους 1730, ἀφοῦ εἶχε προγνωρίσει τόν θάνατό του. Στόν τελευταῖο ἀσπασμό συνέτρεξε πλῆθος μοναχῶν ἀπ’ ὅλο τόν Ἄθω, πού ὅλοι τους θρηνοῦσαν γιά τή στέρησή του. Τόν κατά πλάτος Βίο καθώς καί τήν Ἀκολουθία τοῦ ὁσίου Ἀκακίου συνέταξε μετά τό 1740 ὁ λόγιος ὑποτακτικός του ἱερομόναχος Ἰωνᾶς ὁ Καυσοκαλυβίτης ἀπό τήν Καστανιά τῶν Ἀγράφων († 1765). Ὁ Ἰωνᾶς μάλιστα ἐκπλήρωσε τήν ἐπιθυμία τοῦ Ὁσίου νά ἀνεγερθοῦν τόσο τό νέο Κυριακό τῆς Ἁγίας Τριάδος (1745) ὅσο καί τό παρεκκλήσι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου (1747), μεριμνώντας μάλιστα καί γιά τήν ἱστόρησή τους ἀπό τόν Ἀγραφιώτη ὅσιο ἱερομόναχο Παρθένιο Σκούρτο καί τούς μαθητές του, περί τά 1759. Ἡ μνήμη τοῦ ὁσίου Ἀκακίου ἑορτάζεται πανορθοδόξως στίς 12 Ἀπριλίου. Στήν ἀσκητική ὅμως παλαίστρα του, τό ἱερό Σπήλαιο καί τήν ὁμώνυμη Καλύβη του, ὁ ὅσιος Ἀκάκιος τιμᾶται ἀπό τούς Καυσοκαλυβίτες Πατέρες τήν Κυριακή τῶν Μυροφόρων, μέ ὁλονύκτιο Πανηγυρική Ἀγρυπνία. Στό σεπτό Κυριακό τῆς Σκήτης, φυλάσσεται ἡ ἁγία κάρα τοῦ Ἁγίου, στήν Καλύβη του ἡ κάτω σιαγόνα του, ἐνῶ στή Μεγίστη Λαύρα τό μεγαλύτερο μερος τῶν ἱερῶν λειψάνων του. Στό σπήλαιο τῶν Καυσοκαλυβίων, πού φέρει καί τήν ἐπωνυμία του σώζεται καί ἡ κλινοστρωμνή τοῦ Ὁσίου.


Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ.α΄. Τόν συνάναρχον Λόγον


Πρός Χριστόν τόν Σωτῆρα Πάτερ Ἀκάκιε, σέ πρεσβευτήν καί μεσίτην ἡμεῖς κεκτήμεθα νῦν, συμπαράλαβε τούς τρεῖς Ὁσιομάρτυρας, σούς φοιτητάς τόν Ρωμανόν καί τόν Παχώμιον ὁμοῦ Νικόδημον καί αἰτεῖτε, δωρηθῆναι πλημελημάτων, ἡμῶν τήν λύσιν καί παντοίων δεινῶν.


Βιβλιογραφία

Προσκυνητάριον τῆς Βασιλικῆς καί Σεβασμίας Μονῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ ἐν τῷ Ἄθῳ. Συντεθέν μέν παρά Μακαρίου Κυδωνέως τοῦ ἐκ χώρας Χανίων, τοῦ Τριγώνη, τοῦ καί τῆς αὐτῆς Μονῆς Σκευοφύλακος, τύποις δέ νῦν πρῶτον ἐκδοθέν, ἐπιμελείᾳ καί δαπάνῃ τοῦ Πανοσιωτάτου Κυρίου Σεργίου ἱερομονάχου, τοῦ ἐκ ταύτης τῆς Ἁγίας Λαύρας. Ἐνετίησιν 1772, σ. 49-50. ΣΑΒΒΑΣ ΛΑΥΡΙΩΤΗΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΣ, Προσκυνητάριον τῆς βασιλικῆς καί σεβασμίας μονῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ ἐν τῷ Ἄθῳ, Ἐνετίησιν 1780, σ. 78-79. ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Νέον Μαρτυρολόγιον, Ἀθῆναι 1856, σ. 9 σημ. 1, 286-294. Τοῦ ἰδίου, Ἀκολουθία ἀσματική καί ἐγκώμιον τῶν ὁσίων καί θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν τῶν ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω διαλαμψάντων, Ἑρμούπολις 1847, σ. 80-88. ΕΥΛΟΓΙΟΣ ΚΟΥΡΙΛΑΣ ΛΑΥΡΙΩΤΗΣ, Ἱστορία τοῦ ἀσκητισμοῦ τ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1929, σ. 66-84. Εὐρυτανικόν Λειμωνάριον (ἐπιμέλ. Κ. Βαστάκη πρεσβυτ.), Ἀθήνα 1978. ΒΙΚΤΩΡ ΜΑΤΘΑΙΟΥ, Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τ.Δ΄, ἔκδ. Ε΄. ΓΚΑΛΙΟΣ Ν., Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1993. ΜΗΛΙΤΣΗΣ Γ., Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης, Τρίκαλα 1986. Πανηγυρική Ἀκολουθία Ἁγίου Ἀκακίου Καυσοκαλυβίτου, ἐκδ. Καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου, Ἅγιον Ὄρος 2001. ΠΑΤΑΠΙΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ, Ἅγιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ἀπό τό περιβόλι τῆς Παναγίας στόν κῆπο τοῦ Θεοῦ, ἐκδ. Καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου (σειρά "Ἐρημοπολίτες" ἀρ. 7), Ἅγιον Ὄρος 2001. Ο ΙΔΙΟΣ, Ἰωνᾶς ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ὁ βίος καί τά ἔργα μιᾶς πνευματικῆς μορφῆς τοῦ 18ου αἰ., ἔκδ. Καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου, Ἅγιον Ὄρος 1999. Ο ΙΔΙΟΣ, Ἁγιασμένες μορφές τῶν Καυσοκαλυβίων. Ἀπό τόν ὅσιο Μάξιμο ὥς τό Γέροντα Πορφύριο, ἔκδ. Καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου, Ἅγιον Ὄρος 2008, σ. 65-74. Β V. GRIGOROVIČ BARSKIJ, Πρώτη καί τρίτη περιοδεία εἰς τάς Μονάς καί τάς Σκήτας τοῦ Ἄθω. 1725-1726 (ρωσσιστί), Κίεβο 1877. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Vtoroe poseščeni. Svjatoj Gory [B΄ ἐπίσκεψις εἰς τό Ἁγιώνυμο Ὄρος τοῦ Ἄθω. Ἐντυπώσεις], ἔκδ. Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Παντελεήμονος Ρωσικοῦ, Ἁγία Πετρούπολη 1887. Vtoroe putešestvie po svjatoj gore Afonkoij Arhimandrita, nyne Episkopa, Porfirija Uspenskago v gody 1858, 1859 i 1861, i Opisanie Skitov Afonskih, Μόσχα 1880, σ. 304, 504.

Φωτογραφίες:

Ὁ ἅγ. Άκάκιος. Κέντημα σέ έπιγονάτιο. Καλύβη Ἁγ. Άκακίου / Τό σπήλαιο τοῦ ἁγ. Ἀκακίου. Καλύβη Ἁγ. Ἀκακίου / Τά ἱερά λείψανα τοῦ ἁγ. Ἀκακίου. Καλύβη Ἁγ. Ἀκακίου.

Σάββατο 12 Απριλίου 2014

ΟΣΙΟΣ ΑΚΑΚΙΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ (+12 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1730)

          Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης
Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στίς 12 Ἀπριλίου

Μία ἀπό τίς μεγάλες ὁσιακές μορφές πού ἐβλάστησαν στό φυτώριο τῶν ἁγίων ἀνδρῶν, τό Ἅγιον Ὄρος, εἶναι ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Νέος ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ὁ ὅσιος Ἀκάκιος γεννήθηκε στά 1630 στό χωριό Γόλιτζα τῶν Ἀγράφων, πού ἀργότερα, στά 1927, μετονομάστηκε πρός τιμήν του σέ Ἅγιος Ἀκάκιος. Στά 23 του χρόνια, ποθώντας τή μοναχική ζωή, ἀναχωρεῖ ἀπό τήν γενέτειρά του καί γίνεται μεγαλόσχημος μοναχός στή μονή Ἁγίας Τριάδος Σουρβιᾶς, τήν ὁποία εἶχε ἱδρύσει περί τό 1534/5 ὁ ὅσιος Διονύσιος ὁ ἐν Ὀλύμπῳ στήν εὐρύτερη περιοχή τῆς Μακρυνίτσας τοῦ Πηλίου. Ἀργότερα, καθώς εἶχε κλίση περισσότερο στήν ἡσυχαστική ζωή, ἀναχωρεῖ ἀπό τό κοινόβιο γιά τόν ἱερό Ἄθωνα. Κατόπιν περιπλανήσεων στή Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας καί σέ ἡσυχαστήρια τῆς Καψάλας καί τῶν μονῶν Γρηγορίου καί Διονυσίου, κατέληξε -μέ τήν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ Γαλακτίωνος Κατουνακιώτου- στά Καυσοκαλύβια, ἀρχικά, στά 1660, στήν περιοχή τῆς Μεταμορφώσεως (μοναστικό οἰκισμό πού βρισκόταν σέ ὕψωμα, βόρεια τῶν Καυσοκαλυβίων) καί στή συνέχεια, στά 1680, στήν περιοχή τῆς σημερινῆς Σκήτης.

Τό σπήλαιο τοῦ ἁγ. Ἀκακίου. Καλύβη Ἁγ. Ἀκακίου
Τό σπήλαιο πού βρίσκεται στήν ἀνατολική πλευρά τῆς σκήτης σέ ὑψόμετρο 250 μέτρων, γνωστό στίς μέρες μας ὡς Σπήλαιο Ἁγίου Ἀκακίου καί στό ὁποῖο τό πρῶτο μισό τοῦ 14ου αἰ., εἶχε ἀσκηθεῖ ὁ μεγάλος ἁγιορείτης ἡσυχαστής ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης, ἔμελλε νά γίνει ἡ μοναχική παλαίστρα τοῦ ὁσίου Ἀκακίου. Ἐκεῖ, κάτω ἀπό δύσκολες συνθῆκες διαβίωσης, ἀγωνιζόταν μέ θαυμαστό τρόπο, ζώντας μέ ὑπερβολική -κατά τόν βιογράφο του- ἄσκηση. Σύμφωνα μέ τό Βίο, «ἐπειδή ὁ τόπος ἦταν ἄνυδρος, τόν μέν χειμώνα μάζευε βρόχινο νερό σέ μία στάμνα, τό δέ καλοκαίρι, ἐρχόταν ἕνα μικρό σύννεφο πάνω ἀπό τό Σπήλαιο καί ἔβρεχε, μέχρις ὅτου γέμιζε ἡ στάμνα καί τό σύννεφο ἔφευγε πάλι». Συχνές καί σφοδρές ἐπίσης ἦταν καί οἱ ἐπιθέσεις πού δεχόταν ὁ Ὅσιος ἀπό τούς δαίμονες, οἱ ὁποῖοι τόν πείραζαν ποικιλοτρόπως. Ἔτσι ἀγωνιζόμενος ὁ ὅσιος Ἀκάκιος, εἵλκυσε τή χάρη τοῦ Θεοῦ, πού τόν ἀντάμειψε μέ πολλές ἀρετές καί χαρίσματα, ὅπως τό διορατικό καί ἐκεῖνο τῆς νοερᾶς προσευχῆς, καθώς καί θείες ἀποκαλύψεις.


