Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2011

ΟΣΙΟΣ ΙΕΡΟΘΕΟΣ ΙΒΗΡΙΤΗΣ (+ 1745)

Ὅσιος Ἱερόθεος Ἰβηρίτης (+ 13 Σεπτεμβρίου 1745).
Ἕνας Ἁγιορείτης διδάσκαλος τοῦ Γένους.


«Η γαρ σοφία του κόσμου τούτου μωρία παρά τω Θεώ εστι» (Α΄ Κορ. γ΄ 19) τονίζει ο πυρφόρος Απ. Παύλος. Η σοφία εξασφαλίζεται με τη συσσώρευση γνώσεων, δεν εξασφαλίζει όμως τη σωτηρία. Μεγιστοποιείται από τους ανθρώπους, ελαχιστοποιείται όμως από τον Θεό. Και οι Αθλητές του Χριστού, οι Άγιοι, επεσήμαναν τον ύφαλο και τον απέφυγαν.
Ο όσιος Ιερόθεος φωτεινή διάνoια, πολυμαθής προσωπικότητα, αντέδρασε δυναμικά, κεραυνοβόλα, σωτήρια, στην πρόκληση της σοφίας του κόσμου τούτου.
Ας παρακολουθήσουμε την όλη βιοτή του. 1686 και στην Καλαμάτα της Πελοποννήσου γεννιέται ο Ιερόθεος από τον Δήμο και την Ασημίνα, γονείς ευσεβείς και πλούσιους. Σκεύος εκλογής ο Όσιος, αφού προτού αντικρίσει το φως του ήλιου, κάποιος ενάρετος Ασκητής αποκαλύπτει στη μητέρα του τη θεαρέσκεια για τη ζωή του. Οι γονείς του επιδεικνύουν αμέριστο ενδιαφέρον για τη μόρφωσή του. Ο ίδιος διαθέτει φιλομάθεια, επιμέλεια, προθυμία, ζέση, οξύνοια, μνήμη και κρίση. Επτά χρονών παιδί είναι κάτοχος πολυπληθών και ποικίλων γνώσεων, που προξενούν κατάπληξη και θαυμασμό. Είναι ένας μικρός ενήλικας, με φρόνημα στερεό και νου γηραλέο, αφού αποφεύγει τα παιχνίδια και ασχολείται με τη μελέτη. Πιστεύει, ότι ο πλούτος των γνώσεων θα εξασφαλίσει την κατανόηση των Θείων Γραφών. Και η δίψα για μάθηση γίνεται ακατάσχετη.
Οι γονείς, αφού εξόπλισαν το παιδί τους με όλα τα εφόδια της γνώσης και της χριστιανικής ανατροφής, ποθούν τη δημιουργία μιας ευτυχισμένης οικογένειας. Σύντομα αρραβωνιάζουν ακούσια το γιό τους. Η λύπη του είναι απερίγραπτη. Η υπακοή όμως στη γονική προσταγή υπερισχύει. Παράλληλα δέεται επίμονα στον Κύριο να εμποδίσει αυτό το γάμο. Και ο Θεός, που διαβλέπει την ευλάβειά του και προγνωρίζει το μέλλον του, εκπληρώνει τον ενδόμυχο πόθο του. Δεκαέξι μέρες πριν το γάμο καλεί ο Θεός τους γονείς στον Ουρανό.
Ο Ιερόθεος απελεύθερος πλέον στοχεύει και την παρθενία να διατηρήσει και τη μάθηση να συνεχίσει. Έτσι διαφεύγει και καταφεύγει στη Ζάκυνθο. Οι πλούσιοι συγγενείς του σκοπεύουν να τον στείλουν για συνέχιση των σπουδών στην Ευρώπη. Ο ίδιος προβληματίζεται. Το Άγιο Όρος με τους Αθλητές του πνεύματος, τους θεοφόρους πατέρες, τον προσελκύει. Ο πόθος της αρετής φουντώνει στα στήθη του. Και η αναχώρηση για το περιώνυμο Όρος είναι άμεση.
Έρχεται και συγκατοικεί με έναν ερημίτη. Εκεί μελετά κείμενα και βιογραφίες Οσίων Μοναχών και παρακολουθεί τους πολύχρονους αγώνες τους, αλλά και τις αιφνίδιες πτώσεις τους. Απελπίζεται και επιλέγει συντομότερο δρόμο σωτηρίας, το μαρτύριο. Σκοπεύει να το επιζητήσει. Αλλά η Παύλεια ρήση: «εάν δε και αθλή τις ου στεφανούται, εάν μη νομίμως αθλήση» (Β΄ Τιμ. β΄, 5) τον παρεμποδίζει. Η γνησιότητα της άθλησης απαιτεί μαρτυρική ανταπόκριση στην προκλητικότητα των αλλοπίστων.
