Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2013

ΜΝΗΜΗ ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΤΟΥ ΛΕΠΡΟΥ

Μνήμη τοῦ ὁσίου  Νικηφόρου τοῦ Λεπροῦ
 


Μὲ ἰδιαίτερη κατάνυξη, σήμερα 04/01/2013 (κατὰ τὸ Ἁγιορείτικο Ἡμερολόγιο), ἐορτάστηκε γιά πρώτη φορὰ μετὰ τὴν προσφάτη ἁγιοκατάταξη, στό παρέκκλησι τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου, ἡ μνήμη τοῦ ὁσίου πατρὸς Νικηφόρου τοῦ Λεπροῦ.

Στήν ὡς ἄνω Καλύβη, βρίσκεται τμῆμα τοῦ ἱεροῦ Λειψάνου τοῦ ὁσίου Νικηφόρου, δωρηθὲν ὑπὸ τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Εὐμενίου Σαριδάκη, στόν Γέροντα τῆς Καλύβης Πατάπιο μοναχό.

Στήν ἐόρτιο αὐτὴ συνάξῃ, προσήλθαν ἀρκετοὶ Καυσοκαλυβίτες Πατέρες γιά νά προσκυνήσουν τὸ χαριτόβρυτο τοῦ Ἁγίου Λείψανο καὶ νά ἐκζητήσουν τίς πρὸς Θεὸν πρεσβεῖες Του.


Βίος Ἁγίου Νικηφόρου

Ὁ Ὅσιος Πατήρ ἡμῶν Νικηφόρος, κατά κόσμον Νικόλαος Τζανακάκης, ἐγεννήθη στό χωριό Σηρικάρι τοῦ Νομοῦ Χανίων Κρήτης. Σέ πολύ μικρή ἡλικία στερήθηκε καί τούς δύο γονεῖς του. Ὅταν ἔγινε δεκατριῶν ἐτῶν, ὁ παπποῦς του τόν ἔστειλε νά ἐργαστῆ σ’ ἕνα κουρεῖο στά Χανιά. Στήν ἐργασία αὐτή τόν ἀγαποῦσαν ὅλοι, ἐπειδή ἦταν ὄμορφος, ἔξυπνος καί κοινωνικός.
Ὅμως ζωή τοῦ ἐπεφύλασσε ἕνα πολύ δύσκολο καί ὀδυνηρό ἄθλημα, πού ἄρχισε τότε, μέ τήν ἐμφάνιση τῶν πρώτων σημαδιῶν τῆς νόσου τοῦ Χάνσεν, τῆς γνωστῆς Λέπρας. Γιά νά μή τόν ἀντιληφθοῦν οἱ ἀρχές καί τόν κλείσουν στό ἄνυδρο νησί τῆς Σπιναλόγκας, σέ ἡλικία μόλις δεκαέξι ἐτῶν ἔφυγε γιά τήν ᾿Αλεξάνδρεια.
᾿Εκεῖ γνωρίστηκε μέ τήν ἀνθοῦσα τότε ῾Ελληνική παροικία καί μέ ἀρχιερεῖς τοῦ Πατριαρχικοῦ θρόνου καί ὅλοι αὐτοί ἀγάπησαν πολύ τόν καλό Νικόλαο.
Μετά ἀπό λίγα χρόνια, πού τά σημάδια τῆς νόσου ἔγιναν πολύ ἐμφανῆ, ἔπρεπε καί ἀπό ἐκεῖ νά φύγει. Νά πάει, ὅμως, ποῦ; Κανένα δέν γνώριζε πουθενά. Τότε ἕνας ᾿Αρχιερεύς, πού ὁ Νικόλαος τοῦ ἐμπιστεύθηκε τό πρόβλημά του, τόν ἔστειλε στό λωβοκομεῖο τῆς Χίου, κοντά στόν Πατέρα ῎Ανθιμο, τόν μετέπειτα Ἅγιο Ἄνθιμο. Μετά τρία χρόνια, ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος τόν ἔκειρε μοναχό, μέ τό ὄνομα Νικηφόρος. Κοντά στόν Πατέρα ῎Ανθιμο, ὁ Πατήρ Νικηφόρος ἔφθασε σέ μεγάλα μέτρα ἀρετῆς.
Ὅταν ἔκλεισε τό λωβοκομεῖο τῆς Χίου, ὁ Πατήρ ῎Ανθιμος τόν ἔστειλε στόν ᾿Αντιλεπρικό Σταθμό τῶν ᾿Αθηνῶν μέ συστατική ἐπιστολή, στήν ὁποία ἔγραφε στόν Πατέρα Εὐμένιο, πού ὑπηρετοῦσε ἐκεῖ, νά προσέξη «τόν θησαυρό πού τοῦ στέλνει ἡ Παναγία», διότι ἔχει πολλά νά ὠφεληθῆ ἀπό αὐτόν.
᾿Εκεῖ ὁ Πατήρ Νικηφόρος πέρασε ὅλη τήν ὑπόλοιπη ζωή του.῾Ο Πατήρ Εὐμένιος τόν φρόντισε μέ πολλή ἀγάπη καί τόν εἶχε ὡς πνευματικό του πατέρα.
῾Ο Ὅσιος πατήρ ἡμῶν Νικηφόρος ἐκοιμήθη στίς 4 ᾿Ιανουαρίου 1964, προπαραμονή τῶν Θεοφανείων.

Ἀπό τό βιβλίο Σίμωνος Μοναχοῦ
«ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ Ο ΛΕΠΡΟΣ,
ΤΗΣ ΚΑΡΤΕΡΙΑΣ ΑΘΛΗΤΗΣ ΛΑΜΠΡΟΣ»


ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΤΟΥ ΛΕΠΡΟΥ
Ἦχος α´
Νικηφόρου Ὁσίου, τοῦ λεπροῦ τὰ παλαίσματα,
καὶ τὴν ἐν ἀσκήσει ἀνδρείαν, κατεπλάγησαν Ἄγγελοι
ὡς ἄλλος γὰρ Ἰὼβ τὰ ἀλγεινά, ὑπέμεινε δοξάζων τὸν Θεόν,
νῦν δὲ δόξῃ ἐστεφάνωται παρ᾽ Αὐτοῦ, θαυμάτων διακρίσεσιν.
Χαίροις τῶν Μοναστῶν χειραγωγέ, χαίροις φωτὸς ὁ πρόβολος·
χαίροις ὁ εὐωδίας χαρμονήν, προχέων ἐκ λειψάνων σου.

Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2013

ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΗΣ

13 Ιανουαρίου: Μνήμη Αγίου Μάξιμου Καυσοκαλύβη (+1365)

Αδημοσίευτη αγιογραφία του Αγίου Μάξιμου του Καυσοκαλύβη, έργο του Παταπίου μοναχού Καυσοκαλυβίτη, Καλύβη Αγίου Ακακίου, Σκήτης Καυσοκαλυβίων

 
Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης, ὁ διά Χριστόν σαλός, ὁ Νέος Προφήτης, ὁ ὑπόπτερος, ὁ θαυματουργός, ἡ Ἡσυχαστής, ὁ Νηπτικός Πατήρ, ὁ Ἅγιος. Ἀρκετές εἶναι οἱ προσωνυμίες πού ἡ παράδοση τῆς Ἑκκλησίας μας ἀπέδωσε στόν Ἅγ. Μάξιμο, τήν πολυεδρική αὐτή ὁσιακή προσωπικότητα, πού συνδύαζε τήν ὑπακοή καί τήν τέλεια ταπείνωση τῶν ἀληθινῶν δούλων τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐκκεντρικότητα τοῦ διά Χριστόν σαλοῦ· τήν ἰδιότητα τοῦ θεραπευτῆ μέ τό διορατικό χάρισμα τοῦ προφήτη καί τόν φωτισμό ἑνός μυστικοῦ θεολόγου· τήν ἐνεργό ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν πλησίον μέ τόν θεωρητικό ἀναχωρητισμό, πού προϋποθέτει τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τόν κόσμο.
Ὁ Ἅγ. Μάξιμος θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ὡς ἡ "διαπρεπέστερη ἁγιορειτική ἀσκητική μορφή καθ' ὅλους τούς αἰῶνες" . Στά στενά πλαίσια τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ, θά προσπαθήσουμε νά σκιαγραφήσουμε μέ μικρές πινελιές τό συναξάρι τοῦ Ἁγίου. Ἡ χειρόγραφη παράδοση μᾶς ἀποκαλύπτει τήν φιλοσοφικώτατη καί χαριτόβρυτη μορφή του, μέσω τεσσάρων βιογράφων του: τοῦ Ἁγ. Νήφωνος τοῦ Καυσοκαλυβίτου, μαθητοῦ καί ὑμνογράφου αὐτοῦ, τοῦ Ἁγ. Θεοφάνους Περιθεωρίου τοῦ Βατοπεδινοῦ , τοῦ ἱερομ. Ἰωαννικίου τοῦ Κόχυλα καί τοῦ ἱερομ. Μακαρίου τοῦ Μακρῆ.
Ὁ Μικρασιάτης αὐτός Ἅγιος, γεννήθηκε στή Λάμψακο τοῦ Ἑλλησπόντου καί ἔλαβε τό ὄνομα Μανουήλ κατά τό ἅγιο βάπτισμα. Ὅταν ἦλθε σέ ἱκανή ἡλικία, οἱ γονεῖς του τόν ἀφιέρωσαν στό Ναό τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἐκπληρώνοντας ἔτσι τό τάμα τους στό Θεό, μιά πού ἦσαν πρίν γιά χρόνια ἄτεκνοι. Παραμένοντας στό ναό, πρόκοπτε σέ ὅλα τά πνευματικά καί φυσικά χαρίσματα. Πολύ συχνά ἐπισκεπτόταν Ὁσίους Γέροντες πού ἡσύχαζαν ἐκεῖ κοντά, γιά νά ἀκούει τίς ψυχωφελεῖς νουθεσίες τους. Τότε ὁ θεῖος ἔρωτας ἄναψε στή καρδιά του καί στά δεκαεπτά του χρόνια, ἄφησε γονεῖς καί πατρίδα περνώντας στό Ὄρος Γάνου ὅπου φόρεσε τό μέγα σχῆμα μετονομασθείς Μάξιμος . Μετα τήν κοίμηση τοῦ γέροντά του Μάρκου, ἀνεχώρησε γιά τό Παπίκιον , ὅπου βρῆκε ὁσίους ἄνδρες, ὅμοιους μέ τούς παλαιούς, μέ τούς ὁποίους συναναστρεφόμενος, ἀνέλαβε στόν ἑαυτό του ὅλες τίς ὑπέρ ἄνθρωπον ἀρετές τους, "καθώς δέχεται τό κερί τούς χαρακτῆρες τῆς βούλλας". Ἔπειτα πῆγε στή Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐπισκέφθηκε ὅλα τά προσκυνήματα καί τούς ναούς της, καταλήγοντας στό Ναό τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν, ὅπου παρέμεινε στό προαύλιό της μέ πεῖνα καί ἄσκηση, ἀγρυπνώντας ὅλη τή νύχτα καί συμπεριφερόμενος ὡς διά Χριστόν σαλός. Ἐπισκεπτόταν ὅμως καί τόν Πατριάρχη Ἅγ. Ἀθανάσιο , γιά νά ἀκούει τούς σοφούς λόγους του. Ὀ Πατριάρχης βλέποντας τήν ἀρετή του, προσπάθησε νά τόν πείσει νά κοινοβιάσει σέ μία ἀπό τίς Μονές τῆς Πόλης. Δέν τά κατάφερε ὅμως, μιά πού ὁ Ὅσιος προτίμησε τήν ἄσκησή του στό παραπάνω ναό.
