Κυριακή 18 Αυγούστου 2019

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΜΑΚΡΥΜΑΛΛΗΣ




       Ἀφιέρωμα στήν ἱερά μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Μακρυμάλλης
  Τιμή καί εὐχαριστία στήν Κυρία Θεοτόκο πού προστάτευσε τό μοναστήρι της κατά τήν πρόσφατη καταστροφική πυρκαϊά πού κατέκαψε τήν κεντρική νῆσο Εὔβοια.

  ἱερά μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Μακρυμάλλης βρίσκεται κοντά στόν ὁμώνυμο οἰκισμό, ἑπτά χιλιόμετρα βορειότερα ἀπό τήν πόλη τῶν Ψαχνῶν, στήν κεντρική Εὔβοια. Εἶναι οἰκοδομημένη σέ πευκόφυτη πλαγιά, σέ ὑψόμετρο 290 μέτρων.

    Ἐξ αἰτίας τῶν ἀλεπάλληλων καταστροφῶν πού ὑπέστη τό μοναστήρι ἀπό τούς κατά καιρούς κατακτητές, δέν διασώθηκαν γραπτές μαρτυρίες γιά τά πρώτα χρόνια τῆς λειτουργίας του. Γιά τόν λόγο αὐτό ἡ προφορική παράδοση παραμένει ἡ μόνη πηγή γιά τά ὅσα γνωρίζουμε γιά τήν περίοδο αὐτή. Σύμφωνα μέ αὐτήν ἡ Μονή ἱδρύθηκε κατά τόν 12ο αἰώνα ἀπό δύο μοναχούς, πρώην ποιμένες τῆς περιοχῆς πού βρῆκαν μέ θαυμαστό τρόπο μία εἰκόνα τῆς Παναγίας στή θέση ὅπου κτίστηκε ἀργότερα ἡ Μονή.

 

 Σέ μεγάλη ἀκμή βρέθηκε ἡ Μονή κατά τόν 17ο καί τίς ἀρχές τοῦ 18ου αἰώνα. Πάντως, 
στά 1828 ἀναφέρεται ὅτι στή μονή ἀσκοῦνταν 42 μοναχοί. Κατά τούς ἀγῶνες τῆς ἐθνικῆς παλιγγενεσίας, τό 1821, ἡ Μονή εἶχε ἐνεργό ρόλο, μέ συνέπεια τήν καταστροφή της ἀπό τούς Τούρκους. 

Μετά τήν Ἐπανάσταση ἡ Μονή ἀνοικοδομήθηκε ξανά, ὡστόσο τό 1881 διαλύθηκε καί ὑπήχθη στή μονή Γαλατάκη ὡς μετόχι της ἕως τό 1908 ὁπότε καί ἀνακαινίστηκε. Ὅμως νέα καταστροφή ἔπληξε τή Μονή καθώς τό 1944 λεηλατήθηκε καί καταστράφηκε ὁλοσχερῶς ἀπό τούς Γερμανούς.
 Στίς μέρες μας ἡ Μονή γνωρίζει νέα περίοδο ἀκμῆς ὑπό τήν πνευματική καθοδήγηση τοῦ ἡγουμένου της ἀρχιμανδρίτη Ἰακώβου.
 Ἀπό τά μετόχια τῆς Μονῆς ξεχωρίζουν τῆς Παναγίας Χιλιαδοῦς καί τοῦ Ἁγίου Δημητρίου (15ος αἰώνας).

   Ἀπό τίς σωζόμενες τοιχογραφίες τοῦ καθολικοῦ τῆς Μονῆς, πού τιμᾶται στήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου διακρίνεται ἡ Πλατυτέρα τῶν Οὐρανῶν, μέ δύο ἀγγέλους νά περιβάλλουν τήν Παναγία. 




Ἀξιόλογες εἶναι καί ὁρισμένες εἰκόνες τοῦ τέμπλου (περί τό 1882). Ἀνάμεσα στά κειμήλιά της ξεχωρίζουν ἕνα ἀργυρό εὐαγγέλιο τοῦ 1754, ἕνα δισκοπότηρο τοῦ 1796 καί ἕνα θυμιατό τοῦ 1808, ἐνῶ σημαντική εἶναι καί ἡ βιβλιοθήκη τῆς Μονῆς μέ νεώτερα βιβλία.


 Πολυτιμότερος ὅμως θησαυρός εἶναι τά ἱερά λείψανα πού φυλάσσονται στή Μονή. Ἀνάμεσά τους ἱερά λείψανα τῶν ἁγίων: Τιμίου Προδρόμου, Τρύφωνος, Χαραλάμπους, Αὐξεντίου, Παντελεήμονος, Ἀναργύρων, Ρηγίνου ἐπισκόπου Σκοπέλου, Ἰγνατίου, Νικήτα, Βασιλείου Ἀγκύρας, ὁσιομάρτυρος Παρασκευῆς καί Παρθενίου Λαμψάκου.



Τοῦ τελευταίου αὐτοῦ Ἁγίου τήν τιμία κάρα, πολλοί προσκυνητές ἐπισκέπτονται τήν Μονή εἰδικά γιά νά τήν προσκυνήσουν καί νά προσευχηθοῦν στόν μεγάλο αὐτό θεραπευτή τῆς νόσου τοῦ καρκίνου. Δέν εἶναι λίγες δέ οἱ φορές πού οἱ πατέρες τῆς Μονῆς φιλαδέλφως μεταφέρουν τό ἱερό αὐτό λείψανο τοῦ ἁγίου Παρθενίου ἐκτός μονῆς, ὅπου ὑπάρχει μεγάλη πνευματική ἀνάγκη.




