Παρασκευή 1 Ιουλίου 2011

Η ΙΕΡΑ ΚΑΛΥΒΗ ΑΓΙΟΥ ΑΚΑΚΙΟΥ ΣΤΑ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΑ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ

Στό ἄκρο τῆς ἱερᾶς χερσονήσου τοῦ οὐρανογείτονος Ἄθω καί κάτω ἀπό τόν Ἄθω· στόν κόσμο καί ἔξω ἀπό τόν κόσμο· ἐκεῖ πού ἡ μεγαλόπρεπη ἀγριότητα τῆς φύσης συναγρυπνεῖ μέ τούς ἀφιερωμένους στόν Θεό ἐρημῖτες, ὑψώνεται τῆς ἡσυχίας ἀκρόπολη, σάν ἱερό Βῆμα στό θεόδμητο ναό τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἡ ἱερά Σκήτη Ἁγίας Τριάδος τῶν Καυσοκαλυβίων.
  Ἡ ἱστορία τῆς σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων συνδέθηκε ἀπό τήν πρώτη στιγμή μέ τό ἀρχαιότερο ἡσυχαστήριό της, τήν Καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου, μιά πού σ’ αὐτήν ἀσκήθηκε ὁ ἱδρυτής τῆς Σκήτης, ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης (1630-1730). Πρῶτος πάντως γνωστός ἀσκητής τῆς περιοχῆς στάθηκε μία ἀπό τίς διαπρεπέστερες πνευματικές φυσιογνωμίες τοῦ ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ· ὁ ἐκ Μικρᾶς Ἀσίας καταγόμενος ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης ( περ. 1365). Ὁ μεγάλος αὐτός διδάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς μέ τά τόσα ὑπερφυσικά χαρίσματα, ζῶντας στήν περιοχή ὡς διά Χριστόν σαλός ἔκαιγε τίς καλύβες πού ὁ ἴδιος κατασκεύαζε, θέλοντας νά ἀποκτήσει τήν ὑψοποιό ταπείνωση. Ἀπό τήν προσωνυμία τοῦ ὁσίου ‘’Καυσοκαλύβης’’,΄πῆρε καί ἡ τοποθεσία τήν ὀνομασία Καυσοκαλύβια.
  Μέ τή σημερινή θεσμοθετημένη μορφή της, ἡ Σκήτη  ἱδρύθηκε στίς ἀρχές τοῦ 18ου αἰώνα ἀπό τόν ὅσιο Ἀκάκιο τόν Καυσοκαλυβίτη.
 Ὁ ὅσιος Ἀκάκιος καταγόταν ἀπό τά Ἄγραφα καί ἔγινε μοναχός στή μονή Ἁγίας Τριάδος Σουρβιᾶς τοῦ Πηλίου. Κατόπιν ἀναχώρησε γιά τό Ἅγιον Ὄρος ὅπου γύρω στά 1660 κατέληξε στήν περιοχή ‘’Μεταμόρφωσις’’ πού βρίσκεται ὑπεράνω τῆς σημερινῆς Σκήτης. καί στήν ὁποία ὑπῆρχε μοναστικός οἰκισμός ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη (14ος αἰ.). Στά 1680 κατέβηκε πρός τή θάλασσα καί κατοίκησε στό Σπήλαιο πού βρίσκεται στήν ἀνατολική πλευρά τῆς Σκήτης καί ὅπου τέσσερεις αἰῶνες πρίν εἶχε ἀσκηθεῖ ὁ ὅσιος Μάξιμος. Παράλληλα ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ἔκτισε μέ τά χέρια του πέτρινο καλυβάκι, γνωστό σἠμερα καί ὡς ‘’ἀρχονταρίκι τοῦ ἁγίου’’, ὅπου ἔκανε τό ἐργόχειρό του (κατασκευή ξύλινων κουταλιῶν) καί στό ὁποῖο ἀργότερα φιλοξενοῦσε ὅσους ἔρχόντουσαν νά τόν συμβουλευθοῦν καί νά πάρουν τήν εὐχή του καί ἔπρεπε κάπου νά διανυκτερεύσουν. Αὐτός ὁ σωζόμενος μέχρι σήμερα οἰκίσκος ἀποτέλεσε τό ἀρχικό κτίσμα τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου.
  Ὁ μικρός ἀλλά τόσο καθαγιασμένος χῶρος τοῦ Σπηλαίου, δέν κατάφερε νά καλύψει τίς μεγαλόφωνες βροντές τῆς ἀρετῆς καί τῆς ἁγιότητας, πού ἦταν καρποί τῆς ἄσκησης τοῦ ἀκοίμητου στήν πνευματική ἐργασία καί ἄγρυπνου στήν τήρηση τῶν θεομίμητων ἐντολῶν, ὁσίου Ἀκακίου. Τά χαρίσματά του ἔγιναν γνωστά, τόσο στό Ἅγιον Ὄρος ὅσο κι ἔξω ἀπ’ αὐτό. Μοναχοί ἀπό παντοῦ ἔφθασαν ἐδῶ καί τέθηκαν ὑπό τήν ὑπακοή τοῦ Ὁσίου, κτίζοντας μικρές καλύβες γύρω ἀπό τήν περιοχή τοῦ Σπηλαίου. Ὅταν ἀργότερα οἱ μοναχοί αὐξήθηκαν σέ ἀριθμό, ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ὀργάνωσε τή μοναστική τους κοινότητα σέ Σκήτη, ὁρίζοντάς του καί Τυπικό πού θά ἀκολουθοῦσε ὁ τρόπος τῆς ζωῆς τους.
  Ἔτσι ἱδρύθηκε ἡ Σκήτη, πού ἀφιερώθηκε στήν Ἁγία Τριάδα. Ἐπειδή τό βρόχινο νερό, μέ τό ὁποῖο ὑδρεύονταν (ἀπό μία στέρνα πού σώζεται στήν τράπεζα τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου) δέν ἐπαρκοῦσε, ὁ Ὅσιος μέ θαῦμα του, ἔβγαλε τό νερό (ἁγίασμα), μέ τό ὁποῖο ὑδρεύεται μέχρι σήμερα ὁλόκληρη ἡ Σκήτη· γεγονός πού ὁδήγησε καί στήν περαιτέρω ἀκμή της.
  Στά 1725 τόν ὅσιο Ἀκάκιο ἐπισκέφθηκε ὁ γνωστός Ρώσος περιηγητής μοναχός Βασίλειος Μπάρσκι. Θά γράψει κατά τή διάρκεια τῆς ἐκεῖ παραμονῆς του στίς σημειώσεις του: «Ἐπισκέφθηκα ἕνα γέροντα, πρῶτο μεταξύ τῶν πατέρων τῆς σκήτης καί διανυκτέρευσα παρ’ αὐτ. Ὀνομάζεται Ἀκάκιος. Τιμᾶται ἀπό τούς μοναχούς τοῦ Ἄθω γιά τήν ἀρετή του καί εἶναι πρῶτος ἀνάμεσα στούς ἀσκητές. Ἄκουσα δέ ὅτι εἶχε προορατικό χάρισμα».Ἕνας χαραγμένος σταυρός πού συνοδεύει τήν ἐπίσης χαραγμένη χρονολογία 1725 προέρχεται πολύ πιθανόν ἀπό τό χέρι τοῦ ρώσου περιηγητῆ, ὁ ὁποῖος συνήθιζε κατά τίς ἐπισκέψεις του σέ διάφορα ἱστορικά μνημεῖα νά ἀφήνει γραπτές ἤ ἐγχάρακτες ἐνθυμήσεις.
