Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2013

ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΠΑΤΡΟΜΗΤΡΑΔΕΛΦΟΤΗΤΟΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ, Α' ΜΕΡΟΣ



Ἀκολουθία Πατρομητραδελφότητος ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου

Α’ ΜΕΡΟΣ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

                            ὑπό Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου


    Ἡ Πανηγυρική Ἱερά Ἀκολουθία τῆς Ἱερᾶς Ἑπτάδος τῆς Πατρομητραδελφότητος τοῦ Μεγάλου καί οὐρανοφάντορος Βασιλείου, πού μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ δημοσιεύεται σήμερα, ἐκδίδεται ἀπό τόν κώδικα 146 Καυσοκαλυβίων[1], πού φυλάσσεται στή Βιβλιοθήκη τοῦ Κυριακοῦ τῆς Ἱερᾶς Σκήτης Καυσοκαλυβίων τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
   Ὁ κώδικας εἶναι χαρτῶος, διαστ. 0,23 Χ 0,32, τοῦ ΙΘ αἰ. καί ἔχει 59 φύλλα. Στάχωσις βυρσίνη μετά σκληροῦ χάρτου.
   Ὁ σύμμεικτος αὐτός κώδικας περιέχει Βίους Ἁγίων, Ἐγκωμιαστικούς Λόγους καθώς καί ἱερές Ἀκολουθίες.
    Στό φ.1α, ὑπάρχει ἡ ἐξῆς σημείωση πού μᾶς ἐνημερώνει γιά τήν προέλευση τοῦ κώδικα:" Τό παρόν βιβλίον εἶναι κτῆμα τῆς Καλύβης τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου τῆς Θεοτόκου, Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων τοῦ Ἁγ. Ὄρους Ἄθω 1912 / (μέ διαφορετική γραφή) Νῦν δέ ἀφιεροῦται ἐν τῇ κοινῇ Βιβλιοθήκῃ τοῦ Κυριακοῦ τῆς Σκήτης...ὑπό τοῦ Γέροντος Ἀθανασίου μον. ράπτου, ἐκ Στρεζόβης νῦν Δάφνης τῶν Καλαβρύτων τῆς Πελοποννήσου εἰς μνημόσυνον αἰώνιον καί τῶν Γερόντων αὐτοῦ Χαρίτωνος, Κοσμᾶ τῶν Πνευματικῶν καί τοῦ συμπολίτου αὐτοῦ Χαρίτωνος μοναχοῦ. Καί μηδείς τολμήσας ἀποξενώσῃ αὐτό ἐκεῖθεν ἵνα μή ὑποπέσῃ ταῖς ἀραῖς τῶν ἁγίων Πατέρων [καί] ὡς ἱερόσυλος κατακριθῇ. Ἐν ἔτει 1931 Μηνί Ἰανουαρίου 27 ".
   Ὁ χειρόγραφος αὐτός κώδικας ἀρχικά βρισκόταν στό Σπήλαιο τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου, ὅπου ἀσκοῦνταν ὁ περίφημος Πνευματικός Χαρίτων ἱερομόναχος[2] μέ τή συνοδεία του. Μετά τήν κοίμηση τοῦ Γέροντος, ἡ συνοδεία του μετακόμισε στά Καυσοκαλύβια, ὅπου ἵδρυσε τήν ἐρειπωμένη σήμερα Καλύβη τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου. Ἕνα μεγάλο μέρος τῆς προσωπικῆς Βιβλιοθήκης τοῦ παπα Χαρίτωνος, πού ἀποτελοῦνταν ἀπό ἰδιόγραφους κυρίως κώδικες καθώς καί σπάνια παλαιά ἔντυπα, δώρησε -ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ἡ παραπάνω σημείωση- ὁ τελευταῖος τῆς συνοδείας του, μοναχός Ἀθανάσιος, στήν κοινή Βιβλιοθήκη τῆς Σκήτης.
    Ἡ συγκεκριμένη Ἀκολουθία τῆς ἁγίας οἰκογενείας τοῦ Μεγ. Βασιλείου, βρίσκεται στά φφ. 12α-25β. Ὅπως διαβάζουμε στήν προμετωπίδα τῆς Ἀκολουθίας: «Μηνί Ἰουλίῳ ΙΘ’, μνήμην τελοῦμεν τῆς Ἱερᾶς Ἑπτάδος τῆς Πατρομητραδελφότητος τοῦ Μεγάλου καί οὐρανοφάντορος Βασιλείου». Συμπεραίνουμε λοιπόν ὅτι γράφηκε γιά νά συμψάλλεται κατά τήν ἡμέρα πού ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τή μνήμη τῆς ὁσίας Μητρός ἡμῶν Μακρίνης, τῆς πρεσβυτέρας ἀδελφῆς τοῦ Μεγ. Βασιλείου, ἡ ὁποία φυσικά συνυμνεῖται καί στήν παραπάνω Ἀκολουθία[3].
   Στήν Ἀκολουθία συνυμνοῦνται ἐκτός τοῦ Μεγ. Βασιλείου, ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ἅγιος Πέτρος ἐπίσκοπος Σεβαστείας, ἡ ὁσία Μακρίνα καί ὁ ὅσιος Ναυκράτιος  μετά τῶν γονέων αὐτῶν Βασιλείου καί Ἐμμελίας.
 