Μετά ἀπό καιρό ἀνεχώρησε γιά τό Ἅγ. Ὄρος, ὅπου περιδιάβασε ὅλα τά μοναστήρια, καταλήγοντας στή Λαύρα τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου. Ἐκεῖ, διαβάζοντας τόν βίο καί τούς ἀγώνες τοῦ Ἁγίου, ὁμοίως καί τοῦ Ἁγ. Πέτρου τοῦ Ἀθωνίτου, ἐθαύμαζε τοῦ μέν Πέτρου τήν ἡσυχία, τοῦ δέ Ἀθανασίου τήν κοινοβιακή ζωή. Συλλογιζόμενος τήν προθυμία καί τήν ἐπιμέλεια πού εἶχαν καί οἱ δύο στό νά φυλάξουν τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἐπόθησε νά μείνει στόν τόπο ἐκεῖνο καί νά μιμηθεῖ καί τῶν δύο τή ζωή. Ἔμεινε λοιπόν στή Λαύρα, ἔχοντας τό διακόνημα νά ψάλλει στό Καθολικό, καθώς ὅταν ἦταν νέος ἔμαθε τήν μουσική. Ψάλλοντας συνετά καί μέ γνώση τῶν λεγομένων, ὕψωνε τό νοῦ του στόν ὑμνούμενο Θεό, χύνοντας δάκρυα κατανύξεως ὁ μακάριος. Ζοῦσε ὅμως μέ τήν ἴδια σκληραγωγία ὅπως τότε στό ναό τῶν Βαχερνῶν, καθώς οὔτε κελλίον εἶχε δικό του, ἔπαιρνε μόνο τήν ἀναγκαία τροφή ἀπό τήν τράπεζα καί ἀναπαυόταν στά στασίδια τοῦ νάρθηκα τῆς ἐκκλησίας.
Μετά ἀπό θεία ἐμφάνεια τῆς Θεοτόκου βρεφοκρατούσας, ὁ πιστός δούλος της, ἀποφάσισε νά ἀκολουθήσει τήν προτροπή της καί μιά μέρα, Σάββατο τῆς Πεντηκοστῆς, ἀνέβηκε στή κορυφή τοῦ Ἄθω, ὅπου ἔμεινε τρία μερόνυχτα προσευχόμενος ἀδιαλείπτως, δεχόμενος συνάμα φοβερούς πειρασμούς ἀπό τόν ἐχθρό. Ὅμως ὅλα αὐτά διαλύθηκαν, ὅταν ἐμφανίστηκε σ' αὐτόν ἡ Θεοτόκος μετά δόξης πολλῆς, περικυκλούμενη ἀπό πλῆθος φωτεινές μορφές, κρατοῦσα πάλι στά χέρια της τόν Υἱό της καί δημιουργό τῆς Κτίσεως καί ἐκπέμποντα ἄρρητη εὐωδία. Ἀφοῦ προσκύνησε ὁ Ἅγιος, ἄκουσε ἀπό τήν Παναγία τά παρακάτω: "Λάβε τήν χάριν κατά τῶν δαιμόνων, ὁ σεπτός ἀθλοφόρος καί κατοίκησε στούς πρόποδες τῆς κορυφῆς ττοῦ Ἄθω· διότι τοῦτο εἶναι τό θέλημα τοῦ Υἱοῦ μου, γιά ν' ἀνέβεις σέ ὕψος ἀρετῆς καί να γίνεις διδάσκαλος καί ὁδηγός σέ πολλούς καί νά τούς σώσεις". Μετά τοῦ δόθηκε οὐράνιος ἄρτος γιά τροφή. Καί με τή λήψη αὐτῆς, τόν μέν Ὅσιο περικύκλωσε θεῖο φῶς, ἡ δέ Θεοτόκος ἀνέβηκε στά οὐράνια, ἀφήνοντας στόν τόπο ἄρρητη εὐωδία καί ὑπερκόσμια λάμψη. Ὑπακούοντας τότε στή προσταγή τῆς Παναγίας, ὁ Ἅγιος κατέβηκε πρός τό Καρμήλιο , ὅπου βρίσκοντας ἕνα γέροντα, τοῦ διηγήθηκε τάς τῆς θείας ἐμφάνειας. Ἐκεῖνος ὅμως, θεώρησε αὐτά πλάνες. Ἔτσι τοῦ βγῆκε ἡ φήμη ὅτι εἶναι πλανεμένος καί περιφρονεῖτο ἀπό ὅλους. Ὅμως ὁ ἀπλανής ἐκεῖνος φωστήρας, δέχτηκε μέ χαρά τό νά τόν ὀνομάζουν πλανεμένο. Ὑποκρινόταν δέ πάντοτε ὅτι ἤταν πλανεμένος καί παρίστανε τόν διά Χριστόν σαλό, καλλιεργώντας ἔτσι τήν θεοειδή ἀρετή τῆς ταπεινοφροσύνης. Γι αὐτό καί δέν κατοίκησε σ' ἕνα τόπο σταθερά, ἀλλά σάν πλανεμένος μετατοπιζόταν συνεχῶς, ζώντας σέ σπήλαια ἤ κτίζοντας ὅπου πήγαινε μικρή καλύβα ἀπό ξύλα καί χόρτα, τήν ὁποία ἔκαιγε μετά ἀπό λίγο, πηγαίνοντας σέ ἄλλο μέρος καί φτιάχνοντας ἄλλη. Γι αὐτό καί τόν ἔλεγαν "καυσοκαλύβη" , καθώς σέ κανένα δέν εἶχε γίνει ἀντιληπτή ἡ μεγἀλη του ἀρετή. Ζοῦσε συνάμα μέ ὑπερβολική ἀκτημοσύνη. Κανείς δέν μπορεῖ νά παραστήσει τήν πείνα καί τήν δίψα πού ὑπέμενε, μαζί μέ τούς παγετούς τοῦ χειμώνα καί τά καύματα τοῦ θέρους, χωρίς δεύτερο ἔνδυμα, ἀνυπόδητος, χωρίς νά ἔχει ἀπό κάποιον καμμία ὑπόληψη. Μέ τόν καιρό ὅμως, κάποιοι ἀπό τούς ἁγίους γέροντες πού τόν συναναστράφηκαν, γνώρισαν τήν θεία χάρη πού κατοικοῦσε σ' αὐτόν καί δέν τόν ἔλεγαν πλέον πλανεμένο, ἀλλά τίμιο Μάξιμο καί φωστῆρα ὑπέρλαμπρο.
Κορυφαία στιγμή στό βίο τοῦ Ἁγ. Μαξίμου ἀποτελεῖ ὁ πολύ διαφωτιστικός διάλογός του μέ τόν Ἅγ. Γρηγόριο τό Σιναΐτη, τόν διαπρεπῆ αὐτόν διδάσκαλο τῆς νοερᾶς προσευχῆς τοῦ ΙΔ' αἰ.. ὁ ὁποῖος ἐπισκέφθηκε πολλούς Ὁσίους καί νηπτικούς ἄνδρες, ἀπό τό Ὄρος Σινᾶ μέχρι καί τήν Κρήτη καί ὁ ὁποῖος φθάνοντας γιά πρώτη φορά στό Ἅγ.Ὄρος, δέν βρῆκε- ὅπως ὁ ἴδιος ὁμολόγησε στούς μαθητές του-παρά 3 ἤ 4 μοναχούς νά ἀσκοῦνται στή νοερά προσευχή, ἀνάμεσα στούς ὁποίους ἦταν καί ὁ Ἅγ. Μάξιμος. Ἀφοῦ ἐγκαταστάθηκε στή σκήτη τοῦ Μαγουλᾶ , ἔγινε ποθητός σ'ὅλους τούς Πατέρες τοῦ Ὄρους καί ἰδιαίτερα στούς ἡσυχαστές, πού ἔτρεχαν σ'αὐτόν νά διδαχθοῦν τά μυστήρια τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Ἀκούγοντας ὁ Ἅγ. Γρηγόριος νά διηγοῦνται γιά τήν ὑπεράνθρωπη βιοτή καί τήν πλαστή μωρία τοῦ Ἁγ.