Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καλύβη Αγίου Ακακίου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καλύβη Αγίου Ακακίου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ (ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΥ) ΤΟΥ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙΝ ΣΤΗ ΜΟΝΗ CAPRIANA ΤΗΣ ΜΟΛΔΑΒΙΑΣ

Στιγμιότυπα ἀπό τήν ὑποδοχή ἀντιγράφου τῆς εἰκόνας τοῦ Ἄξιόν Ἐστιν στή μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Capriana τῆς Δημοκρατίας τῆς Μολδαβίας (6 Σεπτεμβρίου 2014). 


ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙΝ. ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ. ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΓΡΑΦΕΙΟΥ ΤΗΣ ΚΑΛΥΒΗΣ ΑΓ. ΑΚΑΚΙΟΥ. 


ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙΝ. (ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΑ) ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ. ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΓΡΑΦΕΙΟΥ ΤΗΣ ΚΑΛΥΒΗΣ ΑΓ. ΑΚΑΚΙΟΥ.










Πρόκειται γιά ἀκριβές ἀντίγραφο τῆς θαυματουργοῦ εἰκόνας τῆς Θεοτόκου, πού φυλάσσεται στό Πρωτᾶτο τῶν Καρυῶν. Ἡ εἰκόνα, πού φέρει ἀργυρεπίχρυση ἐπένδυση, εἶναι ἔργο τοῦ ἁγιογραφείου τῆς ἱερᾶς καλύβης τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου, διά χειρός Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου. Χιλιάδες πιστοί, ἱερεῖς καί μοναχοί, μέ ἐπικεφαλῆς τόν ἀρχιεπίσκοπο Μολδαβίας Βλαδίμηρο ὑποδέχθηκαν τήν ἁγιορείτικη εἰκόνα, σταλμένη στήν ἀρχαιότερη μονή τῆς Μολδαβίας, ὡς εὐλογία τῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

Σάββατο 12 Απριλίου 2014

ΟΣΙΟΣ ΑΚΑΚΙΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ (+12 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1730)

          Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης
Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στίς 12 Ἀπριλίου

Μία ἀπό τίς μεγάλες ὁσιακές μορφές πού ἐβλάστησαν στό φυτώριο τῶν ἁγίων ἀνδρῶν, τό Ἅγιον Ὄρος, εἶναι ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Νέος ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ὁ ὅσιος Ἀκάκιος γεννήθηκε στά 1630 στό χωριό Γόλιτζα τῶν Ἀγράφων, πού ἀργότερα, στά 1927, μετονομάστηκε πρός τιμήν του σέ Ἅγιος Ἀκάκιος. Στά 23 του χρόνια, ποθώντας τή μοναχική ζωή, ἀναχωρεῖ ἀπό τήν γενέτειρά του καί γίνεται μεγαλόσχημος μοναχός στή μονή Ἁγίας Τριάδος Σουρβιᾶς, τήν ὁποία εἶχε ἱδρύσει περί τό 1534/5 ὁ ὅσιος Διονύσιος ὁ ἐν Ὀλύμπῳ στήν εὐρύτερη περιοχή τῆς Μακρυνίτσας τοῦ Πηλίου. Ἀργότερα, καθώς εἶχε κλίση περισσότερο στήν ἡσυχαστική ζωή, ἀναχωρεῖ ἀπό τό κοινόβιο γιά τόν ἱερό Ἄθωνα. Κατόπιν περιπλανήσεων στή Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας καί σέ ἡσυχαστήρια τῆς Καψάλας καί τῶν μονῶν Γρηγορίου καί Διονυσίου, κατέληξε -μέ τήν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ Γαλακτίωνος Κατουνακιώτου- στά Καυσοκαλύβια, ἀρχικά, στά 1660, στήν περιοχή τῆς Μεταμορφώσεως (μοναστικό οἰκισμό πού βρισκόταν σέ ὕψωμα, βόρεια τῶν Καυσοκαλυβίων) καί στή συνέχεια, στά 1680, στήν περιοχή τῆς σημερινῆς Σκήτης.

Τό σπήλαιο τοῦ ἁγ. Ἀκακίου. Καλύβη Ἁγ. Ἀκακίου
Τό σπήλαιο πού βρίσκεται στήν ἀνατολική πλευρά τῆς σκήτης σέ ὑψόμετρο 250 μέτρων, γνωστό στίς μέρες μας ὡς Σπήλαιο Ἁγίου Ἀκακίου καί στό ὁποῖο τό πρῶτο μισό τοῦ 14ου αἰ., εἶχε ἀσκηθεῖ ὁ μεγάλος ἁγιορείτης ἡσυχαστής ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης, ἔμελλε νά γίνει ἡ μοναχική παλαίστρα τοῦ ὁσίου Ἀκακίου. Ἐκεῖ, κάτω ἀπό δύσκολες συνθῆκες διαβίωσης, ἀγωνιζόταν μέ θαυμαστό τρόπο, ζώντας μέ ὑπερβολική -κατά τόν βιογράφο του- ἄσκηση. Σύμφωνα μέ τό Βίο, «ἐπειδή ὁ τόπος ἦταν ἄνυδρος, τόν μέν χειμώνα μάζευε βρόχινο νερό σέ μία στάμνα, τό δέ καλοκαίρι, ἐρχόταν ἕνα μικρό σύννεφο πάνω ἀπό τό Σπήλαιο καί ἔβρεχε, μέχρις ὅτου γέμιζε ἡ στάμνα καί τό σύννεφο ἔφευγε πάλι». Συχνές καί σφοδρές ἐπίσης ἦταν καί οἱ ἐπιθέσεις πού δεχόταν ὁ Ὅσιος ἀπό τούς δαίμονες, οἱ ὁποῖοι τόν πείραζαν ποικιλοτρόπως. Ἔτσι ἀγωνιζόμενος ὁ ὅσιος Ἀκάκιος, εἵλκυσε τή χάρη τοῦ Θεοῦ, πού τόν ἀντάμειψε μέ πολλές ἀρετές καί χαρίσματα, ὅπως τό διορατικό καί ἐκεῖνο τῆς νοερᾶς προσευχῆς, καθώς καί θείες ἀποκαλύψεις.


