Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2011

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΣΑΒΒΑΣ ΚΑΙ ΣΥΜΕΩΝ ΣΤΗ ΜΟΝΗ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ



Ἀρχιμανδρ. Ἐφραίμ, καθηγουμένου ἰ. μονῆς Βατοπαιδίου


Οἱ ἅγιοι Σάββας καί Συμεών στήν Ἱ. Μ. Βατοπαιδίου



Οι δεσμοί μεταξύ Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου και Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου ειδικότερα, αλλά και Σερβίας γενικότερα, είναι πολύ ισχυροί εξαιτίας των αγίων Σάββα αρχιεπισκόπου Σερβίας και Συμεών του Μυροβλύτου.
Ο Ράστκο Νεμάνια (1169-1236), ήταν γιός του μεγάλου ηγεμόνα, δηλαδή του αυτοκράτορος και δημιουργού του σερβικού κράτους, Στεφάνου Νεμάνια, μετέπειτα Συμεών μοναχού[1]. Σε ηλικία 16 ετών από μεγάλο πόθο για την αγγελική πολιτεία, την μοναστική ζωή, πληγωμένη η καρδία του από τον θείο έρωτα του Χριστού, αφήνει όλα τα εγκόσμια, πλούτη, εξουσία, υλικές ανέσεις, ανθρώπινη δόξα, τους ευσεβεστάτους και αξιαγάπητους γονείς του και έρχεται στο Άγιον Όρος, στην Ιερά Μονή Αγίου Παντελεήμονος, όπου μετά από μία περιπετειώδη καταδίωξη των ακολούθων του πατέρα του ηγεμόνα, γίνεται εσπευσμένα μοναχός και λαμβάνει το όνομα Σάββας.
Στην Ιερά Μονή Αγίου Παντελεήμονος έμεινε για λίγους μήνες. Όταν επισκέφθηκε την Ιερά Μονή Βατοπαιδίου κατά την πανήγυρη του Ευαγγελισμού στις 25 Μαρτίου του 1186 μαζί με τον ηγούμενό του, εντυπωσιάστηκε από την Μονή, την ζωή των μοναχών και την κοινοβιακή τάξη που επικρατούσε εκεί, και με την σύμφωνη ευλογία των ηγουμένων, της Ιεράς Μονής του Αγίου Παντελεήμονος και της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου, Γέροντος Θεοστηρίκτου[2], αλλά και του Πρώτου του Αγίου Όρους, Γέροντος Μητροφάνους[3], αποφάσισε να εγκαταβιώσει εκεί[4]. Παρέμεινε στην Μονή περισσότερο από μία συνεχόμενη δωδεκαετία, τουλάχιστον μέχρι τον Ιούνιο του 1198.
Ο άγιος Σάββας υποτάχθηκε στον ενάρετο και όσιο Γέροντα Μακάριο ιερομόναχο, ο οποίος «φημιζόταν για τα έργα του και ήταν γνωστός σε όλους»[5]. Προκαλεί εντύπωση το γεγονός, γιατί υποτάχθηκε ο Σάββας στον Γέροντα Μακάριο και όχι στον Γέροντα Θεοστήρικτο που ήταν και ο ηγούμενος της Μονής. Την περίοδο αυτή η Μονή σίγουρα κρατούσε κοινοβιακή τάξη, αλλά προφανώς λόγω του πλήθους των μοναχών που άγγιζαν τους οκτακοσίους, ο ηγούμενος θα είχε αναθέσει σε κάποιους να αναλαμβάνουν την πνευματική καθοδήγηση των δοκίμων μοναχών. Προφανώς ο πιο ενάρετος και χαρισματούχος των πνευματικών αυτών πατέρων ήταν ο Γέροντας Μακάριος, για να του δοθεί ο Σάββας. Όταν αργότερα ο Σάββας θα είχε να αντιμετωπίσει τον πειρασμό της ησυχαστικής ζωής βλέπουμε ότι δεν απευθύνθηκε στον Γέροντά του Μακάριο, αλλά στον ηγούμενο της Μονής Γέροντα Θεοστήρικτο, γιατί αυτός θα έπρεπε να δώσει την νενομισμένη ευλογία, ο οποίος συμβουλεύοντάς τον τόνισε ότι δεν πρέπει να αφήσει τόσο σύντομα την κοινοβιακή ζωή[6]. Άρα η Μονή λειτουργούσε ως κοινόβιο.
Ο Σάββας αν και ήταν πρίγκιπας, γιός του μεγάλου ηγεμόνα της Σερβίας, θα μπορούσε να κάνει μία πιο χαλαρή και άνετη μοναστική ζωή, προτίμησε όμως την στενή οδό της υπακοής και της εκκοπής του ιδίου θελήματος. «Επιθυμούσε με όλη του την καρδιά να μην τον ξεχωρίζουν σε τίποτα επειδή ήταν γιός ηγεμόνα. Ήθελε δηλαδή να είναι απλός, συνηθισμένος μοναχός, ίσος και όμοιος με όλους τους άλλους στην νηστεία, στην προσευχή, στην αγρυπνία και σε όλες τις διακονίες της Μονής. Γι' αυτό εκτελούσε τα πάντα με ταπείνωση και αφοσίωση»[7]. Αγάπησε την κακοπάθεια, τα πρώτα επτά χρόνια της παραμονής του στην Μονή περπατούσε ξυπόλυτος, ακόμη και τις πεζοπορίες του στα ασκητικά και κακοτράχαλα μέρη του Αγίου Όρους τις έκανε με γυμνά πόδια[8]. Πέρασε από όλα τα πρακτικά διακονήματα της Μονής. Η «ανόθευτη διακονία», όπως την ονομάζει ο άγιος Ιωάννης ο ΣιναΣτης, κάνει τον υποτακτικό όταν στέκεται στην προσευχή να είναι όλος φωτεινός και πασίχαρος[9], τον οδηγεί στην ταπείνωση, στην κάθαρση της καρδίας από τα πάθη. Διακονούσε «στήν εκκλησία, στο μαγειρείο και στο αρχονταρίκι. Κωπηλατούσε σε γεμάτες βάρκες με φορτία, ψάρευε, έψηνε ψωμί, εργαζόταν στα χωράφια και στα αμπέλια, μάζευε ελιές και σύκα, έκοβε ξύλα, ταξίδευε σαν αγγελιαφόρος μέχρι τον Πρώτο και τα άλλα μοναστήρια, διάβαζε στις Ακολουθίες και έψελνε στον χορό. Ήταν πάντα έτοιμος να βοηθήσει τον καθένα. Πάντοτε ήταν χαμογελαστός, ποτέ κουρασμένος, και δεν παραπονιόταν καθόλου για την κούραση. Από τα εκφραστικά γαλάζια μάτια του ακτινοβολούσαν η ειλικρίνεια και η φιλία. Όπως ήταν ο αγαπητότερος πρίγκιπας στην αυλή του πατέρα του, έτσι και στο Βατοπαίδι έγινε ο πιο προσφιλής μοναχός»[10].
Ο άγιος Σάββας όμως εκτός από την διακονία ασκούνταν και στην εσωτερική νοερά εργασία, στην νοερά επίκληση του ονόματος του Χριστού, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Εκτός βέβαια από την καθοδήγηση από τον άγιο Γέροντά του πάνω στο θέμα αυτό, επειδή ο Σάββας είχε και το διακόνημα να πηγαίνει στους ερημίτες μοναχούς του Αγίου Όρους τρόφιμα και άλλα απαραίτητα είδη ανά τακτά διαστήματα, ερχόταν σε επαφή με ασκητές που είχαν ως κύρια απασχόλησή τους την νήψη, την άσκηση της νοεράς προσευχής, και μάθαινε από αυτούς τους εμπείρους και απλανείς ασκητές πολλά για την ευχή[11].
Ο άγιος Σάββας σίγουρα θα εύρισκε και τους κατάλληλους χώρους στο Βατοπαίδι για την άσκηση της ευχής. Πριν τρεις περίπου μήνες, ενώ προχωρούσαν οι εργασίες αναστήλωσης του πύργου της Μεταμορφώσεως στην Μονή μας, ανακαλύψαμε σε κρυφό χώρο δύο εγκλείστρες, που στην μία από αυτές υπάρχει επιγραφή, γραμμένη με βυζαντινά κόκκινα αυτοκρατορικά καλλιγραφικά γράμματα, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν». Ενδεχομένως σε αυτές τις εγκλείστρες να ασκούνταν οι όσιοι Σάββας και Συμεών, αφού ο πύργος αυτός και το παρεκκλήσιο χτίστηκαν με δική τους δωρεά και κατά παράδοση έμεναν εκεί, στα κελλία του πύργου.
Ο άγιος Σάββας περί το τέλος του 1995 έστειλε ένα πολύ συγκινητικό γράμμα προς τους γονείς του αυτοκράτορες, στο οποίο τους σύστηνε να ασπασθούν τον μοναχικό βίο. Μάλιστα έγραφε κατά λέξη στον πατέρα του ηγεμόνα: «Και όπως αξιώθηκες στον καιρό της ηγεμονίας σου να λάβεις αποστολικά χαρίσματα, έτσι θα αξιωθείς και τώρα στην έρημο, να λάβεις ασκητικές ευλογίες, μέσα στην ταπείνωση του μοναχικού βίου»[12].

