Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2020

ΞΥΛΟΓΛΥΠΤΑ ΤΕΜΠΛΑ, ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΑΡΙΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑ ΜΙΚΡΟΞΥΛΟΓΛΥΠΤΙΚΗΣ ΤΟΥ 18ου - 19ου ΑΙΩΝΑ, ΣΤΗ ΣΚΗΤΗ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΩΝ

 Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

Ξυλόγλυπτα τέμπλα, προσκυνητάρια καί ἔργα μικροξυλογλυπτικῆς στή Σκήτη Καυσοκαλυβίων (18ος – μέσα 19ου αἰ.). Μία πρώτη παρουσίαση



Περίληψη εἰσηγήσεως τοῦ συγγραφέα στό Ε΄ Ἐπιστημονικό Ἐργαστήριο τῆς Ἁγιορειτικῆς Ἐστίας γιά τό Ἅγιον Ὄρος. 27-29 Νοεμβρίου 2020


  Σέ ἕναν τόπο ὅπως τό Ἅγιον Ὄρος, πού, κατά κοινή ὁμολογία, βρίσκονται τεθησαυρισμένα τά σημαντικότερα ἔργα ὀρθόδοξης χριστιανικῆς τέχνης ἀπό τόν 10ο ὥς καί τόν 21ο αἰώνα, δέν θά μποροῦσε παρά νά ἀντιπροσωπεύεται ἐπαξίως καί ἡ τέχνη τῆς Ξυλογλυπτικῆς. Ὡς μικρή συμβολή στή μελέτη τῆς Ξυλογλυπτικῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους κατά τόν 18ο μέχρι τά μέσα τοῦ 19ου αἰώνα ἄς θεωρηθεῖ ἡ παρούσα εἰσήγηση, ἡ ὁποία εὐελπιστοῦμε νά ἀποτελέσει ἐφαλτήριο γιά μία περισσότερο ὁλοκληρωμένη συνθετική παρουσίαση ἀπό εἰδικότερους ἀπό ἐμᾶς μελετητές.

    Τήν περίοδο ἀπό τά τέλη τοῦ 19ου ὥς καί τό πρῶτο μισό τοῦ 20οῦ αἰ. ἀσκήθηκαν στή Σκήτη Ἁγίας Τριάδος τῶν Καυσοκαλυβίων μοναχοί, ἐκ τῶν ὁποίων ὁρισμένοι καλλιέργησαν τήν ἐκκλησιαστική ζωγραφική μέσα ἀπό τήν ὀργάνωση πολύ παραγωγικῶν εἰκονογραφικῶν ἐργαστηρίων, ἐνῶ ἄλλοι ἐπιδόθηκαν στή δημιουργία ἔργων ξυλογλυπτικῆς μέ ἀναγνωρισμένες καλλιτεχνικές ἀξιώσεις, καθιστώντας τά Καυσοκαλύβια τό σημαντικότερο κέντρο παραγωγῆς ἔργων μικροξυλογλυπτικῆς στόν Ἄθωνα. Δημιούργησαν ἔργα ἀπαράμιλλης καλλιτεχνικῆς ἀξίας, σύμφωνα μέ τίς ἐκτιμήσεις τῶν συγχρόνων τους, τῶν ὁποίων ἐξαιρετικά δείγματα σώζονται σέ ἀρκετά ἀθωνικά καθιδρύματα, ἀλλά καί στήν ὑπόλοιπη Ἑλλάδα καί στό ἐξωτερικό, ἀφοῦ τά ἔργα τῶν Καυσοκαλυβιτῶν ξυλογλυπτῶν ἤταν περιζήτητα. Πρόκειται ὁρισμένες φορές γιά πολυπρόσωπες συνθέσεις μέ ἰσορροπημένες ἀναλογίες καί πιστή ἐφαρμογή τῶν κανόνων τῆς προοπτικῆς, ἀκρίβεια τοῦ σχεδίου καί τῆς γραμμῆς, λεπτή ἐπεξεργασία, πλαστικότητα, ἰσορροπημένες ἀναλογίες τῶν μορφῶν.