Ἡ φήμη τοῦ διορατικοῦ ἁγίου γέροντος ξέφυγε ἀπό τήν ἐρημική περιοχή τῶν Καυσοκαλυβίων. Ἔτσι ὁ Ὅσιος γίνεται γνωστός τόσο στό ὑπόλοιπο Ἅγιον Ὄρος ὅσο κι ἔξω ἀπ' αὐτό. Πολλοί -ἀνάμεσά τους καί "ἐπώνυμοι", ὅπως ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Χρύσανθος Νοταρᾶς (1707-1730) καί ὁ ρῶσος περιηγητής, μοναχός Βασίλειος Μπάρσκι (1701-1747), πού ἐπισκέφθηκε τόν Ὅσιο στά 1726- εἶναι αὐτοί πού φθάνουν στόν ὅσιο Ἀκάκιο καί φεύγουν ὠφελημένοι τόσο ἀπό τήν ἁγία του ζωή ὅσο κι ἀπό τή διδασκαλία του. Μέ τόν καιρό, ἀρκετοί μονάζοντες συγκεντρώθηκαν γύρω ἀπό τόν ὅσιο Ἀκάκιο, ἐμπιστευόμενοι τή σωτηρία τους στίς θεοπειθεῖς εὐχές του καί στίς πλούσιες ἁγιοπνευματικές ἐμπειρίες του. Ἔτσι, στίς ἀρχές τοῦ 18ου αἰ., ἔχουμε τήν ὀργάνωση ἀπό τόν Ὅσιο τῆς νέας μοναστικῆς αὐτῆς κοινότητας σέ Σκήτη, κατά τά πρότυπα τῆς σκήτης τῆς Ἁγίας Ἄννας. Λίγο ἀργότερα, μέ θαυματουργία τοῦ ἰδίου ἀνέβλυσε καί τό νερό-ἁγίασμα ἀπό τήν μέχρι τότε ἄγονη καί ἄνυδρη γῆ τῶν Καυσοκαλυβίων. Ἡ ὕπαρξη τοῦ νεροῦ συνέβαλε στήν περαιτέρω ἀκμή τῆς Σκήτης, ἡ ὁποία ἀφιερώθηκε ἀπό τόν ἅγιο ἱδρυτή της στήν Ἁγία Τριάδα. Οἱ μέχρι τότε πρόχειρα στημένες καλύβες κτίζονται τώρα πέτρινες, ἐνῶ δημιουργοῦνται οἱ κῆποι, ὁ ὑδρόμυλος καί ἄλλα κοινοφελῆ κτίσματα. Σύντομα κτίζεται καί τό πρῶτο Κυριακό τῆς σκήτης, μέ πρωτοβουλία τοῦ Λαυριώτη προηγουμένου καί σκευοφύλακα Νεοφύτου τοῦ Χίου (+ 1732). Ὁ τελευταῖος μάλιστα ἀξιωματοῦχος κατέστησε καί ἐπίσημα τόν ὅσιο Ἀκάκιο πρῶτο Δικαῖο στή Σκήτη, προσφέροντάς του καί τή σχετική ράβδο.

Ὁ ἅγιος  Άκάκιος. Εικόνα. Καλύβη Ἁγ. Άκακίου
Ὁ ὅσιος Ἀκάκιος κατέχει μία ἀπό τίς δεσπόζουσες θέσεις στό ὑπερχιλιετές ἁγιορειτικό ἁγιολόγιο, ὄχι μόνο λόγω τῆς ἄκρας ἀσκήσεως καί τῶν πολλαπλῶν χαρισμάτων, τῶν πολλῶν θαυμάτων καί τῆς νεοησυχαστικῆς διδασκαλίας του ἤ ἐπειδή ἀναδείχθηκε ἱδρυτής τῆς δεύτερης στή τάξη Σκήτης τοῦ Ἄθω. Ἡ διακονία του στή Ἐκκλησία ὡς ἀλείπτου νεομαρτύρων θεωρεῖται ἀπό ὅλους τούς ἐρευνητές, ἐξίσου σημαντική. Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικό, ὅτι ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, στό Νέο Μαρτυρολόγιό του, ἔχει συμπεριλάβει καί τόν Βίο τοῦ ὁσίου Ἀκακίου, ἄν καί ὁ τελευταῖος δέν εἶχε μαρτυρικό τέλος «... διά τήν ὑπεράνθρωπον Πολιτείαν του καί τούς τρεῖς Ὁσιομάρτυρας ὁποῦ ἔκαμε», ὅπως γράφει ὁ ἴδιος ὁ ὅσιος Νικόδημος. Πρόκειται γιά τούς νέους ὁσιομάρτυρες Ρωμανό (†5 Ἰανουαρίου 1694), Νικόδημο (†10 Ἰουλίου 1722) καί Παχώμιο (†7 Μαῒου 1730), πού μαρτύρησαν γιά τόν Χριστό, ἀφοῦ πρῶτα ἑτοιμάστηκαν καί ἐμψυχώθηκαν ἀπό τόν ὅσιο Ἀκάκιο, ἀσκούμενοι ὡς ὑποτακτικοί του στήν Καλύβη τοῦ Ὁσίου.

Ὁ ἅγ. Άκάκιος. Κέντημα σέ έπιγονάτιο. Καλύβη Ἁγ. Άκακίου
Ἀξιοσημείωτη εἶναι καί ἡ διδασκαλία τοῦ ὁσίου Ἀκακίου. Τήν ἐποχή του, οἱ μοναστηριακές ἀρχές τοῦ Ἁγίου Ὄρους εἶχαν δείξει τήν πρόθεσή τους -πρός ἐλάττωση τῶν ἴδιων φορολογικῶν βαρῶν, πού προέρχονταν τόσο ἀπό τόν κεφαλικό ὅσο καί τόν κτηματικό φόρο- νά ἐπιβάλλουν φόρους στούς ἐκτός τῶν μονῶν ἀσκουμένους ἐξαρτηματικούς ἀδελφούς. Ἐκτός ἀπό τό γογγυσμό τῶν πατέρων τῆς Σκήτης γιά τά παραπάνω, κάποιοι ἐπιπλέον ἰσχυρίζονταν ὅτι ὁ κεφαλικός φόρος εἶναι τό σφράγισμα τοῦ ἀντιχρίστου. Ὁ Ὅσιος, στηρίζοντας τούς πατέρες καί κατ’ ἐπέκταση τούς ὑπόδουλους χριστιανούς στό νά ὑπομείνουν τή δοκιμασία τῆς δυσβάστακτης καί ἄδικης ἐκείνης φορολογίας, ἔλεγε: «Καλότυχος θά εἶναι αὐτός πού πληρώνει ἀγόγγυστα στούς Τούρκους τό χαράτσι καί τά ἄλλα δοσίματα», ἔχοντας κατανοήσει «τό τί ἀγαθά ἔχουν νά ἀπολαύσουν αὐτοί πού ὑπομένουν τόν βαρύτατο ζυγό τῶν ἄθεων τυρράνων γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ» καί «ὅτι θά συμμετέχουν στήν αἰώνια μακαριότητα, μέ τό νά πάσχουν τόσα δεινά, φυλάσσοντας τήν πίστη στόν Χριστό». Δίδασκε ἐπίσης ὅτι δύο σωματικές ἀρετές πρέπει νά καλλιεργεῖ ὁ μοναχός, στόν ἀγώνα του νά νικήσει τά σαρκικά πάθη· τή νηστεία καί τήν ἀγρυπνία. Κάποτε, στήν ἀπορία μαθητή του, πάνω στήν ἀλήθεια τοῦ λόγου τοῦ ὁσίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου πού λέγει, ὅτι ‘‘ἄν ὁ Χριστιανός δέν καταφέρει νά δεῖ τόν Χριστό στήν παρούσα ζωή, ἄς μήν ἐλπίζει νά τόν δεῖ οὔτε στή μέλλουσα’’, ἔλαβε τήν ἀπάντηση: «Ἀλήθεια εἶναι, τέκνο μου, καί μήν ἀμφιβάλλεις στούς λόγους τοῦ Ἁγίου. Κι αὐτό βέβαια διότι, ἄν ὁ Χριστιανός δέν ἀποκτήσει τήν ὅραση τῶν νοερῶν ὀφθαλμῶν, ὥστε νά βλέπει καθαρά τόν Χριστό ἐδῶ, στήν παρούσα ζωή, δέν ὑπάρχει τρόπος οὔτε ἐκεῖ νά τόν δεῖ». Στήν ἐρώτησε πάλι τοῦ μαθητή του, ἄν βλέπει ὁ ἄνθρωπος τόν Χριστό στήν παρούσα ζωή, μέ τά σωματικά ἤ τά νοερά μάτια, ἀπάντησε: «Μέ τά νοερά! Πλήν ὅμως νά ξέρεις, ὅτι ἐκεῖνος πού θά ἀξιωθεῖ αὐτοῦ τοῦ χαρίσματος, ὅταν ἔλθει σέ τέτοιες ἀποκαλύψεις, βλέπει τά νοερά σάν αἰσθητά. Κι αὐτό γιατί ἡ αἴσθηση τῶν σωματικῶν ὀφθαλμῶν μένει τότε τελείως ἀνενέργητη».


Τά ἱερά λείψανα τοῦ ἁγ. Ἀκακίου. Καλύβη Ἁγ. Ἀκακίου.
Ὁ ὅσιος Ἀκάκιος, μετά τήν ἀποδημία γιά τό μαρτύριο τοῦ ὁσιομάρτυρα Παχωμίου, ἀσθένησε καί ἀναχώρησε κι αὐτός γιά τόν Κύριο στίς 12 Ἀπριλίου, Κυριακή τῶν Μυροφόρων τοῦ ἔτους 1730, ἀφοῦ εἶχε προγνωρίσει τόν θάνατό του. Στόν τελευταῖο ἀσπασμό συνέτρεξε πλῆθος μοναχῶν ἀπ’ ὅλο τόν Ἄθω, πού ὅλοι τους θρηνοῦσαν γιά τή στέρησή του. Τόν κατά πλάτος Βίο καθώς καί τήν Ἀκολουθία τοῦ ὁσίου Ἀκακίου συνέταξε μετά τό 1740 ὁ λόγιος ὑποτακτικός του ἱερομόναχος Ἰωνᾶς ὁ Καυσοκαλυβίτης ἀπό τήν Καστανιά τῶν Ἀγράφων († 1765). Ὁ Ἰωνᾶς μάλιστα ἐκπλήρωσε τήν ἐπιθυμία τοῦ Ὁσίου νά ἀνεγερθοῦν τόσο τό νέο Κυριακό τῆς Ἁγίας Τριάδος (1745) ὅσο καί τό παρεκκλήσι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου (1747), μεριμνώντας μάλιστα καί γιά τήν ἱστόρησή τους ἀπό τόν Ἀγραφιώτη ὅσιο ἱερομόναχο Παρθένιο Σκούρτο καί τούς μαθητές του, περί τά 1759. Ἡ μνήμη τοῦ ὁσίου Ἀκακίου ἑορτάζεται πανορθοδόξως στίς 12 Ἀπριλίου. Στήν ἀσκητική ὅμως παλαίστρα του, τό ἱερό Σπήλαιο καί τήν ὁμώνυμη Καλύβη του, ὁ ὅσιος Ἀκάκιος τιμᾶται ἀπό τούς Καυσοκαλυβίτες Πατέρες τήν Κυριακή τῶν Μυροφόρων, μέ ὁλονύκτιο Πανηγυρική Ἀγρυπνία. Στό σεπτό Κυριακό τῆς Σκήτης, φυλάσσεται ἡ ἁγία κάρα τοῦ Ἁγίου, στήν Καλύβη του ἡ κάτω σιαγόνα του, ἐνῶ στή Μεγίστη Λαύρα τό μεγαλύτερο μερος τῶν ἱερῶν λειψάνων του. Στό σπήλαιο τῶν Καυσοκαλυβίων, πού φέρει καί τήν ἐπωνυμία του σώζεται καί ἡ κλινοστρωμνή τοῦ Ὁσίου.


Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ.α΄. Τόν συνάναρχον Λόγον

Πρός Χριστόν τόν Σωτῆρα Πάτερ Ἀκάκιε, σέ πρεσβευτήν καί μεσίτην ἡμεῖς κεκτήμεθα νῦν, συμπαράλαβε τούς τρεῖς Ὁσιομάρτυρας, σούς φοιτητάς τόν Ρωμανόν καί τόν Παχώμιον ὁμοῦ Νικόδημον καί αἰτεῖτε, δωρηθῆναι πλημελημάτων, ἡμῶν τήν λύσιν καί παντοίων δεινῶν.