 Ἡ πρωτοεκδιδόμενη σήμερα Ἀκολουθία εἶναι πλήρης καί πανηγυρική καθώς ἔχει Μικρό Ἑσπερινό καί δύο κανόνες στόν Ὄρθρο. Δυστυχῶς, στόν κώδικα δέν ὑπάρχει καμμία σημείωση πού νά μᾶς διασώζει τό ὄνομα τοῦ ἱεροῦ ὑμνογράφου τῆς ὡραίας καί σπάνιας αὐτῆς Ἀκολουθίας. Οἱ δέ κανόνες δέν φέρουν ἀκροστιχίδα, ἡ ὁποία ἐνδεχομένως καί θά μᾶς διαφώτιζε περισσότερο.
  Ἐπώνυμος πάντως εἶναι ὁ γραφέας τῆς Ἀκολουθίας. Πρόκειται γιά τόν γνωστό ἁγιορείτη βιβλιογράφο Ἰάκωβο μοναχό Νεασκητιώτη (περ. 1800-1869)[4]. Ὁ Ἰάκωβος εἶναι γνωστός καί ὡς συντάκτης Βίων Ἁγίων καθώς καί ὡς δόκιμος ὑμνογράφος. Τίς Ἀκολουθίες του συνέθετε κατόπιν παραγγελίας, μιά πού αὐτό ἦταν -μαζί καί κυρίως μέ τήν καλλιγραφία καί τήν ἀντιγραφή χειρογράφων- τό ἐργόχειρό του. Στή συνάφεια αὐτή, εἶναι πολύ πιθανόν ἡ Ἀκολουθία πού δημοσιεύεται μέ τήν παροῦσα ἔκδοση, νά εἶναι ποίημα τοῦ μοναχοῦ Ἰακώβου Νεασκητιώτου, ἄν καί συνήθως στήν ἀκροστιχίδα τῶν κανόνων τῶν περισσότερων ἀπό τίς Ἀκολουθίες του, συνηθίζει νά διασώζει τό ὄνομά του. Ἄλλωστε καί ἀπό φιλολογική ἄποψη, τό ἔργο αὐτό -συγκρινόμενο μέ ἄλλα ὑμνογραφήματα τοῦ Ἰακώβου- θά μποροῦσε νά ἀποδοθεῖ στόν ἁγιορείτη αὐτό λόγιο.
   Στή συνέχεια τοῦ κώδικα, φφ. 25β-28β, ὑπάρχει Λόγος ἐγκωμιαστικός τῶν ἑπτά τούτων Ἁγίων τῆς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου συγγενείας, μέ ἀρχή: «Ὅτι οὕς πρέγνω συμμόρφους τῆς εἰκόνος αὐτοῦ γενέσθαι..» καί τέλος: «...καί ἀναδείξῃ ἡμᾶς κληρούχους τῆς ἐνδόξου παραστάσεως ἐν τῇ ἐπουρανίῳ αὐτοῦ βασιλείᾳ μετά πάντων τῶν ἁγίων τῶν ἀπ' αἰῶνος αὐτῷ εὐηρεστησάντων. Ἀμήν».
   Ὁ Λόγος αὐτός εἶναι τοῦ ἴδιου γραφέα, μ᾿ αὐτόν τῆς Ἀκολουθίας. Κατά τή γνώμη μας, θά μποροῦσε νά ἀποδοθεῖ κι αὐτός στόν μοναχό Ἰάκωβο Νεασκητιώτη. Ἄλλωστε καί αὐτό τό ἔργο κινεῖται στά φιλολογικά πλαίσια τῶν ὑπόλοιπων ἔργων τοῦ Ἰακώβου.  Τόν κατανυκτικό αὐτό Ἐγκωμιαστικό Λόγο, τόν ἀποδώσαμε -κατόπιν παρακλήσεως τῶν ἐκδοτῶν- στή νεοελληνική, γιά τήν ἐναργέστερη κατανόησή του ἀπό τούς σύγχρονους πιστούς.
   Στή συνέχεια τοῦ μικροῦ αὐτοῦ μας εἰσαγωγικοῦ σημειώματος -κατόπιν ἐπιθυμίας τῶν ἐκδοτῶν- θά ἀναφερθοῦμε συνοπτικά στήν ἱστορία τῆς Σκήτης μας, στή Βιβλιοθήκη τῆς ὁποίας φυλάσσεται ὡς κειμήλιο, ὁ κώδικας τῆς ἐκδιδόμενης σήμερα Ἱερᾶς Ἀκολουθίας.

