Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2015

Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΔΥΟ ΑΓΓΕΛΩΝ


Είναι δύο άγγελοι που συζητούν για την ζωή τους στον ουρανό.
Ο ένας βρίσκεται σε διαρκή κίνηση. Από την γη στον ουρανό. Πάνω κάτω. Συνέχεια.
“Τι κάνεις” τον ρώτησε ο δεύτερος άγγελος.
“Εννοείς την αποστολή μου;”
“Ναι! Σε βλέπω και κουράζομαι!”
“Α! Μεταφέρω τα αιτήματα των ανθρώπων στον Θεό. Δεν σταματάω ούτε στιγμή”
“Τι κούραση!”
“Κι εσύ; Ποια αποστολή έχεις; Σε βλέπω συνεχώς πάνω σε αυτό το σύννεφο, να κάθεσαι, να τραγουδάς και να κοιτάς εμένα που τρέχω..”
“Εμένα μου έχει αναθέσει ο Θεός να του μεταφέρω τα ευχαριστώ των ανθρώπων…


ΠΗΓΗ: ΡΟΜΦΑΙΑ

Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΗΣ

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΛΥΒΗ ΑΓ. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ. ΣΚΗΤΗ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΩΝ. ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ


           Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου
Ἱερο­μό­να­χος Τι­μό­θεος Καυσοκαλυβίτης ὁ Καπ­πα­δό­κης

  Στήν Κα­λύβη τοῦ Ἁ­γίου Εὐ­στα­θίου τῆς Σκήτης Ἁγίας Τριάδος Καυσοκαλυβίων, πού ὅ­ταν πρω­το­ϊ­δρύ­θηκε ἦ­ταν ἀ­φι­ε­ρω­μένη στόν Τί­μιο Προ­δόρμο, ἔ­ζησε στό δεύ­τερο μισό τοῦ 18ου καί τίς ἀρ­χές τοῦ 19ου αἰ­ῶνα ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Τι­μό­θεος, ὁ ὁποῖος κα­τα­γό­ταν ἀπό τήν Και­σά­ρεια τῆς Καπ­πα­δο­κίας. Αὐ­τός μαζί μέ τόν ἱ­ε­ρο­μό­ναχο Ἀ­γά­πιο καί τόν πα­τέρα του ἱ­ε­ρο­μό­ναχο Μα­κά­ριο, πού συγ­κοι­νο­βί­ασε μαζί του, ἀ­νή­γει­ραν τό 1767 τόν ση­με­ρινό με­γα­λο­πρεπῆ ναό τοῦ Ἁ­γίου Εὐ­στα­θίου, στή θέση ἄλ­λου ναοῦ πού ἦ­ταν ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νος στόν Τί­μιο Πρό­δρομο.                                                      
  Σύμ­φωνα μέ τή χει­ρό­γραφη καί προ­φο­ρική πα­ρά­δοση τῆς Σκή­της, ὅ­ταν ὁ­λο­κλη­ρώ­θηκε στά 1767 ἡ ἀ­νέ­γερση τοῦ νέου ναοῦ, οἱ κτή­το­ρές του ἀ­πο­φά­σι­σαν νά τόν ἀ­φι­ε­ρώ­σουν στόν ἅ­γιο μάρ­τυρα Εὐ­στά­θιο. Τήν ὥρα ὅ­μως πού συ­ζη­τοῦ­σαν γιά τή νέα ὀ­νο­μα­σία τοῦ ναοῦ, ἔ­πεσε ἀπό τό προ­σκυ­νη­τάρι ἡ μι­κρή φο­ρητή εἰ­κόνα τοῦ Γε­νε­θλίου τοῦ Τι­μίου Προ­δό­μου, πού ἦ­ταν καί ἡ κύ­ρια ἐ­φέ­στιος τοῦ πα­λαιοῦ ναοῦ καί σχί­στηκε στά δύο. Ὁ Τί­μιος Πρό­δρο­μος ἔ­δειξε ἔτσι τή δυ­σα­ρέ­σκειά του, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα οἱ Πα­τέ­ρες νά ἀ­φι­ε­ρώ­σουν τό νέο ναό στόν ἅ­γιο Εὐ­στά­θιο, τόν Τί­μιο Πρό­δρομο ἀλλά καί τόν ἅ­γιο Νι­κό­λαο, τόν ὁ­ποῖον ἔ­βα­λαν ὡς με­σίτη προ­κει­μέ­νου νά ἐ­ξευ­με­νι­στεῖ ὁ Βα­πτι­στής τοῦ Κυ­ρίου.
  Ὅ­ταν ἀρ­γό­τερα καί λόγῳ τῆς ἀ­ρε­τῆς του, τό Πα­τρι­αρ­χεῖο προ­έ­κρινε τόν παπα-Τι­μό­θεο ὡς ἡ­γού­μενο τῆς μο­νῆς Ἐ­σφι­γμέ­νου, ἐ­κεῖ­νος προ­φα­σί­σθηκε ἀ­σθέ­νεια καί δέν ἀ­πο­δέ­χθηκε τήν προ­α­γωγή του αὐτή, προ­τι­μῶν­τας τήν ἁ­γι­ο­τόκο ἡ­συ­χία ἀπό τίς τι­μές.                     
  Μέ δι­κές του πρω­το­βου­λίες, κό­πους καί μέ­ρι­μνα κτί­σθηκε στά 1804 ἡ ση­με­ρινή Λιτή, ὁ νάρ­θη­κας δη­λαδή τοῦ Κυ­ρι­α­κοῦ ναοῦ τῆς Ἁ­γίας Τρι­ά­δος τῆς σκή­της. Σχε­τικό μέ τήν οἰ­κο­δό­μηση τοῦ ἐ­ξαί­ρε­της ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κῆς αὐ­τοῦ χώ­ρου εἶ­ναι καί τό πα­ρα­κάτω θαυ­μα­στό πε­ρι­στα­τικό.
  Γιά τίς ἀ­νάγ­κες συγ­κέν­τρω­σης τῶν ἀ­πα­ραί­τη­των χρη­μά­των, ὁ παπα-Τι­μό­θεος ὁ Πνευ­μα­τι­κός, τα­ξί­δευσε στήν Κων­σταν­τι­νού­πολη, ὅ­που -κα­τό­πιν ἄ­δειας τοῦ πα­τρι­άρχη- πε­ρι­ερ­χό­ταν τίς οἰ­κίες τῶν Χρι­στι­α­νῶν γιά ἐ­λε­η­μο­σύνη. Μιά μέρα τόν κά­λεσε στό σπίτι του καί ὁ ἄρ­χον­τας Χατζη-Ἀ­νέ­στης Τσε­λε­πής, προ­κει­μέ­νου νά προ­σευ­χη­θεῖ γιά τό μι­κρό παιδί του, πού δέν μπο­ροῦσε νά περ­πα­τή­σει. Τότε ὁ παπα-Τι­μό­θεος, τέ­λεσε τό μυ­στή­ριο τοῦ Ἁ­γι­α­σμοῦ καί ἀ­φοῦ ράν­τισε τό σπίτι καί τό βρέ­φος μέ τούς οἰ­κεί­ους του, ἀ­σχο­λή­θηκε στή συ­νέ­χεια μέ τή νου­θε­σία τους ἐν Κυ­ρίῳ. Καί ξα­φνικά, ὤ τοῦ θαύ­μα­τος! τό ἀ­γο­ράκι ἄρ­χισε νά περ­πατᾶ, δί­νον­τας ἀ­νεί­πωτη χαρά στούς ἔκ­θαμ­βους γο­νεῖς του, πού δι­ε­τρά­νω­σαν τό θαῦμα σ’ ὅλη τήν Πόλη. Ἔτσι, μέ τή χο­ρη­γία τοῦ εὐ­ερ­γε­τη­θέν­τος ἄρ­χοντα, τοῦ σι­να­φιοῦ τῶν γου­να­ρά­δων ἀλλά καί ἄλ­λων εὐ­ε­σε­βῶν χρι­στι­α­νῶν, συγ­κεν­τρώ­θη­καν τά ἀ­πα­ραί­τητα χρή­ματα γιά τήν οἰ­κο­δό­μηση τῆς Λι­τῆς, πρός δό­ξα Θεοῦ.

Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο τοῦ συγγραφέα:
Ἁγιασμένες Μορφές τῶν Καυσοκαλυβίων. Ἀπό τόν ὅσιο Μάξιμο ὥς τόν γέροντα Πορφύριο, Ἅγιον Ὄρος, γ’ ἔκδοση 2013.


Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2015

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ Ο ΕΞ ΑΓΡΑΦΩΝ

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ


                          Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

             Ἱερομόναχος Κύριλλος ὁ ἐξ Ἀγράφων
«φιλόσοφος καί θαυμάσιος ἀνήρ» ἱερομόναχος Κύριλλος ὁ ἐξ Ἀγράφων, συμμαθητής καί σύγχρονος Ἰωάννου καί Σεργίου τοῦ Μακραίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ, ὁ «πολλούς χρόνους χρηματίσας διδάσκαλος καί πνευματικός τῆς ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ὄρους», καταγόταν ἀπό τόν Φουρνᾶ τῶν Ἀγράφων καί ἦταν ἐξάδελφος τοῦ προαναφερθέντος διδασκάλου Σεργίου Μακραίου. Ἀσκεῖται μόνιμα στό Ἅγιον Ὄρος ἀπό τό 1771, μονάζοντας στό λαυριωτικό Κελλί τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου (Κουκουζέλη). Χρημάτισε διδάσκαλος τοῦ ἱερομονάχου Θεοδωρήτου τοῦ ἐξ Ἰωαννίνων στήν Ἀθωνιάδα, ὅταν ὁ πρῶτος μετακλήθηκε γιά νά διδάξει ἐκεῖ ἀπό τή σχολή τῆς Κοζάνης. Ἴσως νά εἶχαν γνωριστεῖ στά Ἰωάννινα, ὅταν ὁ Κύριλλος πῆγε ἐκεῖ γιά ἀνώτερες σπουδές. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριλλος ὑπῆρξε μαθητής τοῦ Θεοφάνους τοῦ ἐξ Ἀγράφων, τοῦ βιογράφου τοῦ Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ, στή Σχολή πού ἵδρυσε ὁ τελευταῖος στά 1834, στήν ἰδιαίτερη πατρίδα του (στόν κώδικα τῆς μονῆς Ζωοδόχου Πηγῆς τοῦ Φουρνᾶ, σ. 83, ὑπάρχει σημείωμα τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς Στεφάνου Φίλη μέ χρονολογία 1819, πού ἀναφέρει ὅτι: «σχολαρχοῦντος τοῦ ἀοιδίμου Διδασκάλου Θεοφάνους ἐδιδάχθησαν τήν φιλοσοφίαν ὅ τε ἀείμνηστος Σέργιος Μακραῖος ...καί ὁ Κύριλλος πνευματικός τοῦ Ἁγίου Ὄρους, σοφοί ἄνδρες καί γωστοί τοῖς ἐν τῇ βασιλευούσῃ προκρίτοις τοῦ γένους...»). Ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γνώριζε καλά τόν Κύριλλο. Σέ μία ἐπιστολή του πρός αὐτόν τόν συμβουλεύει νά μήν ἐπηρεάζεται ἀπό τό δυτικό τρόπο σκέψης (Κώδ. ΕΒΕ 2182, φ. 73). Ἐκοιμήθη στίς 5 Μαΐου 1805, ἔχοντας διακονήσει στόν ἱερό τόπο ὡς κοινός Πνευματικός τοῦ Ὄρους ἀπό τό 1755, μετά ἀπό πατριαρχική ἐντολή. «Τούτου τό σῶμα οἱ μαθηταί αὐτοῦ, φέροντες ἐκ τῶν Καρεῶν, ἔθαψαν εἰς Ἐσφιγμένου».


