Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2011

ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ - ΟΡΟΣ ΑΓΙΩΝ. ΟΣΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΗΣ

Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

13 Ἰανουαρίου: Ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης

Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης, ὁ διά Χριστόν σαλός, ὁ Νέος Προφήτης, ὁ ὑπόπτερος, ὁ θαυματουργός, ἡ Ἡσυχαστής, ὁ Νηπτικός Πατήρ, ὁ Ἅγιος.
Ἀρκετές εἶναι οἱ προσωνυμίες πού ἡ παράδοση τῆς Ἑκκλησίας μας ἀπέδωσε στόν Ἅγ. Μάξιμο, τήν πολυεδρική αὐτή ὁσιακή προσωπικότητα, πού συνδύαζε τήν ὑπακοή καί τήν τέλεια ταπείνωση τῶν ἀληθινῶν δούλων τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐκκεντρικότητα τοῦ διά Χριστόν σαλοῦ· τήν ἰδιότητα τοῦ θεραπευτῆ μέ τό διορατικό χάρισμα τοῦ προφήτη καί τόν φωτισμό ἑνός μυστικοῦ θεολόγου· τήν ἐνεργό ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν πλησίον μέ τόν θεωρητικό ἀναχωρητισμό, πού προϋποθέτει τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τόν κόσμο.
Ὁ Ἅγ. Μάξιμος θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ὡς ἡ "διαπρεπέστερη ἁγιορειτική ἀσκητική μορφή καθ' ὅλους τούς αἰῶνες" . Στά στενά πλαίσια τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ, θά προσπαθήσουμε νά σκιαγραφήσουμε μέ μικρές πινελιές τό συναξάρι τοῦ Ἁγίου. Ἡ χειρόγραφη παράδοση μᾶς ἀποκαλύπτει τήν φιλοσοφικώτατη καί χαριτόβρυτη μορφή του, μέσω τεσσάρων βιογράφων του: τοῦ Ἁγ. Νήφωνος τοῦ Καυσοκαλυβίτου, μαθητοῦ καί ὑμνογράφου αὐτοῦ, τοῦ Ἁγ. Θεοφάνους Περιθεωρίου τοῦ Βατοπεδινοῦ , τοῦ ἱερομ. Ἰωαννικίου τοῦ Κόχυλα καί τοῦ ἱερομ. Μακαρίου τοῦ Μακρῆ.
Ὁ Μικρασιάτης αὐτός Ἅγιος, γεννήθηκε στή Λάμψακο τοῦ Ἑλλησπόντου καί ἔλαβε τό ὄνομα Μανουήλ κατά τό ἅγιο βάπτισμα. Ὅταν ἦλθε σέ ἱκανή ἡλικία, οἱ γονεῖς του τόν ἀφιέρωσαν στό Ναό τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἐκπληρώνοντας ἔτσι τό τάμα τους στό Θεό, μιά πού ἦσαν πρίν γιά χρόνια ἄτεκνοι. Παραμένοντας στό ναό, πρόκοπτε σέ ὅλα τά πνευματικά καί φυσικά χαρίσματα. Πολύ συχνά ἐπισκεπτόταν Ὁσίους Γέροντες πού ἡσύχαζαν ἐκεῖ κοντά, γιά νά ἀκούει τίς ψυχωφελεῖς νουθεσίες τους. Τότε ὁ θεῖος ἔρωτας ἄναψε στή καρδιά του καί στά δεκαεπτά του χρόνια, ἄφησε γονεῖς καί πατρίδα περνώντας στό Ὄρος Γάνου ὅπου φόρεσε τό μέγα σχῆμα μετονομασθείς Μάξιμος . Μετα τήν κοίμηση τοῦ γέροντά του Μάρκου, ἀνεχώρησε γιά τό Παπίκιον , ὅπου βρῆκε ὁσίους ἄνδρες, ὅμοιους μέ τούς παλαιούς, μέ τούς ὁποίους συναναστρεφόμενος, ἀνέλαβε στόν ἑαυτό του ὅλες τίς ὑπέρ ἄνθρωπον ἀρετές τους, "καθώς δέχεται τό κερί τούς χαρακτῆρες τῆς βούλλας". Ἔπειτα πῆγε στή Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐπισκέφθηκε ὅλα τά προσκυνήματα καί τούς ναούς της, καταλήγοντας στό Ναό τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν, ὅπου παρέμεινε στό προαύλιό της μέ πεῖνα καί ἄσκηση, ἀγρυπνώντας ὅλη τή νύχτα καί συμπεριφερόμενος ὡς διά Χριστόν σαλός. Ἐπισκεπτόταν ὅμως καί τόν Πατριάρχη Ἅγ. Ἀθανάσιο , γιά νά ἀκούει τούς σοφούς λόγους του. Ὀ Πατριάρχης βλέποντας τήν ἀρετή του, προσπάθησε νά τόν πείσει νά κοινοβιάσει σέ μία ἀπό τίς Μονές τῆς Πόλης. Δέν τά κατάφερε ὅμως, μιά πού ὁ Ὅσιος προτίμησε τήν ἄσκησή του στό παραπάνω ναό.
Μετά ἀπό καιρό ἀνεχώρησε γιά τό Ἅγ. Ὄρος, ὅπου περιδιάβασε ὅλα τά μοναστήρια, καταλήγοντας στή Λαύρα τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου. Ἐκεῖ, διαβάζοντας τόν βίο καί τούς ἀγώνες τοῦ Ἁγίου, ὁμοίως καί τοῦ Ἁγ. Πέτρου τοῦ Ἀθωνίτου, ἐθαύμαζε τοῦ μέν Πέτρου τήν ἡσυχία, τοῦ δέ Ἀθανασίου τήν κοινοβιακή ζωή. Συλλογιζόμενος τήν προθυμία καί τήν ἐπιμέλεια πού εἶχαν καί οἱ δύο στό νά φυλάξουν τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἐπόθησε νά μείνει στόν τόπο ἐκεῖνο καί νά μιμηθεῖ καί τῶν δύο τή ζωή. Ἔμεινε λοιπόν στή Λαύρα, ἔχοντας τό διακόνημα νά ψάλλει στό Καθολικό, καθώς ὅταν ἦταν νέος ἔμαθε τήν μουσική. Ψάλλοντας συνετά καί μέ γνώση τῶν λεγομένων, ὕψωνε τό νοῦ του στόν ὑμνούμενο Θεό, χύνοντας δάκρυα κατανύξεως ὁ μακάριος. Ζοῦσε ὅμως μέ τήν ἴδια σκληραγωγία ὅπως τότε στό ναό τῶν Βαχερνῶν, καθώς οὔτε κελλίον εἶχε δικό του, ἔπαιρνε μόνο τήν ἀναγκαία τροφή ἀπό τήν τράπεζα καί ἀναπαυόταν στά στασίδια τοῦ νάρθηκα τῆς ἐκκλησίας.
Μετά ἀπό θεία ἐμφάνεια τῆς Θεοτόκου βρεφοκρατούσας, ὁ πιστός δούλος της, ἀποφάσισε νά ἀκολουθήσει τήν προτροπή της καί μιά μέρα, Σάββατο τῆς Πεντηκοστῆς, ἀνέβηκε στή κορυφή τοῦ Ἄθω, ὅπου ἔμεινε τρία μερόνυχτα προσευχόμενος ἀδιαλείπτως, δεχόμενος συνάμα φοβερούς πειρασμούς ἀπό τόν ἐχθρό. Ὅμως ὅλα αὐτά διαλύθηκαν, ὅταν ἐμφανίστηκε σ' αὐτόν ἡ Θεοτόκος μετά δόξης πολλῆς, περικυκλούμενη ἀπό πλῆθος φωτεινές μορφές, κρατοῦσα πάλι στά χέρια της τόν Υἱό της καί δημιουργό τῆς Κτίσεως καί ἐκπέμποντα ἄρρητη εὐωδία. Ἀφοῦ προσκύνησε ὁ Ἅγιος, ἄκουσε ἀπό τήν Παναγία τά παρακάτω: "Λάβε τήν χάριν κατά τῶν δαιμόνων, ὁ σεπτός ἀθλοφόρος καί κατοίκησε στούς πρόποδες τῆς κορυφῆς ττοῦ Ἄθω· διότι τοῦτο εἶναι τό θέλημα τοῦ Υἱοῦ μου, γιά ν' ἀνέβεις σέ ὕψος ἀρετῆς καί να γίνεις διδάσκαλος καί ὁδηγός σέ πολλούς καί νά τούς σώσεις". Μετά τοῦ δόθηκε οὐράνιος ἄρτος γιά τροφή. Καί με τή λήψη αὐτῆς, τόν μέν Ὅσιο περικύκλωσε θεῖο φῶς, ἡ δέ Θεοτόκος ἀνέβηκε στά οὐράνια, ἀφήνοντας στόν τόπο ἄρρητη εὐωδία καί ὑπερκόσμια λάμψη. Ὑπακούοντας τότε στή προσταγή τῆς Παναγίας, ὁ Ἅγιος κατέβηκε πρός τό Καρμήλιο , ὅπου βρίσκοντας ἕνα