    Ὡστόσο, ἡ συνάντηση τῶν πατέρων τῆς πλέον ἀπομακρυσμένης αὐτῆς ἁγιορειτικῆς Σκήτης μέ τήν ξυλογλυπτική τέχνη ἔχει τίς ἀπαρχές της ἀρκετά πρίν τήν προαναφερόμενη περίοδο. Ἔτσι, στά Καυσοκαλύβια παρατηρεῖται μεγάλη ἄνθηση στήν Ξυλογλυπτική, ἀνάλογη μέ τήν ἀκμή τῆς Ζωγραφικῆς ἤδη ἀπό την ἀρχή τοῦ 18ου αἰώνα. Τόσο τό Κυριακό, τόν κεντρικό δηλαδή ναό τῆς Σκήτης, ὅσο καί τά παρεκκλήσια τῶν ἐπιμέρους Καλυβῶν-ἡσυχαστηρίων κοσμοῦσαν καί ἐξακολουθοῦν νά κοσμοῦν ἐξαίρετης τέχνης ξυλόγλυπτα ἔργα μεγάλης κλίμακας (τέμπλα, προσκυνητάρια κ.ἄ. ) καθώς καί ἔργα μικροξυλογλυπτικῆς, πού φιλοτεχνήθηκαν κατά τήν περίοδο αὐτή.

    Στήν εἰσήγηση αὐτή παρουσιάζονται γιά πρώτη φορά: α) Τό τέμπλο τοῦ κοιμητηριακοῦ ναοῦ τῆς Σκήτης (α΄ τέταρτο 18ου αἰ.) β) Ἕνα ἐπιστύλιο τέμπλου τοῦ τοῦ 17ου αἰ., πού προέρχεται ἀπό παλαιότερο Κυριακό τῆς Σκήτης γ) Τό τέμπλο, τό κουβούκλιο τῆς Ἁγίας Τραπέζης καθώς καί τά προσκυνητάρια τοῦ σημερινοῦ Κυριακοῦ τῆς Ἁγίας Τριάδος (τέλος 18ου - ἀρχές 19ου αἰ.) δ) Τά τέμπλα ἐπιμέρους Καλυβῶν τῆς Σκήτης (Ἁγ. Ἀκακίου, Ἁγ. Εὐσταθίου, Ἁγ. Ἰωάννου Θεολόγου, Ἁγ. Παντελεήμονος, Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου κ.ἄ). Ἐπιπροσθέτως, γίνεται μία πρώτη παρουσίαση ἔργων μικροξυλογλυπτικῆς, κυρίως Σταυροί εὐλογίας καί Ἁγιασματάρια, ἀπό τή μικρή, πλήν ἀξιόλογη συλλογή κειμηλίων τοῦ Σκευοφυλακίου τῆς Σκήτης, τά ὁποῖα ὑπηρέτησαν ἐπί αἰῶνες τίς λατρευτικές ἀνάγκες τῶν πατέρων.

    Στή Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων, πού μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὁλόκληρη ἕνα ἀνοικτό μουσεῖο μεταβυζαντινῆς καί νεότερης ἐκκλησιαστικῆς τέχνης, συναντᾶ κανείς μεγάλη ποικιλομορφία στά τέμπλα, τά ὁποῖα κοσμοῦν τά παρεκκλήσια τῶν ἐπιμέρους Καλυβῶν της, τόσο ἐκείνων πού ἱδρύθηκαν τόν 18ο αἰ. ὅσο καί ἐκείνων οἱ ὁποῖες ἱδρύθηκαν τόν 19ο αἰ. Ἡ τεχνική, συνήθως εἶναι διάτρητη καί ἡ διακόσμηση, ἄν καί ἔχει ἀφομοιώσει σέ μεγάλο βαθμό στοιχεῖα μπαρόκ, συνίσταται καί ἀπό ἄνθη, καρπούς, ἐλισσόμενους βλαστούς, συστρεφόμενα φύλλα ἄκανθας, ψευδοθυρεούς, ἀνθέμια, πουλιά, δράκους καί φίδια ἐνῶ ὁρισμένες φορές ἡ ξυλογλυπτική στρέφεται σέ πιό φυσιοκρατική ἀπόδοση τῶν θεμάτων.

    Πρόκειται γιά ἀδημοσίευτα ἔργα ὑψηλῆς ἐκκλησιαστικῆς ξυλογλυπτικῆς τέχνης, πού εἶχαν ἐνώπιόν τους καθημερινά οἱ Καυσοκαλυβῖτες πατέρες τῆς νεότερης περιόδου, καί τά ὁποῖα ἀναμφίβολα ἀπετέλεσαν πηγή ἔμπνευσης γιά τόσο γιά ἐκείνους πού ἐπιθυμοῦσαν νά ἐξοπλίσουν τούς νεόκτιστους ναούς τῶν Καλυβῶν τους μέ ξύλινη σκευή (τέμπλα, προσκυνητάρια) ὅσο καί γιά ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐπιλέξει τήν Ξυλογλυπτική ὡς ἐργόχειρό τους          

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2020

ΞΥΛΟΓΛΥΠΤΑ ΤΟΥ 18ου - 19ου ΑΙΩΝΑ ΣΤΗ ΣΚΗΤΗ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΩΝ. ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΕ ΣΥΝΕΔΡΙΟ. ΣΑΒΒΑΤΟ 28 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ ΩΡΑ 6.00 μμ


Εἰσήγηση τοῦ μοναχοῦ Παταπίου Καυσοκαλυβίτου στό Ε΄ Ἐπιστημονικό Εργαστήριο τῆς Ἁγιορειτικῆς Ἐστίας γιά τό Ἅγιον Ὄρος

Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2020, 6.00 τό ἀπόγευμα.