Τόν ὅσιο Ἀκάκιο ἐπισκέφθηκε καί φιλοξενήθηκε ἀπ’ αὐτόν στήν Καλύβη του καί ὁ πατριάρχης Ἱεροσολύμων Χρύσανθος (1707-1730). Ὁ διαπρεπής αὐτός ἱεράρχης, ἀκούγοντας γιά τίς ἀρετές καί τά χαρίσματα τοῦ Ὁσίου καί ἀμφιβάλλοντας, ἦλθε ἐξεπίτηδες νά διαπιστώσει ἐάν αὐτά ἰσχύουν. «Καί μείνας παρά τῷ Ὁσίῳ καί διά πείρας γνούς τήν ἀλήθειαν, ὑπέστρεψεν κῆρυξ μεγαλόφωνος», λέγοντας: «Εἶδον ἄλλον Ἠλίαν καί Ἰωάννην τόν Βαπτιστήν· εἶδον περισσότερον τῆς ἀκοῆς» (μαρτυρία τοῦ Θεοδώρητου Λαυριώτη τοῦ ἐξ Ἰωαννίνων, πού διασώθηκε στό βιβλίο τοῦ Πορφυρίου Οὐσπένσκι, Α’ Περιοδεία στίς μονές καί τίς σκῆτες τοῦ Ἄθω, Μόσχα 1880). 
  Ἀργότερα, ὁ σκευοφύλακας τῆς Λαύρας προηγούμενος Σάββας μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἡ Σκήτη «ἐμεγαλύνθη καί ηὔξησεν ἀπό ἕναν Ἀκάκιον, ἀσκητήν προκομμένον καί εἰς τά ψυχικά τέλειον, ὅστις ἀσκήτευεν ἐκεῖ τώρα εἰς τούς καιρούς μας, ἤγουν εἰς τούς ᾳψκ’ (1730), μέ μεγάλην ἄσκησιν ὁ τρισόλβιος ... Εἰς δέ τό γῆρας του ἔκτισε μικράν καλύβην. Λαβοῦσα λοιπόν τήν ἀρχήν καί αὔξησιν ἡ σκήτη αὐτή ἀπό τόν εὐλογημένον αὐτόν, ἡμέρᾳ τ ἡμέρᾳ ὅλον αὐξάνει...» (Προσκυνητάριον   Μεγίστης Λαύρας, Βενετία 1772). 
Τή θαυμαστή πολιτεία τοῦ ὁσίου Ἀκακίου μιμήθηκαν σέ ὅλα τρεῖς κυρίως ἀπό τούς μαθητές του, πού ἀσκήθηκαν ἐπί χρόνια ὡς ὑποτακτικοί του στήν καλύβη του καί οἱ ὁποῖοι ἀργότερα ὁμολόγησαν τήν πίστη τους στόν Χριστό, ἀφοῦ προετοιμάστηκαν πνευματικά ἀπό τόν Ὅσιο. Πρόκειται γιά τόν ὁσιομάρτυρα Ρωμανό ἀπό τά Ἄγραφα, πού μαρτύρησε στήν Κωνσταντινούπολη στά 1694 (5 Ἰανουαρίου), τόν ὁσιομάρτυρα Νικόδημο ἀπό τή Βόρειο Ἤπειρο, πού μαρτύρησε στό Μπεράτι τῆς Ἀλβανίας στά 1722 (11 Ἰουλίου) καί τόν ὁσιομάρτυρα Παχώμιο, ὁμογενή ἀπό τήν Κάτω Ρωσία, πού μαρτύρησε στή Μικρά Ἀσία στά 1730 (7 Μαΐου, τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Σωτῆρος). 
Τό μαρτύριό τους ὅπως καί πολλῶν ἄλλων Νεομαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας μας, συνέταξε ὁ λόγιος ἱερομόναχος Ἰωνᾶς ὁ Καυσοκαλυβίτης ( 1765), τελευταῖος ὑποτακτικός τοῦ ὁσίου Ἀκακίου, βιογράφος καί ὑμνογράφος του, ἀπό τίς σημαντικότερες πνευματικές ἁγιορείτικες μορφές κατά τόν 18ο αἰ. Ὁ παπα-Ἰωνᾶς διαδέχθηκε τόν ὅσιο Ἀκάκιο τόσο στή γεροντία τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου ὅσο καί στό Δικαιᾶτο τῆς Σκήτης. Κατόπιν ἐπιθυμίας τοῦ ὁσίου Ἀκακίου ὁ παπα-Ἰωνᾶς ἔκτισε τό σημερινό Κυριακό τῆς σκήτης (1745) καί τό παρεκκλήσι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου (1747). Φρόντισε μάλιστα καί γιά τήν ἁγιογράφηση καί διακόσμηση τῶν δύο ναῶν (τρίτο τέταρτο 18ου αἰ.). Μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ Καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου ἐκτός ἀπό ἁγιοτόκος κατέστη καί ἡ κτιτορική καλύβη τῆς Σκήτης καθώς σ’ αὐτήν ἔζησαν τόσο ὁ ἱδρυτής της ὅσο καί ὁ κτίτορας τοῦ Κυριακοῦ ναοῦ της.
  Ἄλλοι χαρισματοῦχοι Γέροντες τῆς Καλύβης ἦσαν ὁ ἱερομόναχος Πελάγιος ( 1788), ἀνακαινιστής καί ἡγούμενος τῆς μονῆς Προυσοῦ Εὐρυτανίας, ὁ γέρων Γεδεών ( 1896) καί ὁ σύγχρονος γέρων Ἱερόθεος ( μέσα 20οῦ αἰ.).
Σήμερα, στή εἴσοδο τοῦ εἰκοστοῦ πρώτου αἰώνα, ἡ Καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου μέ τή χάρη τῆς Ἁγίας Τριάδος, τίς πρεσβεῖες τῆς Κυρίας Θεοτόκου, στήν ὁποία ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ἀφιέρωσε τό ναό, καθώς καί τῶν ἁγίων Μαξίμου, Ἀκακίου, Ρωμανοῦ, Νικοδήμου καί Παχωμίου, διανύει ἤδη τόν  τέταρτο αἰώνα τῆς ἱστορίας της. Ἀνακαινισμένη πλήρως κτιριακῶς σήμερα ἐκ βάθρων, προσπαθεῖ νά ἐκπληρώσει τή διπλή ἀποστολή της: ὡς τόπος μετανοίας, ἄσκησης καί ὀρθῆς βίωσης τῆς μοναχικῆς ζωῆς καί ὡς ἱερό Προσκύνημα τῶν χώρων στούς ὁποίους ἀσκήθηκαν οἱ παραπάνω Ἅγιοι. Στό ἁγιοτόκο αὐτό ἡσυχαστήριο ὁ προσκυνητής ἔχει τή δυνατότητα νά ἐπισκεφθεῖ τά ἑξῆς:
α) Τό ἱερό Σπήλαιο τῶν ὁσίων Μαξίμου καί Ἀκακίου, πού εἶναι καί ὁ γενέθλιος τόπος τῆς Σκήτης καί ὅπου φυλάσσεται ὡς κειμήλιο τμῆμα τῆς κλινοστρωμνῆς τοῦ ὁσίου Ἀκακίου.