Έτσι αναχωρεί για την Ι. Μονή Ιβήρων, ρασοφορεί και ακολουθεί τη συνοδεία του Προεστώτα, που κατευθύνεται στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί ελπίζει να δοθεί αφορμή για παρρησιακή ομολογία. Όμως οι μέρες κυλούν άκαρπα. Η συντροφιά του προκαλείται έντονα, ενώ ο ίδιος παραμένει απείραστος. Το θέλημα του Θεού αντιστρατεύεται τις επινοήσεις του. Ο Ιερόθεος βρίσκεται στο σωστικό σχέδιο του Θεού, αλλά με τρόπο επιλεκτικά θεϊκό. Περίλυπος κατευθύνεται βορειότερα και έρχεται στη Βλαχία. Εκεί χειροτονείται Διάκονος από το Μητροπολίτη Σόφιας Αυξέντιο και παρακολουθεί μαθήματα κοντά στον Κύπριο δάσκαλο Μάρκο. Αργότερα επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη και διδάσκεται φιλοσοφία από τον Αργείο δάσκαλο Γιακουμή. Η μαθησιακή όμως δίψα είναι ακόρεστη, γι΄ αυτό και πηγαίνει στη Βενετία για τελειότερες σπουδές. Η κατά κόσμον, όμως, σοφία δεν καλύπτει κενά, δεν χαρίζει πληρότητα στους κατόχους της. Και ο Ιερόθεος το νιώθει έντονα. Η επανάκαμψη στο Άγιο Όρος είναι επιτακτική. Στην Ι.Μ. Ιβήρων είναι ευπρόσδεκτος. Η εντρύφηση στις Θείες Γραφές και τα Πατερικά κείμενα αρχίζει ενδιάθετα και αποφασιστικά. Επισυνάγει πολύτιμα εφόδια για τον πνευματικό αγώνα και ψυχωφελείς υποθήκες.
Παράλληλα νηστεύει, αγρυπνεί, προσεύχεται ακούραστα. Τότε αξιώνεται και του χαρίσματος της Ιερωσύνης από το Μητροπολίτη Νεοκαισαρείας Ιάκωβο, όταν είναι τριάντα χρονών. Ο αγώνας εντείνεται. Στοχεύει στη θέωση και επιδιώκει την επίτευξή της. Επιδίδεται σε αυστηρότατη νηστεία, σε ολονύκτια αγρυπνία, σε αδιάκοπη προσευχή. Ταπεινά και αθόρυβα αγωνίζεται ενάντια στα «κατά φύση» για να πετύχει τα «υπέρ φύση». Υποδουλώνει τη σάρκα και ελευθερώνει το πνεύμα. Βιώνει τη χαρμολύπη, αποκτά την υψοποιό ταπείνωση, ζει την ανιδιοτελή αγάπη. Ελεεί τους πτωχούς αφειδώλευτα και δανείζει το Θεό αδιαμφισβήτητα. Και η θεϊκή ευαρέσκεια εκφράζεται με την παροχή ιαματικής Χάρης στο νόμιμο Αθλητή. Πολλοί προσέρχονται ασθενείς και όλοι αναχωρούν υγιείς, δοξάζοντας τον Θεό.
Η ασύνορη αγάπη του διαχέεται αδιάκριτα. Κι όταν καταφθάνουν έντρομοι οι κάτοικοι της Σκοπέλου, Μητροπόλεως Ευβοίας, για τη θανατική συμφορά που τους βρήκε κι επιζητούν εναγώνια την προσευχητική του παρουσία, εισακούει στις παρακλήσεις και μεταβαίνει στο νησί με συνοδεία Μοναχών. Στη Σκόπελο διαμένει οκτώ συναπτά χρόνια. Είναι χρόνια αγωνιστικά, αλλά και καρποφόρα. Ο ίδιος έχει φθάσει σε ύψη αρετής και ακτινοβολεί η ζωή του. Διδάσκει με τα λόγια και με το παράδειγμά του.
Ζει ελλάμψεις θεϊκές και προγεύεται τη Βασιλεία του Θεού. Στηρίζει το λαό του Θεού με την εξομολόγηση και κατευθύνει ψυχές σωτήρια. Οι πιστοί προστρέχουν, σα διψασμένα ελάφια κοντά του και ξεδιψούν στα θεόσοφα λόγια του.
Προγνωρίζει όμως την εκδημία του και ποθεί την αδιάλειπτη επικοινωνία με τον Θεο. Έτσι για περισσότερη ησυχία φεύγει στο ερημονήσι της Γιούρας, μαζί με τον ενάρετο μαθητή του Ιερομόναχο Μελέτιο και τους συνασκητές Μοναχούς Ιωσήφ και Συμεών. Συνασκείται μικρό χρονικό διάστημα, ασθενεί ολιγοήμερα και τη 13η Σεπτεμβρίου 1745, σε ηλικία 59 χρονών, εγκαταλείπει τη ματαιότητα και μεταβαίνει στην Αιωνιότητα. Εκεί, στη χώρα την αείφωτη, παίρνει τον άφθαρτο στέφανο του αναίμακτου μαρτυρίου της πολυετούς, εκούσιας κακοπάθειας, για την αγάπη του Χριστού.
Το σώμα του ενταφιάζεται ευλαβικά και ευωδιάζει και θαυματουργεί κατά την ανακομιδή. Τότε, η αγία κάρα και η σιαγόνα μεταφέρονται στην Ι.Μ. Ιβήρων, όπου τιμώνται πανηγυρικά στις 13 Σεπτεμβρίου.
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΛΕΙΔΩΝΙΑΡΗ, Eκπαιδευτικός