Ἡ φήμη τοῦ διορατικοῦ ἁγίου γέροντος ξέφυγε ἀπό τήν ἐρημική περιοχή τῶν Καυσοκαλυβίων. Ἔτσι ὁ Ὅσιος γίνεται γνωστός τόσο στό ὑπόλοιπο Ἅγιον Ὄρος ὅσο κι ἔξω ἀπ' αὐτό. Πολλοί -ἀνάμεσά τους καί "ἐπώνυμοι", ὅπως ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Χρύσανθος Νοταρᾶς (1707-1730) καί ὁ ρῶσος περιηγητής, μοναχός Βασίλειος Μπάρσκι (1701-1747), πού ἐπισκέφθηκε τόν Ὅσιο στά 1726- εἶναι αὐτοί πού φθάνουν στόν ὅσιο Ἀκάκιο καί φεύγουν ὠφελημένοι τόσο ἀπό τήν ἁγία του ζωή ὅσο κι ἀπό τή διδασκαλία του. Μέ τόν καιρό, ἀρκετοί μονάζοντες συγκεντρώθηκαν γύρω ἀπό τόν ὅσιο Ἀκάκιο, ἐμπιστευόμενοι τή σωτηρία τους στίς θεοπειθεῖς εὐχές του καί στίς πλούσιες ἁγιοπνευματικές ἐμπειρίες του. Ἔτσι, στίς ἀρχές τοῦ 18ου αἰ., ἔχουμε τήν ὀργάνωση ἀπό τόν Ὅσιο τῆς νέας μοναστικῆς αὐτῆς κοινότητας σέ Σκήτη, κατά τά πρότυπα τῆς σκήτης τῆς Ἁγίας Ἄννας. Λίγο ἀργότερα, μέ θαυματουργία τοῦ ἰδίου ἀνέβλυσε καί τό νερό-ἁγίασμα ἀπό τήν μέχρι τότε ἄγονη καί ἄνυδρη γῆ τῶν Καυσοκαλυβίων. Ἡ ὕπαρξη τοῦ νεροῦ συνέβαλε στήν περαιτέρω ἀκμή τῆς Σκήτης, ἡ ὁποία ἀφιερώθηκε ἀπό τόν ἅγιο ἱδρυτή της στήν Ἁγία Τριάδα. Οἱ μέχρι τότε πρόχειρα στημένες καλύβες κτίζονται τώρα πέτρινες, ἐνῶ δημιουργοῦνται οἱ κῆποι, ὁ ὑδρόμυλος καί ἄλλα κοινοφελῆ κτίσματα. Σύντομα κτίζεται καί τό πρῶτο Κυριακό τῆς σκήτης, μέ πρωτοβουλία τοῦ Λαυριώτη προηγουμένου καί σκευοφύλακα Νεοφύτου τοῦ Χίου (+ 1732). Ὁ τελευταῖος μάλιστα ἀξιωματοῦχος κατέστησε καί ἐπίσημα τόν ὅσιο Ἀκάκιο πρῶτο Δικαῖο στή Σκήτη, προσφέροντάς του καί τή σχετική ράβδο.

Ὁ ἅγιος  Άκάκιος. Εικόνα. Καλύβη Ἁγ. Άκακίου
Ὁ ὅσιος Ἀκάκιος κατέχει μία ἀπό τίς δεσπόζουσες θέσεις στό ὑπερχιλιετές ἁγιορειτικό ἁγιολόγιο, ὄχι μόνο λόγω τῆς ἄκρας ἀσκήσεως καί τῶν πολλαπλῶν χαρισμάτων, τῶν πολλῶν θαυμάτων καί τῆς νεοησυχαστικῆς διδασκαλίας του ἤ ἐπειδή ἀναδείχθηκε ἱδρυτής τῆς δεύτερης στή τάξη Σκήτης τοῦ Ἄθω. Ἡ διακονία του στή Ἐκκλησία ὡς ἀλείπτου νεομαρτύρων θεωρεῖται ἀπό ὅλους τούς ἐρευνητές, ἐξίσου σημαντική. Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικό, ὅτι ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, στό Νέο Μαρτυρολόγιό του, ἔχει συμπεριλάβει καί τόν Βίο τοῦ ὁσίου Ἀκακίου, ἄν καί ὁ τελευταῖος δέν εἶχε μαρτυρικό τέλος «... διά τήν ὑπεράνθρωπον Πολιτείαν του καί τούς τρεῖς Ὁσιομάρτυρας ὁποῦ ἔκαμε», ὅπως γράφει ὁ ἴδιος ὁ ὅσιος Νικόδημος. Πρόκειται γιά τούς νέους ὁσιομάρτυρες Ρωμανό (†5 Ἰανουαρίου 1694), Νικόδημο (†10 Ἰουλίου 1722) καί Παχώμιο (†7 Μαῒου 1730), πού μαρτύρησαν γιά τόν Χριστό, ἀφοῦ πρῶτα ἑτοιμάστηκαν καί ἐμψυχώθηκαν ἀπό τόν ὅσιο Ἀκάκιο, ἀσκούμενοι ὡς ὑποτακτικοί του στήν Καλύβη τοῦ Ὁσίου.

Ὁ ἅγ. Άκάκιος. Κέντημα σέ έπιγονάτιο. Καλύβη Ἁγ. Άκακίου
Ἀξιοσημείωτη εἶναι καί ἡ διδασκαλία τοῦ ὁσίου Ἀκακίου. Τήν ἐποχή του, οἱ μοναστηριακές ἀρχές τοῦ Ἁγίου Ὄρους εἶχαν δείξει τήν πρόθεσή τους -πρός ἐλάττωση τῶν ἴδιων φορολογικῶν βαρῶν, πού προέρχονταν τόσο ἀπό τόν κεφαλικό ὅσο καί τόν κτηματικό φόρο- νά ἐπιβάλλουν φόρους στούς ἐκτός τῶν μονῶν ἀσκουμένους ἐξαρτηματικούς ἀδελφούς. Ἐκτός ἀπό τό γογγυσμό τῶν πατέρων τῆς Σκήτης γιά τά παραπάνω, κάποιοι ἐπιπλέον ἰσχυρίζονταν ὅτι ὁ κεφαλικός φόρος εἶναι τό σφράγισμα τοῦ ἀντιχρίστου. Ὁ Ὅσιος, στηρίζοντας τούς πατέρες καί κατ’ ἐπέκταση τούς ὑπόδουλους χριστιανούς στό νά ὑπομείνουν τή δοκιμασία τῆς δυσβάστακτης καί ἄδικης ἐκείνης φορολογίας, ἔλεγε: «Καλότυχος θά εἶναι αὐτός πού πληρώνει ἀγόγγυστα στούς Τούρκους τό χαράτσι καί τά ἄλλα δοσίματα», ἔχοντας κατανοήσει «τό τί ἀγαθά ἔχουν νά ἀπολαύσουν αὐτοί πού ὑπομένουν τόν βαρύτατο ζυγό τῶν ἄθεων τυρράνων γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ» καί «ὅτι θά συμμετέχουν στήν αἰώνια μακαριότητα, μέ τό νά πάσχουν τόσα δεινά, φυλάσσοντας τήν πίστη στόν Χριστό». Δίδασκε ἐπίσης ὅτι δύο σωματικές ἀρετές πρέπει νά καλλιεργεῖ ὁ μοναχός, στόν ἀγώνα του νά νικήσει τά σαρκικά πάθη· τή νηστεία καί τήν ἀγρυπνία. Κάποτε, στήν ἀπορία μαθητή του, πάνω στήν ἀλήθεια τοῦ λόγου τοῦ ὁσίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου πού λέγει, ὅτι ‘‘ἄν ὁ Χριστιανός δέν καταφέρει νά δεῖ τόν Χριστό στήν παρούσα ζωή, ἄς μήν ἐλπίζει νά τόν δεῖ οὔτε στή μέλλουσα’’, ἔλαβε τήν ἀπάντηση: «Ἀλήθεια εἶναι, τέκνο μου, καί μήν ἀμφιβάλλεις στούς λόγους τοῦ Ἁγίου. Κι αὐτό βέβαια διότι, ἄν ὁ Χριστιανός δέν ἀποκτήσει τήν ὅραση τῶν νοερῶν ὀφθαλμῶν, ὥστε νά βλέπει καθαρά τόν Χριστό ἐδῶ, στήν παρούσα ζωή, δέν ὑπάρχει τρόπος οὔτε ἐκεῖ νά τόν δεῖ». Στήν ἐρώτησε πάλι τοῦ μαθητή του, ἄν βλέπει ὁ ἄνθρωπος τόν Χριστό στήν παρούσα ζωή, μέ τά σωματικά ἤ τά νοερά μάτια, ἀπάντησε: «Μέ τά νοερά! Πλήν ὅμως νά ξέρεις, ὅτι ἐκεῖνος πού θά ἀξιωθεῖ αὐτοῦ τοῦ χαρίσματος, ὅταν ἔλθει σέ τέτοιες ἀποκαλύψεις, βλέπει τά νοερά σάν αἰσθητά. Κι αὐτό γιατί ἡ αἴσθηση τῶν σωματικῶν ὀφθαλμῶν μένει τότε τελείως ἀνενέργητη».