β) Τό περικαλλές καί κατανυκτικό παρεκκλήσι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Κτισμένο στά 1747 στήν κορυφή τοῦ βράχου τοῦ Σπηλαίου, εἶναι τό ἀρχαιότερο σωζόμενο παρεκκλήσι τῆς Σκήτης. Ὁ ναός, θαυμαστό μνημεῖο ἐκκλησιαστικῆς τέχνης, πλήρως ἀνακαινισμένος στίς μέρες μας (μετά τήν καταστροφή του ἀπό πυρκαϊά τό 1988 ἀλλά καί τίς καθιζήσεις ἐδαφῶν), κοσμεῖται ἀπό ξυλόγλυπτο περίτεχνο τέμπλο, φιλντισένια καί σεντεφένια προσκυνητάρια, ἐξαίρετες φορητές εἰκόνες, ἄλλα ἀφιερώματα καί ἱερά λείψανα.
  Στήν ὑπέρθυρη κόγχη τῆς εἰσόδου τοῦ ναοῦ εἶναι ἱστορημένη ἡ περίβλεπτος τοιχογραφία τῆς Θεοτόκου βρεφοκρατοῦσας. Γιά τήν εἰκόνα αὐτή καί γενικότερα γιά τόν ἀρχαῖο αὐτό ναό, ὁ ἐκ Σκοπέλου ἁγιορείτης λόγιος μοναχός Καισάριος Δαπόντες ( 1784) συνέθεσε τό ἑξῆς ἐπίγραμμμα: 
 «Καί ζω­γρα­φία θαυ­μα­στή ἄλ­λην παρά κα­μμίαν
 καί Πα­να­γία θαυ­μα­στή ὑ­πέρ τήν ζω­γρα­φίαν.
 Μα­κά­ριος εἶ Ἰ­ωνᾶ, διά τήν ἐκ­κλη­σίαν,
 μα­κά­ριος εἶ ἀ­δελφέ, διά τήν ζω­γρα­φίαν.
 Ἀλλά μα­κα­ρι­ώ­τε­ρος διά τήν μα­κα­ρίαν
 ταύ­την καί ἀ­ξι­ά­γα­στον εἰ­κόνα τήν ἁ­γίαν».
  Προχωρῶντας στό ἐσωτερικό τοῦ ναοῦ παρατηροῦμε ὅτι αὐτός εἶναι κατάγραφος ἀπό τοιχογραφίες τοῦ ἔτους 1759, δημιουργία τοῦ ἐργαστηρίου τοῦ ἱερομονάχου Παρθενίου τοῦ ἐξ Ἀγράφων τοῦ Σκούρτου, πού ἱστόρησε ἐπίσης καί τό Κυριακό τῆς Σκήτης. Διαβάζουμε στήν κτι­το­ρι­κή ἐ­πι­γρα­φή πού βρί­σκε­ται στό δυ­τι­κό πλά­γι­ο το­ί­χω­μα τοῦ βο­ρει­νοῦ πα­ρα­θύ­ρου τοῦ ναοῦ (ἐσωτερικά):
 « Ἰ­δοῦ πά­τερ ἤ­νη­σα τήν ἐ­ντο­λήν σου καί ἀ­νή­γει­ρα τοῦ­τον τόν θεῖ­ον δό­μον θε­ί­ᾳ συ­νάρ­σει, εἰς δό­ξαν τῆς πα­νά­γνου, καί ἐ­κό­σμη­σα σε­πτῶν ἐ­κτυ­πω­μά­των, ὡς μ' ὑ­πέ­τα­ξας ὅ­ταν ἐν σοί προ­σῆλ­θον· καί ἀ­πέ­δει­ξας πνευ­μα­τι­κόν σου τέ­κνον καί ἐ­νέ­δυ­σας σχῆ­μα τῶν μο­νο­τρό­πων. Δέομαι το­ί­νυν μή πα­ύ­σῃ προ­στα­τε­ύ­ειν, σύν τῷ ρω­μα­νῷ καί κλει­νῷ πα­χω­μί­ῳ καί τοῖς σύν αὐ­τοῖς μάρ­τυ­σι καί ὁ­σί­οις, ὅ­πως ἐν τέ­λει ἀ­νύ­σω θε­α­ρέ­στῳ καί ἀ­ξι­ω­θῶ τῆς ὑ­μῶν ξυ­ναυ­λί­ας, θε­ί­ῳ ἐ­λέ­ει ταῖς ὑ­μῶν ἱ­κε­σί­αις αἰ­ῶ­νας εἰς ἅ­πα­ντας οὐ με­τρου­μέ­νους. Τλή­μων ἰ­ω­νᾶς, αἰ­τω­λός ῥα­κεν­δύ­της, τῷ χιλιοστῷ ἑπτακοσιοστ πε­ντη­κο­στῷ ἐν­νά­τῳ ἔ­τει τῷ σωτηρί­ῳ μη­νί Ἰ­ου­λί­ῳ τε ἐ­τε­λει­ώ­θη».
Ἡ μεταβυζαντινή τέ­χνη τοῦ ζω­γρά­φου καί τοῦ συνεργε­ί­ου του πού ἱ­στό­ρη­σαν τό πε­ρι­καλ­λές αὐ­τό πα­ρεκ­κλή­σι, ἐ­ντάσ­σε­ται στό ἀ­να­νε­ω­τι­κό καλ­λι­τε­χνι­κό ρεῦ­μα, κα­θα­ρά ἁ­γι­ο­ρε­ί­τι­κο, πού ἐμ­φα­νί­ζε­ται τό πρῶ­το τέ­ταρ­το τοῦ 18ου αἰ. καί προ­τε­ί­νει τήν ἐ­πι­στρο­φή καί ἀ­ντι­γρα­φή τῶν πα­λαι­ό­τε­ρων προ­τύ­πων τῆς τέ­χνης τῆς ἐ­πο­χῆς τῶν Πα­λαι­ο­λό­γων καί κυ­ρί­ως τῆς συμ­βα­τι­κά λε­γό­με­νης "Μα­κε­δο­νι­κῆς" Σχο­λῆς, σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τοῦ ἱερομονάχου Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ ( περ. 1746), τοῦ ὁποίου ἄλλωστε ἔργα ὑπάρχουν στά Καυσοκαλύβια. Ἀνάμεσα στίς τοιχογραφίες ξεχωρίζουν ἡ παράσταση τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καί τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου, μία ἐντυπωσιακή σύνθεση μέ τό ‘’Ὄραμα τοῦ ἁγίου Ἀκακίου’’, ὅπου εἰκονίζονται ὁ ὅσιος Ἀκάκιος καί οἱ ὁσιομάρτυρες Ρωμανός καί Παχώμιος καθώς καί ἡ μέ ἔντονο δογματικό καί ἀντιαιρετικό περιεχόμενο σύνθεση μέ τόν ἅγιο Μᾶρκο τόν Εὐγενικό ἐπίσκοπο Ἐφέσου, ὑπέρμαχο τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀπό τίς φορητές εἰκόνες ξεχωρίζουν ἡ ‘’Σύναξις τῶν ἐν τ Καυσοκαλυβίῳ Ὅσίων’’, ‘’Ὁ Ὁσιομάρτυς Ρωμανός’’, ‘’Ὁ ὁσιομάρτυς Παχώμιος [ὁ ὁποῖος] πρό τοῦ μαρτυρίου ἀπερχόμενος λαμβάνει τήν εὐχή τοῦ ὁσίου Ἀκακίου’’ καί ‘’Ὁ Ἅγιος Χαράλαμπος ὁ Ταχύς Βοηθός’’, ὅλες ἔργα τῶν μέσων τοῦ 18ου αἰ.
   Ἡ τελευταία αὐτή, μικρή μέν ἀλλά ἐφέστιος γιά τήν Καλύβη ἱερά εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, ὀφείλει τήν ἱστόρησή της στό ἑξῆς θαυμαστό γεγονός: Μετά τήν ἀ­να­κο­μιδή τῶν λει­ψά­νων τοῦ ὁ­σίου Ἀ­κα­κίου στά 1733, τά ὁποῖα βρέ­θη­καν ἐκ­πέμ­ποντα ἄρ­ρητη εὐ­ω­δία καί ἐμ­φα­νί­ζοντα πε­ρι­φανῆ στοι­χεῖα ἁ­γι­ό­τη­τας κα­τα­ξι­ω­μέ­νης τόσο στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος ὅσο καί στή Με­γάλη τοῦ Χρι­στοῦ Ἐκ­κλη­σία, ὁ παπα-Ἰ­ω­νᾶς τα­ξί­δεψε στήν Κων­σταν­τι­νού­πολη ἀφενός μέν γιά νά διακονήσει -κατόπιν πρόσκλησης τοῦ Πατριαρχείου- ὡς πνευματικός καί ἀφετέρου γιά νά φροντίσει νά βρεῖ οἰκονομικούς πόρους, ὥ­στε