Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2021

Η κατάσταση στο Άγιον Όρος κατά την διάρκεια της κατοχής του από τον τουρκικό στρατό (1821-1830) και τα Ευχαριστήρια των Αγιορειτών προς την Θεοτόκο για την απαλλαγή του ιερού τόπου από αυτόν


              τοῡ Δικαίου τῆς Ἱ. Σκήτης Ἁγίας Τριάδος   Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

Ἡ κατάσταση στό Ἅγιον Ὄρος κατά τήν διάρκεια τῆς κατοχῆς του

 ἀπό τόν τουρκικό στρατό (1821-1830)

 καί 

τά Εὐχαριστήρια τῶν Ἁγιορειτῶν πρός τή Θεοτόκο

 γιά τήν ἀπαλλαγή τοῦ ἱεροῦ τόπου ἀπό αὐτόν

Κατά τήν Ἑλληνική Ἐπανάσταση τοῦ 1821 τό Ἅγιον Ὄρος, σύσσωμο, συμμετεῖχε στόν ἀγῶνα. Ἡ ἐνεργός αὐτή συμμετοχή τῶν μοναχῶν εἶχε ὅμως, τραγικές δημογραφικές καί οἰκονομικές συνέπειες γιά τόν ἱερό τόπο. Μετά τήν καταστολή τῆς Ἐπανάστασης στή Χαλκιδική ἀπό τόν τουρκικό στρατό, ἀκολούθησαν αἱματηρά ἀντίποινα ἀπό τούς κατακτητές. Ἔτσι, ἀνάμεσα σέ ἄλλα, ἀπό τόν Δεκέμβριο τοῦ 1821 τουρκικά στρατεύματα ἀπό 3.000 ὁπλίτες, ἐγκαταστάθηκαν στό Ἅγιον Ὄρος ὅπου καί παρέμειναν καταδυναστεύοντας τόν ἱερό τόπο μέχρι τίς 13 Ἀπριλίου τοῦ 1830. 

 Ἦταν Κυριακή τοῦ Θωμᾶ τήν ἡμέρα ἐκείνη, ὁπότε τά δεινά τῶν Ἁγιορειτῶν ἔλαβαν τέλος, μέ τήν ἀποχώρηση τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ κατοχῆς. Μέ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Κοινότητας τῆς ἐποχῆς, τό χαρμόσυνο αὐτό γεγονός ἑορτάζεται μέ ὁλονύκτια ἀγρυπνία τόσο στό Πρωτᾶτο ὅσο καί στίς ἐπιμέρους Μονές, κατά τήν ὁποῖα τιμᾶται εὐχαριστιακά ἡ Θεοτόκος, ὡς προστάτιδα τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

  Στήν εἰσήγηση αὐτή ἐπιχειρεῖται μία παρουσίαση τῆς κατάστασης τοῦ Ἁγίου Ὄρους κατά τήν ἐννεατῆ κατοχή του ἀπό τόν τουρκικό στρατό (1821-1830)μέσα ἀπό ἐκδεδομένα καί ἀνέκδοτα κείμενα - μαρτυρίες τῆς ἐποχῆς. Γίνεται ἐπίσης ἀναφοράστά ὑμναγιολογικά κείμενα (Ἐγκωμιαστικοί Λόγοι, Πανηγυρικές Ἀκολουθίες) πού συντάχθηκαν ἀπό λογίους Ἁγιορεῖτες τῆς ἐποχῆς ὡς εὐχαριστήρια πρός τήν Κυρία Θεοτόκο γιά τό λυτρωτικό γεγονός τῆς ἀποχωρήσεως τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ ἀπό τόν ἱερό τόπο˙ κείμενα στά ὁποῖα ἀντικατοπτρίζονται οἱ εὐεργετικές ὅσο καί ἀνακουφιστικές ἐπιδράσεις τοῦ γεγονότος αὐτοῦ στήν ἁγιορειτική μοναστική κοινότητα τῆς ἐποχῆς.

Ἄξιοπρόσεχτη εἶναι ἡ θέση ἑνός ἀπό τούς συντάκτες τῶν παραπάνω κειμένων γιά τούς μοναχούς πού συμμετεῖχαν μέ ὅπλα στήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821καθώς, κατά τό συντάκτη, «Οἱ μοναχοί κατά τό χρέος ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ ὀφείλουσι καταγίνεσθαι, καί ἐάν ἐπέλθει καταδρομῇ, εὐχαρίστως ὑπομένειν τόν μαρτυρικόν ἀγῶνα». Ἐκφράζεται μάλιστα ὁ ἔντονος σκεπτικισμός του πρός τούς «ἐν Ἑλλάδι χριστιανούς» (ἐννοώντας τούς πιστούς τοῦ ἐλεύθερου ἑλληνικοῦ Βασιλείου) γιά τούς ὁποίους θεωρεῖ ὅτι δέν ὠφελήθηκαν πνευματικά ἀπό τά ἀποτελέσματα τῆς Ἐπανάστασης,καθώς στηλιτεύει τήν ἐκκοσμίκευση ἀπό τήν ὁποία κινδύνευε ἡ ἑλλαδική Ἐκκλησία λόγῳ τῆς δυτικότροπης ὀργάνωσής της καί τῆς τότε ἀπόσχισής της ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΣΤΟ 11ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗΣ ΕΣΤΙΑΣ «ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ 1821», ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 10-12 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2021

Κυριακή 21 Ιουνίου 2020

ΩΔΗ ΣΤΟ ΧΟΡΟ ΤΩΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ

Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

                             Ὠδή στό χορό τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων

Ἡ πο­ρεία πρός τή θέ­ωση, ἡ καλ­λι­έρ­γεια τῆς ὀρ­θό­δο­ξης πνευ­μα­τι­κό­τη­τας καί ἡ δι᾿ ἀ­γώ­νων κα­τά­κτησή της, ἀ­πο­τέ­λεσε καί ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, νά ἀ­πο­τε­λεῖ τό ἰ­σχυ­ρό­τερο ἔ­ρει­σμα τῆς ζωῆς στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος. Στή χώρα αὐτή τῆς με­τα­νοίας καί τό ἐργαστήριο τῆς ἁ­γι­ό­τη­τας, ὁδηγήθηκαν κατά τήν ὑ­περ­χι­λι­ετῆ φω­τεινή δι­α­δρομή τῶν αἰ­ώ­νων σέ ὁδούς σωτη­ρίας, δυ­σα­ρί­θμη­τοι ἅ­γιοι, «φί­λοι» δη­λαδή, τοῦ Θεοῦ, πού καταλάμπουν μέ τίς γλυ­κύ­τα­τες ἀ­κτῖ­νες τοῦ βίου καί τῶν θαυ­μά­των τους τό πλή­ρωμα τοῦ πι­στοῦ λαοῦ.
   