Βιβλιογραφία

Προσκυνητάριον τῆς Βασιλικῆς καί Σεβασμίας Μονῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ ἐν τῷ Ἄθῳ. Συντεθέν μέν παρά Μακαρίου Κυδωνέως τοῦ ἐκ χώρας Χανίων, τοῦ Τριγώνη, τοῦ καί τῆς αὐτῆς Μονῆς Σκευοφύλακος, τύποις δέ νῦν πρῶτον ἐκδοθέν, ἐπιμελείᾳ καί δαπάνῃ τοῦ Πανοσιωτάτου Κυρίου Σεργίου ἱερομονάχου, τοῦ ἐκ ταύτης τῆς Ἁγίας Λαύρας. Ἐνετίησιν 1772, σ. 49-50. ΣΑΒΒΑΣ ΛΑΥΡΙΩΤΗΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΣ, Προσκυνητάριον τῆς βασιλικῆς καί σεβασμίας μονῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ ἐν τῷ Ἄθῳ, Ἐνετίησιν 1780, σ. 78-79. ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Νέον Μαρτυρολόγιον, Ἀθῆναι 1856, σ. 9 σημ. 1, 286-294. Τοῦ ἰδίου, Ἀκολουθία ἀσματική καί ἐγκώμιον τῶν ὁσίων καί θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν τῶν ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω διαλαμψάντων, Ἑρμούπολις 1847, σ. 80-88. ΕΥΛΟΓΙΟΣ ΚΟΥΡΙΛΑΣ ΛΑΥΡΙΩΤΗΣ, Ἱστορία τοῦ ἀσκητισμοῦ τ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1929, σ. 66-84. Εὐρυτανικόν Λειμωνάριον (ἐπιμέλ. Κ. Βαστάκη πρεσβυτ.), Ἀθήνα 1978. ΒΙΚΤΩΡ ΜΑΤΘΑΙΟΥ, Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τ.Δ΄, ἔκδ. Ε΄. ΓΚΑΛΙΟΣ Ν., Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1993. ΜΗΛΙΤΣΗΣ Γ., Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης, Τρίκαλα 1986. Πανηγυρική Ἀκολουθία Ἁγίου Ἀκακίου Καυσοκαλυβίτου, ἐκδ. Καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου, Ἅγιον Ὄρος 2001. ΠΑΤΑΠΙΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ, Ἅγιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ἀπό τό περιβόλι τῆς Παναγίας στόν κῆπο τοῦ Θεοῦ, ἐκδ. Καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου (σειρά "Ἐρημοπολίτες" ἀρ. 7), Ἅγιον Ὄρος 2001. Ο ΙΔΙΟΣ, Ἰωνᾶς ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ὁ βίος καί τά ἔργα μιᾶς πνευματικῆς μορφῆς τοῦ 18ου αἰ., ἔκδ. Καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου, Ἅγιον Ὄρος 1999. Ο ΙΔΙΟΣ, Ἁγιασμένες μορφές τῶν Καυσοκαλυβίων. Ἀπό τόν ὅσιο Μάξιμο ὥς τό Γέροντα Πορφύριο, ἔκδ. Καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου, Ἅγιον Ὄρος 2008, σ. 65-74. Β V. GRIGOROVIČ BARSKIJ, Πρώτη καί τρίτη περιοδεία εἰς τάς Μονάς καί τάς Σκήτας τοῦ Ἄθω. 1725-1726 (ρωσσιστί), Κίεβο 1877. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Vtoroe poseščeni. Svjatoj Gory [B΄ ἐπίσκεψις εἰς τό Ἁγιώνυμο Ὄρος τοῦ Ἄθω. Ἐντυπώσεις], ἔκδ. Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Παντελεήμονος Ρωσικοῦ, Ἁγία Πετρούπολη 1887. Vtoroe putešestvie po svjatoj gore Afonkoij Arhimandrita, nyne Episkopa, Porfirija Uspenskago v gody 1858, 1859 i 1861, i Opisanie Skitov Afonskih, Μόσχα 1880, σ. 304, 504.

Πέμπτη 23 Μαΐου 2013

ΠΑΝΗΓΥΡΗ ΙΕΡΑΣ ΚΑΛΥΒΗΣ ΑΓ. ΑΚΑΚΙΟΥ. ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ 2

Πανήγυρη ἱερᾶς Καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου 2013.
Φωτογραφικά στιγμιότυπα 2

ΤΑ ΚΟΛΛΥΒΑ ΤΗΣ ΠΑΝΗΓΥΡΕΩΣ ΤΗΣ ΚΑΛΥΒΗΣ ΤΟΥ ΑΓ. ΑΚΑΚΙΟΥ 2013



ΑΠΟ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΠΑΝΗΓΥΡΕΩΣ ΤΗΣ ΚΑΛΥΒΗΣ ΤΟΥ ΑΓ. ΑΚΑΚΙΟΥ 2013

ΧΟΡΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΑΝΗΓΥΡΗ ΤΗΣ ΚΑΛΥΒΗΣ ΤΟΥ ΑΓ. ΑΚΑΚΙΟΥ 2013. ΨΑΛΛΟΥΝ ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΣΑΒΒΑΣ ΚΑΙ ΦΑΝΟΥΡΙΟΣ ΛΑΥΡΙΩΤΕΣ ΚΑΙ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΚΕΛΛΙΟΥ ΑΓ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΒΟΥΛΕΥΤΗΡΙΩΝ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΗ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΤΟΥ ΑΓ. ΑΚΑΚΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΑΝΗΓΥΡΗ ΤΗΣ ΚΑΛΥΒΗΣ ΤΟΥ ΑΓ. ΑΚΑΚΙΟΥ 2013. ΠΡΟΕΞΑΡΧΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΜΕΓΙΣΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ ΑΡΧΙΜ. ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ

Η ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΗΣ ΑΡΤΟΚΛΑΣΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΑΝΗΓΥΡΗ ΤΗΣ ΚΑΛΥΒΗΣ ΤΟΥ ΑΓ. ΑΚΑΚΙΟΥ 2013. Η ΕΥΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΑΡΤΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟ ΤΗΣ ΜΕΓΙΣΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ ΑΡΧΙΜ. ΠΡΟΔΡΟΜΟ, ΤΟΝ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟ  ΝΙΚΟΔΗΜΟ ΝΕΟΣΚΗΤΙΩΤΗ ΚΑΙ ΙΕΡΟΔΙΑΚΟΝΟ ΘΕΟΔΟΣΙΟ ΝΕΟΣΚΗΤΙΩΤΗ


Πέμπτη 12 Απριλίου 2012

ΟΣΙΟΣ ΑΚΑΚΙΟΣ Ο ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ

                                                                                 Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης.
                                   Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στίς 12 Ἀπριλίου

Μία ἀπό τίς μεγάλες ὁσιακές μορφές πού ἐβλάστησαν στό φυτώριο τῶν ἁγίων ἀνδρῶν, τό Ἅγιον
Ὄρος, εἶναι ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Νέος ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ὁ ὅσιος Ἀκάκιος γεννήθηκε στά 1630 στό χωριό Γόλιτζα τῶν Ἀγράφων, πού ἀργότερα, στά 1927, μετονομάστηκε πρός τιμήν του σέ Ἅγιος Ἀκάκιος. Στά 23 του χρόνια, ποθώντας τή μοναχική ζωή, ἀναχωρεῖ ἀπό τήν γενέτειρά του καί γίνεται μεγαλόσχημος μοναχός στή μονή Ἁγίας Τριάδος Σουρβιᾶς, τήν ὁποία εἶχε ἱδρύσει περί τό 1534/5 ὁ ὅσιος Διονύσιος ὁ ἐν Ὀλύμπῳ στήν εὐρύτερη περιοχή τῆς Μακρυνίτσας τοῦ Πηλίου. Ἀργότερα, καθώς εἶχε κλίση περισσότερο στήν ἡσυχαστική ζωή, ἀναχωρεῖ ἀπό τό κοινόβιο γιά τόν ἱερό Ἄθωνα. Κατόπιν περιπλανήσεων στή Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας καί σέ ἡσυχαστήρια τῆς Καψάλας καί τῶν μονῶν Γρηγορίου καί Διονυσίου, κατέληξε -μέ τήν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ Γαλακτίωνος Κατουνακιώτου- στά Καυσοκαλύβια, ἀρχικά, στά 1660, στήν περιοχή τῆς Μεταμορφώσεως (μοναστικό οἰκισμό πού βρισκόταν σέ ὕψωμα, βόρεια τῶν Καυσοκαλυβίων) καί στή συνέχεια, στά 1680, στήν περιοχή τῆς σημερινῆς Σκήτης.

Τό σπήλαιο πού βρίσκεται στήν ἀνατολική πλευρά τῆς σκήτης σέ ὑψόμετρο 250 μέτρων, γνωστό στίς μέρες μας ὡς Σπήλαιο Ἁγίου Ἀκακίου καί στό ὁποῖο τό πρῶτο μισό τοῦ 14ου αἰ., εἶχε ἀσκηθεῖ ὁ μεγάλος ἁγιορείτης ἡσυχαστής ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης, ἔμελλε νά γίνει ἡ μοναχική παλαίστρα τοῦ ὁσίου Ἀκακίου. Ἐκεῖ, κάτω ἀπό δύσκολες συνθῆκες διαβίωσης, ἀγωνιζόταν μέ θαυμαστό τρόπο, ζώντας μέ ὑπερβολική -κατά τόν βιογράφο του- ἄσκηση. Σύμφωνα μέ τό Βίο, «ἐπειδή ὁ τόπος ἦταν ἄνυδρος, τόν μέν χειμώνα μάζευε βρόχινο νερό σέ μία στάμνα, τό δέ καλοκαίρι, ἐρχόταν ἕνα μικρό σύννεφο πάνω ἀπό τό Σπήλαιο καί ἔβρεχε, μέχρις ὅτου γέμιζε ἡ στάμνα καί τό σύννεφο ἔφευγε πάλι». Συχνές καί σφοδρές ἐπίσης ἦταν καί οἱ ἐπιθέσεις πού δεχόταν ὁ Ὅσιος ἀπό τούς δαίμονες, οἱ ὁποῖοι τόν πείραζαν ποικιλοτρόπως. Ἔτσι ἀγωνιζόμενος ὁ ὅσιος Ἀκάκιος, εἵλκυσε τή χάρη τοῦ Θεοῦ, πού τόν ἀντάμειψε μέ πολλές ἀρετές καί χαρίσματα, ὅπως τό διορατικό καί ἐκεῖνο τῆς νοερᾶς προσευχῆς, καθώς καί θείες ἀποκαλύψεις.


Ἡ φήμη τοῦ διορατικοῦ ἁγίου γέροντος ξέφυγε ἀπό τήν ἐρημική περιοχή τῶν Καυσοκαλυβίων. Ἔτσι ὁ Ὅσιος γίνεται γνωστός τόσο στό ὑπόλοιπο Ἅγιον Ὄρος ὅσο κι ἔξω ἀπ' αὐτό. Πολλοί -ἀνάμεσά τους καί "ἐπώνυμοι", ὅπως ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Χρύσανθος Νοταρᾶς (1707-1730) καί ὁ ρῶσος περιηγητής, μοναχός Βασίλειος Μπάρσκι (1701-1747), πού ἐπισκέφθηκε τόν Ὅσιο στά 1726- εἶναι αὐτοί πού φθάνουν στόν ὅσιο Ἀκάκιο καί φεύγουν ὠφελημένοι τόσο ἀπό τήν ἁγία του ζωή ὅσο κι ἀπό τή διδασκαλία του. Μέ τόν καιρό, ἀρκετοί μονάζοντες συγκεντρώθηκαν γύρω ἀπό τόν ὅσιο Ἀκάκιο, ἐμπιστευόμενοι τή σωτηρία τους στίς θεοπειθεῖς εὐχές του καί στίς πλούσιες ἁγιοπνευματικές ἐμπειρίες του. Ἔτσι, στίς ἀρχές τοῦ 18ου αἰ., ἔχουμε τήν ὀργάνωση ἀπό τόν Ὅσιο τῆς νέας μοναστικῆς αὐτῆς κοινότητας σέ Σκήτη, κατά τά πρότυπα τῆς σκήτης τῆς Ἁγίας Ἄννας. Λίγο ἀργότερα, μέ θαυματουργία τοῦ ἰδίου ἀνέβλυσε καί τό νερό-ἁγίασμα ἀπό τήν μέχρι τότε ἄγονη καί ἄνυδρη γῆ τῶν Καυσοκαλυβίων. Ἡ ὕπαρξη τοῦ νεροῦ συνέβαλε στήν περαιτέρω ἀκμή τῆς Σκήτης, ἡ ὁποία ἀφιερώθηκε ἀπό τόν ἅγιο ἱδρυτή της στήν Ἁγία Τριάδα. Οἱ μέχρι τότε πρόχειρα στημένες καλύβες κτίζονται τώρα πέτρινες, ἐνῶ δημιουργοῦνται οἱ κῆποι, ὁ ὑδρόμυλος καί ἄλλα κοινοφελῆ κτίσματα. Σύντομα κτίζεται καί τό πρῶτο Κυριακό τῆς σκήτης, μέ πρωτοβουλία τοῦ Λαυριώτη προηγουμένου καί σκευοφύλακα Νεοφύτου τοῦ Χίου (+ 1732). Ὁ τελευταῖος μάλιστα ἀξιωματοῦχος κατέστησε καί ἐπίσημα τόν ὅσιο Ἀκάκιο πρῶτο Δικαῖο στή Σκήτη, προσφέροντάς του καί τή σχετική ράβδο.