Τό μονύδριο τοῦ Ἁγ. Ταξιάρχη στή Βάτο, στή Σκόπελο ὅπου ἀσκήθηκε ὁ ὅσιος Ἱερόθεος



ο «ΙΗ' αιών ομοιάζει εν Άθω εις πολλά τον ΙΔ'»36. Πρώτος της πνευματικής αυτής κινήσεως υπήρξε ο όσιος Ακάκιος ο Καυσοκαλυβίτης (+1730), τον οποίο δικαίως ο ομόφρονας υποτακτικός του παπα-Ιωνάς ο Καυσοκαλυβίτης (+1765) εξαίρει ως πρότυπο ασκητή-ησυχαστή, νηστευτή-σπηλαιώτη, αλείπτη νεομαρτύρων, διδάσκαλο της νοεράς προσευχής, όταν προσευχόταν «έβγαινε φλόγα πυρός από του στόματός του»37. Του ίδιου πνεύματος ήταν και ο όσιος Ιερόθεος ο Ιβηρίτης (+1745), περί του οποίου ο πρώτος βιογράφος του όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, γράφει περί των μεγάλων ασκητικών του αγώνων και προσευχών του «μετά δακρύων πολλών και στεναγμών (έλεγε) το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με». Είχεν έργον παντοτινόν ο αείμνηστος, και εσπούδαζεν, αν ήτον τρόπος, και δεν εμποδίζετο από τους ανθρώπους, να μην την αφίνη, ούτε από τον νουν του ούτε από το στόμα του»38
"Η ησυχαστική παράδοση στο Άγιον Όρος από τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά έως σήμερα"
Μωυσέως Μοναχού Αγιορείτου

Βίος και Πολιτεία του Οσίου και θεοφόρου Πατρός ημών Ιεροθέου. Νέον Εκλόγιον, ό. π., σ. 354. Α. Γριτσόπουλου. «Ιερόθεος ο Ιβηρίτης», Θ. Η. Ε., τόμ. 6 (1965). στ. 800-802


Τά κείμενα προέρχονται ἀπό τό ἰστολόγιο ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΕΣ ΜΝΗΜΕΣ. Ἡ φωτογραφία ἀπό τή Σκόπελο εἶναι τοῦ συνεργάτη τοῦ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ π. Κωνσταντίνου Καλλιανοῦ

Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2011

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΣΑΒΒΑΣ ΚΑΙ ΣΥΜΕΩΝ ΣΤΗ ΜΟΝΗ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ



