Παρασκευή 1 Ιουλίου 2011
Η ΙΕΡΑ ΚΑΛΥΒΗ ΑΓΙΟΥ ΑΚΑΚΙΟΥ ΣΤΑ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΑ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
Τετάρτη 22 Ιουνίου 2011
Δευτέρα 20 Ιουνίου 2011
ΓΕΡΩΝ ΠΑΐΣΙΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ. ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΑΓΑΠΗΣ.
Παταπίου μοναχού Καυσοκαλυβίτου
«Ο Θεός ας πλημμυρίσει την καρδιά σας με την καλοσύνη Του και την πολλή Του αγάπη, μέχρι να παλαβώσετε, για να φύγει ό νους σας πια από την γη καί να βρίσκεται από τώρα κοντά Του στον Ουρανό.
Να τρελαθείτε από την θεία τρέλα της αγάπης του Θεού! Να κάψει ό Θεός με την αγάπη Του τίς καρδιές σας!».
Γέρων Παΐσιος
Το να γράψει κανείς για μορφές σαν το Γέροντα Παΐσιο τον Αγιορείτη, αποδεικνύεται πολύ δύσκολο έργο, μια πού «θέλει άρετήν και τόλμην» κατά τον ποιητή, ή προσέγγιση με το ιερό αυτό πρόσωπο. Κι αφού στο πρώτο βιώνουμε - μόνο εκεί - την πλήρη ακτημοσύνη, απέμεινε ή τόλμη στο να εκφράσουμε τίς παρακάτω σκέψεις.
Είναι γεγονός ότι για το μακαριστό Γέροντα, ή σχετική βιβλιογραφία κάθε χρόνο πού περνάει εμπλουτίζεται συνεχώς. Όχι μόνο βιβλία καί άλλες εργασίες πού αναφέρονται στην μορφή του καί στις εμπειρίες ανθρώπων πού έχουν ωφεληθεί άπ' αυτόν, βρίσκουν συχνά το φως της δημοσιότητας, αλλά καί - αυτό κατά τη γνώμη μου είναι καί το σπουδαιότερο - τα Έργα, οι Λόγοι καί οι Διδαχές του 'ίδιου του Γέροντα, είναι πλέον προσιτές στο σύγχρονο πιστό, μέσα από τίς εκδόσεις της μονής οπού αναπαύεται το ασκητικό του λείψανο.
Αναπολώντας κατά καιρούς τη σεβάσμια μορφή του Γέροντα καθώς καί τίς φωτισμένες νουθεσίες καί διδαχές του, πού πάντα στάλαζαν σα βάλσαμο στις ψυχές όλων πού, λίγο ως πολύ, είχαμε την ευλογία να τον συναντήσουμε, μου έμενε ή αίσθηση ότι όλα οσα υπέφερε καρτερικά στην ασκητική του ζωή: στερήσεις, κακουχίες, πειρασμοί, κοπιώδεις μετακινήσεις, ενοχλήσεις καί κόπωση από τους αναρίθμητους προσκυνητές καί τέλος, οδυνηρές ασθένειες, τα υπέμενε από αγάπη για το Θεό καί για τον άνθρωπο.
Καί στις μονές που διακόνησε, εντός καί εκτός Αγίου Όρους, καί όταν ζούσε μόνος του στην ησυχία, ή ζωή του, ήταν μια συνεχής διακονία αγάπης. Μιας αγάπης χωρίς σύνορα πού επειδή ήταν ειλικρινής καί απαύγασμα της θεοειδούς του ψυχής, ξεκούραζε όλους όσους τη γεύονταν. Ακόμη καί στην περίοδο πριν την όσιακή του κοίμηση, αν καί εξ αιτίας της επάρατης νόσου είχε οδυνηρότατους πόνους, εκείνος θυσιάζοντας τον εαυτό του για τους αδελφούς του, διακονούσε με αυταπάρνηση καί αυτοθυσία όσους προσέτρεχαν σ' αυτόν για να βοηθηθούν.
Μα κι από την πλούσια διδασκαλία του, πού αναφέρεται διεξοδικά σε όλα τα θέματα της εν Χριστώ ζωής καί πού πραγματικά μας «αφυπνίζει πνευματικά», βλέπουμε το Γέροντα να μιλάει «με πόνο καί αγάπη» για όλους μας.