Ὁ ὅσιος Ἀκάκιος κατέχει μία ἀπό τίς δεσπόζουσες θέσεις στό ὑπερχιλιετές ἁγιορειτικό ἁγιολόγιο, ὄχι μόνο λόγω τῆς ἄκρας ἀσκήσεως καί τῶν πολλαπλῶν χαρισμάτων, τῶν πολλῶν θαυμάτων καί τῆς νεοησυχαστικῆς διδασκαλίας του ἤ ἐπειδή ἀναδείχθηκε ἱδρυτής τῆς δεύτερης στή τάξη Σκήτης τοῦ Ἄθω. Ἡ διακονία του στή Ἐκκλησία ὡς ἀλείπτου νεομαρτύρων θεωρεῖται ἀπό ὅλους τούς ἐρευνητές, ἐξίσου σημαντική. Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικό, ὅτι ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, στό Νέο Μαρτυρολόγιό του, ἔχει συμπεριλάβει καί τόν Βίο τοῦ ὁσίου Ἀκακίου, ἄν καί ὁ τελευταῖος δέν εἶχε μαρτυρικό τέλος «... διά τήν ὑπεράνθρωπον Πολιτείαν του καί τούς τρεῖς Ὁσιομάρτυρας ὁποῦ ἔκαμε», ὅπως γράφει ὁ ἴδιος ὁ ὅσιος Νικόδημος. Πρόκειται γιά τούς νέους ὁσιομάρτυρες Ρωμανό (†5 Ἰανουαρίου 1694), Νικόδημο (†10 Ἰουλίου 1722) καί Παχώμιο (†7 Μαῒου 1730), πού μαρτύρησαν γιά τόν Χριστό, ἀφοῦ πρῶτα ἑτοιμάστηκαν καί ἐμψυχώθηκαν ἀπό τόν ὅσιο Ἀκάκιο, ἀσκούμενοι ὡς ὑποτακτικοί του στήν Καλύβη τοῦ Ὁσίου.

Ἀξιοσημείωτη εἶναι καί ἡ διδασκαλία τοῦ ὁσίου Ἀκακίου. Τήν ἐποχή του, οἱ μοναστηριακές ἀρχές τοῦ Ἁγίου Ὄρους εἶχαν δείξει τήν πρόθεσή τους -πρός ἐλάττωση τῶν ἴδιων φορολογικῶν βαρῶν, πού προέρχονταν τόσο ἀπό τόν κεφαλικό ὅσο καί τόν κτηματικό φόρο- νά ἐπιβάλλουν φόρους στούς ἐκτός τῶν μονῶν ἀσκουμένους ἐξαρτηματικούς ἀδελφούς. Ἐκτός ἀπό τό γογγυσμό τῶν πατέρων τῆς Σκήτης γιά τά παραπάνω, κάποιοι ἐπιπλέον ἰσχυρίζονταν ὅτι ὁ κεφαλικός φόρος εἶναι τό σφράγισμα τοῦ ἀντιχρίστου. Ὁ Ὅσιος, στηρίζοντας τούς πατέρες καί κατ’ ἐπέκταση τούς ὑπόδουλους χριστιανούς στό νά ὑπομείνουν τή δοκιμασία τῆς δυσβάστακτης καί ἄδικης ἐκείνης φορολογίας, ἔλεγε: «Καλότυχος θά εἶναι αὐτός πού πληρώνει ἀγόγγυστα στούς Τούρκους τό χαράτσι καί τά ἄλλα δοσίματα», ἔχοντας κατανοήσει «τό τί ἀγαθά ἔχουν νά ἀπολαύσουν αὐτοί πού ὑπομένουν τόν βαρύτατο ζυγό τῶν ἄθεων τυρράνων γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ» καί «ὅτι θά συμμετέχουν στήν αἰώνια μακαριότητα, μέ τό νά πάσχουν τόσα δεινά, φυλάσσοντας τήν πίστη στόν Χριστό». Δίδασκε ἐπίσης ὅτι δύο σωματικές ἀρετές πρέπει νά καλλιεργεῖ ὁ μοναχός, στόν ἀγώνα του νά νικήσει τά σαρκικά πάθη· τή νηστεία καί τήν ἀγρυπνία. Κάποτε, στήν ἀπορία μαθητή του, πάνω στήν ἀλήθεια τοῦ λόγου τοῦ ὁσίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου πού λέγει, ὅτι ‘‘ἄν ὁ Χριστιανός δέν καταφέρει νά δεῖ τόν Χριστό στήν παρούσα ζωή, ἄς μήν ἐλπίζει νά τόν δεῖ οὔτε στή μέλλουσα’’, ἔλαβε τήν ἀπάντηση: «Ἀλήθεια εἶναι, τέκνο μου, καί μήν ἀμφιβάλλεις στούς λόγους τοῦ Ἁγίου. Κι αὐτό βέβαια διότι, ἄν ὁ Χριστιανός δέν ἀποκτήσει τήν ὅραση τῶν νοερῶν ὀφθαλμῶν, ὥστε νά βλέπει καθαρά τόν Χριστό ἐδῶ, στήν παρούσα ζωή, δέν ὑπάρχει τρόπος οὔτε ἐκεῖ νά τόν δεῖ». Στήν ἐρώτησε πάλι τοῦ μαθητή του, ἄν βλέπει ὁ ἄνθρωπος τόν Χριστό στήν παρούσα ζωή, μέ τά σωματικά ἤ τά νοερά μάτια, ἀπάντησε: «Μέ τά νοερά! Πλήν ὅμως νά ξέρεις, ὅτι ἐκεῖνος πού θά ἀξιωθεῖ αὐτοῦ τοῦ χαρίσματος, ὅταν ἔλθει σέ τέτοιες ἀποκαλύψεις, βλέπει τά νοερά σάν αἰσθητά. Κι αὐτό γιατί ἡ αἴσθηση τῶν σωματικῶν ὀφθαλμῶν μένει τότε τελείως ἀνενέργητη».


Ὁ ὅσιος Ἀκάκιος, μετά τήν ἀποδημία γιά τό μαρτύριο τοῦ ὁσιομάρτυρα Παχωμίου, ἀσθένησε καί ἀναχώρησε κι αὐτός γιά τόν Κύριο στίς 12 Ἀπριλίου, Κυριακή τῶν Μυροφόρων τοῦ ἔτους 1730, ἀφοῦ εἶχε προγνωρίσει τόν θάνατό του. Στόν τελευταῖο ἀσπασμό συνέτρεξε πλῆθος μοναχῶν ἀπ’ ὅλο τόν Ἄθω, πού ὅλοι τους θρηνοῦσαν γιά τή στέρησή του. Τόν κατά πλάτος Βίο καθώς καί τήν Ἀκολουθία τοῦ ὁσίου Ἀκακίου συνέταξε μετά τό 1740 ὁ λόγιος ὑποτακτικός του ἱερομόναχος Ἰωνᾶς ὁ Καυσοκαλυβίτης ἀπό τήν Καστανιά τῶν Ἀγράφων († 1765). Ὁ Ἰωνᾶς μάλιστα ἐκπλήρωσε τήν ἐπιθυμία τοῦ Ὁσίου νά ἀνεγερθοῦν τόσο τό νέο Κυριακό τῆς Ἁγίας Τριάδος (1745) ὅσο καί τό παρεκκλήσι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου (1747), μεριμνώντας μάλιστα καί γιά τήν ἱστόρησή τους ἀπό τόν Ἀγραφιώτη ὅσιο ἱερομόναχο Παρθένιο Σκούρτο καί τούς μαθητές του, περί τά 1759. Ἡ μνήμη τοῦ ὁσίου Ἀκακίου ἑορτάζεται πανορθοδόξως στίς 12 Ἀπριλίου. Στήν ἀσκητική ὅμως παλαίστρα του, τό ἱερό Σπήλαιο καί τήν ὁμώνυμη Καλύβη του, ὁ ὅσιος Ἀκάκιος τιμᾶται ἀπό τούς Καυσοκαλυβίτες Πατέρες τήν Κυριακή τῶν Μυροφόρων, μέ ὁλονύκτιο Πανηγυρική Ἀγρυπνία. Στό σεπτό Κυριακό τῆς Σκήτης, φυλάσσεται ἡ ἁγία κάρα τοῦ Ἁγίου, στήν Καλύβη του ἡ κάτω σιαγόνα του, ἐνῶ στή Μεγίστη Λαύρα τό μεγαλύτερο μερος τῶν ἱερῶν λειψάνων του. Στό σπήλαιο τῶν Καυσοκαλυβίων, πού φέρει καί τήν ἐπωνυμία του σώζεται καί ἡ κλινοστρωμνή τοῦ Ὁσίου.


Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ.α΄. Τόν συνάναρχον Λόγον


Πρός Χριστόν τόν Σωτῆρα Πάτερ Ἀκάκιε, σέ πρεσβευτήν καί μεσίτην ἡμεῖς κεκτήμεθα νῦν, συμπαράλαβε τούς τρεῖς Ὁσιομάρτυρας, σούς φοιτητάς τόν Ρωμανόν καί τόν Παχώμιον ὁμοῦ Νικόδημον καί αἰτεῖτε, δωρηθῆναι πλημελημάτων, ἡμῶν τήν λύσιν καί παντοίων δεινῶν.


Βιβλιογραφία

Προσκυνητάριον τῆς Βασιλικῆς καί Σεβασμίας Μονῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ ἐν τῷ Ἄθῳ. Συντεθέν μέν παρά Μακαρίου Κυδωνέως τοῦ ἐκ χώρας Χανίων, τοῦ Τριγώνη, τοῦ καί τῆς αὐτῆς Μονῆς Σκευοφύλακος, τύποις δέ νῦν πρῶτον ἐκδοθέν, ἐπιμελείᾳ καί δαπάνῃ τοῦ Πανοσιωτάτου Κυρίου Σεργίου ἱερομονάχου, τοῦ ἐκ ταύτης τῆς Ἁγίας Λαύρας. Ἐνετίησιν 1772, σ. 49-50. ΣΑΒΒΑΣ ΛΑΥΡΙΩΤΗΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΣ, Προσκυνητάριον τῆς βασιλικῆς καί σεβασμίας μονῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ ἐν τῷ Ἄθῳ, Ἐνετίησιν 1780, σ. 78-79. ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Νέον Μαρτυρολόγιον, Ἀθῆναι 1856, σ. 9 σημ. 1, 286-294. Τοῦ ἰδίου, Ἀκολουθία ἀσματική καί ἐγκώμιον τῶν ὁσίων καί θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν τῶν ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω διαλαμψάντων, Ἑρμούπολις 1847, σ. 80-88. ΕΥΛΟΓΙΟΣ ΚΟΥΡΙΛΑΣ ΛΑΥΡΙΩΤΗΣ, Ἱστορία τοῦ ἀσκητισμοῦ τ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1929, σ. 66-84. Εὐρυτανικόν Λειμωνάριον (ἐπιμέλ. Κ. Βαστάκη πρεσβυτ.), Ἀθήνα 1978. ΒΙΚΤΩΡ ΜΑΤΘΑΙΟΥ, Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τ.Δ΄, ἔκδ. Ε΄. ΓΚΑΛΙΟΣ Ν., Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1993. ΜΗΛΙΤΣΗΣ Γ., Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης, Τρίκαλα 1986. Πανηγυρική Ἀκολουθία Ἁγίου Ἀκακίου Καυσοκαλυβίτου, ἐκδ. Καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου, Ἅγιον Ὄρος 2001. ΠΑΤΑΠΙΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ, Ἅγιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ἀπό τό περιβόλι τῆς Παναγίας στόν κῆπο τοῦ Θεοῦ, ἐκδ. Καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου (σειρά "Ἐρημοπολίτες" ἀρ. 7), Ἅγιον Ὄρος 2001. Ο ΙΔΙΟΣ, Ἰωνᾶς ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ὁ βίος καί τά ἔργα μιᾶς πνευματικῆς μορφῆς τοῦ 18ου αἰ., ἔκδ. Καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου, Ἅγιον Ὄρος 1999. Ο ΙΔΙΟΣ, Ἁγιασμένες μορφές τῶν Καυσοκαλυβίων. Ἀπό τόν ὅσιο Μάξιμο ὥς τό Γέροντα Πορφύριο, ἔκδ. Καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου, Ἅγιον Ὄρος 2008, σ. 65-74. Β V. GRIGOROVIČ BARSKIJ, Πρώτη καί τρίτη περιοδεία εἰς τάς Μονάς καί τάς Σκήτας τοῦ Ἄθω. 1725-1726 (ρωσσιστί), Κίεβο 1877. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Vtoroe poseščeni. Svjatoj Gory [B΄ ἐπίσκεψις εἰς τό Ἁγιώνυμο Ὄρος τοῦ Ἄθω. Ἐντυπώσεις], ἔκδ. Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Παντελεήμονος Ρωσικοῦ, Ἁγία Πετρούπολη 1887. Vtoroe putešestvie po svjatoj gore Afonkoij Arhimandrita, nyne Episkopa, Porfirija Uspenskago v gody 1858, 1859 i 1861, i Opisanie Skitov Afonskih, Μόσχα 1880, σ. 304, 504.

Φωτογραφίες:

1. Ὁ ἅγιος. Άκάκιος. Εικόνα. Καλύβη Ἁγ. Άκακίου.
2. Τό σπήλαιο τοῦ ἁγ. Ἀκακίου. Καλύβη Ἁγ. Ἀκακίου
3. Ὁ ἅγιος. Άκάκιος. Εικόνα. Καλύβη Ἁγ. Άκακίου.
4. Ὁ ἅγ. Άκάκιος. Κέντημα σέ έπιγονάτιο. Καλύβη Ἁγ. Άκακίου
4. Τά ἱερά λείψανα τοῦ ἁγ. Ἀκακίου. Καλύβη Ἁγ. Ἀκακίου.