Ἀρχιμανδρ. Ἐφραίμ, καθηγουμένου ἰ. μονῆς Βατοπαιδίου


Οἱ ἅγιοι Σάββας καί Συμεών στήν Ἱ. Μ. Βατοπαιδίου



Οι δεσμοί μεταξύ Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου και Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου ειδικότερα, αλλά και Σερβίας γενικότερα, είναι πολύ ισχυροί εξαιτίας των αγίων Σάββα αρχιεπισκόπου Σερβίας και Συμεών του Μυροβλύτου.
Ο Ράστκο Νεμάνια (1169-1236), ήταν γιός του μεγάλου ηγεμόνα, δηλαδή του αυτοκράτορος και δημιουργού του σερβικού κράτους, Στεφάνου Νεμάνια, μετέπειτα Συμεών μοναχού[1]. Σε ηλικία 16 ετών από μεγάλο πόθο για την αγγελική πολιτεία, την μοναστική ζωή, πληγωμένη η καρδία του από τον θείο έρωτα του Χριστού, αφήνει όλα τα εγκόσμια, πλούτη, εξουσία, υλικές ανέσεις, ανθρώπινη δόξα, τους ευσεβεστάτους και αξιαγάπητους γονείς του και έρχεται στο Άγιον Όρος, στην Ιερά Μονή Αγίου Παντελεήμονος, όπου μετά από μία περιπετειώδη καταδίωξη των ακολούθων του πατέρα του ηγεμόνα, γίνεται εσπευσμένα μοναχός και λαμβάνει το όνομα Σάββας.
Στην Ιερά Μονή Αγίου Παντελεήμονος έμεινε για λίγους μήνες. Όταν επισκέφθηκε την Ιερά Μονή Βατοπαιδίου κατά την πανήγυρη του Ευαγγελισμού στις 25 Μαρτίου του 1186 μαζί με τον ηγούμενό του, εντυπωσιάστηκε από την Μονή, την ζωή των μοναχών και την κοινοβιακή τάξη που επικρατούσε εκεί, και με την σύμφωνη ευλογία των ηγουμένων, της Ιεράς Μονής του Αγίου Παντελεήμονος και της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου, Γέροντος Θεοστηρίκτου[2], αλλά και του Πρώτου του Αγίου Όρους, Γέροντος Μητροφάνους[3], αποφάσισε να εγκαταβιώσει εκεί[4]. Παρέμεινε στην Μονή περισσότερο από μία συνεχόμενη δωδεκαετία, τουλάχιστον μέχρι τον Ιούνιο του 1198.
Ο άγιος Σάββας υποτάχθηκε στον ενάρετο και όσιο Γέροντα Μακάριο ιερομόναχο, ο οποίος «φημιζόταν για τα έργα του και ήταν γνωστός σε όλους»[5]. Προκαλεί εντύπωση το γεγονός, γιατί υποτάχθηκε ο Σάββας στον Γέροντα Μακάριο και όχι στον Γέροντα Θεοστήρικτο που ήταν και ο ηγούμενος της Μονής. Την περίοδο αυτή η Μονή σίγουρα κρατούσε κοινοβιακή τάξη, αλλά προφανώς λόγω του πλήθους των μοναχών που άγγιζαν τους οκτακοσίους, ο ηγούμενος θα είχε αναθέσει σε κάποιους να αναλαμβάνουν την πνευματική καθοδήγηση των δοκίμων μοναχών. Προφανώς ο πιο ενάρετος και χαρισματούχος των πνευματικών αυτών πατέρων ήταν ο Γέροντας Μακάριος, για να του δοθεί ο Σάββας. Όταν αργότερα ο Σάββας θα είχε να αντιμετωπίσει τον πειρασμό της ησυχαστικής ζωής βλέπουμε ότι δεν απευθύνθηκε στον Γέροντά του Μακάριο, αλλά στον ηγούμενο της Μονής Γέροντα Θεοστήρικτο, γιατί αυτός θα έπρεπε να δώσει την νενομισμένη ευλογία, ο οποίος συμβουλεύοντάς τον τόνισε ότι δεν πρέπει να αφήσει τόσο σύντομα την κοινοβιακή ζωή[6]. Άρα η Μονή λειτουργούσε ως κοινόβιο.
Ο Σάββας αν και ήταν πρίγκιπας, γιός του μεγάλου ηγεμόνα της Σερβίας, θα μπορούσε να κάνει μία πιο χαλαρή και άνετη μοναστική ζωή, προτίμησε όμως την στενή οδό της υπακοής και της εκκοπής του ιδίου θελήματος. «Επιθυμούσε με όλη του την καρδιά να μην τον ξεχωρίζουν σε τίποτα επειδή ήταν γιός ηγεμόνα. Ήθελε δηλαδή να είναι απλός, συνηθισμένος μοναχός, ίσος και όμοιος με όλους τους άλλους στην νηστεία, στην προσευχή, στην αγρυπνία και σε όλες τις διακονίες της Μονής. Γι' αυτό εκτελούσε τα πάντα με ταπείνωση και αφοσίωση»[7]. Αγάπησε την κακοπάθεια, τα πρώτα επτά χρόνια της παραμονής του στην Μονή περπατούσε ξυπόλυτος, ακόμη και τις πεζοπορίες του στα ασκητικά και κακοτράχαλα μέρη του Αγίου Όρους τις έκανε με γυμνά πόδια[8]. Πέρασε από όλα τα πρακτικά διακονήματα της Μονής. Η «ανόθευτη διακονία», όπως την ονομάζει ο άγιος Ιωάννης ο ΣιναΣτης, κάνει τον υποτακτικό όταν στέκεται στην προσευχή να είναι όλος φωτεινός και πασίχαρος[9], τον οδηγεί στην ταπείνωση, στην κάθαρση της καρδίας από τα πάθη. Διακονούσε «στήν εκκλησία, στο μαγειρείο και στο αρχονταρίκι. Κωπηλατούσε σε γεμάτες βάρκες με φορτία, ψάρευε, έψηνε ψωμί, εργαζόταν στα χωράφια και στα αμπέλια, μάζευε ελιές και σύκα, έκοβε ξύλα, ταξίδευε σαν αγγελιαφόρος μέχρι τον Πρώτο και τα άλλα μοναστήρια, διάβαζε στις Ακολουθίες και έψελνε στον χορό. Ήταν πάντα έτοιμος να βοηθήσει τον καθένα. Πάντοτε ήταν χαμογελαστός, ποτέ κουρασμένος, και δεν παραπονιόταν καθόλου για την κούραση. Από τα εκφραστικά γαλάζια μάτια του ακτινοβολούσαν η ειλικρίνεια και η φιλία. Όπως ήταν ο αγαπητότερος πρίγκιπας στην αυλή του πατέρα του, έτσι και στο Βατοπαίδι έγινε ο πιο προσφιλής μοναχός»[10].
Ο άγιος Σάββας όμως εκτός από την διακονία ασκούνταν και στην εσωτερική νοερά εργασία, στην νοερά επίκληση του ονόματος του Χριστού, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Εκτός βέβαια από την καθοδήγηση από τον άγιο Γέροντά του πάνω στο θέμα αυτό, επειδή ο Σάββας είχε και το διακόνημα να πηγαίνει στους ερημίτες μοναχούς του Αγίου Όρους τρόφιμα και άλλα απαραίτητα είδη ανά τακτά διαστήματα, ερχόταν σε επαφή με ασκητές που είχαν ως κύρια απασχόλησή τους την νήψη, την άσκηση της νοεράς προσευχής, και μάθαινε από αυτούς τους εμπείρους και απλανείς ασκητές πολλά για την ευχή[11].
Ο άγιος Σάββας σίγουρα θα εύρισκε και τους κατάλληλους χώρους στο Βατοπαίδι για την άσκηση της ευχής. Πριν τρεις περίπου μήνες, ενώ προχωρούσαν οι εργασίες αναστήλωσης του πύργου της Μεταμορφώσεως στην Μονή μας, ανακαλύψαμε σε κρυφό χώρο δύο εγκλείστρες, που στην μία από αυτές υπάρχει επιγραφή, γραμμένη με βυζαντινά κόκκινα αυτοκρατορικά καλλιγραφικά γράμματα, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν». Ενδεχομένως σε αυτές τις εγκλείστρες να ασκούνταν οι όσιοι Σάββας και Συμεών, αφού ο πύργος αυτός και το παρεκκλήσιο χτίστηκαν με δική τους δωρεά και κατά παράδοση έμεναν εκεί, στα κελλία του πύργου.
Ο άγιος Σάββας περί το τέλος του 1995 έστειλε ένα πολύ συγκινητικό γράμμα προς τους γονείς του αυτοκράτορες, στο οποίο τους σύστηνε να ασπασθούν τον μοναχικό βίο. Μάλιστα έγραφε κατά λέξη στον πατέρα του ηγεμόνα: «Και όπως αξιώθηκες στον καιρό της ηγεμονίας σου να λάβεις αποστολικά χαρίσματα, έτσι θα αξιωθείς και τώρα στην έρημο, να λάβεις ασκητικές ευλογίες, μέσα στην ταπείνωση του μοναχικού βίου»[12].

Πράγματι μετά την ανάγνωση αυτής της επιστολής ο αυτοκράτορας πατέρας Στέφανος Νεμάνια παραιτείται από τον θρόνο του και παραδίδει την βασιλεία του στον υιό του Στέφανο, ενώ κείρεται μοναχός με το όνομα Συμεών και η σύζυγός του Αννα με το όνομα Αναστασία στην Ιερά Μονή Στουντένιτσα την ημέρα του Ευαγγελισμού του 1196.