νά κτι­σθοῦν τόσο τό Κυ­ρι­ακό τῆς σκή­της ὅσο καί ὁ ναός τῆς Κα­λύ­βης του. Ἐ­κείνη ὅ­μως τήν ἐ­ποχή συ­νέ­πεσε νά ἔ­χει ἐ­πι­πέ­σει φο­βε­ρός καί θα­να­τη­φό­ρος λοι­μός στήν Πόλη, ὁ­δη­γῶν­τας στό θά­νατο χι­λι­ά­δες ἀπό τούς κα­τοί­κους της. Ἀ­κόμη καί ὁ ἴ­διος ὁ παπα-Ἰ­ω­νᾶς προ­σβλή­θηκε ἀπό τήν ἐ­πά­ρατη γιά τήν ἐ­ποχή ἐ­κείνη νόσο. Προ­σευ­χή­θηκε τότε στό γέ­ροντά του ὅ­σιο Ἀ­κά­κιο ἀλλά καί στόν ἅ­γιο Χα­ρά­λαμπο, τοῦ ὁ­ποίου τά θαύ­ματα τά σχε­τικά μέ τήν πα­νώλη ἦ­ταν πολλά. Τότε τοῦ πα­ρου­σι­ά­σθηκε σέ ὅ­ραμα ὁ ἅ­γιος Χα­ρά­λαμ­πος, ὁ ὁ­ποῖος τόν δι­α­βε­βαί­ωσε ὅτι ὄχι μόνο ὁ ἴ­διος θά θε­ρα­πευ­θεῖ ἀλλά καί ὁ πι­στός λαός θά λυ­τρω­θεῖ ἀπό τή φο­βερή αὐτή μά­στιγα.
  Τό θαῦμα ἔ­γινε καί τό γε­γο­νός ἔ­γινε γρή­γορα γνω­στό ἀπό τόν κύ­κλο τῶν πνευ­μα­τι­κῶν παι­διῶν, πού πε­ρι­έ­βα­λλαν τόν παπα-Ἰ­ωνᾶ, καί οἱ ὁ­ποῖοι ὡς αὐ­τό­πτες τῆς θε­ρα­πείας του δι­έ­δω­σαν στήν πόλη τό θαῦμα. Τότε πρός δό­ξαν Θεοῦ καί σέ ἔνδειξη εὐ­γνω­μο­σύ­νης πρός τόν Καυ­σο­κα­λυ­βίτη πνευ­μα­τικό, οἱ πι­στοί δι­ε­νήρ­γη­σαν ἔ­ρανο σ’ ὅλη τήν πόλη, διά τοῦ ὁ­ποίου ὁ παπα-Ἰ­ω­νᾶς, πρα­γμα­το­ποι­ῶν­τας τήν ἐν­τολή τοῦ γέ­ροντά του, ἔ­κτισε τούς δύο προ­α­να­φερ­θέν­τες να­ούς.
  Σέ ἀ­νά­μνηση μά­λι­στα τοῦ πα­ρα­πάνω θαύ­μα­τος, ὁ παπα-Ἰ­ω­νᾶς πα­ρήγ­γειλε σέ ἁ­γι­ο­γράφο εἰ­κόνα τοῦ ἁ­γίου Χα­ρα­λάμ­πους, πού σώ­ζε­ται καί σή­μερα ὡς κει­μή­λιο στήν Κα­λύβη τοῦ Ἁ­γίου Ἀ­κα­κίου. Στή μι­κρή ἀλλά ἐ­φέ­στιο αὐτή εἰ­κόνα, εἰ­κο­νί­ζε­ται στή μέση ὁ θαυ­μα­τουρ­γός Ἅ­γιος, φέ­ρον­τας τήν ἐ­πι­γραφή «Ὁ τα­χύς βο­η­θός», ἐνῶ κάτω δε­ξιά πα­ρι­στά­νε­ται γο­να­τι­στός ὁ Ἰ­ω­νᾶς, μέ μο­να­χική πε­ρι­βολή. Στά ἀ­ρι­στερά τῆς σύν­θε­σης εἰ­κο­νί­ζε­ται ἡ πα­νώλη, μέ τή μορφή μέ­λα­νος δαί­μο­νος, πού ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται πα­νι­κο­βλη­μέ­νος. Ἰ­δι­αί­τερα ση­μαν­τική εἶ­ναι καί ἡ ἐ­πι­γραφή, πού ἀ­πο­δί­δει λόγο τοῦ ἁ­γίου Χα­ρα­λάμ­πους: «Ἐκ τῆς λοι­μι­κῆς Ἰ­ω­νᾶ ἐ­ρρυ­σά­μην / προσ­δρα­μῶντα μοι πόθῳ καί προ­θυ­μίᾳ», πού πιό ἁ­πλο­ϊκά ση­μαί­νει ὅτι: «Ἀπό τήν νόσο τοῦ λοι­μοῦ ἐ­γλύ­τωσα τόν Ἰ­ωνᾶ, ὅ­ταν ἐ­κεῖ­νος κατέφυγε σέ μένα, μέ πόθο καί προ­θυ­μία».
  Στό ναό τῆς Καλύβης φυλάσσονται τμήματα τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ὁσίου Ἀκακίου (κάτω σιαγόνα, ὀδόντες κ.ἄ) ἐκπέμποντα ἄρρητη εὐωδία, πού αἰσθητοποιεῖ τή χάρη καί τήν εὐλογία τοῦ Ὁσίου πρός ὅσους μετά ἀπό τόσο κόπο προσέρχονται νά προσκυνήσουν στό ἱερό Σπήλαιο καί τό ναό τῆς Παναγίας καί νά ζητήσουν τίς πρεσβεῖες τοῦ Ὁσίου. Φυλάσσονται ἐπίσης τμήματα τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ ὁσιομάρτυρα Παχωμίου, ἑνός ἀπό τούς Ἁγίους τῆς Καλύβης.
γ) Ὁ προσκυνητής μπορεῖ ἐπίσης νά δεῖ τό ‘’ἀρχονταρίκι’’ τοῦ ὁσίου Ἀκακίου καθώς καί τήν ἀρχαῖα στέρνα στήν ὁποία ὁ Ὅσιος συγκέντρωνε τό βρόχινο νερό, πρίν τό θαῦμα τοῦ ἁγιάσματος.
 Στήν πλούσια βιβλιοθήκη τῆς Καλύβης φυλάσσονται χειρόγραφα καί ἔντυπα βιβλία, τόσο παλαιά ὅσο καί σύγχρονα, παλαιές χαλκογραφίες κ.ἄ.
  Στήν ἀνακαινισμένη σήμερα Καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου καλλιεργοῦνται μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ἡ ἱερή τέχνη τῆς ἁγιογράφησης ἱερῶν εἰκόνων, ἡ παρασκευή καί διακόσμηση κολλύβων καθώς καί ἡ συγγραφή καί ἔκδοση βιβλίων πού προβάλλουν, μέσα ἀπό τήν ἐπιστημονική μελέτη τῶν πηγῶν, τούς Ἁγίους, τήν πνευματικότητα, τήν ἱστορία καθώς καί τή μεταβυζαντινή τέχνη τόσο τῆς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων ὅσο καί τοῦ Ἁγίου Ὄρους γενικότερα.
  Ἡ Καλύβη πανηγυρίζει ἐπίσημα τή μνήμη τοῦ ἁγίου κτίτορά της ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, κατά τήν Κυριακή τῶν Μυροφόρων, μέ ὁλονύκτιο ἀγρυπνία. Μέ ἰδιαίτερο ἐπίσης τρόπο τιμᾶται ἡ ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καθώς καί οἱ μνήμες τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη καί τῶν ὁσιομαρτύρων Ρωμανοῦ, Νικοδήμου καί Παχωμίου.
  Στούς εὐλαβεῖς προσκυνητές πού ὄχι χωρίς κόπο φθάνουν ἐδῶ, στά πάντερπνα Καυσοκαλύβια καί στήν ἁγιοτόκο καί ἱστορική Καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου, εὐχόμαστε ὁ Κύριος, μέ τίς πρεσβεῖες τοῦ ὁσίου Ἀκακίου καί τῶν σύν αὐτ, νά ἀνταποδίδει πλούσια τήν θεία χάρη Του.