Τά ἱερά λείψανα τοῦ ἁγ. Ἀκακίου. Καλύβη Ἁγ. Ἀκακίου.
Ὁ ὅσιος Ἀκάκιος, μετά τήν ἀποδημία γιά τό μαρτύριο τοῦ ὁσιομάρτυρα Παχωμίου, ἀσθένησε καί ἀναχώρησε κι αὐτός γιά τόν Κύριο στίς 12 Ἀπριλίου, Κυριακή τῶν Μυροφόρων τοῦ ἔτους 1730, ἀφοῦ εἶχε προγνωρίσει τόν θάνατό του. Στόν τελευταῖο ἀσπασμό συνέτρεξε πλῆθος μοναχῶν ἀπ’ ὅλο τόν Ἄθω, πού ὅλοι τους θρηνοῦσαν γιά τή στέρησή του. Τόν κατά πλάτος Βίο καθώς καί τήν Ἀκολουθία τοῦ ὁσίου Ἀκακίου συνέταξε μετά τό 1740 ὁ λόγιος ὑποτακτικός του ἱερομόναχος Ἰωνᾶς ὁ Καυσοκαλυβίτης ἀπό τήν Καστανιά τῶν Ἀγράφων († 1765). Ὁ Ἰωνᾶς μάλιστα ἐκπλήρωσε τήν ἐπιθυμία τοῦ Ὁσίου νά ἀνεγερθοῦν τόσο τό νέο Κυριακό τῆς Ἁγίας Τριάδος (1745) ὅσο καί τό παρεκκλήσι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου (1747), μεριμνώντας μάλιστα καί γιά τήν ἱστόρησή τους ἀπό τόν Ἀγραφιώτη ὅσιο ἱερομόναχο Παρθένιο Σκούρτο καί τούς μαθητές του, περί τά 1759. Ἡ μνήμη τοῦ ὁσίου Ἀκακίου ἑορτάζεται πανορθοδόξως στίς 12 Ἀπριλίου. Στήν ἀσκητική ὅμως παλαίστρα του, τό ἱερό Σπήλαιο καί τήν ὁμώνυμη Καλύβη του, ὁ ὅσιος Ἀκάκιος τιμᾶται ἀπό τούς Καυσοκαλυβίτες Πατέρες τήν Κυριακή τῶν Μυροφόρων, μέ ὁλονύκτιο Πανηγυρική Ἀγρυπνία. Στό σεπτό Κυριακό τῆς Σκήτης, φυλάσσεται ἡ ἁγία κάρα τοῦ Ἁγίου, στήν Καλύβη του ἡ κάτω σιαγόνα του, ἐνῶ στή Μεγίστη Λαύρα τό μεγαλύτερο μερος τῶν ἱερῶν λειψάνων του. Στό σπήλαιο τῶν Καυσοκαλυβίων, πού φέρει καί τήν ἐπωνυμία του σώζεται καί ἡ κλινοστρωμνή τοῦ Ὁσίου.


Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ.α΄. Τόν συνάναρχον Λόγον

Πρός Χριστόν τόν Σωτῆρα Πάτερ Ἀκάκιε, σέ πρεσβευτήν καί μεσίτην ἡμεῖς κεκτήμεθα νῦν, συμπαράλαβε τούς τρεῖς Ὁσιομάρτυρας, σούς φοιτητάς τόν Ρωμανόν καί τόν Παχώμιον ὁμοῦ Νικόδημον καί αἰτεῖτε, δωρηθῆναι πλημελημάτων, ἡμῶν τήν λύσιν καί παντοίων δεινῶν.


Βιβλιογραφία

Προσκυνητάριον τῆς Βασιλικῆς καί Σεβασμίας Μονῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ ἐν τῷ Ἄθῳ. Συντεθέν μέν παρά Μακαρίου Κυδωνέως τοῦ ἐκ χώρας Χανίων, τοῦ Τριγώνη, τοῦ καί τῆς αὐτῆς Μονῆς Σκευοφύλακος, τύποις δέ νῦν πρῶτον ἐκδοθέν, ἐπιμελείᾳ καί δαπάνῃ τοῦ Πανοσιωτάτου Κυρίου Σεργίου ἱερομονάχου, τοῦ ἐκ ταύτης τῆς Ἁγίας Λαύρας. Ἐνετίησιν 1772, σ. 49-50. ΣΑΒΒΑΣ ΛΑΥΡΙΩΤΗΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΣ, Προσκυνητάριον τῆς βασιλικῆς καί σεβασμίας μονῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ ἐν τῷ Ἄθῳ, Ἐνετίησιν 1780, σ. 78-79. ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Νέον Μαρτυρολόγιον, Ἀθῆναι 1856, σ. 9 σημ. 1, 286-294. Τοῦ ἰδίου, Ἀκολουθία ἀσματική καί ἐγκώμιον τῶν ὁσίων καί θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν τῶν ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω διαλαμψάντων, Ἑρμούπολις 1847, σ. 80-88. ΕΥΛΟΓΙΟΣ ΚΟΥΡΙΛΑΣ ΛΑΥΡΙΩΤΗΣ, Ἱστορία τοῦ ἀσκητισμοῦ τ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1929, σ. 66-84. Εὐρυτανικόν Λειμωνάριον (ἐπιμέλ. Κ. Βαστάκη πρεσβυτ.), Ἀθήνα 1978. ΒΙΚΤΩΡ ΜΑΤΘΑΙΟΥ, Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τ.Δ΄, ἔκδ. Ε΄. ΓΚΑΛΙΟΣ Ν., Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1993. ΜΗΛΙΤΣΗΣ Γ., Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης, Τρίκαλα 1986. Πανηγυρική Ἀκολουθία Ἁγίου Ἀκακίου Καυσοκαλυβίτου, ἐκδ. Καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου, Ἅγιον Ὄρος 2001. ΠΑΤΑΠΙΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ, Ἅγιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ἀπό τό περιβόλι τῆς Παναγίας στόν κῆπο τοῦ Θεοῦ, ἐκδ. Καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου (σειρά "Ἐρημοπολίτες" ἀρ. 7), Ἅγιον Ὄρος 2001. Ο ΙΔΙΟΣ, Ἰωνᾶς ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ὁ βίος καί τά ἔργα μιᾶς πνευματικῆς μορφῆς τοῦ 18ου αἰ., ἔκδ. Καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου, Ἅγιον Ὄρος 1999. Ο ΙΔΙΟΣ, Ἁγιασμένες μορφές τῶν Καυσοκαλυβίων. Ἀπό τόν ὅσιο Μάξιμο ὥς τό Γέροντα Πορφύριο, ἔκδ. Καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου, Ἅγιον Ὄρος 2008, σ. 65-74. Β V. GRIGOROVIČ BARSKIJ, Πρώτη καί τρίτη περιοδεία εἰς τάς Μονάς καί τάς Σκήτας τοῦ Ἄθω. 1725-1726 (ρωσσιστί), Κίεβο 1877. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Vtoroe poseščeni. Svjatoj Gory [B΄ ἐπίσκεψις εἰς τό Ἁγιώνυμο Ὄρος τοῦ Ἄθω. Ἐντυπώσεις], ἔκδ. Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Παντελεήμονος Ρωσικοῦ, Ἁγία Πετρούπολη 1887. Vtoroe putešestvie po svjatoj gore Afonkoij Arhimandrita, nyne Episkopa, Porfirija Uspenskago v gody 1858, 1859 i 1861, i Opisanie Skitov Afonskih, Μόσχα 1880, σ. 304, 504.

