Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2015

ΘΕΟΤΟΚΟΣ Η ΣΤΥΛΑΡΙΝΗ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΚΟΥΤΛΟΥΜΟΥΣΙΟΥ

Ἡ Θεοτόκος ἡ Στυλαρινή – Γιάτρισσα. Θαυματουργός εἰκόνα τοῦ 14ου αἰώνα τῆς μονῆς Κουτλουμουσίου



      Η ιερή εικόνα της Παναγίας Στυλαρινής είναι ανυπόγραφο έργο του 14ου αι.. Αριστεροκρατούσα, ολόσωμη και ένθρονη η Θεοτόκος ακουμπά τα δεξιά ακροδάκτυλά Της στό γόνατο του νήπιου Κυρίου σε ένδειξη ικεσίας.
Πρόκειται για την εφέστια εικόνα κουτλουμουσιανού μετοχίου, που δεν υφίσταται πλέον, κοντά στην κώμη Στυλάρι, από όπου η επωνυμία του εικονίσματος, του νησιδίου Μαρμαράς στην Προποντίδα. Οι κάτοικοι της νήσου και όλα τα κοντινά μέρη τιμούσαν ιδιαιτέρως τη Στυλαρινή, επειδή οι προσευχές μπροστά Της και τα τάματα στη χάρη Της παρείχαν τη γιατρειά ποικίλων ασθενειών που, ελλείψει γιατρών, αφθονούσαν τον καιρό εκείνο, ώστε η Παναγία προσαπόκτησε την επωνυμία Γιάτρισσα. Η πανήγυρη του μετοχιού γινόταν το Δεκαπενταύγουστο και βαστούσε ως την Απόδοση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Επειδή το διάστημα 1916-1920 τουρκικές διώξεις, με ενδιάμεσες μικροπεριόδους ειρήνης, ξέσπασαν κατά των χριστιανών της περιοχής, σήκωσαν την Παναγία από το μετόχι για περισσότερη ασφάλεια. Τη φιλοξενούσε στο σπίτι της η παρθένος Καλλιόπη Κατραμάδου με κάθε προφύλαξη.
Για ν’ αποφευχθή το ενδεχόμενο να πέσει σε τούρκικα χέρια και να βεβηλωθει, εντοιχίσθηκε στο σπίτι της κόρης και καλύφθηκε με τοιχοποιία η πρόσοψή Της. Η περισσή ευλάβεια της Καλλιόπης τοποθέτησε κανδήλα ακοίμητη έξω από την έγκλειστη Παναγία στον τοίχο, που όποτε συνέβαινε να σβήνη, ακούγονταν αόρατα χτυπήματα ως ειδοποίηση για ανανέωση της φλόγας.
Το 1923, ύστερα απ’ τον ξεριζωμό, η Καλλιόπη μεταφέρει την εικόνα στη Χαλκίδα και την παραδίδει στον κουτλουμουσιανό μετοχιάρη του Στυλαρίου μοναχό Αγαθάγγελο, ο οποίος την παραδίδει στη Μονή της μετανοίας του στον Άθωνα. Πολλά χρόνια μετά η φύλακας και συνοδός στην Ελλάδα της Στυλαρινής-Γιάτρισσας γίνεται μοναχή στην Εύβοια με το όνομα Θεοδοσία. Η Μονή Κουτλουμουσίου έχει εγκαθιδρύσει την εικόνα στο Καθολικό και την τιμά εορταστικά στις 15 Αυγούστου και το Σάββατο του Ακάθιστου.


Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2015

ΟΣΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΗΣ

                             
  
Παταπιίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

                              Ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης 
   Πρόκειται γιά μία ἀπό τίς διαπρεπέστερες ἁγιορειτικές μορφές μέ μεγάλη ἀπήχηση καί ἀναγνωρισιμότητα τόσο στόν ἀθωνικό ὅσο καί στόν πανορθόδοξο χώρο.
   Ὁ ὅσιος Μά­ξι­μος γεν­νή­θη­κε περί τό 1270-75 στή Λάμ­ψα­κο τῆς ἀ­σι­α­τι­κῆς πλευ­ρᾶς τοῦ Ἑλ­λη­σπόν­του καί στό ἅ­γιο βά­πτι­σμα τοῦ δό­θη­κε τό ὄ­νο­μα Μα­νου­ήλ. Γιά σπου­δές δέ γί­νε­ται ἰ­δι­αί­τε­ρος λό­γος στό Βί­ο τοῦ Ὁσί­ου. Αὐ­τό ὅ­μως πού ἀ­πό πο­λύ νω­ρίς ἐκ­δη­λώ­θη­κε καί πού ἐ­πα­νερ­χό­ταν συ­νε­χῶς στή ζω­ή του, ἦ­ταν ἡ με­γά­λη του εὐ­λά­βεια καί μιά δι­ά­πυ­ρη προ­σή­λω­ση στό πρό­σω­πο τῆς Μη­τέ­ρας τοῦ Θε­οῦ, τήν ὁ­ποί­α ἔ­μελ­λε νά ἔ­χει συμ­πα­ρα­στά­τη στούς με­τέ­πει­τα ἀ­σκη­τι­κούς του ἀ­γῶ­νες. Προ­άγ­γε­λος τῶν τε­λευ­ταί­ων ἦ­ταν τό γε­γο­νός ὅ­τι τό­ση ἦ­ταν ἡ εὐ­σπλαγ­χνί­α πού ἔ­δει­χνε πρός τούς φτω­χούς, πού ὄ­χι μό­νο μοί­ρα­ζε κρυ­φά τό ψω­μί του σ’ αὐ­τούς μά καί κι αὐ­τά τά ἴ­δια του τά ροῦ­χα, μέ συ­νέ­πεια νά μέ­νει ἀρ­κε­τές φο­ρές ἐ­κτε­θει­μέ­νος στό χει­με­ρι­νό ψῦ­χος. Κά­τι ἄλ­λο πού ἐ­ξί­σου θά τόν χα­ρα­κτή­ρι­ζε στά χρό­νια πού ἀ­κο­λού­θη­σαν καί πού φά­νη­κε κι αὐ­τό ἀ­πό τά παι­δι­κά του χρό­νια, ἦ­ταν ἡ προ­σποι­η­τή διά Χριστόν σα­λό­τη­τα.
   Σέ ἡ­λι­κί­α δε­κα­ε­πτά ἐ­τῶν, ἀ­πο­φεύ­γον­τας τό γά­μο πού ἑ­τοί­μα­ζαν γι’ αὐ­τόν οἱ γο­νεῖς του καί πο­θῶν­τας τό βί­ο τῆς ἄ­σκη­σης, ἀ­να­χώ­ρη­σε ἀ­πό τό πα­τρι­κό του σπί­τι γιά τό Ὄ­ρος Γά­νος τῆς Θράκης, ὅ­που καί ἔ­γι­νε μο­να­χός ἀ­πό τό Γέ­ρον­τα Μᾶρ­κο. M­ε­τά τήν κοί­μη­ση τοῦ γέ­ρον­τά του, ὁ Μά­ξι­μος ἀ­να­χώ­ρη­σε γιά ἕ­να ἄλ­λο σπου­δαῖ­ο μο­να­στι­κό κέν­τρο πού βρι­σκό­ταν στά ὅ­ρια Θρά­κης καί Μα­κε­δο­νί­ας, τό Πα­πί­κιον Ὄ­ρος. Μέ τήν με­τα­κί­νη­σή του αὐ­τή ὁ ὅσιος Μά­ξι­μος ἐγ­και­νί­α­σε μί­α ὁ­λό­κλη­ρη σει­ρά ἀ­νά­λο­γων με­τα­κι­νή­σε­ων πού θά πραγματοποιοῦσε στήν ἑ­πό­με­νη πε­ρί­ο­δο. Στό Πα­πί­κιο ὁ ὅσιος Μά­ξι­μος συ­νάν­τη­σε μο­να­χούς πού ζοῦ­σαν ἔ­ξω ἀ­πό τόν πε­ρί­βο­λο τῆς ἐ­κεῖ μο­νῆς «εὗ­ρεν ἄν­δρας ἐξ ὁ­λο­κλή­ρου Θε­ῷ κα­θι­ε­ρω­μέ­νους, ἀ­ο­ί­κους, ἀ­στέ­γους, ἀ­τρό­φους, ἀ­ΰ­λους», πού τά κου­ρέ­λια ἦ­ταν τό μό­νο τους ἔν­δυ­μα, μή ἔ­χον­τας τήν πα­ρα­μι­κρή πε­ρι­ου­σί­α. Αὐ­τοί οἱ ἀ­να­χω­ρη­τές πρέ­πει ὁ­πωσ­δή­πο­τε νά στά­θη­καν ὁ­δο­δεῖκτες στό δρό­μο πού θά ἀ­κο­λου­θοῦ­σε ὁ Ὅσιος, ἀ­φοῦ τό με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τῆς μο­να­χι­κῆς ζω­ῆς του -ἄν ἐ­ξαι­ρέ­σου­με τήν πε­ρί­ο­δο πού αὐ­τός δι­έ­με­νε στή Με­γί­στη Λαύ­ρα– τό περ­νοῦ­σε ἔ­ξω ἀ­πό τά μο­να­στη­ρια­κά τεί­χη, πε­ρι­πλα­νώ­με­νος στήν ἀ­θω­νι­κή ἔ­ρη­μο.
   Ἀ­πό τό Πα­πί­κιο ὁ Ὅσιος κα­τευ­θύν­θη­κε πρός τήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη γιά προ­σκύ­νη­μα καί ‘‘γιά νά μή μεί­νει ἄ­γευ­στος ἀ­πό τά κα­λά πού ὑ­πῆρ­χαν σ’ αὐ­τήν καί ἀρ­θροί­ζον­τας ἔ­τσι ἀ­π’ ὅ­λα αὐ­τά πού τοῦ ἦ­ταν χρη­σι­μό­τε­ρα­’’. Στή Βα­σι­λεύ­ου­σα ἐ­πέ­λε­ξε σάν τό­πο κα­τοι­κί­ας του μί­α σκη­νή πού ἔ­στη­σε τό πιθανότερο δίπλα στό ναό τῆς Παναγίας τῆς Ὁδηγήτριας, στήν ὁμώνυμη μονή. Ἦ­ταν ἡ ἐ­πο­χή πού βα­σί­λευ­ε ὁ Ἀν­δρό­νι­κος Β΄ ὁ Πα­λαι­ο­λό­γος (1282-1328) ὁ ὁ­ποῖ­ος γνώ­ρι­σε τόν Ὅ­σιο καί ἀ­πό τό­τε τόν κα­λοῦ­σε συ­χνά στό πα­λά­τι. Ἐ­κεῖ ὁ Ὅ­σιος φαι­νό­ταν σέ ὅ­λους θαυ­μα­στός καί ἐν­τυ­πω­σί­α­ζε μέ τή σο­φί­α του καί τήν ἄρ­τια γνώ­ση τῶν Γρα­φῶν, ἄν καί ἦ­ταν «ἄ­μοι­ρος παι­δε­ί­ας ἑλ­λη­νι­κῆς»­, κάτι γιά τό ὁποῖο ὁ Μέγας Λογοθέτης, τό πιθανότερο ὁ Θεόδωρος Μετοχίτης, τόν εἰρωνευόταν.