Πράγματι μετά την ανάγνωση αυτής της επιστολής ο αυτοκράτορας πατέρας Στέφανος Νεμάνια παραιτείται από τον θρόνο του και παραδίδει την βασιλεία του στον υιό του Στέφανο, ενώ κείρεται μοναχός με το όνομα Συμεών και η σύζυγός του Αννα με το όνομα Αναστασία στην Ιερά Μονή Στουντένιτσα την ημέρα του Ευαγγελισμού του 1196.

Ο άγιος Συμεών στις 8 Οκτωβρίου 1197 ξεκινά από την Σερβία για να έρθει στην Μονή Βατοπαιδίου και να συναντήσει τον υιό του Σάββα.

Η συνάντηση έγινε στις 2 Νοεμβρίου 1197 στην Μονή Βατοπαιδίου με πολλή χαρά και συγκίνηση, με ευχαριστία και δοξολογία προς τον Θεό και μέσα σε ιδιαίτερες και μεγάλες τιμές πρόν τον πρώην Σέρβο γέροντα αυτοκράτορα. Μάλιστα στις 3/16 Νοεμβρίου 1997 εορτάστηκε πανηγυρικά στην Μονή μας η οκτακοσιοστή επέτειος από την συνάντηση αυτών των δύο Αγίων με Πανορθόδοξο Αρχιερατικό Συλλείτουργο στο οποίο συμμετείχαν και πέντε Σέρβοι αρχιερείς μαζί με την ηγούμενο της Ιεράς Μονής Στουντένιτσα, ενώ είχαν παρευρεθεί ο τότε Υπουργός Εκκλησιαστικών Υποθέσεων της Σερβίας και ο Κοσμήτωρ της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Βελιγραδίου.
Οι δύο κύριοι βιογράφοι του αγίου Σάββα, ο Δομετιανός σύγχρονός του και ο Θεοδόσιος που έζησε στο τέλος του 13ου αιώνα, αναφέρουν ότι ο άγιος Σάββας έλαβε από την Γεροντία της Μονής Βατοπαιδίου τον τίτλο, «δεύτερος κτήτορας του Βατοπαιδίου»[13]. Αρχικά με τα χρήματα που του είχε στείλει ο πατέρας του αυτοκράτορας έκτισε τρεις πύργους με τα αντίστοιχα παρεκκλήσιά τους, της Μεταμορφώσεως, του Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου και του Γενεσίου της Θεοτόκου. Έκτισε νέα κτίρια με δύο ή τρεις ορόφους για την εγκατοίκηση των μοναχών. Επίσης ανακαίνισε πολλά άλλα βοηθητικά δευτερεύοντα κτίρια[14]. Μετά την εγκαταβίωση του οσίου Συμεών στην Μονή, που είχε φέρει μαζί του πολλά χρήματα, σε δεύτερη φάση έκτισαν ακόμη τρία παρεκκλήσια, των Αγίων Αναργύρων, του Τιμίου Προδρόμου και των Τριών Ιεραρχών. «Ανήγειραν επίσης κονάκια για την αδελφότητα και τους προσκυνητές• ανακαίνισαν το μοναστήρι/μετόχιο Προσφόριον που είχε καταστραφεί από τους πειρατές και τους ληστές. Μετά φύτεψαν νέα αμπέλια και περιβόλια. Γι' αυτό και δεν είναι παράξενο που οι προσωπογραφίες τους αργότερα ζωγραφίστηκαν σε φυσικό μέγεθος στην λιτή του Καθολικού ως νέων κτητόρων της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου»[15].
«Στην εποχή των Αγίων η Μονή γνώρισε μεγάλη ακμή και οι μοναχοί της έφθασαν τους οκτακοσίους (800)»[16]. Εκείνη την εποχή όλο το Άγιον Όρος ευεργετήθηκε από την παρουσία των αγίων Σάββα και Συμεών. Ενίσχυσαν οικονομικά και πρόσφεραν πλούσια δώρα σε όλες τις Μονές.
Οι άγιοι Σάββας και Συμεών κινούμενοι από την θεία Πρόνοια, όταν έμαθαν ότι στην περιοχή που βρίσκεται ένας μελισσώνας της Μονής Βατοπαιδίου, υπάρχει ένα καταστραμμένο μονύδριο, θέλησαν να το ζητήσουν από τους Βατοπαιδινούς Πατέρες για «νά το κάνουν τόπο μόνιμο εγκαταβιώσεως των μοναχών συμπατριωτών τους προς πνευματική ενίσχυση του λαού τους»[17]. Παρόλη την αρχική αντίδραση της Αδελφότητας για την αναχώρηση των Αγίων, έγινε αποδεκτή η πρόταση του ηγουμένου Θεοστήρικτου της Μονής που έλεγε: «Εμείς από αυτούς δεχτήκαμε πολλά πλούσια δώρα• τώρα τους απαγορεύουμε να φύγουν από μάς. Αν τους δώσουμε το Χιλανδάρι, που είναι εξαρτημένο από το Βατοπαίδι, θα είναι φίλοι μας για πάντα»[18]. Τον Ιούνιο του 1198 με χρυσόβουλλο του αυτοκράτορος Αλεξίου Γ΄ Αγγέλου η Ιερά Μονή Χιλανδαρίου τίθεται υπό την εξουσία και διοίκηση των οσίων Σάββα και Συμεών. Έτσι οι Μονές Βατοπαιδίου και Χιλανδαρίου θεωρούνται αδελφές Μονές. Γι' αυτό στην εφέστια πανήγυρη εκάστης Μονής προΐσταται ως ηγούμενος, ο ηγούμενος της άλλης Μονής.