 Κατά τήν ὀρ­θό­δοξη πα­ρά­δοση οἱ πε­ρισ­σό­τερο ἁρ­μό­διοι νά μι­λοῦν γιά τούς ἁ­γί­ους καί τήν ἁ­γι­ό­τητα εἶ­ναι οἱ ἴ­διοι οἱ Ἅ­γιοι. Αὐ­τοί μπο­ροῦν νά ἐννο­ή­σουν καί νά ἑρ­μη­νεύ­σουν σω­στά, ὑπό τό φῶς τῆς ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κῆς τους ἐμ­πει­ρίας, τά ἔργα καί τά δι­δά­γματα τῶν ἱ­ε­ρῶν ἐ­κεί­νων προ­σώ­πων πού εἶ­χαν ἕ­να κυ­ρίως σκοπό, τόν ὁ­ποῖο καί πέ­τυ­χαν, νά εὐ­α­ρε­στή­σουν τόν Κύ­ριο καί νά ἑ­νω­θοῦν μ᾿ Αὐ­τόν. Ἐ­μεῖς, πού δέν ἔ­χουμε τήν ἁ­γι­ό­τητα καί τά πνευ­μα­τικά βι­ώ­ματά τους καί πού μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί τή μητρική ἀ­γάπη τῆς Κυ­ρίας Θε­ο­τό­κου κα­τοι­κοῦμε στούς ἴ­δι­ους ἱ­ε­ρούς τόπους μέ τίς ἁ­γι­α­σμέ­νες ἀθωνικές μορ­φές, μπο­ροῦμε μόνο ἐπιφανειακά νά σκι­α­γρα­φή­σουμε «ἐν ἐ­σό­πτρῳ καί αἰ­νί­γματι» κά­ποια ἀπό τά πλού­σια χα­ρί­σματα-καρ­πούς τῶν πνευ­μα­τι­κῶν τους ἀ­γώ­νων ἤ τίς φω­τισμέ­νες διδα­σκα­λίες τους. Ὅ­πως ἔ­λεγε καί ὁ γέ­ρων Πορ­φύ­ριος ὁ Καυσοκαλυβίτης († 1991), ἀπό τούς τε­λευ­ταίους στή χρυσή ἁ­λυ­σίδα τῶν ὁ­σι­α­κῶν Ἁγιορειτικῶν μορ­φῶν: «Ἀ­λή­θεια, αὐτά πρέ­πει νά τά ἔ­χει πά­θει ὁ ἄν­θρω­πος γιά νά τά κα­τα­λά­βει... Μόνο ἐ­κεῖ­νος πού ζεῖ αὐτή τήν κατάσταση, τή ζεῖ καί τήν αἰ­σθά­νε­ται...».
  Κί­νη­τρο τῶν ἀ­σκη­τῶν Ἁγιορειτῶν πα­τέ­ρων γιά νά ὑ­πο­βλη­θοῦν σέ ἑκούσιες τα­λαι­πω­ρίες καί παν­το­ει­δεῖς στε­ρή­σεις -ὅ­πως θά διαπιστώσουμε- δέν ἦ­ταν τό μῖ­σος γιά τό σῶμα ἤ τή ζωή, ἀλλά ἡ «περίσσεια ζω­ῆς», πού πη­γά­ζει ἀπό τήν ἀ­γάπη τοῦ Χρι­στοῦ, ὅ­ταν αὐτή ἐνερ­γεῖ καί κα­τα­φλέ­γει τήν καρ­διά. Θέ­λη­σαν νά σταυ­ρω­θοῦν γιά τόν κόσμο καί νά νε­κρώ­σουν τε­λείως τά πάθη τους, νά ἐν­τα­φι­α­σθοῦν στόν τάφο τῆς τα­πει­νώ­σεως καί νά ἀ­να­στη­θοῦν ἐν Χρι­στῷ διά τῆς ἀ­πα­θείας.
  Μέ τό σῶμα ἐρ­γά­ζον­ταν καί δι­α­κο­νοῦ­σαν τούς ἀ­δελ­φούς τους, μέ τόν νοῦ ὅ­μως καί τήν καρ­διά συ­νο­μι­λοῦ­σαν πάν­τοτε μέ τόν Θεό, προσευχόμενοι. Ἁρ­πα­ζό­με­νοι σέ ἐκ­στά­σεις καί θε­ω­ρίες τῆς δό­ξας τοῦ Θεοῦ, προ­γεύ­ον­ταν ἤδη ἀπό ἐδῶ τά ἀ­γαθά πού μέλ­λουν νά ἀ­πο­λαύ­σουν οἱ ἀ­γα­πῶν­τες τόν Κύ­ριο.
  Στό Ἅγιον Ὄρος παραμένει ἄσβεστη ἡ ἄκτιστη φλόγα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Καί οἱ ἁγιασμένες ἀθωνικές μορφές εἶναι μία ἀπό τίς φανερώσεις αὐτοῦ τοῦ ἄσπιλου καί ἄδυτου φέγγους καί μία ἀκόμη μαρτυρία τῆς θείας Χάριτος· τῆς ἁγιορείτικης ζωῆς καί ἐμπειρίας γιά τήν ἐποχή μας.
  Αὐ­τοί οἱ κατά προ­αί­ρεση μάρ­τυ­ρες, ἔ­θε­σαν τήν πί­στη ὡς ἀ­κλό­νητο θεμέλιο τῆς σω­τη­ρίας τους. Τά πάντα, ἀπό τήν πλήρη χά­ρι­τος καί θείων ἐμ­πει­ριῶν βι­οτή τους, μέ­χρι τίς ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κές δι­ο­ρά­σεις καί προ­ο­ρά­σεις κα­θώς καί τίς κα­τα­νυ­κτι­κές δι­δα­χές τους, μαρ­τυ­ροῦν καί ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νουν τή συ­νεχῆ πα­ρου­σία τοῦ Ἁ­γίου Πνεύ­μα­τος σέ ὅ­λες αὐ­τές τίς ἁ­γι­α­σμέ­νες μορ­φές τῶν Ἁγιορει­τῶν Πα­τέ­ρων, οἱ ὁ­ποῖοι μέ τή ζωή τους ἔ­γρα­ψαν ἕνα νέο Γε­ρον­τικό, ἀ­πο­δει­κνύ­ον­τας τήν ἀ­λή­θεια καί τή δι­α­χρο­νι­κό­τητα τῶν συ­να­ξα­ρι­α­κῶν ἀ­φη­γή­σεων καί πε­ρι­γρα­φῶν.
  Ζών­τας οἱ ἴ­διοι στό θεῖο γνόφο τῆς χά­ρι­τος τοῦ Θεοῦ, μπο­ροῦ­σαν νά ὁδηγή­σουν στήν Ἄνω Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, νά δι­δά­ξουν τή νο­ερά προ­σευχή, νά κα­θο­δη­γή­σουν στήν πνευ­μα­τική ζωή, νά ἐ­νι­σχύ­σουν στίς δο­κι­μα­σίες καί τούς πει­ρα­σμούς τῶν ἄλ­λων. Πολ­λοί ἀπό τούς ἐ­νά­ρε­τους αὐ­τούς πατέρες στή­ρι­ξαν ὄχι μόνο πλει­άδα ὁ κα­θέ­νας συ­να­σκη­τῶν τους καί ἄλλων ἀθωνι­τῶν μο­να­χῶν ἀλλά καί τό λαό τοῦ Θεοῦ, με­τα­δί­δον­τάς τους τό ἦ­θος τῆς ἁ­γι­ο­ρεί­τι­κης πνευ­μα­τι­κό­τη­τας καί φανερώνοντάς τους τήν ἐλευθερία τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.
  Μέ τόν πλήρη θε­ϊ­κῆς ἐμ­πει­ρίας λόγο τους ἄγ­γι­ξαν τίς δι­ψα­σμέ­νες ψυχές, συν­δύ­α­σαν τό φω­τι­σμένο λόγο  μέ τό ζων­τανό βί­ωμα καί μετέφεραν τή θε­ο­λο­γία ἀπό τό στο­χα­σμό στήν προ­σω­πική ζωή. Ἐνέπνευ­σαν στήν πί­στη χι­λι­ά­δες ἀν­θρώ­πων ἄλ­λως χα­μέ­νων· παρηγόρισαν ἀ­πελ­πι­σμέ­νες ψυ­χές· φώ­τι­σαν μέ τή σο­φία καί τή χάρη τους πλῆ­θος ἀ­να­ζη­τη­τῶν τῆς ἀ­λή­θειας. Ἄλ­λοι, ὅ­πως ὁ μα­κα­ρι­στός σύγχρο­νος γέ­ρων Πορ­φύ­ριος ὁ Καυσοκαλυβίτης, ἄφησαν ἀπό μέσα τους νά ξεχυθεῖ τό φῶς καί ἡ χαρά τῆς Ἀναστάσεως πού ἔζησαν καί πῆραν ἀπό τήν ἁγιορείτικη ζωή καί ἐμπειρία. Ἄν­τλη­σαν δυ­νά­μεις ἀπό τίς ἀστείρευ­τες ἁ­γι­ο­ρεί­τι­κες πη­γές γιά λίγα μόνο χρό­νια καί μεταμορφώθηκαν σέ παγ­κό­σμι­ους ἀ­να­μορ­φω­τές τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἐν Χρι­στῷ ζωῆς.
  Οἱ Ἁγιορεῖτες ἅγιοι καί οἱ ἐ­νά­ρε­τοι Ἁγιορεῖ­τες γέ­ρον­τες ὅλων τῶν αἰώνων διαμόρφωσαν τήν ὑ­περ­χι­λι­ετῆ πα­ρά­δοση τοῦ ἁ­γι­ω­νύ­μου Ὄ­ρους καί ἀποτέλεσαν τή χρυσή ἁ­λυ­σίδα τῶν ὁ­σίων Πα­τέ­ρων· ἄλ­λω­στε ὁ ἁγιορεί­τι­κος χρό­νος μόνο μέ τήν αἰ­ω­νι­ό­τητα θά μπο­ροῦσε νά εἶ­ναι συγχρο­νι­σμέ­νος.