   Κατά τήν πρόσφατη καταστροφική πυρκαϊά δύο ἡμέρες πρό τῆς Πανηγύρεως τῆς Μονῆς κατά τήν ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τόν Αὔγουστο τοῦ 2019 τό μοναστήρι κινδύνεψε νά καταστραφεῖ ὁλοκληρωτικά καθώς ἡ πύρινη λαίλαπα πού κατέκαιε γιά μέρες τήν εὐρύτερη περιοχή περιέζωσε κυριολεκτικά τά κτίρια τῆς μονῆς.


 Μέ τήν βοήθεια ὅμως τῆς Παναγίας καί τή θαραλλέα ὑπηρεσία τῶν ἀνδρῶν τῆς Πυροσβεστικῆς καί ἐθελοντῶν, κι ἐνῶ ὁλόκληρο τό φυσικό περιβάλλον μέ τό πανέμορφο δάσος ἐκτάσεως τουλάχιστον εἰκοσιτριῶν χιλιάδων στρεμμάτων κατακάηκαν ὁλοσχερῶς, προκαλῶντας ἀνυπολόγστη οἰκολογική καταστροφή στήν κεντρική Εὔβοια, τό μοναστήρι σώθηκε.

Ο ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟ Π. ΙΑΚΩΒΟ ΣΕ ΠΡΟΣΦΑΤΟ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΤΟΥ ΣΤΗ ΜΟΝΗ ΜΑΚΡΥΜΑΛΛΗΣ

  Στήν ἐκλεκτή ἀδελφότητα τῆς Μονῆς καί στόν ἀγαπητό μας φιλοαθωνίτη καθηγούμενο π. Ἰάκωβο, μέ τόν ὁποῖο ἀπό ἐτῶν γνωριζόμαστε, εὐχόμαστε ἡ Κυρία Θεοτόκος νά τούς ἐνδυναμώσει ὥστε νά καταφέρουν νά ἐπουλώσουν τίς πληγές ἀπό τή ψυχική ὀδύνη πού ὑπέστησαν ὥστε νά συνεχίσουν τό θεάρεστο πνευματικό τους ἔργο πρός δόξαν Θεοῦ.