Ο όσιος Συμεών δεν συμπλήρωσε ένα έτος στην Μονή Χιλανδαρίου και στις 13 Φεβρουαρίου του 1199 κοιμήθηκε οσιακά με τα τελευταία λόγια του, «ευλογητός εί Κύριε, πάσα πνοή αινεσάτω τον Κύριον»[19]. Στο ετήσιο μνημόσυνό του, που εκτός από τον όσιο Σάββα παρευρισκόταν και ο Πρώτος του Αγίου Όρους, Γέροντας Δομέτιος[20], ο τάφος του οσίου Συμεών μυρόβλυσε[21]. Η μυροβλυσία αυτή θα συνεχισθεί για πολλά χρόνια και μετά την μεταφορά του αγίου λειψάνου του το 1207 στην Μονή Στουντένιτσα. Η μυροβλυσία αποτελεί δείγμα μεγάλης καθαρότητας από την πλευρά του Αγίου και μεγάλης ευαρέσκειας από την πλευρά του Θεού.
Το 1219 ο άγιος Σάββας χειροτονείται στην Κωνσταντινούπολη ως ο πρώτος Σέρβος αρχιεπίσκοπος Σερβίας από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Εμμανουήλ παρουσία του βυζαντινού αυτοκράτορος Θεοδώρου Α΄ του Λάσκαρη. Έδρα της αρχιεπισκοπής έκανε την Ιερά Μονή Ζίτσας, στην οποία τώρα βρισκόμαστε. Στις 14 Ιανουαρίου 1236 κοιμήθηκε με τα τελευταία λόγια του, «δόξα τώ Θεώ πάντων ένεκεν». Ο άγιος Σάββας επιτέλεσε ένα τεράστιο και μοναδικό ιεραποστολικό έργο στην χώρα του με βάση την αγιορειτική παράδοση, που είχε ακραιφνώς βιώσει και ως σημείο αναφοράς το Χιλανδάρι. Η Ιερά Μονή Χιλανδαρίου κατέστη το πνευματικό κέντρο του σερβικού έθνους, το πρώτο σερβικό διδακτήριο των γραμμάτων, των τεχνών και εν γένει του πνευματικού και εθνικού πολιτισμού των Σέρβων. Από την Μονή αυτή προήλθαν οι περισσότεροι λόγιοι και ενάρετοι Σέρβοι κληρικοί, επίσκοποι, αρχιεπίσκοποι αλλά και άλλοι σοφοί Σέρβοι άνδρες[22]. Υπήρχε η παράδοση κατ' εντολή του αγίου Σάββα, η οποία κράτησε για διακόσια χρόνια, ο εκάστοτε αρχιεπίσκοπος Σερβίας να προέρχεται από την Αδελφότητα της Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου. Μάλιστα δέκα από αυτούς έχουν καταταγεί στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας[23].
Η ουσιαστική όμως προσφορά της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου προς τον σερβικό λαό δεν ήταν η συμβολή της για την ίδρυση της Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου -πού και αυτή ήταν πολύ σημαντική- αλλά η πνευματική γαλούχηση και ανάπτυξη του οσίου Σάββα κατά την δωδεκαετή παραμονή του στην Μονή, σύμφωνα με την αγιορειτική πατερική παράδοση.
Όπως γράφει και ο σύγχρονος βιογράφος του, άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, «ήταν ανεκτίμητο το όφελος που έζησε ακριβώς στο Βατοπέδι και όχι σε κάποιο άλλο σλαβικό μοναστήρι. Εκεί έμαθε θαυμάσια ελληνικά. Εκεί υπήρχε πλούσια βιβλιοθήκη όλων των αγίων Πατέρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην πρωτότυπη ελληνική γλώσσα. Εκεί σαν σε έκθεση μπορούσε να παρατηρήσει κανείς το απόγαιο του εκλεπτυσμένου βυζαντινού πολιτισμού ... Γιατί το Βατοπαίδι ήταν πρότυπο ως αυτοκρατορικό μοναστήρι ... Σε τέτοιο κέντρο πνευματικότητας και πολιτισμού ο Σάββας είχε την σπάνια ευκαιρία να οικοδομήσει τον χαρακτήρα του κατά το πρότυπο των καλύτερων παραδειγμάτων που είδε και των καλύτερων βιβλίων που διάβασε»[24].
Το σημαντικότερο όμως είναι, ότι ο άγιος Σάββας παρέλαβε την αυθεντική μοναστική ζωή, τον τρόπο του αγιασμού από άγιο Γέροντα, τον όσιο Μακάριο τον Βατοπαιδινό, ο οποίος «φημιζόταν για τα έργα του και ήταν γνωστός σε όλους»[25]. Όταν κάποτε κοντά στον Μυλοπόταμο τον έπιασαν ληστές, ενώ είχε πάει ο άγιος Σάββας να δώσει ευλογίες στους ασκητές, αυτός με εν Κυρίω καύχηση τους είπε ότι είναι υποτακτικός του πατρός Μακαρίου και οι ληστές τον άφησαν ελεύθερο, επειδή αν και ήταν ληστές, ήξεραν και σέβονταν τον Γέροντα Μακάριο[26]. Η υποταγή του αυτή του εξασφάλισε φυσιολογική πνευματική ανάπτυξη, τον ολοκλήρωσε εν Χριστώ, τον οδήγησε στην απόκτηση των θείων χαρισμάτων. Όταν στην αρχή της μοναστικής του ζωής είχε λογισμούς ησυχίας, να φύγει από το μοναστήρι του και να γίνει ησυχαστής, ερημίτης δεν άκουσε τον λογισμό του, αλλά τον ηγούμενο της Μονής, Γέροντα Θεοστήρικτο, που του είπε, ότι δεν αρμόζει σε εκείνον που ακόμη δεν στερεώθηκε με την υπακοή ούτε στην πρώτη βαθμίδα της κοινοβιακής ζωής, να εγγίζει την κορυφή της ησυχίας και αναχωρήσεως και να ακολουθεί πρόωρα το θέλημά του[27]. Αν τότε δεν υπάκουε στην συμβουλή του Γέροντος Θεοστηρίκτου ο άγιος Σάββας, δεν θα γινόταν άγιος και στύλος της Σερβικής Εκκλησίας, και φοβάμαι ότι και η Εκκλησία της Σερβίας δεν θα είχε σωστή σχέση με την πατερική παράδοση.
Η πεμπτουσία της πατερικής παραδόσεως είναι η παραλαβή της πνευματικής ζωής από έμπειρο Γέροντα, που έχει ζήσει την εν Χριστώ ζωή. Στην Μονή Βατοπαιδίου ο άγιος Σάββας έζησε την υπακοή, την εξάρτηση και αναφορά σε Γέροντα, την κατά μόνας προσευχή αλλά και την κοινή προσευχή στην θεία Λατρεία, την αγάπη προς τους αδελφούς μέσω της διακονίας αλλά και την θεία αγάπη, τον θείο έρωτα. Με τον προσωπικό του αγώνα αλλά και με τις ευχές του Γέροντός του Μακαρίου διά της θείας Χάριτος καθαρίσθηκε από τα πάθη, φωτίσθηκε, αγιάσθηκε, γι' αυτό ύστερα όταν τον κάλεσε η θεία Πρόνοια και ανέβηκε «επί την λυχνίαν»[28], στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, μπορούσε να φωτίζει τον κόσμο και συνέβαλε παντοειδώς στην αναμόρφωση της Σερβικής Εκκλησίας. Σε όλες τις σερβικές Μονές καθιέρωσε το αγιορειτικό τυπικό. «Κατά τον βιογράφο του Δομετιανό υπήρξε άγρυπνος κήρυκας του θείου λόγου προς όλους, ασκητής επίσκοπος, ελεήμων, εξολοθρευτής των αιρέσεων, φωτεινό παράδειγμα ευσεβείας»[29].
Ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση και ευλάβεια προς το πρόσωπο και το έργο του αγίου Σάββα. Είχε γράψει γι' αυτόν: «Με την ακατανίκητη έλξη της θεοφόρου προσωπικότητός του και το πολύπλευρο ευαγγελικό έργο του ο άγιος Σάββας, έδειξε έμπρακτα σε κάθε άνθρωπο, πώς να οικοδομήσει από τον εαυτό του μία ύπαρξη χριστοειδή, που θα ζεί με τις ευαγγελικές αρετές»[30].
Νομίζουμε και εμείς ότι και οι δύο άγιοι, Σάββας και Συμεών, μπορούν να προβληθούν και σήμερα στην εποχή της αρνήσεως των πάντων, της απαξιώσεως των θεσμών, της κατάρρευσης του ήθους, της πνευματικής εκπτώσεως του ανθρώπου ως πρότυπα της αληθινής εν Χριστώ ζωής. Ο άγιος Σάββας ως πρότυπο μοναχού και εκκλησιαστικού ηγέτη, ενώ ο άγιος Συμεών ως πρότυπο πολιτικού ηγέτη. Ο δε θείος πόθος τους, ο θείος έρωτάς τους, που τους έκανε να αφήσουν όλες τις επίγειες δόξες και ηδονές θα πρέπει να προβληματίζει όλους τους λαϊκούς χριστιανούς, αλλά και εμάς τους μοναχούς ώστε να κρατήσουμε τον θείο ζήλο έως τέλους.
Η Μονή Βατοπαιδίου μπορεί να καυχάται εν Κυρίω, επειδή μέσα στα περικαλλή τέκνα της συμπεριλαμβάνονται οι άγιοι Σάββας και Συμεών, οι οποίοι έγιναν η αιτία μίας αδιάρρηκτης σχέσης της Μονής με τον σερβικό λαό.