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2014

13 Ιανουαρίου: Μνήμη Αγίου Μάξιμου Καυσοκαλύβη (+1365)

 'Αγιος Μάξιμος Καυσοκαλυβίτης, έργο του Παταπίου μοναχού Καυσοκαλυβίτη, Καλύβη Αγίου Ακακίου, Σκήτης Καυσοκαλυβίων


Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης, ὁ διά Χριστόν σαλός, ὁ Νέος Προφήτης, ὁ ὑπόπτερος, ὁ θαυματουργός, ἡ Ἡσυχαστής, ὁ Νηπτικός Πατήρ, ὁ Ἅγιος. Ἀρκετές εἶναι οἱ προσωνυμίες πού ἡ παράδοση τῆς Ἑκκλησίας μας ἀπέδωσε στόν Ἅγ. Μάξιμο, τήν πολυεδρική αὐτή ὁσιακή προσωπικότητα, πού συνδύαζε τήν ὑπακοή καί τήν τέλεια ταπείνωση τῶν ἀληθινῶν δούλων τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐκκεντρικότητα τοῦ διά Χριστόν σαλοῦ· τήν ἰδιότητα τοῦ θεραπευτῆ μέ τό διορατικό χάρισμα τοῦ προφήτη καί τόν φωτισμό ἑνός μυστικοῦ θεολόγου· τήν ἐνεργό ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν πλησίον μέ τόν θεωρητικό ἀναχωρητισμό, πού προϋποθέτει τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τόν κόσμο.
Ὁ Ἅγ. Μάξιμος θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ὡς ἡ "διαπρεπέστερη ἁγιορειτική ἀσκητική μορφή καθ' ὅλους τούς αἰῶνες" . Στά στενά πλαίσια τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ, θά προσπαθήσουμε νά σκιαγραφήσουμε μέ μικρές πινελιές τό συναξάρι τοῦ Ἁγίου. Ἡ χειρόγραφη παράδοση μᾶς ἀποκαλύπτει τήν φιλοσοφικώτατη καί χαριτόβρυτη μορφή του, μέσω τεσσάρων βιογράφων του: τοῦ Ἁγ. Νήφωνος τοῦ Καυσοκαλυβίτου, μαθητοῦ καί ὑμνογράφου αὐτοῦ, τοῦ Ἁγ. Θεοφάνους Περιθεωρίου τοῦ Βατοπεδινοῦ , τοῦ ἱερομ. Ἰωαννικίου τοῦ Κόχυλα καί τοῦ ἱερομ. Μακαρίου τοῦ Μακρῆ.
Ὁ Μικρασιάτης αὐτός Ἅγιος, γεννήθηκε στή Λάμψακο τοῦ Ἑλλησπόντου καί ἔλαβε τό ὄνομα Μανουήλ κατά τό ἅγιο βάπτισμα. Ὅταν ἦλθε σέ ἱκανή ἡλικία, οἱ γονεῖς του τόν ἀφιέρωσαν στό Ναό τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἐκπληρώνοντας ἔτσι τό τάμα τους στό Θεό, μιά πού ἦσαν πρίν γιά χρόνια ἄτεκνοι. Παραμένοντας στό ναό, πρόκοπτε σέ ὅλα τά πνευματικά καί φυσικά χαρίσματα. Πολύ συχνά ἐπισκεπτόταν Ὁσίους Γέροντες πού ἡσύχαζαν ἐκεῖ κοντά, γιά νά ἀκούει τίς ψυχωφελεῖς νουθεσίες τους. Τότε ὁ θεῖος ἔρωτας ἄναψε στή καρδιά του καί στά δεκαεπτά του χρόνια, ἄφησε γονεῖς καί πατρίδα περνώντας στό Ὄρος Γάνου ὅπου φόρεσε τό μέγα σχῆμα μετονομασθείς Μάξιμος . Μετα τήν κοίμηση τοῦ γέροντά του Μάρκου, ἀνεχώρησε γιά τό Παπίκιον , ὅπου βρῆκε ὁσίους ἄνδρες, ὅμοιους μέ τούς παλαιούς, μέ τούς ὁποίους συναναστρεφόμενος, ἀνέλαβε στόν ἑαυτό του ὅλες τίς ὑπέρ ἄνθρωπον ἀρετές τους, "καθώς δέχεται τό κερί τούς χαρακτῆρες τῆς βούλλας". Ἔπειτα πῆγε στή Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐπισκέφθηκε ὅλα τά προσκυνήματα καί τούς ναούς της, καταλήγοντας στό Ναό τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν, ὅπου παρέμεινε στό προαύλιό της μέ πεῖνα καί ἄσκηση, ἀγρυπνώντας ὅλη τή νύχτα καί συμπεριφερόμενος ὡς διά Χριστόν σαλός. Ἐπισκεπτόταν ὅμως καί τόν Πατριάρχη Ἅγ. Ἀθανάσιο , γιά νά ἀκούει τούς σοφούς λόγους του. Ὀ Πατριάρχης βλέποντας τήν ἀρετή του, προσπάθησε νά τόν πείσει νά κοινοβιάσει σέ μία ἀπό τίς Μονές τῆς Πόλης. Δέν τά κατάφερε ὅμως, μιά πού ὁ Ὅσιος προτίμησε τήν ἄσκησή του στό παραπάνω ναό.
Μετά ἀπό καιρό ἀνεχώρησε γιά τό Ἅγ. Ὄρος, ὅπου περιδιάβασε ὅλα τά μοναστήρια, καταλήγοντας στή Λαύρα τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου. Ἐκεῖ, διαβάζοντας τόν βίο καί τούς ἀγώνες τοῦ Ἁγίου, ὁμοίως καί τοῦ Ἁγ. Πέτρου τοῦ Ἀθωνίτου, ἐθαύμαζε τοῦ μέν Πέτρου τήν ἡσυχία, τοῦ δέ Ἀθανασίου τήν κοινοβιακή ζωή. Συλλογιζόμενος τήν προθυμία καί τήν ἐπιμέλεια πού εἶχαν καί οἱ δύο στό νά φυλάξουν τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἐπόθησε νά μείνει στόν τόπο ἐκεῖνο καί νά μιμηθεῖ καί τῶν δύο τή ζωή. Ἔμεινε λοιπόν στή Λαύρα, ἔχοντας τό διακόνημα νά ψάλλει στό Καθολικό, καθώς ὅταν ἦταν νέος ἔμαθε τήν μουσική. Ψάλλοντας συνετά καί μέ γνώση τῶν λεγομένων, ὕψωνε τό νοῦ του στόν ὑμνούμενο Θεό, χύνοντας δάκρυα κατανύξεως ὁ μακάριος. Ζοῦσε ὅμως μέ τήν ἴδια σκληραγωγία ὅπως τότε στό ναό τῶν Βαχερνῶν, καθώς οὔτε κελλίον εἶχε δικό του, ἔπαιρνε μόνο τήν ἀναγκαία τροφή ἀπό τήν τράπεζα καί ἀναπαυόταν στά στασίδια τοῦ νάρθηκα τῆς ἐκκλησίας.
Μετά ἀπό θεία ἐμφάνεια τῆς Θεοτόκου βρεφοκρατούσας, ὁ πιστός δούλος της, ἀποφάσισε νά ἀκολουθήσει τήν προτροπή της καί μιά μέρα, Σάββατο τῆς Πεντηκοστῆς, ἀνέβηκε στή κορυφή τοῦ Ἄθω, ὅπου ἔμεινε τρία μερόνυχτα προσευχόμενος ἀδιαλείπτως, δεχόμενος συνάμα φοβερούς πειρασμούς ἀπό τόν ἐχθρό. Ὅμως ὅλα αὐτά διαλύθηκαν, ὅταν ἐμφανίστηκε σ' αὐτόν ἡ Θεοτόκος μετά δόξης πολλῆς, περικυκλούμενη ἀπό πλῆθος φωτεινές μορφές, κρατοῦσα πάλι στά χέρια της τόν Υἱό της καί δημιουργό τῆς Κτίσεως καί ἐκπέμποντα ἄρρητη εὐωδία. Ἀφοῦ προσκύνησε ὁ Ἅγιος, ἄκουσε ἀπό τήν Παναγία τά παρακάτω: "Λάβε τήν χάριν κατά τῶν δαιμόνων, ὁ σεπτός ἀθλοφόρος καί κατοίκησε στούς πρόποδες τῆς κορυφῆς ττοῦ Ἄθω· διότι τοῦτο εἶναι τό θέλημα τοῦ Υἱοῦ μου, γιά ν' ἀνέβεις σέ ὕψος ἀρετῆς καί να γίνεις διδάσκαλος καί ὁδηγός σέ πολλούς καί νά τούς σώσεις". Μετά τοῦ δόθηκε οὐράνιος ἄρτος γιά τροφή. Καί με τή λήψη αὐτῆς, τόν μέν Ὅσιο περικύκλωσε θεῖο φῶς, ἡ δέ Θεοτόκος ἀνέβηκε στά οὐράνια, ἀφήνοντας στόν τόπο ἄρρητη εὐωδία καί ὑπερκόσμια λάμψη. Ὑπακούοντας τότε στή προσταγή τῆς Παναγίας, ὁ Ἅγιος κατέβηκε πρός τό Καρμήλιο , ὅπου βρίσκοντας ἕνα γέροντα, τοῦ διηγήθηκε τάς τῆς θείας