    Ἱερά Σκήτη Ἁγ. Τριάδος Καυσοκαλυβίων. Σύντομη ἱστορική ἐπισκόπηση.

Γνωστή ἤδη ἀπό τόν 14ο αἰώνα ἡ περιοχή αὐτή, καθώς τήν καθαγίασε ἡ χαρισματική μορφή τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη (+ περ. 1370 ), τοῦ μεγάλου αὐτοῦ διδασκάλου τῆς νοερᾶς προσευχῆς, πού ἀνάμεσα στά τόσα ὑπερφυσικά χαρίσματα, ἀξιώθηκε νά δεῖ τήν Κυρία Θεοτόκο βρεφοκρατοῦσα στήν κορυφή τοῦ Ἄθω καί νά διάγει -θέλοντας νά ἀποκτήσει τήν ὑψοποιό ταπείνωση- τόν βίο τοῦ διά Χριστόν σαλοῦ, καίγοντας τίς καλύβες πού ὁ ἴδιος πρίν κατασκεύαζε. Ἔτσι ἀπό τήν προσωνυμία του, πῆρε καί ἡ τοποθεσία τήν ὀνομασία " Καυσοκαλύβια ". Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται τήν 13η Ἰανουαρίου.
   Σάν Σκήτη ὅμως μέ τήν σημερινή θεσμοθετημένη μορφή της, ἱδρύθηκε στίς ἀρχές τοῦ 18ου αἰ. (γύρω στά 1700 ) ἀπό τόν ὅσιο Ἀκάκιο τόν Νέο τόν Καυσοκαλυβίτη (1630- 1730). Ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ἦρθε ἐδῶ στά 1680 καί κατοίκησε στό Σπήλαιο πού βρίσκεται στήν ἀνατολική πλευρά τῆς Σκήτης καί στό ὁποῖο, τέσσερις αἰῶνες πρίν, ἀσκήθηκε ὁ ὅσιος Μάξιμος. Ὁ μικρός ἀλλά τόσο καθαγιασμένος χῶρος τοῦ Σπηλαίου δέν κατάφερε νά καλύψει τίς μεγαλόφωνες βροντές τῆς ἀρετῆς καί τῆς ἁγιότητός του, πού ἦταν καρποί τῆς ὑπερφυοῦς ἀσκήσεως τοῦ ἀκοίμητου στήν προσευχή, ἀνύστακτου στήν  πνευματική ἐργασία καί ἄγρυπνου στήν τήρηση τῶν θεομίμητων ἐντολῶν, ὁσίου Ἀκακίου. Τά χαρίσματά του ἔγιναν γνωστά τόσο στό Ἅγιον Ὄρος ὅσο κι ἔξω ἀπ' αὐτό. Μοναχοί ἀπό παντοῦ, ἦρθαν γιά νά ἔχουν τόν Ἅγιο γιά Γέροντά τους καί ἔκτισαν μικρές καλύβες γύρω ἀπό τό Σπήλαιο. Ὅταν ἀργότερα οἱ μοναχοί αὐξήθηκαν πολύ σέ ἀριθμό, ὁ Ἅγιος ὀργάνωσε τόν μοναστικό τους οἰκισμό σέ Σκήτη, ὁρίζοντας καί Τυπικό πού θά ἀκολουθεῖ ὁ τρόπος τῆς ζωῆς τους.