Δευτέρα 20 Ιουνίου 2011

ΓΕΡΩΝ ΠΑΐΣΙΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ. ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΑΓΑΠΗΣ.




Παταπίου μοναχού Καυσοκαλυβίτου

Γέρων Παΐσιος Αγιορείτης:

Διακονία αγάπης.



«Ο Θεός ας πλημμυρίσει την καρδιά σας με την καλοσύνη Του και την πολλή Του αγάπη, μέχρι να παλαβώσετε, για να φύγει ό νους σας πια από την γη καί να βρίσκεται από τώρα κοντά Του στον Ουρανό.
Να τρελαθείτε από την θεία τρέλα της αγάπης του Θεού! Να κάψει ό Θεός με την αγάπη Του τίς καρδιές σας!
».
Γέρων Παΐσιος
Το να γράψει κανείς για μορφές σαν το Γέροντα Παΐσιο τον Αγιορείτη, αποδεικνύεται πολύ δύσκολο έργο, μια πού «θέλει άρετήν και τόλμην» κατά τον ποιητή, ή προσέγγιση με το ιερό αυτό πρόσωπο. Κι αφού στο πρώτο βιώνουμε - μόνο εκεί - την πλήρη ακτημοσύνη, απέμεινε ή τόλμη στο να εκφράσουμε τίς παρακάτω σκέψεις.
Είναι γεγονός ότι για το μακαριστό Γέροντα, ή σχετική βιβλιογραφία κάθε χρόνο πού περνάει εμπλουτίζεται συνεχώς. Όχι μόνο βιβλία καί άλλες εργασίες πού αναφέρονται στην μορφή του καί στις εμπειρίες ανθρώπων πού έχουν ωφεληθεί άπ' αυτόν, βρίσκουν συχνά το φως της δημοσιότητας, αλλά καί - αυτό κατά τη γνώμη μου είναι καί το σπουδαιότερο - τα Έργα, οι Λόγοι καί οι Διδαχές του 'ίδιου του Γέροντα, είναι πλέον προσιτές στο σύγχρονο πιστό, μέσα από τίς εκδόσεις της μονής οπού αναπαύεται το ασκητικό του λείψανο.
Αναπολώντας κατά καιρούς τη σεβάσμια μορφή του Γέροντα καθώς καί τίς φωτισμένες νουθεσίες καί διδαχές του, πού πάντα στάλαζαν σα βάλσαμο στις ψυχές όλων πού, λίγο ως πολύ, είχαμε την ευλογία να τον συναντήσουμε, μου έμενε ή αίσθηση ότι όλα οσα υπέφερε καρτερικά στην ασκητική του ζωή: στερήσεις, κακουχίες, πειρασμοί, κοπιώδεις μετακινήσεις, ενοχλήσεις καί κόπωση από τους αναρίθμητους προσκυνητές καί τέλος, οδυνηρές ασθένειες, τα υπέμενε από αγάπη για το Θεό καί για τον άνθρωπο.
Καί στις μονές που διακόνησε, εντός καί εκτός Αγίου Όρους, καί όταν ζούσε μόνος του στην ησυχία, ή ζωή του, ήταν μια συνεχής διακονία αγάπης. Μιας αγάπης χωρίς σύνορα πού επειδή ήταν ειλικρινής καί απαύγασμα της θεοειδούς του ψυχής, ξεκούραζε όλους όσους τη γεύονταν. Ακόμη καί στην περίοδο πριν την όσιακή του κοίμηση, αν καί εξ αιτίας της επάρατης νόσου είχε οδυνηρότατους πόνους, εκείνος θυσιάζοντας τον εαυτό του για τους αδελφούς του, διακονούσε με αυταπάρνηση καί αυτοθυσία όσους προσέτρεχαν σ' αυτόν για να βοηθηθούν.
Μα κι από την πλούσια διδασκαλία του, πού αναφέρεται διεξοδικά σε όλα τα θέματα της εν Χριστώ ζωής καί πού πραγματικά μας «αφυπνίζει πνευματικά», βλέπουμε το Γέροντα να μιλάει «με πόνο καί αγάπη» για όλους μας.
Από το πάνθεον των αρετών, ή αγάπη - ξεχωριστά ανάμεσα στις άλλες - φαίνεται να διαπνέει τη σύνολη ζωή καί διδασκαλία του π. Παϊσίου. Έλεγε στους ακροατές του, υπογραμμίζοντας τη δύναμη της αγάπης: «...επειδή δεν ξέρουμε τι μας περιμένει, όσο μπορείτε, να καλλιεργήσετε την αγάπη. Αυτό είναι το κυριότερο άπ' όλα: να έχετε μεταξύ σας αγάπη αληθινή, αδελφική, όχι ψεύτικη. Πάντα όταν υπάρχει το καλό ενδιαφέρον, ό πόνος, ή αγάπη, ενεργεί κανείς σωστά. Ή καλοσύνη, ή αγάπη, είναι δύναμη».
Μία από τις τελειότερες εκφράσεις αγάπης είναι το να προσευχόμαστε για τους άλλους. Την αλήθεια αυτή καθώς καί την αξία της τονίζει ό Γέροντας: «Ή καρδιακή προσευχή βοηθάει όχι μόνο τους άλλους αλλά καί τον ίδιο τον εαυτό μας, γιατί βοηθάει να έρθει ή εσωτερική καλοσύνη. Όταν ερχόμαστε στη θέση του άλλου, έρχεται φυσιολογικά ή αγάπη, ό πόνος, ή ταπείνωση, ή ευγνωμοσύνη μας στο Θεό με τη συνεχή δοξολογία, καί τότε ή προσευχή για το συνάνθρωπο μας γίνεται ευπρόσδεκτη από τον Θεό καί τον βοηθάει». Καί σε ερώτηση για το πώς καταλαβαίνει ότι με την προσευχή του βοηθήθηκε ό άλλος, απαντάει: «Το πληροφορείται από τη θεία παρηγοριά πού νιώθει μέσα του από την πονεμένη του καρδιακή προσευχή πού έκανε. Πρέπει όμως πρώτα τον πόνο του άλλου να τον κάνει δικό σου πόνο καί υστέρα να κάνεις καί καρδιακή προσευχή. Ή αγάπη είναι ιδιότητα θεϊκή καί πληροφορεί τον άλλο».
Ή αγάπη είναι προϋπόθεση για να φέρει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα του ελέγχου των σφαλμάτων του αλλού κι αυτό είναι κάτι πού το υπογραμμίζει ό π. Πάίσιος: «Όταν ελέγχουμε κάποιον από αγάπη, είτε την καταλαβαίνει ό άλλος την αγάπη μας είτε όχι, ή αλλοίωση γίνεται στην καρδιά του, επειδή κινούμαστε από καθαρή αγάπη. Ενώ ό έλεγχος πού γίνεται χωρίς αγάπη, με εμπάθεια, τον κάνει τον άλλο θηρίο γιατί ή κακιά μας προσκρούει στον εγωισμό του... Όταν ανεχόμαστε τον άλλον από αγάπη, εκείνος το καταλαβαίνει».
Ή θυσία για τον αδελφό είναι μίμηση Χρίστου. «Να μάθει κανείς να χαίρεται με το να δίνει», έλεγε ό μακαριστός Γέροντας καί συνέχιζε: «Τέτοιοι άνθρωποι πού δίνονται χωρίς να υπολογίζουν τον εαυτό τους, θα μας κρίνουν μεθαύριο». «Ό Χριστός συγκινείται, όταν αγαπάμε τον πλησίον μας πιο πολύ από τον εαυτό μας, καί μας γεμίζει με θεία ευφροσύνη. Βλέπεις Εκείνος δεν περιορίστηκε στο «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν» αλλά θυσιάστηκε για τον άνθρωπο». Καί συμπληρώνει: «Αδύνατο είναι να έλθει ή αγάπη του Χριστού μέσα μας, εάν δεν βγάλουμε έξω τον εαυτό μας από την αγάπη μας καί να την δώσουμε στον Θεό καί στις εικόνες Του καί να δινόμαστε πάντα στους άλλους, χωρίς να θέλουμε να μας δίνονται οί άλλοι»7. Επιμένοντας ό Γέροντας στην θυσιαστική προσφορά ως έκφραση τέλειας αγάπης, μας νουθετεί: «Ή θυσία για τον συνάνθρωπο μας κρύβει την μεγάλη μας αγάπη για τον Χριστό. Όσοι έχουν μεν την αγαθή προαίρεση για να ελεήσουν, αλλά δεν έχουν τίποτα καί πονάνε γι αυτό, ελεούν με το αίμα της καρδιάς τους». Καί για να ενθαρρύνει όσους αγωνίζονται να καλλιεργούν την βασίλισσα των αρετών, συμπληρώνει: «Οί εύσπλαχνοι, επειδή πάντα χορταίνουν τους άλλους με αγάπη, πάντοτε είναι χορτασμένοι από την αγάπη του Θεού καί από τίς άφθονες ευλογίες Του».
Στρέφοντας την προσοχή του στη σωστή πραγμάτωση του μοναχικού ιδεώδους καί ορίζοντας την αγάπη αρχή καί τέλος της άποταγής του μοναχού από τον κόσμο, μας διδάσκει: «Έργο του μοναχού είναι να γίνει δοχείο του Αγίου Πνεύματος. Να κάνει την καρδιά του ευαίσθητη σαν το φύλλο του χρυσού των αγιογράφων. Όλο το έργο του μοναχού είναι ή αγάπη, όπως καί το ξεκίνημα του έγινε από αγάπη προς τον Θεό, ή οποία έχει καί την αγάπη για τον πλησίον». Καί συνεχίζει, απαντώντας ταυτόχρονα καί στους ανά τους αιώνας επικριτές του μοναχισμού, ότι τάχα έφυγαν από τον κόσμο επειδή δεν τον αγαπούν: «Ό μοναχός φεύγει μακριά από τον κόσμο, όχι γιατί μισεί τον κόσμο, αλλά γιατί αγαπάει τον κόσμο, καί ζώντας μακριά από τον κόσμο, θα τον βοηθήσει με την προσευχή του σε ότι δεν γίνεται ανθρωπίνως παρά μόνο με θεϊκή επέμβαση».
Ορίζοντας άλλη μια φορά την αγάπη σαν μια από τίς βασικές συντεταγμένες της πορείας του μονάχου, αλλά καί κάθε χριστιανού πού ζει με Λιτότητα καί εγκράτεια, ό μακαριστός Γέροντας Παΐσιος θα μας πει: «Ή αγάπη με την εξωτερική ακτημοσύνη πολύ βοηθάει για να αποκτήσει κανείς καί την εσωτερική ακτημοσύνη από τα πάθη. Ο! δύο αυτές ακτημοσύνες κάνουν τον άνθρωπο πλούσιο από καλοσύνη Θεού».
Έχουν περάσει ήδη 10 χρόνια από τη μακαριά καί όσιακή κοίμηση του αλησμόνητου Γέροντος Παϊσίου του Άγιορείτου. Όμως ούτε αυτά κατάφεραν ούτε οσα ό Θεός θα επιτρέψει να ζήσει ακόμη αυτός ό κόσμος θα καταφέρουν να σβήσουν την χαριτωμένη μορφή του από τίς καρδιές των ανθρώπων πού αγάπησε μέσα από την πολλή του μανική αγάπη προς τον Χριστό. Ολόκληρη ή ζωή του ήταν μια διακονία αγάπης. Μιας αγάπης χωρίς σύνορα! Γι' αυτό καί όσο ό ήλιος θα ανατέλλει στη γη, δεν θα πάψει να μας εμπνέει καί να διδάσκει πώς ν' αγαπούμε πραγματικά.
«Εκείνοι πού αγαπούν αληθινά καί αγωνίζονται σωστά, ανέχονται με αγάπη, θυσιάζονται, στερούνται καί αναπαύουν τον πλησίον τους, πού είναι ό Χριστός».