  Συ­νάμα οἱ Πα­τέ­ρες αὐ­τοί δη­μι­ούρ­γη­σαν καί πνευματικές συγ­γέ­νειες μέ ὅ­σους πα­ρέ­λα­βαν τήν ἀ­σκη­τική πα­ρά­δοση πού τούς κλη­ρο­δό­τη­σαν καί μέ τόν πνευ­μα­τικό τους μό­χθο δι­α­φύ­λα­ξαν. Ἡ ὄν­τως ἐν­τυ­πω­σι­ακή καί πλούσια χα­ρι­σμα­τική προ­σω­πι­κό­τητα τοῦ σύγ­χρο­νού μας γέ­ρον­τος Πορφυ­ρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, γιά παράδειγμα, καλ­λι­ερ­γή­θηκε σ᾿ ἕναν τόπο στόν ὁ­ποῖο ἡ πνευ­μα­τική παρά­δοση πα­ρα­μέ­νει αἰ­σθητή μέ­χρι σήμερα. Ἀπό τούς πρώ­τους οἰ­κι­στές τοῦ γηραιοῦ Ἄθωνα μέ­χρι τούς τελευταί­ους ἐ­νά­ρε­τους γέ­ρον­τες, ὅ­λοι ἀπο­τε­λοῦν μία πνευ­μα­τική οἰκογένεια, στήν ὁ­ποία τά πάντα εἶ­ναι κοινά: τό ἀ­σκη­τικό φρό­νημα, τά πνευμα­τικά κα­τορ­θώ­ματα, τά ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τικά χα­ρί­σματα. Ἄλ­λω­στε, ἡ αἴ­σθηση τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς συ­νέ­χειας τῆς ἁγιορείτικης πα­ρά­δο­σης ἀ­πο­τε­λεῖ τόν ἀ­κρο­γω­νι­αῖο λίθο τῆς πνευματικῆς πο­ρείας τοῦ Ἁ­γίου Ὄ­ρους.
  Ἡ αὐ­θεν­τι­κό­τητα τῆς πα­ρά­δο­σης τοῦ τό­που αὐ­τοῦ ἔ­χει θαυ­μα­στή συνέχεια. Οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἀπό τούς τε­λευ­ταί­ους ἐ­νά­ρε­τους Ἁγιορεῖ­τες πα­τέ­ρες εἶ­χαν ἄ­μεση ἤ ἔμ­μεση πνευ­μα­τική σχέση μέ τούς πα­τέ­ρες τῶν προ­η­γου­μέ­νων γε­νεῶν. Ἡ δι­α­μονή τους στούς ἁ­γι­α­σμέ­νους τό­πους ἀσκήσεως τῶν με­γά­λων Ἁγιορει­τῶν ὁ­σίων, δη­μι­ούρ­γησε ταυ­τό­τητα πνεύ­μα­τος μέ αὐ­τούς καί τούς πα­ρό­τρυνε σέ πα­ρό­μοια ἀ­σκη­τικά κατορθώματα. Οἱ μονές, οἱ σκήτες, τά κελλιά, οἱ κα­λύ­βες, τά σπή­λαια καί τά ἀ­σκη­τή­ρια, πού κρέ­μον­ται σέ ἀ­πό­κρη­μνα μέρη, πα­ρα­μέ­νουν σιωπη­λοί μάρ­τυ­ρες τῆς θαυ­μα­στῆς καί ἰ­σάγ­γε­λης βι­ο­τῆς τῶν Πα­τέ­ρων, καί γιά μᾶς τούς νε­ώ­τε­ρους, δι­α­χρο­νική πρό­σκληση γιά μί­μησή τους.
  Ἡ ζωή πολ­λῶν ἀπό τούς ἀν­θρώ­πους πού γνώ­ρι­σαν καί συναναστράφηκαν μέ τούς Ἁγιορεῖ­τες ἁ­γί­ους καί τούς λοι­πούς ἐνάρετους Ἁγιορεῖ­τες γέ­ρον­τες ἄλ­λαξε ρι­ζικά, γι­ατί ἡ πα­ρου­σία τους ἦταν κα­τα­λυ­τική καί σφρά­γισε τήν ὕ­παρξή τους.
   Στό Βίο τοῦ ὁ­σίου Ἀ­κα­κίου τοῦ Καυ­σο­κα­λυ­βίτη, ἑνός μεγάλου ἁγιορείτου ἁγίου τοῦ 18ου αἰώνα, ἀ­να­φέ­ρε­ται ὅτι, ἀ­νά­μεσα στά τόσα του χα­ρί­σματα, εἶχε πνεῦμα εἰ­ρη­νο­ποιό τόσο, ὥ­στε ὅ­ποιος δο­κι­μα­ζό­ταν ἀπό λο­γι­σμούς μνη­σι­κα­κίας, μέ τό πού ἀν­τί­κριζε καί μόνο τό γε­μᾶτο χάρη πρό­σωπό του, εἰ­ρή­νευε ἀπό τούς κα­κούς ἐ­κεί­νους λο­γι­σμούς.  
  Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, μέσα ἀπό τή ζωή τῶν σύγχρονων ἐνάρετων Ἁγιορειτῶν γεροντάδων δεί­χνε­ται ἡ συ­νέ­χεια τῆς ἀ­θω­νι­κῆς πα­ρά­δο­σης. Οἱ ἀ­σκη­τι­κές αὐτές μορ­φές μέ τήν αὐ­θεν­τι­κό­τητα τῆς ἁ­πλό­τη­τας καί τή γνη­σι­ό­τητα τοῦ ἀ­πα­ρα­χά­ρα­κτου μο­να­χι­κοῦ τους βίου, ἐ­πα­λη­θεύ­ουν διαρκῶς τό μυ­στή­ριο τῆς πί­στεως καί ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νουν τήν πα­ρου­σία τοῦ Θεοῦ στόν κό­σμο μας, πι­στο­ποι­ῶν­τας τή δυ­να­τό­τητα πού ἔ­χουμε οἱ ἄνθρω­ποι γιά κοι­νω­νία μέ τόν Θεό καί με­τοχή στήν αἰ­ω­νι­ό­τητα.
  Ἡ ὑ­ψηλή πνευ­μα­τι­κό­τητα τοῦ βίου τῶν ἁ­γι­α­σμέ­νων Ἁγιορετικῶν μορφῶν, πάν­τοτε δυ­να­μο­γό­νος, ζων­τανή καί ζω­τική, σπάει τό φρά­γμα τοῦ χρό­νου, προ­σπερ­νάει τίς ἀ­σί­γα­στες ἱ­στο­ρι­κές κα­ται­γί­δες καί τίς ἀνθρώ­πι­νες πε­ρι­πέ­τειες, γιά νά κτυ­πή­σει σάν πνευ­μα­τικό ξυ­πνη­τήρι στό ἀ­νή­συχο, ὀ­μι­χλῶ­δες καί ἀν­τα­ρι­α­σμένο «σή­μερα».
  Ὁ σύγ­χρο­νος ἄν­θρω­πος τῆς προ­η­γμέ­νης ψη­φι­α­κῆς τε­χνο­λο­γίας καί τῶν κο­σμο­ϊ­στο­ρι­κῶν ἐ­πι­στη­μο­νι­κῶν ἀ­να­κα­λύ­ψεων ἔ­μαθε νά κα­τευ­θύ­νει τίς μη­χα­νές ἀλλ’ ὄχι καί τόν ἑ­αυτό του. Δυ­σκο­λεύ­ε­ται νά ζή­σει ἀνεπηρέα­στος ἀπό τά δι­α­λυ­τικά σύν­δρομα τῆς πά­σης φύ­σεως αἰχμαλωσίας. Συντρί­βε­ται σέ ἰ­δε­ο­λο­γι­κούς ὀγ­κό­λι­θους.
 Ἡ ἁ­γι­α­σμένη πο­ρεία τῶν Ἁγιορει­τῶν Ἁ­γίων καί ἐ­νά­ρε­των Γε­ρόν­των πρός συ­νάν­τησή τους μέ τόν Χρι­στό, ἄς ση­μα­το­δο­τή­σει τό μέλ­λον μας καί ἄς μᾶς ἐμ­πνεύ­σει νά χρω­μα­τί­σουμε τή ζωή μας ἀπό τόν «κα­λόν ἀγῶνα» στά χα­ρα­κώ­ματα τῆς θείας ἀ­γά­πης, πού εἶ­ναι «ἀ­γάπη ἀχόρταγη», κατά τόν ἅ­γιο Σι­λου­ανό τόν Ἀ­θω­νίτη.
  Ὁ τρό­πος καί ὁ δρό­μος τῆς θε­ώ­σεως καί τῆς σω­τη­ρίας τοῦ ἀν­θρώ­που εἶναι αἰ­ώ­νιος καί ἀ­σφα­λής. Εἶ­ναι ὁ δρό­μος τῶν Ἁ­γίων!
  Οἱ ἁ­γι­α­σμέ­νες Ἁγιορειτικές μορ­φές, ἀπό τόν ὅσιο Πέτρο τόν Ἀθωνίτη, τόν πρῶτο ἅγιο οἰκιστή τοῦ Ἄθωνα μέ­χρι καί τούς σύγ­χρονούς μας, γέροντες Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη, Ἐφραίμ Κατουνακιώτη καί Πορ­φύ­ριο τόν Καυ­σο­κα­λυ­βίτη, ἔ­φθα­σαν στόν ἐ­ρά­σμιο τόπο, πού ὅ­λοι προ­σκλη­θή­καμε νά κα­τοι­κή­σουμε.
  Σέ μᾶς τούς ὑ­μνη­τές καί ἐ­πί­δο­ξους μι­μη­τές τους, ἀν­τι­δω­ρί­ζουν ἕνα χαρού­μενο φῶς, πού ἄν δέν ἀ­πο­τε­λεῖ τήν πλη­σμονή τῆς ἀ­να­με­νό­με­νης φω­το­χυ­σίας, ὅ­μως εἶ­ναι μιά πα­ρά­κληση ἑ­ω­θι­νοῦ φά­ους, πού προ­μη­νύει τήν ἀ­να­το­λή.