   Στήν Πό­λη ὁ Ὅ­σιος δέν πα­ρέ­λει­ψε νά συ­να­να­στρέ­φε­ται τόν τό­τε Πα­τριά­ρχη ἅγιο Ἀ­θα­νά­σιο τόν Α΄ (1289-1293, 1303-1311) τόν ὁ­ποῖ­ο καί ὀ­νό­μα­ζε ‘‘νέ­ο Χρυ­σό­στο­μο­’’. Ἁ­γι­ο­ρεί­της ὁ ἴ­διος κα­θώς ἦ­ταν καί φι­λο­μό­να­χος, πρό­τει­νε ἐ­πα­νει­λημ­μέ­να στό Ὅ­σιο νά ἐγ­κα­τα­βι­ώ­σει σ’ ἕ­να ἀ­πό τά μο­να­στή­ρια πού ἐ­κεῖ­νος εἶ­χε ἱ­δρύ­σει στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη. Ὁ Ὅ­σιος ὅ­μως προ­τί­μη­σε νά ‘‘τα­λαι­πω­ρεῖ­ται διά Χρι­στό­ν’’ καί νά ζεῖ ὡς διά Χρι­στόν σα­λός, ἀ­γρυ­πνῶν­τας σέ μιά στο­ά τοῦ να­οῦ τῶν Βλα­χερ­νῶν. Μέ τόν τρό­πο αὐ­τό ζοῦ­σε ὁ ὅσιος Μά­ξι­μος τήν πε­ρί­ο­δο πρίν ἀ­να­χω­ρή­σει γιά τό Ἅγιον Ὄ­ρος, ὥ­στε νά μή γνω­ρί­σει ὁ κό­σμος τίς κα­τά Θε­όν ἀ­ρε­τές του καί «διὰ νὰ μὴν ἀ­πο­τι­νά­ξῃ τὸν καρ­πὸν τῆς ἀ­ρε­τῆς ὁ ἄ­νε­μος τῆς ἀν­θρω­πα­ρε­σκεί­ας».
   Ἀ­πό τή Βα­σι­λεύ­ου­σα ὁ Ὅσιος, ἀ­φοῦ τα­ξί­δευ­σε μέ­σω Θεσ­σα­λο­νί­κης ὅ­που προ­σκύ­νη­σε τόν ἅγιο Δη­μή­τριο καί τήν ὁσία Θε­ο­δώ­ρα, ἔ­φθα­σε στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος, πού ἔ­μελ­λε νά εἶ­ναι τό ἐν­δι­αί­τη­μά του γιά τό ὑ­πό­λοι­πο τῆς ζω­ῆς του. Ἀρ­χι­κά, ὁ Ὅσιος κοι­νο­βί­α­σε στή Με­γί­στη Λαύ­ρα, ὅ­που δι­α­κό­νη­σε καί ὡς ψάλ­της μιά πού κα­τεῖ­χε τή ψαλ­τι­κή τέ­χνη, καταφέρνοντας νά ψάλ­λει μέν μέ τό στό­μα του, μέ τήν καρ­διά του δέ νά προ­σεύ­χε­ται νο­ε­ρῶς.
   Ἀ­φοῦ πέ­ρα­σε ἕ­να ἀ­προσ­δι­ό­ρι­στο χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα στή Λαύ­ρα, ὁ Ὅ­σιος ἀ­να­χώ­ρη­σε γιά τίς πιό ἔρημες καί δύσβατες περιοχές, στό ἔσχατο σημεῖο τῆς ἀθωνικῆς χερσονήσου, στήν λεγόμενη ‘‘ἔ­ρη­μο­’’, πού ἐ­κτεί­νε­ται στούς νό­τιους πρό­πο­δες τοῦ Ἄ­θω. Ἐ­ρέ­θι­σμα γιά τήν με­τα­κί­νη­σή του αὐ­τή στά­θη­κε ἕ­να ὄ­νει­ρο πού εἶ­δε τρεῖς φο­ρές, μέ­σα ἀ­πό τό ὁ­ποῖ­ο ἡ Θε­ο­μή­τωρ βρε­φο­κρα­τοῦ­σα τοῦ εἶ­πε: «Δεῦ­ρο, πι­στό­τα­τε Μά­ξι­με, ἀ­κο­λο­ύ­θει μοι»­. Ἀ­φοῦ ὁ Ὅ­σιος βε­βαι­ώ­θη­κε ὅ­τι δέν πρό­κει­ται γιά ἀ­πά­τη τοῦ δι­α­βό­λου πα­ρά γιά θε­ϊ­κή ὁ­πτα­σί­α, ὁ Ὅ­σιος ξε­κί­νη­σε γιά τήν κο­ρυ­φή τοῦ Ἄ­θω. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος πα­ρέ­μει­νε μό­νος γιά τρί­α ἡ­με­ρό­νυ­κτα, ὅπου ἀξιώθηκε νά δεῖ ὀφθαλμοφανῶς τήν Κυ­ρί­α Θε­ο­τό­κο βρε­φο­κρα­τοῦ­σα, γιά μί­α ἀ­κό­μα φο­ρά, ἡ ὁποία τοῦ εἶ­πε: «Δέ­ξαι κα­τὰ δαι­μό­νων ἰ­σχύν, ὁ σε­πτὸς ἀ­θλο­φό­ρος καὶ κα­τοί­κει ἀ­τρό­μως ἐ­πὶ τὰ τοῦ Ἄ­θω­νος πρό­σπο­δα. Τοῦ­το γάρ σοι ὁ ἐξ ἐ­μοῦ τε­χθεὶς ἀ­σπό­ρως χα­ρί­ζε­ται, ἵ­να ὁ­δη­γή­σῃς πολ­λοὺς πρὸς ἐκ­πλή­ρω­σιν τῶν αὐ­τοῦ θε­ί­ων προ­στά­ξε­ων».
  Ἔ­τσι ὁ ὅσιος Μά­ξι­μος, ὑ­πα­κού­ον­τας τή Θε­ο­τό­κο, ἄρ­χι­σε νά πε­ρι­πλα­νᾶ­ται σ’ ὅ­λη τή δύ­σβα­τη αὐ­τή πε­ρι­ο­χή, στήν ὁ­ποία οἱ συν­θῆ­κες τό χει­μῶ­να εἶ­ναι ἐ­ξαι­ρε­τι­κά δύ­σκο­λες. Τό πιό πι­θα­νόν, στίς πε­ρι­πλα­νή­σεις του, νά ἔ­μει­νε γιά ἕ­να δι­ά­στη­μα κον­τά στή θάλ­λα­σα,  στή ση­με­ρι­νή το­πο­θε­σί­α τῶν Καυ­σο­κα­λυ­βί­ων, πα­ρ’ ὅ­λο πού κα­νείς ἀ­πό τούς τέσ­σε­ρις βι­ο­γρά­φους του δέν τόν συ­σχε­τί­ζουν μ’ αὐ­τήν τήν πε­ρι­ο­χή. Στό Βί­ο ὅ­μως τοῦ ὁσίου Ἀ­κα­κί­ου τοῦ Νέ­ου τοῦ Καυ­σο­κα­λυ­βί­του (1630-1730) ἱ­δρυ­τῆ τῆς σκή­της τῆς Ἁγίας Τριά­δος Καυ­σο­κα­λυ­βί­ων,  πού γρά­φη­κε στά μέ­σα τοῦ 18ου αἰ. ἀ­πό τόν ἱ­ε­ρο­μό­να­χο Ἰ­ω­νᾶ τόν Καυ­σο­κα­λυ­βί­τη († 1765) ἀ­να­φέ­ρε­ται (ἀ­πη­χῶν­τας προ­φα­νῶς ἰ­σχυ­ρή καί ζῶ­σα τό­τε σχε­τι­κή προ­φο­ρι­κή πα­ρά­δο­ση) ὅ­τι ὁ ὅσιος Ἀ­κά­κιος κα­τοί­κη­σε στό Σπή­λαι­ο ὅ­που πρίν κα­τοι­κοῦ­σε ὁ ὅσιος Μά­ξι­μος ὁ Καυ­σο­κα­λύ­βης. Στό πέ­ρα­σμα ἀ­κρι­βῶς τοῦ ὁσίου Μα­ξί­μου ἀ­πό τόν τό­πο, κα­τά τόν ἴ­διο αὐ­τό βι­ο­γρά­φο ἀλ­λά καί στή ζῶ­σα καί σή­με­ρα πα­ρά­δο­ση τῆς σκή­της, ὀ­φεί­λε­ται ἡ ὀ­νο­μα­σί­α τοῦ τό­που ‘‘Καυ­σο­κα­λύ­βια­’’. Τό πι­θα­νό­τε­ρο εἶ­ναι ὅ­τι σ’ αὐ­τήν τήν πε­ρί­ο­δο τῆς ζω­ῆς του ὁ Ὅσιος ἄρ­χι­σε ἐ­κεί­νη τή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα ἡ ὁ­ποί­α ἰ­δι­αι­τέ­ρως φαί­νε­ται νά ἐν­τυ­πω­σί­α­σε τούς συγ­χρό­νους του καί πού τοῦ ἔ­δω­σε τή προ­σω­νυ­μί­α του ‘‘Καυ­σο­κα­λύ­βης’’, καί­γον­τας τίς κα­λύ­βες πού ὁ ἴ­διος πρίν εἶ­χε κα­τα­σκευά­σει καί με­τα­κο­μί­ζον­τας ἀλ­λοῦ, μό­λις γι­νό­ταν γνω­στή ἡ κα­τοι­κί­α του.
  Ὁ Ὅσιος συ­νέ­χι­σε τόν ‘‘πλά­νη­τα’’ αὐ­τόν ‘‘βί­ο­’’ γιά δέ­κα πε­ρί­που χρό­νια καί με­τά, ἀ­κο­λου­θῶν­τας τίς συμ­βου­λές τοῦ ὁσίου Γρη­γο­ρί­ου τοῦ Σι­να­ΐ­του, ἔ­πα­ψε νά καί­ει τίς κα­λύ­βες του καί ἔ­μει­νε στα­θε­ρά σ’ ἕ­ναν τό­πο. Στό κελ­λί ἐ­κεῖ­νο, πού βρι­σκό­ταν στήν εὐ­ρύ­τε­ρη λαυρεωτική πε­ρι­ο­χή τήν λε­γό­με­νη ‘‘τοῦ κύρ Ἠ­σα­ΐ­ου’’, ἐ­κοι­μή­θη ὁ Ὅσιος, ἀ­φοῦ εἶ­χε προ­εί­πει τό τέ­λος του σέ κά­ποι­ο μο­να­χό, καί ἐ­τά­φη σέ πέ­τρι­νο μνῆ­μα πού ὁ ἴ­διος εἶ­χε ἑ­τοι­μά­σει γιά τόν ἑ­αυ­τό του, σέ ἡ­λι­κί­α ἐ­νεν­νην­τα­πέν­τε ἐ­τῶν, στίς 13 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου, τό πιθανότερο -σύμφωνα μέ ὅλες τίς ἐνδείξεις- μεταξύ τῶν ἐτῶν 1365-70. 