ΒΡΑΓΓΙΑΝΑ. ΑΝΔΡΙΑΝΤΕΣ  ΛΟΓΙΩΝ  ΤΩΝ ΑΓΡΑΦΩΝ. ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ Κ. ΤΣΙΩΛΗ
 Περί τοῦ Κυρίλλου βλ. ἐνδεικτικά: Μακραίου Σεργίου, «Ὑποµνήµατα Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας (1750-1800)», ἔκδ. Σάθα Κ., Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τ. Γ΄, Βενετία 1876, σ. 278. Δηµαρᾶ Κ., «Θεοφάνους τοῦ ἐξ Ἀγράφων Βίος Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ», Ἑλληνικά 10 (1937-1938), 215, 218. Σωτηρόπουλου Χ., «Κολλυβάδες - Ἀντικολλυβάδες», Ἀντίδωρον Πνευµατικόν. Τιµητικός Τόµος Γερασίµου Ἰω. Κονιδάρη, Ἀθῆναι 1981, σσ. 464 κ.ἑ. Χρυσοβέργη Ἀθ., Οἱ θεολογικές κατευθύνσεις τοῦ πατριάρχη Καλλινίκου Γ’ (1713-1791) καί τά βασικά προβλήµατα τῆς ἐποχῆς του µέ βάση τήν ἐπιστολογραφία του, Λάρισα 2000, σσ. 136-139. Τζώγα Χ., «Κύριλλος ὁ ἐκ Φουρνᾶ τῶν Ἀγράφων, Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 54 (1971) 71-80. Πασχαλίδη Σ., Τό ὑµναγιολογικό ἔργο τῶν Κολλυβάδων. Συµβολή στή µελέτη τῆς ἁγιολογικῆς γραµµατείας κατά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, ἐκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2007, σσ. 30-31. Παταπίου Καυσοκαλυβίτου, μοναχοῦ, Ὁ μοναχός Ἰάκωβος Νεασκητιώτης καί τό ἔργο του, [διδακτορική διατριβή], Ἅγιον Ὄρος 2014, σ. 43. Τσιώλη Κ., Κύριλλος ὁ ἐκ Φουρνᾶ τῶν Ἀγράφων διδάσκαλος στή σχολή τῆς Κοζάνης, http://ellinomouseionagrafon.blogspot.gr/2014/10/blog-post_14.html

Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2015

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΟΥΛΑΚΙΩΤΗΣ Ο ΕΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ. 15 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ

Ο αγιος νεομάρτυς Ιωάννης καταγόταν από την Κουλακιά, τη σημερινή κωμόπολη της Χαλάστρας (ή Πύργος) και ήταν δάσκαλος. Για κάποιο χρονικό διάστημα εγκαταβίωσε στο Αγιον Ορος ως δάσκαλος, χωρίς να διευκρινίζεται εάν έχει λάβει το μοναχικό σχήμα ή ήταν λαϊκός ενω λέγεται οτι είχε υποτακτικό κάποιον Αργύρη.
Ο Ιωάννης βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη, όταν κατά την διάρκεια ενός συμποσίου με Τούρκους, αυτοί ισχυρίσθηκαν πως δήθεν τους είχε πει ότι θέλει να γίνει και αυτός Μωαμεθανός. Ο Ιωάννης αρνήθηκε κατηγορηματικά τον ισχυρισμό τους, γι' αυτό και οδηγήθηκε στο παζάρι, πιθανόν στην κεντρική αγορά της πόλεως, όπου και εκτελέσθηκε άνευ δίκης με απαγχονισμό, ημέρα Τρίτη, ώρα 4 π.μ., το έτος 1776 μ.Χ. Μετά τον απαγχονισμό του, το λείψανο του Νεομάρτυρα ρίφθηκε στη θάλασσα.
Ακολουθία προς τιμή του νεομάρτυρος συνέθεσε ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης και ο αρχιμ. Ιωήλ Φραγκάκος, νυν μητροπολίτης Εδέσσης.

Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2015

ΜΟΝΑΧΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΤΚΟΒΙΤΣ


Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

Μοναχός Γεώργιος Βίτκοβιτς (1920-1972).
Ἕνας λαμπρός κρίκος στή χρυσή ἁλυσίδα  τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων

  πο­ρεία πρός τή θέ­ωση, ἡ καλ­λι­έρ­γεια τῆς ὀρ­θό­δο­ξης πνευ­μα­τι­κό­τη­τας καί ἡ δι᾿ ἀ­γώ­νων κα­τά­κτησή της, ἀ­πο­τέ­λεσε καί ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, νά ἀ­πο­τε­λεῖ τό ἰ­σχυ­ρό­τερο ἔ­ρει­σμα τῆς ζωῆς στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος. Στή χώρα αὐτή τῆς με­τα­νοίας καί τό ἐργαστήριο τῆς ἁ­γι­ό­τη­τας, ὁ­δη­γή­θη­καν κατά τήν ὑ­περ­χι­λι­ετῆ φω­τεινή δι­α­δρομή τῶν αἰ­ώ­νων σέ ὁ­δούς σω­τη­ρίας, δυ­σα­ρί­θμη­τοι ἅ­γιοι, «φί­λοι» δη­λαδή, τοῦ Θεοῦ, πού κα­τα­λάμ­πουν μέ τίς γλυ­κύ­τα­τες ἀ­κτῖ­νες τοῦ βίου καί τῶν θαυ­μά­των τους τό πλή­ρωμα τοῦ πι­στοῦ λαοῦ.
   Κατά τήν ὀρ­θό­δοξη πα­ρά­δοση οἱ πε­ρισ­σό­τερο ἁρ­μό­διοι νά μι­λοῦν γιά τούς ἁ­γί­ους καί τήν ἁ­γι­ό­τητα εἶ­ναι οἱ ἴ­διοι οἱ Ἅ­γιοι. Αὐ­τοί μπο­ροῦν νά ἐν­νο­ή­σουν καί νά ἑρ­μη­νεύ­σουν σω­στά, ὑπό τό φῶς τῆς ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κῆς τους ἐμ­πει­ρίας, τά ἔργα καί τά δι­δά­γματα τῶν ἱ­ε­ρῶν ἐ­κεί­νων προ­σώ­πων πού εἶ­χαν ἕ­να κυ­ρίως σκοπό, τόν ὁ­ποῖο καί πέ­τυ­χαν, νά εὐ­α­ρε­στή­σουν τόν Κύ­ριο καί νά ἑ­νω­θοῦν μ᾿ Αὐ­τόν. Ἐ­μεῖς, πού δέν ἔ­χουμε τήν ἁ­γι­ό­τητα καί τά πνευ­μα­τικά βι­ώ­ματά τους καί πού μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί τή μη­τρική ἀ­γάπη τῆς Κυ­ρίας Θε­ο­τό­κου κα­τοι­κοῦμε στούς ἴ­δι­ους ἱ­ε­ρούς τό­πους μέ τίς ἁ­γι­α­σμέ­νες ἀθωνικές μορ­φές, μπο­ροῦμε μόνο ἐ­πι­φα­νει­ακά νά σκι­α­γρα­φή­σουμε «ἐν ἐ­σό­πτρῳ καί αἰ­νί­γματι» κά­ποια ἀπό τά πλού­σια χα­ρί­σματα-καρ­πούς τῶν πνευ­μα­τι­κῶν τους ἀ­γώ­νων ἤ τίς φω­τι­σμέ­νες δι­δα­σκα­λίες τους. Ὅ­πως ἔ­λεγε καί ὁ γέ­ρων Πορ­φύ­ριος ὁ Καυσοκαλυβίτης ( 1991), ἀπό τούς τε­λευ­ταίους στή χρυσή ἁ­λυ­σίδα τῶν ὁ­σι­α­κῶν Ἁγιορει­τι­κῶν μορ­φῶν: «Ἀ­λή­θεια, αὐτά πρέ­πει νά τά ἔ­χει πά­θει ὁ ἄν­θρω­πος γιά νά τά κα­τα­λά­βει... Μόνο ἐ­κεῖ­νος πού ζεῖ αὐτή τήν κα­τά­σταση, τή ζεῖ καί τήν αἰ­σθά­νε­ται...».