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2020

ΤΟ ΚΕΛΙ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ 119 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ. ΜΙΑ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ



                                          τοῦ μοναχοῦ Παταπίου Καυσοκαλυβίτου

  Εἶναι γνωστό ὅτι σάν χθές, 3 Ἰανουαρίου μέ τό ἁγιορείτικο (παλαιό) ἡμερολόγιο, τοῦ 1911, πρίν ἀκριβῶς 119 χρόνια, ἐκοιμήθη ὁ μέγιστος τῶν Ἑλλήνων λογοτεχνῶν Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης (γενν. 4 Μαρτίου 1851).



   Ἐκεῖνο ὅμως πού δέν εἶναι σέ πολλούς γνωστό εἶναι ὅτι ὁ Σκιαθίτης «κοσμοκαλόγερος» ἔζησε κατά τήν τελευταία δεκαετία τῆς ζωῆς του μέσα σ᾿ ἕνα μικρό καί ἀπέριττο δωμάτιο, στήν πίσω αὐλή τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, στή συνοικία Ψυρρῆ τῶν Ἀθηνῶν.

    Στήν Ἀθήνα τοῦ β΄ μισοῦ τοῦ 19ου αἰῶνα ὑπῆρχαν αὐλές πού στέγαζαν λυτά καί φτωχικά σπιτάκια καί δωμάτια. Σέ μία ἀπ᾿ αὐτές τίς «αὐλές τῶν θαυμάτων», στήν πολυσύχναστη καί σήμερα περιοχή τοῦ Ψυρρῆ, μέσα σ᾿ ἕνα δίπατο δωμάτιο ἔζησε γιά δέκα περίπου χρόνια ὁ «ἅγιος» τῆς Λογοτεχνίας μας, μέσρι περίπου τό 1902, προτοῦ ἐπιστρέψει μόνιμα στήν ἰδιαίτερη πατρίδα του Σκιάθο τό 1908. Πρόκειται γιά τό ἐπονομαζόμενο στίς μέρες μας «Κελί τοῦ Παπαδιαμάντη».

  Ἀρχικά, στόν χῶρο αὐτό ἔμενε μόνον ὁ μοναχός Νήφων. Μετέπειτα ὅμως, καί ἐπειδή ἡ στέγη τοῦ κακοσυντηρημένου σπιτιοῦ πού νοίκιαζε ὁ Παπαδιαμάντης στήν ὁδό Ἀριστοφάνους 18 κατέρρευσε ὡς συνέπεια μιᾶς μεγάλης νεροποντῆς (μάλιστα τό περιστατικό συνέβη τή νύχτα καί ὁ Παπαδιαμάντης λίγο ἔλειψε νά σκοτωθεῖ) ὁ Νήφων τόν προσκάλεσε νά μείνει μαζί του στό μέρος πού κι ἴδιος ἔμενε, στήν αὐλή τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων.

  


Ὁ Παπαδιαμάντης σέ ἡλικία 21 ἐτῶν, τόν Ἰούλιο τοῦ 1872 εἶχε ἐπισκεφθεῖ τό Ἅγιον Ὄρος, «χάριν προσκυνήσεως», ὅπως σημειώνει ὁ ἴδιος στή σύντομη αὐτοβιογραφία του, ἀλλά μέ βαθειά τήν ἐπιθυμία νά γίνει ἐκεῖ μοναχός. Παρέμεινε μάλιστα ἐπί ὀκτώ μῆνες δόκιμος μοναχός. Μαζί του στό ταξίδι αὐτό ἦταν ὁ καλύτερος φίλος του ἀπό τά ἐφηβικά του χρόνια στή Σκιάθο Νικόλαος Ἁγιώτης (1849-1891) γιός τοῦ πλοιάρχου Διανέλου Ν. Ἀγιώτη. 


   Ὁ Νικόλαος παρέμεινε στό Ἅγιον Ὄρος καί ὀνομάστηκε μετά τήν κουρά του μοναχός Νήφων Δοχειαρίτης. Ὁ Παπαδιαμάντης ὅμως, μετά ὀκτώ μῆνες παραμονῆς του, μή θεωρώντας πιθανότατα τόν ἑαυτό του ἄξιο να φέρει τό μέγα καί ἀγγελικό σχῆμα, ἐγκατέλειψε τόν Ἄθωνα καί ἐπέστρεψε στόν κόσμο. Γι αὐτήν του ὅμως τήν ἐμπειρία δέν μίλησε ποτέ. Ἀναμνήσεις μόνο τῆς ἁγιορείτικης σύντομης αὐτῆς περιόδου τοῦ Παπαδιαμάντη βρίσκουμε στό διήγημα «Ἀγάπη στόν κρεμνό»: «Ἐκεῖ, ὅταν διέτριψα ἐπί ἑβδομάδας εἰς τήν σκήτην τήν Ξενοφωντινήν, κειμένην ἡμισείας ὥρας δρόμον ὑψηλότερον τοῦ ρωσικοῦ μοναστηρίου, γύρω εἰς τήν καλύβην τοῦ Νήφωνος τοῦ Δοχειαρίτου, ὅπου ἐφιλοξενούμην -ἦτο ὁ μακαρίτης πατριώτης μου καί πιστός φίλος δι᾿ ἐμέ - ὅλαι αι γειτονικαί μας καλύβαι ἀνῆκον εἰς ἀλλογλώσσους».

  
  Ὁ Παπαδιαμάντης μετά τήν ἐπιστροφή του ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος καί ἔπειτα ἀπό ὁλιγόμηνη παραμονή του στἠ Σκιάθο, ἀπό τό φθινόπωρο τοῦ 1873 ἐγκαθίσταται μόνιμα πλέον στήν Ἀθήνα προκειμένου νά ὀλοκληρώσει τίς σπουδές του. Στά 1882 ἀνταμώνει ξανά μέ τόν Νήφωνα, πού ἔχει ἤδη ἐγκαταλείψει τήν ἁγιορείτικη ζωή καί ἐπισκέπτεται τήν Ἀθήνα γιά θεραπεία τῶν ματιῶν του. Στήν πρωτεύουσα ὁ Νήφων γνωρίστηκε μέ τούς ἱερεῖς καί ἐπιτρόπους τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, οἱ ὁποῖοι καί τοῦ παραχώρησαν τό καμαράκι γιά νά μείνει. Βρισκόταν ὅμως σέ φάση συνεχοῦς ἀναβολῆς τῆς ἀπόφασης νά ἐπιστρέψει στόν τόπο τῆς μετανοίας του, τό Ἅγιον Ὄρος, κάτι πού δέν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Ἦταν ἀκριβῶς ἡ ἐποχή πού ἀντάμωσε ξανά μέ τόν ἐπιστήθιο φίλο του Παπαδιαμάντη καί τοῦ πρότεινε νά συγκατοικήσουν.