Από το πάνθεον των αρετών, ή αγάπη - ξεχωριστά ανάμεσα στις άλλες - φαίνεται να διαπνέει τη σύνολη ζωή καί διδασκαλία του π. Παϊσίου. Έλεγε στους ακροατές του, υπογραμμίζοντας τη δύναμη της αγάπης: «...επειδή δεν ξέρουμε τι μας περιμένει, όσο μπορείτε, να καλλιεργήσετε την αγάπη. Αυτό είναι το κυριότερο άπ' όλα: να έχετε μεταξύ σας αγάπη αληθινή, αδελφική, όχι ψεύτικη. Πάντα όταν υπάρχει το καλό ενδιαφέρον, ό πόνος, ή αγάπη, ενεργεί κανείς σωστά. Ή καλοσύνη, ή αγάπη, είναι δύναμη».
Μία από τις τελειότερες εκφράσεις αγάπης είναι το να προσευχόμαστε για τους άλλους. Την αλήθεια αυτή καθώς καί την αξία της τονίζει ό Γέροντας: «Ή καρδιακή προσευχή βοηθάει όχι μόνο τους άλλους αλλά καί τον ίδιο τον εαυτό μας, γιατί βοηθάει να έρθει ή εσωτερική καλοσύνη. Όταν ερχόμαστε στη θέση του άλλου, έρχεται φυσιολογικά ή αγάπη, ό πόνος, ή ταπείνωση, ή ευγνωμοσύνη μας στο Θεό με τη συνεχή δοξολογία, καί τότε ή προσευχή για το συνάνθρωπο μας γίνεται ευπρόσδεκτη από τον Θεό καί τον βοηθάει». Καί σε ερώτηση για το πώς καταλαβαίνει ότι με την προσευχή του βοηθήθηκε ό άλλος, απαντάει: «Το πληροφορείται από τη θεία παρηγοριά πού νιώθει μέσα του από την πονεμένη του καρδιακή προσευχή πού έκανε. Πρέπει όμως πρώτα τον πόνο του άλλου να τον κάνει δικό σου πόνο καί υστέρα να κάνεις καί καρδιακή προσευχή. Ή αγάπη είναι ιδιότητα θεϊκή καί πληροφορεί τον άλλο».
Ή αγάπη είναι προϋπόθεση για να φέρει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα του ελέγχου των σφαλμάτων του αλλού κι αυτό είναι κάτι πού το υπογραμμίζει ό π. Πάίσιος: «Όταν ελέγχουμε κάποιον από αγάπη, είτε την καταλαβαίνει ό άλλος την αγάπη μας είτε όχι, ή αλλοίωση γίνεται στην καρδιά του, επειδή κινούμαστε από καθαρή αγάπη. Ενώ ό έλεγχος πού γίνεται χωρίς αγάπη, με εμπάθεια, τον κάνει τον άλλο θηρίο γιατί ή κακιά μας προσκρούει στον εγωισμό του... Όταν ανεχόμαστε τον άλλον από αγάπη, εκείνος το καταλαβαίνει».
Ή θυσία για τον αδελφό είναι μίμηση Χρίστου. «Να μάθει κανείς να χαίρεται με το να δίνει», έλεγε ό μακαριστός Γέροντας καί συνέχιζε: «Τέτοιοι άνθρωποι πού δίνονται χωρίς να υπολογίζουν τον εαυτό τους, θα μας κρίνουν μεθαύριο». «Ό Χριστός συγκινείται, όταν αγαπάμε τον πλησίον μας πιο πολύ από τον εαυτό μας, καί μας γεμίζει με θεία ευφροσύνη. Βλέπεις Εκείνος δεν περιορίστηκε στο «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν» αλλά θυσιάστηκε για τον άνθρωπο». Καί συμπληρώνει: «Αδύνατο είναι να έλθει ή αγάπη του Χριστού μέσα μας, εάν δεν βγάλουμε έξω τον εαυτό μας από την αγάπη μας καί να την δώσουμε στον Θεό καί στις εικόνες Του καί να δινόμαστε πάντα στους άλλους, χωρίς να θέλουμε να μας δίνονται οί άλλοι»7. Επιμένοντας ό Γέροντας στην θυσιαστική προσφορά ως έκφραση τέλειας αγάπης, μας νουθετεί: «Ή θυσία για τον συνάνθρωπο μας κρύβει την μεγάλη μας αγάπη για τον Χριστό. Όσοι έχουν μεν την αγαθή προαίρεση για να ελεήσουν, αλλά δεν έχουν τίποτα καί πονάνε γι αυτό, ελεούν με το αίμα της καρδιάς τους». Καί για να ενθαρρύνει όσους αγωνίζονται να καλλιεργούν την βασίλισσα των αρετών, συμπληρώνει: «Οί εύσπλαχνοι, επειδή πάντα χορταίνουν τους άλλους με αγάπη, πάντοτε είναι χορτασμένοι από την αγάπη του Θεού καί από τίς άφθονες ευλογίες Του».