    Ἔτσι ἱδρύθηκε ἡ Σκήτη πού ἀφιερώθηκε στήν Ἁγία Τριάδα. Ἐπειδή τό βρόχινο νερό  μέ τό ὁποῖο οἱ Πατέρες ὑδρεύονταν δέν ἐπαρκοῦσε, ὁ Ἅγιος μέ θαῦμα του ἔβγαλε τό νερό  (ἁγίασμα) μέ τό ὁποῖο ὑδρεύεται μέχρι σήμερα ὁλόκληρη ἡ Σκήτη, γεγονός πού ὁδήγησε καί στήν περαιτέρω ἀκμή της. Περισσότερο μοναχοί ἦρθαν πλέον νά ἀσκηθοῦν ἐδῶ, προκόβοντας καθημερινά στήν ἀρετή μέ τίς νουθεσίες τοῦ ὁσίου Ἀκακίου. Οἱ Καλύβες πολλαπλασιάστηκαν καί στήθηκαν τώρα πετρόκτιστες μέ παρεκκλήσια, μέ πεζούλια καί κρεμαστούς κήπους καί κτίστηκε τό πρῶτο Κυριακό, ναός στόν ὁποῖο κτυποῦσε ἀπό κοινοῦ ἡ καιομένη καρδία τῶν Πατέρων τῆς Σκήτης. Ὁ ὅσιος Ἀκάκιος, δοξολογώντας τόν Θεό γιά τούς ἐκατονταπλάσιους καρπούς τῶν κόπων του, πού μέ τήν χάρη Του κατέβαλε, ἐκοιμήθη στά 1730, στήν Καλύβη του πού ὁ ἴδιος εἶχε κτίσει πάνω ἀπό τό Σπήλαιο. Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται τήν 12η Ἀπριλίου καί τήν Κυριακή τῶν Μυροφόρων.
    Ἐκτός ἀπό τούς Ἁγίους Μάξιμο καί Ἀκάκιο, τή Σκήτη καθηγίασαν οἱ Ἅγιοι·.  Νήφων, μαθητής τοῦ ὁσίου Μαξίμου, οἱ Νέοι Ὁσιομάρτυρες Παχώμιος (μαρτύρησε στή Μικρά Ἀσία τό 1730), Ρωμανός ὁ Καρπενησιώτης (μαρτύρησε στήν Κωνσταντινούπολη τό 1694), καί Νικόδημος (μαρτύρησε τό 1722 στή Β. Ἤπειρο) καί οἱ τρεῖς τους ὑποτακτικοί τοῦ ὁσίου Ἀκακίου, πού ἐμψυχώθηκαν καί εὐλογήθηκαν ἀπ' αὐτόν γιά τό μαρτύριό τους, καθώς καί ὁ Νέος Ὁσιομάρτυς Κωνσταντίνος ὁ ἐξ Ἀγαρηνῶν(+1819).
   Σήμερα, στίς ἀρχές τοῦ 21ου αἰώνα, ἡ Σκήτη τῆς Ἁγ. Τριάδος, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἔχει ἀρχίσει νά γράφει τόν τέταρτο αῶνα τῆς ἱστορίας της. Στή χώρα αὐτή τῆς μετανοίας, σέ 30 κατοικημένες Καλύβες-ἡσυχαστήρια, ἀσκοῦνται γύρω στούς 40 Πατέρες, ἀνύστακτοι ἐργάτες τῆς ἀρετῆς καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς τέχνης καί πιστοί στήν τήρηση τῶν πατρικῶν παραδόσεων.Ἐκτός ἀπό τίς καθημερινές ἀκολουθίες πού ἐπιτελεῖ κάθε συνοδεία στό παρεκκλήσι τῆς Καλύβης τους, προσφέρουν ἀπό κοινοῦ τίς πρός Κύριον εὐχές τους στό Κυριακό, τόν κεντρικό ναό τῆς Σκήτης, ἀφιερωμένο στήν Ἁγία Τριάδα.