Μαξίμου, θαύμασε καί ἔστειλε τούς μαθητές του νά προσκαλέσουν τόν Ὅσιο νά τόν ἐπισκεφθεῖ. Κατά θαυμάσιο τρόπο, ἐκεῖνος τούς ὑποδέχτηκε, χαιρετώντας καθένα μέ τό ὄνομά του, προλέγοντας καί τήν ἐπιθυμία τοῦ διδασκάλου τους. Ἀμέσως δέ, ἀναχώρησαν γιά τό κελλίον τοῦ Γρηγορίου. Ἐκεῖ οἱ δύο Ἅγιοι εἶχαν ἕναν διάλογο πού ἀποτελεῖ τήν διαφανέστερη ἀνάπτυξη τῆς θεωρίας περί νήψεως καί ἐκστάσεως τοῦ νοῦ, καί περιγράφει τήν κατάστασή του ὅταν ἐλλάμπεται ἀπό τό θεῖο φῶς κατά τήν προσευχή. Διακρίνει δέ μέ σαφήνεια καί προσοχή τά σημεῖα τῆς χάριτος ἀπό αὐτά τῆς πλάνης. Στό τέλος, ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ἔπεισε τόν Ἅγ. Μάξιμο νά παύσει πλέον νά καίει καλύβες καί νά μείνει σταθερά σ' ἕνα τόπο γιά νά ὠφελήσει καί ἄλλους πολλούς, σάν ἐμπειροτατος στήν ἀρετή.
Τότε ὁ Ὅσιος βρῆκε ἕνα σπήλαιο κοντά στοῦ κυρ Ἠσαΐα στό ὁποῖο διαμόρφωσε ἕνα ἀσκηταριό. Τότε ἔλαμψε ὅχι μόνο ἡ ἀρετή του- μιά πού ἐρχόντουσαν ἀπό ὅλα τά μέρη τοῦ Ὄρους μοναχοί γιά νά τόν συμβουλευτοῦν- μά καί ἡ ἁγιότητά του, μιά πού πλῆθος εἶναι τά θαύματα πού ἐπιτέλεσε. Τέλος, προλέγοντας τό τέλος του, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ σέ ἡλικία 95 ἐτῶν, τήν 13η Ἰανουαρίου . Προηγουμένως εἶχε δώσει ἐντολή στούς ἐνταφιαστές του νά μή μεταθέσουν σέ ἄλλο τόπο τό λείψανό του, ἀλλά νά τό ἀφήσουν κρυμμένο στό τάφο γιά νά μή δοξάζεται ἀπό τούς ἀνθρώπους .
Τό γεγονός ὅτι λίγο μετά τήν ὁσιακή κοίμηση τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη καί σέ διάστημα λίγων δεκαετιῶν (τέλη 14ου-ἀρχές 15ου αἰ.), γράφηκαν πρός τιμήν του τέσσερις Βίοι (ὑπό τῶν ἱερομονάχων Νήφωνος, Θεοφάνους Περιθεωρίου, Μακαρίου Μακρῆ καί Ἰωαννικίου Κόχιλα), οἱ ὁποῖοι σέ μεταγενέστερες ἐποχές παρουσιάστηκαν σέ ἁπλούστερη δημώδη γλώσσα μέ τή βοήθεια τεσσάρων παραφράσεων (ὑπό Διονύσιου Ρήτορος, Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἰακώβου Νεασκητιώτου καί ἑνός ἑτέρου ἀγνώστου) -ὅλα τους κείμενα ἀθωνικῆς προέλευσης- ἀποδεικνύει τήν μεγάλη ἀπήχηση πού εἶχε στόν ἁγιορειτικό κόσμο ἡ ἱερή μορφή τοῦ ὁσίου Μαξίμου. Ἐδῶ θά πρέπει νά τονιστεῖ ὅτι οἱ Βίοι τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη, ἐκτός ἀπό ὑψηλοῦ ἐπιπέδου ἁγιολογικά κείμενα, ἀποτελοῦν ταυτόχρονα καί σημαντικές πηγές τόσο γιά τά θεολογικά ζητήματα τῆς ἐποχῆς (αἵρεση Μασσαλιανῶν, Ἀκινδύνου) ὅσο γιά ἱστορικά γεγονότα, πρόσωπα καί τοπωνύμια πού ἔχουν μεγάλη σημασία γιά τήν ἱστορία πού ἀφορᾶ εἰδικότερα στόν ὑστεροβυζαντινό Ἄθω καί γενικότερα τό Βυζάντιο κατά τήν ἐξεταζόμενη περίοδο. Ὁρισμένες μάλιστα ἀπό τίς πληροφορίες πού μᾶς δίνουν οἱ Βίοι, θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ὅτι ἔχουν τόν χαρακτῆρα τῆς μοναδικότητας.
Παράλληλα, γιά τίς λειτουργικές ἀνάγκες ὅσων ἐπιθυμοῦσαν νά προστρέξουν στίς πρεσβεῖες του καί νά ἔχουν μία ἐναργέστερη σχέση μαζί του, συντέθηκαν τρεῖς Ἀκολουθίες, Παρακλητικοί Κανόνες, Χαιρετιστήριοι Οἶκοι καί πλῆθος ἄλλων ὑμνογραφημάτων (κυρίως ἀπό τούς Νήφωνα Ἀθωνίτη, Ἱερεμία Πατητᾶ, Ἰάκωβο Νεασκητιώτη, Νήφωνα Ἰβηροσκητιώτη, Ἱλαρίωνα Ξενοφωντινό καί Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη), ἐνῶ παράλληλα, οἱ πολυάριθμες ἀπεικονίσεις του στούς ἀθωνικούς ναούς ἐπέτειναν τήν παρουσία του στίς ψυχές τῶν Ἁγιορειτῶν μοναχῶν πού ἔβλεπαν σ’ αὐτόν ἕνα ἀσφαλές πρότυπο πρός μίμηση γιά τή σωστή βίωση τῶν μοναχικῶν ἀρετῶν καί τήν ἐπίτευξη τῆς σωτηρίας τους.