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012

Ο ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΤΟΥ ΑΓ. ΡΩΜΑΝΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΒΗ ΑΓ. ΑΚΑΚΙΟΥ


















Ὁ ἑορτασμός τῆς μνήμης

τοῦ ὁσιομάρτυρος Ρωμανοῦ τοῦ Καυσοκαλυβίτου,

στήν Καλύβη τοῦ Ἁγ. Ἀκακίου.

Μέ ἀσκητική λιτότητα καί κατάνυξη ἑορτάσθηκε καί φέτος στήν Καλύβη τοῦ Ἁγ. Ἀκακίου, ἡ μνήμη τοῦ ὁσιομάρτυρος Ρωμανοῦ τοῦ Καυσοκαλυβίτου, τοῦ Καρπενησιώτου, ἑνός ἀπό τούς τρεῖς μαθητές-ὁσιομάρτυρες τοῦ ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου. Ἀφοῦ ἀσκήθηκε στήν Καλύβη τοῦ Ἁγ. Ἀκακίου, μαρτύρησε στήν Κωνσταντινούπολη τό 1694, στίς 5 Ἰανουαρίου.




Ἀπολυτίκιον. Ἦχ. δ’. Ὁ ὑψωθείς ἐν τῷ σταυρῷ.


σκητικῶς προγυμνασθείς ἐν τῷ Ἄθῳ, ταῖς Ἀκακίου διδαχαῖς τοῦ ὁσίου, καί ἐξ αὐτοῦ λαβών τήν θείαν βούλησιν, ὑποστῆναι ἔδραμες, μαρτυρίου τάς θλίψεις, ἅμα καί τόν θάνατον, Ρωμανέ καί παρέστης, στεφανηφόρος μάρτυς τῷ Χριστῷ, ὑπέρ ἡμῶν τοῦ πρεσβεύειν πανένδοξε.

Παρασκευή 1 Ιουλίου 2011

Η ΙΕΡΑ ΚΑΛΥΒΗ ΑΓΙΟΥ ΑΚΑΚΙΟΥ ΣΤΑ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΑ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ

Στό ἄκρο τῆς ἱερᾶς χερσονήσου τοῦ οὐρανογείτονος Ἄθω καί κάτω ἀπό τόν Ἄθω· στόν κόσμο καί ἔξω ἀπό τόν κόσμο· ἐκεῖ πού ἡ μεγαλόπρεπη ἀγριότητα τῆς φύσης συναγρυπνεῖ μέ τούς ἀφιερωμένους στόν Θεό ἐρημῖτες, ὑψώνεται τῆς ἡσυχίας ἀκρόπολη, σάν ἱερό Βῆμα στό θεόδμητο ναό τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἡ ἱερά Σκήτη Ἁγίας Τριάδος τῶν Καυσοκαλυβίων.
  Ἡ ἱστορία τῆς σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων συνδέθηκε ἀπό τήν πρώτη στιγμή μέ τό ἀρχαιότερο ἡσυχαστήριό της, τήν Καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου, μιά πού σ’ αὐτήν ἀσκήθηκε ὁ ἱδρυτής τῆς Σκήτης, ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης (1630-1730). Πρῶτος πάντως γνωστός ἀσκητής τῆς περιοχῆς στάθηκε μία ἀπό τίς διαπρεπέστερες πνευματικές φυσιογνωμίες τοῦ ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ· ὁ ἐκ Μικρᾶς Ἀσίας καταγόμενος ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης ( περ. 1365). Ὁ μεγάλος αὐτός διδάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς μέ τά τόσα ὑπερφυσικά χαρίσματα, ζῶντας στήν περιοχή ὡς διά Χριστόν σαλός ἔκαιγε τίς καλύβες πού ὁ ἴδιος κατασκεύαζε, θέλοντας νά ἀποκτήσει τήν ὑψοποιό ταπείνωση. Ἀπό τήν προσωνυμία τοῦ ὁσίου ‘’Καυσοκαλύβης’’,΄πῆρε καί ἡ τοποθεσία τήν ὀνομασία Καυσοκαλύβια.
  Μέ τή σημερινή θεσμοθετημένη μορφή της, ἡ Σκήτη  ἱδρύθηκε στίς ἀρχές τοῦ 18ου αἰώνα ἀπό τόν ὅσιο Ἀκάκιο τόν Καυσοκαλυβίτη.
 Ὁ ὅσιος Ἀκάκιος καταγόταν ἀπό τά Ἄγραφα καί ἔγινε μοναχός στή μονή Ἁγίας Τριάδος Σουρβιᾶς τοῦ Πηλίου. Κατόπιν ἀναχώρησε γιά τό Ἅγιον Ὄρος ὅπου γύρω στά 1660 κατέληξε στήν περιοχή ‘’Μεταμόρφωσις’’ πού βρίσκεται ὑπεράνω τῆς σημερινῆς Σκήτης. καί στήν ὁποία ὑπῆρχε μοναστικός οἰκισμός ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη (14ος αἰ.). Στά 1680 κατέβηκε πρός τή θάλασσα καί κατοίκησε στό Σπήλαιο πού βρίσκεται στήν ἀνατολική πλευρά τῆς Σκήτης καί ὅπου τέσσερεις αἰῶνες πρίν εἶχε ἀσκηθεῖ ὁ ὅσιος Μάξιμος. Παράλληλα ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ἔκτισε μέ τά χέρια του πέτρινο καλυβάκι, γνωστό σἠμερα καί ὡς ‘’ἀρχονταρίκι τοῦ ἁγίου’’, ὅπου ἔκανε τό ἐργόχειρό του (κατασκευή ξύλινων κουταλιῶν) καί στό ὁποῖο ἀργότερα φιλοξενοῦσε ὅσους ἔρχόντουσαν νά τόν συμβουλευθοῦν καί νά πάρουν τήν εὐχή του καί ἔπρεπε κάπου νά διανυκτερεύσουν. Αὐτός ὁ σωζόμενος μέχρι σήμερα οἰκίσκος ἀποτέλεσε τό ἀρχικό κτίσμα τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου.
  Ὁ μικρός ἀλλά τόσο καθαγιασμένος χῶρος τοῦ Σπηλαίου, δέν κατάφερε νά καλύψει τίς μεγαλόφωνες βροντές τῆς ἀρετῆς καί τῆς ἁγιότητας, πού ἦταν καρποί τῆς ἄσκησης τοῦ ἀκοίμητου στήν πνευματική ἐργασία καί ἄγρυπνου στήν τήρηση τῶν θεομίμητων ἐντολῶν, ὁσίου Ἀκακίου. Τά χαρίσματά του ἔγιναν γνωστά, τόσο στό Ἅγιον Ὄρος ὅσο κι ἔξω ἀπ’ αὐτό. Μοναχοί ἀπό παντοῦ ἔφθασαν ἐδῶ καί τέθηκαν ὑπό τήν ὑπακοή τοῦ Ὁσίου, κτίζοντας μικρές καλύβες γύρω ἀπό τήν περιοχή τοῦ Σπηλαίου. Ὅταν ἀργότερα οἱ μοναχοί αὐξήθηκαν σέ ἀριθμό, ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ὀργάνωσε τή μοναστική τους κοινότητα σέ Σκήτη, ὁρίζοντάς του καί Τυπικό πού θά ἀκολουθοῦσε ὁ τρόπος τῆς ζωῆς τους.
  Ἔτσι ἱδρύθηκε ἡ Σκήτη, πού ἀφιερώθηκε στήν Ἁγία Τριάδα. Ἐπειδή τό βρόχινο νερό, μέ τό ὁποῖο ὑδρεύονταν (ἀπό μία στέρνα πού σώζεται στήν τράπεζα τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου) δέν ἐπαρκοῦσε, ὁ Ὅσιος μέ θαῦμα του, ἔβγαλε τό νερό (ἁγίασμα), μέ τό ὁποῖο ὑδρεύεται μέχρι σήμερα ὁλόκληρη ἡ Σκήτη· γεγονός πού ὁδήγησε καί στήν περαιτέρω ἀκμή της.
  Στά 1725 τόν ὅσιο Ἀκάκιο ἐπισκέφθηκε ὁ γνωστός Ρώσος περιηγητής μοναχός Βασίλειος Μπάρσκι. Θά γράψει κατά τή διάρκεια τῆς ἐκεῖ παραμονῆς του στίς σημειώσεις του: «Ἐπισκέφθηκα ἕνα γέροντα, πρῶτο μεταξύ τῶν πατέρων τῆς σκήτης καί διανυκτέρευσα παρ’ αὐτ. Ὀνομάζεται Ἀκάκιος. Τιμᾶται ἀπό τούς μοναχούς τοῦ Ἄθω γιά τήν ἀρετή του καί εἶναι πρῶτος ἀνάμεσα στούς ἀσκητές. Ἄκουσα δέ ὅτι εἶχε προορατικό χάρισμα».Ἕνας χαραγμένος σταυρός πού συνοδεύει τήν ἐπίσης χαραγμένη χρονολογία 1725 προέρχεται πολύ πιθανόν ἀπό τό χέρι τοῦ ρώσου περιηγητῆ, ὁ ὁποῖος συνήθιζε κατά τίς ἐπισκέψεις του σέ διάφορα ἱστορικά μνημεῖα νά ἀφήνει γραπτές ἤ ἐγχάρακτες ἐνθυμήσεις.
Τόν ὅσιο Ἀκάκιο ἐπισκέφθηκε καί φιλοξενήθηκε ἀπ’ αὐτόν στήν Καλύβη του καί ὁ πατριάρχης Ἱεροσολύμων Χρύσανθος (1707-1730). Ὁ διαπρεπής αὐτός ἱεράρχης, ἀκούγοντας γιά τίς ἀρετές καί τά χαρίσματα τοῦ Ὁσίου καί ἀμφιβάλλοντας, ἦλθε ἐξεπίτηδες νά διαπιστώσει ἐάν αὐτά ἰσχύουν. «Καί μείνας παρά τῷ Ὁσίῳ καί διά πείρας γνούς τήν ἀλήθειαν, ὑπέστρεψεν κῆρυξ μεγαλόφωνος», λέγοντας: «Εἶδον ἄλλον Ἠλίαν καί Ἰωάννην τόν Βαπτιστήν· εἶδον περισσότερον τῆς ἀκοῆς» (μαρτυρία τοῦ Θεοδώρητου Λαυριώτη τοῦ ἐξ Ἰωαννίνων, πού διασώθηκε στό βιβλίο τοῦ Πορφυρίου Οὐσπένσκι, Α’ Περιοδεία στίς μονές καί τίς σκῆτες τοῦ Ἄθω, Μόσχα 1880). 
  Ἀργότερα, ὁ σκευοφύλακας τῆς Λαύρας προηγούμενος Σάββας μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἡ Σκήτη «ἐμεγαλύνθη καί ηὔξησεν ἀπό ἕναν Ἀκάκιον, ἀσκητήν προκομμένον καί εἰς τά ψυχικά τέλειον, ὅστις ἀσκήτευεν ἐκεῖ τώρα εἰς τούς καιρούς μας, ἤγουν εἰς τούς ᾳψκ’ (1730), μέ μεγάλην ἄσκησιν ὁ τρισόλβιος ... Εἰς δέ τό γῆρας του ἔκτισε μικράν καλύβην. Λαβοῦσα λοιπόν τήν ἀρχήν καί αὔξησιν ἡ σκήτη αὐτή ἀπό τόν εὐλογημένον αὐτόν, ἡμέρᾳ τ ἡμέρᾳ ὅλον αὐξάνει...» (Προσκυνητάριον   Μεγίστης Λαύρας, Βενετία 1772). 
Τή θαυμαστή πολιτεία τοῦ ὁσίου Ἀκακίου μιμήθηκαν σέ ὅλα τρεῖς κυρίως ἀπό τούς μαθητές του, πού ἀσκήθηκαν ἐπί χρόνια ὡς ὑποτακτικοί του στήν καλύβη του καί οἱ ὁποῖοι ἀργότερα ὁμολόγησαν τήν πίστη τους στόν Χριστό, ἀφοῦ προετοιμάστηκαν πνευματικά ἀπό τόν Ὅσιο. Πρόκειται γιά τόν ὁσιομάρτυρα Ρωμανό ἀπό τά Ἄγραφα, πού μαρτύρησε στήν Κωνσταντινούπολη στά 1694 (5 Ἰανουαρίου), τόν ὁσιομάρτυρα Νικόδημο ἀπό τή Βόρειο Ἤπειρο, πού μαρτύρησε στό Μπεράτι τῆς Ἀλβανίας στά 1722 (11 Ἰουλίου) καί τόν ὁσιομάρτυρα Παχώμιο, ὁμογενή ἀπό τήν Κάτω Ρωσία, πού μαρτύρησε στή Μικρά Ἀσία στά 1730 (7 Μαΐου, τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Σωτῆρος). 
Τό μαρτύριό τους ὅπως καί πολλῶν ἄλλων Νεομαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας μας, συνέταξε ὁ λόγιος ἱερομόναχος Ἰωνᾶς ὁ Καυσοκαλυβίτης ( 1765), τελευταῖος ὑποτακτικός τοῦ ὁσίου Ἀκακίου, βιογράφος καί ὑμνογράφος του, ἀπό τίς σημαντικότερες πνευματικές ἁγιορείτικες μορφές κατά τόν 18ο αἰ. Ὁ παπα-Ἰωνᾶς διαδέχθηκε τόν ὅσιο Ἀκάκιο τόσο στή γεροντία τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου ὅσο καί στό Δικαιᾶτο τῆς Σκήτης. Κατόπιν ἐπιθυμίας τοῦ ὁσίου Ἀκακίου ὁ παπα-Ἰωνᾶς ἔκτισε τό σημερινό Κυριακό τῆς σκήτης (1745) καί τό παρεκκλήσι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου (1747). Φρόντισε μάλιστα καί γιά τήν ἁγιογράφηση καί διακόσμηση τῶν δύο ναῶν (τρίτο τέταρτο 18ου αἰ.). Μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ Καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου ἐκτός ἀπό ἁγιοτόκος κατέστη καί ἡ κτιτορική καλύβη τῆς Σκήτης καθώς σ’ αὐτήν ἔζησαν τόσο ὁ ἱδρυτής της ὅσο καί ὁ κτίτορας τοῦ Κυριακοῦ ναοῦ της.
  Ἄλλοι χαρισματοῦχοι Γέροντες τῆς Καλύβης ἦσαν ὁ ἱερομόναχος Πελάγιος ( 1788), ἀνακαινιστής καί ἡγούμενος τῆς μονῆς Προυσοῦ Εὐρυτανίας, ὁ γέρων Γεδεών ( 1896) καί ὁ σύγχρονος γέρων Ἱερόθεος ( μέσα 20οῦ αἰ.).
Σήμερα, στή εἴσοδο τοῦ εἰκοστοῦ πρώτου αἰώνα, ἡ Καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου μέ τή χάρη τῆς Ἁγίας Τριάδος, τίς πρεσβεῖες τῆς Κυρίας Θεοτόκου, στήν ὁποία ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ἀφιέρωσε τό ναό, καθώς καί τῶν ἁγίων Μαξίμου, Ἀκακίου, Ρωμανοῦ, Νικοδήμου καί Παχωμίου, διανύει ἤδη τόν  τέταρτο αἰώνα τῆς ἱστορίας της. Ἀνακαινισμένη πλήρως κτιριακῶς σήμερα ἐκ βάθρων, προσπαθεῖ νά ἐκπληρώσει τή διπλή ἀποστολή της: ὡς τόπος μετανοίας, ἄσκησης καί ὀρθῆς βίωσης τῆς μοναχικῆς ζωῆς καί ὡς ἱερό Προσκύνημα τῶν χώρων στούς ὁποίους ἀσκήθηκαν οἱ παραπάνω Ἅγιοι. Στό ἁγιοτόκο αὐτό ἡσυχαστήριο ὁ προσκυνητής ἔχει τή δυνατότητα νά ἐπισκεφθεῖ τά ἑξῆς:
α) Τό ἱερό Σπήλαιο τῶν ὁσίων Μαξίμου καί Ἀκακίου, πού εἶναι καί ὁ γενέθλιος τόπος τῆς Σκήτης καί ὅπου φυλάσσεται ὡς κειμήλιο τμῆμα τῆς κλινοστρωμνῆς τοῦ ὁσίου Ἀκακίου.