Σ’ αὐ­τήν τήν τε­λευ­ταί­α του κα­τοι­κί­α ἦ­ταν πού ὁ ὅσιος Μά­ξι­μος, ὑ­πο­δέ­χθη­κε, πε­ρί τό 1350, τούς βυ­ζαν­τι­νούς συμ­βα­σι­λεῖς Ἰ­ω­άν­νη Ε΄ Πα­λαι­ο­λό­γο (1341-1391) καί Ἰ­ω­άν­νη ΣΤ΄ Καν­τα­κου­ζη­νό (1347-1352)  κα­θώς καί τόν Πα­τριά­ρχη Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως ἅγιο Κάλ­λι­στο Α΄ (1350-1354 καί 1355-1356), πε­ρί τό ἔ­τος 1363 καί πε­ρί τῶν ὁ­ποί­ων οἱ προρ­ρή­σεις του ἐ­πα­λη­θεύ­τη­καν μέ ἀ­κρί­βεια.
  Στήν θαυμαστή προσωπικότητα τοῦ ὁσίου Μαξίμου δύο κυρίως εἶναι τά στοιχεῖα πού τόν χαρακτηρίζουν ἰδιαίτερα στή χορεία τῶν ἁγιορειτῶν ὁσίων: ἡ ἡσυχαστική διάσταση τῆς ἀσκήσεώς του καί ἡ διά Χριστόν σαλότητά του. 
Κα­τά τ’ ἄλ­λα, ὁ Βί­ος τοῦ ὁσίου Μα­ξί­μου εἶ­ναι γε­μᾶ­τος ἀ­πό θαυ­μα­στές ἐ­νέρ­γει­ές του, προ­ο­ρά­σεις καί δι­ο­ρά­σεις καί  θε­ρα­πεῖ­ες ἀ­σθε­νῶν, δαι­μο­νι­σμέ­νων κ. ἄ., μέ ἀ­πο­κο­ρύ­φω­μα τό ὄν­τως ἐν­τυ­πω­σια­κό καί ὑ­περ­φυ­σι­κό πού ἀ­πο­κά­λυ­ψε ὁ δεύ­τε­ρος βι­ο­γρά­φος του ὅσιος Θε­ο­φά­νης Περιθεωρίου, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πι­κα­λού­με­νος τόν Θε­ό ὡς μάρ­τυ­ρα δι­η­γή­θη­κε ὅ­τι ‘‘ἰ­δί­οις ὄμ­μα­σιν’’ εἶ­δεἱ­πτά­με­νον τόν ὅ­σιον καί ὑ­πό­πτε­ρον καί δι­α­έ­ριον’’ νά ἔρχεται πρός αὐτόν, ἀπό τά ὑψώματα τοῦ Ἄθω καί ὑπεράνω βράχων καί ψηλῶν δένδρων.
   Ὁλοκληρώνοντας τέλος τό συνοπτικό αὐτό συναξάρι, πρέπει νά ἀναφέρουμε ὅτι σημαντική εἶναι καί ἡ διδασκαλία τοῦ ὁσίου Μαξίμου, τήν ὁποῖα ὡς «φωστὴρ φωστήρων καὶ ὁδηγὸς ἀπλανὴς πλανωμένων καὶ ἀστὴρ φαεινότατος καὶ παράκλησις τῶν μοναζόντων τοῦ Ἄθωνος, πάντων τῶν μετὰ πίστεως φοιτώντων· οὐ μόνον τῶν μοναχῶν, ἀλλὰ δὴ καὶ βασιλέων στήριγμα καὶ ὁδηγὸς πρὸς ὠφέλειαν» πρόσφερε πλουσιοπάροχα. 