    Κτισμένος γύρω στά 1745, στό κέντρο τῆς ἀμφιθεατρικά ἀνεπτυγμένης Σκήτης, θαυμαστό μνημεῖο τέχνης, ὁ ναός εἶναι πλουτισμένος μέ ἐξαιρετικές τοιχογραφίες (γ’ μισό τοῦ 18ου αἰ. καί ἀργότερα, τοῦ 1820), ξυλόγλυπτο τέμπλο, περίτεχνες φορητές εἰκόνες, ἱερά λείψανα πολλῶν ἁγίων καί ἄλλα κειμήλια. Τό κτιριακό συγκρότημα τοῦ Κυριακοῦ ἐκτός ἀπό τήν κοινή Τράπεζα, τό μαγειρεῖο, τόν κοιμητηριακό ναό καί τόν ὑδρόμυλο, συμπληρώνει ὁ Ξενώνας καί ἡ Βιβλιοθήκη ἡ ὁποία στεγάζει μιά ἀξιόλογη συλλογή 242 χειρογράφων, παλαιτύπων καθώς καί νεότερων βιβλίων.
     Στήν ἁγιοτόκο αὐτή Σκήτη, ἐκτός ἀπό τούς παραπάνω Ὁσίους, ἀσκήθηκαν μεγάλες μορφές τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ γένους μας: ὁ ἱερομ. Ἰωνᾶς ὁ Καυσοκαλυβίτης (+1765), ὁ ἱερομ. Ραφήλ ὁ Ἀκαρνάν (+ μετά τό 1821), ὁ μον. Θεόκλητος ὁ Βυζάντιος (1777), ὁ ἱεροδ. Νεόφυτος ὁ Καυσοκαλυβίτης (περ. 1780-1784), Παΐσιος ἱερομ. ὁ Μυτιληναῖος (τέλη 18ου αἰ.),  Εὐθύμιος ἱερομ. ὁ Τραπεζούντιος (τέλη 18ου αἰ.), Φιλόθεος ὁ Σμυρναῖος (+ ἀρχές 19ου αἰ.) καί ἄλλοι εἶναι μερικοί ἀπό τούς λογίους πού ἀσκήθηκαν στή Σκήτη μας[5] καί ἐμπνεύστηκαν ἀπό τήν ἡσυχία της.
      Ἐξ ἄλλου καί στούς μεταγενέστερους αἰώνες δέν ἔλειψαν οἱ πνευματικές μορφές πού συνέχισαν τήν ἁγιαστική ἡσυχαστκή παράδοση πού ἐγκαινίασε ὁ ἱδρυτής τῆς Σκήτης ὅσιος Ἀκάκιος. Ἀνάμεσα σ' αὐτούς μποροῦμε νά ἀναφέρουμε τούς ἐξῆς: Πελάγιος ἱερομ. (1788), Νεόφυτος ἱερομ. Καραμανλῆς (1860), Νικόδημος μον. (1867), ὁ περίφημος ἀσκητής τοῦ Ἄθω Χατζηγεώργης μον. (περ. 1886), Γεδεών ἱερομ. (1895), Παΐσιος μον. (πρῶτο μισό 20οῦ αἰ.), ἱερομ. Ἰωάσαφ (1938), ἱερομ. Πανάρετος Πολυκάρπου (1943), Ἀρσένιος μον. (1956), Μιχαήλ μον. (περ. 1977), μον. Ἱερόθεος (δεύτερο μισό 20οῦ αἰ.), Συμεών μον. (1988). Τέλος στά Καυσοκαλύβια ἔζησε στήν ἀρχή τῆς μοναχικῆς ἀλλά καί στό τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, ὁ γνωστός πλέον σ' ὅλο τόν ὀρθόδοξο κόσμο, Γέρων Πορφύριος ,γιά τόν ὁποῖο ἐπαξίως ἔχουν γραφεῖ τόσα πολλά καί θαυμαστά. Ἐκοιμήθη στή Καλύβη τῆς μετανοίας του, μετά ἀπό ἐπώδυνη ἀσθένεια τήν ὁποία ὑπέμεινε καρτερικά, τόν Νοέμβριο τοῦ 1991[6]. Ἄς ἔχουμε τήν εὐχή τους ὅπως καί μέ τίς πρεσβεῖες τοῦ Ἁγίου Βασιλείου καί τῆς ἁγίας οἰκογενείας του, βροῦμε ἔλεος παρά τοῦ Πανοικτίρμονος Θεοῦ.