Στρέφοντας την προσοχή του στη σωστή πραγμάτωση του μοναχικού ιδεώδους καί ορίζοντας την αγάπη αρχή καί τέλος της άποταγής του μοναχού από τον κόσμο, μας διδάσκει: «Έργο του μοναχού είναι να γίνει δοχείο του Αγίου Πνεύματος. Να κάνει την καρδιά του ευαίσθητη σαν το φύλλο του χρυσού των αγιογράφων. Όλο το έργο του μοναχού είναι ή αγάπη, όπως καί το ξεκίνημα του έγινε από αγάπη προς τον Θεό, ή οποία έχει καί την αγάπη για τον πλησίον». Καί συνεχίζει, απαντώντας ταυτόχρονα καί στους ανά τους αιώνας επικριτές του μοναχισμού, ότι τάχα έφυγαν από τον κόσμο επειδή δεν τον αγαπούν: «Ό μοναχός φεύγει μακριά από τον κόσμο, όχι γιατί μισεί τον κόσμο, αλλά γιατί αγαπάει τον κόσμο, καί ζώντας μακριά από τον κόσμο, θα τον βοηθήσει με την προσευχή του σε ότι δεν γίνεται ανθρωπίνως παρά μόνο με θεϊκή επέμβαση».
Ορίζοντας άλλη μια φορά την αγάπη σαν μια από τίς βασικές συντεταγμένες της πορείας του μονάχου, αλλά καί κάθε χριστιανού πού ζει με Λιτότητα καί εγκράτεια, ό μακαριστός Γέροντας Παΐσιος θα μας πει: «Ή αγάπη με την εξωτερική ακτημοσύνη πολύ βοηθάει για να αποκτήσει κανείς καί την εσωτερική ακτημοσύνη από τα πάθη. Ο! δύο αυτές ακτημοσύνες κάνουν τον άνθρωπο πλούσιο από καλοσύνη Θεού».
Έχουν περάσει ήδη 10 χρόνια από τη μακαριά καί όσιακή κοίμηση του αλησμόνητου Γέροντος Παϊσίου του Άγιορείτου. Όμως ούτε αυτά κατάφεραν ούτε οσα ό Θεός θα επιτρέψει να ζήσει ακόμη αυτός ό κόσμος θα καταφέρουν να σβήσουν την χαριτωμένη μορφή του από τίς καρδιές των ανθρώπων πού αγάπησε μέσα από την πολλή του μανική αγάπη προς τον Χριστό. Ολόκληρη ή ζωή του ήταν μια διακονία αγάπης. Μιας αγάπης χωρίς σύνορα! Γι' αυτό καί όσο ό ήλιος θα ανατέλλει στη γη, δεν θα πάψει να μας εμπνέει καί να διδάσκει πώς ν' αγαπούμε πραγματικά.
«Εκείνοι πού αγαπούν αληθινά καί αγωνίζονται σωστά, ανέχονται με αγάπη, θυσιάζονται, στερούνται καί αναπαύουν τον πλησίον τους, πού είναι ό Χριστός».
Κυριακή 19 Ιουνίου 2011
ΦΟΡΗΤΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΩΝ ΑΓ. ΠΑΝΤΩΝ. ΕΡΓΟ ΜΟΝΑΧΟΥ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΗ.
Πέμπτη 16 Ιουνίου 2011
ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΑ ΕΝΝΑΤΗΣ ΩΔΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ
Κυριακή 12 Ιουνίου 2011
ΕΙΚΟΝΑ ΑΓ. ΤΡΙΑΔΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΤΟΥ ΕΚ ΦΟΥΡΝΑ ΣΤΑ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΑ
Ἡ φορητή εἰκόνα τῆς ἁγίας Τριάδος, ἔργο τοῦ ἐργαστηρίου ἱερομονάχου Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ στά Καυσοκαλύβια.