  Κί­νη­τρο τῶν ἀ­σκη­τῶν Ἁγιορειτῶν πα­τέ­ρων γιά νά ὑ­πο­βλη­θοῦν σέ ἑ­κού­σιες τα­λαι­πω­ρίες καί παν­το­ει­δεῖς στε­ρή­σεις δέν ἦ­ταν τό μῖ­σος γιά τό σῶμα ἤ τή ζωή, ἀλλά ἡ «πε­ρίσ­σεια ζω­ῆς», πού πη­γά­ζει ἀπό τήν ἀ­γάπη τοῦ Χρι­στοῦ, ὅ­ταν αὐτή ἐ­νερ­γεῖ καί κα­τα­φλέ­γει τήν καρ­διά. Θέ­λη­σαν νά σταυ­ρω­θοῦν γιά τόν κό­σμο καί νά νε­κρώ­σουν τε­λείως τά πάθη τους, νά ἐν­τα­φι­α­σθοῦν στόν τάφο τῆς τα­πει­νώ­σεως καί νά ἀ­να­στη­θοῦν ἐν Χρι­στῷ διά τῆς ἀ­πα­θείας.
  Μέ τό σῶμα ἐρ­γά­ζον­ταν καί δι­α­κο­νοῦ­σαν τούς ἀ­δελ­φούς τους, μέ τόν νοῦ ὅ­μως καί τήν καρ­διά συ­νο­μι­λοῦ­σαν πάν­τοτε μέ τόν Θεό, προ­σευ­χό­με­νοι. Ἁρ­πα­ζό­με­νοι σέ ἐκ­στά­σεις καί θε­ω­ρίες τῆς δό­ξας τοῦ Θεοῦ, προ­γεύ­ον­ταν ἤδη ἀπό ἐδῶ τά ἀ­γαθά πού μέλ­λουν νά ἀ­πο­λαύ­σουν οἱ ἀ­γα­πῶν­τες τόν Κύ­ριο.
  Στό Ἅγιον Ὄρος παραμένει ἄσβεστη ἡ ἄκτιστη φλόγα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Καί οἱ ἁγιασμένες ἀθωνικές μορφές εἶναι μία ἀπό τίς φανερώσεις αὐτοῦ τοῦ ἄσπιλου καί ἄδυτου φέγγους καί μία ἀκόμη μαρτυρία τῆς θείας Χάριτος· τῆς ἁγιορείτικης ζωῆς καί ἐμπειρίας γιά τήν ἐποχή μας.
  Αὐ­τοί οἱ κατά προ­αί­ρεση μάρ­τυ­ρες, ἔ­θε­σαν τήν πί­στη ὡς ἀ­κλό­νητο θε­μέ­λιο τῆς σω­τη­ρίας τους. Τά πάντα, ἀπό τήν πλήρη χά­ρι­τος καί θείων ἐμ­πει­ριῶν βι­οτή τους, μέ­χρι τίς ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κές δι­ο­ρά­σεις καί προ­ο­ρά­σεις κα­θώς καί τίς κα­τα­νυ­κτι­κές δι­δα­χές τους, μαρ­τυ­ροῦν καί ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νουν τή συ­νεχῆ πα­ρου­σία τοῦ Ἁ­γίου Πνεύ­μα­τος σέ ὅ­λες αὐ­τές τίς ἁ­γι­α­σμέ­νες μορ­φές τῶν Ἁγιορει­τῶν Πα­τέ­ρων, οἱ ὁ­ποῖοι μέ τή ζωή τους ἔ­γρα­ψαν ἕνα νέο Γε­ρον­τικό, ἀ­πο­δει­κνύ­ον­τας τήν ἀ­λή­θεια καί τή δι­α­χρο­νι­κό­τητα τῶν συ­να­ξα­ρι­α­κῶν ἀ­φη­γή­σεων καί πε­ρι­γρα­φῶν.
  Ζών­τας οἱ ἴ­διοι στό θεῖο γνόφο τῆς χά­ρι­τος τοῦ Θεοῦ, μπο­ροῦ­σαν νά ὁ­δη­γή­σουν στήν Ἄνω Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, νά δι­δά­ξουν τή νο­ερά προ­σευχή, νά κα­θο­δη­γή­σουν στήν πνευ­μα­τική ζωή, νά ἐ­νι­σχύ­σουν στίς δο­κι­μα­σίες καί τούς πει­ρα­σμούς τῶν ἄλ­λων. Πολ­λοί ἀπό τούς ἐ­νά­ρε­τους αὐ­τούς πα­τέ­ρες, στή­ρι­ξαν ὄχι μόνο πλει­άδα ὁ κα­θέ­νας συ­να­σκη­τῶν τους καί ἄλ­λων ἀ­θω­νι­τῶν μο­να­χῶν ἀλλά καί τό λαό τοῦ Θεοῦ, με­τα­δί­δον­τάς τους τό ἦ­θος τῆς ἁ­γι­ο­ρεί­τι­κης πνευ­μα­τι­κό­τη­τας καί φανερώνοντάς τους τήν ἐλευθερία τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.