 Γράφει ὁ Παπαδιαμάντης πρός τόν πατέρα του στή Σκιάθο στίς 10 Νοεμβρίου 1882: «Ὁ Νήφων εἶναι ἐδῶ ἀκόμη, καί ὅπως λέγει, θά ὑπάγῃ εἰς τό Ἅγ. Ὄρος. Προσεπάθησε νά κατορθώσῃ κἄτι καί δέν ἠμπόρεσε. Δέν ἔκαμε δέ καμμίαν παρεκτροπήν ἐνταῦθα καί μήν ἀκούετε. Ἄν πίνη ὀλίγον τι, ἀλλά φέρεται σεμνῶς». Ὁ Νήφων στά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του ἔγινε δάσκαλος καί ἱερέας στό κτῆμα τοῦ ἐφοπλιστοῦ Ἰωάννου Θεοφιλάτου στό Χαρβάτι (Παλλήνη), πού βρισκόταν στή θέση τοῦ σημερινοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Τρύφωνος (ὁ Παπαδιαμάντης πέρασε ἐκεῖ τό Πάσχα τοῦ 1887). Ἐκοιμήθη τό 1891 ἤ το 1901, κατά τόν Ν. Φραγκούλα.

  Σύμφωνα μέ μαρτυρίες, στό δίπατο αὐτό δωμάτιο, στίς ἀρχές τοῦ 1884 ὁ Νήφων ἀποσύρθηκε στό πατάρι μέ τό ἀχυρένιο στρῶμα, ἀφήνοντας φιλάδελφα τό ἰσόγειο στόν ἐξάδελφό του. Μάλιστα στόν χῶρο αὐτό ὁ Παπαδιαμάντης ἔγραψε τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ ἀριστουργήματός του «Φόνισσα». Πιθανῶς τότε γράφει τόν «Κανόνα ἱκετήριον εἰς τήν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον τήν Γοργοεπήκοον», βάζοντας στήν ἀκροστιχίδα μαζί μέ τό ὄνομά του καί τό ὄνομα τοῦ Νήφωνα. Ὁ Κανόνας πρωτοεκδόθηκε στά Ἅπαντα τοῦ Βαλέτα.

  Διηγοῦνται γιά τόν Παπαδιαμάντη ὅτι μεγάλο μέρος τῆς καθημερινότητάς του τό περνοῦσε στήν γειτονική ταβέρνα τῶν ἀδελφων Δημήτρη καί Βασίλη Καχριμάνη, δύο στενά παρακάτω, Σαρρῆ 15 καί Ἁγίων Ἀσωμάτων, στό ἰσόγειο διώροφης κατοικίας τῆς πρώτης ὀθωνικῆς περιόδου. Στό «ταβερνεῖον» αὐτό ἄλλωστε φέρεται ὅτι συνέγραφε ἐπί εἰκοσιεπτά χρόνια τά ἄρθρα του καί τά διηγήματά του, πίνοντας καί λίγο κρασάκι, ὡς ἄλλο «ἀλυπιακό μοσχᾶτο». Ὁ Παπαδιαμάντης ζοῦσε πολύ φτωχικά καί λέγεται ὅτι δέν εἶχε οὔτε χαρτί νά γράψει. Εὐτυχῶς πού τοῦ ἔδινε χαρτοσακούλες ὁ Καχριμάνης ὁ Τριπολιτσιώτης. Ἔκοβε ὁ κυρ Ἀλέξανδρος τίς σακούλες σέ ὀρθογώνιο σχῆμα καί ἔβγαζε ἀπ᾿ αὐτές φύλλα χαρτιοῦ, ἐπάνω στά ὁποῖα ἔγραφε τά δοκίμιά του. Αὐτός ἦταν ἄλλωστε καί ὁ λόγος πού ὁ λογοτέχνης μας τόν θεωροῦσε ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή τοῦ ἔδινε χαρτί γιά νά γράψει. Χωρίς ἐκεῖνον τόν εὐλογημένο ταβερνιάρη ποιός ξέρει πόσα ἀπό τά ἔργα τοῦ Παπαδιαμάντη δέν θά εἶχαν καταγραφεῖ ποτέ.

   Σύμφωνα μέ μελετητές τοῦ ἔργου τοῦ Παπαδιαμάντη, τά περισσότερα «ἀθηναϊκά» διηγήματα, τά ὁποῖα συνέγραψε ὁ κύρ Ἀλέξανδρος τά ἐμπνεύστηκε ἀπό τήν καθημερινή ζωή τῆς πόλης καί τῶν ἀνθρώπων της, πού ἐπιμελῶς παρατηροῦσε καί ψυχογραφοῦσε μέ τόν ζωντανό καί ἀνεπανάληπτο λόγο του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ἀποτελεῖ τό ἔργο «Ὁ Καλόγερος», τό ὁποῖο φαίνεται νά παραπέμπει στόν φίλο του ἀλλά καί συγκάτοικό του, μοναχό Νήφωνα.

  Ὁ Παπαδιαμάντης ἐκτός ἀπό τό Κελί στό ὁποῖο ἀναφερόμαστε, διεμενε ἐπίσης σ᾿ ἕνα δωμάτιο σέ σπίτι τῆς ὁδοῦ Τάκη, δίπλα στούς Ἁγίους Ἀναργύρους, ὅπου ἔγραψε τήν «Γυφτοπούλα», ἐνῶ τά τελευταῖα δύο του χρόνια στοῦ Ψυρρῆ, ἔμενε σέ σπίτι τῆς ὁδοῦ Ἀριστοφάνους, δίπλα στόν Ἅη-Θανάση.

 Ἀπό τόν Φεβρουάριο τοῦ 1906 μέχρι τόν χειμώνα τοῦ 1908 μένει στή Δεξαμενή, ὅπου σύχναζαν πολλοί λόγιοι, σέ σπίτι ἀπέναντι ἀπό τόν πευκώνα τοῦ Λυκαβηττοῦ πού εἶχε φυτέψει ἡ βασίλισσα Ἀμαλία. Ἡ σπιτονοικοκυρά του ἦταν ἡ κυρά Μαρουδιά ἀπό τήν Κύμη. Στά τέλη τοῦ 1908 ἀναχωρεῖ γιά τή Σκιάθο καί δέν θά ἐπιστρέψει ποτέ ξανά στήν Ἀθήνα.

   Στόν ναό τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων ὁ Παπαδιαμάντης ἔψελνε μαζί μέ τόν ἅγιο Νικόλαο Πλανᾶ (1851-1931), μέ τόν ὁποῖο εἶχε ἀναπτύξει μία ἰδιαίτερη πνευματική σχέση.
  Τό «Κελί τοῦ Παπαδιαμάντη», ὁ ἐξαιρετικά σημαντικός γιά τήν Ἀθήνα ἀλλά καί γιά τήν μελέτη τῆς προσωπογραφίας τόσο τοῦ Παπαδιαμάντη ὅσο καί τῆς ἀθηναϊκῆς κοινωνίας τῆς ἐποχῆς, στίς μέρες μας εἶναι ἀνακαινισμένος καί ἐπισκέψιμος, καί μέ τήν φροντίδα τοῦ προϊσταμένου τοῦ ναοῦ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, ἀρχιμ. Παντελεήμονος Τσορμπαντζόγλου, συνεχίζει να ἐξακτινώνει τόν παπαδιαμαντικό λόγο στόν νοῦ καί τίς καρδιές μας. Ἀπό τήν Ἀθήνα μέχρι τό Ἅγιον Ὄρος.






































 Προτοῦ ὁλοκληρώσουμε αὐτή τήν σύντομη περιήγηση τοῦ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ στήν ἀθηναϊκή περίοδο τοῦ Παπαδιαμάντη, ἄς ἀναφερθοῦμε καί στόν πλησιόχωρο ἱερό ναό τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, μιά πού κι αὐτός σχετίζεται μέ τόν Παπαδιαμάντη, ἀφοῦ ἦταν ἕνας ἀπό τούς ἱερούς χώρους προσευχῆς καί θείας λατρείας του πρός τόν Θεό. Στόν συνειρμό τῆς σκέψης μας ἄλλωστε δέν μπορεῖ παρά νά ἔλθει τό κλασικό χριστουγεννιάτικο διήγημα τοῦ Παπαδιαμάντη «Στό Χριστό στό Κάστρο», πού ἀναφέρεται στόν ναό τῆς τοῦ Χριστοῦ Γεννήσεως, πού ἦταν ὁ κεντρικός ναός τῆς παλαιᾶς πρωτεύουσας τῆς Σκιάθου.