γέροντα, τοῦ διηγήθηκε τάς τῆς θείας ἐμφάνειας. Ἐκεῖνος ὅμως, θεώρησε αὐτά πλάνες. Ἔτσι τοῦ βγῆκε ἡ φήμη ὅτι εἶναι πλανεμένος καί περιφρονεῖτο ἀπό ὅλους. Ὅμως ὁ ἀπλανής ἐκεῖνος φωστήρας, δέχτηκε μέ χαρά τό νά τόν ὀνομάζουν πλανεμένο. Ὑποκρινόταν δέ πάντοτε ὅτι ἤταν πλανεμένος καί παρίστανε τόν διά Χριστόν σαλό, καλλιεργώντας ἔτσι τήν θεοειδή ἀρετή τῆς ταπεινοφροσύνης. Γι αὐτό καί δέν κατοίκησε σ' ἕνα τόπο σταθερά, ἀλλά σάν πλανεμένος μετατοπιζόταν συνεχῶς, ζώντας σέ σπήλαια ἤ κτίζοντας ὅπου πήγαινε μικρή καλύβα ἀπό ξύλα καί χόρτα, τήν ὁποία ἔκαιγε μετά ἀπό λίγο, πηγαίνοντας σέ ἄλλο μέρος καί φτιάχνοντας ἄλλη. Γι αὐτό καί τόν ἔλεγαν "καυσοκαλύβη" , καθώς σέ κανένα δέν εἶχε γίνει ἀντιληπτή ἡ μεγἀλη του ἀρετή. Ζοῦσε συνάμα μέ ὑπερβολική ἀκτημοσύνη. Κανείς δέν μπορεῖ νά παραστήσει τήν πείνα καί τήν δίψα πού ὑπέμενε, μαζί μέ τούς παγετούς τοῦ χειμώνα καί τά καύματα τοῦ θέρους, χωρίς δεύτερο ἔνδυμα, ἀνυπόδητος, χωρίς νά ἔχει ἀπό κάποιον καμμία ὑπόληψη. Μέ τόν καιρό ὅμως, κάποιοι ἀπό τούς ἁγίους γέροντες πού τόν συναναστράφηκαν, γνώρισαν τήν θεία χάρη πού κατοικοῦσε σ' αὐτόν καί δέν τόν ἔλεγαν πλέον πλανεμένο, ἀλλά τίμιο Μάξιμο καί φωστῆρα ὑπέρλαμπρο.
Κορυφαία στιγμή στό βίο τοῦ Ἁγ. Μαξίμου ἀποτελεῖ ὁ πολύ διαφωτιστικός διάλογός του μέ τόν Ἅγ. Γρηγόριο τό Σιναΐτη, τόν διαπρεπῆ αὐτόν διδάσκαλο τῆς νοερᾶς προσευχῆς τοῦ ΙΔ' αἰ.. ὁ ὁποῖος ἐπισκέφθηκε πολλούς Ὁσίους καί νηπτικούς ἄνδρες, ἀπό τό Ὄρος Σινᾶ μέχρι καί τήν Κρήτη καί ὁ ὁποῖος φθάνοντας γιά πρώτη φορά στό Ἅγ.Ὄρος, δέν βρῆκε- ὅπως ὁ ἴδιος ὁμολόγησε στούς μαθητές του-παρά 3 ἤ 4 μοναχούς νά ἀσκοῦνται στή νοερά προσευχή, ἀνάμεσα στούς ὁποίους ἦταν καί ὁ Ἅγ. Μάξιμος. Ἀφοῦ ἐγκαταστάθηκε στή σκήτη τοῦ Μαγουλᾶ , ἔγινε ποθητός σ'ὅλους τούς Πατέρες τοῦ Ὄρους καί ἰδιαίτερα στούς ἡσυχαστές, πού ἔτρεχαν σ'αὐτόν νά διδαχθοῦν τά μυστήρια τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Ἀκούγοντας ὁ Ἅγ. Γρηγόριος νά διηγοῦνται γιά τήν ὑπεράνθρωπη βιοτή καί τήν πλαστή μωρία τοῦ Ἁγ.Μαξίμου, θαύμασε καί ἔστειλε τούς μαθητές του νά προσκαλέσουν τόν Ὅσιο νά τόν ἐπισκεφθεῖ. Κατά θαυμάσιο τρόπο, ἐκεῖνος τούς ὑποδέχτηκε, χαιρετώντας καθένα μέ τό ὄνομά του, προλέγοντας καί τήν ἐπιθυμία τοῦ διδασκάλου τους. Ἀμέσως δέ, ἀναχώρησαν γιά τό κελλίον τοῦ Γρηγορίου. Ἐκεῖ οἱ δύο Ἅγιοι εἶχαν ἕναν διάλογο πού ἀποτελεῖ τήν διαφανέστερη ἀνάπτυξη τῆς θεωρίας περί νήψεως καί ἐκστάσεως τοῦ νοῦ, καί περιγράφει τήν κατάστασή του ὅταν ἐλλάμπεται ἀπό τό θεῖο φῶς κατά τήν προσευχή. Διακρίνει δέ μέ σαφήνεια καί προσοχή τά σημεῖα τῆς χάριτος ἀπό αὐτά τῆς πλάνης. Στό τέλος, ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ἔπεισε τόν Ἅγ. Μάξιμο νά παύσει πλέον νά καίει καλύβες καί νά μείνει σταθερά σ' ἕνα τόπο γιά νά ὠφελήσει καί ἄλλους πολλούς, σάν ἐμπειροτατος στήν ἀρετή.
Τότε ὁ Ὅσιος βρῆκε ἕνα σπήλαιο κοντά στοῦ κυρ Ἠσαΐα στό ὁποῖο διαμόρφωσε ἕνα ἀσκηταριό. Τότε ἔλαμψε ὅχι μόνο ἡ ἀρετή του- μιά πού ἐρχόντουσαν ἀπό ὅλα τά μέρη τοῦ Ὄρους μοναχοί γιά νά τόν συμβουλευτοῦν- μά καί ἡ ἁγιότητά του, μιά πού πλῆθος εἶναι τά θαύματα πού ἐπιτέλεσε. Τέλος, προλέγοντας τό τέλος του, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ σέ ἡλικία 95 ἐτῶν, τήν 13η Ἰανουαρίου . Προηγουμένως εἶχε δώσει ἐντολή στούς ἐνταφιαστές του νά μή μεταθέσουν σέ ἄλλο τόπο τό λείψανό του, ἀλλά νά τό ἀφήσουν κρυμμένο στό τάφο γιά νά μή δοξάζεται ἀπό τούς ἀνθρώπους .
Τό γεγονός ὅτι λίγο μετά τήν ὁσιακή κοίμηση τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη καί σέ διάστημα λίγων δεκαετιῶν (τέλη 14ου-ἀρχές 15ου αἰ.), γράφηκαν πρός τιμήν του τέσσερις Βίοι (ὑπό τῶν ἱερομονάχων Νήφωνος, Θεοφάνους Περιθεωρίου, Μακαρίου Μακρῆ καί Ἰωαννικίου Κόχιλα), οἱ ὁποῖοι σέ μεταγενέστερες ἐποχές παρουσιάστηκαν σέ ἁπλούστερη δημώδη γλώσσα μέ τή βοήθεια τεσσάρων παραφράσεων (ὑπό Διονύσιου Ρήτορος, Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἰακώβου Νεασκητιώτου καί ἑνός ἑτέρου ἀγνώστου) -ὅλα τους κείμενα ἀθωνικῆς προέλευσης- ἀποδεικνύει τήν μεγάλη ἀπήχηση πού εἶχε στόν ἁγιορειτικό κόσμο ἡ ἱερή μορφή τοῦ ὁσίου Μαξίμου. Ἐδῶ θά πρέπει νά τονιστεῖ ὅτι οἱ Βίοι τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη, ἐκτός ἀπό ὑψηλοῦ ἐπιπέδου ἁγιολογικά κείμενα, ἀποτελοῦν ταυτόχρονα καί σημαντικές πηγές τόσο γιά τά θεολογικά ζητήματα τῆς ἐποχῆς (αἵρεση Μασσαλιανῶν, Ἀκινδύνου) ὅσο γιά ἱστορικά γεγονότα, πρόσωπα καί τοπωνύμια πού ἔχουν μεγάλη σημασία γιά τήν ἱστορία πού ἀφορᾶ εἰδικότερα στόν ὑστεροβυζαντινό Ἄθω καί γενικότερα τό Βυζάντιο κατά τήν ἐξεταζόμενη περίοδο. Ὁρισμένες μάλιστα ἀπό τίς πληροφορίες πού μᾶς δίνουν οἱ Βίοι, θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ὅτι ἔχουν τόν χαρακτῆρα τῆς μοναδικότητας.
Παράλληλα, γιά τίς λειτουργικές ἀνάγκες ὅσων ἐπιθυμοῦσαν νά προστρέξουν στίς πρεσβεῖες του καί νά ἔχουν μία ἐναργέστερη σχέση μαζί του, συντέθηκαν τρεῖς Ἀκολουθίες, Παρακλητικοί Κανόνες, Χαιρετιστήριοι Οἶκοι καί πλῆθος ἄλλων ὑμνογραφημάτων (κυρίως ἀπό τούς Νήφωνα Ἀθωνίτη, Ἱερεμία Πατητᾶ, Ἰάκωβο Νεασκητιώτη, Νήφωνα Ἰβηροσκητιώτη, Ἱλαρίωνα Ξενοφωντινό καί Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη), ἐνῶ παράλληλα, οἱ πολυάριθμες ἀπεικονίσεις του στούς ἀθωνικούς ναούς ἐπέτειναν τήν παρουσία του στίς ψυχές τῶν Ἁγιορειτῶν μοναχῶν πού ἔβλεπαν σ’ αὐτόν ἕνα ἀσφαλές πρότυπο πρός μίμηση γιά τή σωστή βίωση τῶν μοναχικῶν ἀρετῶν καί τήν ἐπίτευξη τῆς σωτηρίας τους.