  Ἀνάμεσα στίς ἁγιασμένες ἁγιορειτικές μορφές, καί ὁ βιογραφούμενος στόν παρόντα τόμο, σύγχρονός μας ὁσιακῆς μνήμης Σέρβος μοναχός Γεώργιος Βίτκοβιτς (1920-1872). Νύχτες ὁλόκληρες ἔλυωνε στήν προσευχή, ἀπό τήν φλόγα τῆς θείας ἀγάπης πού ἔκαιε μέσα του. Μάλιστα, ἡ συνεχής καλλιέργεια τῆς νοερᾶς προσευχῆς ἀπό τόν π. Γεώργιο εἶχε ἐκλεπτύνει σέ μεγάλο βαθμό τόν οὕτως ἤ ἄλλως πλούσιο ψυχικό του κόσμο, τοῦ ὁποίου πτυχές μόνο ἀποκαλύπτονταν σέ ὅποιον εἶχε τήν εὐλογία νά σχετιστεῖ μαζί του. Ὁ νοῦς του καί ἡ καρδιά του εἶχαν βυθιστεῖ στόν ἀπύθμενο ὠκεανό τῆς θείας χάριτος, διευρύνοντας συνεχῶς τό βάθος τῆς πνευματικῆς του ζωῆς. Ἀκόμα καί οἱ ἀσθένεις ἀπό τίς ὁποῖες κατά καιρούς ὑπέφερε, λογίζονταν ἀπό τόν π. Γεώργιο ὡς συμπλήρωμα τῆς ἀσκητικῆς του ζωῆς, ὡς μέρος τοῦ μοναχικοῦ του κανόνα. Ἄφηνε τά πάντα, ἀκόμη καί τό πότε θά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τήν ἀσθένεια, στήν αἰώνια προστάτιδα τῶν Ἁγιορειτῶν μοναχῶν, Κυρία Θεοτόκο.
  Μέ τόν πλήρη θε­ϊ­κῆς ἐμ­πει­ρίας λόγο τους οἱ ἁγιασμένες ἁγιορειτικές μορφές ἄγ­γι­ξαν τίς δι­ψα­σμέ­νες ψυ­χές, συν­δύ­α­σαν τό φω­τι­σμένο λόγο  μέ τό ζων­τανό βί­ωμα καί με­τέ­φε­ραν τή θε­ο­λο­γία ἀπό τό στο­χα­σμό στήν προ­σω­πική ζωή. Ἐ­νέ­πνευ­σαν στήν πί­στη χι­λι­ά­δες ἀν­θρώ­πων ἄλ­λως χα­μέ­νων· πα­ρη­γό­ρι­σαν ἀ­πελ­πι­σμέ­νες ψυ­χές· φώ­τι­σαν μέ τή σο­φία καί τή χάρη τους πλῆ­θος ἀ­να­ζη­τη­τῶν τῆς ἀ­λή­θειας. Ἄν­τλη­σαν δυ­νά­μεις ἀπό τίς ἀ­στεί­ρευ­τες ἁ­γι­ο­ρεί­τι­κες πη­γές γιά λίγα μόνο χρό­νια καί με­τα­μορ­φώ­θη­καν σέ παγ­κό­σμι­ους ἀ­να­μορ­φω­τές τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἐν Χρι­στῷ ζωῆς. Ἄλ­λοι, ὅ­πως ὁ μα­κα­ρι­στός μοναχός Γεώργιος ὁ Ἐρημίτης, ἄφησαν ἀπό μέσα τους νά ξεχυθεῖ τό φῶς καί ἡ χαρά τῆς Ἀναστάσεως πού ἔζησαν καί πῆραν ἀπό τήν ἁγιορείτικη ζωή καί ἐμπειρία.
  Οἱ ἐ­νά­ρε­τοι Ἁγιορεῖ­τες γέ­ρον­τες τοῦ τελευταίου αἰ­ώ­να συ­νέ­χι­σαν τήν ὑ­περ­χι­λι­ετῆ πα­ρά­δοση τοῦ ἁ­γι­ω­νύ­μου Ὄ­ρους καί προ­στέ­θη­καν στή χρυσή ἁ­λυ­σίδα τῶν ὁ­σίων Πα­τέ­ρων· ἄλ­λω­στε ὁ ἁ­γι­ο­ρεί­τι­κος χρό­νος μόνο μέ τήν αἰ­ω­νι­ό­τητα θά μπο­ροῦσε νά εἶ­ναι συγ­χρο­νι­σμέ­νος. Συ­νάμα οἱ Πα­τέ­ρες αὐ­τοί δη­μι­ούρ­γη­σαν καί πνευ­μα­τι­κές συγ­γέ­νειες μέ ὅ­σους πα­ρέ­λα­βαν τήν ἀ­σκη­τική πα­ρά­δοση πού τούς κλη­ρο­δό­τη­σαν καί μέ τόν πνευ­μα­τικό τους μό­χθο δι­α­φύ­λα­ξαν. Ἡ ὄν­τως ἐν­τυ­πω­σι­ακή καί πλού­σια χα­ρι­σμα­τική προ­σω­πι­κό­τητα τοῦ σύγ­χρο­νού μας Σέρβου μοναχοῦ Γεωργίου Βίτκοβιτς, γιά πα­ρά­δει­γμα, καλ­λι­ερ­γή­θηκε σ᾿ ἕ­ναν τόπο στόν ὁ­ποῖο ἡ πνευ­μα­τική πα­ρά­δοση πα­ρα­μέ­νει αἰ­σθητή μέ­χρι σή­μερα. Ἀπό τούς πρώ­τους οἰ­κι­στές τοῦ γηραιοῦ Ἄθωνα μέ­χρι τούς τε­λευ­ταί­ους ἐ­νά­ρε­τους γέ­ρον­τες, ὅ­λοι ἀ­πο­τε­λοῦν μία πνευ­μα­τική οἰ­κο­γέ­νεια, στήν ὁ­ποία τά πάντα εἶ­ναι κοινά: τό ἀ­σκη­τικό φρό­νημα, τά πνευ­μα­τικά κα­τορ­θώ­ματα, τά ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τικά χα­ρί­σματα. Ἄλ­λω­στε, ἡ αἴ­σθηση τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς συ­νέ­χειας τῆς ἁ­γι­ο­ρεί­τι­κης πα­ρά­δο­σης ἀ­πο­τε­λεῖ τόν ἀ­κρο­γω­νι­αῖο 
λίθο τῆς πνευ­μα­τι­κῆς πο­ρείας τοῦ Ἁ­γίου Ὄ­ρους.