Σημειώσεις:
1. Βλ. αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, Βίος καί Πολιτεία τών αγίων Πατέρων ημών Σάββα καί Συμεών, Αθήνα 1975, σ. 15.
2. Βλ. Κάτιας Λοβέρδου-Τσιγαρίδα, «Βυζαντινές αργυρεπίχρυσες επενδύσεις εικόνων», Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Βυζαντινές εικόνες καί επενδύσεις, Άγιον Όρος 2006, σ. 293, όπου αναφέρεται τό όνομα τού ηγουμένου Θεοστήρικτου σέ αφιερωματική επιγραφή σέ επένδυση τής θαυματουργού εικόνας Παναγίας Βηματάρισσας. Ο Γέροντας Θεοστήρικτος ήταν ο ηγούμενος τής Μονής Βατοπαιδίου καθόλη τήν περίοδο πού έμεινε ο άγιος Σάββας στήν Μονή. Ειδικά γιά τόν ηγούμενο Θεοστήρικτο βλ. Dometijan, }ivot svetoga Simeuna i svetoga Save, έκδ. Df. Danici , Βελιγράδι 1865, σσ. 55 καί 128.
3. Βλ. Διονυσίας Παπαχρυσάνθου, Ο Αθωνικός μοναχισμός, Αθήνα 1992, σ. 355.
4. Βλ. αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, Βίος καί Πολιτεία τών αγίων Πατέρων ημών Σάββα καί Συμεών, Αθήνα 1975, σ. 36.
5. Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, Βίος καί Πολιτεία τών αγίων Πατέρων ημών Σάββα καί Συμεών, Αθήνα 1975, σ. 42.
6. Βλ. αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, Βίος καί Πολιτεία τών αγίων Πατέρων ημών Σάββα καί Συμεών, Αθήνα 1975, σ. 39.
7. Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, Βίος καί Πολιτεία τών αγίων Πατέρων ημών Σάββα καί Συμεών, Αθήνα 1975, σ. 36.
8. Βλ. αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, Βίος καί Πολιτεία τών αγίων Πατέρων ημών Σάββα καί Συμεών, Αθήνα 1975, σ. 37.
9. Βλ. αγίου Ιωάννου Σιναΐτου, Κλίμαξ, Λόγος 18,4, έκδ. Ιεράς Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 71997, σ. 228.
10. Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ο βίος τού αγίου Σάββα, πρώτου αρχιεπισκόπου Σερβίας, Αθήνα 1998, σσ. 45-46.
11. Βλ. αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ο βίος τού αγίου Σάββα, πρώτου αρχιεπισκόπου Σερβίας, Αθήνα 1998, σ. 46.
12. Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, Βίος καί Πολιτεία τών αγίων Πατέρων ημών Σάββα καί Συμεών, Αθήνα 1975, σ. 46.
13. Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ο βίος τού αγίου Σάββα, πρώτου αρχιεπισκόπου Σερβίας, Αθήνα 1998, σ. 45.
14. Βλ. αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ο βίος τού αγίου Σάββα, πρώτου αρχιεπισκόπου Σερβίας, Αθήνα 1998, σσ. 44-45.
15. Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ο βίος τού αγίου Σάββα, πρώτου αρχιεπισκόπου Σερβίας, Αθήνα 1998, σ. 54.
16. Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Βατοπαιδινό Συναξάρι, έκδ. Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2007, σ. 56.
17. Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Βατοπαιδινό Συναξάρι, έκδ. Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2007, σ. 58.
18. Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Βατοπαιδινό Συναξάρι, έκδ. Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2007, σ. 58.
19. Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ο βίος τού αγίου Σάββα, πρώτου αρχιεπισκόπου Σερβίας, Αθήνα 1998, σ. 63.δδ
20. Ο Πρώτος τού Αγίου Όρους τότε ήταν ο Δομέτιος καί όχι ο Γεράσιμος, όπως αναφέρεται από πολλούς. Βλ. Διονυσίας Παπαχρυσάνθου, Ο Αθωνικός μοναχισμός, Αθήνα 1992, σ. 355, υποσημ. 46.
21. Βλ. αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Νέον Εκλόγιον, Αθήναι 21974, σ. 272.
22. Βλ. Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Βατοπαιδινό Συναξάρι, έκδ. Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2007, σ. 59.
23. Βλ. Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Οι άγιοι τού Αγίου Όρους, εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 85.δ
24. Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ο βίος τού αγίου Σάββα, πρώτου αρχιεπισκόπου Σερβίας, Αθήνα 1998, σσ. 39-40.
25. Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, Βίος καί Πολιτεία τών αγίων Πατέρων ημών Σάββα καί Συμεών, Αθήνα 1975, σ. 42.
26. Βλ. αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, Βίος καί Πολιτεία τών αγίων Πατέρων ημών Σάββα καί Συμεών, Αθήνα 1975, σ. 42.
27. Βλ. αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, Βίος καί Πολιτεία τών αγίων Πατέρων ημών Σάββα καί Συμεών, Αθήνα 1975, σ. 39.δ
28. Ματθ. 5,15.
29. Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Βατοπαιδινό Συναξάρι, έκδ. Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2007, σ. 66.
30. Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, Βίος καί Πολιτεία τών αγίων Πατέρων ημών Σάββα καί Συμεών, Αθήνα 1975, σ. 152.