Μπορεῖτε νά παρακολουθήσετε τήν εἰσήγηση, διαδικτυακά, σέ ἀπευθείας μετάδοση, στήν ἱστοσελίδα τῆς Ἁγιορειτικῆς Ἐστίας, καί εἰδικότερα, στήν ἡλεκτρονική διεύθυνση:

 www.agioritikiestia.gr/5ergastirio 

 Μπορεῖτε νά δεῖτε ὁλόκληρο τό πρόγραμμα τοῦ Ἐργαστηρίου στήν προηγούμενη ἀνάρτηση τοῦ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2020

Πρόγραμμα 5ου Διεθνούς Επιστημονικού Εργαστηρίου για το Άγιον Όρος

 Πέμπτο Διεθνές Επιστημονικό Εργαστήριο για το Άγιον Όρος
Θεσσαλονίκη, 27, 28 και 29 Νοεμβρίου 2020
ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ

Οι εργασίες θα ξεκινήσουν την Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2020 στις 17:00, θα συνεχιστούν το Σάββατο 28 και θα ολοκληρωθούν την Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2020. Για την παρακολούθηση των εργασιών του Πέμπτου Διεθνούς Επιστημονικού Εργαστηρίου, μπορείτε να μπείτε στο ακόλουθο link της ιστοσελίδας της Αγιορειτικής Εστίας (www.agioritikiestia.gr/5ergastirio) και να λάβετε όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την συμμετοχή σας.

Πρόγραμμα

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2020

Ἡ τέχνη τῆς Ἁγιορείτικης Μαγειρικῆς

                                                            τοῦ μοναχοῦ Παταπίου Καυσοκαλυβίτου

Τό Ἅγιον Ὄρος ἐκτός ἀπό τόπος μετανοίας μοναχῶν πού προέρχονται ἀπό διάφορες χῶρες καί πολιτισμικά ἐπίπεδα εἶναι ἐπίσης καί ἕνα  χωνευτήρι γαστρονομικῶν γνώσεων και ἐμπειριῶν. Οἱ μοναχοί, ἐρχόμενοι στόν Ἄθωνα, φέρνουν μαζί καί τήν κουλτούρα τους, τίς παραδόσεις τους, τίς γεύσεις τοῦ τόπου ἀπό τόν ὁποῖο κατάγονται. Ὡς φυσιολογική συνέπεια τῆς παραπάνω πραγματικότητας ἔχουμε στό Ἅγιον Ὄρος τή διαμόρφωση ἑνός ξεχωριστοῦ ρεπερτορίου ὑλικῶν, τεχνικῶν μαγειρικῆς καί συνταγῶν καί μιᾶς πολυσχιδοῦς μαγειρικῆς παράδοσης μέ ἰδιάζοντα χαρακτήρα, πού βρίσκεται σέ διαρκῆ συνομιλία με τήν καθημερινότητα τῆς μοναχικῆς βιοτῆς καἰ ἰδιαίτερα τοῦ κοινοβιακοῦ βίου.

Τράπεζα Ι.Μ. Μεγίστης Λαύρας


   Ὡστόσο, οἱ παραπάνω ἐπιρροές δέν ἔχουν ἐνσωματωθεῖ ἄκριτα στή βασική ἁγιορειτική μαγειρική. Δοκιμάζονται στό πέρασμα τοῦ χρόνου, καί ἐάν «ἔχουν πέραση» τότε ἐγγράφονται στίς καθημερινές συνήθειες τῶν μοναχῶν. Ἔτσι, ἡ τρέχουσα ἁγιορείτικη μαγειρική εἶναι προϊόν μακραίωνης παράδοσης, ἡ ὁποία ἐγκολπώνει ἐπιρροές πού φαίνεται ὅτι ἀνανεώνουν, χωρίς νά ἀλλοιώνουν, τόν χαρακτῆρα της. Πρόκειται γιά μιά κουζίνα πληθωρική, πολυσυλλεκτική, καί ὅμως λιτή καί μέ ξεκάθαρη μεσογειακή ταυτότητα, πού βασίζεται στό ἐλαιόλαδο, στά χόρτα καί τά λαχανικά, στά ὄσπρια, στά ψάρια καί στά θαλασσινά. Τό ἁγιορείτικο μενοῦ, τόσο τό ἀρτήσιμο ὅσο καί τό νηστήσιμο, περιλαμβάνει φαγητά πού συνήθως εἶναι ὑψηλῆς γευστικῆς ἀξίας.