Ο άγιος Συμεών στις 8 Οκτωβρίου 1197 ξεκινά από την Σερβία για να έρθει στην Μονή Βατοπαιδίου και να συναντήσει τον υιό του Σάββα.

Η συνάντηση έγινε στις 2 Νοεμβρίου 1197 στην Μονή Βατοπαιδίου με πολλή χαρά και συγκίνηση, με ευχαριστία και δοξολογία προς τον Θεό και μέσα σε ιδιαίτερες και μεγάλες τιμές πρόν τον πρώην Σέρβο γέροντα αυτοκράτορα. Μάλιστα στις 3/16 Νοεμβρίου 1997 εορτάστηκε πανηγυρικά στην Μονή μας η οκτακοσιοστή επέτειος από την συνάντηση αυτών των δύο Αγίων με Πανορθόδοξο Αρχιερατικό Συλλείτουργο στο οποίο συμμετείχαν και πέντε Σέρβοι αρχιερείς μαζί με την ηγούμενο της Ιεράς Μονής Στουντένιτσα, ενώ είχαν παρευρεθεί ο τότε Υπουργός Εκκλησιαστικών Υποθέσεων της Σερβίας και ο Κοσμήτωρ της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Βελιγραδίου.
Οι δύο κύριοι βιογράφοι του αγίου Σάββα, ο Δομετιανός σύγχρονός του και ο Θεοδόσιος που έζησε στο τέλος του 13ου αιώνα, αναφέρουν ότι ο άγιος Σάββας έλαβε από την Γεροντία της Μονής Βατοπαιδίου τον τίτλο, «δεύτερος κτήτορας του Βατοπαιδίου»[13]. Αρχικά με τα χρήματα που του είχε στείλει ο πατέρας του αυτοκράτορας έκτισε τρεις πύργους με τα αντίστοιχα παρεκκλήσιά τους, της Μεταμορφώσεως, του Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου και του Γενεσίου της Θεοτόκου. Έκτισε νέα κτίρια με δύο ή τρεις ορόφους για την εγκατοίκηση των μοναχών. Επίσης ανακαίνισε πολλά άλλα βοηθητικά δευτερεύοντα κτίρια[14]. Μετά την εγκαταβίωση του οσίου Συμεών στην Μονή, που είχε φέρει μαζί του πολλά χρήματα, σε δεύτερη φάση έκτισαν ακόμη τρία παρεκκλήσια, των Αγίων Αναργύρων, του Τιμίου Προδρόμου και των Τριών Ιεραρχών. «Ανήγειραν επίσης κονάκια για την αδελφότητα και τους προσκυνητές• ανακαίνισαν το μοναστήρι/μετόχιο Προσφόριον που είχε καταστραφεί από τους πειρατές και τους ληστές. Μετά φύτεψαν νέα αμπέλια και περιβόλια. Γι' αυτό και δεν είναι παράξενο που οι προσωπογραφίες τους αργότερα ζωγραφίστηκαν σε φυσικό μέγεθος στην λιτή του Καθολικού ως νέων κτητόρων της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου»[15].
«Στην εποχή των Αγίων η Μονή γνώρισε μεγάλη ακμή και οι μοναχοί της έφθασαν τους οκτακοσίους (800)»[16]. Εκείνη την εποχή όλο το Άγιον Όρος ευεργετήθηκε από την παρουσία των αγίων Σάββα και Συμεών. Ενίσχυσαν οικονομικά και πρόσφεραν πλούσια δώρα σε όλες τις Μονές.
Οι άγιοι Σάββας και Συμεών κινούμενοι από την θεία Πρόνοια, όταν έμαθαν ότι στην περιοχή που βρίσκεται ένας μελισσώνας της Μονής Βατοπαιδίου, υπάρχει ένα καταστραμμένο μονύδριο, θέλησαν να το ζητήσουν από τους Βατοπαιδινούς Πατέρες για «νά το κάνουν τόπο μόνιμο εγκαταβιώσεως των μοναχών συμπατριωτών τους προς πνευματική ενίσχυση του λαού τους»[17]. Παρόλη την αρχική αντίδραση της Αδελφότητας για την αναχώρηση των Αγίων, έγινε αποδεκτή η πρόταση του ηγουμένου Θεοστήρικτου της Μονής που έλεγε: «Εμείς από αυτούς δεχτήκαμε πολλά πλούσια δώρα• τώρα τους απαγορεύουμε να φύγουν από μάς. Αν τους δώσουμε το Χιλανδάρι, που είναι εξαρτημένο από το Βατοπαίδι, θα είναι φίλοι μας για πάντα»[18]. Τον Ιούνιο του 1198 με χρυσόβουλλο του αυτοκράτορος Αλεξίου Γ΄ Αγγέλου η Ιερά Μονή Χιλανδαρίου τίθεται υπό την εξουσία και διοίκηση των οσίων Σάββα και Συμεών. Έτσι οι Μονές Βατοπαιδίου και Χιλανδαρίου θεωρούνται αδελφές Μονές. Γι' αυτό στην εφέστια πανήγυρη εκάστης Μονής προΐσταται ως ηγούμενος, ο ηγούμενος της άλλης Μονής.