β) Τό περικαλλές καί κατανυκτικό παρεκκλήσι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Κτισμένο στά 1747 στήν κορυφή τοῦ βράχου τοῦ Σπηλαίου, εἶναι τό ἀρχαιότερο σωζόμενο παρεκκλήσι τῆς Σκήτης. Ὁ ναός, θαυμαστό μνημεῖο ἐκκλησιαστικῆς τέχνης, πλήρως ἀνακαινισμένος στίς μέρες μας (μετά τήν καταστροφή του ἀπό πυρκαϊά τό 1988 ἀλλά καί τίς καθιζήσεις ἐδαφῶν), κοσμεῖται ἀπό ξυλόγλυπτο περίτεχνο τέμπλο, φιλντισένια καί σεντεφένια προσκυνητάρια, ἐξαίρετες φορητές εἰκόνες, ἄλλα ἀφιερώματα καί ἱερά λείψανα.
  Στήν ὑπέρθυρη κόγχη τῆς εἰσόδου τοῦ ναοῦ εἶναι ἱστορημένη ἡ περίβλεπτος τοιχογραφία τῆς Θεοτόκου βρεφοκρατοῦσας. Γιά τήν εἰκόνα αὐτή καί γενικότερα γιά τόν ἀρχαῖο αὐτό ναό, ὁ ἐκ Σκοπέλου ἁγιορείτης λόγιος μοναχός Καισάριος Δαπόντες ( 1784) συνέθεσε τό ἑξῆς ἐπίγραμμμα: 
 «Καί ζω­γρα­φία θαυ­μα­στή ἄλ­λην παρά κα­μμίαν
 καί Πα­να­γία θαυ­μα­στή ὑ­πέρ τήν ζω­γρα­φίαν.
 Μα­κά­ριος εἶ Ἰ­ωνᾶ, διά τήν ἐκ­κλη­σίαν,
 μα­κά­ριος εἶ ἀ­δελφέ, διά τήν ζω­γρα­φίαν.
 Ἀλλά μα­κα­ρι­ώ­τε­ρος διά τήν μα­κα­ρίαν
 ταύ­την καί ἀ­ξι­ά­γα­στον εἰ­κόνα τήν ἁ­γίαν».
  Προχωρῶντας στό ἐσωτερικό τοῦ ναοῦ παρατηροῦμε ὅτι αὐτός εἶναι κατάγραφος ἀπό τοιχογραφίες τοῦ ἔτους 1759, δημιουργία τοῦ ἐργαστηρίου τοῦ ἱερομονάχου Παρθενίου τοῦ ἐξ Ἀγράφων τοῦ Σκούρτου, πού ἱστόρησε ἐπίσης καί τό Κυριακό τῆς Σκήτης. Διαβάζουμε στήν κτι­το­ρι­κή ἐ­πι­γρα­φή πού βρί­σκε­ται στό δυ­τι­κό πλά­γι­ο το­ί­χω­μα τοῦ βο­ρει­νοῦ πα­ρα­θύ­ρου τοῦ ναοῦ (ἐσωτερικά):
 « Ἰ­δοῦ πά­τερ ἤ­νη­σα τήν ἐ­ντο­λήν σου καί ἀ­νή­γει­ρα τοῦ­τον τόν θεῖ­ον δό­μον θε­ί­ᾳ συ­νάρ­σει, εἰς δό­ξαν τῆς πα­νά­γνου, καί ἐ­κό­σμη­σα σε­πτῶν ἐ­κτυ­πω­μά­των, ὡς μ' ὑ­πέ­τα­ξας ὅ­ταν ἐν σοί προ­σῆλ­θον· καί ἀ­πέ­δει­ξας πνευ­μα­τι­κόν σου τέ­κνον καί ἐ­νέ­δυ­σας σχῆ­μα τῶν μο­νο­τρό­πων. Δέομαι το­ί­νυν μή πα­ύ­σῃ προ­στα­τε­ύ­ειν, σύν τῷ ρω­μα­νῷ καί κλει­νῷ πα­χω­μί­ῳ καί τοῖς σύν αὐ­τοῖς μάρ­τυ­σι καί ὁ­σί­οις, ὅ­πως ἐν τέ­λει ἀ­νύ­σω θε­α­ρέ­στῳ καί ἀ­ξι­ω­θῶ τῆς ὑ­μῶν ξυ­ναυ­λί­ας, θε­ί­ῳ ἐ­λέ­ει ταῖς ὑ­μῶν ἱ­κε­σί­αις αἰ­ῶ­νας εἰς ἅ­πα­ντας οὐ με­τρου­μέ­νους. Τλή­μων ἰ­ω­νᾶς, αἰ­τω­λός ῥα­κεν­δύ­της, τῷ χιλιοστῷ ἑπτακοσιοστ πε­ντη­κο­στῷ ἐν­νά­τῳ ἔ­τει τῷ σωτηρί­ῳ μη­νί Ἰ­ου­λί­ῳ τε ἐ­τε­λει­ώ­θη».
Ἡ μεταβυζαντινή τέ­χνη τοῦ ζω­γρά­φου καί τοῦ συνεργε­ί­ου του πού ἱ­στό­ρη­σαν τό πε­ρι­καλ­λές αὐ­τό πα­ρεκ­κλή­σι, ἐ­ντάσ­σε­ται στό ἀ­να­νε­ω­τι­κό καλ­λι­τε­χνι­κό ρεῦ­μα, κα­θα­ρά ἁ­γι­ο­ρε­ί­τι­κο, πού ἐμ­φα­νί­ζε­ται τό πρῶ­το τέ­ταρ­το τοῦ 18ου αἰ. καί προ­τε­ί­νει τήν ἐ­πι­στρο­φή καί ἀ­ντι­γρα­φή τῶν πα­λαι­ό­τε­ρων προ­τύ­πων τῆς τέ­χνης τῆς ἐ­πο­χῆς τῶν Πα­λαι­ο­λό­γων καί κυ­ρί­ως τῆς συμ­βα­τι­κά λε­γό­με­νης "Μα­κε­δο­νι­κῆς" Σχο­λῆς, σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τοῦ ἱερομονάχου Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ ( περ. 1746), τοῦ ὁποίου ἄλλωστε ἔργα ὑπάρχουν στά Καυσοκαλύβια. Ἀνάμεσα στίς τοιχογραφίες ξεχωρίζουν ἡ παράσταση τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καί τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου, μία ἐντυπωσιακή σύνθεση μέ τό ‘’Ὄραμα τοῦ ἁγίου Ἀκακίου’’, ὅπου εἰκονίζονται ὁ ὅσιος Ἀκάκιος καί οἱ ὁσιομάρτυρες Ρωμανός καί Παχώμιος καθώς καί ἡ μέ ἔντονο δογματικό καί ἀντιαιρετικό περιεχόμενο σύνθεση μέ τόν ἅγιο Μᾶρκο τόν Εὐγενικό ἐπίσκοπο Ἐφέσου, ὑπέρμαχο τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀπό τίς φορητές εἰκόνες ξεχωρίζουν ἡ ‘’Σύναξις τῶν ἐν τ Καυσοκαλυβίῳ Ὅσίων’’, ‘’Ὁ Ὁσιομάρτυς Ρωμανός’’, ‘’Ὁ ὁσιομάρτυς Παχώμιος [ὁ ὁποῖος] πρό τοῦ μαρτυρίου ἀπερχόμενος λαμβάνει τήν εὐχή τοῦ ὁσίου Ἀκακίου’’ καί ‘’Ὁ Ἅγιος Χαράλαμπος ὁ Ταχύς Βοηθός’’, ὅλες ἔργα τῶν μέσων τοῦ 18ου αἰ.
   Ἡ τελευταία αὐτή, μικρή μέν ἀλλά ἐφέστιος γιά τήν Καλύβη ἱερά εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, ὀφείλει τήν ἱστόρησή της στό ἑξῆς θαυμαστό γεγονός: Μετά τήν ἀ­να­κο­μιδή τῶν λει­ψά­νων τοῦ ὁ­σίου Ἀ­κα­κίου στά 1733, τά ὁποῖα βρέ­θη­καν ἐκ­πέμ­ποντα ἄρ­ρητη εὐ­ω­δία καί ἐμ­φα­νί­ζοντα πε­ρι­φανῆ στοι­χεῖα ἁ­γι­ό­τη­τας κα­τα­ξι­ω­μέ­νης τόσο στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος ὅσο καί στή Με­γάλη τοῦ Χρι­στοῦ Ἐκ­κλη­σία, ὁ παπα-Ἰ­ω­νᾶς τα­ξί­δεψε στήν Κων­σταν­τι­νού­πολη ἀφενός μέν γιά νά διακονήσει -κατόπιν πρόσκλησης τοῦ Πατριαρχείου- ὡς πνευματικός καί ἀφετέρου γιά νά φροντίσει νά βρεῖ οἰκονομικούς πόρους, ὥ­στε νά κτι­σθοῦν τόσο τό Κυ­ρι­ακό τῆς σκή­της ὅσο καί ὁ ναός τῆς Κα­λύ­βης του. Ἐ­κείνη ὅ­μως τήν ἐ­ποχή συ­νέ­πεσε νά ἔ­χει ἐ­πι­πέ­σει φο­βε­ρός καί θα­να­τη­φό­ρος λοι­μός στήν Πόλη, ὁ­δη­γῶν­τας στό θά­νατο χι­λι­ά­δες ἀπό τούς κα­τοί­κους της. Ἀ­κόμη καί ὁ ἴ­διος ὁ παπα-Ἰ­ω­νᾶς προ­σβλή­θηκε ἀπό τήν ἐ­πά­ρατη γιά τήν ἐ­ποχή ἐ­κείνη νόσο. Προ­σευ­χή­θηκε τότε στό γέ­ροντά του ὅ­σιο Ἀ­κά­κιο ἀλλά καί στόν ἅ­γιο Χα­ρά­λαμπο, τοῦ ὁ­ποίου τά θαύ­ματα τά σχε­τικά μέ τήν πα­νώλη ἦ­ταν πολλά. Τότε τοῦ πα­ρου­σι­ά­σθηκε σέ ὅ­ραμα ὁ ἅ­γιος Χα­ρά­λαμ­πος, ὁ ὁ­ποῖος τόν δι­α­βε­βαί­ωσε ὅτι ὄχι μόνο ὁ ἴ­διος θά θε­ρα­πευ­θεῖ ἀλλά καί ὁ πι­στός λαός θά λυ­τρω­θεῖ ἀπό τή φο­βερή αὐτή μά­στιγα.
  Τό θαῦμα ἔ­γινε καί τό γε­γο­νός ἔ­γινε γρή­γορα γνω­στό ἀπό τόν κύ­κλο τῶν πνευ­μα­τι­κῶν παι­διῶν, πού πε­ρι­έ­βα­λλαν τόν παπα-Ἰ­ωνᾶ, καί οἱ ὁ­ποῖοι ὡς αὐ­τό­πτες τῆς θε­ρα­πείας του δι­έ­δω­σαν στήν πόλη τό θαῦμα. Τότε πρός δό­ξαν Θεοῦ καί σέ ἔνδειξη εὐ­γνω­μο­σύ­νης πρός τόν Καυ­σο­κα­λυ­βίτη πνευ­μα­τικό, οἱ πι­στοί δι­ε­νήρ­γη­σαν ἔ­ρανο σ’ ὅλη τήν πόλη, διά τοῦ ὁ­ποίου ὁ παπα-Ἰ­ω­νᾶς, πρα­γμα­το­ποι­ῶν­τας τήν ἐν­τολή τοῦ γέ­ροντά του, ἔ­κτισε τούς δύο προ­α­να­φερ­θέν­τες να­ούς.
  Σέ ἀ­νά­μνηση μά­λι­στα τοῦ πα­ρα­πάνω θαύ­μα­τος, ὁ παπα-Ἰ­ω­νᾶς πα­ρήγ­γειλε σέ ἁ­γι­ο­γράφο εἰ­κόνα τοῦ ἁ­γίου Χα­ρα­λάμ­πους, πού σώ­ζε­ται καί σή­μερα ὡς κει­μή­λιο στήν Κα­λύβη τοῦ Ἁ­γίου Ἀ­κα­κίου. Στή μι­κρή ἀλλά ἐ­φέ­στιο αὐτή εἰ­κόνα, εἰ­κο­νί­ζε­ται στή μέση ὁ θαυ­μα­τουρ­γός Ἅ­γιος, φέ­ρον­τας τήν ἐ­πι­γραφή «Ὁ τα­χύς βο­η­θός», ἐνῶ κάτω δε­ξιά πα­ρι­στά­νε­ται γο­να­τι­στός ὁ Ἰ­ω­νᾶς, μέ μο­να­χική πε­ρι­βολή. Στά ἀ­ρι­στερά τῆς σύν­θε­σης εἰ­κο­νί­ζε­ται ἡ πα­νώλη, μέ τή μορφή μέ­λα­νος δαί­μο­νος, πού ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται πα­νι­κο­βλη­μέ­νος. Ἰ­δι­αί­τερα ση­μαν­τική εἶ­ναι καί ἡ ἐ­πι­γραφή, πού ἀ­πο­δί­δει λόγο τοῦ ἁ­γίου Χα­ρα­λάμ­πους: «Ἐκ τῆς λοι­μι­κῆς Ἰ­ω­νᾶ ἐ­ρρυ­σά­μην / προσ­δρα­μῶντα μοι πόθῳ καί προ­θυ­μίᾳ», πού πιό ἁ­πλο­ϊκά ση­μαί­νει ὅτι: «Ἀπό τήν νόσο τοῦ λοι­μοῦ ἐ­γλύ­τωσα τόν Ἰ­ωνᾶ, ὅ­ταν ἐ­κεῖ­νος κατέφυγε σέ μένα, μέ πόθο καί προ­θυ­μία».
  Στό ναό τῆς Καλύβης φυλάσσονται τμήματα τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ὁσίου Ἀκακίου (κάτω σιαγόνα, ὀδόντες κ.ἄ) ἐκπέμποντα ἄρρητη εὐωδία, πού αἰσθητοποιεῖ τή χάρη καί τήν εὐλογία τοῦ Ὁσίου πρός ὅσους μετά ἀπό τόσο κόπο προσέρχονται νά προσκυνήσουν στό ἱερό Σπήλαιο καί τό ναό τῆς Παναγίας καί νά ζητήσουν τίς πρεσβεῖες τοῦ Ὁσίου. Φυλάσσονται ἐπίσης τμήματα τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ ὁσιομάρτυρα Παχωμίου, ἑνός ἀπό τούς Ἁγίους τῆς Καλύβης.
γ) Ὁ προσκυνητής μπορεῖ ἐπίσης νά δεῖ τό ‘’ἀρχονταρίκι’’ τοῦ ὁσίου Ἀκακίου καθώς καί τήν ἀρχαῖα στέρνα στήν ὁποία ὁ Ὅσιος συγκέντρωνε τό βρόχινο νερό, πρίν τό θαῦμα τοῦ ἁγιάσματος.
 Στήν πλούσια βιβλιοθήκη τῆς Καλύβης φυλάσσονται χειρόγραφα καί ἔντυπα βιβλία, τόσο παλαιά ὅσο καί σύγχρονα, παλαιές χαλκογραφίες κ.ἄ.
  Στήν ἀνακαινισμένη σήμερα Καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου καλλιεργοῦνται μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ἡ ἱερή τέχνη τῆς ἁγιογράφησης ἱερῶν εἰκόνων, ἡ παρασκευή καί διακόσμηση κολλύβων καθώς καί ἡ συγγραφή καί ἔκδοση βιβλίων πού προβάλλουν, μέσα ἀπό τήν ἐπιστημονική μελέτη τῶν πηγῶν, τούς Ἁγίους, τήν πνευματικότητα, τήν ἱστορία καθώς καί τή μεταβυζαντινή τέχνη τόσο τῆς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων ὅσο καί τοῦ Ἁγίου Ὄρους γενικότερα.
  Ἡ Καλύβη πανηγυρίζει ἐπίσημα τή μνήμη τοῦ ἁγίου κτίτορά της ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, κατά τήν Κυριακή τῶν Μυροφόρων, μέ ὁλονύκτιο ἀγρυπνία. Μέ ἰδιαίτερο ἐπίσης τρόπο τιμᾶται ἡ ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καθώς καί οἱ μνήμες τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη καί τῶν ὁσιομαρτύρων Ρωμανοῦ, Νικοδήμου καί Παχωμίου.
  Στούς εὐλαβεῖς προσκυνητές πού ὄχι χωρίς κόπο φθάνουν ἐδῶ, στά πάντερπνα Καυσοκαλύβια καί στήν ἁγιοτόκο καί ἱστορική Καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου, εὐχόμαστε ὁ Κύριος, μέ τίς πρεσβεῖες τοῦ ὁσίου Ἀκακίου καί τῶν σύν αὐτ, νά ἀνταποδίδει πλούσια τήν θεία χάρη Του.