                                                                          Γέρων Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης












Πέμπτη 15 Αυγούστου 2019

Όλο το κάλλος της Θεοτόκου είναι έσωθεν

Του μοναχού Παταπίου Καυσοκαλυβίτου

 
«Δεῦτε ἅπαντα τά πέρατα τῆς γῆς, τήν σεπτήν Μετάστασιν τῆς Θεομήτορος μακαρίσωμεν· ὅθεν τῇ ἁγίᾳ Κοιμήσει αὐτῆς, ὁ κόσμος ἀνεζωοποιήθη, ἐν ψαλμοῖς καί ὕμνοις, καί ᾠδαῖς πνευματικαῖς, μετά τῶν Ἀσωμάτων καί τῶν Ἀποστόλων ἑορτάζων φαιδρῶς».
Ἀκολουθώντας τήν ἀνωτέρω προτροπή τοῦ ἱεροῦ ὑμνογράφου συμμετέχουμε κι ἐμεῖς ἀπό τό Περιβόλι τῆς Παναγίας σ᾿ αὐτό τό μεγάλο θεομητορικό πανηγύρι, πού ἐκδηλώνεται σέ κάθε μεριά τῆς εὐλογημένης πατρίδας μας, ἀπό τό Ἁγιώνυμο Ὄρος τοῦ Ἄθωνα καί τήν Ἀθήνα καί ἀπό τόν Ἔβρο καί τήν Γαῦδο ἕως τήν Κέρκυρα καί τό Καστελλόριζο.
Καί συνερχόμαστε τό Δεκαπενταύγουστο γιά νά τιμήσουμε μέ ψαλμούς καί ὕμνους καί ὠδές πνευματικές, τήν φωτοφόρο μνήμη τῆς Κοιμήσεως τῆς Μητέρας τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ μας, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. 
Κάθε θεομητορική ἑορτή εἶναι ὑπόθεση χαρᾶς γιά ὅλη τήν Ἐκκλησία, ἀκριβῶς γιατί ἡ Παναγία ἐδόξασε τό ἀνθρώπινο γένος, μέ τό νά γίνει τό πρόσωπο ἐκεῖνο πού δώρισε τήν σάρκα της γιά νά ἐνανθρωπίσει τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. 
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ἱεροί ὑμνογράφοι, οἱ εἰκονογράφοι, συναγωνίζονται στήν παρουσίαση τῆς ἀξίας τοῦ προσώπου τῆς Παναγίας μας, πού εἶναι ἡ χαρά τῶν Ἀγγέλων, ἡ δόξα τῶν Ἁγίων, ἀλλά καί ἡ προστασία ὅλων τῶν ἀνθρώπων εἴτε πάσχουν ἀπό διάφορες ἀσθένειες εἴτε ὑποφέρουν ἀπό τά ποικίλα προβλήματα, πού συνδέονται στενά μέ τόν ἀνθρώπινο βίο. 
Ἀνάμεσα στίς πολλές θεομητορικές ἑορτές σημαντική θέση κατέχει ἡ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, πού ἀποκτᾶ μεγάλη σημασία καί ἀξία, τόσο ὡς πρός τό περιεχόμενό της, ἀφοῦ ἡ Παναγία νίκησε τήν φθορά καί τόν θάνατο μέ τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ, ὅσο καί ὡς πρός τόν χρόνο πού ἑορτάζεται. Γι᾿ αὐτό καί ἡ μεγάλη αὐτή ἑορτή ἔχει ὀνομασθεῖ ἀπό τόν σοφό ἑλληνικό λαό, τό Πάσχα τοῦ Καλοκαιριοῦ. 
Σέ κάθε θεομητορική ἑορτή, ἀλλά ἰδιαιτέρως στήν παρούσα ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, μᾶς δίνεται ἡ εὐκαιρία νά ἀποδώσουμε τήν ἀγάπη μας στήν μητέρα τοῦ Θεοῦ.
Διά μέσου αὐτῆς βλέπουμε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ἀντιμετωπίζουμε τά προβλήματα πού μᾶς ταλαιπωροῦν. Διά τῆς Θεοτόκου ὁ Θεός ἀνέπλασε τό ἀνθρώπινο γένος, καί ἐμεῖς μέσα στήν Ἐκκλησία γευόμαστε τήν ἀνάπλαση αὐτή.
Ἡ ζωή μας ἀποκτᾶ ἄλλο νόημα καί περιεχόμενο. Γι᾿ αὐτό ἡ ἀγάπη μας πρός τήν Παναγία εἶναι ἀνταπόδοση τῶν ὅσων ἐκείνη ἔκανε καί ἐξακολουθεῖ νά κάνει γιά ἐμᾶς. 
Ἀνταύγειες αὐτῆς τῆς ἀγάπης εἶναι καί τά θεσπέσια ὑμνογραφήματα τῆς Ἐκκλησίας μας, πού εἶναι ἀφιερωμένα στήν Κυρία Θεοτόκο.
Οἱ θεῖοι μελωδοί τῆς Ἐκκλησίας μας γιά νά ἐκφράσουν τό ἄρρητο κάλλος τῆς Παρθένου ἐπιστρατεύουν στόν λόγο τους ὅλη τήν δημιουργία, φέρνοντας ὅλες τίς λαμπρές εἰκόνες τῆς φύσεως.
Καί τήν ὀνομάζουν «ἄρουραν εὔκαρπον», θάλασσα καί πέλαγος χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, «ὄρθρον φαεινόν», «φωτεινήν νεφέλην», «ἄμπελον εὐκληματούσαν», «ἐλαίαν κατάκαρπον», «περιστεράν ἀμόλυντον».
Καί οἱ ψαλμωδοί, καταλαβαίνοντας τήν ἀδυναμία τους καταλήγουν τόν λόγο τους ὁμολογώντας: «Ὑπερίπταται, Θεοτόκε ἁγνή, τό θαῦμα σου τήν δύναμιν τῶν λόγων». Ξεπερνᾶ τό θαῦμα καί τό ἄρρητον κάλλος τῆς Παρθένου τό θαῦμα καί τό κάλλος ὁλόκληρης τῆς δημιουργίας. 
Μέ τήν Παναγία καταγλαΐζεται ὄντως ὁ κόσμος, καθώς εἶναι ἡ «μόνη κοσμήσασα τήν ἀνθρωπότητα τῷ τόκῳ αὐτῆς», κατά τόν ὑμνογράφο. Ὅλο τό κάλλος τῆς Παρθένου εἶναι ἔσωθεν. Εἶναι ὁ καρπός τῆς κοιλίας της, εἶναι ὁ Υἱός της, τό Φῶς του κόσμου: Ὁ Χριστός. 
Κάθε ἄνθρωπος ἔχει τήν ἱστορία καί τά προβλήματά του. Καί εἶναι γεγονός ὅτι ὁλόκληρος ὁ κόσμος σήμερα ἔχει ἀνάγκη ἀπό γνήσια καί εἰλικρινῆ Μετάνοια˙ μιά προοπτική, πού εἶναι ἡ μόνη δυνατή νά μᾶς ἐξαγάγει ἀπό τούς μονόδρομους τῆς παρούσας ζωῆς, καί τά ἀδιέξοδα τῆς σημερινῆς μονοδιάστατης καί μονοσήμαντης, καί γι᾿ αὐτό, πολυτάραχης κοινωνίας.
Ἄν ὑπάρχει λοιπόν μία ἐλπίδα, αὐτή εἶναι ὁ ἀναγεννημένος ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος, πού εἶναι ἀποφασισμένος νά ἀναθεωρήσει τή ζωή του, τόν τρόπο ἐργασίας, τόν τρόπο ἐκτελέσεως τοῦ καθήκοντος ἤ τοῦ λειτουργήματός του, τόν τρόπο συμπεριφορᾶς του πρός τόν συνάνθρωπό του καί τό φυσικό περιβάλλον.
Μέ τήν εὐκαιρία λοιπόν τῆς μεγάλης γιορτῆς τοῦ καλοκαιριοῦ ἄς εὐχηθοῦμε νά βρισκόμαστε πάντοτε κάτω ἀπό τή θεομητορική σκέπη τῆς Παναγίας, ὥστε, ἑνωμένοι μαζί της, νά μποροῦμε νά ἀποκτήσουμε πνευματικούς ὀφθαλμούς ὥστε νά βλέπουμε τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, τήν τραγωδία τοῦ ἀνθρώπου, καθώς ἐπίσης καί τόν τρόπο μέσα ἀπό τόν ὁποῖο θά μπορέσει νά ἐπιτευχθεῖ ἡ ἀνάπλαση καί ἡ ἀναδημιουργία μας.

Πηγή: Romfea.gr

ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ - Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ μέ τήν εὐκαιρία τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, κατά τήν ὁποία πανηγυρίζει ἡ Καλύβη τοῦ Ἁγ. Ἀκακίου ἀλλά καί ὁλόκληρο τό Ἅγιον Ὄρος Ἄθως, πού εἶναι ἀφιερωμένο στήν Παναγία, εὔχεται σέ ὅλους τούς ἀναγνῶστες μας, ἀλλά καί τούς προσκυνητές τοῦ Ἁγίου Ὄρους ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ καί πλούσια τήν εὐλογία τοῦ Κυρίου καί τῆς ἐν πρεσβείαις ἀκοιμήτου Θεοτόκου.

 Ἡ Κοίμησις τῆς Θεοτόκου.
Τοιχογραφία (λεπτομέρεια) στό παρεκκλήσι τῆς Κοιμήσεως Θεοτόκου τῆς καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου Καυσοκαλυβίων, 1759.
Ἐργαστήριο ἱερομον. Παρθενίου τοῦ ἐξ Ἀγράφων

Καλλιτεχνικά διακοσμημένος μέ ἔχρωμη ζάχαρη δίσκος κολλύβων, 
διά χειρός Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου.