Σέ ἐπιστολή πού ἀποστέλλει ὁ ἱερομ. Ἀναστάσιος Γόρδιος (1654-1729) στό Διονύσιο «Ἐκ τῆς μικρᾶς μονῆς τῆς ἐν Βρανιανοῖς ἁγίας Παρασκευῆς», στίς 24 Ὀκτωβρίου τοῦ 1727 , δίνει τή γνώμη του, σέ σχετική ἐρώτηση τοῦ Διονυσίου περί τῆς ἐπιγραφῆς πού πρέπει νά φέρουν τά φωτοστέφανα τῶν εἰς τύπον τῆς Ἁγ. Τριάδος τριῶν Ἀγγέλων. Γράφει συγκεκριμένα, ἀνάμεσα σέ ἄλλα, πρός « τόν πανοσιώτατον ἐν ἱερομονάχοις καί ἐν ζωγραφοδιδασκάλοις ἀρίστῳ κυρίῳ Διονυσίῳ»: ...Δύο ζητήματα γυρεύεις νά σοῦ διαλύσω: τό ἕνα διά τούς εἰκονίζοντας ἀγγέλους τήν ἁγίαν τριάδα, ἄν εἶναι πρέπον καί εὔλογον νά γράφεται εἰς τά στέφανά τους τό ὁ ὤν, ὡς καί ἐπί τοῦ στεφάνου τοῦ Κυρίου· καί σοῦ ἀποκρίνομαι, ὅτι δέν ἐνθυμοῦμαι ἄν τό εἶδα εἰς καμίαν τοιαύτην εἰκόνα, καί ἄν ἡ ἁγιωσύνη σου ἔχεις ἀνθίβολα παλαιῶν καί μεγάλων ζωγράφων, ὡσάν τοῦ Πανσελήνου ὁποῦ μοῦ ἔλεγες καί ἑτέρων τοιούτων, ποίαν ἀμφιβολίαν πρέπει νά ἔχεις; ἄν εἶναι γραμμένον ἤ δέν εἶναι, βλέπεις τα· καί τί κάμνει χρεία νά ἐρωτᾶς περί τούτου ἐμένα; ὅμως ὅταν κοπιάσῃς ἐδῶ, ἄν θέλῃς καί ἐδικήν μου γνώμην, θέλομεν τό ἐξετάσει καί καλλιώτερα, καί θέλομεν τό εὕρει Θεοῦ ὁδηγοῦντος καί φωτίζοντος.... Δέν γνωρίζουμε γιά ποιό λόγο ὁ Διονύσιος ρωτοῦσε τόν Γόρδιο περί τοῦ παραπάνω ζητήματος· γιά νά ξέρει τί θά γράψει στήν Ἑρμηνεία του περί αὐτοῦ ἤ προκειμένου νά ἱστορήσει ὀρθά εἰκόνα τῆς Ἁγ. Τριάδος κατά τήν Ὀρθόδοξη ἐκδοχή της (Φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ); Ἀπό τά μέχρι σήμερα εὑρεθέντα ἔργα τοῦ Διονυσίου, εἰκόνα τῆς Ἁγ. Τριάδος (τοῦ τύπου τῶν τριῶν Ἀγγέλων τῆς Φιλοξενίας τοῦ Ἀβραάμ ) δέν ἔχει ἐντοπιστεῖ, πλήν αὐτῆς τοῦ Κοιμητηριακοῦ ναοῦ τῶν Καυσοκαλυβίων, πού ἐμεῖς ἀποδίδουμε στόν Διονύσιο καί τό ἐργαστήριό του. Στόν ἴδιο ναό οἱ δεσποτικές εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ Παντοκράτορος καί τῆς Θεοτόκου Ὁδηγητρίας ἀποτελοῦν ἕνα ζωγραφικό σύνολο μέ τήν παραπάνω εἰκόνα τῆς Ἁγ. Τριάδος καί προέρχονται ἀπό τόν ἴδιο χρωστῆρα.