Ἀκόμη καί κατά τούς ἔσχατους αὐτούς καιρούς πού ζοῦμε, ὅπου τά πάντα ἀμφισβητοῦνται καί ἀναθεωροῦνται καί πού ἴσως κανείς πιά δέν πολιτεύεται ὅπως ὁ Ἅγ. Μάξιμος, αὐτός ἐπιμένει νά προτείνει τή δική του χαρισματική "ὑπέρβαση" σάν διέξοδο ἀπό τά σημερινά "ἀδιέξοδα". Ἡ ἐνθύμηση καί μόνο τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἀγωνιστοῦ εἶναι γιά μᾶς πηγή ἔμπνευσης καί ἐλπίδας ὅτι μέ τή τιμή καί προσευχή μας πρός αὐτόν, θά ἐλκύσουμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία μας.

Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

Ἀπολυτίκιον
Ἦχ. πλ. Α΄. Τόν συνάναρχον Λόγον.
Μητρικῆς ἐκ νηδύος ὅσιε Μάξιμε, ἐκλογῆς ὡς δοχεῖον ἀνατεθείς τῷ Θεῷ, τοῦ θείου γνόφου ὡς Μωσῆς κατηξίωσαι, καί τά πόῤῥῳ προορᾶν, κατά τόν μέγαν Σαμουήλ, τοῦ Ἄθω τό θεῖον θαῦμα, τῆς Θεοτόκου ὁ λάτρης ᾗ καί πρεσβεύεις ὑπέρ πάντων ἡμῶν.

Ἀπό τήν Καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου ἔχει ἐκδοθεῖ ἡ Ἱερά Ἀσματική καί Πανηγυρική Ἀκολουθία τοῦ ὁσίου Μαξίμου, ἐνῶ πρόσφατα, ἀπό τίς ἐκδόσεις ΜΥΓΔΟΝΙΑ ἔχει ἐκδοθεῖ τό βιβλίο:
Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου, Ὁσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης. Ἁγιολογία-Ὑμνογραφία-Τέχνη. Συμβολή στή μελέτη τοῦ Ἁγιορειτικοῦ Μοναχισμοῦ κατά τόν 14ο αἰώνα, Θεσσαλονίκη 2010,σελίδες 550, ὅπου συγκεφαλαιώνεται ἡ περί τοῦ ὁσίου Μαξίμου βιβλιογραφία.

Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2013

ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΠΑΤΡΟΜΗΤΡΑΔΕΛΦΟΤΗΤΟΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ, Α' ΜΕΡΟΣ



Ἀκολουθία Πατρομητραδελφότητος ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου

Α’ ΜΕΡΟΣ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

                            ὑπό Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου


    Ἡ Πανηγυρική Ἱερά Ἀκολουθία τῆς Ἱερᾶς Ἑπτάδος τῆς Πατρομητραδελφότητος τοῦ Μεγάλου καί οὐρανοφάντορος Βασιλείου, πού μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ δημοσιεύεται σήμερα, ἐκδίδεται ἀπό τόν κώδικα 146 Καυσοκαλυβίων[1], πού φυλάσσεται στή Βιβλιοθήκη τοῦ Κυριακοῦ τῆς Ἱερᾶς Σκήτης Καυσοκαλυβίων τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
   Ὁ κώδικας εἶναι χαρτῶος, διαστ. 0,23 Χ 0,32, τοῦ ΙΘ αἰ. καί ἔχει 59 φύλλα. Στάχωσις βυρσίνη μετά σκληροῦ χάρτου.
   Ὁ σύμμεικτος αὐτός κώδικας περιέχει Βίους Ἁγίων, Ἐγκωμιαστικούς Λόγους καθώς καί ἱερές Ἀκολουθίες.
    Στό φ.1α, ὑπάρχει ἡ ἐξῆς σημείωση πού μᾶς ἐνημερώνει γιά τήν προέλευση τοῦ κώδικα:" Τό παρόν βιβλίον εἶναι κτῆμα τῆς Καλύβης τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου τῆς Θεοτόκου, Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων τοῦ Ἁγ. Ὄρους Ἄθω 1912 / (μέ διαφορετική γραφή) Νῦν δέ ἀφιεροῦται ἐν τῇ κοινῇ Βιβλιοθήκῃ τοῦ Κυριακοῦ τῆς Σκήτης...ὑπό τοῦ Γέροντος Ἀθανασίου μον. ράπτου, ἐκ Στρεζόβης νῦν Δάφνης τῶν Καλαβρύτων τῆς Πελοποννήσου εἰς μνημόσυνον αἰώνιον καί τῶν Γερόντων αὐτοῦ Χαρίτωνος, Κοσμᾶ τῶν Πνευματικῶν καί τοῦ συμπολίτου αὐτοῦ Χαρίτωνος μοναχοῦ. Καί μηδείς τολμήσας ἀποξενώσῃ αὐτό ἐκεῖθεν ἵνα μή ὑποπέσῃ ταῖς ἀραῖς τῶν ἁγίων Πατέρων [καί] ὡς ἱερόσυλος κατακριθῇ. Ἐν ἔτει 1931 Μηνί Ἰανουαρίου 27 ".
   Ὁ χειρόγραφος αὐτός κώδικας ἀρχικά βρισκόταν στό Σπήλαιο τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου, ὅπου ἀσκοῦνταν ὁ περίφημος Πνευματικός Χαρίτων ἱερομόναχος[2] μέ τή συνοδεία του. Μετά τήν κοίμηση τοῦ Γέροντος, ἡ συνοδεία του μετακόμισε στά Καυσοκαλύβια, ὅπου ἵδρυσε τήν ἐρειπωμένη σήμερα Καλύβη τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου. Ἕνα μεγάλο μέρος τῆς προσωπικῆς Βιβλιοθήκης τοῦ παπα Χαρίτωνος, πού ἀποτελοῦνταν ἀπό ἰδιόγραφους κυρίως κώδικες καθώς καί σπάνια παλαιά ἔντυπα, δώρησε -ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ἡ παραπάνω σημείωση- ὁ τελευταῖος τῆς συνοδείας του, μοναχός Ἀθανάσιος, στήν κοινή Βιβλιοθήκη τῆς Σκήτης.
    Ἡ συγκεκριμένη Ἀκολουθία τῆς ἁγίας οἰκογενείας τοῦ Μεγ. Βασιλείου, βρίσκεται στά φφ. 12α-25β. Ὅπως διαβάζουμε στήν προμετωπίδα τῆς Ἀκολουθίας: «Μηνί Ἰουλίῳ ΙΘ’, μνήμην τελοῦμεν τῆς Ἱερᾶς Ἑπτάδος τῆς Πατρομητραδελφότητος τοῦ Μεγάλου καί οὐρανοφάντορος Βασιλείου». Συμπεραίνουμε λοιπόν ὅτι γράφηκε γιά νά συμψάλλεται κατά τήν ἡμέρα πού ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τή μνήμη τῆς ὁσίας Μητρός ἡμῶν Μακρίνης, τῆς πρεσβυτέρας ἀδελφῆς τοῦ Μεγ. Βασιλείου, ἡ ὁποία φυσικά συνυμνεῖται καί στήν παραπάνω Ἀκολουθία[3].
   Στήν Ἀκολουθία συνυμνοῦνται ἐκτός τοῦ Μεγ. Βασιλείου, ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ἅγιος Πέτρος ἐπίσκοπος Σεβαστείας, ἡ ὁσία Μακρίνα καί ὁ ὅσιος Ναυκράτιος  μετά τῶν γονέων αὐτῶν Βασιλείου καί Ἐμμελίας.
 