Ἀκόμη καί κατά τούς ἔσχατους αὐτούς καιρούς πού ζοῦμε, ὅπου τά πάντα ἀμφισβητοῦνται καί ἀναθεωροῦνται καί πού ἴσως κανείς πιά δέν πολιτεύεται ὅπως ὁ Ἅγ. Μάξιμος, αὐτός ἐπιμένει νά προτείνει τή δική του χαρισματική "ὑπέρβαση" σάν διέξοδο ἀπό τά σημερινά "ἀδιέξοδα". Ἡ ἐνθύμηση καί μόνο τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἀγωνιστοῦ εἶναι γιά μᾶς πηγή ἔμπνευσης καί ἐλπίδας ὅτι μέ τή τιμή καί προσευχή μας πρός αὐτόν, θά ἐλκύσουμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία μας.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχ. πλ. Α΄. Τόν συνάναρχον Λόγον.
Μητρικῆς ἐκ νηδύος ὅσιε Μάξιμε, ἐκλογῆς ὡς δοχεῖον ἀνατεθείς τῷ Θεῷ, τοῦ θείου γνόφου ὡς Μωσῆς κατηξίωσαι, καί τά πόῤῥῳ προορᾶν, κατά τόν μέγαν Σαμουήλ, τοῦ Ἄθω τό θεῖον θαῦμα, τῆς Θεοτόκου ὁ λάτρης ᾗ καί πρεσβεύεις ὑπέρ πάντων ἡμῶν.
Ἀπό τήν Καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου ἔχει ἐκδοθεῖ ἡ Ἱερά Ἀσματική καί Πανηγυρική Ἀκολουθία τοῦ ὁσίου Μαξίμου, ἐνῶ πρόσφατα, ἀπό τίς ἐκδόσεις ΜΥΓΔΟΝΙΑ ἔχει ἐκδοθεῖ τό βιβλίο:
Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου, Ὁσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης. Ἁγιολογία-Ὑμνογραφία-Τέχνη. Συμβολή στή μελέτη τοῦ Ἁγιορειτικοῦ Μοναχισμοῦ κατά τόν 14ο αἰώνα, Θεσσαλονίκη 2010,σελίδες 550, ὅπου συγκεφαλαιώνεται ἡ περί τοῦ ὁσίου Μαξίμου βιβλιογραφία.

Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2011

ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ (1911 - 2011). ΜΙΚΡΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ 1


«Μὲ φτάνουνε ἑκατὸ δραχμὲς»
Φωτογραφία: Στά Καυσοκαλύβια. Μακάριοι οἱ τά ὁλίγα ἔχοντες καί τά πάντα κατέχοντες

Τὸ περιστατικὸ τὸ ἀναφέρει ὁ Νιρβάνας, συνάδελφος τοῦ Παπαδιαμάντη στὸ «Ἄστυ» τὴν περίοδο 1899-1902: Ὅταν ξεκίνησε τὴ συνεργασία του μὲ τὴν ἐφημερίδα, τοῦ προσφέρθηκε μισθὸς 150 δραχμῶν. Βλέποντας ὅμως τὸν Σκιαθίτη ἀπορροφημένο στοὺς συλλογισμούς του, ὁ διευθυντὴς τὸν ρώτησε: «Μήπως εἶναι λίγα;» «Πολλὲς εἶναι ἑκατὸν πενήντα. Μὲ φτάνουνε ἑκατό», ἀπάντησε τότε ἐκεῖνος, κι ἔφυγε χωρὶς νὰ προσθέσει λέξη, βιαστικὸς καὶ ντροπαλός.
Ἴσως αὐτὴ ἡ στάση ζωῆς τοῦ Παπαδιαμάντη, ὁ περιορισμὸς του στ' ἀναγκαία, νὰ προκαλεῖ τὴν μεγαλύτερη ἀμηχανία σήμερα. Αὐτὸ τουλάχιστον ἰσχυρίζεται ὁ Δημήτρης Νόλλας (βλ. «Φύλλα καπνοῦ», Ἑστία): «Πίσω ἀπὸ τὰ λιβάνια καὶ τοὺς ψαλμούς, καὶ πίσω ἀπὸ μία γλώσσα ποὺ προϋποθέτει παιδεία καὶ ἄσκηση», γράφει, «κρύβεται ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀρνεῖται νὰ καταλάβει ποῦ πᾶνε τὰ τέσσερα - ποῦ πάει δηλαδὴ ὁ Συγγρός, ὁ δείκτης τοῦ Χρηματιστηρίου Ἀξιῶν Ἀθηνῶν τῆς ἐποχῆς, τὸ Λαύριο καὶ ὁ ἐκσυγχρονισμὸς τῆς Ἀττικῆς. Ὅλα αὐτά, μὲ ἄλλα λόγια, ποὺ εἶναι ἡ πυξίδα τοῦ σημερινοῦ ἀχόρταγου ἀνθρώπου...»
(ἐφημερίδα Ἐλευθεροτυπία 2-1-2011)

Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010

ΕΙΣΟΔΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΝΕΟ ΕΝΙΑΥΤΟ

Πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Ν. Καλλιανοῦ

Εἰσοδεύοντας στό νέο ἐνιαυτό.....