Ας έχουμε την ευχή του!

Κυριακή 19 Ιουνίου 2011

ΦΟΡΗΤΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΩΝ ΑΓ. ΠΑΝΤΩΝ. ΕΡΓΟ ΜΟΝΑΧΟΥ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΗ.





Ἡ Σύναξη τῶνἈγίων Πάντων.


Φορητή εἰκόνα (ἀδημοσίευτη) τοῦ ἐργαστηρίου τοῦ μοναχοῦ Χατζηγεώργη τῆς Κερασιάς Μεγ. Λαύρας.
Ἅγιον Ὄρος. Λαυριωτική σκήτη Τιμίου Προδρόμου. 1863.

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2011

Κυριακή 12 Ιουνίου 2011

ΕΙΚΟΝΑ ΑΓ. ΤΡΙΑΔΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΤΟΥ ΕΚ ΦΟΥΡΝΑ ΣΤΑ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΑ



Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου.

Ἡ φορητή εἰκόνα τῆς ἁγίας Τριάδος, ἔργο τοῦ ἐργαστηρίου ἱερομονάχου Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ στά Καυσοκαλύβια.

Σέ ἐπιστολή πού ἀποστέλλει ὁ ἱερομ. Ἀναστάσιος Γόρδιος (1654-1729) στό Διονύσιο «Ἐκ τῆς μικρᾶς μονῆς τῆς ἐν Βρανιανοῖς ἁγίας Παρασκευῆς», στίς 24 Ὀκτωβρίου τοῦ 1727 , δίνει τή γνώμη του, σέ σχετική ἐρώτηση τοῦ Διονυσίου περί τῆς ἐπιγραφῆς πού πρέπει νά φέρουν τά φωτοστέφανα τῶν εἰς τύπον τῆς Ἁγ. Τριάδος τριῶν Ἀγγέλων. Γράφει συγκεκριμένα, ἀνάμεσα σέ ἄλλα, πρός « τόν πανοσιώτατον ἐν ἱερομονάχοις καί ἐν ζωγραφοδιδασκάλοις ἀρίστῳ κυρίῳ Διονυσίῳ»: ...Δύο ζητήματα γυρεύεις νά σοῦ διαλύσω: τό ἕνα διά τούς εἰκονίζοντας ἀγγέλους τήν ἁγίαν τριάδα, ἄν εἶναι πρέπον καί εὔλογον νά γράφεται εἰς τά στέφανά τους τό ὁ ὤν, ὡς καί ἐπί τοῦ στεφάνου τοῦ Κυρίου· καί σοῦ ἀποκρίνομαι, ὅτι δέν ἐνθυμοῦμαι ἄν τό εἶδα εἰς καμίαν τοιαύτην εἰκόνα, καί ἄν ἡ ἁγιωσύνη σου ἔχεις ἀνθίβολα παλαιῶν καί μεγάλων ζωγράφων, ὡσάν τοῦ Πανσελήνου ὁποῦ μοῦ ἔλεγες καί ἑτέρων τοιούτων, ποίαν ἀμφιβολίαν πρέπει νά ἔχεις; ἄν εἶναι γραμμένον ἤ δέν εἶναι, βλέπεις τα· καί τί κάμνει χρεία νά ἐρωτᾶς περί τούτου ἐμένα; ὅμως ὅταν κοπιάσῃς ἐδῶ, ἄν θέλῃς καί ἐδικήν μου γνώμην, θέλομεν τό ἐξετάσει καί καλλιώτερα, καί θέλομεν τό εὕρει Θεοῦ ὁδηγοῦντος καί φωτίζοντος.... Δέν γνωρίζουμε γιά ποιό λόγο ὁ Διονύσιος ρωτοῦσε τόν Γόρδιο περί τοῦ παραπάνω ζητήματος· γιά νά ξέρει τί θά γράψει στήν Ἑρμηνεία του περί αὐτοῦ ἤ προκειμένου νά ἱστορήσει ὀρθά εἰκόνα τῆς Ἁγ. Τριάδος κατά τήν Ὀρθόδοξη ἐκδοχή της (Φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ); Ἀπό τά μέχρι σήμερα εὑρεθέντα ἔργα τοῦ Διονυσίου, εἰκόνα τῆς Ἁγ. Τριάδος (τοῦ τύπου τῶν τριῶν Ἀγγέλων τῆς Φιλοξενίας τοῦ Ἀβραάμ ) δέν ἔχει ἐντοπιστεῖ, πλήν αὐτῆς τοῦ Κοιμητηριακοῦ ναοῦ τῶν Καυσοκαλυβίων, πού ἐμεῖς ἀποδίδουμε στόν Διονύσιο καί τό ἐργαστήριό του. Στόν ἴδιο ναό οἱ δεσποτικές εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ Παντοκράτορος καί τῆς Θεοτόκου Ὁδηγητρίας ἀποτελοῦν ἕνα ζωγραφικό σύνολο μέ τήν παραπάνω εἰκόνα τῆς Ἁγ. Τριάδος καί προέρχονται ἀπό τόν ἴδιο χρωστῆρα.
Ἀπό καλλιτεχνική ἄποψη οἱ μορφές καί στίς τρεῖς εἰκόνες τοῦ τέμπλου τοῦ κοιμητηριακοῦ ναοῦ τῆς Ἁγ. Τριάδος εἶναι ρωμαλέες, μέ σωματική εὑρύτητα καί ὄγκο καί ἐντάσσονται στήν τάση ἐπιστροφῆς στή πανσελήνειο ζωγραφική, πού κηρύσσει στίς ἀρχές τοῦ 18ου αἰ. ὁ Διονύσιος ὁ ἐκ Φουρνᾶ. Τό εἰκονογραφικό πρότυπο τῆς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ Παντοκράτορος βρίσκεται στήν παράσταση τοῦ ἔνθρονου Χριστοῦ, πού βρίσκεται σέ τοιχογραφία τοῦ Μανουήλ Πανσέληνου στό Πρωτάτο τῶν Καρυῶν (περ. 1290 ). Οἱ τρεῖς εἰκόνες εἶναι ἀνεπίγραφες καί ἀχρονολόγητες. Ὡστόσο ἡ ὁλοφάνερη καλλιτεχνική, τεχνοτροπική καί σχεδιαστική ὁμοιότητα τῆς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ Παντοκράτορος μέ ἀνάλογες εἰκόνες τοῦ Διονυσίου, ὅπως ἐκεῖνες τοῦ Χριστοῦ Παντοκράτορος στό τέμπλο τοῦ Κελλιοῦ του στίς Καρυές, στή μονή Ἁγ. Παύλου, στό Πρωτᾶτο καί κυρίως στή Λιτή τοῦ Καθολικοῦ τῆς μονῆς Κουτλουμουσίου, μᾶς ἐπιτρέπει νά θεωρήσουμε τίς τρεῖς αὐτές εἰκόνες τοῦ κοιμητηριακοῦ ναοῦ τῆς Ἁγ. Τριάδος καλλιτεχνικό σύνολο τοῦ Διονυσίου καί τοῦ ἐργαστηρίου του, φιλοτεχνημένο περί τίς ἀρχές τῆς τρίτης δεκαετίας τοῦ 18ου αἰ, τήν ἐποχή δηλ. τῆς δεύτερης περιόδου παρουσίας τοῦ Διονυσίου στόν Ἄθω (1729-1734).