Επιστημονικό - Πνευματικό Συμπόσιο
περί γυναικείου μοναχισμού
Ιερά Μονή Ζίτσης, Σερβία, 1-4 Σεπτεμβρίου 2011
«Οι άγιοι Σάββας και Συμεών στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου»
Αρχιμ. Εφραίμ, Καθηγουμένου Ι. Μονής Βατοπαιδίου



Ἀπό τό ἰστολόγιο ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΕΣ ΜΝΗΜΕΣ

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2011

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙΝ. ΦΟΡΗΤΗ ΕΙΚΟΝΑ ΔΙΑ ΧΕΙΡΟΣ ΙΩΑΣΑΦΑΙΩΝ





Θεοτόκος Ἄξιον Ἐστίν.

Φορητή εἰκόνα ρωσοναζαρηνῆς τεχνοτροπίας,

διά χειρός Ἰωασαφαίων.

Ἀρχές 20οῦ αἰώνα.

Καυσοκαλύβια.

Ἅγιον Ὄρος.






Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2011

Η ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΑΘΩΝΑ




Ἡ σκιά τοῦ Ἄθωνα

Ἄθως κατά τήν δύσιν τοῦ ἡλίου παρουσιάζει τῷ παρατηρητῇ και ἕτερον ἐξαίσιον θέαμα τόδε:

Ἡ σκιά τοῦ Ὄρους προβαλλομένη ἐπί τῆς ἐπιφανείας τῆς θαλάσσης κατά διεύθυνσιν ἀνατολικήν σχηματίζει πυραμιδοειδή μορφήν, ἧς ἡ κορυφή κατά πᾶσαν στιγμήν καθίσταται αἰχμηρά, προσπλησιάζουσα τῶ ὁρίζοντι. Καί ἐνῶ τείνει πρός διχασμόν, ἡ αἰχμηρά κορυφή ἀνέρχεται πρός τόν οὐρανόν, πειρωμένη οὕτως εἰπεῖν νά εἰσδύσῃ εἰς τά οὐράνια μυστήρια, ἀφοῦ ἤδη ἀνεμέτρησε τά ἐπί τῆς γῆς ἀσθενῆ ἔργα τῶν μερόπων.
Τινές ὑπέθεσαν ὅτι ἡ σκιά τοῦ Ὄρους προβαλλομένη ἐπί τῆς ἐπιφανείας τῆς θαλάσσης ἀντανακλᾶται ἐπί τοῦ οὐρανίου θόλου ἕνεκα τῆς διαθλάσεως τοῦ φωτός καί τῆς σφαιρικότητος τῆς γηΐνου σφαίρας. Ἀλλά τό τοιοῦτον δέν εἶναι δυνατόν, διότι τό αἰχμηρόν τῆς κορυφῆς τῆς σκιᾶς θά ἐξηφανίζετο τότε παντελῶς.

Ἀντιγραφή ἀπό τό βιβλίο τοῦ Γερασίμου Σμυρνάκη ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ (Ἀθῆναι 1903)

Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2011

Ο ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡ. ΓΑΒΡΙΗΛ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ



Ἀρχιμανδρ. Γαβριήλ Διονυσιάτης (1886-1983).

Μιά μεγάλη ἁγιορείτικη μορφή τοῦ 20οῦ αἰώνα.

Είναι αδύνατο, τολμώ να πω, να μπορέσει κανείς να απεικονίσει μια τόσο μεγάλη μορφή όπως του αειμνήστου αρχιμανδρίτη Γαβριήλ Διονυσιάτη (κατά κόσμον Γεωργίου Καζάζη) μέσα σε λίγες σελίδες. Ωστόσο απ΄ όσα γνώρισα, άκουσα αλλά και έζησα από κοντά επιχειρώ να χαράξω μερικές γραμμές επ΄ ευκαιρία των 26 χρόνων από την προς Κύριον εκδημία του.
Γεννήθηκε στο χωριό Μεσενικόλα της Καρδίτσης το 1886 από γονείς ευσεβείς τον Θεοδόσιο και την Κωνσταντίνα, και από μικρός διακρινόταν τόσο για την ευλάβειά του όσο και για τον υπερβολικό πατριωτισμό του. Στην ηλικία των 17 ετών πήγε κρυφά, εθελοντής, στ΄ αντάρτικα του μεγάλου Μακεδονομάχου Παύλου Μελά. Το 1910 κατόρθωσε ύστερα από πολλές δυσκολίες να εγκαταλείψει τα εγκόσμια, να έρθει στο Άγιο Όρος, και να εγκαταβιώσει στην Ιερά Μονή Διονυσίου, η οποία ήταν η πιο ασκητική της εποχής εκείνης.
Ως δόκιμος, διέπρεψε τόσον εντός, όσον και εκτός, δηλαδή στο μετόχι Μονοξυλίτης, απ΄ όπου και ανεκλήθη στη Μονή, υπό του αειμνήστου, τότε ηγουμένου, Δοσιθέου, για να χειροθετηθεί σε μεγαλόσχημο, μετονομασθείς Γαβριήλ μοναχός.
Από τότε, ως μοναχός, με περισσότερο ζήλο επεδόθει σε μεγαλύτερους ασκητικούς αγώνες. Βλέποντας, όμως, ο Γέροντάς του τόσο την ωριμότητα, όσο και τα χαρίσματά του, από πολύ νωρίς, τον προώθησε για ανώτερες διακονίες, αποστέλλοντάς τον συχνά-πυκνά, εκτός Αγίου Όρους για υποθέσεις τόσο της Μονής όσο και του Αγίου Όρους.
Με την απελευθέρωση της Μακεδονίας, από τον τουρκικό ζυγό, εκρίθη απαραίτητο να επανακατοχυρωθούν τα εκτός του Αγίου Όρους Μετόχια, με ελληνικούς τίτλους. Στο έργο αυτό, απεδείχθη καταλληλότερος, αν και νεαρός, ο μοναχός Γαβριήλ. Αλλά και στα εκτός Αγίου Όρους Μετόχια της Ιεράς Μονής Διονυσίου συχνάκις απεστέλλετο προς διακονίαν. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, να συλληφθεί αιχμάλωτος από τους Βουλγάρους κομιτατζήδες. Αξιώθηκε, έτσι, να φέρει, ζωντανά, τα στίγματα του «ομολογητού και του κατά πρόθεση μάρτυρος». Υπέστη, καθώς ο ίδιος με δάκρυα διηγείτο, μαζί με άλλους συνομολογητές μοναχούς της Ιεράς Μονής Εικοσιφοινίσσης, και πολλούς κληρικούς, φοβερές κακώσεις όμοιες των παλαιών μαρτύρων, από ποιούς; τους ομόδοξους, δυστυχώς, γείτονες αδελφούς μας!

Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Διονυσίου (1934-1975)
Με την κοίμηση του ηγουμένου Δοσιθέου, η πλειονότητα των Διονυσιατών μοναχών, προσέβλεψε πλέον στο πρόσωπο του μοναχού Γαβριήλ, ως του μόνου καταλλήλου, για την υψηλή αυτή διακονία. Δεν έλειψαν όμως και οι αντιθέσεις‡ δυστυχώς την εποχή εκείνη υπήρχε ένα αρνητικό στοιχείο, σε πολλές αγιορείτικες Μονές, και τούτο ήταν ο τοπικισμός. Ωστόσο, η μερίδα των τοπικιστών, δεν κατόρθωσε να επιβληθεί και έτσι προβάλλεται, ως «φως επί την λυχνίαν», ν΄ απλώνει τις ακτίνες πέραν μιας 40ετίας, η φωτεινή μορφή, του χαρισματούχου ηγουμένου Γαβριήλ. Έτσι στις 21 Ιουνίου 1936 χειρονείται Διάκονος ενώ την επομένη Πρεσβύτερος και ενθρονίζεται Ηγούμενος.
Με συναίσθηση ευθύνης ποιμένος, παναγιορειτικής εμβέλειας, εργάζεται σκληρά, τόσο, για την εμπιστευθείσαν «ποίμνην», όσο, και για όλη την αγιορείτικη πολιτεία. Αλλά, κατέστη και η παραμυθία του τότε σκληρώς δοκιμαζομένου λαού μας. Πλήθος, πονεμένοι και πεινασμένοι, περνούσαν καθημερινά για να μεταλάβουν σωματικής και πνευματικής τροφής. Αγάπησε, όσο πολύ λίγοι, τον πονεμένο ελληνικό λαό του Θεού, σε βαθμό να δώσει όλο τον εαυτό του προς παράκληση και στηριγμό του. Τολμώ να πω, σε τόσο βαθμό, ώστε πρόσεχε πιο πολύ τους πονεμένους λαϊκούς, από τα λογικά πρόβατα της ποίμνης του, δηλ. τους μοναχούς. Ένα δείγμα, αυτής της προθέσεως του, είναι και το γεγονός ότι, ενώ όλο το Μοναστήρι είχε ανάγκη ανακαινισμού, και το ταμείο δεν επαρκούσε, προτίμησε ν' ανακαινίσει μόνο το αρχονταρίκι, ώστε να επαρκεί για το πλήθος των προσκυνητών, που κατέκλυζαν καθημερινά τη Μονή.
Θα παραθέσω άλλο ένα δείγμα, που μας το διηγείτο, με δάκρυα, ο ίδιος, και το οποίο τον αναβιβάζει κατακόρυφα.
Επιστρέφοντας, από την Θεσσαλονίκη, κατά το 1945, μέσω του Χολομώντα, σταμάτησαν οι αντάρτες το λεωφορείο. Έβγαλαν έξω μερικούς, μαζί με τον ίδιο, και ύστερα, από μια πρόχειρη ανάκριση τους εκτελούσαν ένα-ένα. Ήλθε και η σειρά του ηγουμένου. Ένας «εισαγγελέας», του αποδίδει την κατηγορία ότι ήταν τύραννος του λαού. Και ο γενναίος Γέροντας, με ψυχραιμία, απαντά:
- Ο λαός εδώ είναι, για ρωτήστε!»
Στρέφεται λοιπόν, προς τους παρόντες, έφερε και άλλους από διάφορες γειτονικές περιοχές, και, τους ρωτά:
- Ξέρετε αυτόν τον καλόγηρο;
- Ναι, τον ξέρουμε.
- Ήταν καταπιεστής στα μετόχια;
- Όχι, ήταν πολύ καλός και ελεήμων‡ φάγαμε ψωμί από κοντά του ...
Σημειωτέον ότι, στη Χαλκιδική, η Ιερά Μονή Διονυσίου, είχε μεγάλα μετόχια και ο Γέροντας, έθρεψε όλους τους φτωχούς της περιοχής. Το θαύμα έγινε. Στρέφεται, απογοητευμένος και αγριεμένος προς τον Γέροντα, και του λέει:
- Τι να σου κάνω; Έχεις μεγάλο Άγιο προστάτη, ειδ΄ άλλως, δεν γλύτωνες

Η δραστηριότητα του Γέροντα στα κοινά του Αγίου Όρους
Κατά το 1930, ο αείμνηστος Γέροντας, εστάλη ως αντιπρόσωπος της Μονής, στην Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους. Έκτοτε, ως αντιπρόσωπος και κατόπιν ως ηγούμενος, συμμετείχε σε όλες τις επιτροπές της Ιεράς Κοινότητος, για όλα τα σοβαρά θέματα που απασχολούσαν τον ιερό τόπο και, εν γένει την πατρίδα μας, κατά τις δύσκολες εκείνες μέρες. Όσες δε φορές συμμετείχε, ως επίτροπος, κατόρθωνε με τον σοφό και μειλίχιο τρόπο του, να στέφονται όλες οι υποθέσεις με επιτυχία.
Αλλά, πώς να παρασιωπήσουμε την περίφημη εκείνη επιστολή την οποία η Ιερά Κοινότης ανέθεσε στον αείμνηστο Γαβριήλ, με την οποία ζητούσε από τον δικτάτορα της Γερμανίας Αδόλφος Χίτλερ, όπως αναλάβει υπό την προσωπική του προστασία την Αγιορείτικη πολιτεία; Κατά θεία νεύση, ο σκληρός εκείνος δικτάτορας, συγκατένευσε και έθεσε υπό την προστασία του την Αθωνική πολιτεία, εις τρόπον ώστε, οι μοναχοί, απερίσπαστοι ενδιέτριβαν σε αδιάλειπτη προσευχή υπέρ της πατρίδας μας αλλά και της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου και μάλιστα υπό την προστασίαν του Γερμανικού στρατού.
Αλλά και από τις ορδές των ανταρτών, μετά τον πόλεμο του 1940-44, κατόρθωσε να διαφυλάξει, με διπλωματικό ελιγμό, από ομαδική σφαγή πολλούς αγιορείτες, μεταξύ των οποίων και τον ίδιον.