Σάββατο 10 Αυγούστου 2019

Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗΣ ΜΑΓΕΙΡΙΚΗΣ




Ἡ τέχνη τῆς Ἁγιορείτικης Μαγειρικῆς

                                                                   τοῦ μοναχοῦ Παταπίου Καυσοκαλυβίτου

Τό Ἅγιον Ὄρος ἐκτός ἀπό τόπος μετανοίας μοναχῶν πού προέρχονται ἀπό διάφορες χῶρες καί πολιτισμικά ἐπίπεδα εἶναι ἐπίσης καί ἕνα  χωνευτήρι γαστρονομικῶν γνώσεων και ἐμπειριῶν. Οἱ μοναχοί, ἐρχόμενοι στόν Ἄθωνα, φέρνουν μαζί καί τήν κουλτούρα τους, τίς παραδόσεις τους, τίς γεύσεις τοῦ τόπου ἀπό τόν ὁποῖο κατάγονται.

 Ὡς φυσιολογική συνέπεια τῆς παραπάνω πραγματικότητας ἔχουμε στό Ἅγιον Ὄρος τή διαμόρφωση ἑνός ξεχωριστοῦ ρεπερτορίου ὑλικῶν, τεχνικῶν μαγειρικῆς καί συνταγῶν καί μιᾶς πολυσχιδοῦς μαγειρικῆς παράδοσης μέ ἰδιάζοντα χαρακτήρα, πού βρίσκεται σέ διαρκῆ συνομιλία με τήν καθημερινότητα τῆς μοναχικῆς βιοτῆς καἰ ἰδιαίτερα τοῦ κοινοβιακοῦ βίου.

   Ὡστόσο, οἱ παραπάνω ἐπιρροές δέν ἔχουν ἐνσωματωθεῖ ἄκριτα στή βασική ἁγιορειτική μαγειρική. Δοκιμάζονται στό πέρασμα τοῦ χρόνου, καί ἐάν «ἔχουν πέραση» τότε ἐγγράφονται στίς καθημερινές συνήθειες τῶν μοναχῶν. Ἔτσι, ἡ τρέχουσα ἁγιορείτικη μαγειρική εἶναι προϊόν μακραίωνης παράδοσης, ἡ ὁποία ἐγκολπώνει ἐπιρροές πού φαίνεται ὅτι ἀνανεώνουν, χωρίς νά ἀλλοιώνουν, τόν χαρακτῆρα της.

   Πρόκειται γιά μιά κουζίνα πληθωρική, πολυσυλλεκτική, καί ὅμως λιτή καί μέ ξεκάθαρη μεσογειακή ταυτότητα, πού βασίζεται στό ἐλαιόλαδο, στά χόρτα καί τά λαχανικά, στά ὄσπρια, στά ψάρια καί στά θαλασσινά. Τό ἁγιορείτικο μενοῦ, τόσο τό ἀρτήσιμο ὅσο καί τό νηστήσιμο, περιλαμβάνει φαγητά πού συνήθως εἶναι ὑψηλῆς γευστικῆς ἀξίας.

  Ἐκτός ὅμως ἀπό τίς ἐπιρροές πού ἀναφέραμε, καθοριστικός γιά τή διαμόρφωση τῆς ταυτότητας τῆς ἁγιορείτικης μαγειρικῆς εἶναι ἕνας βασικός κανόνας πού διέπει τήν καλογερική διατροφή: οἱ μοναχοί (ἰδίως στά κοινόβια μοναστήρια) δέν ἐπιτρέπεται νά κρεωφαγοῦν. Τό «ἐπίσημο» φαγητό τῶν μεγάλων ἑορτῶν εἶναι τό ψάρι.






 Τόν ὑπόλοιπο χρόνο τό ἁγιορείτικο διαιτολόγιο περιλαμβάνει λαχανικά, ὄσπρια, ζυμαρικά καί θαλασσινά. Ἄν μάλιστα, σκεφτοῦμε πώς στό Ἅγιον Ὄρος κατά τίς Δευτέρες, τίς Τετάρτες καί τίς Παρασκευές ὅλου τοῦ ἔτους (ἐκτός ἑορτῶν), κατά τή νηστεία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἀλλά καί τοῦ Δεκαπενταύγουστου, οἱ πατέρες τρῶνε ἀλάδωτα φαγητά, περίπου 200 μέρες τόν χρόνο, δέν χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια νά σκεφθεῖ κανείς ὅτι τά φαγητά πού μαγειρεύονται (ἰδιαίτερα στά κοινόβια) πρέπει νά γίνονται πολύ εὔγευστα. 


Στό Ἅγιον Ὄρος οἱ νηστεῖες τηροῦνται ἀπαράβατα. Γι᾿ αὐτό οἱ παραπάνω περιορισμοί ὁδήγησαν τούς πατέρες στό νά γίνουν εὑρηματικοί στή μαγειρική τους. Τά φαγητά πρέπει νά παρασκευάζονται μέ πολλούς τρόπους γιά νά μήν ὑστεροῦν σέ νοστιμιά καί νά μή γίνουν βαρετά. 

Γιά τόν σκοπό ἐπίσης αὐτό, γιά νά νοστιμίσουν δηλαδή τά φαγητά, χρησιμοποιοῦνται ἄφθονα μυρωδικά καί μπαχαρικά. Τό μάλαθρο, ὁ μαϊντανός, ὁ δυόσμος, τό κοκκινοπίπερο, ἡ κανέλα, τό μπαχάρι ἤ τό κύμινο τά συναντᾶς στίς περισσότερες ἁγιορείτικες συνταγές.