ἐμφάνειας. Ἐκεῖνος ὅμως, θεώρησε αὐτά πλάνες. Ἔτσι τοῦ βγῆκε ἡ φήμη ὅτι εἶναι πλανεμένος καί περιφρονεῖτο ἀπό ὅλους. Ὅμως ὁ ἀπλανής ἐκεῖνος φωστήρας, δέχτηκε μέ χαρά τό νά τόν ὀνομάζουν πλανεμένο. Ὑποκρινόταν δέ πάντοτε ὅτι ἤταν πλανεμένος καί παρίστανε τόν διά Χριστόν σαλό, καλλιεργώντας ἔτσι τήν θεοειδή ἀρετή τῆς ταπεινοφροσύνης. Γι αὐτό καί δέν κατοίκησε σ' ἕνα τόπο σταθερά, ἀλλά σάν πλανεμένος μετατοπιζόταν συνεχῶς, ζώντας σέ σπήλαια ἤ κτίζοντας ὅπου πήγαινε μικρή καλύβα ἀπό ξύλα καί χόρτα, τήν ὁποία ἔκαιγε μετά ἀπό λίγο, πηγαίνοντας σέ ἄλλο μέρος καί φτιάχνοντας ἄλλη. Γι αὐτό καί τόν ἔλεγαν "καυσοκαλύβη" , καθώς σέ κανένα δέν εἶχε γίνει ἀντιληπτή ἡ μεγἀλη του ἀρετή. Ζοῦσε συνάμα μέ ὑπερβολική ἀκτημοσύνη. Κανείς δέν μπορεῖ νά παραστήσει τήν πείνα καί τήν δίψα πού ὑπέμενε, μαζί μέ τούς παγετούς τοῦ χειμώνα καί τά καύματα τοῦ θέρους, χωρίς δεύτερο ἔνδυμα, ἀνυπόδητος, χωρίς νά ἔχει ἀπό κάποιον καμμία ὑπόληψη. Μέ τόν καιρό ὅμως, κάποιοι ἀπό τούς ἁγίους γέροντες πού τόν συναναστράφηκαν, γνώρισαν τήν θεία χάρη πού κατοικοῦσε σ' αὐτόν καί δέν τόν ἔλεγαν πλέον πλανεμένο, ἀλλά τίμιο Μάξιμο καί φωστῆρα ὑπέρλαμπρο.
Κορυφαία στιγμή στό βίο τοῦ Ἁγ. Μαξίμου ἀποτελεῖ ὁ πολύ διαφωτιστικός διάλογός του μέ τόν Ἅγ. Γρηγόριο τό Σιναΐτη, τόν διαπρεπῆ αὐτόν διδάσκαλο τῆς νοερᾶς προσευχῆς τοῦ ΙΔ' αἰ.. ὁ ὁποῖος ἐπισκέφθηκε πολλούς Ὁσίους καί νηπτικούς ἄνδρες, ἀπό τό Ὄρος Σινᾶ μέχρι καί τήν Κρήτη καί ὁ ὁποῖος φθάνοντας γιά πρώτη φορά στό Ἅγ.Ὄρος, δέν βρῆκε- ὅπως ὁ ἴδιος ὁμολόγησε στούς μαθητές του-παρά 3 ἤ 4 μοναχούς νά ἀσκοῦνται στή νοερά προσευχή, ἀνάμεσα στούς ὁποίους ἦταν καί ὁ Ἅγ. Μάξιμος. Ἀφοῦ ἐγκαταστάθηκε στή σκήτη τοῦ Μαγουλᾶ , ἔγινε ποθητός σ'ὅλους τούς Πατέρες τοῦ Ὄρους καί ἰδιαίτερα στούς ἡσυχαστές, πού ἔτρεχαν σ'αὐτόν νά διδαχθοῦν τά μυστήρια τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Ἀκούγοντας ὁ Ἅγ. Γρηγόριος νά διηγοῦνται γιά τήν ὑπεράνθρωπη βιοτή καί τήν πλαστή μωρία τοῦ Ἁγ.Μαξίμου, θαύμασε καί ἔστειλε τούς μαθητές του νά προσκαλέσουν τόν Ὅσιο νά τόν ἐπισκεφθεῖ. Κατά θαυμάσιο τρόπο, ἐκεῖνος τούς ὑποδέχτηκε, χαιρετώντας καθένα μέ τό ὄνομά του, προλέγοντας καί τήν ἐπιθυμία τοῦ διδασκάλου τους. Ἀμέσως δέ, ἀναχώρησαν γιά τό κελλίον τοῦ Γρηγορίου. Ἐκεῖ οἱ δύο Ἅγιοι εἶχαν ἕναν διάλογο πού ἀποτελεῖ τήν διαφανέστερη ἀνάπτυξη τῆς θεωρίας περί νήψεως καί ἐκστάσεως τοῦ νοῦ, καί περιγράφει τήν κατάστασή του ὅταν ἐλλάμπεται ἀπό τό θεῖο φῶς κατά τήν προσευχή. Διακρίνει δέ μέ σαφήνεια καί προσοχή τά σημεῖα τῆς χάριτος ἀπό αὐτά τῆς πλάνης. Στό τέλος, ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ἔπεισε τόν Ἅγ. Μάξιμο νά παύσει πλέον νά καίει καλύβες καί νά μείνει σταθερά σ' ἕνα τόπο γιά νά ὠφελήσει καί ἄλλους πολλούς, σάν ἐμπειροτατος στήν ἀρετή.
Τότε ὁ Ὅσιος βρῆκε ἕνα σπήλαιο κοντά στοῦ κυρ Ἠσαΐα στό ὁποῖο διαμόρφωσε ἕνα ἀσκηταριό. Τότε ἔλαμψε ὅχι μόνο ἡ ἀρετή του- μιά πού ἐρχόντουσαν ἀπό ὅλα τά μέρη τοῦ Ὄρους μοναχοί γιά νά τόν συμβουλευτοῦν- μά καί ἡ ἁγιότητά του, μιά πού πλῆθος εἶναι τά θαύματα πού ἐπιτέλεσε. Τέλος, προλέγοντας τό τέλος του, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ σέ ἡλικία 95 ἐτῶν, τήν 13η Ἰανουαρίου . Προηγουμένως εἶχε δώσει ἐντολή στούς ἐνταφιαστές του νά μή μεταθέσουν σέ ἄλλο τόπο τό λείψανό του, ἀλλά νά τό ἀφήσουν κρυμμένο στό τάφο γιά νά μή δοξάζεται ἀπό τούς ἀνθρώπους .
Τό γεγονός ὅτι λίγο μετά τήν ὁσιακή κοίμηση τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη καί σέ διάστημα λίγων δεκαετιῶν (τέλη 14ου-ἀρχές 15ου αἰ.), γράφηκαν πρός τιμήν του τέσσερις Βίοι (ὑπό τῶν ἱερομονάχων Νήφωνος, Θεοφάνους Περιθεωρίου, Μακαρίου Μακρῆ καί Ἰωαννικίου Κόχιλα), οἱ ὁποῖοι σέ μεταγενέστερες ἐποχές παρουσιάστηκαν σέ ἁπλούστερη δημώδη γλώσσα μέ τή βοήθεια τεσσάρων παραφράσεων (ὑπό Διονύσιου Ρήτορος, Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἰακώβου Νεασκητιώτου καί ἑνός ἑτέρου ἀγνώστου) -ὅλα τους κείμενα ἀθωνικῆς προέλευσης- ἀποδεικνύει τήν μεγάλη ἀπήχηση πού εἶχε στόν ἁγιορειτικό κόσμο ἡ ἱερή μορφή τοῦ ὁσίου Μαξίμου. Ἐδῶ θά πρέπει νά τονιστεῖ ὅτι οἱ Βίοι τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη, ἐκτός ἀπό ὑψηλοῦ ἐπιπέδου ἁγιολογικά κείμενα, ἀποτελοῦν ταυτόχρονα καί σημαντικές πηγές τόσο γιά τά θεολογικά ζητήματα τῆς ἐποχῆς (αἵρεση Μασσαλιανῶν, Ἀκινδύνου) ὅσο γιά ἱστορικά γεγονότα, πρόσωπα καί τοπωνύμια πού ἔχουν μεγάλη σημασία γιά τήν ἱστορία πού ἀφορᾶ εἰδικότερα στόν ὑστεροβυζαντινό Ἄθω καί γενικότερα τό Βυζάντιο κατά τήν ἐξεταζόμενη περίοδο. Ὁρισμένες μάλιστα ἀπό τίς πληροφορίες πού μᾶς δίνουν οἱ Βίοι, θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ὅτι ἔχουν τόν χαρακτῆρα τῆς μοναδικότητας.
Παράλληλα, γιά τίς λειτουργικές ἀνάγκες ὅσων ἐπιθυμοῦσαν νά προστρέξουν στίς πρεσβεῖες του καί νά ἔχουν μία ἐναργέστερη σχέση μαζί του, συντέθηκαν τρεῖς Ἀκολουθίες, Παρακλητικοί Κανόνες, Χαιρετιστήριοι Οἶκοι καί πλῆθος ἄλλων ὑμνογραφημάτων (κυρίως ἀπό τούς Νήφωνα Ἀθωνίτη, Ἱερεμία Πατητᾶ, Ἰάκωβο Νεασκητιώτη, Νήφωνα Ἰβηροσκητιώτη, Ἱλαρίωνα Ξενοφωντινό καί Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη), ἐνῶ παράλληλα, οἱ πολυάριθμες ἀπεικονίσεις του στούς ἀθωνικούς ναούς ἐπέτειναν τήν παρουσία του στίς ψυχές τῶν Ἁγιορειτῶν μοναχῶν πού ἔβλεπαν σ’ αὐτόν ἕνα ἀσφαλές πρότυπο πρός μίμηση γιά τή σωστή βίωση τῶν μοναχικῶν ἀρετῶν καί τήν ἐπίτευξη τῆς σωτηρίας τους.