  Ἡ αὐ­θεν­τι­κό­τητα τῆς πα­ρά­δο­σης τοῦ τό­που αὐ­τοῦ ἔ­χει θαυ­μα­στή συ­νέ­χεια. Οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἀπό τούς τε­λευ­ταί­ους ἐ­νά­ρε­τους Ἁγιορεῖ­τες πα­τέ­ρες εἶ­χαν ἄ­μεση ἤ ἔμ­μεση πνευ­μα­τική σχέση μέ τούς Πα­τέ­ρες τῶν προ­η­γου­μέ­νων γε­νεῶν. Ἡ δι­α­μονή τους στούς ἁ­γι­α­σμέ­νους τό­πους ἀσκήσεως τῶν με­γά­λων Ἁγιορει­τῶν ὁ­σίων, δη­μι­ούρ­γησε ταυ­τό­τητα πνεύ­μα­τος μέ αὐ­τούς καί τούς πα­ρό­τρυνε σέ πα­ρό­μοια ἀ­σκη­τικά κα­τορ­θώ­ματα. Οἱ μονές, οἱ σκήτες, τά κελλιά, οἱ κα­λύ­βες, τά σπή­λαια καί τά ἀ­σκη­τή­ρια, πού κρέ­μον­ται σέ ἀ­πό­κρη­μνα μέρη, πα­ρα­μέ­νουν σι­ω­πη­λοί μάρ­τυ­ρες τῆς θαυ­μα­στῆς καί ἰ­σάγ­γε­λης βι­ο­τῆς τῶν Πα­τέ­ρων, καί γιά μᾶς τούς νε­ώ­τε­ρους, δι­α­χρο­νική πρό­σκληση γιά μί­μησή τους. Ἡ βέβαιη πίστη καί ἡ ἄγρυπνη συνείδηση, γιά παράδειγμα, ὅτι ἀκολουθεῖ τά ἀχνάρια τοῦ ὁσίου Σάββα τοῦ Χιλανδαρινοῦ, ἀρχιεπισκόπου καί προστάτου τῆς Σερβίας, ἀλλά καί τοῦ ὁσίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου, συνετέλεσαν ὥστε ἡ πολυετής παραμονή τοῦ μοναχοῦ Γεωργίου στήν ἔρημο τοῦ Παλαιομονάστηρου νά ἀποδειχθεῖ καρποφόρα πνευματικά.
  Ἡ ζωή πολ­λῶν ἀπό τούς ἀν­θρώ­πους πού γνώ­ρι­σαν καί συ­να­να­στρά­φη­καν μέ τούς Ἁγιορεῖ­τες ἁ­γί­ους καί τούς λοι­πούς ἐ­νά­ρε­τους Ἁγιορεῖ­τες γέ­ρον­τες ἄλ­λαξε ρι­ζικά, γι­ατί ἡ πα­ρου­σία τους ἦ­ταν κα­τα­λυ­τική καί σφρά­γισε τήν ὕ­παρξή τους. Στό Βίο τοῦ ὁ­σίου Ἀ­κα­κίου τοῦ Καυ­σο­κα­λυ­βίτου, ἑνός μεγάλου ἁγιορείτου ἁγίου τοῦ 18ου αἰώνα, ἀ­να­φέ­ρε­ται ὅτι, ἀ­νά­μεσα στά τόσα του χα­ρί­σματα, εἶχε πνεῦμα εἰ­ρη­νο­ποιό τόσο, ὥ­στε ὅ­ποιος δο­κι­μα­ζό­ταν ἀπό λο­γι­σμούς μνη­σι­κα­κίας, μέ τό πού ἀν­τί­κριζε καί μόνο τό γε­μᾶτο χάρη πρό­σωπό του, εἰ­ρή­νευε ἀπό τούς κα­κούς ἐ­κεί­νους λο­γι­σμούς.  
  Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, μέσα ἀπό τή ζωή τῶν σύγχρονων ἐνάρετων Ἁγιορειτῶν γεροντάδων δεί­χνε­ται ἡ συ­νέ­χεια τῆς ἀ­θω­νι­κῆς πα­ρά­δο­σης.  Ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς, ὁ Σέρβος μοναχός Γεώργιος. Σπούδασε στό σεμινάριο τοῦ Ἄθωνα τούς θησαυρούς τῆς μυστικῆς ἐν Χριστῷ ἀσκητικῆς παραδόσεως, γεύθηκε τήν κάθαρση ἀπό τά πάθη καί στή συνέχεια τήν μέθεξη τοῦ ἀκτίστου φωτός. Ἀναδείχθηκε μέ τόν τρόπο αὐτό ἄξιος φορέας τοῦ ἡσυχαστικοῦ ἰδεώδους, ὅπως τό βίωσαν καί τό παρέδωσαν οἱ προγενέστερες νηπτικές ἁγιασμένες ἁγιορειτικές μορφές.