Δημοσίευση:



Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου, «Μεταβυζαντινή τέχνη στή σκήτη Καυσοκαλυβίων», Ἅγιον Ὄρος. Πνευματικότητα καί Ὀρθοδοξία. Τέχνη. Β΄ Διεθνές Συμπόσιο, Θεσσαλονίκη 11-13 Νοεμβρίου 2005, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 347-349. Ἡ είκόνα, στή σελ. 382.

Κυριακή 5 Ιουνίου 2011

ΙΩΑΝΝΗΣ ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ ΚΑΙ ΜΥΣΤΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ






Παναγιώτη Ἰ. Σκαλτσῆ
Ἀναπλ. Καθηγητοῦ Α.Π.Θ.

Ἰωάννης Φουντούλης καί μυστική Λατρεία


Τόν Ἰανουάριο τοῦ τρέχοντος ἔτους συμπληρώνονται τέσσερα χρόνια ἀπό τήν πρός Κύριον ἐκδημία τοῦ μακαριστοῦ Καθηγητοῦ τῆς Λειτουργικῆς καί τῆς Ὁμιλητικῆς στό Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Ἰωάννου Μ. Φουντούλη. Ἐκοιμήθη στίς 24 Ἰανουαρίου τοῦ σωτηρίου ἔτους 2007 ἀφήνοντας πίσω ἀγαθήν μνήμην λογίου ἀνδρός, ταπεινοῦ ἀνθρώπου καί ἐμπνευσμένου δημιουργοῦ τετρακοσίων καί πλέον πονημάτων λειτουργικοῦ, ὁμιλητικοῦ καί ἁγιολογικοῦ περιεχομένου . Βαθύς μελετητής τῶν λειτουργικῶν κειμένων καί τῶν περί τήν θεία Λατρεία πατερικῶν πηγῶν ἀσχολήθηκε μέ ὅλες τίς πτυχές τῆς λατρευτικῆς μας πα-ράδοσης καί ἀνέδειξε τόσο τόν ἱστορικο-θεολογικό πλοῦτο τῆς Λατρείας, ὅσο καί τή σημασία του γιά τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί τήν πνευματική ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου σήμερα.
Ὁ μακαριστός Καθηγητής εἶχε τήν τιμή καί τήν εὐκαιρία ἀπό τό ἔτος 1964 νά συνεργασθεῖ μέ τό περιοδικό «Ὁ Ἐφημέριος». Ἀπό τό βῆμα αὐτό ἀνέπτυξε μέ ἀγάπη ἕνα σπουδαῖο διάλογο μέ τούς ἱερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπαντώντας σέ συγκεκριμένα ἐρωτήματα λειτουργικοῦ περιεχομένου . Μεταξύ τῶν θεμάτων πού ἀπασχόλησαν τόν ἐν λόγῳ διάλογο εἶναι καί αὐτό τοῦ τρόπου ἀνάγνωσης τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας. Μέ δεδομένο ὅτι ἀπό τόν 4ο μ.Χ. αἰ. εἰσάγεται ὁ ὅρος μυστικός γιά τή θεία Εὐχαριστία καί ἔκτοτε μέχρι καί σήμερα ἡ εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ ἤ ὄχι ἐκφορά τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας εἶναι ἀντικείμενο καταγραφῆς καί συζήτησης ἐντός τῆς Ἐκκλησίας , ὁ Ἰωάννης Φουντούλης εἶδε τό ὅλο ζήτημα στίς σωστές ἱστορικές, θεολογικές, λειτουργικές καί ποιμαντικές του διαστάσεις.
Συγκεκριμένα ἀναφέρεται στήν κατά τήν ἀποστολική ἐποχή ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος μέ βάση τή συμμετοχή τοῦ λαοῦ στά λεγόμενα «τῷ νοΐ» . Ἀκολούθως κάνει λόγο γιά τό κλίμα πού εἶχε διαμορφωθεῖ ἀπό τόν 3ο ἕως καί τόν 5ο μ.Χ. αἰ. ἀρχικά μέ τά περί «ἀγράφου διδασκαλίας» καί ἀπόκριψης τῶν μυστηρίων ἀπό τούς μή μεμυημένους (disciplina arcani) καί στή συνέχεια μέ τήν ἀντίδραση τοῦ Ἰουστινιανοῦ στή διαφαινόμενη ἐπικράτηση τῆς μυστικῆς ἀνάγνωσης τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας καί τοῦ Βαπτίσματος . Ὅσον ἀφορᾶ τήν παλαιά πράξη τῆς ἀπόκριψης τῶν μυστηρίων ὁ Ἰωάννης Φουντούλης γράφει ὅτι «δέν ἔχει καμία σχέση μέ τήν μυστικῶς ἀνάγνωση τῶν εὐχῶν. Αὐτή ἀφοροῦσε καί ἀφορᾶ τούς μή μεμυημένους, τούς μή χριστιανούς δηλαδή … Γιά τούς πιστούς δέν ὑπάρχουν μυστικά οὔτε ἀπόκρυφα. Ἡ ἀποκάλυψη εἶναι πλήρης καί κοινή γιά ὅλα τά βαπτισμένα ἐν Χριστῷ μέλη τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Οὔτε ὑπάρχει ἄλλη θεολογική διδασκαλία γιά τόν λαό καί ἄλλη γιά τόν κλῆρο» . Τή σχετική δέ μέ τό θέμα αὐτό Νεαρά (139) τοῦ Ἰουστινιανοῦ τή χαρακτηρίζει ὡς «ἕνα ρωμαλαῖο θεολογικό κείμενο, πού μέ βιβλικά καί δογματικά ἐπιχειρήματα κατοχυρώνει τήν λειτουργική δεοντολογία καί μέ αὐστηρότητα προσπαθεῖ νά περιστείλει τίς τάσεις τῆς ‘κατά τό σεσιωπημένον’ ἀπαγγελίας τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας («προσκομιδῆς») καί τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος» .
Γιά τήν κατά τούς μετέπειτα αἰῶνες καί δή τήν Τουρκοκρατία γενικευμένη ἐπικράτηση τῆς μυστικῆς ἀνάγνωσης τῶν εὐχῶν ὁ μακαριστός Καθηγητής πιστεύει ὅτι ὀφείλεται περισσότερο σέ πρακτικούς λόγους ὅπως εἶναι π.χ. ἡ βαθμιαία ἀνύψωση τοῦ τέμπλου, «ἴσως καί ἡ τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας ἀπό μόνο τόν ἱερέα χωρίς τή συμμετοχή τοῦ διακόνου» . Τά ἔντυπα ἐπίσης βιβλία εἶχαν μεγάλη συμβολή στό «μυστικῶς» τῶν εὐχῶν. Ὡς συνέπεια αὐτῆς τῆς ἐξέλιξης ἦταν ἡ διασάλευση τῆς ἑνότητας τοῦ κειμένου τῆς Λειτουργίας μέ τή μετάθεση τῶν εὐχῶν καί τήν ἀποδέσμευσή τους ἀπό τίς τριαδολογικοῦ περιεχομένου ἐκφωνήσεις των. Ὁ χρόνος ἐπίσης τῆς σιωπῆς πού ὑπῆρχε καθ’ ἥν στιγμήν ὁ ἱερέας διάβαζε «ἀπό μέσα του», ἐπιτροχάδην καί «μέ τό μάτι» τίς εὐχές καλύφθηκε μέ τά ἀργά μουσικά μέλη ἐκ μέρους τῶν ψαλτῶν . «Πέρα ὅμως ἀπό τήν ἀπαράδεκτη καί, ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ νά τήν χαρακτηρίσω, ἀσεβή αὐτή ἀκαταστασία –γράφει ὁ Ἰωάννης Φουντούλης–, τό σοβαρότερο ἐπακόλουθο τῆς μυστικῆς ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν εἶναι ἡ μετατροπή τῆς θείας Λειτουργίας σέ μιά σειρά δοξολογικῶν ἐκφωνήσεων, πού αἰτιολογοῦν κείμενο μή ἀκουόμενο, ψαλμωδημάτων καί πράξεων, πού δέν ἔχουν αὐτοτελές νόημα χωρίς τίς εὐχές» .