Συγγραφικό έργο
Ο ακάματος αυτός Γέροντας, παρ΄ όλο το φόρτο των εντός και εκτός Μονής καθηκόντων του, δεν αμέλησε και το συγγραφικό έργο και απεδείχθη και σ΄ αυτό ταλαντούχος. Με τα θαυμαστά έργα του, εστήριξε τους πιστούς μας, λαμβανομένου υπ'; όψιν ότι, την εποχή του, ο λαός μας υστερείτο από στερεά παραδοσιακή τροφή. Ο Γέροντας, συνδύαζε την ιερά παράδοση, αλλά, και την προσωπική του πολύτιμη εμπειρία προς στηριγμό και νουθεσία.
Επειδή αδυνατούμε να σχολιάσουμε απλώς θα κατονομάσουμε μερικά αξιόλογα έργα του, όπως: «Ο νέος Ευεργετινός», «Ο Μοναχισμός κατά τους Πατέρες», «Λαυσαϊκόν του Αγίου Όρους», «Ο πνευματικός-εξομολόγος», «Σύγχρονα Μαρτυρολόγια», «Αναμνήσεις και νοσταλγίαι» και πολλά άλλα.
Μάλιστα το τελευταίο, «Αναμνήσεις και νοσταλγίαι» έλαβε το Α΄ βραβείο από το Υπουργείο Προεδρίας.
Όσο δε για συνεντεύξεις-αρθρογραφίες, σε εφημερίδες και περιοδικά; Είναι αμέτρητες.
Σαν ποιμένας, τον διέκρινε η ευσπλαχνία, αλλά και η ανωτερότητα. Αν ένας μοναχός δεν αναπαυόταν στο Μοναστήρι, και ήθελε να πάει αλλού, του έδινε την πατρική του ευλογία και συγχρόνως του άφηνε και ανοιχτή την πόρτα της επιστροφής. Κάποτε ένας μοναχός, αδελφός της Μόνης, ζήτησε να πάει στην έρημο για ανώτερη ζωή. Αν και ο μοναχός ήταν προϊστάμενος και πολύ χρήσιμος, του έδωσε ευλογία. Έμεινε 2-3 χρόνια στην έρημο και κατάλαβε εκ πείρας, ότι η ζωή του αυστηρού κοινοβίου είναι ανώτερη. Επέστρεψε πίσω. Ο αείμνηστος Γέροντας, τον δέχτηκε και αντί για «κανόνα», τον έστειλε εκτός Μονής, αλλά ...; αντιπρόσωπο στην Ιερά Κοινότητα. Τόσο ανοιχτόκαρδος ήταν!
Πριν τελειώσουμε, δεν θα παρασιωπήσουμε και τον πατριωτισμό του. Πάντοτε, όταν μας μιλούσε για τις εθνικοθρησκευτικές μας παραδόσεις, τόσο για τους Αγίους όσο και για τους ήρωες της πατρίδας μας, συγκινημένος κατέβαζε «κρουνηδόν» δάκρυα. Όταν τον προσκαλούσαν να προεξάρχει των Αγιορειτικών πανηγύρεων, κατά γενική ομολογία, ήταν μεγαλοπρεπής. Μέχρι και της ηλικίας των 90 ετών, παρέμενε σε όλη, σχεδόν, τη διάρκεια της πολυώρου (12-14 ώρες) αγρυπνίας, όρθιος και ακλόνητος στον ηγουμενικό σύνθρονο. Η φωνή του ήταν μελωδική, γνώριζε πολύ καλά βυζαντινή μουσική και συμμετείχε πολλάκις «εν ψαλμοίς και ύμνοις». Κατά την τελευταία βραδινή πανηγυρική τράπεζα, εσφραγίζετο η όλη ευωχία, με δύο ύμνους, ένα θρησκευτικό και ένα εθνικό. Ο πρώτος, το «τη υπερμάχω» προς την Κυρία και έφορο του Όρους, και ο δεύτερος, «Σε γνωρίζω από την κόψη ...».
Και με τις τελευταίες σοφές πατρικές ευχές του ηγουμένου, ως παρακαταθήκη προς όλους, μοναχούς και λαϊκούς, τελειώνουν εκείνες οι αξέχαστες πνευματικές ευωχίες.
Επιλήψει με ο χρόνος διηγούμενον περί του αειμνήστου Γαβριήλ Διονυσιάτου, αλλά δυστυχώς ο χώρος δεν επαρκεί. Τελειώνοντας εδώ, εξαιτούμαι την επιείκειά του, για τις παραλήψεις και ατέλειές μου. Πρέπει δε να αναφέρουμε ότι κοιμήθηκε στις 24 Οκτωβρίου 1983. Η ευχή του να περιφυλάσσει, τόσο την Ιερά αυτού Μονή, στην οποία ήθλησε 70 ολόκληρα χρόνια, αλλά και όλη την αγιορείτικη πολιτεία και ολόκληρο το ελληνικό έθνος, που τόσο αγαπούσε και για το οποίο μεριμνούσε με πόνο ψυχής.
Αιωνία αυτού η μνήμη Αμήν
Ιωσήφ Μοναχός Διονυσιάτης

[ἀπό τό ἰστολόγιο ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΕΣ ΜΝΗΜΕΣ]

Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2011

Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΝΔΙΚΤΟΥ



Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης γιά τήν ἀρχή τῆς Ἰνδίκτου.