Ἡ ἡσυχαστική διδασκαλία τοῦ ὁσίου Μαξίμου συνοψίζεται κυρίως στό διάλογο πού ἐκεῖνος εἶχε μέ τόν ἅλλο μεγάλο Ἀθωνίτη ἡσυχαστή ὅσιο Γρηγόριο τόν Σιναΐτη. Ὁ διάλογος αὐτός μπορεῖ νά θεωρηθεῖ σταθμός στή νηπτική γραμματεία καθώς ἀ­πο­τε­λεῖ τήν δι­α­φα­νέ­στε­ρη ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς θε­ω­ρί­ας πε­ρί νή­ψε­ως καί ἐκ­στά­σε­ως τοῦ νοῦ, καί πε­ρι­γρά­φει τήν κα­τά­στα­σή του ὅ­ταν ἐλ­λάμ­πε­ται ἀ­πό τό θεῖ­ο φῶς κα­τά τήν προ­σευ­χή. Δι­α­κρί­νει δέ μέ σα­φή­νεια καί προ­σο­χή τά ση­μεῖ­α τῆς χά­ρι­τος ἀ­π’ αὐ­τά τῆς πλά­νης. Ἕ­νας ἀ­πό τούς καρ­πούς τῆς προ­σευ­χῆς εἶ­ναι καί ὁ θεῖ­ος ἔ­ρω­τας πού γεν­νι­έ­ται στήν φλε­γό­με­νη καρ­διά τοῦ προ­σευ­χο­μέ­νου. Στά τέλη τοῦ 18ου αἰ., ἕνα σημαντικό ἀπόσπασμα τοῦ διαλόγου αὐτοῦ, λό­γῳ τῆς σπου­δαι­ό­τη­τας καί ὑψηλῆς πνευματικότητάς του, συμ­πε­ρι­λή­φθη­κε ἀ­πό τούς ἁγίους Μακάριο Κορίνθου καί Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη στή Φι­λο­κα­λί­α.
   Τό γεγονός ὅτι λίγο μετά τήν ὁσιακή κοίμηση τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη καί σέ διάστημα λίγων δεκαετιῶν (τέλη 14ου-ἀρχές 15ου αἰ.), γράφηκαν πρός τιμήν του τέσσερις Βίοι (ὑπό τῶν ἱερομονάχων Νήφωνος, Θεοφάνους Περιθεωρίου, Μακαρίου Μακρῆ καί Ἰωαννικίου Κόχιλα), οἱ ὁποῖοι σέ μεταγενέστερες ἐποχές παρουσιάστηκαν σέ ἁπλούστερη δημώδη γλώσσα μέ τή βοήθεια τεσσάρων παραφράσεων (ὑπό Διονύσιου Ρήτορος, Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἰακώβου Νεασκητιώτου καί ἑνός ἑτέρου ἀγνώστου) -ὅλα τους κείμενα ἀθωνικῆς προέλευσης- ἀποδεικνύει τήν μεγάλη ἀπήχηση πού εἶχε στόν ἁγιορειτικό κόσμο ἡ ἱερή μορφή τοῦ ὁσίου Μαξίμου. Ἐδῶ θά πρέπει νά τονιστεῖ ὅτι οἱ Βίοι τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη, ἐκτός ἀπό ὑψηλοῦ ἐπιπέδου ἁγιολογικά κείμενα, ἀποτελοῦν ταυτόχρονα καί σημαντικές πηγές τόσο γιά τά θεολογικά ζητήματα τῆς ἐποχῆς (αἵρεση Μασσαλιανῶν, Ἀκινδύνου) ὅσο γιά ἱστορικά γεγονότα, πρόσωπα καί τοπωνύμια πού ἔχουν μεγάλη σημασία γιά τήν ἱστορία πού ἀφορᾶ εἰδικότερα στόν ὑστεροβυζαντινό Ἄθω καί γενικότερα τό Βυζάντιο κατά τήν ἐξεταζόμενη περίοδο. Ὁρισμένες μάλιστα ἀπό τίς πληροφορίες πού μᾶς δίνουν οἱ Βίοι, θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ὅτι ἔχουν τόν χαρακτῆρα τῆς μοναδικότητας.
    Παράλληλα, γιά τίς λειτουργικές ἀνάγκες ὅσων ἐπιθυμοῦσαν νά προστρέξουν στίς πρεσβεῖες του καί νά ἔχουν μία ἐναργέστερη σχέση μαζί του, συντέθηκαν τρεῖς Ἀκολουθίες, Παρακλητικοί Κανόνες, Χαιρετιστήριοι Οἶκοι καί πλῆθος ἄλλων ὑμνογραφημάτων (κυρίως ἀπό τούς Νήφωνα Ἀθωνίτη, Ἱερεμία Πατητᾶ, Ἰάκωβο Νεασκητιώτη, Νήφωνα Ἰβηροσκητιώτη, Ἱλαρίωνα Ξενοφωντινό καί Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη), ἐνῶ παράλληλα, οἱ πολυάριθμες ἀπεικονίσεις του στούς ἀθωνικούς ναούς ἐπέτειναν τήν παρουσία του στίς ψυχές τῶν Ἁγιορειτῶν μοναχῶν πού ἔβλεπαν σ’ αὐτόν ἕνα ἀσφαλές πρότυπο πρός μίμηση γιά τή σωστή βίωση τῶν μοναχικῶν ἀρετῶν καί τήν ἐπίτευξη τῆς σωτηρίας τους.

                                                 Ἀπολυτίκιον
                            Ἦχ.  πλ. Α΄.  Τόν συνάναρχον Λόγον.
   Μητρικῆς ἐκ νηδύος ὅσιε Μάξιμε, ἐκλογῆς ὡς δοχεῖον ἀνατεθείς τῷ Θεῷ, τοῦ θείου γνόφου ὡς Μωσῆς κατηξίωσαι, καί τά πόῤῥῳ προορᾶν, κατά τόν μέγαν Σαμουήλ, τοῦ Ἄθω τό θεῖον θαῦμα, τῆς Θεοτόκου ὁ λάτρης ᾗ καί πρεσβεύεις ὑπέρ πάντων ἡμῶν.


 

                                                ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Μακαρίου Κυδώνη, Προσκυνητάριον τῆς Βασιλικῆς καί Σεβασμίας Μονῆς Μεγίστης Λαύρας... Ἐνετίησιν 1772, σ. 58-59. Κ. Δουκάκη, Ἴασπις τοῦ νοητοῦ Παραδείσου, ἤτοι Μεγάλη Συλλογή Βίων πάντων τῶν ἁγίων τῶν καθ’ ἅπαν τό ἔτος ἑορταζομένων. Τόμος Α΄, ἐν Ἀθήναις 1889, σ. 200-217. Κουρίλα Εὐλ. μητρ. Κορυτσᾶς, Ἱστορία τοῦ Ἀσκητισμοῦ, τ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1929, σ. 88-132. E. Kourilas- F. Halkin, ‘‘Deux Vies de saint Maxime le Kausokalybe ermite au Mont Athos (XIVe siecle)’’, Analecta Bollandiana  54 (1936), σ. 42- 109. Γριτσόπουλου Τ., ‘‘Μάξιμος ὅσιος Καυσοκαλυβίτης’’, ΘΗΕ τ. 8, Ἀθῆναι 1966, στ. 624-625. Καλλιστράτου Λαυριώτου Προηγ., Ἱστορικόν Προσκυνητάριον Ἱερᾶς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας, Ἀθήνα 19762 , σ. 105, 114.  Ὁ Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (ἐκδ. Ματθαίου Λαγγῆ), τ. Α΄, Ἀθῆναι 19756, σ. 254-277. Κοτσώνη Ἰωαννικίου ἀρχιμ., Ὁ Καυσοκαλύβης (Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης, ὁ ἅγιος τῆς νοερᾶς προσευχῆς), ἐκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός 1976. Le Synaxaire. Vies de saints de l’ Eglise Orthodoxe (Adaptations française par Macaire, moine de Simonos-Pétras) t. 2, Thessalonique 1988, σ. 386-390. (Wear) Kallistos of Diokleia, ‘‘St. Maximos of Kapsokalyvia and Fourteenth-Century Athonite Hesychasm’’, στό: Chrysostomides Julian (Hrsg.), ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ.  Essays Presented to Joan Hussey for her 80 th Birthday, Camberley, Surrey 1988, σ. 409-430. PLP 16810. Talbot A.-M., ‘‘Maximos Kausokalybites’’, στό: ODB II, New York-Oxford 1991, σ. 1322-1323. Ἅγιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης. Βίος, πολιτεία καί θαύματα ὑπό Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου. Ἱερά ἀσματική καί πανηγυρική Ἀκολουθία (Εἰσαγωγή, σχόλια, ἐπιμέλεια ὑπό Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου), Ἅγιον Ὄρος 1994. ‘‘Izichasm i agiografija: razvitie obraza Sv. Maksima Kausokalyvita v žitijnoj literature XIV v.’’ στό: Vizantiiskij Vremennik 55 (1994) σ. 155-180. Ἀργυρίου Ἀ., Μακαρίου τοῦ Μακρῆ συγγράμματα, ἐκδ. Κέντρο Βυζαντινῶν Ἐρευνῶν, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 141-165.  Α. Rigo, ‘‘Massimo il Kausokalyba e la rinascita eremetica sul Monte Athos nel XIV secolo’’, στό: Atanasio e il monachesimo al Monte Athos, Atti del XII Convegno ecumenico internazionale di spiritualita ortodossa sezione bizantina, Bose, 12-14 settembre 2004, Edizioni Qiqajon, Comunita di Bose 2005, σ. 181-216. Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου, ‘‘Οἱ Μικρασιάτες ὅσιοι Ἀθανάσιος Ἀθωνίτης, Μάξιμος Καυσοκαλύβης καί Γρηγόριος Σιναΐτης. Οἱ πνευματικές τους σχέσεις καί ἡ συμβολή τους στόν ἁγιορειτικό μοναχισμό’’, Ἅγιος Νικήτας, τ. 200 (2007), σ. 229-232, τ. 201 (2007). Τοῦ ἰδίου, «Ἱερομονάχου Ἰωαννικίου Κόχιλα, Βίος ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη (14ος αἰ.). Ἔκδοση τοῦ κειμένου ἀπό τό ἀρχαιότερο χειρόγραφο», Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, τ. 819 (2007), σ. 513-577. Τοῦ ἰδίου, Ἁγιασμένες μορφές τῶν Καυσοκαλυβίων. Ἀπό τόν ὅσιο Μάξιμο ὡς τόν γέροντα Πορφύριο, ἔκδ. Ἱ. Καλύβης Ἁγίου Ἀκακίου, σειρά ‘‘Ἐρημοπολῖτες’’ ἀρ. 9, Ἅγιον Ὄρος 2007, σ. 41-52.
Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου, Ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης. Ἁγιολογία-Ὑμνογραφία-Τέχνη, ἐκδόσεις Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2010  (μεταπτυχιακή διπλωματική ἐργασία, ὅπου συγκεφαλαιώνεται ἡ περί τοῦ ὁσίου Μαξίμου βιβλιογραφία).