  Ἐκτός ὅμως ἀπό τίς ἐπιρροές πού ἀναφέραμε, καθοριστικός γιά τή διαμόρφωση τῆς ταυτότητας τῆς ἁγιορείτικης μαγειρικῆς εἶναι ἕνας βασικός κανόνας πού διέπει τήν καλογερική διατροφή: οἱ μοναχοί (ἰδίως στά κοινόβια μοναστήρια) δέν ἐπιτρέπεται νά κρεωφαγοῦν. Τό «ἐπίσημο» φαγητό τῶν μεγάλων ἑορτῶν εἶναι τό ψάρι. Τόν ὑπόλοιπο χρόνο τό ἁγιορείτικο διαιτολόγιο περιλαμβάνει λαχανικά, ὄσπρια, ζυμαρικά καί θαλασσινά. Ἄν μάλιστα, σκεφτοῦμε πώς στό Ἅγιον Ὄρος κατά τίς Δευτέρες, τίς Τετάρτες καί τίς Παρασκευές ὅλου τοῦ ἔτους (ἐκτός ἑορτῶν), κατά τή νηστεία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἀλλά καί τοῦ Δεκαπενταύγουστου, οἱ πατέρες τρῶνε ἀλάδωτα φαγητά, περίπου 200 μέρες τόν χρόνο, δέν χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια νά σκεφθεῖ κανείς ὅτι τά φαγητά πού μαγειρεύονται (ἰδιαίτερα στά κοινόβια) πρέπει νά γίνονται πολύ εὔγευστα. Στό Ἅγιον Ὄρος οἱ νηστεῖες τηροῦνται ἀπαράβατα. Γι᾿ αὐτό οἱ παραπάνω περιορισμοί ὁδήγησαν τούς πατέρες στό νά γίνουν εὑρηματικοί στή μαγειρική τους. Τά φαγητά πρέπει νά παρασκευάζονται μέ πολλούς τρόπους γιά νά μήν ὑστεροῦν σέ νοστιμιά καί νά μή γίνουν βαρετά. Γιά τόν σκοπό ἐπίσης αὐτό, γιά νά νοστιμίσουν δηλαδή τά φαγητά, χρησιμοποιοῦνται ἄφθονα μυρωδικά καί μπαχαρικά. Τό μάλαθρο, ὁ μαϊντανός, ὁ δυόσμος, τό κοκκινοπίπερο, ἡ κανέλα, τό μπαχάρι ἤ τό κύμινο τά συναντᾶς στίς περισσότερες ἁγιορείτικες συνταγές. Οἱ μαγεῖροι προτιμοῦν τό κοκκινοπίπερο ἀντί γιά τό μαῦρο πιπέρι γιά νά δώσει γλύκα καί χρῶμα στά φαγητά καί χρησιμοποιοῦν τό κύμινο, πού καρυκεύει ἀρκετά καλογερικά λαδερά καί ὄσπρια. Τό ἀποτέλεσμα ὅμως δέν θά ἦταν θετικό χωρίς τήν ἐμπειρία καί τό μεράκι τῶν μαγείρων, πού στό πλαίσιο τῆς «ὑψηλῆς» διακονίας τους κάνουν ὅτι μποροῦν γιά νά εὐχαριστήσουν τούς ἀδελφούς τους ἀλλά καί τούς προσκυνητές τοῦ ἱεροῦ τόπου.

Ὁ μικρός ἤ ὁ μεγάλος λαχανόκηπος, πού διατηρεῖ ὄχι δίχως κόπο κάθε ἁγιορειτικό σκήνωμα, κοινόβια μονή, κελλί ἤ σκητιωτική καλύβη, ἀλλά καί οἱ εὔφορη θάλασσα πού περιβάλλει τήν ἀθωνική χερσόνησο τροφοδοτοῦν τά μαγειρικά σκεύη τῶν μοναχῶν μέ φρέσκα καί ἀνόθευτα κηπευτικά ὅλο τόν χρόνο καί μέ φρέσκα ψάρια καί θαλασσινά.