Ο όσιος Συμεών δεν συμπλήρωσε ένα έτος στην Μονή Χιλανδαρίου και στις 13 Φεβρουαρίου του 1199 κοιμήθηκε οσιακά με τα τελευταία λόγια του, «ευλογητός εί Κύριε, πάσα πνοή αινεσάτω τον Κύριον»[19]. Στο ετήσιο μνημόσυνό του, που εκτός από τον όσιο Σάββα παρευρισκόταν και ο Πρώτος του Αγίου Όρους, Γέροντας Δομέτιος[20], ο τάφος του οσίου Συμεών μυρόβλυσε[21]. Η μυροβλυσία αυτή θα συνεχισθεί για πολλά χρόνια και μετά την μεταφορά του αγίου λειψάνου του το 1207 στην Μονή Στουντένιτσα. Η μυροβλυσία αποτελεί δείγμα μεγάλης καθαρότητας από την πλευρά του Αγίου και μεγάλης ευαρέσκειας από την πλευρά του Θεού.
Το 1219 ο άγιος Σάββας χειροτονείται στην Κωνσταντινούπολη ως ο πρώτος Σέρβος αρχιεπίσκοπος Σερβίας από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Εμμανουήλ παρουσία του βυζαντινού αυτοκράτορος Θεοδώρου Α΄ του Λάσκαρη. Έδρα της αρχιεπισκοπής έκανε την Ιερά Μονή Ζίτσας, στην οποία τώρα βρισκόμαστε. Στις 14 Ιανουαρίου 1236 κοιμήθηκε με τα τελευταία λόγια του, «δόξα τώ Θεώ πάντων ένεκεν». Ο άγιος Σάββας επιτέλεσε ένα τεράστιο και μοναδικό ιεραποστολικό έργο στην χώρα του με βάση την αγιορειτική παράδοση, που είχε ακραιφνώς βιώσει και ως σημείο αναφοράς το Χιλανδάρι. Η Ιερά Μονή Χιλανδαρίου κατέστη το πνευματικό κέντρο του σερβικού έθνους, το πρώτο σερβικό διδακτήριο των γραμμάτων, των τεχνών και εν γένει του πνευματικού και εθνικού πολιτισμού των Σέρβων. Από την Μονή αυτή προήλθαν οι περισσότεροι λόγιοι και ενάρετοι Σέρβοι κληρικοί, επίσκοποι, αρχιεπίσκοποι αλλά και άλλοι σοφοί Σέρβοι άνδρες[22]. Υπήρχε η παράδοση κατ' εντολή του αγίου Σάββα, η οποία κράτησε για διακόσια χρόνια, ο εκάστοτε αρχιεπίσκοπος Σερβίας να προέρχεται από την Αδελφότητα της Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου. Μάλιστα δέκα από αυτούς έχουν καταταγεί στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας[23].
Η ουσιαστική όμως προσφορά της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου προς τον σερβικό λαό δεν ήταν η συμβολή της για την ίδρυση της Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου -πού και αυτή ήταν πολύ σημαντική- αλλά η πνευματική γαλούχηση και ανάπτυξη του οσίου Σάββα κατά την δωδεκαετή παραμονή του στην Μονή, σύμφωνα με την αγιορειτική πατερική παράδοση.
Όπως γράφει και ο σύγχρονος βιογράφος του, άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, «ήταν ανεκτίμητο το όφελος που έζησε ακριβώς στο Βατοπέδι και όχι σε κάποιο άλλο σλαβικό μοναστήρι. Εκεί έμαθε θαυμάσια ελληνικά. Εκεί υπήρχε πλούσια βιβλιοθήκη όλων των αγίων Πατέρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην πρωτότυπη ελληνική γλώσσα. Εκεί σαν σε έκθεση μπορούσε να παρατηρήσει κανείς το απόγαιο του εκλεπτυσμένου βυζαντινού πολιτισμού ... Γιατί το Βατοπαίδι ήταν πρότυπο ως αυτοκρατορικό μοναστήρι ... Σε τέτοιο κέντρο πνευματικότητας και πολιτισμού ο Σάββας είχε την σπάνια ευκαιρία να οικοδομήσει τον χαρακτήρα του κατά το πρότυπο των καλύτερων παραδειγμάτων που είδε και των καλύτερων βιβλίων που διάβασε»[24].
Το σημαντικότερο όμως είναι, ότι ο άγιος Σάββας παρέλαβε την αυθεντική μοναστική ζωή, τον τρόπο του αγιασμού από άγιο Γέροντα, τον όσιο Μακάριο τον Βατοπαιδινό, ο οποίος «φημιζόταν για τα έργα του και ήταν γνωστός σε όλους»[25]. Όταν κάποτε κοντά στον Μυλοπόταμο τον έπιασαν ληστές, ενώ είχε πάει ο άγιος Σάββας να δώσει ευλογίες στους ασκητές, αυτός με εν Κυρίω καύχηση τους είπε ότι είναι υποτακτικός του πατρός Μακαρίου και οι ληστές τον άφησαν ελεύθερο, επειδή αν και ήταν ληστές, ήξεραν και σέβονταν τον Γέροντα Μακάριο[26]. Η υποταγή του αυτή του εξασφάλισε φυσιολογική πνευματική ανάπτυξη, τον ολοκλήρωσε εν Χριστώ, τον οδήγησε στην απόκτηση των θείων χαρισμάτων. Όταν στην αρχή της μοναστικής του ζωής είχε λογισμούς ησυχίας, να φύγει από το μοναστήρι του και να γίνει ησυχαστής, ερημίτης δεν άκουσε τον λογισμό του, αλλά τον ηγούμενο της Μονής, Γέροντα Θεοστήρικτο, που του είπε, ότι δεν αρμόζει σε εκείνον που ακόμη δεν στερεώθηκε με την υπακοή ούτε στην πρώτη βαθμίδα της κοινοβιακής ζωής, να εγγίζει την κορυφή της ησυχίας και αναχωρήσεως και να ακολουθεί πρόωρα το θέλημά του[27]. Αν τότε δεν υπάκουε στην συμβουλή του Γέροντος Θεοστηρίκτου ο άγιος Σάββας, δεν θα γινόταν άγιος και στύλος της Σερβικής Εκκλησίας, και φοβάμαι ότι και η Εκκλησία της Σερβίας δεν θα είχε σωστή σχέση με την πατερική παράδοση.
Η πεμπτουσία της πατερικής παραδόσεως είναι η παραλαβή της πνευματικής ζωής από έμπειρο Γέροντα, που έχει ζήσει την εν Χριστώ ζωή. Στην Μονή Βατοπαιδίου ο άγιος Σάββας έζησε την υπακοή, την εξάρτηση και αναφορά σε Γέροντα, την κατά μόνας προσευχή αλλά και την κοινή προσευχή στην θεία Λατρεία, την αγάπη προς τους αδελφούς μέσω της διακονίας αλλά και την θεία αγάπη, τον θείο έρωτα. Με τον προσωπικό του αγώνα αλλά και με τις ευχές του Γέροντός του Μακαρίου διά της θείας Χάριτος καθαρίσθηκε από τα πάθη, φωτίσθηκε, αγιάσθηκε, γι' αυτό ύστερα όταν τον κάλεσε η θεία Πρόνοια και ανέβηκε «επί την λυχνίαν»[28], στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, μπορούσε να φωτίζει τον κόσμο και συνέβαλε παντοειδώς στην αναμόρφωση της Σερβικής Εκκλησίας. Σε όλες τις σερβικές Μονές καθιέρωσε το αγιορειτικό τυπικό. «Κατά τον βιογράφο του Δομετιανό υπήρξε άγρυπνος κήρυκας του θείου λόγου προς όλους, ασκητής επίσκοπος, ελεήμων, εξολοθρευτής των αιρέσεων, φωτεινό παράδειγμα ευσεβείας»[29].
Ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση και ευλάβεια προς το πρόσωπο και το έργο του αγίου Σάββα. Είχε γράψει γι' αυτόν: «Με την ακατανίκητη έλξη της θεοφόρου προσωπικότητός του και το πολύπλευρο ευαγγελικό έργο του ο άγιος Σάββας, έδειξε έμπρακτα σε κάθε άνθρωπο, πώς να οικοδομήσει από τον εαυτό του μία ύπαρξη χριστοειδή, που θα ζεί με τις ευαγγελικές αρετές»[30].
Νομίζουμε και εμείς ότι και οι δύο άγιοι, Σάββας και Συμεών, μπορούν να προβληθούν και σήμερα στην εποχή της αρνήσεως των πάντων, της απαξιώσεως των θεσμών, της κατάρρευσης του ήθους, της πνευματικής εκπτώσεως του ανθρώπου ως πρότυπα της αληθινής εν Χριστώ ζωής. Ο άγιος Σάββας ως πρότυπο μοναχού και εκκλησιαστικού ηγέτη, ενώ ο άγιος Συμεών ως πρότυπο πολιτικού ηγέτη. Ο δε θείος πόθος τους, ο θείος έρωτάς τους, που τους έκανε να αφήσουν όλες τις επίγειες δόξες και ηδονές θα πρέπει να προβληματίζει όλους τους λαϊκούς χριστιανούς, αλλά και εμάς τους μοναχούς ώστε να κρατήσουμε τον θείο ζήλο έως τέλους.
Η Μονή Βατοπαιδίου μπορεί να καυχάται εν Κυρίω, επειδή μέσα στα περικαλλή τέκνα της συμπεριλαμβάνονται οι άγιοι Σάββας και Συμεών, οι οποίοι έγιναν η αιτία μίας αδιάρρηκτης σχέσης της Μονής με τον σερβικό λαό.