  Οἱ μαγεῖροι προτιμοῦν τό κοκκινοπίπερο ἀντί γιά τό μαῦρο πιπέρι γιά νά δώσει γλύκα καί χρῶμα στά φαγητά καί χρησιμοποιοῦν τό κύμινο, πού καρυκεύει ἀρκετά καλογερικά λαδερά καί ὄσπρια. Τό ἀποτέλεσμα ὅμως δέν θά ἦταν θετικό χωρίς τήν ἐμπειρία καί τό μεράκι τῶν μαγείρων, πού στό πλαίσιο τῆς «ὑψηλῆς» διακονίας τους κάνουν ὅτι μποροῦν γιά νά εὐχαριστήσουν τούς ἀδελφούς τους ἀλλά καί τούς προσκυνητές τοῦ ἱεροῦ τόπου.

Ὁ μικρός ἤ ὁ μεγάλος λαχανόκηπος, πού διατηρεῖ ὄχι δίχως κόπο κάθε ἁγιορειτικό σκήνωμα, κοινόβια μονή, κελλί ἤ σκητιωτική καλύβη, ἀλλά καί οἱ εὔφορη θάλασσα πού περιβάλλει τήν ἀθωνική χερσόνησο τροφοδοτοῦν τά μαγειρικά σκεύη τῶν μοναχῶν μέ φρέσκα καί ἀνόθευτα κηπευτικά ὅλο τόν χρόνο καί μέ φρέσκα ψάρια καί θαλασσινά.









  Τό διακόνημα τοῦ μαγείρου εἶναι κοπιαστικό λόγω τῆς μεγάλης ποσότητας φαγητοῦ πού πολλές φορές καλεῖται νά παρασκευάσει ἄν καί οἱ παλαιότεροι διακονητές τοῦ ἔχουν διδάξει ἐπαρκῶς τίς πρέπουσες ἀναλογίες. Εἶναι ὅμως καί καρποφόρο πνευματικά ἐπειδή ὁ διακονητής, ἐφόσον τό κάνει μέ ἀγάπη, χαίρεται ἀναπαύοντας τούς συμμοναστές του ὅσο περισσότερο μπορεῖ, μέ τό νά τούς προσφέρει ἐδέσματα καλά, εὔγευστα καί περιποιημένα κατά τό δυνατόν. Ὁ κόπος τῆς διακονίας καλλιεργεῖ τήν ταπείνωση, τήν ὑπομονή καί προάγει τόν διακονητή πνευματικά, ἐφόσον βέβαια συνδυάζεται μέ τήν προσευχή, πού εἶναι τό κύριο ἔργο τοῦ μοναχοῦ. Ἕνας παλαιός Ἁγιορείτης γέροντας ἔλεγε χαρακτηριστικά γιά τούς μοναχούς τῆς ἐποχῆς του: «Καθημερινά, πρέπει ἤ να κλαῖμε ἤ να ἱδρώνουμε. Ἐπειδή ἡ κατάνυξη εἶναι δύσκολη, τουλάχιστον ἄς προσφέρουμε στόν Κύριο τόν ἅγιο ἱδρῶτα μας».
  Κατά τή διάρκεια τοῦ γεύματος ἤ τοῦ δείπνου γίνεται ἀνάγνωση τοῦ βίου τοῦ ἁγίου τῆς ἡμέρας ἤ ἑνός ἀπό τά κλασικά κείμενα τῆς πατερικῆς γραμματείας, κυρίως στίς κοινόβιες μονές, ἤ πνευματική συζήτηση, ἄν πρόκειται γιά σκητιωτική ἤ κελλιωτική τράπεζα. Ἔτσι ἡ συνεστίαση γίνεται γεγονός ὑλικό καί πνευματικό. Μέ προσευχή εὐλογεῖται ἀλλά καί ὁλοκληρώνεται ἡ βρῶση, ἡ πόση ἀλλά καί τά περισσεύματα ἀπό τό τραπέζι τῶν πιστῶν δούλων τοῦ Θεοῦ, πού εὔχονται νά μή λείψουν ποτέ ὄχι μόνο ἀπό τούς ἴδιους ἀλλά καί ἀπό τούς οἴκους τῶν πτωχῶν ὅλου τοῦ κόσμου. Σ᾿ αὐτό ἄλλωστε συντελεῖ καί ἡ παράσταση τῆς Φιλοξενίας τοῦ Ἀβραάμ εἰς τύπον τῆς Ἁγίας Τριάδος, πού συνήθως εἶναι εἰκονογραφημένη στίς ἀθωνικές τράπεζες.
   Καί ὁ μάγειρας; Παρών καί κατά τήν ἔξοδο τῶν πατέρων ἀπό τήν τράπεζα, παραστέκοντας δίπλα στόν ἡγούμενο καί βάζοντας μάλιστα μετάνοια σ᾿ ὅλους γιά τίς τυχόν παραλείψεις του.

  Στίς περισσότερες ἀπό τίς κοινόβιες ἀθωνικές μονές τό καθολικό, ὁ κεντρικός δηλ. ναός τῆς μονῆς καί ἡ τράπεζα, ὁ χῶρος τῆς κοινῆς ἐστίασης,  βρίσκονται τό ἕνα ἀπέναντι ἀπό τό ἄλλο.  
Μιά νοητή γραμμή θά ἔλεγες ὅτι ἑνώνει τά δύο κτίρια, ἀλλά καί τήν πορεία τῶν μοναχῶν μετά τή Θεία Λειτουργία κάτι πού ὑποδηλώνει ὅτι τό γεῦμα στή μοναστική παράδοση εἶναι συνέχεια τῆς Ἀκολουθίας. Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικό ὅτι τό «Δι᾿ Εὐχῶν», ὁ λειτουργός ἱερέας δέν τό λέει μετά τό πέρας τῆς Θείας Λειτουργίας στόν ναό ἀλλά, ἀργότερα, στήν τράπεζα, μετά τήν ὁλοκλήρωση τοῦ γεύματος. Ὅλοι οἱ συνδαιτυμόνες, πατέρες καί προσκυνητές εὐχαριστοῦν ἐγκάρδια τόν Θεό, πού τούς «ἐνέπλησε τῶν ἐπιγείων Του ἀγαθῶν» καί τόν παρακαλοῦν νά μή τούς «στερήσει καί τῆς ἐπουρανίου Βασιλείας Του».