  Τό διακόνημα τοῦ μαγείρου εἶναι κοπιαστικό λόγω τῆς μεγάλης ποσότητας φαγητοῦ πού πολλές φορές καλεῖται νά παρασκευάσει ἄν καί οἱ παλαιότεροι διακονητές τοῦ ἔχουν διδάξει ἐπαρκῶς τίς πρέπουσες ἀναλογίες. Εἶναι ὅμως καί καρποφόρο πνευματικά ἐπειδή ὁ διακονητής, ἐφόσον τό κάνει μέ ἀγάπη, χαίρεται ἀναπαύοντας τούς συμμοναστές του ὅσο περισσότερο μπορεῖ, μέ τό νά τούς προσφέρει ἐδέσματα καλά, εὔγευστα καί περιποιημένα κατά τό δυνατόν. Ὁ κόπος τῆς διακονίας καλλιεργεῖ τήν ταπείνωση, τήν ὑπομονή καί προάγει τόν διακονητή πνευματικά, ἐφόσον βέβαια συνδυάζεται μέ τήν προσευχή, πού εἶναι τό κύριο ἔργο τοῦ μοναχοῦ. Ἕνας παλαιός Ἁγιορείτης γέροντας ἔλεγε χαρακτηριστικά γιά τούς μοναχούς τῆς ἐποχῆς του: «Καθημερινά, πρέπει ἤ να κλαῖμε ἤ να ἱδρώνουμε. Ἐπειδή ἡ κατάνυξη εἶναι δύσκολη, τουλάχιστον ἄς προσφέρουμε στόν Κύριο τόν ἅγιο ἱδρῶτα μας».

  Κατά τή διάρκεια τοῦ γεύματος ἤ τοῦ δείπνου γίνεται ἀνάγνωση τοῦ βίου τοῦ ἁγίου τῆς ἡμέρας ἤ ἑνός ἀπό τά κλασικά κείμενα τῆς πατερικῆς γραμματείας, κυρίως στίς κοινόβιες μονές, ἤ πνευματική συζήτηση, ἄν πρόκειται γιά σκητιωτική ἤ κελλιωτική τράπεζα. Ἔτσι ἡ συνεστίαση γίνεται γεγονός ὑλικό καί πνευματικό. Μέ προσευχή εὐλογεῖται ἀλλά καί ὁλοκληρώνεται ἡ βρῶση, ἡ πόση ἀλλά καί τά περισσεύματα ἀπό τό τραπέζι τῶν πιστῶν δούλων τοῦ Θεοῦ, πού εὔχονται νά μή λείψουν ποτέ ὄχι μόνο ἀπό τούς ἴδιους ἀλλά καί ἀπό τούς οἴκους τῶν πτωχῶν ὅλου τοῦ κόσμου. Καί ὁ μάγειρας; Παρών καί κατά τήν ἔξοδο τῶν πατέρων ἀπό τήν τράπεζα, παραστέκοντας δίπλα στόν ἡγούμενο καί βάζοντας μάλιστα μετάνοια σ᾿ ὅλους γιά τίς τυχόν παραλείψεις του.

  Στίς περισσότερες ἀπό τίς κοινόβιες ἀθωνικές μονές τό καθολικό, ὁ κεντρικός δηλ. ναός τῆς μονῆς καί ἡ τράπεζα, ὁ χῶρος τῆς κοινῆς ἐστίασης,  βρίσκονται τό ἕνα ἀπέναντι ἀπό τό ἄλλο. Μιά νοητή γραμμή θά ἔλεγες ὅτι ἑνώνει τά δύο κτίρια, ἀλλά καί τήν πορεία τῶν μοναχῶν μετά τή Θεία Λειτουργία κάτι πού ὑποδηλώνει ὅτι τό γεῦμα στή μοναστική παράδοση εἶναι συνέχεια τῆς Ἀκολουθίας. Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικό ὅτι τό «Δι᾿ Εὐχῶν», ὁ λειτουργός ἱερέας δέν τό λέει μετά τό πέρας τῆς Θείας Λειτουργίας στόν ναό ἀλλά, ἀργότερα, στήν τράπεζα, μετά τήν ὁλοκλήρωση τοῦ γεύματος. Ὅλοι οἱ συνδαιτυμόνες, πατέρες καί προσκυνητές εὐχαριστοῦν ἐγκάρδια τόν Θεό, πού τούς «ἐνέπλησε τῶν ἐπιγείων Του ἀγαθῶν» καί τόν παρακαλοῦν νά μή τούς «στερήσει καί τῆς ἐπουρανίου Βασιλείας Του».