1 Σεπτεμβρίου 2011

Τέκνα εν Κυρίω αγαπητά,
Η Χάρις του Θεού καταξιώνει ημάς σήμερον όπως εναρξώμεθα ενός εισέτι εκκλησιαστικού έτους, ενός εισέτι εορτολογικού κύκλου, εντός των ευλογημένων ευκαιριών του οποίου καλούμεθα να καταβάλλωμεν αγώνα πνευματικόν διά να αξιοποιήσωμεν καλλίτερον την δοθείσαν ημίν δυνατότητα του γενέσθαι «καθ' ομοίωσιν» Θεού ώστε να καταστώμεν και ημείς άγιοι Αυτού.
Η σημερινή όμως ημέρα, η 1η Σεπτεμβρίου, η πρώτη του νέου εκκλησιαστικού έτους, είναι αφιερωμένη, πρωτοβουλία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, και εις την προσευχήν διά το φυσικόν περιβάλλον. Η δε πρωτόβουλος αύτη απόφασις ουδόλως τυγχάνει άσχετος προς την ανωτέρω σημειολογίαν της σημερινής ημέρας, καθώς ο πνευματικός αγών ο οποίος επιφέρει την καλήν αλλοίωσιν του ανθρώπου συμβάλλει και εις την βελτίωσιν των σχέσεών του προς το περιβάλλον και εις την καλλιέργειαν της ευαισθησίας του ανθρώπου υπέρ της προστασίας και διαφυλάξεως αυτού.
Δοξολογούμεν, λοιπόν, σήμερον το άγιον όνομα του Θεού, διότι εχάρισεν εις την ανθρωπότητα και διατηρεί και συνέχει την φύσιν, ως το καταλληλότατον περιβάλλον διά την εν αυτώ υγιεινήν ανάπτυξιν του σώματος και του πνεύματος του ανθρώπου. Ταυτοχρόνως δεν δυνάμεθα όμως να παρασιωπήσωμεν και το γεγονός, ότι ο άνθρωπος δεν τιμά πρεπόντως την δωρεάν ταύτην του Θεού και καταστρέφει το περιβάλλον, εκ πλεονεξίας ή εξ άλλων εγωϊστικών επιδιώξεων.
Το περιβάλλον ημών αποτελείται, ως γνωστόν, εκ του εδάφους, των υδάτων, του ηλίου, του αέρος αλλά και εκ της πανίδος και της χλωρίδος. Ο άνθρωπος δύναται να εκμεταλλεύηται προς ίδιον όφελος την φύσιν μέχρις όμως ενός ορίου, ώστε να διασφαλίζηται η αειφορία, ήτοι η δυνατότης αναπαραγωγής των καταναλωθέντων ενεργειακών πόρων αλλά και των εμβίων, αλόγων, κτισμάτων. Άλλωστε, η καλώς εννοουμένη εκμετάλλευσις της φύσεως αποτελεί και εντολήν του Θεού προς τον άνθρωπον, προ και μετά την πτώσιν αυτού. Η υπέρβασις όμως του ορίου τούτου, ήτις δυστυχώς αποτελεί φαινόμενον των δύο τελευταίων αιώνων εις την ιστορίαν του ανθρωπίνου γένους, καταστρέφει την αρμονίαν των φυσικών συνισταμένων του περιβάλλοντος και οδηγεί εις τον κορεσμόν και την νέκρωσιν της δημιουργίας, αλλά και αυτού τούτου του ανθρώπου, ο οποίος δεν δύναται να επιβιώση εντός απερρυθμισμένων εις βαθμόν μη αναστρέψιμον οικοσυστημάτων. Αποτέλεσμα δε του φαινομένου τούτου είναι η εμφάνισις και εξάπλωσις ασθενειών προκαλουμένων υπό του, ανθρωπίνη ευθύνη, μολυσμού των διατροφικών αγαθών.
Εις τας ημέρας μας, ορθώς μεν τονίζεται η μεγάλη σημασία των δασών και εν γένει της χλωρίδος διά την αειφορίαν του γηΐνου οικοσυστήματος ως και την διασφάλισιν των υδατίνων πόρων, αλλά δεν πρέπει να υποτιμάται και η μεγάλη συμβολή των ζώων εις την εύρυθμον λειτουργίαν αυτού. Τα ζώα ανέκαθεν υπήρξαν φίλοι του ανθρώπου και οι υπηρέται των ανθρωπίνων αναγκών καθώς παρείχον και παρέχουν εις αυτόν τροφήν, ένδυσιν, μεταφορικόν έργον αλλά και προστασίαν και συντροφικότητα. Στενωτάτη είναι η σχέσις του ανθρώπου με τα ζώα, ως καταδεικνύεται εκ του γεγονότος ότι αυτά επλάσθησαν την ιδίαν ημέραν με αυτόν (Γεν. 1, 24-31) η και εκ της δοθείσης υπό του Θεού εντολής εις τον Νώε όπως διασώση εν ζεύγος εξ εκάστου είδους από τον επικείμενον κατακλυσμόν (Γεν. 6, 19). Τυγχάνει χαρακτηριστικόν το γεγονός ότι ο Θεός επιδεικνύει ιδιαιτέραν μέριμναν διά την διάσωσιν του ζωϊκού βασιλείου. Εις τους βίους των Αγίων αναφέρονται πολλαί διηγήσεις διά τας αρίστας σχέσεις μεταξύ Αγίων και αγρίων ζώων, τα οποία υπό άλλας συνθήκας δεν διατηρούν φιλικάς σχέσεις προς τον άνθρωπον. Βεβαίως αυτό δεν οφείλεται εις την κακήν φύσιν των, αλλά εις την αντίστασιν του ανθρώπου προς την Χάριν του Θεού και την συνεπακόλουθον συγκρουσιακήν σχέσιν αυτού μετά των στοιχείων και των αλόγων εμβίων όντων της φύσεως. Άλλωστε, συνέπεια της διαταράξεως της σχέσεως των πρωτοπλάστων προς τον Δημιουργόν των και Θεόν ήτο και η διατάραξις των σχέσεων αυτών μετά του περιβάλλοντος: «επικατάρατος η γη εν τοις έργοις σου• εν λύπαις φάγηι αυτήν πάσας τας ημέρας της ζωής σου• ακάνθας και τριβόλους ανατελεί σοι, και φάγηι τον χόρτον του αγρού. Εν ιδρώτι του προσώπου σου φάγηι τον άρτον σου έως του αποστρέψαι σε εις την γην, εξ ής ελήμφθης•» (Γεν. 3, 17-19) Η ειρήνευσις του ανθρώπου μετά του Θεού συνεπάγεται και την ειρήνευσιν αυτού μετά των στοιχείων της φύσεως.
Είναι φανερόν, κατόπιν τούτων, ότι η αγαθή σχέσις του ανθρώπου προς το περιβάλλον αναπτύσσεται όταν παραλλήλως αναπτύσσηται αγαθή σχέσις αυτού προς τον Θεόν. Τυγχάνει γνωστή η αφήγησις του Συναξαριστού περί της εμπειρίας του Μεγάλου Αντωνίου, ο οποίος εις ηλικίαν ενενήκοντα ετών απεφάσισεν, καθοδηγηθείς υπό Αγγέλου Κυρίου, να πορευθήι ενδότερον της ερήμου προς αναζήτησιν και άλλου αναχωρητού, του Οσίου Παύλου του Θηβαίου, ίνα λάβηι παρ' αυτού ωφέλειαν πνευματικήν. Πορευθείς επί τριήμερον εις αναζήτησιν αυτού και ιχνηλατήσας σημεία θηρίων αγρίων συνήντησε λέοντα, ο οποίος υπεκλίθη ήρεμος έμπροσθέν του και ποιήσας μεταβολήν ωδήγησε τον Μέγαν Αντώνιον εις το σπήλαιον του Οσίου Παύλου, ένθα εύρεν αυτόν διακονούμενον υπό θηρίων. Κόραξ εκόμιζεν αυτώ τον επιούσιον άρτον! Την ημέραν μάλιστα της επισκέψεως του Μεγάλου Αντωνίου εκόμισεν εις αυτόν διπλήν μερίδα μεριμνήσας και διά τον επισκέπτην αυτού! Οι Άγιοι ούτοι είχον αναπτύξει αγαθήν σχέσιν μετά του Θεού, διό και είχον φιλικάς σχέσεις προς πάντα τα ζώα της φύσεως. Η δημιουργία αυτής της αγαθής σχέσεως προς τον Θεόν πρέπει να προτάσσηται ως το κύριον μέλημά μας, και υπηρέτης αυτής της προοπτικής πρέπει να είναι η αγαθή σχέσις μας προς το ζωϊκόν, το φυτικόν και το άψυχον περιβάλλον μας. Υπό την προοπτικήν αυτήν η ζωοφιλία δεν θα αποτελή στείραν κοινωνικήν εκδήλωσιν συμπαθείας προς τα προσφιλή μας ζώα, πολλάκις συνοδευομένην δυστυχώς και υπό αναλγησίας διά τον πάσχοντα συνάνθρωπον, την εικόνα του Θεού, αλλά θα είναι αποτέλεσμα της αγαθής σχέσεώς μας προς τον Δημιουργόν του παντός. Είθε ο Δημιουργός του καλού λίαν σύμπαντος και του καλού λίαν γηΐνου οικοσυστήματος ναεμπνεύσηι όλους ημάς να συμπεριφερώμεθα ευσπλάχνως προς άπαντα τα στοιχεία της φύσεως, με καρδίαν ελεήμονα υπέρ πάντων αυτών, ανθρώπων, ζώων και φυτών, ως και ο Αββάς Ισαάκ ο Σύρος λέγει, απαντών εις την ερώτησιν: "Τί εστι καρδία ελεήμων;".
"Καρδία ελεήμων εστί, καύσις καρδίας υπέρ πάσης της κτίσεως, υπέρ των ανθρώπων, και των ορνέων, και των ζώων, και υπέρ παντός κτίσματος. Και εκ της μνήμης αυτών, και της θεωρίας αυτών ρέουσιν οι οφθαλμοί δάκρυα. Εκ της πολλής και σφοδράς ελεημοσύνης της συνεχούσης την καρδίαν, και εκ της πολλής καρτερίας σμικρύνεται ηκαρδία αυτού, και ου δύναται βαστάξαι, ή ακούσαι, ή ιδείν βλάβην τινά, ή λύπην μικράν εν τηι κτίσει γενομένην" (Αββά Ισαάκ του Σύρου, Άπαντα τα ευρεθέντα σχετικά, Λόγος ΠΑ').
Διά της τοιαύτης ευσπλαχνίας ημών προς άπασαν την κτίσιν θα τιμήσωμεν το θεόσδοτον αξίωμα ημών ως αρχηγών της Κτίσεως, ενδιαφερομένων μετά πατρικής στοργής υπέρ πάντων των στοιχείων αυτής, τα οποία ούτω θα μας υπακούουν αισθανόμενα την αγαθοεργόν διάθεσίν μας, και θα πειθαρχούν εις την επιτέλεσιν της φιλανθρώπου και υπηρετικής των αναγκών μας αποστολής των.
,βια΄ Σεπτεμβρίου α΄
+ Ο Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος, διάπυρος προς Θεὀν ευχέτης

[ἀπό τό ίστολόγιο ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΕΣ ΜΝΗΜΕΣ]