 



Σέ ἑπόμενες ἀναρτήσεις τό ἱστολόγιό μας θά δημοσιεύσει πρωτότυπες Συνταγές τοῦ συγγραφέα τοῦ παρόντος κειμένου, μοναχοῦ Παταπίου Καυσοκαλυβίτου, πού ἀποτελεῖ μία «Εἰσαγωγή στήν Ἁγιορείτικη Μαγειρική».
Συνταγές ἀπό τόν ἀθωνικό λαχανόκηπο, πού οἱ περισσότεροι ἀπό τούς προσκυνητές τοῦ Περιβολιοῦ τῆς Παναγίας μας γεύονται.

Δευτέρα 5 Αυγούστου 2019

Κυριακή 28 Ιουλίου 2019

Η ΤΙΜΗ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΣΤΗΝ ΙΕΡΑ ΚΑΛΥΒΗ ΑΓ. ΑΚΑΚΙΟΥ ΣΤΑ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΑ



Μέ τίς πρέπουσες λειτουργικές τιμές ἑορτάστηκε καί ἐφέτος στήν ἱερά καλύβη Ἁγίου Ἀκακίου τῆς Σκήτης Καυσοκαλυβίων ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου νέου ὁσιομάρτυρος Νικοδήμου πού μαρτύρησε στό Ἐλβασάν τῆς Ἀλβανίας στίς 11 Ἰουλίου 1722.


 Ἔτσι, στόν τόπο τῆς ἀσκήσεως τοῦ Γέροντα καί ἀλείπτη τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, ὅπου ὁ ἅγιος νεομάρτυς ἔλαβε τή ράβδο καί τήν εὐχή τοῦ ὁσίου Ἀκακίου γιά τό Μαρτύριο, τελέστηκε πανηγυρική Θεία Λειτουργία ἐνῶ ἐψάλη καί ὁ Παρακλητικός Κανόνας πρός τόν ἅγιο Νικόδημο, παρουσίᾳ πολλῶν εὐλαβῶν προσκυνητῶν.



  Μετά τό πέρας τῆς Ἀκολουθίας τελέστηκε Μνημόσυνο στή μνήμη τοῦ προσφάτως ὁσιακῶς κοιμηθέντος ἀρχιμανδρίτου Νεκταρίου Μαρμαρινοῦ (+ 21 Ἰουλίου 2019), ἱδρυτοῦ τῆς ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Παταπίου Κορινθίας, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε ἐπί σειρά ἐτῶν Πνευματικός τοῦ Γέροντος τῆς Καλύβης Ἁγίου Ἀκακίου, Παταπίου μοναχοῦ.
 Γιά τήν φωτισμένη προσωπικότητα τοῦ ἀειμνήστου π. Νεκταρίου τό ἱστολόγιό μας ἑτοιμάζει ἐκτενές ἀφιέρωμα.




  Οἱ παραπάνω φωτογραφίες εἶναι ἀπό τόν παραπάνω ἑορτασμό τοῦ ἁγίου Νικοδήμου (13/26 Ἰουλίου 2019).


   Βίος τοῦ ὁ­σι­ο­μάρ­τυρος Νι­κοδήμου τοῦ ἐν Ἐλβασάν



  ἅ­γιος νέος ὁ­σι­ο­μάρ­τυς Νι­κό­δη­μος κα­τα­γό­ταν ἀπό τό Βυθ­κού­κιον τῆς Κο­ρυτ­σᾶς τῆς Βο­ρείου Ἠ­πεί­ρου. Οἱ εὐ­σε­βεῖς γο­νεῖς του ἦ­ταν ρά­πτες καί με­τα­κό­μι­σαν γιά τίς ἀ­νάγ­κες τῆς ἐρ­γα­σίας τους στά Βε­λέ­γραδα. Τό βα­πτι­στικό του ὄ­νομα ἦ­ταν Δέ­δες (ἤ Δά­δας). Ἀρ­γό­τερα νυμ­φεύ­θηκε καί ἀ­πέ­κτησε παι­διά. Πα­γι­δευ­ό­με­νος ὅ­μως ἀπό τόν πο­νηρό, ἀρ­νή­θηκε τήν πί­στη του στό Χρι­στό καί τόσο πολύ με­τα­στρά­φηκε ἀπό τήν εὐ­σέ­βεια ὥ­στε τούρ­κεψε, ἀ­σκῶν­τας με­γάλη βία, τόσο στή γυ­ναῖκα του ὅσο καί στά παι­διά του. Ὅ­μως ἕνα ἀπ’ αὐτά, ἀ­φοῦ τό πῆ­ραν κά­ποιοι Χρι­στι­α­νοί, τό φυ­γά­δευ­σαν στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος, προ­κει­μέ­νου νά γλυ­τώ­σει τόν ἐ­ξισ­λα­μι­σμό. Αὐ­τός τότε, μό­λις τό ἔ­μαθε, ἀ­να­χώ­ρησε γιά τό Ὄ­ρος, γιά νά φέ­ρει πίσω τό παιδί του, ἔ­χον­τας μά­λι­στα κακό σκοπό νά προ­ξε­νή­σει με­γάλη ζη­μιά σ’ ὅ­ποιο μο­να­στήρι θά τό ἔ­βρι­σκε. Ὅ­μως ὁ Κύ­ριος πού προ­νοεῖ γιά τήν σω­τη­ρία ὅ­λων τῶν ἀν­θρώ­πων, οἰ­κο­νό­μησε σ’ αὐ­τόν νά με­τα­πει­στεῖ μέ τίς πα­ραι­νέ­σεις τῶν ἐ­νά­ρε­των ἀν­δρῶν, τούς ὁ­ποί­ους συ­νάν­τησε, καί μά­λι­στα,νά ἀ­πο­φα­σί­σει νά γί­νει ὁ ἴ­διος μο­να­χός.
  Ἡ κουρά του ἔ­γινε στήν Κα­λύβη τῆς Ἀ­να­λή­ψεως τοῦ Χρι­στοῦ τῆς Σκή­της Ἁ­γίας Ἄν­νης, ἀπό τό Γέ­ροντα αὐ­τῆς Φι­λό­θεο, πού τοῦ ἔ­δωσε τό ὄ­νομα Νι­κό­δη­μος. Τόση δέ ἦ­ταν ἡ με­τά­νοιά του, ὥ­στε πέ­ρασε τρία χρό­νια μέ ὑ­πέρ­με­τρη νη­στεία καί κα­κο­πά­θεια, πα­ρα­κα­λῶν­τας τό Θεό νά τοῦ συγ­χω­ρέ­σει τό βαρύ ἁ­μάρ­τημα τῆς ἀρ­νή­σεως. Τοῦ ἄ­ναψε δέ ὁ πό­θος τοῦ μαρ­τυ­ρίου καί τῆς κα­λῆς ὁ­μο­λο­γίας.