      


Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2015

ΜΙΑ ΣΠΑΝΙΑ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ


Στην εκκλησία της Παναγίας Κουμπελίδικης στην Καστοριά (περίπου 1260-1280) υπάρχει μια πολύ ενδιαφέρουσα και σπάνια απεικόνιση της Αγίας Τριάδoς.



Η απεικόνιση αυτή καταλαμβάνει το θόλο του εσωνάρθηκα της εκκλησίας και ο εικονογραφικός της τύπος είναι αυτός "της Πατρότητας".
 Ο Θεός Πατέρας, ολόσωμος, με τη μορφή του Παλαιού των Ημερών, κάθεται σε ένα ουράνιο τόξο κρατώντας στην αγκαλιά του ένα γενειοφόρο Χριστό σε ώριμη ηλικία (το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ο Υιός). 
  Το Άγιο Πνεύμα με τη μορφή περιστεριού έχει τοποθετηθεί στα χέρια του Χριστού μέσα σε ένα "μετάλλιο" φωτός. 
  Ο Θεός Πατέρας φέρει φωτοστέφανο σε σχήμα σταυρού. 
 Αυτό το είδος της απεικόνισης, όπου τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος αναπαριστώνται σε κάθετο άξονα είναι σπάνια στη Δυτική και Ανατολική χριστιανική τέχνη πριν από τον 13ο αιώνα.


Επιγραφές: ΙΣ ΧΣ Ο ΘΣ ΗΜΩΝ    Ο ΠΑΤΗΡ ΥΙΟΣ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟ ΑΓΙΟΝ


ΠΗΓΗ: ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΛΕΙΨΑΝΟΘΗΚΗ

Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2015

Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΘΕΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΣ (1916-2004)


Ο π. Ανδρέας, κατά κόσμον Χαράλαμπος Θεοφιλόπουλος, του Ιωάννου και της Σταθούλας, γεννήθηκε στο χωριό Λογγανίκος της Λακωνίας στις 16 Φεβρουάριου τού 1916.
Ο Γέροντας προσήλθε στο Άγιον Όρος το 1933 (σε ηλικία 17 ετών). Εκεί ήδη μόναζε ο κατά σάρκα αδελφός του μοναχός Παντελεήμων στην Κερασιά, περιοχή άνω των Κατουνακίων, όπου εκάρη μοναχός στο Κελλί του Τίμιου Προδρόμου. Εκεί παρέμεινε περίπου δέκα χρόνια, μέχρι το 1942. Αυτή την περίοδο εμπλούτισε τις γνώσεις του «παρά τούς πόδας» τού Γέροντος Γερασίμου Μικραγιαννανίτου.
«Αργότερα[1] μόνασε με τον Γέροντά του Ιωακείμ (ο όποιος εκάρη μοναχός από τον γερο-Όνούφριο τον Διαβαστή στο γνωστό Κελλί της Παναγούδας) και τον παράδελφό του Θεόδωρο στο Ιβηρίτικο κελλι των Αγίων Θεοδώρων, που απέχει απ' τις Καρυές μια ώρα με τα πόδια (καταγκρεμισμένο δυστυχώς σήμερα). Πορίζονταν τα προς το ζην, όπως περίπου όλοι οι κελλιώτες, απ' την κτηματοκαλλιεργητική παραγωγή και απ' το έργόχειρό τους, που ήταν η κατασκευή ξύλινων γουδιών με χειροκίνητο τόρνο.
Παραλλήλως όμως με αυτά ο π. Άνδρέας σημείωνε επιτυχίες στην καλλιγραφία ιερών Ακολουθιών, επιδιδόμενος δε συστηματικώς στα της θεωρίας και πράξεως της Βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής, έφθασε στο σημείο να είναι όχι μόνο λίαν επιθυμητός ως ευάκουστος ψάλτης αλλά και ως ικανός προς διδασκαλία.
[1] Αναμνήσεις Επισκόπου Ροδοστόλου Χρυσοστόμου Λαυριώτου.

 Το ότι οι πατέρες, Άνθιμος Ιβηρίτης, πού αναγνωριζόταν απ' όλη την Ιβηρίτικη αδελφότητα ως λίαν επιτυχώς πληρών τα μέτρα και τις ψαλτικές απαιτήσεις των αγρυπνιών στο Καθολικό, και ο στο Κουτλουμουσιανό κελλί του άγιου Σπυρίδωνος (Κερκυραίων) μονάζων και απ' όλη την μεγάλη εκείνη κελλιογειτονιά και δη και πέραν αυτής θαυμαζόμενος για την καλλιφωνία του διακο-Σωφρόνιος, ήσαν μαθηταί του πατρός Ανδρέου, ούδενός αντιλέγοντος, τον διεφήμισε και τον καθιέρωσε ως μουσικοδιδάσκαλο σε όλη την εκεί περιοχή. Αφ' ης στιγμής μάλιστα, αποφάσει της Ιεράς Κοινότητος, προσελήφθη ως γραμματεύς της (1953-1966) και εν συνεχεία ως αριστερός ψάλτης στο Πρωτάτο των Καρυών, -με δεξιό τον από δεκαετιών ήδη πασίγνωστο για την καλλιφωνία Διακογιάννη- αναγνωρίστηκε πλέον κι αυτός ως τοιούτος ευρυτερον...». Μετέπειτα διετέλεσε και γραμματεύς της Ι.Μ. Σιμωνόπετρας.
Νεώτατος διδάχθηκε την πατρώα βυζαντινή μουσική τέχνη από τους ιερομόναχο Ιωάσαφ και πατέρες Ευγένιο Ραλλίδη και Μάξιμο τους Καυσοκαλυβίτες.



Εκτός από πάμπολλα πνευματικά βιβλία με τις πολλές επανεκδόσεις, όπως
α) η «Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας»,
β) «Άγιον Όρος» (Ιστορικός και Προσκυνηματικός οδηγός (1969),
γ) «Σύμβουλος του Πνευματικού»,
δ) «Η άλήθεια» (Σύμβουλος πνευματικού προσανατολισμού) (1991),
ε) «Αλφαβητάριον Σοφίας» (1984),
στ) «Ανθολογία ποιημάτων» (1980),
ζ) «Συνομιλία με το φως»,
η) «Ανέκδοτα διηγήματα»,
θ) «Ό Απ. Πέτρος δεν πήγε ποτέ στη Ρώμη» κ.ά., συνέγραψε ή μάλλον μελοποίησε και εξέδωσε πολλά μουσικά βιβλία όπως τη Συνοπτική Θεωρία (1969), Εγκόλπιο Εσπερινού, Εγκόλπιο Όρθρου (1973), Ιερά Άσματα τής Θείας Λειτουργίας (1992) (με πολλά δικά του μελουργήματα), Αναστασιματάριο Ιωάννου Πρωτοψάλτου (1983), Ιερόν Ανθολόγιον (1990), Μουσικόν Απάνθισμα κ.ά.
Το 1979 μάλιστα καταρτίζει τον τρίτο τόμο του «Ταμείου Ανθολογίας» πού εκδίδεται από τον εκδοτικό οίκο Βασιλείου Ρηγοπουλου στη Θεσσαλονίκη. Ηχογράφησε επίσης τις ασκήσεις και τούς ύμνους από τα μουσικά του βιβλία σε κασέτες. Στους μαθητές του συγκαταλέγεται ό Απόστολος Παπαδόπουλος, νυν πρωτοψάλτης τού Μητροπολιτικού Ναού Αθηνών. Όλο το έργο του βρίσκεται σήμερα στη συλλογή τού Μουσικού Μουσείου Θεσσαλονίκης. Αρκετά μαθήματά του παραμένουν ανέκδοτα.
Στα τέλη τής ζωής του, το 1995, χειροτονήθηκε διάκονος από τόν Μητροπολίτη Ν.Ιωνίας Κωνσταντίνο, στην Αγία Ευθυμία Χαλκηδόνος, και ιερεύς αργότερα, στον Άγιο Γεώργιο Ηρακλείου. Έλαβε δέ και τό οφίκιο τού Πνευματικού στην Αγία Παρασκευή Ν.Ιωνίας. Η κοίμησίς του από καρδιακή  ανεπάρκεια στις 12 Μαρτίου του 2004, το μεσημέρι της Παρασκευής των Β' Χαιρετισμών, γέμισε με θλίψη τις καρδιές μας, άλλα και ελπίδα της παρά τον Κύριον αναπαύσεώς του. Η κηδεία του ετελέσθη την επόμενη μέρα στον Προφήτη Ηλία Αττικής, προηγηθείσης Θείας Λειτουργίας.
Τό «Γεροντικόν του Αγίου Όρους» εκδόθηκε πρώτη φορά το 1978 και από τότε λόγω της σπουδαιότητός του εγνώρισε τουλάχιστον έξι εκδόσεις έως αυτής του 1998.
  
