Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2015

Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΤΗΣ ΚΑΛΥΒΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΚΑΚΙΟΥ



 Παταπίου μοναχοῦ Καυσσοκαλυβίτου

 να ἀπό τά ἱερά κειμήλια τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου τῆς Σκήτης Ἁγίας Τριάδος τῶν Καυσοκαλυβίων εἶναι ἡ ἱστορική φορητή εἰκόνα, ὑπό τήν ἐπιγραφή «Ὁ Ἅγιος Χαράλαμπος ὁ Ταχύς Βοηθός», ἔργο ἁγιορειτικοῦ ἐργαστηρίου, τῶν μέσων τοῦ 18ου αἰ.
   Αὐτή ἡ μικρή μέν ἀλλά ἐφέστιος γιά τήν Καλύβη ἱερά εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, ὀφείλει τήν ἱστόρησή της στό ἑξῆς θαυμαστό γεγονός: Μετά τήν ἀ­να­κο­μιδή τῶν λει­ψά­νων τοῦ ὁ­σίου Ἀ­κα­κίου στά 1733, τά ὁποῖα βρέ­θη­καν ἐκ­πέμ­ποντα ἄρ­ρητη εὐ­ω­δία καί ἐμ­φα­νί­ζοντα πε­ρι­φανῆ στοι­χεῖα ἁ­γι­ό­τη­τας κα­τα­ξι­ω­μέ­νης τόσο στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος ὅσο καί στή Με­γάλη τοῦ Χρι­στοῦ Ἐκ­κλη­σία, ὁ ὑποτακτικός τοῦ ὁσίου Ἀκακίου ἀλλά καί Δικαῖος τῆς Σκήτης παπα-Ἰ­ω­νᾶς Καυσοκαλυβίτης τα­ξί­δεψε στήν Κων­σταν­τι­νού­πολη ἀφενός μέν γιά νά διακονήσει -κατόπιν πρόσκλησης τοῦ Πατριαρχείου- ὡς πνευματικός καί ἀφετέρου γιά νά φροντίσει νά βρεῖ οἰκονομικούς πόρους, ὥ­στε νά κτι­σθοῦν τόσο τό Κυ­ρι­ακό τῆς σκή­της ὅσο καί ὁ ναός τῆς Κα­λύ­βης του.


 Ἐ­κείνη ὅ­μως τήν ἐ­ποχή συ­νέ­πεσε νά ἔ­χει ἐ­πι­πέ­σει φο­βε­ρός καί θα­να­τη­φό­ρος λοι­μός στήν Πόλη, ὁ­δη­γῶν­τας στό θά­νατο χι­λι­ά­δες ἀπό τούς κα­τοί­κους της. Ἀ­κόμη καί ὁ ἴ­διος ὁ παπα-Ἰ­ω­νᾶς προ­σβλή­θηκε ἀπό τήν ἐ­πά­ρατη γιά τήν ἐ­ποχή ἐ­κείνη νόσο. Προ­σευ­χή­θηκε τότε στό γέ­ροντά του ὅ­σιο Ἀ­κά­κιο ἀλλά καί στόν ἅ­γιο Χα­ρά­λαμπο, τοῦ ὁ­ποίου τά θαύ­ματα τά σχε­τικά μέ τήν πα­νώλη ἦ­ταν πολλά. Τότε τοῦ πα­ρου­σι­ά­σθηκε σέ ὅ­ραμα ὁ ἅ­γιος Χα­ρά­λαμ­πος, ὁ ὁ­ποῖος τόν δι­α­βε­βαί­ωσε ὅτι ὄχι μόνο ὁ ἴ­διος θά θε­ρα­πευ­θεῖ ἀλλά καί ὁ πι­στός λαός θά λυ­τρω­θεῖ ἀπό τή φο­βερή αὐτή μά­στιγα.
  Τό θαῦμα ἔ­γινε καί τό γε­γο­νός ἔ­γινε γρή­γορα γνω­στό ἀπό τόν κύ­κλο τῶν πνευ­μα­τι­κῶν παι­διῶν, πού πε­ρι­έ­βα­λλαν τόν παπα-Ἰ­ωνᾶ, καί οἱ ὁ­ποῖοι ὡς αὐ­τό­πτες τῆς θε­ρα­πείας του δι­έ­δω­σαν στήν πόλη τό θαῦμα. Τότε πρός δό­ξαν Θεοῦ καί σέ ἔνδειξη εὐ­γνω­μο­σύ­νης πρός τόν Καυ­σο­κα­λυ­βίτη πνευ­μα­τικό, οἱ πι­στοί δι­ε­νήρ­γη­σαν ἔ­ρανο σ’ ὅλη τήν πόλη, διά τοῦ ὁ­ποίου ὁ παπα-Ἰ­ω­νᾶς, πρα­γμα­το­ποι­ῶν­τας τήν ἐν­τολή τοῦ γέ­ροντά του, ἔ­κτισε τούς δύο προ­α­να­φερ­θέν­τες να­ούς.