  Ἀ­κού­γον­τας τότε γιά τόν ὅ­σιο Ἀ­κά­κιο τόν Καυ­σο­κα­λυ­βίτη, ἦλθε στά Καυ­σο­κα­λύ­βια γιά νά πά­ρει τήν εὐχή του καί νά τόν συμ­βου­λευ­τεῖ τί πρέ­πει νά κά­νει.
  Οἱ θεῖες ἐμ­πει­ρίες πού εἶ­χαν καί οἱ δύο ἄν­δρες κατά τή συ­νάν­τησή τους ἦ­ταν ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στες καί κα­θο­ρι­στι­κές γιά τήν ὑ­πό­λοιπη ζωή τοῦ με­τέ­πειτα Ὁ­σι­ο­μάρ­τυ­ρος. Μό­λις ἔ­φθασε στήν Κα­λύβη τοῦ ὁ­σίου Ἀ­κα­κίου, μέ τό πού ἀν­τί­κρισε τόν Ὅ­σιο, ἔ­πεσε στά πό­δια του, κλαί­γον­τας καί θρη­νῶν­τας πολλή ὥρα. Ἔ­πειτα, ἀ­φοῦ ὁ Ὅ­σιος τόν ἔ­πι­ασε ἀπό τό χέρι καί τόν κά­λεσε μέ τό ὄ­νομά του, χω­ρίς νά τό γνω­ρί­ζει ἀπό πρίν, τόν ἀ­να­σή­κωσε καί μέ τήν πα­τρική του ἀ­γάπη τόν πα­ρη­γό­ρησε πολύ γιά τήν σω­τη­ρία του. Ἔ­πειτα, ἀ­φοῦ τόν ἄ­φησε ἐ­κεῖ, ὁ ὅ­σιος Ἀ­κά­κιος ἀ­πο­σύρ­θηκε γιά λίγο καί ἄρ­χισε νά προ­σεύ­χε­ται νο­ερά.
  Ὅ­σοι δέ πα­ρευ­ρί­σκον­ταν ἐ­κεῖ, ἔ­λε­γαν ὅτι εἶ­δαν ἕνα φῶς σάν ἄ­στρο, πού κα­τέ­βηκε στόν Γέ­ροντα, καί ἀ­μέ­σως τό πρό­σωπό του ἔλ­λαμψε σάν τόν ἥ­λιο. Ἔ­πειτα ἐ­πέ­στρεψε, καί ἀ­φοῦ πῆγε στόν Νι­κό­δημο, τοῦ εἶπε κά­ποιο λόγο μυ­στικό. Καί μέ τό λόγο, ἀ­μέ­σως, ἡ μέν λάμψη χά­θηκε ἀπό τόν Ὅ­σιο, ἡ δέ θεία Χάρη κέν­τησε τόν Ὁ­σι­ο­μάρ­τυρα. Καί κα­τά­νυξη τόν κτύ­πησε στήν καρ­διά του τόσο, ὥ­στε ἔ­κραξε μέ με­γάλη φωνή καί, ἀ­φοῦ ἔ­τρεξε κάτω στό Σπή­λαιο, ἔ­κλαψε μέ ὀ­δυρμό καί κο­πετό με­γάλο γιά πολλή ὥρα. Τέ­λος, ὁ ὅ­σιος Ἀ­κά­κιος, ἀ­φοῦ τόν συμ­βού­λευσε καί τόν ἐ­νί­σχυσε μέ τίς εὐ­χές του, τόν εὐ­λό­γησε γιά τό μαρ­τύ­ριο, δί­νον­τάς του συμ­βο­λικά καί μία ρά­βδο γιά βο­ή­θεια, λέ­γον­τας:
- Μ’ αὐτό τό ρα­βδί βά­δισε καί στά­σου μπρο­στά στόν πασᾶ· καί μέ τή δύ­ναμη τοῦ Χρι­στοῦ, θά τε­λει­ώ­σεις καλά τό μαρ­τύ­ριο.
 Τότε ὁ Νι­κό­δη­μος ἀ­πο­κρί­θηκε λέ­γον­τας:
- Ὁ Κύ­ριός μας Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, μέ τίς εὐ­χές σου, ἅ­γιε Πά­τερ, νά μέ ἐ­λε­ή­σει καί νά μέ ἀ­ξι­ώ­σει νά Τόν ὁ­μο­λο­γήσω καλά. Εἶ­ναι ἀ­λή­θεια ὅ­μως ὅτι φο­βᾶ­μαι τό δι­ά­βολο.
  Ὁ δέ ὅ­σιος Ἀ­κά­κιος τοῦ λέ­γει:
- Τόν Θεό νά φο­βᾶ­σαι κι ὄχι τό δι­ά­βολο, πού εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τος καί δέν ἔ­χει καμ­μία ἐ­ξου­σία πάνω μας ἀπό μό­νος του. Ἔχε λοι­πόν ὅλο σου τό θάρ­ρος στόν Χρι­στό, γι­ατί Αὐ­τός θά σέ δυ­να­μώ­σει καί τό δαί­μονα νά νι­κή­σεις καί γι’ Αὐ­τόν νά μαρ­τυ­ρή­σεις.
  Αὐτά ἀ­φοῦ ἄ­κουσε ὁ Νι­κό­δη­μος, ξε­σπῶν­τας σέ χαρά καί δά­κρυα συ­νάμα, ἔ­πεσε καί ἀ­σπά­στηκε τά πό­δια τοῦ Ὁ­σίου. Καί ἔτσι, ἀ­φοῦ πῆρε ἀπό τά ἅ­για χέ­ρια του τό ρα­βδί μαζί μέ τήν εὐχή του, ἀ­να­χώ­ρησε ἀπό τά Καυ­σο­κα­λύ­βια χα­ρού­με­νος.