  Ὁ ἀθηναϊκός ναός τῆς τοῦ Χριστοῦ Γεννήσεως (κτίσμα τοῦ 1860) βρίσκεται κι αὐτός στοῦ Ψυρρῆ. Σύμφωνα μέ μαρτυρίες, στόν δυτικό τοῖχο τοῦ ναοῦ ὑπῆρχαν φορητές ἱερές εἰκόνες πού ὁ Παπαδιαμάντης εἶχε ἀφιερώσει στόν ναό. Σήμερα ὅμως ἡ τύχη τους ἀγνοεῖται. Στό σημερινό ἐπισκέπτη τοῦ ναοῦ ὑπογραμμίζεται ἡ σχέση τοῦ μεγάλου λογοτέχνη μας μέ τόν χῶρο, δείχνοντας μάλιστα μία τοιχογραφία στόν βόρειο τοῖχο πού παριστάνει τήν ἀνάβαση στόν οὐρανό τοῦ Προφήτη Ἠλία, μέ τόν μαθητή του προφήτη Ἐλισσαῖο, στόν ὁποῖο ὁ Παπαδιαμάντης ἔτρεφε μεγάλη εὐλάβεια. Ἕνα ἀπό τά ὑμνογραφικά κείμενα τοῦ Παπαδιαμάντη εἶναι τά «Ἀπόστιχα τοῦ Μικροῦ Ἑσπερινοῦ εἰς τήν ἑορτήν τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ» ἐνῶ μᾶς εἶναι γνωστή καί ἡ διακονία του ὡς ψάλτου στόν ὁμώνυμο, ἀνακαινισμένο σήμερα, ναό τοῦ Ἁγίου Ἐλισσαίου τῆς Παλαιᾶς Ἀγορᾶς τῶν Ἀθηνῶν. Ἀναφέρεται ὅτι ἡ τοιχογραφία αὐτή εἶναι ἀφιέρωμα τοῦ ἴδιου τοῦ Παπαδιαμάντη στόν ναό τῆς τοῦ Χριστοῦ Γεννήσεως. Χρειάζεται ὅμως περισσότερη ἔρευνα περί αὐτοῦ καθώς στήν τοιχογραφία ἡ ἀφιερωματική ἐπιγραφή, πού σώζεται στό κάτω ἀριστερό τμῆμα της, ἀναφέρει διαφορετικό ὄνομα ἀφιερωτοῦ, ἀλλά καί χρονολογία μεταγενέστερη τοῦ θανάτου τοῦ Παπαδιαμάντη:
 «Ἀφιέρωμα / Εὐθυμίας Ἠλία Σαλλιγγάρου / 1923».





  Οἱ φωτογραφίες εἶναι ἀπό τό Κελί τοῦ Παπαδιαμάντη, ὅπως αὐτές ἐλήφθησαν ἀπό τόν ἁγιογράφο Γιῶργο Μίχο πού συνόδευε μαζί μέ φίλους τόν συντάκτη τοῦ παρόντος (τόν ὁποῖο βλέπουμε νά στέκεται στό στασίδι τοῦ Κελιοῦ στό ὁποῖο συγκατοικοῦσε ὁ Παπαδιαμάντης μέ τόν μοναχό Νήφωνα) σέ πρόσφατη (παραμονές Χριστουγέννων 2019) ἀθηναϊκή του περιήγηση σέ ἱερούς χώρους τῆς γενέθλιάς του ἀττικῆς γῆς. Ἐπίσης, φωτογραφίες προέρχονται καί ἀπό τόν ἱερό ναό τῆς τοῦ Χριστοῦ Γεννήσεως. Τό ἔνθετο κείμενο γιά τόν Παπαδιαμάντη ἐπιμελήθηκε ὁ Κωνσταντῖνος Τσιώλης.





Τρίτη 5 Απριλίου 2016

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΣΤΑ ΙΩΑΝΝΙΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΥΓΕΝΙΟ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Η πνευματική κίνηση στα Ιωάννινα με επίκεντρο το έργο του Ευγένιου Βούλγαρη

 

Η ερευνητική ανάδειξη όψεων των πνευματικών δρωμένων κατά τον 18ο αιώνα στα Ιωάννινα με επίκεντρο το πολύπλευρο έργο - φιλοσοφικό, θεολογικό, επιστημονικό - και τη πολύπτυχη διδασκαλία του Ευγενίου Βούλγαρη, αποτελεί την επιδίωξη του Β’ Πανηπειρωτικού Συνεδρίου με θέμα «Η πνευματική κίνηση στα Ιωάννινα τον 18ο αι. και η παρουσία του Ευγενίου Βούλγαρη».




Ἀπό το Ἅγιον Ὄρος συμμετέχει στό Συνέδριο ὁ μοναχός Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης μέ θέμα:  
Ὁ Εὐγένιος Βούλγαρης Σχολάρχης τῆς Ἀθωνιάδος (1753-1759) καί οἱ πνευματικές ζυμώσεις στο ῞Αγιον Ὄρος κατά τόν 18ον αἰώνα.

Το Συνέδριο διοργανώνουν στα Ιωάννινα την Παρασκευή 8 και το Σάββατο 9 Απριλίου η Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών και το Ίδρυμα Μελετών Ιονίου και Αδριατικού Χώρου, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 300 χρόνων από τη γέννηση του Ευγενίου Βούλγαρη, κορυφαίου Διδασκάλου του Γένους.
Οι εργασίες του Συνεδρίου θα αρχίσουν την Παρασκευή 8 Απριλίου, στις 6 το απόγευμα, στην αίθουσα «Κ. Κατσάρη» της Ε.Η.Μ. και θα ολοκληρωθούν το βράδυ της επόμενης ημέρας. Η είσοδος για το κοινό θα είναι ελεύθερη.
Στην εναρκτήρια εκδήλωση το πρόγραμμα περιλαμβάνει χαιρετισμό του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου και προσφωνήσεις από τον Μητροπολίτη Ιωαννίνων Μάξιμο, τον Περιφερειάρχη Ηπείρου Αλέξανδρο Καχριμάνη, τον Δήμαρχο Ιωαννίνων Θωμά Μπέγκα, τον Πρύτανη του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Γεώργιο Καψάλη και τον Πρόεδρο της ΕΗΜ και του ΙΜΙΑΧ Κωνσταντίνο Π. Βλάχο.
Στις 7 το απόγευμα θα πραγματοποιηθεί η εναρκτήρια ομιλία του καθηγητή Ιστορίας της Φιλοσοφίας Κωνσταντίνου Θ. Πέτσιου με θέμα «Ονομάτων επίσκεψις: φιλοσοφία και επιστήμες στις Σχολές των Ιωαννίνων τον 18ου αι.».
Το υπόλοιπο Πρόγραμμα έχει ως εξής:
Α΄ Συνεδρία - Προεδρείο: Γεωργία Αποστολοπούλου, Κωνσταντίνος Π. Βλάχος
Βασ. Α. Κύρκος, Ο Ευγένιος Βούλγαρης ως ιστορικός της Ελληνικής Φιλοσοφίας.
Νίκος Αυγελής, Αριστοτελικές καταβολές στη θεωρία της γλώσσας.
Εγκαίνια έκθεσης χειρογράφων και παλαιτύπων του ΙΗ΄ αι. από τα αρχεία του Εργαστηρίου Ερευνών Νεοελληνικής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και του Ιδρύματος Μελετών Ιονίου και Αδριατικού Χώρου στην «Αίθουσα Κ. Κατσάρη».
Σάββατο 9 Απριλίου
9 π.μ.: Β΄ Συνεδρία - Προεδρείο: Αθαν. Γλυκοφρύδη - Λεοντσίνη, Δημ. Αποστολόπουλος
Ελευθέριος Π. Περρωτής, Η θεολογική επίδραση του Ευγενίου Βούλγαρη στη Μαρούτσειο Σχολή.
Γεώργιος Κουντούρης, Ορθόδοξη παράδοση και Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός στο έργο του Ευγενίου Βούλγαρη.
Γεώργιος Νικολάου, Η πραγματεία του Ευγενίου Βούλγαρη «Στοχασμοί εις τους παρόντας κρισίμους καιρούς του Οθωμανικού Κράτους»: ιστορική συγκυρία συγγραφής και πολιτική στόχευση.
Γεώργιος Παναγόπουλος, Η πρόσληψη της δογματικής θεολογίας του Ευγένιου Βούλγαρη στη νεώτερη Θεολογία.

μ. Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης,  Ο Ευγένιος Βούλγαρης Σχολάρχης της Αθωνιάδος (1753-1759) και οι πνευματικές ζυμώσεις στο Άγιον Όρος κατά τον 18ον αιώνα.