Φωτογραφία: Εἰσοδεύοντας στόν Ἄθω


Ἀνάμεσα στά ἐρείπια τόπων ἀγαπημένων, στά σιωπηλά τά σπίτια, στά σκοτεινά τά ξωκκλήσια, στά ἄδεια κελλιά παλιῶν μοναστηριῶν, ὅπως ἐπίσης καί στά κρύα δωμάτια κάποιων σπιτιῶν πού τά κατέχουν μοναχικοί ἄνθρωποι μιά παλιά μουσική σέρνεται ἀπόψε· μουσική μελαγχολική καί συνάμα ταυτισμένη μέ τό βουβό τό κλάμα κάποιων παλιῶν ἀρχοντικῶν μορφῶν πού ἡ δυστυχία τἄφερε νά κρατήσουν ἀπ' ὅλα τους τά καλά, μόνο τήν ἀξιοπρέπεια καί τήν ἀρχοντιά τους. Μουσική μακρυνή, κρυμμένη στούς ξεθωριασμένους τούς τοίχους, στ' ἀνοιχτά κι ἄδεια ντουλάπια, κι ἀκόμα στούς χορταριασμένους τούς δρόμους καί στά παγερά, σκονισμένα δωμάτια. Καί δέν εἶναι διόλου εὔκολο τούτη τή μουσική νά τήν ἀκούσεις, ἤ ἄν τυχόν τήν ἀκούσεις ν' ἀποκρυπτογραφήσεις τούς φθόγγους της, οἱ ὁποῖοι κρύβουν μέσα τους ὅλη ἐκείνη τή σιωπηλή ἱστορία τῶν ὅσων κατοίκησαν τούτους τούς χώρους: χώρους μικρῶν κοινοτήτων-ὅπως ἐκείνου τοῦ Κάστρου τῆς Σκιάθου, ἀλλά καί τοῦ χωριοῦ τὴς Σκοπέλου Κλῆμα-, ἱερέων, ἱερομονάχων, συνοδιῶν, οἰκογενειῶν, ἐπιτρόπων... Μιά σειρά ἀπό ἀνθρώπινα πρόσωπα, τά ὁποῖα στελέχωναν αὐτούς τούς τόπους καί τούς χώρους, δίχως νά νοιάζονται ἄν ἡ ζωή τους ἐκεῖ ἦταν σκέτη ἀμάχη καί πυκνωμένα σύγνεφα· τό μόνο δηλαδή σκηνικό τοῦ καθημερινοῦ τους βίου. Γιατί οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι ἦταν οἱ Εἰκόνες τοῦ τόπου τους καί ὁ τόπος τους τό τέμπλο, τό εἰκονοστάσι ὁπού τοποθετοῦνταν.
Κάθομαι καί συλλογιέμαι ἀπόψε, παραμονή τῆς Πρωτοχρονιᾶς, τούς προγόνους μου τοῦ 1702, τοῦ 1802, τοῦ 1902 καί ψάχνω μέσα στά τεκμήρια πού ἄφησαν-τίς πέτρες ,τά ξύλα, τόν ξεθωριασμένο τοῖχο μέ τά πολλά τά στρώμματα τοῦ ἀσβέστη, νά καταλάβω κάποια πράγματα ἀπό τή ζωή τους! Δυστυχῶς οἱ φωτογραφίες δέν τούς ἤξεραν, γιά νἄχουμε τουλάχιστον κάποια ἁπτή φάση του βίου τους-, ἔστω καί μιᾶς κρυσταλλωμένης χρονικῆς στιγμῆς τήν ἔνδειξη, ἀπό τήν ἐδῶ ἐπίγεια παρουσία τους ὡς μαρτυρία· μαρτυρία μιᾶς στιγμῆς τους δηλ। πού, ὡστόσο, θά συμπύκνωνε μέσα της χῶρο, χρόνο καί βιώματα. Ἔτσι, ψάχνουμε τυφλά μέσα στό χρόνο, ὅπως κοιτάζουμε τούς διαβάτες πίσω ἀπό τά θολά τά τζάμια κι ἀναρωτιώμαστε: ποιός, ποιοί νἄναι, ἄραγε; Κι ὅλο προσπαθοῦμε, ἐντείνουμε τήν ὅρασή μας, ἐπιστρατεύουμε τή μαντική μας δεινότητα καί δέν κατορθώνουμε παρά μονάχα πολύ λιγοστά πράγματα νά μάθουμε. Τά ὑπόλοιπα μέσα μας τά κρατᾶμε, γιατί ἁπλῶς τά ὑποπτευόμαστε καί φοβόμαστε ν' ἀνακοινώσουμε κάτι πού κι ἐμεῖς δέν τό θεωροῦμε σίγουρο........
Κάτι βράδυα, λοιπόν, ὡσάν αὐτό, βράδυα μέ ἔντονη τή νοσταλγική διάθεση γιά ἕνα βύθισμα στό χρόνο πού διάβηκε, σ'αὐτό τό περίεργο τό χτές, τό συβιλλικό ἀλλά τόσο οἰκεῖο, σάν νά εἶναι ἡ χτεσινή ἡ μέρα πού τή ζήσαμε καί πέρασε, ὡστόσο κάτι φέρνει μέσα της ἀπό τήν παρελθοῦσα φρεσκάδα. Γιατί μαζί μέ τούς τόπους πού νοσταλγοῦμε τέτοιες μέρες, ἀναζητοῦμε ἐναγώνια ὄχι τόσο τήν παρουσία τῶν ἀγαπημένων μας προσώπων πού διάβηκαν τό ποτάμι, ὅσο ἐκείνη τους τήν προστασία, καθώς μᾶς σιγούρευαν πώς ἡ ζωή ἀντιμετωπίζεται μέ τήν εἰλικρίνεια τοῦ γνήσιου ἀγώνα καί μέ τήν ἀξιοπρεπῆ στάση ἀπέναντι στίς τρεῖς κινήσεις τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου: πρός τό Θεό, τόν κόσμο ἤ τόν συνάνθρωπο καί τόν ἑαυτό του. Ἄν δέν κρατηθεῖ μιά τέτοια ἰσορροπία, τότε ὅλα θρυμματίζονται, γιατί ἀρχίζει πιά νά βασιλεύει, νά κυριαρχεπι στά πάντα ἡ κατάχρηση κι ὄχι λογική χρήση. Μέ λίγα λόγια ἡ ἀσυδοσία τό χάος, ἡ καταστροφή. Κύριε, εὐλόγησε τό νέο ἐνιαυτό φωτίζοντας τίς σκοτεινές συνειδήσεις μας καί τίς φοβισμένες ψυχές μας. Ἀμήν
Σκόπελος Παραμονή Πρωτοχρονιᾶς, Δευτέρα, 31 Δεκεμβρίου 2001 ὥρα 11η νυχτερινή.


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:
ΙΣΟΡΡΟΠΩΝΤΑΣ
ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΚΑΛΥΒΗΣ ΑΓ. ΑΚΑΚΙΟΥ, ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 2009
Οἱ φίλοι τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου τῆς Σκήτης Καυσοκαλυβίων τοῦ Ἁγίου Ὄρους, εὐχόμαστε στούς ἀναγνῶστες τοῦ ἱστολογίου μας ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ! ΑΣ ΕΙΝΑΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟΣ Ο ΝΕΟΣ ΧΡΟΝΟΣ 2011 πλήρης ὑγείας καί πνευματικῆς προκοπῆς καί ἐκπλήρωσης ὅλων τῶν κατά Θεόν προσδοκιῶν.

Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ



Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

’Διαβάζοντας’’
τήν εἰκόνα τῶν Χριστουγέννων*

Οἱ ὀρθόδοξες εἰκόνες τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ συνδυάζουν τό ὑλικό μέ τό ἄϋλο, τήν ἄκτιστη φύση μέ τήν κτιστή, τό ὑπερφυσικό καί ἄπειρο μέ τό φυσικό καί πεπερασμένο. Αἰσθητοποιοῦν τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, κρατῶντας ὅλο τό θεολογικό βάθος της, βρίσκοντας τό μέτρο ἀνάμεσα στό θεῖο καί τό ἀνθρώπινο. Ἐνεργοῦν κατά τρόπο μυστικό προκαλῶντας κατάνυξη στίς ψυχές τῶν πιστῶν πού εἶναι σάν νά δέχονται ἀνταύγειες τῆς αἰωνιότητας καί τοῦ μεγαλείου τοῦ Θεοῦ.
Ἀπό τήν εἰκονογραφία τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ πολλές εἶναι οἱ λεπτομέρειες ἐκεῖνες πού ἀξίζουν ἰδιαίτερο σχολιασμό, ἐπειδή μέσα τους κρύβουν ἕνα βαθύ θεολογικό συμβολισμό καί ἀποκαλύπτουν τό εὗρος τῆς ἐπίδρασης τῆς πατερικῆς γραμματείας στίς χριστιανικές εἰκαστικές τέχνες.
Ἡ Θεοτόκος
Ἀπό τήν ἀρχή ἡ Ἐκκλησία συνέδεσε τίς ἱερές εἰκόνες μέ τό γεγονός τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Λόγου. «Ὁ ἀχώρητος παντί ἐχωρήθη ἐν γαστρί», ψάλλουμε. Χώρεσε, σχηματίσθηκε ὡς ἄνθρωπος μέσα στό ἁγνό σῶμα τῆς Παρθένου. Ἔτσι, πρώτη Του εἰκόνα φανερώθηκε κατά τήν ἐνανθρώπησή Του. Θά μπορούσαμε λοιπόν νά ποῦμε ὅτι ἡ πρώτη ἁγιογράφος στάθηκε ἡ Κυρία Θεοτόκος, ὅπως παραστατικά μᾶς λέει τό κοντάκιο τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας: «Ὁ ἀπερίγραπτος Λόγος τοῦ Πατρός ἐκ Σοῦ Θεοτόκε, περιεγράφη σαρκούμενος, καί τήν ῥυπωθεῖσαν εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου εἰς τό ἀρχαῖον ἀναμορφώσας τῷ θείῳ κάλλει συγκατέμιξε».
Ἡ θέση τῆς Θεοτόκου εἶναι καίρια στήν εἰκόνα, ἐξαίροντας μέ τόν τρόπο αὐτό τή συμμετοχή καί τό ρόλο της στό ἔργο τῆς σωτηρίας. Ἄλλωστε, κατά τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, κατέχει τά δευτερεῖα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἔτσι ἡ Θεοτόκος προβάλλεται μέ ἰδιαίτερη ἔμφαση στό κέντρο τῆς παράστασης ἐνῶ παράλληλα ὁ ἁγιογράφος τίς δίνει διαστάσεις πέρα ἀπό τό μέτρο. Εἰκονίζεται σέ ἄμεση σχέση μέ τό τέκνο της -προσφέροντας τήν ἀγκαλιά της ὡς θρόνο- ἀλλά διατηρεῖ καί κάποια ἀπόσταση ἀπ’ αὐτό, ἀπόσταση πού ὑπαγορεύεται ἀπό τήν γνώση ὅτι Θεός τό γεννηθέν.
Τή βρίσκουμε στήν κορυφή ἑνός λόφου, ὁ ὁποῖος διαμορφώνεται πρό τοῦ σπηλαίου τῆς Γεννήσεως. Πρόκειται περί συμβολικῆς θέσης, καθώς ἐκείνη εἶναι, σύμφωνα μέ τή βυζαντινή ὑμνολογία, τό ὄρος τό ἅγιον καί τό ὄρος τό ἀλατόμητον ἀπ’ ὅπου θά ἐξέλθει ὁ Χριστός, ὅπως ψάλλουμε στόν Ἀκάθιστο Ὕμνο.
Ἡ στάση καί ἡ ἔκφραση τῆς καθήμενης ἤ ἀνακεκλιμένης σέ πορφυρένια στρωμνή ἤ γονατιστῆς Θεοτόκου ἀντανακλᾶ κυρίως τήν ἀντίληψη γιά τόν μέ ἤ χωρίς ὠδίνες τοκετό τοῦ θείου βρέφους, καθώς καί τήν πρόθεση νά ἐξαρθεῖ πότε ἡ θεότητα καί πότε ἡ ἀνθρωπότητα τοῦ Κυρίου. Ἔτσι, γιά παράδειγμα, σέ ὁρισμένες παραστάσεις τῆς Γεννήσεως, ἡ ἀνάλαφρη, μισοκαθισμένη ἤ μισοξαπλωμένη Θεοτόκος προδίδει τήν ἀπουσία πόνων κατά τόν τοκετό της καί συνεπῶς τήν παρθενική γέννηση καί τή θεία καταγωγή τοῦ βρέφους. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός διδάσκει ὅτι ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἦταν συνάμα «δι’ ἡμᾶς, καθ’ ἡμᾶς καί ὑπέρ ἐμᾶς», δηλαδή σωτήρια, φυσική καί ὑπερφυσική» καί συνάμα «ὑπέρ νόμον κυήσεως».
Σέ πολλές μεταβυζαντινές εἰκόνες -ὅπως ἡ φορητή εἰκόνα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, μέρος τοῦ Δωδεκάορτου τοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς Σταυρονικήτα, πού θεωρεῖται ἡ πρωϊμότερη τοῦ εἰκονογραφικοῦ αὐτοῦ τύπου- ἡ Θεοτόκος εἶναι γονατιστή μπροστά στό θεῖο βρέφος, μέ τά χέρια σταυρωμένα. «Τό στοιχεῖο αὐτό, δυτικῆς καταγωγῆς, ἐντείνει τό δοξαστικό νόημα τῆς σύνθεσης, γιατί στήν προσκύνηση τοῦ Χριστοῦ μετέχει τώρα καί ἡ Θεοτόκος» (Μαν. Χατζηδάκης).
Ἀτενίζοντας τήν Παρθένο Μαρία δίπλα στό θεῖο βρέφος, ἐμπνεόμαστε ἀπό τήν ἁγνότητά της καί διδασκόμαστε ἀπό ἐκείνην πῶς νά ὑπακοῦμε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ· πῶς νά ἐνσαρκώνουμε κι ἐμεῖς στήν ψυχή μας τό Λόγο, τόν Ἰησοῦ Χριστό· πῶς νά προετοιμάζουμε τή ψυχή καί ὅλη τήν ὕπαρξή μας, γιά νά γίνει τόπος ἀνάπαυσής Του. Διδασκόμαστε πῶς νά καθαρίζουμε τήν καρδιά μας «τοῦ κατοικῆσαι τόν Χριστόν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν» κατά τόν Ἀπόστολο. Παρακινούμαστε νά ἐνσαρκώνουμε κι ἐμεῖς πνευματικά τόν Θεό Λόγο, δίνοντας σάρκα καί ὀστᾶ στή διδασκαλία Του μέ τό νά τήν ζοῦμε καί νά τή μεταδίδουμε καί στούς ἄλλους, στήν πράξη καί τή θεωρία, ἀληθινά καί ζωντανά.