 Ἡ πρωτοεκδιδόμενη σήμερα Ἀκολουθία εἶναι πλήρης καί πανηγυρική καθώς ἔχει Μικρό Ἑσπερινό καί δύο κανόνες στόν Ὄρθρο. Δυστυχῶς, στόν κώδικα δέν ὑπάρχει καμμία σημείωση πού νά μᾶς διασώζει τό ὄνομα τοῦ ἱεροῦ ὑμνογράφου τῆς ὡραίας καί σπάνιας αὐτῆς Ἀκολουθίας. Οἱ δέ κανόνες δέν φέρουν ἀκροστιχίδα, ἡ ὁποία ἐνδεχομένως καί θά μᾶς διαφώτιζε περισσότερο.
  Ἐπώνυμος πάντως εἶναι ὁ γραφέας τῆς Ἀκολουθίας. Πρόκειται γιά τόν γνωστό ἁγιορείτη βιβλιογράφο Ἰάκωβο μοναχό Νεασκητιώτη (περ. 1800-1869)[4]. Ὁ Ἰάκωβος εἶναι γνωστός καί ὡς συντάκτης Βίων Ἁγίων καθώς καί ὡς δόκιμος ὑμνογράφος. Τίς Ἀκολουθίες του συνέθετε κατόπιν παραγγελίας, μιά πού αὐτό ἦταν -μαζί καί κυρίως μέ τήν καλλιγραφία καί τήν ἀντιγραφή χειρογράφων- τό ἐργόχειρό του. Στή συνάφεια αὐτή, εἶναι πολύ πιθανόν ἡ Ἀκολουθία πού δημοσιεύεται μέ τήν παροῦσα ἔκδοση, νά εἶναι ποίημα τοῦ μοναχοῦ Ἰακώβου Νεασκητιώτου, ἄν καί συνήθως στήν ἀκροστιχίδα τῶν κανόνων τῶν περισσότερων ἀπό τίς Ἀκολουθίες του, συνηθίζει νά διασώζει τό ὄνομά του. Ἄλλωστε καί ἀπό φιλολογική ἄποψη, τό ἔργο αὐτό -συγκρινόμενο μέ ἄλλα ὑμνογραφήματα τοῦ Ἰακώβου- θά μποροῦσε νά ἀποδοθεῖ στόν ἁγιορείτη αὐτό λόγιο.
   Στή συνέχεια τοῦ κώδικα, φφ. 25β-28β, ὑπάρχει Λόγος ἐγκωμιαστικός τῶν ἑπτά τούτων Ἁγίων τῆς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου συγγενείας, μέ ἀρχή: «Ὅτι οὕς πρέγνω συμμόρφους τῆς εἰκόνος αὐτοῦ γενέσθαι..» καί τέλος: «...καί ἀναδείξῃ ἡμᾶς κληρούχους τῆς ἐνδόξου παραστάσεως ἐν τῇ ἐπουρανίῳ αὐτοῦ βασιλείᾳ μετά πάντων τῶν ἁγίων τῶν ἀπ' αἰῶνος αὐτῷ εὐηρεστησάντων. Ἀμήν».
   Ὁ Λόγος αὐτός εἶναι τοῦ ἴδιου γραφέα, μ᾿ αὐτόν τῆς Ἀκολουθίας. Κατά τή γνώμη μας, θά μποροῦσε νά ἀποδοθεῖ κι αὐτός στόν μοναχό Ἰάκωβο Νεασκητιώτη. Ἄλλωστε καί αὐτό τό ἔργο κινεῖται στά φιλολογικά πλαίσια τῶν ὑπόλοιπων ἔργων τοῦ Ἰακώβου.  Τόν κατανυκτικό αὐτό Ἐγκωμιαστικό Λόγο, τόν ἀποδώσαμε -κατόπιν παρακλήσεως τῶν ἐκδοτῶν- στή νεοελληνική, γιά τήν ἐναργέστερη κατανόησή του ἀπό τούς σύγχρονους πιστούς.
   Στή συνέχεια τοῦ μικροῦ αὐτοῦ μας εἰσαγωγικοῦ σημειώματος -κατόπιν ἐπιθυμίας τῶν ἐκδοτῶν- θά ἀναφερθοῦμε συνοπτικά στήν ἱστορία τῆς Σκήτης μας, στή Βιβλιοθήκη τῆς ὁποίας φυλάσσεται ὡς κειμήλιο, ὁ κώδικας τῆς ἐκδιδόμενης σήμερα Ἱερᾶς Ἀκολουθίας.

    Ἱερά Σκήτη Ἁγ. Τριάδος Καυσοκαλυβίων. Σύντομη ἱστορική ἐπισκόπηση.