Ἀπό καλλιτεχνική ἄποψη οἱ μορφές καί στίς τρεῖς εἰκόνες τοῦ τέμπλου τοῦ κοιμητηριακοῦ ναοῦ τῆς Ἁγ. Τριάδος εἶναι ρωμαλέες, μέ σωματική εὑρύτητα καί ὄγκο καί ἐντάσσονται στήν τάση ἐπιστροφῆς στή πανσελήνειο ζωγραφική, πού κηρύσσει στίς ἀρχές τοῦ 18ου αἰ. ὁ Διονύσιος ὁ ἐκ Φουρνᾶ. Τό εἰκονογραφικό πρότυπο τῆς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ Παντοκράτορος βρίσκεται στήν παράσταση τοῦ ἔνθρονου Χριστοῦ, πού βρίσκεται σέ τοιχογραφία τοῦ Μανουήλ Πανσέληνου στό Πρωτάτο τῶν Καρυῶν (περ. 1290 ). Οἱ τρεῖς εἰκόνες εἶναι ἀνεπίγραφες καί ἀχρονολόγητες. Ὡστόσο ἡ ὁλοφάνερη καλλιτεχνική, τεχνοτροπική καί σχεδιαστική ὁμοιότητα τῆς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ Παντοκράτορος μέ ἀνάλογες εἰκόνες τοῦ Διονυσίου, ὅπως ἐκεῖνες τοῦ Χριστοῦ Παντοκράτορος στό τέμπλο τοῦ Κελλιοῦ του στίς Καρυές, στή μονή Ἁγ. Παύλου, στό Πρωτᾶτο καί κυρίως στή Λιτή τοῦ Καθολικοῦ τῆς μονῆς Κουτλουμουσίου, μᾶς ἐπιτρέπει νά θεωρήσουμε τίς τρεῖς αὐτές εἰκόνες τοῦ κοιμητηριακοῦ ναοῦ τῆς Ἁγ. Τριάδος καλλιτεχνικό σύνολο τοῦ Διονυσίου καί τοῦ ἐργαστηρίου του, φιλοτεχνημένο περί τίς ἀρχές τῆς τρίτης δεκαετίας τοῦ 18ου αἰ, τήν ἐποχή δηλ. τῆς δεύτερης περιόδου παρουσίας τοῦ Διονυσίου στόν Ἄθω (1729-1734).
Δημοσίευση:
Κυριακή 5 Ιουνίου 2011
ΙΩΑΝΝΗΣ ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ ΚΑΙ ΜΥΣΤΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ
Ἀναπλ. Καθηγητοῦ Α.Π.Θ.
Ἰωάννης Φουντούλης καί μυστική Λατρεία
Τόν Ἰανουάριο τοῦ τρέχοντος ἔτους συμπληρώνονται τέσσερα χρόνια ἀπό τήν πρός Κύριον ἐκδημία τοῦ μακαριστοῦ Καθηγητοῦ τῆς Λειτουργικῆς καί τῆς Ὁμιλητικῆς στό Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Ἰωάννου Μ. Φουντούλη. Ἐκοιμήθη στίς 24 Ἰανουαρίου τοῦ σωτηρίου ἔτους 2007 ἀφήνοντας πίσω ἀγαθήν μνήμην λογίου ἀνδρός, ταπεινοῦ ἀνθρώπου καί ἐμπνευσμένου δημιουργοῦ τετρακοσίων καί πλέον πονημάτων λειτουργικοῦ, ὁμιλητικοῦ καί ἁγιολογικοῦ περιεχομένου . Βαθύς μελετητής τῶν λειτουργικῶν κειμένων καί τῶν περί τήν θεία Λατρεία πατερικῶν πηγῶν ἀσχολήθηκε μέ ὅλες τίς πτυχές τῆς λατρευτικῆς μας πα-ράδοσης καί ἀνέδειξε τόσο τόν ἱστορικο-θεολογικό πλοῦτο τῆς Λατρείας, ὅσο καί τή σημασία του γιά τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί τήν πνευματική ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου σήμερα.
Ὁ μακαριστός Καθηγητής εἶχε τήν τιμή καί τήν εὐκαιρία ἀπό τό ἔτος 1964 νά συνεργασθεῖ μέ τό περιοδικό «Ὁ Ἐφημέριος». Ἀπό τό βῆμα αὐτό ἀνέπτυξε μέ ἀγάπη ἕνα σπουδαῖο διάλογο μέ τούς ἱερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπαντώντας σέ συγκεκριμένα ἐρωτήματα λειτουργικοῦ περιεχομένου . Μεταξύ τῶν θεμάτων πού ἀπασχόλησαν τόν ἐν λόγῳ διάλογο εἶναι καί αὐτό τοῦ τρόπου ἀνάγνωσης τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας. Μέ δεδομένο ὅτι ἀπό τόν 4ο μ.Χ. αἰ. εἰσάγεται ὁ ὅρος μυστικός γιά τή θεία Εὐχαριστία καί ἔκτοτε μέχρι καί σήμερα ἡ εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ ἤ ὄχι ἐκφορά τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας εἶναι ἀντικείμενο καταγραφῆς καί συζήτησης ἐντός τῆς Ἐκκλησίας , ὁ Ἰωάννης Φουντούλης εἶδε τό ὅλο ζήτημα στίς σωστές ἱστορικές, θεολογικές, λειτουργικές καί ποιμαντικές του διαστάσεις.