10.45 π.μ.: Γ΄ Συνεδρία - Προεδρείο: Κωνσταντίνος Στάϊκος - Ελένη Κουρμαντζή
Αθανασία Γλυκοφρύδη-Λεοντσίνη, Η συμβολή του Ευγενίου
Βούλγαρη στην εκπαίδευση των πριγκήπων της Ρωσίας.
Ελένη Αγγελομάτη - Τσουγγαράκη, Η επιστολιμαία επικοινωνία του Ευγενίου Βούλγαρη με ηγεμόνες της Μολδαβίας.
Γιώργος Βλαχάκης, Η μαρκησία du Chatelet και ο Ευγένιος Βούλγαρης. Διερεύνηση μιας ενδιαφέρουσας πνευματικής σχέσης.
Κωνσταντίνος Νάκος: Ευγένιος Βούλγαρις: Περί προσθέσεως και αφαιρέσεως - Περί κατασκευής των γεωμετρικών εξισώσεων
12.30 μ.: Δ΄ Συνεδρία - Προεδρείο: Νίκος Αυγελής – Δημήτριος Καραμπερόπουλος
Χαρίτων Καρανάσιος, Τα Γιάννενα ως κέντρο δικτύου λογίων μεταξύ Βενετίας και Κωνσταντινούπολης στον 18ο αιώνα
Βασιλική Τζώγα, Ανιχνεύσεις της επίδρασης του Ευγενίου Βούλγαρη στον Ιωαννίτη διδάσκαλο της Ηγεμονικής Ακαδημίας του Βουκουρεστίου Λάμπρο Φωτιάδη μέσα από επιστολές του κώδικα ΕΒΕ2390.
Απόστολος Σταβέλας, Οι «Κριτικαί επιστάσεις» του Ευγενίου Βουλγάρεως και η συνάφειά τους προς θέσεις της «Λογικής» του.
Ελένη Κουρμαντζή, Νύξεις κατά του Ευγενίου Βούλγαρη στον «Ανώνυμο του 1789» και στα «Καλοκινήματα» (1795).
Γεώργιος Καραμπελιάς, Ο εκλεκτισμός του Ευγενίου Βούλγαρη ως εγχείρημα πρωτότυπης φιλοσοφικής σύνθεσης.
17.30 μ.μ.: Ε΄ Συνεδρία - Προεδρείο: Παναγιώτης Νούτσος – Βασίλειος Μακρίδης
Γεώργιος Παπαγεωργίου, Ευγένιος Βούλγαρης: επιστολιμαίες διοδεύσεις κατά τον 18ουαι.
Κωνσταντίνος Ντίνας, Οι περί γλώσσας αντιλήψεις του Ευγενίου Βούλγαρη.
Κωνσταντίνος Στάικος, Ο Ευγένιος Βούλγαρης και η «Αινειάδα» του Βιργιλίου.
Δημήτριος Καραμπερόπουλος, Η παρουσία του Γαληνού στη «Λογική» του Ευγενίου Βούλγαρη.
Ελευθερία Νταλιάνη, Απηχήσεις της αρχαίας Φιλοσοφίας στη «Λογική» του Ευγενίου Βούλγαρη.
Αγγελική Αγγέλη, Η παρουσία της νεώτερης φιλοσοφίας στα «Στοιχεία της Μεταφυσικής» του Ευγενίου Βούλγαρη.
19.30 μ.μ.: ΣΤ΄ Συνεδρία - Προεδρείο: Βασίλειος Α. Κύρκος - Κωνσταντίνος Θ. Πέτσιος
Παναγιώτης Νούτσος, Πώς συνέβαλε η «Μητρόπολις πάσης μαθήσεως» στην αναδιάταξη των σχέσεων φιλοσοφίας και επιστημών.
Χρήστος Τερέζης, Οι περί των «καθόλου» απόψεις του Ευγενίου Βουλγάρεως.
Δημήτριος Αποστολόπουλος, Για το «Επιστολάριον» του Ευγενίου Βούλγαρη.
Βασίλειος Μακρίδης, «Απόκρισις ορθοδόξου τινός προς τινα αδελφόν ορθόδοξον περί της των Κατολίκων δυναστείας […] (Halle 1775): Έργο του Ευγένιου Βούλγαρη ή του Νικηφόρου Θεοτόκη;»

Γεωργία Αποστολοπούλου, Η αναφορά του ιστορικού της φιλοσοφίας Νικολάου Κοτζιά στον Ευγένιο Βούλγαρη.

Σάββατο 10 Αυγούστου 2013

Ο ΓΕΡΩΝ ΙΕΡΟΘΕΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ ΣΕ ΓΡΑΜΜΑΤΟΣΗΜΟ



Ὁ Γέρων Ἱερόθεος τῆς καλύβης τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου σέ γραμματόσημο.

Τό 2009 κυκλοφόρησε ἀπό τά Ἑλληνικά Ταχυδρομεῖα μία σειρά γραμματοσήμων μέ θέματα ἐμπνευσμένα ἀπό τή ζωή τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἀνάμεσα σ᾿ αὐτά κυκλοφόρησε καί τό εἰκονιζόμενο στή φωτογραφία γραμματόσημο, μέ τή μορφή τοῦ ὁσιακῆς μνήμης μοναχοῦ Ἱεροθέου Καυσοκαλυβίτου, γέροντος τῆς καλύβης τοῦ Ἁγ. Ἀκακίου (+ 1966).