  Οἱ ἀ­σκη­τι­κές αὐτές μορ­φές μέ τήν αὐ­θεν­τι­κό­τητα τῆς ἁ­πλό­τη­τας καί τή γνη­σι­ό­τητα τοῦ ἀ­πα­ρα­χά­ρα­κτου μο­να­χι­κοῦ τους βίου, ἐ­πα­λη­θεύ­ουν δι­αρ­κῶς τό μυ­στή­ριο τῆς πί­στεως καί ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νουν τήν πα­ρου­σία τοῦ Θεοῦ στόν κό­σμο μας, πι­στο­ποι­ών­τας τή δυ­να­τό­τητα πού ἔ­χουμε οἱ ἄν­θρω­ποι γιά κοι­νω­νία μέ τόν Θεό καί με­τοχή στήν αἰ­ω­νι­ό­τητα.
  Ἡ ὑ­ψηλή πνευ­μα­τι­κό­τητα τοῦ βίου τῶν ἁ­γι­α­σμέ­νων Ἁγιορετικῶν μορ­φῶν, πάν­τοτε δυ­να­μο­γό­νος, ζων­τανή καί ζω­τική, σπάει τό φρά­γμα τοῦ χρό­νου, προ­σπερ­νάει τίς ἀ­σί­γα­στες ἱ­στο­ρι­κές κα­ται­γί­δες καί τίς ἀν­θρώ­πι­νες πε­ρι­πέ­τειες, γιά νά κτυ­πή­σει σάν πνευ­μα­τικό ξυ­πνη­τήρι στό ἀ­νή­συχο, ὀ­μι­χλῶ­δες καί ἀν­τα­ρι­α­σμένο «σή­μερα».
  Ὁ σύγ­χρο­νος ἄν­θρω­πος τῆς προ­η­γμέ­νης ψη­φι­α­κῆς τε­χνο­λο­γίας καί τῶν κο­σμο­ϊ­στο­ρι­κῶν ἐ­πι­στη­μο­νι­κῶν ἀ­να­κα­λύ­ψεων ἔ­μαθε νά κα­τευ­θύ­νει τίς μη­χα­νές ἀλλ’ ὄχι καί τόν ἑ­αυτό του. Δυ­σκο­λεύ­ε­ται νά ζή­σει ἀ­νε­πη­ρέ­α­στος ἀπό τά δι­α­λυ­τικά σύν­δρομα τῆς πά­σης φύ­σεως αἰ­χμα­λω­σίας. Συν­τρί­βε­ται σέ ἰ­δε­ο­λο­γι­κούς ὀγ­κό­λι­θους.
 Ἡ ἁ­γι­α­σμένη πο­ρεία τῶν Ἁγιορει­τῶν Ἁ­γίων καί ἐ­νά­ρε­των Γε­ρόν­των πρός συ­νάν­τησή τους μέ τόν Χρι­στό, ἄς ση­μα­το­δο­τή­σει τό μέλ­λον μας καί ἄς μᾶς ἐμ­πνεύ­σει νά χρω­μα­τί­σουμε τή ζωή μας ἀπό τόν «κα­λόν ἀ­γῶ­να» στά χα­ρα­κώ­ματα τῆς θείας ἀ­γά­πης, πού εἶ­ναι «ἀ­γάπη ἀ­χόρ­τα­γη», κατά τόν ἅ­γιο Σι­λου­ανό τόν Ἀ­θω­νίτη.
  Ὁ τρό­πος καί ὁ δρό­μος τῆς θε­ώ­σεως καί τῆς σω­τη­ρίας τοῦ ἀν­θρώ­που εἶ­ναι αἰ­ώ­νιος καί ἀ­σφα­λής. Εἶ­ναι ὁ δρό­μος τῶν Ἁ­γίων!
  Οἱ ἁ­γι­α­σμέ­νες ἁγιορειτικές μορ­φές, ἀπό τόν ὅσιο Πέτρο τόν Ἀθωνίτη, τόν πρῶτο ἅγιο οἰκιστή τοῦ Ἄθωνα μέ­χρι καί τούς σύγ­χρονούς μας, γέ­ροντες Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη, Ἐφραίμ Κατουνακιώτη, Σέρβο μοναχό Γεώργιο, Πορ­φύ­ριο τόν Καυ­σο­κα­λυ­βίτη, ἔ­φθα­σαν στόν ἐ­ρά­σμιο τόπο, πού ὅ­λοι προ­σκλη­θή­καμε νά κα­τοι­κή­σουμε.
  Σέ μᾶς τούς ὑ­μνη­τές καί ἐ­πί­δο­ξους μι­μη­τές τους, ἀν­τι­δω­ρί­ζουν ἕνα χα­ρού­μενο φῶς, πού ἄν δέν ἀ­πο­τε­λεῖ τήν πλη­σμονή τῆς ἀ­να­με­νό­με­νης φω­το­χυ­σίας, ὅ­μως εἶ­ναι μιά πα­ρά­κληση ἑ­ω­θι­νοῦ φά­ους, πού προ­μη­νύει τήν ἀ­να­το­λή. 

               
Πα­τά­πιος μο­να­χός Καυ­σο­κα­λυ­βί­της

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ                            
ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΙΩΣΗΦ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΟΥ: 
ΜΟΝΑΧΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΤΚΟΒΙΤΣ. ΕΝΑΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΟΣ
ΕΚΔΟΣΗ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΧΙΛΑΝΔΑΡΙΟΥ. 
ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 2014