Συγκεκριμένα ἀναφέρεται στήν κατά τήν ἀποστολική ἐποχή ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος μέ βάση τή συμμετοχή τοῦ λαοῦ στά λεγόμενα «τῷ νοΐ» . Ἀκολούθως κάνει λόγο γιά τό κλίμα πού εἶχε διαμορφωθεῖ ἀπό τόν 3ο ἕως καί τόν 5ο μ.Χ. αἰ. ἀρχικά μέ τά περί «ἀγράφου διδασκαλίας» καί ἀπόκριψης τῶν μυστηρίων ἀπό τούς μή μεμυημένους (disciplina arcani) καί στή συνέχεια μέ τήν ἀντίδραση τοῦ Ἰουστινιανοῦ στή διαφαινόμενη ἐπικράτηση τῆς μυστικῆς ἀνάγνωσης τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας καί τοῦ Βαπτίσματος . Ὅσον ἀφορᾶ τήν παλαιά πράξη τῆς ἀπόκριψης τῶν μυστηρίων ὁ Ἰωάννης Φουντούλης γράφει ὅτι «δέν ἔχει καμία σχέση μέ τήν μυστικῶς ἀνάγνωση τῶν εὐχῶν. Αὐτή ἀφοροῦσε καί ἀφορᾶ τούς μή μεμυημένους, τούς μή χριστιανούς δηλαδή … Γιά τούς πιστούς δέν ὑπάρχουν μυστικά οὔτε ἀπόκρυφα. Ἡ ἀποκάλυψη εἶναι πλήρης καί κοινή γιά ὅλα τά βαπτισμένα ἐν Χριστῷ μέλη τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Οὔτε ὑπάρχει ἄλλη θεολογική διδασκαλία γιά τόν λαό καί ἄλλη γιά τόν κλῆρο» . Τή σχετική δέ μέ τό θέμα αὐτό Νεαρά (139) τοῦ Ἰουστινιανοῦ τή χαρακτηρίζει ὡς «ἕνα ρωμαλαῖο θεολογικό κείμενο, πού μέ βιβλικά καί δογματικά ἐπιχειρήματα κατοχυρώνει τήν λειτουργική δεοντολογία καί μέ αὐστηρότητα προσπαθεῖ νά περιστείλει τίς τάσεις τῆς ‘κατά τό σεσιωπημένον’ ἀπαγγελίας τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας («προσκομιδῆς») καί τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος» .
Γιά τήν κατά τούς μετέπειτα αἰῶνες καί δή τήν Τουρκοκρατία γενικευμένη ἐπικράτηση τῆς μυστικῆς ἀνάγνωσης τῶν εὐχῶν ὁ μακαριστός Καθηγητής πιστεύει ὅτι ὀφείλεται περισσότερο σέ πρακτικούς λόγους ὅπως εἶναι π.χ. ἡ βαθμιαία ἀνύψωση τοῦ τέμπλου, «ἴσως καί ἡ τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας ἀπό μόνο τόν ἱερέα χωρίς τή συμμετοχή τοῦ διακόνου» . Τά ἔντυπα ἐπίσης βιβλία εἶχαν μεγάλη συμβολή στό «μυστικῶς» τῶν εὐχῶν. Ὡς συνέπεια αὐτῆς τῆς ἐξέλιξης ἦταν ἡ διασάλευση τῆς ἑνότητας τοῦ κειμένου τῆς Λειτουργίας μέ τή μετάθεση τῶν εὐχῶν καί τήν ἀποδέσμευσή τους ἀπό τίς τριαδολογικοῦ περιεχομένου ἐκφωνήσεις των. Ὁ χρόνος ἐπίσης τῆς σιωπῆς πού ὑπῆρχε καθ’ ἥν στιγμήν ὁ ἱερέας διάβαζε «ἀπό μέσα του», ἐπιτροχάδην καί «μέ τό μάτι» τίς εὐχές καλύφθηκε μέ τά ἀργά μουσικά μέλη ἐκ μέρους τῶν ψαλτῶν . «Πέρα ὅμως ἀπό τήν ἀπαράδεκτη καί, ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ νά τήν χαρακτηρίσω, ἀσεβή αὐτή ἀκαταστασία –γράφει ὁ Ἰωάννης Φουντούλης–, τό σοβαρότερο ἐπακόλουθο τῆς μυστικῆς ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν εἶναι ἡ μετατροπή τῆς θείας Λειτουργίας σέ μιά σειρά δοξολογικῶν ἐκφωνήσεων, πού αἰτιολογοῦν κείμενο μή ἀκουόμενο, ψαλμωδημάτων καί πράξεων, πού δέν ἔχουν αὐτοτελές νόημα χωρίς τίς εὐχές» .