 Ὁ γέ­ρων Ἱ­ε­ρό­θεος
   
Στήν ἁ­γι­ο­τόκο αὐτή Κα­λύβη τοῦ Ἁ­γίου Ἀ­κα­κίου βρί­σκουμε τόν γέ­ροντα Ἱ­ε­ρό­θεο, πού ἦρθε τό 1907 μαζί μέ τόν ἀ­δελφό του παπα-Θε­ό­δωρο (ὁ ὁ­ποῖος ἔ­γινε ἀρ­γό­τερα ἡ­γού­με­νος στή μονή Γρη­γο­ρίου) ἀπό τήν Ἀ­με­ρική, ὅ­που ἐρ­γά­ζον­ταν ὡς με­τα­νά­στες. Μέ ἀ­φορμή ἕνα ὑ­περ­φυ­σικό γε­γο­νός ὁ­δη­γή­θη­καν στή στα­θερή ἀ­πό­φαση νά ἐγ­κα­τα­λεί­ψουν τόν κό­σμο καί νά ἔλ­θουν στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος. Ἕνα δι­δα­κτικό πε­ρι­στα­τικό τούς συ­νέβη τήν ἡ­μέρα πού ἔ­φθα­σαν στήν Κα­λύβη καί ἔ­δειξε τή με­τέ­πειτα θε­ά­ρε­στη πνευ­μα­τική πο­ρεία τους. Τήν ὥρα πού ἔ­φθα­σαν στήν αὐλή τῆς Κα­λύ­βης, βρέ­θη­καν μπρο­στά σ’ ἕνα ἀ­να­πάν­τεχο συμ­βάν, κα­θώς τή στι­γμή ἐ­κείνη ἐκ­δη­λώ­θηκε ἔν­τονος δι­α­πλη­κτι­σμός ἀ­νά­μεσα στό γέ­ροντα τῆς Κα­λύ­βης μο­ναχό Δι­ο­νύ­σιο τόν Χῖο († 1934) καί τούς ὑ­πο­τα­κτι­κούς του· γε­γο­νός πού θά ἔ­πρεπε νά ἐκ­θέ­σει πολύ τή συ­νο­δεία στά ἔκ­πλη­κτα μά­τια τῶν ὑ­πο­ψη­φίων νέων με­λῶν. Ἡ στα­θερή ὅ­μως ἀ­πό­φαση τῶν δύο νέων γιά τή μο­να­χική ζωή γιά τήν ὁ­ποία καί ἄ­φη­σαν τίς ἀ­νέ­σεις τῆς Ἀ­με­ρι­κῆς, ὑ­περ­πή­δησε τά φαι­νό­μενα ἐμ­πό­δια καί ἔτσι πα­ρέ­μει­ναν καί τε­λικά κοι­νο­βί­α­σαν στήν Κα­λύβη. Ἀρ­γό­τερα, ὁ γέ­ρον­τάς τους ἐ­δι­η­γεῖτο ὅτι τό πα­ρα­πάνω πε­ρι­στα­τικό δέν ἦ­ταν παρά δο­κι­μα­σία πού ἐ­πέ­τρεψε ὁ Θεός γιά τά νέα κα­λο­γέ­ρια, κα­θώς μέ­χρι τήν ὥρα ἐ­κείνη, τί­ποτε δέν εἶχε δι­α­τα­ρά­ξει τήν ἀ­γάπη καί τήν εἰ­ρήνη πού βα­σί­λευε στή συ­νο­δεία. Ὁ γέ­ρων Ἱ­ε­ρό­θεος ἔ­γινε μο­να­χός τό 1911.     
   Γιά δε­κα­ε­τίες ὁ γέ­ρων Ἱ­ε­ρό­θεος εἶχε τή δι­α­κο­νία νά πα­ρα­σκευ­ά­ζει τά πρό­σφορα γιά τίς λει­τουρ­γίες τόσο τοῦ Κυ­ρι­α­κοῦ ὅσο καί τῶν Κα­λυ­βῶν. Ἀ­γα­ποῦσε πολύ τήν κοινή δι­α­κο­νία τῶν Πα­τέ­ρων στό Κυ­ρι­ακό. Ἦ­ταν ἄ­ρι­στος ξυ­λο­γλύ­πτης καί καλ­λι­τέ­χνης κολ­λυ­βᾶς στήν Πα­νή­γυρη τῆς Λαύ­ρας, κατά τήν ἑ­ορτή τοῦ ὁ­σίου Ἀ­θα­να­σίου τοῦ Ἀ­θω­νί­του· πα­ρά­δοση γιά τήν Κα­λύβη τοῦ Ἁ­γίου Ἀ­κα­κίου πού συ­νε­χί­ζε­ται μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί στίς μέ­ρες μας. Τήν τέ­χνη τῆς ξυ­λο­γλυ­πτι­κῆς τήν εἶχε μά­θει ἀπό τόν συ­να­σκητή του, γέ­ροντα Ἀρ­σέ­νιο, στόν ὁ­ποῖο θά ἀ­να­φερ­θοῦμε πα­ρα­κάτω. Μά καί ἐ­κεῖ­νος μέ τή σειρά του, εἶχε δι­δά­ξει τό ἐρ­γό­χειρο αὐτό σέ ἄλ­λους Πα­τέ­ρες.
     Δέν θά πρέ­πει ἐπίσης νά πα­ρα­λεί­ψουμε νά προ­σθέ­σουμε τή χάρη πού εἶχε ὁ γέρων Ἱερόθεος, μέ τό λόγο καί τίς συμ­βου­λές του, πού ἦ­ταν βάλ­σαμο γιά κάθε ψυχή, νά ἀ­να­παύει τούς λο­γι­σμούς ὅ­λων τῶν πα­τέ­ρων πού τόν ἐ­πι­σκέ­πτον­ταν. Τό ἐρ­γα­στή­ριό του ἦ­ταν ἀ­νοι­κτό σέ ὅ­λους. Εἶχε ὅ­μως συ­νάμα τή φρό­νηση, νά μήν ὑ­πάρ­χει σ' αὐτό κα­νένα κά­θι­σμα, ὥ­στε οἱ ἐ­πι­σκέ­πτες του νά μήν κά­θον­ται πολύ καί ἀρ­γο­λο­γοῦν.
  Δι­η­γεῖ­ται γιά τόν γέ­ροντα Ἱ­ε­ρό­θεο καί τούς ἄλ­λους πα­τέ­ρες τῆς Κα­λύ­βης τοῦ Ἁ­γίου Ἀ­κα­κίου κατά τό ἔ­τος 1938, ὁ ἀρ­χι­μαν­δρί­της Χε­ρου­βείμ Κα­ράμ­πε­λας († 1979), ὁ ὁ­ποῖος ἔ­λαβε τή μο­να­χική του κουρά τό 1940 στό Κελλί τοῦ Ἁ­γίου Ἀ­θα­να­σίου τοῦ Ἀ­θω­νί­του πού βρί­σκε­ται πάνω ἀπό τά Καυ­σο­κα­λύ­βια:
«Στά Καυ­σο­κα­λύ­βια κα­τέ­βη­καν καί με­ρι­κοί μο­να­χοί γε­μᾶ­τοι προ­θυ­μία καί ἐ­ξυ­πη­ρε­τι­κό­τητα. Ἕ­νας μά­λι­στα, ὁ γερο-Τι­μό­θεος, ἡ­λι­κίας ἄνω τῶν ἑ­ξῆντα ἐ­τῶν, μέ αὐ­θόρ­μητη ἀ­γάπη ἀ­πέ­σπασε τίς ἀ­πο­σκευές ἀπό τά χέ­ρια μου καί τίς φορ­τώ­θηκε! Ἀ­νε­βή­καμε μαζί σ’ ἕνα ὕ­ψωμα, ἀπ’ ὅ­που ἀν­τι­κρί­σαμε ξα­φνικά ὁ­λό­κληρη τήν κα­τα­πρά­σινη Σκήτη τῶν Καυ­σο­κα­λυ­βίων... Στά δρο­μά­κια τῆς σκή­της νό­μιζα ὅτι πε­τοῦσα. Ὁ­λό­κληρη σχε­δόν ἡ σκήτη εἶ­ναι ἕνα δά­σος ἀπό δέν­δρα. Πή­γαμε καί στό ἀ­σκη­τή­ριο τοῦ ἁ­γίου Ἀ­κα­κίου τοῦ Καυ­σο­κα­λυ­βί­του. Στήν κα­λύβη αὐτή, πρός με­γάλη μου ἔκ­πληξη καί χαρά, μᾶς ὑ­πο­δέ­χθηκε ὁ μο­να­χός πού μέ εἶχε βο­η­θή­σει στίς ἀ­πο­σκευές, ὁ γερο-Τι­μό­θεος. Ἐν τῷ με­ταξύ ἦλ­θαν καί τά ἄλλα μέλη τῆς συ­νο­δείας, ὁ γερο-Ἀ­κά­κιος καί ὁ πα­τήρ Ἱ­ε­ρό­θεος.
  Ὁ γερο-Ἀ­κά­κιος, μέ τήν σφη­νο­ειδῆ γε­νει­άδα καί τήν ἔν­ρινη φωνή, ἦ­ταν πάνω ἀπό ὀ­γδόντα ἐ­τῶν. Νό­μι­ζες πώς ξε­κόλ­λησε κά­ποια βυ­ζαν­τινή τοι­χο­γρα­φία πα­λαιοῦ ὁ­σίου καί πα­ρου­σι­ά­σθηκε ξα­φνικά μπρο­στά σου! Ὁ γερο-Ἱ­ε­ρό­θεος ἦ­ταν ἀ­δελ­φός τοῦ προ­η­γου­μέ­νου τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Γρη­γο­ρίου παπα-Θε­ο­δώ­ρου. Μέ τήν κα­λω­σύνη καί τήν ἁ­πλό­τητά του συ­νε­πλή­ρωνε τήν ὄ­μορφη εἰ­κόνα τῆς ἐ­κλε­κτῆς ἐ­κεί­νης συ­νο­δείας. Ἐ­πή­ραμε τό ἁ­πλό κέ­ρα­σμα πού μᾶς προ­σέ­φερε μέ τά φτω­χικά του σερ­βίτ­σια, ἀ­πο­λαμ­βά­νον­τας τήν ἀ­πε­ραν­το­σύνη τοῦ Αἰ­γαίου. Ἡ θέα ἀπό τόν Ἅ­γιο Ἀ­κά­κιο εἶ­ναι ἀ­λη­θινό πα­νό­ραμα...
  Ὁ γέ­ρων Ἱ­ε­ρό­θεος ἐ­κοι­μήθη ὁ­σι­ακά τό 1966 μετά ἀπό τή Θεία Λει­τουρ­γία πού εἶχε γί­νει στήν Κα­λύβη του καί ἀ­φοῦ εἶχε με­τα­λά­βει τῶν θείων μυ­στη­ρίων.

Τό παραπάνω κείμενο εἶναι ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο τοῦ μοναχοῦ Παταπίου Καυσοκαλυβίτου ΑΓΙΑΣΜΕΝΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΩΝ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΩΝ, τό ὁποῖο κυκλοφόρησε πρόσφατα, σύν Θεῷ, σέ τρίτη ἔκδοση. Στό ἐξώφυλλο εἰκονίζεται ὁ γέρων Ἱερόθεος νά φιλοτεχνεῖ ἕνα ἀπό τά ξυλόγλυπτά του.