Ὅσο ὁ Χριστός γεννᾶται στήν ψυχή μας τόσο ὁ ἔσω ἄνθρωπος ἀναγεννᾶται. Ὅσο ὁ Χριστός, ὁ νέος Ἀδάμ, αὐξάνει μέσα μας, τόσο ὁ παλαιός, ὁ χοϊκός Ἀδάμ, ἀδυνατεῖ καί χάνεται.
Ὁ Ἰωσήφ
Ἡ θέση τοῦ μοναχικοῦ Ἰωσήφ δέν εἶναι κοντά στό βρέφος ἀλλά ἔξω ἀπό τό σπήλαιο ὅπου κάθεται συλλογισμένος, στό ἕνα ἄκρο τῆς εἰκόνας. Ἡ γραφική ἀλλά συνάμα πολύ θεολογική αὐτή λεπτομέρεια, πρωτοεμφανίζεται στίς ἀρχές τοῦ 11ου αἰῶνα. Εἰκονίζει μιά διακριτική προσέγγιση τοῦ ἀκατανόητου μυστηρίου, ἀλλά καί μία σαφῆ διάκριση τοῦ θείου καί τοῦ ἀνθρώπινου. Ὁ Ἰωσήφ φαίνεται νά ἀδυνατεῖ νά κατανοήσει τό παράδοξο μυστήριο τῆς ἐνσάρκωσης.
Ἡ παράμερη θέση τοῦ συλλογισμένου Ἰωσήφ δηλώνει τήν μή οὐσιαστική συμμετοχή του στά δρώμενα, διατρανώνοντας μέ τόν εἰκαστικό αὐτό τρόπο τήν ἀπείρανδρο γέννηση τοῦ Χριστοῦ ὁπότε καί τήν παρθενία τῆς Παναγίας. Ὁ Ἰωσήφ δέν εἶναι ὁ πατέρας τοῦ Βρέφους, ἀλλ’ ὁ προστάτης Του. Θά πρέπει νά ἦταν ὅμως καί ἄνθρωπος ὑψηλῆς πνευματικότητας, ἀφοῦ ὁ Θεός τοῦ ἐμπιστεύθηκε τήν προστασία τῆς Ἁγίας Οἰκογένειας (Ἰω. Βράνος).
Κάθεται σκεφτικός καί προβληματισμένος, ἀφοῦ κατά τόν Ἀκάθιστο Ὕμνο «Ὁ σώφρων Ἰωσήφ» «ζάλην ἔνδοθεν ἔχων λογισμῶν ἀμφιβόλων ἐταράχθη, πρός τήν ἄγαμον θεωρῶν καί κλεψίγαμον ὑπονοῶν» Παρθένο Μαρία. Μή μπορῶντας νά συλλάβει τό μέγεθος τοῦ μυστηρίου τῆς θείας ἐνανθρώπησης ἀπορεῖ, ἀλλά συνάμα θαυμάζει τό μεγαλεῖο τοῦ Δημιουργοῦ.
Σέ μερικές εἰκόνες βλέπουμε τόν Ἰωσήφ νά συνομιλεῖ μέ ἕναν γέρο καί ἄσχημο βοσκό. Ὑποδηλώνει τόν διάβολο πού πειράζει τόν Ἰωσήφ δείχνοντας τό ροζιασμένο ραβδί του καί λέγοντάς του εἰρωνικά, ὅτι ὅπως αὐτό τό ξερό κούτσουρο δέν μπορεῖ νά βλαστήσει μέ φύλλα καί κλαδιά ἔτσι εἶναι ἀδύνατον μία παρθένος νά γεννήσει.
Σύμφωνα μέ τόν διαπρεπῆ θεολόγο Παῦλο Εὐδοκίμωφ, ‘‘στό πρόσωπο τοῦ ἁγίου Ἰωσήφ, ἡ εἰκόνα ἀφηγεῖται ἕνα παγκόσμιο δρᾶμα πού ἀναπαράγεται διά μέσου ὅλων τῶν αἰώνων... Τό μυστήριο τοῦ Εὐαγγελίου ἀπευθύνεται στήν πίστη καί συναντᾶ τό ἐμπόδιο τῆς ἀμφιβολίας’’. Ὁ Ἰωσήφ γίνεται σύμβολο τῆς πάλης ἀνάμεσα στίς ἐπιταγές τῆς λογικῆς καί τῆς ἐμπειρίας καί τῆς πίστης στό Θεό, πού νικάει τούς ὅρους τῆς φύσης. Ὅμως, ὅπως διατρανώνει ὁ Ἰωσήφ μέσα ἀπό τήν θεσπέσια ὑμνολογία τῆς ἑορτῆς, «Ἐγώ, φησί, τούς προφήτας ἐρευνήσας καί χρηματισθείς ὑπό ἀγγέλου, πέπεισμαι ὅτι Θεόν γεννήσει ἡ Μαρία ἀνερμηνεύτως». Ἔτσι, ἡ ἀμφιβολία τοῦ Ἰωσήφ γίνεται στήριγμα γι’ αὐτούς πού δοκιμάζονται ἀπό λογισμούς ἀμφιβολίας καί δυσπιστίας.
Οἱ ἄγγελοι, οἱ Ποιμένες, ὁ ἀστέρας
Στό πάνω μέρος τῆς σύνθεσης εἰκονίζονται μεγαλόπρεποι ἄγγελοι καθώς καί οἱ Ποιμένες· πρόσωπα πού μνημονεύονται στά ἱερά κείμενα.
Οἱ ἄγγελοι, εὐθυτενεῖς ἤ σκυμμένοι σέ προσκύνηση, προβάλλουν ἀριστερά καί δεξιά ἀπό τήν συνήθως κωνική μορφή τοῦ βουνοῦ, ὅπου ἀνοίγεται τό σπήλαιο. Ἄν δέν εἶναι καθόλου εὔκολο ὁ ἀνθρώπινος νοῦς μας νά συλλάβει τήν ὑπερβατικότητα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, μπορεῖ ὅμως νά Τόν δοξολογεῖ γι’ αὐτήν. Οἱ ἄγγελοι δοξολογοῦν μέ οὐράνιους ὕμνους τόν τεχθέντα Κύριο καί μέ χαρά ἀναγγέλουν στούς ποιμένες τό μέγα γεγονός πού θά ἀποτελέσει τομή στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας. Ἐκεῖνοι δέχονται ἐκστατικά τό χαρούμενο μήνυμα. Οἱ ἁπλοϊκοί αὐτοί ποιμένες γιά τήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς τους εἶχαν τό προνόμιο νά ἐπικοινωνήσουν μέ τόν ὑπερφυσικό κόσμο τῶν ἀγγέλων καί ἀξιώθηκαν νά γίνουν μάρτυρες τοῦ θαύματος. Συνήθως, κάποιος ἀπ’ αὐτούς παίζει τή φλογέρα του, ἀναμιγνύοντας τή μουσική, τέχνη ἀνθρώπινη, μέ τό ἀγγελικό ἄσμα. Σέ ὁρισμένες συνθέσεις, κάποιος ἀπό τούς ποιμένες συνομιλεῖ μέ τόν Ἰωσήφ.
Σέ δεσπόζουσα θέση καί τό ἀστέρι, τό ὁποῖο τελικά στάθηκε πάνω ἀπό τό σπήλαιο, ρίχνοντας μία ἀκτῖνα του πάνω ἀπό τήν κεφαλή τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, τό ἀστέρι γίνεται καί ἕνας ἀγγελιοφόρος ἀπό τό ὑπερπέραν, πού μηνύει ὅτι στή γῆ γεννήθηκε «ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» Θεός. Τό ἀστέρι, ἀφοῦ ὁδήγησε τούς Μάγους στή φάτνη, μᾶς δείχνει τώρα τήν κατεύθυνση πού χαράσσει ἡ ἐνσάρκωση τῆς φιλάνθρωπης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.