Σεβόμενος κατά πάντα ὁ Ἰωάννης Φουντούλης τόν μυστηριακό χαρακτήρα τῆς θείας Λατρείας, «τά μυστικά» ὅπως χαρακτηρίζει ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης τή θεία Λειτουργία συμφωνεῖ καί προσυπογράφει αὐτά πού ἡ πατερική παράδοση διά στόματος τοῦ ἁγίου Γερμανοῦ Κωσταντινουπόλεως ἐπισημαίνει, περί τῆς διά τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Λόγου δηλαδή ἀποκαλύψεως τοῦ «πρό τῶν αἰώνων καί ἀπό γενεῶν» ἀποκεκρυμένου μυστηρίου καί φανερώσεώς του στή θεία Λατρεία μέ κάθε τρόπο «πρός ἁγιασμόν καί σωτηρίαν τῶν πιστῶν» .
Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ἀσφαλῶς ἡ θεία Λειτουργία εἶναι τό σεσιγημένο μυστήριο πρό τοῦ ὁποίου «σιγᾷ πᾶσα σάρξ βροτεία» . Αὐτό ὅμως κατά τό σύγχρονο σπουδαῖο λειτουργιολόγο τῆς Ἐκκλησίας μας δέν ἐμποδίζει τήν εἰς ἐπήκοον ἀνάγνωση τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας. Καί τοῦτο διότι «Μυστήριο’ γιά τούς πιστούς, κλῆρο καί λαό, δέν σημαίνει τό ἀπόρρητο, ἀλλά ἐκεῖνο πού ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου δέν χωρεῖ. Ὄχι ὅτι δέν γνωρίζουν ὅτι ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος τῆς προσφορᾶς μας διά τῆς ἐπικλήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μεταβάλλεται σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ ἤ τό νερό κατά τό ἅγιο Βάπτισμα μεταστοιχειώνεται διά τῶν εὐχῶν σέ ‘ὕδωρ ἀναγεννήσεως’, ἀλλά ὅτι εἶναι ἀκατάληπτος ὁ τρόπος τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» .
Αὐτό ἀκριβῶς ἐννοεῖ καί ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ὅταν γράφει ὅτι τό Μυστήριο «εἶναι ἀκατάληπτον, καί ἀκολούθως εἶναι ἄρρητον καί ἀνέκφραστον καί διά πίστεως μόνη δεχόμενον», ἡ δέ θυσία εἶναι μυστική μέ τήν ἔννοια ὅτι εἶναι «ἀόρατος καί ὑπέρ τήν αἴσθησιν» . Στή βάση αὐτή ὁ ὅρος «μυστικός» προσδιορίζει πολλές ἔννοιες καί σημαντικά γεγονότα σχετιζόμενα μέ τήν ἱστορία τῆς σωτηρίας μας, ὅπως π.χ. Πάσχα μυστικόν, ὡς τό ἐν ἡμῖν ἱερουργούμενο μυστήριο , μυστική γέννηση κατά τό Βάπτισμα μέ τήν ἔννοια ὅτι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ μυστικά λειτουργεῖ μέσα μας καί μᾶς ἀναγεννᾶ , μυστική τράπεζα ὡς ἀνάμνηση τῆς τραπέζης τοῦ μυστικοῦ δείπνου καί τύπος τῶν ἐσχάτων, μυστικός λαός προ¬φανῶς ὡς μύστης τῶν ἀπορρήτων, μυστικός ὕμνος ὅπως ὁ χερουβικός, ὁ ὁποῖος δηλώνει τό μυστικό εἰκονισμό τῶν πιστῶν μέ τούς ἀγγέλους ἀλλά ψάλλεται εἰς ἐπήκοον ὅλων καί μάλιστα μεγαλόπρεπα.