Σεβόμενος κατά πάντα ὁ Ἰωάννης Φουντούλης τόν μυστηριακό χαρακτήρα τῆς θείας Λατρείας, «τά μυστικά» ὅπως χαρακτηρίζει ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης τή θεία Λειτουργία συμφωνεῖ καί προσυπογράφει αὐτά πού ἡ πατερική παράδοση διά στόματος τοῦ ἁγίου Γερμανοῦ Κωσταντινουπόλεως ἐπισημαίνει, περί τῆς διά τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Λόγου δηλαδή ἀποκαλύψεως τοῦ «πρό τῶν αἰώνων καί ἀπό γενεῶν» ἀποκεκρυμένου μυστηρίου καί φανερώσεώς του στή θεία Λατρεία μέ κάθε τρόπο «πρός ἁγιασμόν καί σωτηρίαν τῶν πιστῶν» .
Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ἀσφαλῶς ἡ θεία Λειτουργία εἶναι τό σεσιγημένο μυστήριο πρό τοῦ ὁποίου «σιγᾷ πᾶσα σάρξ βροτεία» . Αὐτό ὅμως κατά τό σύγχρονο σπουδαῖο λειτουργιολόγο τῆς Ἐκκλησίας μας δέν ἐμποδίζει τήν εἰς ἐπήκοον ἀνάγνωση τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας. Καί τοῦτο διότι «Μυστήριο’ γιά τούς πιστούς, κλῆρο καί λαό, δέν σημαίνει τό ἀπόρρητο, ἀλλά ἐκεῖνο πού ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου δέν χωρεῖ. Ὄχι ὅτι δέν γνωρίζουν ὅτι ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος τῆς προσφορᾶς μας διά τῆς ἐπικλήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μεταβάλλεται σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ ἤ τό νερό κατά τό ἅγιο Βάπτισμα μεταστοιχειώνεται διά τῶν εὐχῶν σέ ‘ὕδωρ ἀναγεννήσεως’, ἀλλά ὅτι εἶναι ἀκατάληπτος ὁ τρόπος τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» .
Αὐτό ἀκριβῶς ἐννοεῖ καί ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ὅταν γράφει ὅτι τό Μυστήριο «εἶναι ἀκατάληπτον, καί ἀκολούθως εἶναι ἄρρητον καί ἀνέκφραστον καί διά πίστεως μόνη δεχόμενον», ἡ δέ θυσία εἶναι μυστική μέ τήν ἔννοια ὅτι εἶναι «ἀόρατος καί ὑπέρ τήν αἴσθησιν» . Στή βάση αὐτή ὁ ὅρος «μυστικός» προσδιορίζει πολλές ἔννοιες καί σημαντικά γεγονότα σχετιζόμενα μέ τήν ἱστορία τῆς σωτηρίας μας, ὅπως π.χ. Πάσχα μυστικόν, ὡς τό ἐν ἡμῖν ἱερουργούμενο μυστήριο , μυστική γέννηση κατά τό Βάπτισμα μέ τήν ἔννοια ὅτι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ μυστικά λειτουργεῖ μέσα μας καί μᾶς ἀναγεννᾶ , μυστική τράπεζα ὡς ἀνάμνηση τῆς τραπέζης τοῦ μυστικοῦ δείπνου καί τύπος τῶν ἐσχάτων, μυστικός λαός προ¬φανῶς ὡς μύστης τῶν ἀπορρήτων, μυστικός ὕμνος ὅπως ὁ χερουβικός, ὁ ὁποῖος δηλώνει τό μυστικό εἰκονισμό τῶν πιστῶν μέ τούς ἀγγέλους ἀλλά ψάλλεται εἰς ἐπήκοον ὅλων καί μάλιστα μεγαλόπρεπα.
Εἶναι πλέον βέβαιον ὅτι ὅπου ὑπάρχει ὁ προσδιορισμός μυστικός δέν σημαίνει ὅτι καταργοῦνται οἱ αἰσθήσεις, ἀλλά ὅτι ἡ ἀόρατος χάρη τοῦ Θεοῦ ὡς ἄκτιστος ἐνέργεια λειτουργεῖ καί ἐνεργεῖ «ἐν πάσῃ πληροφορίᾳ καί αἰσθήσει» . Σημαίνει ὅτι τό σεσιγημένο μυστήριο προσεγγίζεται «ἐν προσοχῇ διανοίας καί συντριβῇ καρδίας» , μέ φόβο δηλαδή Θεοῦ, τάξη, εὐλάβεια καί προσοχή χωρίς κατά τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη ὁ νοῦς μας νά «περιπατεῖ εἰς τά κοσμικά καί μάταια πράγματα» .
Στοιχούμενος ὁ μακαριστός Καθηγητής στήν πατερική ἀλήθεια ὅτι στήν Ἐκκλησία «μυστικῶς καθ’ ἑκάστην ἱερουργεῖται ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς ἄρτος» , τόν ὁποῖον ὁ πιστός ὁρᾶ, ἅπτει καί ἐσθίει , καθώς ἐπίσης στήν προτροπή τοῦ ἁγίου Συμεών Θεσσαλονίκης πού θέλει τίς εὐχές νά ἀναγινώσκονται «μετά προσοχῆς καί ἀργῶς … ἐν ἐπηκόῳ» , δέν μπορεῖ νά διανοηθεῖ μία Λειτουργία ἀκατανόητη . Γιά τόν ἱερέα πιστεύει ὅτι «εἶναι τό στόμα, ὄχι μιᾶς βωβῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ πού μετά παρρησίας ἀπευθύνεται πρός τόν Θεό Πατέρα διά τοῦ ἱερέως καί συμμερί-ζεται τά λεγόμενα ἀπό αὐτόν» . Ὁ δέ λαός εἶναι ἀδιανόητο νά μή κατανοεῖ τά τελούμενα «νά μή συμμερίζεται τούς λόγους τῆς εὐχῆς καί τοῦ ὕμνου» .
Γι’ αὐτό καί τάσσεται, ὅπως καί ὁ δάσκαλός του μακαριστός Καθηγητής τῆς Λειτουργικῆς Παναγιώτης Τρεμπέλας , ὑπέρ τῆς εἰς ἐπήκοον ἀνάγνωσης τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας «χωρίς ὑπερβολές στήν ἀπαγγελία, σεμνά καί μέ ἱεροπρέπεια, τόσο δέ δυνατά ὅσο νά εἶναι δυνατή ἡ ἀκρόασή τους» . Τό μέ ἥσυχο τρόπο καί εἰρηνικό ἄκουσμα τῶν εὐχῶν δέν ἔρχεται σ’ ἀντίθεση μέ τό «μυστικῶς». Ἀπεναντίας τό ἐνισχύει διότι κρατᾶ τό νοῦ τῶν πιστῶν μέ προσοχή στά λεγόμενα, γιά νά ἐντυπώνονται κατά τόν Κολλυβᾶ ἅγιο Νικόδημο τά λόγια στήν καρδιά των. Προετοιμάζονται ἐπίσης καλύτερα γιά νά προσέλθουν στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας καί διασφαλίζεται ἡ ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Ὁ ἱερεύς μέ τό νά ἀναγινώσκει τίς εὐχές εὐχαριστεῖ, ἀλλά καί τό πλήρωμα τῶν πιστῶν μέ τό νά ἀκούει τίς εὐχές καί νά ἀπαντᾶ μέ τό «Ἀμήν» συμμετέχει στά τελούμενα καί οἰκοδομεῖται . Αὐτό ἄλλωστε εἶναι καί τό αἰτούμενο στή θεία Λειτουργία, ἡ μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης συμμετοχή στήν τράπεζα τοῦ λόγου, ἀλλά καί στήν τράπεζα τῆς Εὐχαριστίας.






φωτογραφία: ἁγιορείτκο σχέδιο τοῦ Doug Patterson




ΣΧΟΛΙΑ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ:
Τό κείμενο τοῦ σεβαστοῦ καθηγητοῦ συνοδευόταν ἀπό τίς σχετικές παραπομπές, οἱ ὁποῖες λόγω τεχνικῶν δυσκολιῶν δέν ἀναρτήθηκαν.

Γιά σφαιρικότερη ἐνημέρωση περί τῶν διαφόρων ἀπόψεων γιά τά θέματα πού ἀναπτύχθηκαν στό ἀνωτέρω ἄρθρο, οἱ ἀναγνῶστες τοῦ Ἁγιορείτικου Λόγου μποροῦν νά διαβάσουν τήν Ἐπιστολή τοῦ ἀρχιμανδρ. Νικοδήμου Μπαρούση πρός τό περιοδικό ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ (ἔτος 60, τεῦχος 5, Μάϊος 2011, σ. 23-26), πού ἀποτελεῖ κριτική στό παραπάνω ἄρθρο.