Τό εἰκονογραφικό θέμα ‘’Τί σοί προσενέγκωμεν Χριστέ’’
Στά τέλη τοῦ 13ου αἰῶνα ἐμφανίζεται στή μνημειακή ζωγραφική ἕνα ἐντυπωσιακό θέμα πού ἐμπνέεται ἀπό τήν ὑμνογραφία τῶν Χριστουγέννων. Συγκεκριμένα, εἰκονογραφεῖται τό ἰδιόμελο στιχηρό τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς:
Τί σοί προσενέγκωμεν, Χριστέ ὅτι ὤφθης ἐπί γῆς ὡς ἄνθρωπος δι’ ἡμᾶς; ἕκαστον γάρ τῶν ὑπό σοῦ γενομένων κτισμάτων τήν εὐχαριστίαν σοι προσάγει· οἱ Ἄγγελοι τόν ὕμνον· οἱ οὐρανοί τόν ἀστέρα· οἱ Μάγοι τά δῶρα· οἱ Ποιμένες τό θαῦμα· ἡ γῆ τό σπήλαιον· ἡ ἔρημος τήν φάτνην· ἡμεῖς δέ Μητέρα Παρθένον. Ὁ πρό αἰώνων Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς.
Κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τό Ναζιανζηνό, ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ἡ ἑορτή τῆς δημιουργίας, ἀλλά ἡ ἑορτή τῆς ἀναπλάσεως τοῦ κόσμου· μιά ἀνανέωση, θά τολμούσαμε νά συμπληρώσουμε ἐμεῖς, πού ἁγιάζει τήν κτίση. Γι’ αὐτό ὅλη ἡ δημιουργία λαβαίνει μέρος στό μυστήριο τῆς Γεννήσεως, ὥστε νά βλέπουμε στήν παράσταση αὐτή ἐκπροσώπους ἀπ’ ὅλα τά κτίσματα νά προσφέρουν τήν εὐγνωμοσύνη τους στό Λυτρωτή.
Κέντρο τῆς σύνθεσης εἶναι ἡ βρεφοκρατοῦσα Θεοτόκος πού παριστάνεται καθήμενη σέ μεγαλοπρεπῆ θρόνο. Στήν πάνω ζώνη, παριστάνονται δύο χοροί σεβαζόντων ἀγγέλων πού ὑποκλίνονται στή βρεφοκρατοῦσα Θεοτόκο ἐνῶ ὑμνολογοῦν τόν γεννηθέντα Κύριο. Φέρουν τήν ἐπιγραφή: «Οἱ ἄγγελοι τόν ὕμνο». Ἀπό τόν οὐρανό ἐξακτινώνεται λαμπρό ἀστέρι πού καταλήγει στήν κεφαλή τῆς Θεοτόκου καί συνοδεύεται ἀπό τήν ἐπιγραφή: «Οἱ οὐρανοί τόν ἀστέρα». Στήν κάτω ἀριστερή γωνία μία γυναικεία μορφή πού κάθεται σέ βράχους–προσωποποίηση τῆς γῆς, κρατεῖ στά χέρια της ἕνα ὄρος μέ σπήλαιο. Φέρει τήν ἐπιγραφή: «Ἡ γῆ τό σπήλαιον». Στήν κάτω δεξιά γωνία, μία ἀντίστοιχη μορφή εἰκονίζεται νά προσφέρει τή φάτνη καί φέρει τήν ἐπιγραφή: «Ἡ ἔρημος τήν φάτνη». Λίγο ψηλότερα ἀπό τήν πρώτη μορφή παριστάνονται οἱ τρεῖς δωροφοροῦντες μάγοι μέ τήν σχετική ἐπιγραφή: «Οἱ Μάγοι τά δῶρα» ἐνῶ στήν ἀντίστοιχη δεξιά θέση, τρεῖς ποιμένες πού εἶναι ὅλο θαυμασμό καί ἀπορία καί φέρουν τήν ἐπιγραφή: «Οἱ Ποιμένες τό θαῦμα». Δεξιά καί ἀριστερά τῆς Θεοτόκου, δύο πολυπληθεῖς ὁμάδες, ἐκπρόσωποι τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ καί κοσμικοῦ χώρου, ὁλοκληρώνουν τή θεματολογία τῆς κάτω ζώνης. Φέρουν τήν ἐπιγραφή «Ἡμεῖς δέ μητέρα Παρθένον ἁγνήν».
Μέ τή Θεοτόκο θεώνεται ἡ ἁγνή καί καθαρή ἀνθρώπινη φύση, πού μέ τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διατηρήθηκε στό πρόσωπο τῆς ἀειπαρθένου Μαρίας. Ἡ Θεοτόκος ἐπιτέλεσε ὅλο τό ἔργο, πού χρειαζόταν ἀνθρωπίνως γιά τή σωτηρία μας. Μ’ αὐτήν τήν ἔννοια ἡ Θεοτόκος ἐκπροσωπεῖ ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα καί προσφέρει γιά χάρη της τή δική της σάρκα ὡς δοχεῖο τῆς Θεότητας. Καί ἡ εὐχαριστιακή αὐτή προσφορά εἶναι ἀσύγκριτα σημαντικότερη ἀπό τῶν ἄλλων κτισμάτων.