Εἶναι πλέον βέβαιον ὅτι ὅπου ὑπάρχει ὁ προσδιορισμός μυστικός δέν σημαίνει ὅτι καταργοῦνται οἱ αἰσθήσεις, ἀλλά ὅτι ἡ ἀόρατος χάρη τοῦ Θεοῦ ὡς ἄκτιστος ἐνέργεια λειτουργεῖ καί ἐνεργεῖ «ἐν πάσῃ πληροφορίᾳ καί αἰσθήσει» . Σημαίνει ὅτι τό σεσιγημένο μυστήριο προσεγγίζεται «ἐν προσοχῇ διανοίας καί συντριβῇ καρδίας» , μέ φόβο δηλαδή Θεοῦ, τάξη, εὐλάβεια καί προσοχή χωρίς κατά τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη ὁ νοῦς μας νά «περιπατεῖ εἰς τά κοσμικά καί μάταια πράγματα» .
Στοιχούμενος ὁ μακαριστός Καθηγητής στήν πατερική ἀλήθεια ὅτι στήν Ἐκκλησία «μυστικῶς καθ’ ἑκάστην ἱερουργεῖται ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς ἄρτος» , τόν ὁποῖον ὁ πιστός ὁρᾶ, ἅπτει καί ἐσθίει , καθώς ἐπίσης στήν προτροπή τοῦ ἁγίου Συμεών Θεσσαλονίκης πού θέλει τίς εὐχές νά ἀναγινώσκονται «μετά προσοχῆς καί ἀργῶς … ἐν ἐπηκόῳ» , δέν μπορεῖ νά διανοηθεῖ μία Λειτουργία ἀκατανόητη . Γιά τόν ἱερέα πιστεύει ὅτι «εἶναι τό στόμα, ὄχι μιᾶς βωβῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ πού μετά παρρησίας ἀπευθύνεται πρός τόν Θεό Πατέρα διά τοῦ ἱερέως καί συμμερί-ζεται τά λεγόμενα ἀπό αὐτόν» . Ὁ δέ λαός εἶναι ἀδιανόητο νά μή κατανοεῖ τά τελούμενα «νά μή συμμερίζεται τούς λόγους τῆς εὐχῆς καί τοῦ ὕμνου» .
Γι’ αὐτό καί τάσσεται, ὅπως καί ὁ δάσκαλός του μακαριστός Καθηγητής τῆς Λειτουργικῆς Παναγιώτης Τρεμπέλας , ὑπέρ τῆς εἰς ἐπήκοον ἀνάγνωσης τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας «χωρίς ὑπερβολές στήν ἀπαγγελία, σεμνά καί μέ ἱεροπρέπεια, τόσο δέ δυνατά ὅσο νά εἶναι δυνατή ἡ ἀκρόασή τους» . Τό μέ ἥσυχο τρόπο καί εἰρηνικό ἄκουσμα τῶν εὐχῶν δέν ἔρχεται σ’ ἀντίθεση μέ τό «μυστικῶς». Ἀπεναντίας τό ἐνισχύει διότι κρατᾶ τό νοῦ τῶν πιστῶν μέ προσοχή στά λεγόμενα, γιά νά ἐντυπώνονται κατά τόν Κολλυβᾶ ἅγιο Νικόδημο τά λόγια στήν καρδιά των. Προετοιμάζονται ἐπίσης καλύτερα γιά νά προσέλθουν στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας καί διασφαλίζεται ἡ ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Ὁ ἱερεύς μέ τό νά ἀναγινώσκει τίς εὐχές εὐχαριστεῖ, ἀλλά καί τό πλήρωμα τῶν πιστῶν μέ τό νά ἀκούει τίς εὐχές καί νά ἀπαντᾶ μέ τό «Ἀμήν» συμμετέχει στά τελούμενα καί οἰκοδομεῖται . Αὐτό ἄλλωστε εἶναι καί τό αἰτούμενο στή θεία Λειτουργία, ἡ μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης συμμετοχή στήν τράπεζα τοῦ λόγου, ἀλλά καί στήν τράπεζα τῆς Εὐχαριστίας.
ΣΧΟΛΙΑ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ:
Τό κείμενο τοῦ σεβαστοῦ καθηγητοῦ συνοδευόταν ἀπό τίς σχετικές παραπομπές, οἱ ὁποῖες λόγω τεχνικῶν δυσκολιῶν δέν ἀναρτήθηκαν.