Γνωστή ἤδη ἀπό τόν 14ο αἰώνα ἡ περιοχή αὐτή, καθώς τήν καθαγίασε ἡ χαρισματική μορφή τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη (+ περ. 1370 ), τοῦ μεγάλου αὐτοῦ διδασκάλου τῆς νοερᾶς προσευχῆς, πού ἀνάμεσα στά τόσα ὑπερφυσικά χαρίσματα, ἀξιώθηκε νά δεῖ τήν Κυρία Θεοτόκο βρεφοκρατοῦσα στήν κορυφή τοῦ Ἄθω καί νά διάγει -θέλοντας νά ἀποκτήσει τήν ὑψοποιό ταπείνωση- τόν βίο τοῦ διά Χριστόν σαλοῦ, καίγοντας τίς καλύβες πού ὁ ἴδιος πρίν κατασκεύαζε. Ἔτσι ἀπό τήν προσωνυμία του, πῆρε καί ἡ τοποθεσία τήν ὀνομασία " Καυσοκαλύβια ". Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται τήν 13η Ἰανουαρίου.
   Σάν Σκήτη ὅμως μέ τήν σημερινή θεσμοθετημένη μορφή της, ἱδρύθηκε στίς ἀρχές τοῦ 18ου αἰ. (γύρω στά 1700 ) ἀπό τόν ὅσιο Ἀκάκιο τόν Νέο τόν Καυσοκαλυβίτη (1630- 1730). Ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ἦρθε ἐδῶ στά 1680 καί κατοίκησε στό Σπήλαιο πού βρίσκεται στήν ἀνατολική πλευρά τῆς Σκήτης καί στό ὁποῖο, τέσσερις αἰῶνες πρίν, ἀσκήθηκε ὁ ὅσιος Μάξιμος. Ὁ μικρός ἀλλά τόσο καθαγιασμένος χῶρος τοῦ Σπηλαίου δέν κατάφερε νά καλύψει τίς μεγαλόφωνες βροντές τῆς ἀρετῆς καί τῆς ἁγιότητός του, πού ἦταν καρποί τῆς ὑπερφυοῦς ἀσκήσεως τοῦ ἀκοίμητου στήν προσευχή, ἀνύστακτου στήν  πνευματική ἐργασία καί ἄγρυπνου στήν τήρηση τῶν θεομίμητων ἐντολῶν, ὁσίου Ἀκακίου. Τά χαρίσματά του ἔγιναν γνωστά τόσο στό Ἅγιον Ὄρος ὅσο κι ἔξω ἀπ' αὐτό. Μοναχοί ἀπό παντοῦ, ἦρθαν γιά νά ἔχουν τόν Ἅγιο γιά Γέροντά τους καί ἔκτισαν μικρές καλύβες γύρω ἀπό τό Σπήλαιο. Ὅταν ἀργότερα οἱ μοναχοί αὐξήθηκαν πολύ σέ ἀριθμό, ὁ Ἅγιος ὀργάνωσε τόν μοναστικό τους οἰκισμό σέ Σκήτη, ὁρίζοντας καί Τυπικό πού θά ἀκολουθεῖ ὁ τρόπος τῆς ζωῆς τους.
    Ἔτσι ἱδρύθηκε ἡ Σκήτη πού ἀφιερώθηκε στήν Ἁγία Τριάδα. Ἐπειδή τό βρόχινο νερό  μέ τό ὁποῖο οἱ Πατέρες ὑδρεύονταν δέν ἐπαρκοῦσε, ὁ Ἅγιος μέ θαῦμα του ἔβγαλε τό νερό  (ἁγίασμα) μέ τό ὁποῖο ὑδρεύεται μέχρι σήμερα ὁλόκληρη ἡ Σκήτη, γεγονός πού ὁδήγησε καί στήν περαιτέρω ἀκμή της. Περισσότερο μοναχοί ἦρθαν πλέον νά ἀσκηθοῦν ἐδῶ, προκόβοντας καθημερινά στήν ἀρετή μέ τίς νουθεσίες τοῦ ὁσίου Ἀκακίου. Οἱ Καλύβες πολλαπλασιάστηκαν καί στήθηκαν τώρα πετρόκτιστες μέ παρεκκλήσια, μέ πεζούλια καί κρεμαστούς κήπους καί κτίστηκε τό πρῶτο Κυριακό, ναός στόν ὁποῖο κτυποῦσε ἀπό κοινοῦ ἡ καιομένη καρδία τῶν Πατέρων τῆς Σκήτης. Ὁ ὅσιος Ἀκάκιος, δοξολογώντας τόν Θεό γιά τούς ἐκατονταπλάσιους καρπούς τῶν κόπων του, πού μέ τήν χάρη Του κατέβαλε, ἐκοιμήθη στά 1730, στήν Καλύβη του πού ὁ ἴδιος εἶχε κτίσει πάνω ἀπό τό Σπήλαιο. Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται τήν 12η Ἀπριλίου καί τήν Κυριακή τῶν Μυροφόρων.
    Ἐκτός ἀπό τούς Ἁγίους Μάξιμο καί Ἀκάκιο, τή Σκήτη καθηγίασαν οἱ Ἅγιοι·.  Νήφων, μαθητής τοῦ ὁσίου Μαξίμου, οἱ Νέοι Ὁσιομάρτυρες Παχώμιος (μαρτύρησε στή Μικρά Ἀσία τό 1730), Ρωμανός ὁ Καρπενησιώτης (μαρτύρησε στήν Κωνσταντινούπολη τό 1694), καί Νικόδημος (μαρτύρησε τό 1722 στή Β. Ἤπειρο) καί οἱ τρεῖς τους ὑποτακτικοί τοῦ ὁσίου Ἀκακίου, πού ἐμψυχώθηκαν καί εὐλογήθηκαν ἀπ' αὐτόν γιά τό μαρτύριό τους, καθώς καί ὁ Νέος Ὁσιομάρτυς Κωνσταντίνος ὁ ἐξ Ἀγαρηνῶν(+1819).
   Σήμερα, στίς ἀρχές τοῦ 21ου αἰώνα, ἡ Σκήτη τῆς Ἁγ. Τριάδος, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἔχει ἀρχίσει νά γράφει τόν τέταρτο αῶνα τῆς ἱστορίας της. Στή χώρα αὐτή τῆς μετανοίας, σέ 30 κατοικημένες Καλύβες-ἡσυχαστήρια, ἀσκοῦνται γύρω στούς 40 Πατέρες, ἀνύστακτοι ἐργάτες τῆς ἀρετῆς καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς τέχνης καί πιστοί στήν τήρηση τῶν πατρικῶν παραδόσεων.Ἐκτός ἀπό τίς καθημερινές ἀκολουθίες πού ἐπιτελεῖ κάθε συνοδεία στό παρεκκλήσι τῆς Καλύβης τους, προσφέρουν ἀπό κοινοῦ τίς πρός Κύριον εὐχές τους στό Κυριακό, τόν κεντρικό ναό τῆς Σκήτης, ἀφιερωμένο στήν Ἁγία Τριάδα.
    Κτισμένος γύρω στά 1745, στό κέντρο τῆς ἀμφιθεατρικά ἀνεπτυγμένης Σκήτης, θαυμαστό μνημεῖο τέχνης, ὁ ναός εἶναι πλουτισμένος μέ ἐξαιρετικές τοιχογραφίες (γ’ μισό τοῦ 18ου αἰ. καί ἀργότερα, τοῦ 1820), ξυλόγλυπτο τέμπλο, περίτεχνες φορητές εἰκόνες, ἱερά λείψανα πολλῶν ἁγίων καί ἄλλα κειμήλια. Τό κτιριακό συγκρότημα τοῦ Κυριακοῦ ἐκτός ἀπό τήν κοινή Τράπεζα, τό μαγειρεῖο, τόν κοιμητηριακό ναό καί τόν ὑδρόμυλο, συμπληρώνει ὁ Ξενώνας καί ἡ Βιβλιοθήκη ἡ ὁποία στεγάζει μιά ἀξιόλογη συλλογή 242 χειρογράφων, παλαιτύπων καθώς καί νεότερων βιβλίων.
     Στήν ἁγιοτόκο αὐτή Σκήτη, ἐκτός ἀπό τούς παραπάνω Ὁσίους, ἀσκήθηκαν μεγάλες μορφές τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ γένους μας: ὁ ἱερομ. Ἰωνᾶς ὁ Καυσοκαλυβίτης (+1765), ὁ ἱερομ. Ραφήλ ὁ Ἀκαρνάν (+ μετά τό 1821), ὁ μον. Θεόκλητος ὁ Βυζάντιος (1777), ὁ ἱεροδ. Νεόφυτος ὁ Καυσοκαλυβίτης (περ. 1780-1784), Παΐσιος ἱερομ. ὁ Μυτιληναῖος (τέλη 18ου αἰ.),  Εὐθύμιος ἱερομ. ὁ Τραπεζούντιος (τέλη 18ου αἰ.), Φιλόθεος ὁ Σμυρναῖος (+ ἀρχές 19ου αἰ.) καί ἄλλοι εἶναι μερικοί ἀπό τούς λογίους πού ἀσκήθηκαν στή Σκήτη μας[5] καί ἐμπνεύστηκαν ἀπό τήν ἡσυχία της.
      Ἐξ ἄλλου καί στούς μεταγενέστερους αἰώνες δέν ἔλειψαν οἱ πνευματικές μορφές πού συνέχισαν τήν ἁγιαστική ἡσυχαστκή παράδοση πού ἐγκαινίασε ὁ ἱδρυτής τῆς Σκήτης ὅσιος Ἀκάκιος. Ἀνάμεσα σ' αὐτούς μποροῦμε νά ἀναφέρουμε τούς ἐξῆς: Πελάγιος ἱερομ. (1788), Νεόφυτος ἱερομ. Καραμανλῆς (1860), Νικόδημος μον. (1867), ὁ περίφημος ἀσκητής τοῦ Ἄθω Χατζηγεώργης μον. (περ. 1886), Γεδεών ἱερομ. (1895), Παΐσιος μον. (πρῶτο μισό 20οῦ αἰ.), ἱερομ. Ἰωάσαφ (1938), ἱερομ. Πανάρετος Πολυκάρπου (1943), Ἀρσένιος μον. (1956), Μιχαήλ μον. (περ. 1977), μον. Ἱερόθεος (δεύτερο μισό 20οῦ αἰ.), Συμεών μον. (1988). Τέλος στά Καυσοκαλύβια ἔζησε στήν ἀρχή τῆς μοναχικῆς ἀλλά καί στό τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, ὁ γνωστός πλέον σ' ὅλο τόν ὀρθόδοξο κόσμο, Γέρων Πορφύριος ,γιά τόν ὁποῖο ἐπαξίως ἔχουν γραφεῖ τόσα πολλά καί θαυμαστά. Ἐκοιμήθη στή Καλύβη τῆς μετανοίας του, μετά ἀπό ἐπώδυνη ἀσθένεια τήν ὁποία ὑπέμεινε καρτερικά, τόν Νοέμβριο τοῦ 1991[6]. Ἄς ἔχουμε τήν εὐχή τους ὅπως καί μέ τίς πρεσβεῖες τοῦ Ἁγίου Βασιλείου καί τῆς ἁγίας οἰκογενείας του, βροῦμε ἔλεος παρά τοῦ Πανοικτίρμονος Θεοῦ.