Ἀκόμη καί κατά τούς ἔσχατους αὐτούς καιρούς πού ζοῦμε, ὅπου τά πάντα ἀμφισβητοῦνται καί ἀναθεωροῦνται καί πού ἴσως κανείς πιά δέν πολιτεύεται ὅπως ὁ Ἅγ. Μάξιμος, αὐτός ἐπιμένει νά προτείνει τή δική του χαρισματική "ὑπέρβαση" σάν διέξοδο ἀπό τά σημερινά "ἀδιέξοδα". Ἡ ἐνθύμηση καί μόνο τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἀγωνιστοῦ εἶναι γιά μᾶς πηγή ἔμπνευσης καί ἐλπίδας ὅτι μέ τή τιμή καί προσευχή μας πρός αὐτόν, θά ἐλκύσουμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία μας.

Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

Ἀπολυτίκιον
Ἦχ. πλ. Α΄. Τόν συνάναρχον Λόγον.
Μητρικῆς ἐκ νηδύος ὅσιε Μάξιμε, ἐκλογῆς ὡς δοχεῖον ἀνατεθείς τῷ Θεῷ, τοῦ θείου γνόφου ὡς Μωσῆς κατηξίωσαι, καί τά πόῤῥῳ προορᾶν, κατά τόν μέγαν Σαμουήλ, τοῦ Ἄθω τό θεῖον θαῦμα, τῆς Θεοτόκου ὁ λάτρης ᾗ καί πρεσβεύεις ὑπέρ πάντων ἡμῶν.