Σημειώσεις:
1. Βλ. αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, Βίος καί Πολιτεία τών αγίων Πατέρων ημών Σάββα καί Συμεών, Αθήνα 1975, σ. 15.
2. Βλ. Κάτιας Λοβέρδου-Τσιγαρίδα, «Βυζαντινές αργυρεπίχρυσες επενδύσεις εικόνων», Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Βυζαντινές εικόνες καί επενδύσεις, Άγιον Όρος 2006, σ. 293, όπου αναφέρεται τό όνομα τού ηγουμένου Θεοστήρικτου σέ αφιερωματική επιγραφή σέ επένδυση τής θαυματουργού εικόνας Παναγίας Βηματάρισσας. Ο Γέροντας Θεοστήρικτος ήταν ο ηγούμενος τής Μονής Βατοπαιδίου καθόλη τήν περίοδο πού έμεινε ο άγιος Σάββας στήν Μονή. Ειδικά γιά τόν ηγούμενο Θεοστήρικτο βλ. Dometijan, }ivot svetoga Simeuna i svetoga Save, έκδ. Df. Danici , Βελιγράδι 1865, σσ. 55 καί 128.
3. Βλ. Διονυσίας Παπαχρυσάνθου, Ο Αθωνικός μοναχισμός, Αθήνα 1992, σ. 355.
4. Βλ. αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, Βίος καί Πολιτεία τών αγίων Πατέρων ημών Σάββα καί Συμεών, Αθήνα 1975, σ. 36.
5. Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, Βίος καί Πολιτεία τών αγίων Πατέρων ημών Σάββα καί Συμεών, Αθήνα 1975, σ. 42.
6. Βλ. αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, Βίος καί Πολιτεία τών αγίων Πατέρων ημών Σάββα καί Συμεών, Αθήνα 1975, σ. 39.
7. Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, Βίος καί Πολιτεία τών αγίων Πατέρων ημών Σάββα καί Συμεών, Αθήνα 1975, σ. 36.
8. Βλ. αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, Βίος καί Πολιτεία τών αγίων Πατέρων ημών Σάββα καί Συμεών, Αθήνα 1975, σ. 37.
9. Βλ. αγίου Ιωάννου Σιναΐτου, Κλίμαξ, Λόγος 18,4, έκδ. Ιεράς Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 71997, σ. 228.
10. Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ο βίος τού αγίου Σάββα, πρώτου αρχιεπισκόπου Σερβίας, Αθήνα 1998, σσ. 45-46.
11. Βλ. αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ο βίος τού αγίου Σάββα, πρώτου αρχιεπισκόπου Σερβίας, Αθήνα 1998, σ. 46.
12. Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, Βίος καί Πολιτεία τών αγίων Πατέρων ημών Σάββα καί Συμεών, Αθήνα 1975, σ. 46.
13. Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ο βίος τού αγίου Σάββα, πρώτου αρχιεπισκόπου Σερβίας, Αθήνα 1998, σ. 45.
14. Βλ. αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ο βίος τού αγίου Σάββα, πρώτου αρχιεπισκόπου Σερβίας, Αθήνα 1998, σσ. 44-45.
15. Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ο βίος τού αγίου Σάββα, πρώτου αρχιεπισκόπου Σερβίας, Αθήνα 1998, σ. 54.
16. Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Βατοπαιδινό Συναξάρι, έκδ. Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2007, σ. 56.
17. Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Βατοπαιδινό Συναξάρι, έκδ. Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2007, σ. 58.
18. Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Βατοπαιδινό Συναξάρι, έκδ. Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2007, σ. 58.
19. Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ο βίος τού αγίου Σάββα, πρώτου αρχιεπισκόπου Σερβίας, Αθήνα 1998, σ. 63.δδ
20. Ο Πρώτος τού Αγίου Όρους τότε ήταν ο Δομέτιος καί όχι ο Γεράσιμος, όπως αναφέρεται από πολλούς. Βλ. Διονυσίας Παπαχρυσάνθου, Ο Αθωνικός μοναχισμός, Αθήνα 1992, σ. 355, υποσημ. 46.
21. Βλ. αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Νέον Εκλόγιον, Αθήναι 21974, σ. 272.
22. Βλ. Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Βατοπαιδινό Συναξάρι, έκδ. Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2007, σ. 59.
23. Βλ. Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Οι άγιοι τού Αγίου Όρους, εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 85.δ
24. Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ο βίος τού αγίου Σάββα, πρώτου αρχιεπισκόπου Σερβίας, Αθήνα 1998, σσ. 39-40.
25. Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, Βίος καί Πολιτεία τών αγίων Πατέρων ημών Σάββα καί Συμεών, Αθήνα 1975, σ. 42.
26. Βλ. αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, Βίος καί Πολιτεία τών αγίων Πατέρων ημών Σάββα καί Συμεών, Αθήνα 1975, σ. 42.
27. Βλ. αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, Βίος καί Πολιτεία τών αγίων Πατέρων ημών Σάββα καί Συμεών, Αθήνα 1975, σ. 39.δ
28. Ματθ. 5,15.
29. Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Βατοπαιδινό Συναξάρι, έκδ. Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2007, σ. 66.
30. Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, Βίος καί Πολιτεία τών αγίων Πατέρων ημών Σάββα καί Συμεών, Αθήνα 1975, σ. 152.