                                   Πατάπιος μον. Καυσοκαλυβίτης
              Βιβλιοθηκάριος Ἱερᾶς Σκήτης Ἁγ. Τριάδος Καυσοκαλυβίων




Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου: Εἰσαγωγή-Σχόλια-Φωτογραφίες-Ἀπόδοση στή νεοελληνική τοῦ Ἐγκωμιαστικοῦ Λόγου, ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΠΑΤΡΟΜΗΤΡΑΔΕΛΦΟΤΗΤΟΣ, ἔκδ. Ἱ. Ναοῦ Ἁγ. Βασιλείου, Βραχνέϊκα Πατρῶν, 2006.


ΛΕΖΑΝΤΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ

Α’ ΜΕΡΟΣ
Ἡ ἁγία ἑπτάριθμος οἰκογένεια τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Φορητή εἰκόνα στό ναό τοῦ Μεγ. Βασιλείου. Βρανέϊκα Πατρῶν.

Ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης. Τοιχογραφία τοῦ ἔτους 1777 διά χειρός Μητροφάνους μοναχοῦ Χίου. Καλύβη Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου.
 (φωτογρ. Παταπίου μον. Καυσοκαλυβίτου)



     [1] Βάσει τοῦ Καταλόγου τῶν Χειρογράφων Κωδίκων τοῦ Κυριακοῦ τῆς Σκήτης Ἁγ. Τριάδος Καυσοκαλυβίων, ὑπό Παταπίου μον. Καυσοκαλυβίτου, Θεσσαλονίκη 2005.
     [2] Περί αὐτοῦ βλ. τήν σχετική μονογραφία: Παταπίου μον. Ἁγιορείτου,  Χαρίτων ὁ Πνευματικός (1836-1906). Βίος καί Ἔργα, ἔκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 2003.
     [3] Σέ σημείωση τοῦ γραφέα, φ.12α, διαβάζουμε (διατηροῦμε τήν ὀρθογραφία τοῦ γραφέα): «+ ὅτι δέκα τέκνα ἔτεκεν ἡ ἐμμιλία τέσσαρας υἱούς καί ἕξ θυγατέρες ἐκ τῶν ὁποίων αἱ πέντε δέν ἀναφέρονται· ἴσως καί νά ἐτελεύτησαν παρθένοι ἤ ὡς νήπια ἔτι οὖσαι».
     [4] Ἰάκωβος μοναχός Νεασκητιώτης. Ἀπό τούς σημαντικότερους Ἁγιορεῖτες λογίους τοῦ 19ου αἰ. Περί τοῦ λογίου αὐτοῦ ὡς ὑμνογράφου ἐκπονοῦμε σύν Θε διδακτορική διατριβή.
    [5] Περί τῶν λογίων αὐτῶν βλ. Παταπίου μον. Καυσοκαλυβίτου, Λόγιοι τῆς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων κατά τόν 18ο αἰ.,"Θεοδρομία" τ. 8, Θεσ/κη 2000, σ.71-83.  
    [6]  Περισσότερα γιά τίς ἱερές αὐτές μορφές βλ. Παταπίου μον. Καυσοκαλυβίτου, Τά Καυσοκαλύβια καί οἱ πνευματικές μορφές τους κατά τόν 18ο καί 19ο αἰ., "Πεμπτουσία" τ.9, Ἀθήνα 2002, σ.120-127.