κείμενα: 

Πρεσβύτερος Χρυσοβαλάντης Θεοδώρου

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΓΙΑ ΟΛΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

 
Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

Ἅγιον Ὄρος καί κόσμος... Γνωρίζουμε ὅλοι καί εἰδικότερα ὅσοι ἔχουν ἐπισκεφθεῖ τό Ἅγιον Ὄρος, ὅτι ἡ ἀθωνική πολιτεία εἶναι ἕνας ἰδιαίτερος τόπος, πού βρίσκεται πραγματικά μακρυά ἀπό τόν «κόσμο», ἐκτός τοῦ κόσμου, μακράν τοῦ κόσμου, ἀλλά ταυτόχρονα, ὁλόκληρη ἡ ἁγιορειτική μοναστική κοινότητα, ἐδῶ καί χίλια τριακόσια χρόνια, ἀπό τότε πού ὑπάρχει, εὔχεται καί προσεύχεται συνεχῶς ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου, ὑπέρ τοῦ σύμπαντος κόσμου. Μακρυά λοιπόν ἀπό τόν κόσμο, ἐκτός τοῦ κόσμου, ἀλλά εὐχόμενοι οἱ πατέρες, νύχτα καί μέρα, θά λέγαμε, συνεχῶς ὑπέρ τοῦ σύμπαντος κόσμου.
 

 Ἅγιον Ὄρος καί κόσμος… αὐτές οἱ ἀντιφατικές σέ πρώτη ἀκρόαση ἔννοιες, νομίζω ὅτι δέν εἶναι καί τόσο ἀντιφατικές. Ἄλλωστε ἐμεῖς ἐδῶ στά Μοναστήρια καί τίς Σκῆτες, μπορεῖ μεγάλο μέρος τῆς ἡμέρας νά τό ἀναλώνουμε μέσα στά διακονήματα καί τά ἐργόχειρα, τά ὁποῖα πολλές φορές εἶναι κουραστικά καί χρονοβόρα, ὅμως ὅταν θα βρεθοῦμε μέσα στόν ναό, εἴτε στό Καθολικό τῆς μονῆς εἴτε στό Κυριακό τῆς σκήτης, εἴτε στό παρεκκλήσι ἐδῶ τοῦ ἡσυχαστηρίου μας, θά ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό ὅλες αὐτές τίς μέριμνες τῶν διακονημάτων καί τῶν ἐργοχείρων, πού ἔχουμε τίς καθημερινές, καί θά βρεθοῦμε ἐνώπιος ἐνωπίῳ μέ τόν Θεό, καί μέσα ἀπ᾿ αὐτό τόν διάλογο μέ τόν Θεό, δέν θά ξεχάσουμε ὁπωσδήποτε καί τόν κόσμο. 


Θά προσευχηθοῦμε γιά ὅλους, μέσα στίς πολύωρες ἀγρυπνίες πού ἔχουμε. Ὁ νοῦς μας, ἑνωμένος μέ τόν Θεό θά στραφεῖ καί θά περιτριγυρίσει μέσα στά νοσοκομεῖα, ὅπου ἄλλοι χαροπαλεύουν, ἄλλοι ὑποφέρουν, σέ ἀνθρώπους πού πιέζονται καί στεροῦνται ἀκόμα καί τά ἀναγκαῖα τώρα μέ τήν οἰκονομική κρίση, στούς ἄνεργους, σέ οἰκογένειες πού κάποιο μέλος τους εἶναι μπλεγμένο μέ τά ναρκωτικά, σέ ζευγάρια πού τό διαζύγιο κτυπάει ἀπειλητικά τήν πόρτα τοῦ σπιτικοῦ τους, στά τόσα προβλήματα πού ἔχει ὁ κόσμος καί εἰδικότερα οἱ νέοι ἄνθρωποι. 



Ὅλους θά τούς πάρουμε στήν προσευχή μας, στό κομποσχοίνι μας, στήν ἁγία προσκομιδή, καί τούς δικούς μας, τούς γνωστούς ἀλλά καί τούς ἀγνώστους. Ὁ νοῦς μας θά τρέξει στόν κόσμο, ἀλλά πάντα μέσα ἀπ᾿ αὐτήν τήν προοπτική πού σᾶς εἶπα.


Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο τοῦ μοναχοῦ Παταπίου Καυσοκαλυβίτου, Ἅγιον Ὄρος. Βηματίζοντας στὄν τόπο καί τήν ἱστορία του, Ἅγιον Ὄρος 2011

 
Οἱ φωτογραφίες εἶναι τοῦ συγγραφέα καί προέρχονται ἀπό τόν ἑορτασμό τῶν Θεοφανείων στή Μονή Ἰβήρων, τόν Ἰανουάριο τοῦ 2014.

Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2015

ΜΝΗΜΗ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΡΩΜΑΝΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ

5 Ιανουαρίου:  Μνήμη του Οσιομάρτυρα Ρωμανού του Καυσοκαλυβίτου (+1694)

Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου


ἱερά σκήτη Ἁγίας Τριάδος Καυσοκαλυβίων ἔχει στενές πνευματικές σχέσεις μέ τήν ἱστορική καί ἁγιοτόκο περιοχή τῶν Ἀγράφων, πού ἄρχονται ἀπό τήν ἐγκατάσταση στή ἀσκητική περιοχή τῶν Καυσοκαλυβίων, τό 1660, τοῦ μετέπειτα ἱδρυτοῦ τῆς σκήτης ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου.
Ὁ ὁσιομάρτυς Ρωμανός γεννήθηκε στό Σόβολακ τῆς ἐπαρχίας Λυτζᾶς καί Ἀγράφων, σημερινό Ἀσπρόπυργο Εὐρυτανίας Οἱ γονεῖς του, πτωχοί ποιμένες ἀλλ’ εὐσεβεῖς Χριστιανοί ἦσαν ἀγράμματοι. Τό ἴδιο ἴσχυσε καί γιά τόν καρπό τους, ὁ ὁποῖος ἀρκεῖτο στό ὅτι γνώριζε πώς ἦταν Χριστιανός. Ἡ γενέτειρά του βρισκόταν πλησίον τῆς ἱστορικῆς μονῆς Προυσοῦ, στήν ὁποία καί ἀρχικά εἰσῆλθε γιά νά μονάσει.
Ἀργότερα ταξίδεψε γιά τήν Κωνσταντινούπολη καί ἀπό ἐκεῖ στή Μυτιλήνη πρός ἐξεύρεση ἐργασίας. Ἐκεῖ εὐρισκόμενος, περνώντας ἕνα πλοῖο μέ προσκυνητές τῶν Ἁγίων Τόπων, ἄκουσε κάποιους ἀπ’ αὐτούς νά διηγοῦνται γιά τόν Πανάγιο Τάφο ὥστε ἡ εὐσέβεια παρακινήθηκε στή ψυχή του τόσο, ὥσπου ἀποφάσισε νά ἀναχωρήσει κι αὐτός γιά τά Ἱεροσόλυμα ὅπου φθάνοντας, κατευθύνθηκε στή Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα. Κατά τήν ἐκεῖ παραμονή του, ἄκουγε τά ἀναγνώσματα γιά τά μαρτύρια τῶν Ἁγίων καί γιά τά ὅσα αὐτοί ὑπέμειναν γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί ἀφοῦ ρώτησε τούς ἐκεῖ ἐνασκουμένους πατέρες, πληροφορήθηκε γιά τά ἀγαθά πού μέλλουν νά ἀπολαύσουν ὅσοι σωθοῦν. Ἔτσι ἐπιθύμησε νά γίνει κι αὐτός μέτοχος τῶν θείων αὐτῶν ἐπαγγελιῶν. Τότε πῆγε στόν πατριάρχη τῶν Ἱεροσολύμων στόν ὁποῖο ἐμπιστεύθηκε τό σκοπό του νά μαρτυρήσει γιά τόν Χριστό. Ὁ πατριάρχης ὅμως τόν ἀποθάρρυνε, φοβούμενος μήν ἐπακολουθήσει κάποιο κακό γιά τά Προσκυνήματα, ἀπό τήν ὀργή τῶν Τούρκων.
Ὁ Ἅγιος ὅμως, ποθώντας τό μαρτύριο, ἀναχώρησε γιά τή Θεσσαλονίκη, ὅπου ὁμολόγησε μέ παρρησία μπροστά στόν Τούρκο κριτή τή χριστιανική του πίστη. Τότε οἱ Τοῦρκοι τόν ἔδειραν μέ σφοδρότητα ἐξαναγκάζοντάς τον νά ἐξωμόσει. Βλέποντας ὅμως ὅτι δέν πείθεται, ἀποφάσισαν νά τόν θανατώσουν. Πρῶτα ὅμως τοῦ ἔκαναν πολλά βασανιστήρια. Ὁ διοικητής ὅμως τοῦ στόλου πού στάθμευε στή Θεσσαλονίκη -καθώς ἔτυχε νά βρίσκεται ἐκεῖ- ζήτησε ἀπό τούς δικαστές νά τοῦ τόν δώσουν σάν δοῦλο-κωπηλάτη γιά ἕνα ἀπό τά πλοῖα του, κρίνοντας τήν ἰσόβιο αὐτή καταδίκη του ὡς μεγαλύτερη ἀπό τόν διά ξίφους θάνατο· πρόταση μέ τήν ὁποία οἱ δικαστές ἔμειναν σύμφωνοι. Ἀργότερα ὅμως, κάποιοι Χριστιανοί, κατάφεραν καί ἐλευθέρωσαν τόν Ἅγιο, ἐξαγοράζοντάς τον καί τόν ἔστειλαν στό Ἅγιον Ὄρος.
Φθάνοντας ὁ Ἅγιος στόν ἱερό Ἀθω, τό πιθανότερο στά τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 1680 -ἀφοῦ σύμφωνα μέ τό Βίο «ἔμεινεν μετά τοῦ γέροντος Ἀκακίου χρόνον ἱκανόν»- κατευθύνθηκε στά Καυσοκαλύβια, ὅπου ὑποτάχθηκε στό συμπατριώτη του ὅσιο Ἀκάκιο τόν Καυσοκαλυβίτη. Παρ’ ὅλο ὅμως πού ἀγωνιζόταν ἀσκούμενος πολλές φορές πάνω ἀπό τίς ἀνθρώπινες δυνάμεις, ὁ λογισμός του στρεφόταν συνεχῶς γύρω ἀπό τό μαρτύριο, μή βρίσκοντας εἰρήνη καί συμπεριφερόμενος ὡς ξένος καί πάροικος στήν παροῦσα ζωή. Ἔτσι, μετά ἀπό πολλές νηστεῖες καί προσευχές ὅπου γέροντας καί ὑποτακτικός παρακαλοῦσαν τόν Θεό νά τούς πληροφορήσει γιά τήν ἔκβαση τοῦ μαρτυρίου, τούς ἀποκαλύφθηκε ἡ ταύτιση τοῦ θείου θελήματος μέ τόν πόθο τοῦ δεύτερου γιά τό μαρτύριο. Τότε, ἀφοῦ ὁ μάρτυς κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς -τό πιθανότερο τοῦ ἔτους 1693- ἔγινε μεγαλόσχημος μοναχός ἀπό τόν ὅσιο Ἀκάκιο, λαμβάνοντας τό ὄνομα Ρωμανός, ἀναχώρησε μέ τήν εὐχή τοῦ Ὁσίου καί τῶν λοιπῶν πατέρων, γιά τό ποθούμενο. Φθάνοντας στά Ἱεροσόλυμα καί προκειμενου νά προκαλέσει τούς Τούρκους, θέλησε νά μπεῖ μέ παρρησία στό ἱερό τέμενος τῶν Μουσουλμάνων. Ὅταν ὅμως πληροφορήθηκε ὅτι αὐτή του ἡ ἐνέργεια θά προκαλοῦσε μεγάλη ζημιά τόσο στόν Πανάγιο Τάφο ὅσο καί στά λοιπά Προσκυνήματα, ματαίωσε τό σκοπό του καί ἀναχώρησε γιά τήν Κωνσταντινούπολη.
Φθάνοντας ἐκεῖ, βρῆκε ἕναν θαυμαστό τρόπο γιά νά προκαλέσει τούς Τούρκους. Πιάνοντας ἕνα σκυλάκι καί δένοντάς το μέ τή ζώνη του, τό ἔσερνε μέσα στό παζάρι. Βλέποντάς τον ὅμως οἱ Ἀγαρηνοί μ’ αὐτή τήν ἔμφάνιση, τόν ρώτησαν γιά ποιό λόγο σέρνει ἔτσι τόν σκύλο. Τότε ὁ Ρωμανός ἀποκρίθηκε: «Γιά νά τόν τρέφω, καθώς οἱ Χριστιανοί τρέφουν ἐσᾶς τούς ἀσεβεῖς».
Τότε αὐτοί ἀκούγοντάς τον, τόν ἔφεραν στό Βεζύρη, ὁ ὁποῖος μέ τή σειρά τόν παρέδωσε στούς βασανιστές. Αὐτοί τότε τόν ἔριξαν ἀρχικά σ’ ἕνα ξεροπήγαδο, ὅπου ἔμεινε ἄσιτος γιά σαράντα ὁλόκληρες ἡμέρες. Ἔπειτα τόν ἔβγαλαν καί ἄρχιζαν νά τόν βασανίζουν παντοιοτρόπως. Παρ’ ὅλα ὅμως αὐτά δέν κατάφεραν τό σκοπό τους· νά τόν πείσουν δηλαδή νά ἐξωμόσει. Τέλος, ὁ Βεζύρης, ἀποφάσισε τή θανάτωσή του.
Καθώς δέ ἔφερναν τόν Ἅγιο στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου του, ἐκεῖνος βάδιζε γρήγορα καί μέ χαρά καί ὅποιον Χριστιανό συναντοῦσε στό δρόμο, τόν χαιρετοῦσε κάνοντας εὐλαβικό σχῆμα. Συνέβη δέ, κατά τό μεσημέρι πού περνοῦσε ἡ μαρτυρική πομπή ἔξω ἀπό ἕνα τζαμί, ἕνας χότζας πού βρισκόταν πάνω στό μιναρέ, νά ἀρχίζει νά ἐξυμνεῖ τόν ψευδοπροφήτη του. Κυττάζοντάς τον τότε ὁ Ἅγιος τόν ἔφτυσε. Καί παρευθύς οἱ δήμιοι τοῦ ἔκοψαν τή γλώσσα, τήν ὁποία μάλιστα ἔβγαλε μέ προθυμία ὁ ἴδιος. Στή συνέχεια, φθάνοντας στόν τόπο τῆς καταδίκης, ἀφοῦ εὐχαρίστησε τόν Θεό, ἔλαβε μέ χαρά τοῦ μαρτυρίου τόν στέφανο, τήν δεκάτη ἐνάτη Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 1694. Τό δέ τίμιο αὐτοῦ λείψανο, ἀμέσως μόλις ἀπέκοψαν τήν τιμίαν του κεφαλή, ἔπεσε πρός Ἀνατολάς σάν νά ἦταν ζωντανό. Αὐτό τό σημεῖο ὅμως ἔκανε νά φθονήσουν οἱ δήμιοι περισσότερο. Γιά τρεῖς δέ ἡμέρες ἕνα οὐράνιο φῶς φώτιζε τό τίμιο λείψανο τοῦ Μάρτυρα, κάτι τό ὁποῖο ἔβλεπαν μέ θαυμασμό ὅλοι ὅσοι φύλαγαν ἐκεῖ. Καί καθώς ἔτυχε νά βρίσκεται στή Βασιλεύουσα τίς ἡμέρες ἐκεῖνες ἕνα ἀγγλικό καράβι, ὁ πλοίαρχος καί οἱ ναῦτες του, βλέποντας ὅλ’ αὐτά τά θαυμαστά γεγονότα, ἐξαγόρασαν τό τίμιο λείψανο ἀπό τούς Τούρκους, γιά πεντακόσια ἀργυρά νομίσματα, καί τό μετέφεραν στόν τόπο τους.
Τά περί τοῦ μαρτυρίου τοῦ ὁσιομάρτυρος Ρωμανοῦ, διηγήθηκαν ἀργότερα στόν ὅσιο Ἀκάκιο τόν Καυσοκαλυβίτη, δύο ἀδέλφια, αὐτόπτες μάρτυρες τῆς ἀθλήσεώς του, πού ἐξ αἰτίας αὐτῶν τῶν θαυμαστῶν γεγονότων, ἔγιναν μοναχοί στό Ἅγιον Ὄρος· ὁ ἕνας ὁ Χριστοφόρος στή μονή Κουτλουμουσίου καί ὁ ἄλλος, πού πῆρε τό ὄνομα Ἀγάπιος, στή μονή Δοχειαρίου, ὅπου ἀφιέρωσε ἕνα μανδῆλι ἐμποτισμένο μέ μαρτυρικό αἷμα τοῦ ὁσιομάρτυρος Ρωμανοῦ.