  Πρίν ὅ­μως ἀ­να­χω­ρή­σει ἀπό τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος, πα­ρου­σι­ά­στηκε στόν Νι­κό­δημο ἴ­διος ὁ Χρι­στός, πού τόν ἐν­δυ­νά­μωσε δεί­χον­τάς του ὀ­φθαλ­μο­φα­νῶς ὅλα τά μαρ­τύ­ρια πού ἔ­μελλε νά πά­θει γιά τό ἅ­γιο ὄ­νομά Του.
  Φθά­νον­τας λοι­πόν στό Ἐλ­βα­σάν τῆς Ἀλ­βα­νίας, τόν ἀ­να­γνώ­ρι­σαν οἱ ἐ­κεῖ Ἀ­γα­ρη­νοί, πού τόν ἅρ­πα­ξαν καί τόν πα­ρέ­στη­σαν στόν πασᾶ. Αὐ­τός, ἀ­φοῦ τόν ἐ­ξέ­τασε καί εἶδε πώς ἦ­ταν ἀ­κλό­νη­τος στήν πί­στη του, πρό­σταξε καί τόν γκρέ­μι­σαν κάτω ἀπό τό πα­λάτι του, πού ἦ­ταν πολύ ψηλό. Ὁ Ἅ­γιος ὅ­μως ἔ­μεινε ἀ­βλα­βής καί ἔ­τρεξε πάλι πάνω στόν πασᾶ. Τότε ἐ­κεῖ­νος, βλέ­πον­τάς τον σῶο καί ἀ­βλαβῆ, τρό­μαξε καί σκέ­φθηκε νά τόν ἀ­φή­σει ἐ­λεύ­θερο. Φο­βού­με­νος ὅ­μως τήν ἀν­τί­δραση ἀπό τούς πα­ρευ­ρι­σκό­με­νους Τούρ­κους, προ­τί­μησε τε­λικά νά τόν πα­ρα­δώ­σει στό μαι­νό­μενο πλῆ­θος τους. Τότε αὐ­τοί, ἀ­φοῦ τόν βα­σά­νι­σαν γιά τρία με­ρό­νυ­κτα, τόν ὁ­δή­γη­σαν στόν τόπο τοῦ μαρ­τυ­ρίου, πού ἦ­ταν ὁ ἴ­διος μέ τόν τόπο πού τοῦ εἶχε ἀ­πο­κα­λύ­ψει ὁ Χρι­στός στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος. Ἐ­κεῖ δέ προ­σευ­χό­με­νος καί ἀ­φοῦ πρῶτα ἔ­γειρε ἀπό μό­νος του τό κε­φάλι του, δέχ­τηκε τό διά ξί­φους μαρ­τυ­ρικό τέ­λος, στίς 11 Ἰ­ου­λίου τοῦ 1722.


  Τήν περίοδο 1999-2000 κτί­στηκε ἱ­ε­ρός ναός στή μνήμη τοῦ ὁ­σι­ο­μάρ­τυ­ρος Νι­κο­δή­μου, στό χω­ριό Βυθ­κούκι τῆς ἐ­παρ­χίας Κο­ρυτ­σᾶς, τόπο κα­τα­γω­γῆς τοῦ Ἁ­γίου. Στόν ναό αὐτό τί­θε­ται γιά προ­σκύ­νηση καί ἡ τι­μία κάρα τοῦ Ἁ­γίου, πού φυ­λασ­σό­ταν ἀπό εὐ­σεβῆ οἰ­κο­γέ­νεια τοῦ Μπε­ρα­τίου κατ’ οἶ­κον, κατά τή μα­κρά πε­ρί­οδο τῆς ἀ­θε­ΐας στή χώρα αὐτή.

ΠΗΓΗ: Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου, Ἁγιασμένες Μορφές τῶν Καυσοκαλυβίων, Ἅγιον Ὄρος 2013, σ. 84-89.



Οἱ φωτογραφίες μέ στιγιμιότυπο ἀπό τή Θεία Λειτουργία καί τήν λειψανοθήκη μέ τήν κάρα τοῦ ἁγίου Νιικοδήμου εἶναι ἀπό τόν ναό τοῦ Ἁγίου Μιχαήλ στό Μπεράτ τῆς Ἀλβανίας, τήν ἡμέρα τῆς μνήμης του