Πέμπτη 19 Μαΐου 2011

7 ΜΑΙΟΥ. ΜΝΗΜΗ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΠΑΧΩΜΙΟΥ




Ὁ ὁσιομάρτυς Παχώμιος ὁ Ρώσος ὁ Καυσοκαλυβίτης
(† 7 Μαΐου 1730)


ὁσιομάρτυς Παχώμιος, πού στάθηκε ὁ τελευταῖος ἀπό τούς τρεῖς ὑποτακτικούς τοῦ Καυσοκαλυβίτη ἀλείπτη νεομαρτύρων ὁσίου Ἀκακίου, γεννήθηκε γύρω στά 1670 στήν κάτω Ρωσία ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς πού κατά τή βάπτισή του τοῦ ἔδωσαν τό ὄνομα Προκόπιος. Σέ ἡλικία 15 περίπου ἐτῶν αἰχμαλωτίστηκε ἀπό Τατάρους ἐπιδρομεῖς, κατά τή διάρκεια τοῦ Μεγάλου Ρωσοτουρκικοῦ πολέμου, ἐπί τσάρου Πέτρου τοῦ Α΄ τοῦ Μεγάλου (1672-1725) καί πουλήθηκε σέ Τοῦρκο, ὁ ὁποῖος τόν μετέφερε στήν πατρίδα του, τό Οὐσάκι τῆς περιοχῆς τῆς Φιλαδελφείας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἐκεῖ τό ἀφεντικό του τοῦ ἔμαθε τήν τέχνη τῆς βυρσοδεψίας, ἐνῶ παράλληλα, χρησιμοποιώντας βασανιστήρια καί παντοειδεῖς στερήσεις, τόν πίεζε νά ἀλλαξοπιστήσει. Εἰκοσιεπτά χρόνια αἰχμαλωσίας ὑπέμεινε ὁ Προκόπιος γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, σταθερός καί ἀκλόνητος στήν εὐσέβεια, ὥσπου στό τέλος ὁ ἀφέντης του βλέποντας καί θαυμάζοντας τήν πίστη του, τοῦ χάρισε τήν ἐλευθερία του.
Ὅμως, λίγο πρίν ἀναχωρήσει ἀσθένησε. Τότε, ἐκμεταλευόμενοι τό γεγονός αὐτό γνωστοί του Τούρκοι πού τόν ἐπισκέφθηκαν, διέδοσαν ψευδῶς ὅτι ἀρνήθηκε τόν Χριστό καί θέλησε νά γίνει Τοῦρκος καί γι’ αὐτό τοῦ φόρεσαν τούρκικα φορέματα. Μόλις ὅμως ὁ Προκόπιος συνῆλθε ἀπό τήν ἀσθένειά του, ἔβγαλε τά ροῦχα αὐτά καί ἀνεχώρησε γιά τή χώρα τῆς μετανοίας, τό Ἅγιον Ὄρος, γύρω στά 1712.
Στή Νέα Σκήτη τῆς μονῆς Ἁγίου Παύλου, ὅπου ἀρχικά ἐγκαταστάθηκε, ὑποτάχθηκε στόν πνευματικό Ἰωσήφ, πού ἀσκεῖτο σέ ἡσυχαστήριο, στοῦ ὁποίου τήν τοποθεσία, ἀργότερα, τό 1802, ἱδρύθηκε ἡ Καλύβη Ζωοδόχου Πηγῆς ἀπό τόν μητροπολίτη Λακεδαιμονίας Θεοφάνη (+ 1805). Ὁ πνευματικός Ἰωσήφ τόν ἔκειρε σύντομα μοναχό δίνοντάς του τό ὄνομα Παχώμιος. Μετά ἀπό 12 χρόνια ἀσκήσεως ἀναχωρεῖ ἀπό τή Νέα Σκήτη γιά τά Καυσοκαλύβια, γύρω στά 1724, ὅπου ὑποτάχθηκε ἐπί 6 χρόνια στόν ἅγιο ἱδρυτή τῆς Σκήτης Ἁγίας Τριάδος, ὅσιο Ἀκάκιο τόν Καυσοκαλυβίτη.
Στά Καυσοκαλύβια, μέ τίς εὐχές καί νουθεσίες τοῦ Ὁσίου καί μέ τόν ἀπερίγραπτο –σύμφωνα μέ τό Βίο του- πνευματικό ἀγῶνα, ἔγινε τύπος καί παράδειγμα τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Ἀγωνιώντας ὅμως μήπως κατά τόν καιρό τῆς ἀσθενείας του στό Οὐσάκι εἶχε πράγματι βγεῖ ἀπό τό στόμα του ἄθελά του ἐκεῖνος ὁ λόγος τῆς ἀρνήσεως τοῦ Χριστοῦ, ἔστω κι ἄν αὐτός θά εἶχε εἰπωθεῖ ἀσυναίσθητα καί χωρίς τόν ἔλεγχο τῆς βουλήσεώς του, ἄρχισε νά ἐπιθυμεῖ σφόδρα τό μαρτύριο.
Φανερώνοντας ὅμως τούς λογισμούς του αὐτούς ὡς καλός ὑποτακτικός στό Γέροντά του, ἄκουσε ἀπό τόν Ὅσιο πολλούς ὀνειδισμούς καί δέχτηκε αὐστηρές ἐπιπλήξεις, θέλοντας μέ τόν τρόπο αὐτό νά φανερωθεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Διότι ἀπό τήν μεγάλη πνευματική του πείρα ὅ ὅσιο Ἀκάκιος γνώριζε, ὅτι τέτοιοι λογισμοί πολλές φορές εἶναι καρπός διάμοιας ὑπερήφανης καί ὄχι ἔκχύλισμα θείου ἔρωτα.
Ἀλλ’ ἐπειδή οἱ παραπάνω λογισμοί παρέμεναν στήν καρδιά του Παχωμίου αὐξανόμενοι μέρα μέ τή μέρα καί μετά ἀπό τή διαπίστωση τόσο τοῦ ὁσίου Ἀκακίου ὅσο καί ἄλλων πνευματικῶν πατέρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὅτι ὁ πόθος τοῦ Παχωμίου γιά τό μαρτύριο ἦταν κατά Θεόν, ἀποφασίστηκε ἡ ἀναχώρησή του γιά τόν τόπο τῆς ὁμολογίας του. Συνοδίτης στή μαρτυρική του πορεία ἦταν ὁ πρῶτος του Γέροντας ἱερομόναχος Ἰωσήφ Νεοσκητιώτης. Ὅταν ἔφθασαν μέσω Σμύρνης στό Οὐσάκι, ὁ μέν πνευματικός κατέλυσε σ’ ἕνα κοινό πανδοχεῖο, ὁ δέ Παχώμιος, ἀφοῦ πρῶτα ἐπισκέφθηκε τήν οἰκία τοῦ πρώην ἀφέντη του, κατέληξε στό παζάρι ὅπου καί τόν ἀναγνώρισαν γνωστοί του Ἀγαρηνοί. Αὐτοί, φοβούμενοι μήπως ἦρθε γιά νά ξαναβρεῖ τήν περιουσία του, τόν ἄρπαξαν καί τόν ἔσυραν στό δικαστήριο τοῦ τόπου, δέρνοντας καί ὑβρίζοντάς τον καθ’ ὁδόν. Ἐκεῖ, ἀφοῦ κατηγορήθηκε ὅτι ἀπό Μουσουλμάνος ξανάγινε Χριστιανός, ὁμολόγησε μέ παρρησία τήν πίστη του στόν Χριστό. Ἀπ’ ἐκεῖ, ὁ δρόμος γιά τό πολυπόθητο μαρτύριο ἦταν ἤδη ἀνοικτός. Οἱ παρόντες στό δικαστήριο συκοφάντες, ἀφοῦ ἔδεσαν σάν κακοῦργο τόν Παχώμιο, ἄρχισαν νά τόν σέρνουν πρός τόν τόπο τῆς καταδίκης, ἔξω ἀπό τήν πόλη, ἐκεῖ ὅπου ἔσφαζαν τά πρόβατα, κάτω ἀπό ἕνα γεφύρι καί δίπλα σέ μία βρύση, σύμφωνα μέ τό Βίο. Τή μαρτυρική πομπή συνόδευαν Τοῦρκοι καί Ἑβραῖοι ἀπό τούς ὁποίους, ἄλλοι μέν τόν ἔβριζαν καί τόν ἐνέπαιζαν, ἄλλοι τόν παρακινοῦσαν νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό καί ἄλλοι ἐνέπτυαν στό πρόσωπό του καί τόν ἐκολάφιζαν. Ἀρκετοί δέ ἀπό τούς Χριστιανούς, προσευχόμενοι μέσα στήν καρδιά τους, τόν παρότρυναν νά ἐγκαρτερήσει μέχρι τέλους καί νά ἀξιωθεῖ τοῦ μαρτυρικοῦ στεφάνου, τόν ὁποῖο ἔλαβε κατά τήν ἑβδόμη τοῦ μηνός Μαΐου, τήν ἡμέρα τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου. Ὁ δέ συνοδίτης τοῦ Ὁσιομάρτυρος, ἱερομόναχος Ἰωσήφ, μαθαίνοντας τά γενόμενα, πῆρε τό δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς, πέρασε ἀπό τόν τόπο τοῦ μαρτυρίου καί εἶδε τό τρισόλβιο λείψανο νά κεῖται στή βαμμένη μέ τό αἷμα του γῆ.
Μετά τρεῖς μέρες Χριστιανοί πῆραν τό ἱερό λείψανο καί τό ἐνταφίασαν στήν ἁγιοτόκο μικρασιάτιδα γῆ. Κάποια μάλιστα Χριστιανή πού βασανιζόταν ἀπό ἡμικρανία, ἀφοῦ ἐπικαλέστηκε τή βοήθεια τοῦ ἁγίου Παχωμίου καί ἔχρισε μέ τό αἷμα του τήν κεφαλή της, ἐλευθερώθηκε ἀμέσως καί γιά πάντα ἀπό ἐκεῖνους τούς δυσβάστακτους πόνους. Καί τόσο πολύ εὐλάβεια ἔτρεφε ἀπό τότε στόν Ἅγιο, ὥστε ἔγραψε πρός τούς πατέρες τοῦ Ἁγίου Ὄρους πού τόν γνώριζαν, ζητώντας νά ἱστορήσουν γιά λογαριασμό της τήν εἰκόνα του. Ὅταν δέ τήν ἔλαβε, μέ λαμπρότητα καί εὐλάβεια τελοῦσε κάθε χρόνο τήν ἑορτή τοῦ Ὁσιομάρτυρος.
Τό Βίο καί τό Μαρτύριο τοῦ ἁγίου Παχωμίου συνέταξαν ὁ ἱερομόναχος Ἰωνᾶς Καυσοκαλυβίτης (+ 1765) βιογράφος τοῦ ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, ἀπό τόν ὁποῖο ἄκουσε τά περί τῆς ζωῆς τοῦ Ἁγίου καί ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Καλογερᾶς ὁ Πάτμιος, «γνώριμος» τοῦ ἁγίου Παχωμίου, ὅπως ὁ ἴδιος ἀναφέρει στό πρός αὐτόν Ἐγκώμιο ( Λειψία 1765).
Ἐπιτομή τοῦ Βίου ἐξέδωσε ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στό Νέο Μαρτυρολόγιο.
Ἀρκετά χρόνια ἀπό τό μαρτύριο τοῦ ἁγίου Παχωμίου, ἔγινε ἡ ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του ἀπό τόν μητροπολίτη Φιλαδελφείας Ἰωσήφ, ἐνῶ ἀργότερα, ἀπό τόν ἴδιο ἱεράρχη πού ἦταν Πάτμιος στήν καταγωγή καί ἀδελφός τῆς μονῆς Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου τῆς ἱερᾶς νήσου, μεταφέρθηκαν στό καθολικό τῆς παραπάνω Μονῆς, ὅπου φυλάσσονται μέχρι σήμερα. Δύο Ἀκολουθίες τοῦ ὁσιομάρτυρος Παχωμίου, ἡ μία τῆς ἀθλήσεως καί ἡ ἄλλη τῆς ἀνακομιδῆς τμήματος τοῦ ἱεροῦ λειψάνου του ἀπό τήν Πάτμο στήν μονή Ἁγίου Παύλου στό Ἅγιον Ὄρος, ἔργα τοῦ μοναχοῦ Γερασίμου Μικραγιαννανίτου, ἐκδόθηκαν τό 1953. Ἑτέρα Ἀκολουθία, σύνθεση τῶν ὑμνογράφων ἱερομονάχων Σεραφείμ, καί Νικοδήμου Κάππου τῶν Πατμίων, τοῦ μοναχοῦ Γερασίμου Μικραγιαννανίτου (τοῦ ἔτους 1930) καί τοῦ ἱερομονάχου Ἀθανασίου Σιμωνοπετρίτου, ἐκδόθηκε τό 2005. Ὁ ἅγιος Παχώμιος συνυμνεῖται ἐπίσης στίς Ἀκολουθίες Ἁγιορειτῶν Πατέρων, Νεομαρτύρων, Πατμίων Ἁγίων, Λαυριωτῶν Ὁσίων, Καυσοκαλυβιτῶν Ὁσίων καθώς καί τοῦ ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, ἔργο τοῦ ἱερομονάχου Ἰωνᾶ Καυσοκαλυβίτου, βιογράφου τοῦ Ὁσιομάρτυρος.

Ἀπολυτίκιον.

Ἦχ. δ΄. Ὁ ὑψωθείς ἐν τῷ σταυρῷ (Σεραφείμ ἀρχιμανδρίτου).
Ἀσκητικῶς προγυμνασθείς ἐν τῷ Ἄθῳ, τάς νοητάς τῶν δυσμενῶν παρατάξεις, τῇ πανοπλίᾳ ὤλεσας παμμάκαρ τοῦ Σταυροῦ. Εἶτα δέ πρός ἄθλησιν ἀνδρικῶς ἀπεδύσω καί τελέσας ἄριστα μαρτυρίου τόν δρόμον, ὑπό Χριστοῦ ἐστέφθης ἀθλητά, Ὁσιομάρτυς Παχώμιε ἔνδοξε.

Βιβλιογραφία
ΙΩΝΑΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ ΙΕΡΟΜ., ‘‘Βίοι νεοφανῶν Μαρτύρων ἐν τῇ καθομιλουμένῃ’’, Κώδ. 2 Καλύβης Ἁγίου Ἀκακίου Καυσοκαλυβίων, σ. 552-553.
Κώδ. Ἁγίου Παντελεήμονος 501, σ. 309. Κώδ. Ἁγίου Παντελεήμονος 669, φ. 80α. ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΙΕΡΟΜΟΝ. (ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ), ‘‘Ἐγκώμιον πρός τόν ἅγιον ὁσιομάρτυρα Παχώμιον’’, Εὐαγγελική Σάλπιγξ, Λειψία 1765. ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Συναξαριστής, Βενετία 1819, σ. 57. ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Νέον Μαρτυρολόγιον, Ἀθῆναι 1856, σ. 139. Κ. ΣΑΘΑΣ, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη τ. Γ΄, Βενετία 1876, σ.. Κ. ΔΟΥΚΑΚΗΣ, Μέγας Συναξαριστής, Ἀθῆναι 1889-1896, σ. β΄. Σ. ΕΥΣΤΡΑΤΙΑΔΗΣ, Ἁγιολόγιον, Ἀθῆναι χ. χρ. ἐκδ., σ. 384. Ε. ΚΟΥΡΙΛΑΣ, Ἱστορία τοῦ Ἀσκητισμοῦ, Θεσσαλονίκη 1929, σ. 86-87. ΧΡ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Οἱ Νεομάρτυρες, Ἀθῆναι 1934, σ. 43. Β. ΜΑΤΘΑΙΟΣ, Ὁ Μέγας Συναξαριστής τ. 1, Ἀθῆναι 1950, σ. 496-497. Ἱερές Ἀκολουθίες ἁγίου ὁσιομάρτυρος Παχωμίου, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Παύλου, Ἅγιον Ὄρος 1953. ΘΗΕ τ. 10, στ. 242-243. O. MEINARDUS, The Saints of Greece, Athens 1970, σ. 58. Ἰ. ΠΕΡΑΝΤΩΝΗΣ, Λεξικόν τῶν Νεομαρτύρων (Οἱ Νεομάρτυρες ἀπό τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως μέχρι τῆς ἀπελευθερώσεως τοῦ δούλου Ἔθνους), τ. Γ΄, Ἐν Ἀθήναις 1972, σ. 428-431. Β. ΨΕΥΤΟΓΚΑΣ, ‘‘Μαρτυρολόγια νεομαρτύρων (συγγραφεῖς, συλλογές καί ἐκδόσεις)’’, Ἱερά Μητρόπολις Θεσσαλονίκης, Πρακτικά Θεολογικοῦ Συνεδρίου εἰς τιμήν καί μνήμην τῶν Νεομαρτύρων (17-19 Νοεμβρίου 1986), Θεσσαλονίκη 1998, σ. 87. ΠΑΤΑΠΙΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ ΜΟΝ., Ἡ σώζουσα ἀγωνία. Ὁ Βίος τοῦ ἁγίου ὁσιομάρτυρος Παχωμίου, Ἅγιον Ὄρος 2000. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Ἅγιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ἀπό τό περιβόλι τῆς Παναγίας στόν κῆπο τοῦ Θεοῦ, Ἅγιον Ὄρος 2001, σ. 167-171, 225-226. ΠΑΤΑΠΙΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ ΜΟΝ. –Μ. ΒΑΡΒΟΥΝΗΣ, Καυσοκαλυβίτικα Νεομαρτυρολογικά, Θεσαλονίκη 2003, σ. 23-26, 46-48. Ἱερά Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου νέου ὁσιομάρτυρος Παχωμίου, ἔκδ. Καλύβης Ἁγίου Ἀκακίου, Ἅγιον Ὄρος 2005. ΠΑΤΑΠΙΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ ΜΟΝ, Ἁγιασμένες μορφές τῶν Καυσοκαλυβίων. Ἀπό τόν ὅσιο Μάξιμο ὡς τόν γέροντα Πορφύριο, Ἅγιον Ὄρος 2008, σ. 90-96.