                                   Πατάπιος μον. Καυσοκαλυβίτης
              Βιβλιοθηκάριος Ἱερᾶς Σκήτης Ἁγ. Τριάδος Καυσοκαλυβίων




Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου: Εἰσαγωγή-Σχόλια-Φωτογραφίες-Ἀπόδοση στή νεοελληνική τοῦ Ἐγκωμιαστικοῦ Λόγου, ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΠΑΤΡΟΜΗΤΡΑΔΕΛΦΟΤΗΤΟΣ, ἔκδ. Ἱ. Ναοῦ Ἁγ. Βασιλείου, Βραχνέϊκα Πατρῶν, 2006.


ΛΕΖΑΝΤΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ

Α’ ΜΕΡΟΣ
Ἡ ἁγία ἑπτάριθμος οἰκογένεια τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Φορητή εἰκόνα στό ναό τοῦ Μεγ. Βασιλείου. Βρανέϊκα Πατρῶν.

Ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης. Τοιχογραφία τοῦ ἔτους 1777 διά χειρός Μητροφάνους μοναχοῦ Χίου. Καλύβη Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου.
 (φωτογρ. Παταπίου μον. Καυσοκαλυβίτου)



     [1] Βάσει τοῦ Καταλόγου τῶν Χειρογράφων Κωδίκων τοῦ Κυριακοῦ τῆς Σκήτης Ἁγ. Τριάδος Καυσοκαλυβίων, ὑπό Παταπίου μον. Καυσοκαλυβίτου, Θεσσαλονίκη 2005.
     [2] Περί αὐτοῦ βλ. τήν σχετική μονογραφία: Παταπίου μον. Ἁγιορείτου,  Χαρίτων ὁ Πνευματικός (1836-1906). Βίος καί Ἔργα, ἔκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 2003.
     [3] Σέ σημείωση τοῦ γραφέα, φ.12α, διαβάζουμε (διατηροῦμε τήν ὀρθογραφία τοῦ γραφέα): «+ ὅτι δέκα τέκνα ἔτεκεν ἡ ἐμμιλία τέσσαρας υἱούς καί ἕξ θυγατέρες ἐκ τῶν ὁποίων αἱ πέντε δέν ἀναφέρονται· ἴσως καί νά ἐτελεύτησαν παρθένοι ἤ ὡς νήπια ἔτι οὖσαι».
     [4] Ἰάκωβος μοναχός Νεασκητιώτης. Ἀπό τούς σημαντικότερους Ἁγιορεῖτες λογίους τοῦ 19ου αἰ. Περί τοῦ λογίου αὐτοῦ ὡς ὑμνογράφου ἐκπονοῦμε σύν Θε διδακτορική διατριβή.
    [5] Περί τῶν λογίων αὐτῶν βλ. Παταπίου μον. Καυσοκαλυβίτου, Λόγιοι τῆς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων κατά τόν 18ο αἰ.,"Θεοδρομία" τ. 8, Θεσ/κη 2000, σ.71-83.  
    [6]  Περισσότερα γιά τίς ἱερές αὐτές μορφές βλ. Παταπίου μον. Καυσοκαλυβίτου, Τά Καυσοκαλύβια καί οἱ πνευματικές μορφές τους κατά τόν 18ο καί 19ο αἰ., "Πεμπτουσία" τ.9, Ἀθήνα 2002, σ.120-127.