Σέ ἀ­νά­μνηση μά­λι­στα τοῦ πα­ρα­πάνω θαύ­μα­τος, ὁ παπα-Ἰ­ω­νᾶς πα­ρήγ­γειλε σέ ἁ­γι­ο­γράφο εἰ­κόνα τοῦ ἁ­γίου Χα­ρα­λάμ­πους, πού σώ­ζε­ται καί σή­μερα ὡς κει­μή­λιο στήν Κα­λύβη τοῦ Ἁ­γίου Ἀ­κα­κίου. Στή μι­κρή ἀλλά ἐ­φέ­στιο αὐτή εἰ­κόνα, εἰ­κο­νί­ζε­ται στή μέση ὁ θαυ­μα­τουρ­γός Ἅ­γιος, φέ­ρον­τας τήν ἐ­πι­γραφή «Ὁ τα­χύς βο­η­θός», ἐνῶ κάτω δε­ξιά πα­ρι­στά­νε­ται γο­να­τι­στός ὁ Ἰ­ω­νᾶς, μέ μο­να­χική πε­ρι­βολή. Στά ἀ­ρι­στερά τῆς σύν­θε­σης εἰ­κο­νί­ζε­ται ἡ πα­νώλη, μέ τή μορφή μέ­λα­νος δαί­μο­νος, πού ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται πα­νι­κο­βλη­μέ­νος. Ἰ­δι­αί­τερα ση­μαν­τική εἶ­ναι καί ἡ ἐ­πι­γραφή, πού ἀ­πο­δί­δει λόγο τοῦ ἁ­γίου Χα­ρα­λάμ­πους: «Ἐκ τῆς λοι­μι­κῆς Ἰ­ω­νᾶ ἐ­ρρυ­σά­μην / προσ­δρα­μῶντα μοι πόθῳ καί προ­θυ­μίᾳ», πού πιό ἁ­πλο­ϊκά ση­μαί­νει ὅτι: «Ἀπό τήν νόσο τοῦ λοι­μοῦ ἐ­γλύ­τωσα τόν Ἰ­ωνᾶ, ὅ­ταν ἐ­κεῖ­νος κατέφυγε σέ μένα, μέ πόθο καί προ­θυ­μία».



  

Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2015

ΟΙ ΟΣΙΟΙ ΕΥΘΥΜΙΟΣ Ο ΝΕΟΣ ΚΑΙ ΒΛΑΣΙΟΣ Ο ΕΞ ΑΜΟΡΙΟΥ

  Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

       Οἱ Μικρασιάτες ὅσιοι Εὐθύμιος ὁ Νέος καί Βλάσιος ὁ ἐξ Ἀμορίου, ἀπό τούς ἀρχαιότερους οἰκιστές τοῦ Ἁγίου Ὄρους

   Μελετώντας τά πλούσια συναξάρια τῶν δύο αὐτῶν Ὁσίων, πού πρῶτοι μεταλαμπάδευσαν τήν παράδοση τοῦ Μικρασιατικοῦ μοναχισμοῦ στόν Ἄθω καί στό πλαίσιο ἑνός σύντομο ἄρθρου, ἐστιάζουμε ἀκροθιγῶς στή συμβολή τους στή διαμόρφωση τοῦ ἁγιορειτικοῦ μοναχισμοῦ.
  Μέσα ἀπό ἕνα ἄριστο δεῖγμα τῆς ἁγιολογικῆς γραμματείας τῶν ἀρχῶν τοῦ 10ου αἰώνα, ὅπως εἶναι ὁ Βίος πού συνέταξε ὁ ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Βασίλειος Β΄, ἀκτινοβολεῖ ἡ ζωή τοῦ ὁσίου Εὐθυμίου τοῦ Νέου, μιᾶς ἐπιφανοῦς μορφῆς τοῦ προκοινοβιακοῦ Ἄθω, τοῦ μετέπειτα ἐπανιδρυτοῦ τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέα στίς Περιστερές τῆς Θεσσαλονίκης (ἀνασυγκροτήθηκε περί τό 870-871, ἐνῶ τό 964-5 περιῆλθε στή Μεγίστη Λαύρα).