Ἀπό τήν Καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου ἔχει ἐκδοθεῖ ἡ Ἱερά Ἀσματική καί Πανηγυρική Ἀκολουθία τοῦ ὁσίου Μαξίμου, ἐνῶ πρόσφατα, ἀπό τίς ἐκδόσεις ΜΥΓΔΟΝΙΑ ἔχει ἐκδοθεῖ τό βιβλίο:
Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου, Ὁσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης. Ἁγιολογία-Ὑμνογραφία-Τέχνη. Συμβολή στή μελέτη τοῦ Ἁγιορειτικοῦ Μοναχισμοῦ κατά τόν 14ο αἰώνα, Θεσσαλονίκη 2010,σελίδες 550, ὅπου συγκεφαλαιώνεται ἡ περί τοῦ ὁσίου Μαξίμου βιβλιογραφία.

Σάββατο 10 Αυγούστου 2013

Ο ΓΕΡΩΝ ΙΕΡΟΘΕΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ ΣΕ ΓΡΑΜΜΑΤΟΣΗΜΟ



Ὁ Γέρων Ἱερόθεος τῆς καλύβης τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου σέ γραμματόσημο.

Τό 2009 κυκλοφόρησε ἀπό τά Ἑλληνικά Ταχυδρομεῖα μία σειρά γραμματοσήμων μέ θέματα ἐμπνευσμένα ἀπό τή ζωή τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἀνάμεσα σ᾿ αὐτά κυκλοφόρησε καί τό εἰκονιζόμενο στή φωτογραφία γραμματόσημο, μέ τή μορφή τοῦ ὁσιακῆς μνήμης μοναχοῦ Ἱεροθέου Καυσοκαλυβίτου, γέροντος τῆς καλύβης τοῦ Ἁγ. Ἀκακίου (+ 1966).

 Ὁ γέ­ρων Ἱ­ε­ρό­θεος
   
Στήν ἁ­γι­ο­τόκο αὐτή Κα­λύβη τοῦ Ἁ­γίου Ἀ­κα­κίου βρί­σκουμε τόν γέ­ροντα Ἱ­ε­ρό­θεο, πού ἦρθε τό 1907 μαζί μέ τόν ἀ­δελφό του παπα-Θε­ό­δωρο (ὁ ὁ­ποῖος ἔ­γινε ἀρ­γό­τερα ἡ­γού­με­νος στή μονή Γρη­γο­ρίου) ἀπό τήν Ἀ­με­ρική, ὅ­που ἐρ­γά­ζον­ταν ὡς με­τα­νά­στες. Μέ ἀ­φορμή ἕνα ὑ­περ­φυ­σικό γε­γο­νός ὁ­δη­γή­θη­καν στή στα­θερή ἀ­πό­φαση νά ἐγ­κα­τα­λεί­ψουν τόν κό­σμο καί νά ἔλ­θουν στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος. Ἕνα δι­δα­κτικό πε­ρι­στα­τικό τούς συ­νέβη τήν ἡ­μέρα πού ἔ­φθα­σαν στήν Κα­λύβη καί ἔ­δειξε τή με­τέ­πειτα θε­ά­ρε­στη πνευ­μα­τική πο­ρεία τους. Τήν ὥρα πού ἔ­φθα­σαν στήν αὐλή τῆς Κα­λύ­βης, βρέ­θη­καν μπρο­στά σ’ ἕνα ἀ­να­πάν­τεχο συμ­βάν, κα­θώς τή στι­γμή ἐ­κείνη ἐκ­δη­λώ­θηκε ἔν­τονος δι­α­πλη­κτι­σμός ἀ­νά­μεσα στό γέ­ροντα τῆς Κα­λύ­βης μο­ναχό Δι­ο­νύ­σιο τόν Χῖο († 1934) καί τούς ὑ­πο­τα­κτι­κούς του· γε­γο­νός πού θά ἔ­πρεπε νά ἐκ­θέ­σει πολύ τή συ­νο­δεία στά ἔκ­πλη­κτα μά­τια τῶν ὑ­πο­ψη­φίων νέων με­λῶν. Ἡ στα­θερή ὅ­μως ἀ­πό­φαση τῶν δύο νέων γιά τή μο­να­χική ζωή γιά τήν ὁ­ποία καί ἄ­φη­σαν τίς ἀ­νέ­σεις τῆς Ἀ­με­ρι­κῆς, ὑ­περ­πή­δησε τά φαι­νό­μενα ἐμ­πό­δια καί ἔτσι πα­ρέ­μει­ναν καί τε­λικά κοι­νο­βί­α­σαν στήν Κα­λύβη. Ἀρ­γό­τερα, ὁ γέ­ρον­τάς τους ἐ­δι­η­γεῖτο ὅτι τό πα­ρα­πάνω πε­ρι­στα­τικό δέν ἦ­ταν παρά δο­κι­μα­σία πού ἐ­πέ­τρεψε ὁ Θεός γιά τά νέα κα­λο­γέ­ρια, κα­θώς μέ­χρι τήν ὥρα ἐ­κείνη, τί­ποτε δέν εἶχε δι­α­τα­ρά­ξει τήν ἀ­γάπη καί τήν εἰ­ρήνη πού βα­σί­λευε στή συ­νο­δεία. Ὁ γέ­ρων Ἱ­ε­ρό­θεος ἔ­γινε μο­να­χός τό 1911.     
   Γιά δε­κα­ε­τίες ὁ γέ­ρων Ἱ­ε­ρό­θεος εἶχε τή δι­α­κο­νία νά πα­ρα­σκευ­ά­ζει τά πρό­σφορα γιά τίς λει­τουρ­γίες τόσο τοῦ Κυ­ρι­α­κοῦ ὅσο καί τῶν Κα­λυ­βῶν. Ἀ­γα­ποῦσε πολύ τήν κοινή δι­α­κο­νία τῶν Πα­τέ­ρων στό Κυ­ρι­ακό. Ἦ­ταν ἄ­ρι­στος ξυ­λο­γλύ­πτης καί καλ­λι­τέ­χνης κολ­λυ­βᾶς στήν Πα­νή­γυρη τῆς Λαύ­ρας, κατά τήν ἑ­ορτή τοῦ ὁ­σίου Ἀ­θα­να­σίου τοῦ Ἀ­θω­νί­του· πα­ρά­δοση γιά τήν Κα­λύβη τοῦ Ἁ­γίου Ἀ­κα­κίου πού συ­νε­χί­ζε­ται μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί στίς μέ­ρες μας. Τήν τέ­χνη τῆς ξυ­λο­γλυ­πτι­κῆς τήν εἶχε μά­θει ἀπό τόν συ­να­σκητή του, γέ­ροντα Ἀρ­σέ­νιο, στόν ὁ­ποῖο θά ἀ­να­φερ­θοῦμε πα­ρα­κάτω. Μά καί ἐ­κεῖ­νος μέ τή σειρά του, εἶχε δι­δά­ξει τό ἐρ­γό­χειρο αὐτό σέ ἄλ­λους Πα­τέ­ρες.
     Δέν θά πρέ­πει ἐπίσης νά πα­ρα­λεί­ψουμε νά προ­σθέ­σουμε τή χάρη πού εἶχε ὁ γέρων Ἱερόθεος, μέ τό λόγο καί τίς συμ­βου­λές του, πού ἦ­ταν βάλ­σαμο γιά κάθε ψυχή, νά ἀ­να­παύει τούς λο­γι­σμούς ὅ­λων τῶν πα­τέ­ρων πού τόν ἐ­πι­σκέ­πτον­ταν. Τό ἐρ­γα­στή­ριό του ἦ­ταν ἀ­νοι­κτό σέ ὅ­λους. Εἶχε ὅ­μως συ­νάμα τή φρό­νηση, νά μήν ὑ­πάρ­χει σ' αὐτό κα­νένα κά­θι­σμα, ὥ­στε οἱ ἐ­πι­σκέ­πτες του νά μήν κά­θον­ται πολύ καί ἀρ­γο­λο­γοῦν.
  Δι­η­γεῖ­ται γιά τόν γέ­ροντα Ἱ­ε­ρό­θεο καί τούς ἄλ­λους πα­τέ­ρες τῆς Κα­λύ­βης τοῦ Ἁ­γίου Ἀ­κα­κίου κατά τό ἔ­τος 1938, ὁ ἀρ­χι­μαν­δρί­της Χε­ρου­βείμ Κα­ράμ­πε­λας († 1979), ὁ ὁ­ποῖος ἔ­λαβε τή μο­να­χική του κουρά τό 1940 στό Κελλί τοῦ Ἁ­γίου Ἀ­θα­να­σίου τοῦ Ἀ­θω­νί­του πού βρί­σκε­ται πάνω ἀπό τά Καυ­σο­κα­λύ­βια:
«Στά Καυ­σο­κα­λύ­βια κα­τέ­βη­καν καί με­ρι­κοί μο­να­χοί γε­μᾶ­τοι προ­θυ­μία καί ἐ­ξυ­πη­ρε­τι­κό­τητα. Ἕ­νας μά­λι­στα, ὁ γερο-Τι­μό­θεος, ἡ­λι­κίας ἄνω τῶν ἑ­ξῆντα ἐ­τῶν, μέ αὐ­θόρ­μητη ἀ­γάπη ἀ­πέ­σπασε τίς ἀ­πο­σκευές ἀπό τά χέ­ρια μου καί τίς φορ­τώ­θηκε! Ἀ­νε­βή­καμε μαζί σ’ ἕνα ὕ­ψωμα, ἀπ’ ὅ­που ἀν­τι­κρί­σαμε ξα­φνικά ὁ­λό­κληρη τήν κα­τα­πρά­σινη Σκήτη τῶν Καυ­σο­κα­λυ­βίων... Στά δρο­μά­κια τῆς σκή­της νό­μιζα ὅτι πε­τοῦσα. Ὁ­λό­κληρη σχε­δόν ἡ σκήτη εἶ­ναι ἕνα δά­σος ἀπό δέν­δρα. Πή­γαμε καί στό ἀ­σκη­τή­ριο τοῦ ἁ­γίου Ἀ­κα­κίου τοῦ Καυ­σο­κα­λυ­βί­του. Στήν κα­λύβη αὐτή, πρός με­γάλη μου ἔκ­πληξη καί χαρά, μᾶς ὑ­πο­δέ­χθηκε ὁ μο­να­χός πού μέ εἶχε βο­η­θή­σει στίς ἀ­πο­σκευές, ὁ γερο-Τι­μό­θεος. Ἐν τῷ με­ταξύ ἦλ­θαν καί τά ἄλλα μέλη τῆς συ­νο­δείας, ὁ γερο-Ἀ­κά­κιος καί ὁ πα­τήρ Ἱ­ε­ρό­θεος.
  Ὁ γερο-Ἀ­κά­κιος, μέ τήν σφη­νο­ειδῆ γε­νει­άδα καί τήν ἔν­ρινη φωνή, ἦ­ταν πάνω ἀπό ὀ­γδόντα ἐ­τῶν. Νό­μι­ζες πώς ξε­κόλ­λησε κά­ποια βυ­ζαν­τινή τοι­χο­γρα­φία πα­λαιοῦ ὁ­σίου καί πα­ρου­σι­ά­σθηκε ξα­φνικά μπρο­στά σου! Ὁ γερο-Ἱ­ε­ρό­θεος ἦ­ταν ἀ­δελ­φός τοῦ προ­η­γου­μέ­νου τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Γρη­γο­ρίου παπα-Θε­ο­δώ­ρου. Μέ τήν κα­λω­σύνη καί τήν ἁ­πλό­τητά του συ­νε­πλή­ρωνε τήν ὄ­μορφη εἰ­κόνα τῆς ἐ­κλε­κτῆς ἐ­κεί­νης συ­νο­δείας. Ἐ­πή­ραμε τό ἁ­πλό κέ­ρα­σμα πού μᾶς προ­σέ­φερε μέ τά φτω­χικά του σερ­βίτ­σια, ἀ­πο­λαμ­βά­νον­τας τήν ἀ­πε­ραν­το­σύνη τοῦ Αἰ­γαίου. Ἡ θέα ἀπό τόν Ἅ­γιο Ἀ­κά­κιο εἶ­ναι ἀ­λη­θινό πα­νό­ραμα...
  Ὁ γέ­ρων Ἱ­ε­ρό­θεος ἐ­κοι­μήθη ὁ­σι­ακά τό 1966 μετά ἀπό τή Θεία Λει­τουρ­γία πού εἶχε γί­νει στήν Κα­λύβη του καί ἀ­φοῦ εἶχε με­τα­λά­βει τῶν θείων μυ­στη­ρίων.