Επιστημονικό - Πνευματικό Συμπόσιο
περί γυναικείου μοναχισμού
Ιερά Μονή Ζίτσης, Σερβία, 1-4 Σεπτεμβρίου 2011
«Οι άγιοι Σάββας και Συμεών στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου»
Αρχιμ. Εφραίμ, Καθηγουμένου Ι. Μονής Βατοπαιδίου



Ἀπό τό ἰστολόγιο ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΕΣ ΜΝΗΜΕΣ

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2011

Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2011

Η ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΑΘΩΝΑ




Ἡ σκιά τοῦ Ἄθωνα

Ἄθως κατά τήν δύσιν τοῦ ἡλίου παρουσιάζει τῷ παρατηρητῇ και ἕτερον ἐξαίσιον θέαμα τόδε:

Ἡ σκιά τοῦ Ὄρους προβαλλομένη ἐπί τῆς ἐπιφανείας τῆς θαλάσσης κατά διεύθυνσιν ἀνατολικήν σχηματίζει πυραμιδοειδή μορφήν, ἧς ἡ κορυφή κατά πᾶσαν στιγμήν καθίσταται αἰχμηρά, προσπλησιάζουσα τῶ ὁρίζοντι. Καί ἐνῶ τείνει πρός διχασμόν, ἡ αἰχμηρά κορυφή ἀνέρχεται πρός τόν οὐρανόν, πειρωμένη οὕτως εἰπεῖν νά εἰσδύσῃ εἰς τά οὐράνια μυστήρια, ἀφοῦ ἤδη ἀνεμέτρησε τά ἐπί τῆς γῆς ἀσθενῆ ἔργα τῶν μερόπων.
Τινές ὑπέθεσαν ὅτι ἡ σκιά τοῦ Ὄρους προβαλλομένη ἐπί τῆς ἐπιφανείας τῆς θαλάσσης ἀντανακλᾶται ἐπί τοῦ οὐρανίου θόλου ἕνεκα τῆς διαθλάσεως τοῦ φωτός καί τῆς σφαιρικότητος τῆς γηΐνου σφαίρας. Ἀλλά τό τοιοῦτον δέν εἶναι δυνατόν, διότι τό αἰχμηρόν τῆς κορυφῆς τῆς σκιᾶς θά ἐξηφανίζετο τότε παντελῶς.

Ἀντιγραφή ἀπό τό βιβλίο τοῦ Γερασίμου Σμυρνάκη ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ (Ἀθῆναι 1903)