Στό παρεκκλήσι τῆς Κοιμήσεως Θεοτόκου τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου ὅπου καί ἀσκήθηκε ὁ ὁσιομάρτυς Ρωμανός, εἶναι ἱστορημένη στήν ἀψίδα τοῦ βόρειου χοροῦ, μία ἐνυπωσιακή τοιχογραφία τοῦ ἔτους 1759 πού ἀποδίδεται στό ἐργαστήριο τοῦ ἱερομονάχου Παρθενίου τοῦ ἐξ Ἀγράφων, καί ἡ ὁποία ἔχει ὡς πηγή συνθέσεως τό Βίο τοῦ ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου. Ἡ σύνθεση ἐξιστορεῖ τήν δι’ ὁράματος ἐμφάνιση στόν ὅσιο ἱδρυτή τῆς σκήτης Καυσοκαλυβίων, τοῦ ὁσιομάρτυρος Ρωμανοῦ, πού ἀπεικονίζεται ἐδῶ μέ λευκά ἀστραποβόλα ἱμάτια. Συγκεκριμένα, πρίν ὁ ὁσιομάρτυς Ρωμανός ἀναχωρήσει γιά τό μαρτύριό του, ἔκανε μέ τόν γέροντά ὅσιο Ἀκάκιο μία συμφωνία· ὅτι δηλαδή, ἐάν μέν τελειώσει ὁ Ρωμανός τή ζωή του στό μαρτύριο, τότε νά εἶναι πρέσβυς στό Θεό γιά τή σωτηρία τοῦ Ὁσίου καί μετά τόν θάνατό του νά συγκατοικοῦν στή βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ὁ δέ Ἀκάκιος, μέχρις ὅτου ὁ Ρωμανός ἀξιωθεῖ τοῦ μαρτυρικοῦ στεφάνου, νά προσεύχεται στό Θεό ἀδιάκοπα γι’ αὐτόν. Ἐπιπλέον, ὁ ὅσιος Ἀκάκιος συμφώνησε νά παραμείνει στό Σπήλαιο μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του. Μετά ὅμως ἀπό τό μαρτύριο τοῦ ἁγίου Ρωμανοῦ, ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ἐγκατέλειψε γιά λίγους μῆνες τό σπήλαιο τῆς ἀσκήσεώς του καί μετέβη στό Κελλί τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου πού βρίσκεται πάνω ἀπό τά Καυσοκαλύβια. Ἐκεῖ κάποτε, καθώς προσευχόταν, ἦλθε σέ ἔκσταση καί βλέπει τόν ἅγιο Ρωμανό, νά λάμπει μ’ ἕναν ἀπερίγραπτο τρόπο. Τό πρόσωπό του ἀκτινοβολοῦσε περισσότερο κι ἀπό τόν ἥλιο, μέσα στή δόξα τοῦ Θεοῦ, ὅπου βρισκόταν. Στρέφοντας ὅμως τό θεοειδές ἐκεῖνο πρόσωπο ἀπό τόν Γέροντα, ἔδειχνε τήν δυσαρέσκειά του γιά τήν παράβαση τῆς συμφωνίας, μέ τό νά ἀναχωρήσει ἀπό τό Σπήλαιο. Ὁ δέ Ὅσιος, πέφτοντας στά γόνατα, τόν παρακαλοῦσε νά τόν κυττάξει μέ εὐμένεια καί συμπάθεια καί νά τοῦ συγχωρήσει τό σφάλμα πού ἔκανε. Ἀλλ’ ὅμως ὁ Ὁσιομάρτυς δέν κάμφθηκε ἀπό τίς παρακλήσεις τοῦ Ὁσίου καί ἔγινε ξαφνικά ἄφαντος. Ἔπειτα ἀπ’ αὐτό, ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ἐπέστρεψε ἀμέσως στό σπήλαιο τῶν Καυσοκαλυβίων. Καί ἐκεῖ προσευχόμενος, πολλές φορές ξαναεῖδε τόν ἅγιο Ρωμανό, λουσμένο πάλι στό ἄκτιστο φῶς· πλήν ὅμως ὄχι μέ τήν ἴδια αὐστηρή ἔκφραση. Ἀλλ’ ἔχοντας βλέμμα χαρωπό καί γλυκύτατο, μετά τή συμφιλίωσή τους, τόν παρηγοροῦσε μέ ἐνθαρρυντικά λόγια.
Τήν περίοδο 1995-1996 καί σέ περίοπτη θέση τῆς γενέτειρας τοῦ ὁσιομάρτυρος, κτίστηκε παρεκκλήσι πρός τιμήν του. Μέ εὐλαβῆ ἐξάλλου αἰσθήματα οἱ συμπατριῶτες του διασώζουν μέχρι σήμερα τό πατρικό του ἐπώνυμο τῶν Πλακέων καί τό μητρικό του τῶν Ἀνδρουτσαίων. Ἀκολουθία τοῦ ὁσιομάρτυρος Ρωμανοῦ, ποίημα Νήφωνος μοναχοῦ Ἰβηροσκητιώτου τοῦ ἔτους 1892, πρωτοεκδόθηκε τό 1937. Ἑτέρα Ἀκολουθία συνέταξε ὁ μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, πού ἐκδόθηκε τό 1981. Ὁ ὁσιομάρτυς Ρωμανός συνυμνεῖται ἐπίσης στίς ἑξῆς Ἀκολουθίες: Εὐρυτάνων Ἁγίων, Ἁγιορειτῶν Πατέρων, Νεομαρτύρων, Λαυριωτῶν Ἁγίων, Καυσοκαλυβιτῶν Ἁγίων καθώς καί στήν Ἀκολουθία τοῦ ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, ποίημα τοῦ ἐπίσης Ἀγραφιώτου ἱερομονάχου Ἰωνᾶ τοῦ Καυσοκαλυβίτου, ὁ ὁποῖος συνέταξε καί τό Μαρτύριο τοῦ ἁγίου Ρωμανοῦ. Ἐπιτομή τοῦ παραπάνω Μαρτυρίου ἐξέδωσε ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στό Νέο Μαρτυρολόγιο.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχ. δ΄. Ὁ ὑψωθείς ἐν τῷ σταυρῷ (Νήφωνος μοναχοῦ).
Ἀσκητικῶς προγυμνασθείς ἐν τῷ Ἄθῳ, ταῖς Ἀκακίου διδαχαῖς τοῦ ὁσίου, καί ἐξ αὐτοῦ λαβών τήν θείαν βούλησιν, ὑποστῆναι ἔδραμες, μαρτυρίου τάς θλίψεις, ἅμα καί τόν θάνατον, Ρωμανέ καί παρέστης, στεφανηφόρος μάρτυς τῷ Χριστῷ, ὑπέρ ἡμῶν τοῦ πρεσβεύειν πανένδοξε.

Βιβλιογραφία 
ΙΩΝΑΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ ΙΕΡΟΜ., Βίοι νεοφανῶν Μαρτύρων ἐν τῇ καθομιλουμένῃ, Κώδ. 2 Καλύβης Ἁγίου Ἀκακίου Καυσοκαλυβίων, σ. 503-519. ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Συναξαριστής, Βενετία 1819, σ. 13, 132. ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Νέον Μαρτυρολόγιον, Ἀθῆναι 1856, σ. 104. Κ. ΣΑΘΑΣ, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη τ. Γ΄, Βενετία 1876, σ. 133-134. Κ. ΔΟΥΚΑΚΗΣ, Μέγας Συναξαριστής, Ἀθῆναι 1889-1896, σ. 117-120. H. DELEHAYE, ‘‘Greek Neomartyrs’’, The Constructive Quarterly 9 (1921), σ. 706. Σ. ΕΥΣΤΡΑΤΙΑΔΗΣ, Ἁγιολόγιον, Ἀθῆναι χ. χρ. ἐκδ., σ. 411. Ε. ΚΟΥΡΙΛΑΣ, Ἱστορία τοῦ Ἀσκητισμοῦ, Θεσσαλονίκη 1929, σ. 75-76, 84-85.Χ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Οἱ Νεομάρτυρες, Ἀθῆναι 1934, σ. 74. ΝΗΦΩΝ ΙΒΗΡΟΣΚΗΤΙΩΤΗΣ ΜΟΝ., ‘‘Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου νέου ὁσιομάρτυρος Ρωμανοῦ τοῦ ἀπό Καρπενησίου, μαθητοῦ τοῦ ἁγίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου. Ἀντιγραφεῖσα ἐξ ἀρχαίου χειρογράφου τῆς Καλύβης Ἁγίου Ἀκακίου’’, Ἁγιορειτική Βιβλιοθήκη 5 (1937), σ. 1-19. Β. ΜΑΤΘΑΙΟΣ, Ὁ Μέγας Συναξαριστής τ. 2, Ἀθῆναι 1956, σ. 269. ΘΗΕ τ. 10, στ. 924. O. MEINARDUS, The Saints of Greece, Athens 1970, σ. 182. ΠΕΡΑΝΤΩΝΗΣ, Λεξικόν τῶν Νεομαρτύρων (Οἱ Νεομάρτυρες ἀπό τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως μέχρι τῆς ἀπελευθερώσεως τοῦ δούλου Ἔθνους), τ. Γ΄, Ἐν Ἀθήναις 1972, σ. 443-447. Β. ΨΕΥΤΟΓΚΑΣ, ‘‘Μαρτυρολόγια νεομαρτύρων (συγγραφεῖς, συλλογές καί ἐκδόσεις)’’, Ἱερά Μητρόπολις Θεσσαλονίκης, Πρακτικά Θεολογικοῦ Συνεδρίου εἰς τιμήν καί μνήμην τῶν Νεομαρτύρων (17-19 Νοεμβρίου 1986), Θεσσαλονίκη 1998, σ. 86. Γ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΑΡΧΙΜ., ‘‘Βιβλιογραφία εἰς ἀκολουθίας νεομαρτύρων’’, Ἱερά Μητρόπολις Θεσσαλονίκης, ὅ.π., σ. 585. Κ. ΒΑΣΤΑΚΗΣ ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ., Εὐρυτανικόν Λειμωνάριον, Ἐν Ἀθήναις 1978, σ. 99-110. ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΙΚΡΑΓΙΑΝΝΑΝΙΤΗΣ ΜΟΝΑΧΟΣ, Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου ὁσιομάρτυρος Ρωμανοῦ τοῦ Νέου τοῦ ἐξ Ἀσπροπύργου Εὐρυτανίας, Ἐν Ἀθήναις 1981. ΠΑΤΑΠΙΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ ΜΟΝΑΧΟΣ, Ἅγιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ἀπό τό περιβόλι τῆς Παναγίας στόν κῆπο τοῦ Θεοῦ, Ἅγιον Ὄρος 2001, σ. 89-111, 209-210. ΠΑΤΑΠΙΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ ΜΟΝ. –Μ. ΒΑΡΒΟΥΝΗΣ, Καυσοκαλυβίτικα Νεομαρτυρολογικά, Θεσαλονίκη 2003, σ. 23-26, 46-48. ΠΑΤΑΠΙΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ ΜΟΝ., Ἁγιασμένες μορφές τῶν Καυσοκαλυβίων, Ἅγιον Ὄρος 2007, σ. 75-83.