Τό παραπάνω κείμενο εἶναι ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο τοῦ μοναχοῦ Παταπίου Καυσοκαλυβίτου ΑΓΙΑΣΜΕΝΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΩΝ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΩΝ, τό ὁποῖο κυκλοφόρησε πρόσφατα, σύν Θεῷ, σέ τρίτη ἔκδοση. Στό ἐξώφυλλο εἰκονίζεται ὁ γέρων Ἱερόθεος νά φιλοτεχνεῖ ἕνα ἀπό τά ξυλόγλυπτά του.

Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2013

Η ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓ. ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΤΟΥ ΛΕΠΡΟΥ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ



Ἡ ἑορτή τοῦ ἁγίου Νικηφόρου τοῦ Λεπροῦ στή σκήτη Καυσοκαλυβίων τοῦ Ἁγίου Ὄρους


Στιγμιότυπα ἀπό τήν πρώτη τέλεση τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Νικηφόρου τοῦ Λεπροῦ στό Ἅγιον Ὄρος (4 Ἰανουαρίου 2013) καί πιό συγκεκριμένα στήν καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου τῆς σκήτης Καυσοκαλυβίων. Νά σημειώσουμε ὅτι στήν ἱστορική καί ἁγιοτόκο αὐτή Καλύβη εἶναι τεθησαυρισμένα τμήματα τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ ἁγίου Νικηφόρου, τά ὁποῖα εἶχε προχειρίσει πρό ἐτῶν στόν γέροντα τῆς Καλύβης, γέροντα Πατάπιο Καυσοκαλυβίτη, ὁ ὁσιακῆς μνήμης ἀρχιμανδρίτης Εὐμένιος Σαριδάκης, πνευματικό τέκνο τοῦ ὁσίου Νικηφόρου (+ 4 Ἰανουαρίου 1964), πού πρόσφατα ἁγιοκατατάχθηκε στό ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.





ΜΝΗΜΗ ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΤΟΥ ΛΕΠΡΟΥ