   Ὁ ὅσιος Εὐθύμιος ὁ Νέος (+ 15 Ὀκτωβρίου 898) γεννήθηκε περί τό 824, σέ ἕνα χωριό τῆς Γαλατίας κοντά στήν Ἄγκυρα. Στά δεκαοχτώ του χρόνια ἀναχώρησε γιά τό ὄρος Ὄλυμπος τῆς Βιθυνίας, τό ὁποῖο, χάρη σέ μορφές ὅπως οἱ ὅσιοι Ἰωαννίκιος ὁ Μέγας, Εὐστράτιος, Πέτρος τῆς Ἀτρώας καί Θεοφάνης ὁ Ὁμολογητής, ἦταν τήν ἐποχή ἐκείνη τό σημαντικότερο μοναστικό κέντρο τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Στόν Ὄλυμπο, πού θεωρεῖται ὁ ἄμεσος πνευματικός πρόγονος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὑπῆρχαν περί τίς 100 μονές, γύρω ἀπό τίς ὁποῖες ἀσκοῦνταν χιλιάδες μοναχοί  εἴτε ὡς ὑποτακτικοί κάποιου γέροντος, εἴτε σέ ἡμιαναχωρητικές κοινότητες εἴτε ἀσκούμενοι κατά μόνας. Ἐκεῖ, ὁ Εὐθύμιος ἀσκεῖται ἀρχικά κοντά στόν ἀναχωρητή μοναχό Θεόδωρο καί στή συνέχεια, γιά δεκαπέντε χρόνια στό κοινόβιο τῶν Πισσαδινῶν, γιά νά ὁκληρώσει τήν ἀσκητική διαπαιδαγώγησή του Τό ἔτος 859 ἐγκαταλείπει τόν Ὄλυμπο, ὅπου συνολικά παρέμεινε ἀσκούμενος δεκαέξη μέ δεκαεπτά χρόνια, καί καταφεύγει στόν Ἄθω, ὅπου τήν ἐποχή ἐκείνη ἐγκαταβίωναν μόνο ἐρημίτες πού ζοῦσαν αὐστηρή ἀσκητική βιοτή. Σύμφωνα μέ τόν καθηγητή Νίκο Σβορῶνο καί τή Διονυσία Παπαχρυσάνθου, εἶναι πολύ πιθανή ἡ πρόθεσή του νά ἱδρύσει κοινοβιακή μονή στόν Ἄθω, ὁπότε θά προηγεῖτο κατά ἕναν αἰῶνα τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου. Ἴσως τόν ἀποθάρρυνε στή σκέψη αὐτή ὁ ὑπαρκτός ἀκόμη τήν ἐποχή ἐκείνη κίνδυνος τῶν ἐπιδρομῶν τῶν Ἀράβων πειρατῶν. Περί τό 863 θά βρεθεῖ πάλι στόν Ὄλυμπο τῆς Βιθυνίας, αὐτή τή φορά γιά νά παραλάβει, ὕστερα ἀπό παράκλησή του, καί νά φροντίσει στά γηρατειά του, τόν παλαιό πνευματικό του πατέρα Θεόδωρο, ἀπό τόν ὁποῖο εἶχε λάβει τό μέγα καί ἀγγελικό σχῆμα.
  Ὁ ὅσιος Βλάσιος γεννήθηκε τόν 9ο αἰ. στό χωριό Ἀπλατιαναί, κοντά στό Ἀμόριο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Χειροτονήθηκε διάκονος στήν Ἁγία Σοφία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τόν πατριάρχη ἅγιο Ἰγνάτιο. Στό τέλος διαφόρων μετακινήσεών του, ἀνάμεσα στίς ὁποῖες συγκαταλέγεται καί ἡ παραμονή του γιά τέσσερα χρόνια στή μονή Στουδίου, ἔρχεται, μαζί μέ μαθητές του, γύρω στό 896, στόν Ἄθω. Οἱ ἀθωνίτες ἀσκητές ὅμως τόν ὑποδέχθηκαν μέ ἐπιφυλακτικότητα, βλέποντας μέ δυσπιστία τήν ἐγκατάσταση στόν τόπο τους ἑνός μοναχοῦ πού προερχόταν ἀπό ἕνα μεγάλο μοναστήρι τῆς πρωτεύουσας ὅπως ἡ μονή Στουδίου. Παρ’ ὅλο πού στό Βίο του ἀναφέρεται ἡ σύσταση μονῆς ἀπό τόν ὅσιο Βλάσιο, δέν φαίνεται ὅτι ἐπρόκειτο γιά συγκροτημένο κοινόβιο, μιά πού τό πιθανότερο εἶναι οἱ μαθητές του νά διασκορπίστηκαν μετά τόν θάνατό του, ἀφοῦ δέν ἔχουμε στό Ἅγιον Ὄρος καμμιά μαρτυρία τιμῆς πρός τό πρόσωπο τοῦ ὁσίου Βλασίου. Ἡ μεγάλη συμβολή τοῦ Βλασίου στόν ἁγιορειτικό μοναχισμό εἶναι κυρίως ὅτι χάρη στήν διαμεσολάβησή του στόν γνώριμό του αὐτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’ (866-912), ἐκδόθηκε τό χρυσόβουλλο τοῦ ἔτους 908, μέ τό ὁποῖο ἀναγνωρίζεται ἡ ἀνεξαρτησία τοῦ Ἄθω ἀπέναντι στή μονή Κολοβοῦ καί ἡ ἐπαναλαμβάνεται ἡ διάταξη τοῦ Βασιλείου Α΄, τοῦ ἔτους 883, ὅτι κανείς δέν ἔχει δικαίωμα νά ἐνοχλεῖ τούς Ἀθωνίτες· πράξεις πού δημιουργοῦσαν εὐνοϊκότερες συνθῆκες γιά τήν ἀνέλιξη τοῦ ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ:
Ὁ ὅσιος Εὐθύμιος ὁ Ἀθωνίτης. Μικρογραφία στόν κώδ. Καυσοκαλυβίων 154, σ. 350.


Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2015

ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΗΣ ΤΣΕΡΝΙΚΑ Ο ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΣ

                                   


 Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

           Ἅγιος Γεώργιος τῆς Τσερνίκα ὁ Βατοπαιδινός († 1806)

   ἅγιος Γεώργιος γεννήθηκε τό 1730 στήν μικρή πόλη Salistea Σιμπίου τῆς Τρανσυλβανίας. Τήν ἐποχή ἐκείνη ὁ ρωμαιοκαθολικισμός μέσω τῆς Οὐνίας κυριαρχοῦσε στήν περιοχή αὐτή τῆς σημερινῆς Ρουμανίας, μέ ἀποκορύφωμα τίς διώξεις ἔναντι τῶν ὀρθοδόξων ἱερῶν μονῶν τοῦ τόπου. Γι’ αὐτό καί ὁ πόθος τοῦ νεαροῦ τότε Ἁγίου νά μονάσει βρῆκε τήν ἐκπλήρωσή του στό Ἅγιον Ὄρος.
  Καθ’ ὁδόν πρός τόν Ἄθωνα, πέρασε ἀπό τό Βουκουρέστι ὅπου γνωρίστηκε μέ ἕναν ἑλληνικῆς καταγωγῆς ἐπίσκοπο ὀνόματι Ρόσκα, πού βρισκόταν γιά ὑποθέσεις στή ρουμανική χώρα, καί τόν ὁποῖον ἀκολούθησε στήν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἔμεινε μαζί του ὡς ὑποτακτικός του ἐπί τρία ἔτη. Ὅμως ὁ ἐπίσκοπος, ἐπιθυμοῦσε, λόγῳ τῆς προχωρημένης του ἡλικίας, νά ἀποσυρθεῖ στήν ἡσυχία. Ἔτσι, συνοδευόμενος ἀπό τό μαθητή του, ἦλθαν στό Ἅγιον Ὄρος καί ἐγκαταστάθηκαν στή μονή Βατοπαιδίου. Ἐκεῖ ὁ ἐπίσκοπος τόν ἔκειρε σταυροφόρο μοναχό ἐνῶ ἀργότερα τόν χειροτόνησε διάκονο.
   Μετά τήν κοίμηση τοῦ γέροντά του, ὁ ἅγιος Γεώργιος βρῆκε νέο πνευματικό καθοδηγητή στό πρόσωπο τοῦ ὁσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ (1722-1794), πού ἐκείνη τήν ἐποχή δροῦσε στή σκήτη τοῦ Προφήτη Ἠλία τῆς μονῆς Παντοκράτορος. Λόγῳ ὅμως τῶν ποικίλων δυσκολιῶν πού ἀντιμετώπιζε ἡ πολυμελής ἀδελφότητα τῆς σκήτης, ὁ ἡγούμενος Παΐσιος μαζί μέ ὅλη τή συνοδία του ἀνεχώρησαν γιά τή Μολδαβία, ὅπου τό 1763 ἐγκαταστάθηκαν στή μονή Ντραγκομίρνα, ἐνῶ τό 1769 μετακινήθηκαν πρός τή μονή τοῦ Σέκου καί κατόπιν στή μονή Νεάμτς. Ὁ ἅγιος Γεώργιος ἀκολουθοῦσε τόν ὅσιο Παΐσιο σ’ ὅλες αὐτές τίς μετακινήσεις, ὅμως δέν ἄργησε νά τόν κυριεύσει ἡ ἐπιθυμία νά ἐπιστρέψει στόν ἱερό Ἄθω.
  Στό δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς, παρέμεινε γιά λίγο στό Βουκουρέστι, ὅπου καί γνωρίστηκε μέ τόν μητροπολίτη Οὐγγροβλαχίας Γρηγόριο Β’, ὁ ὁποῖος τοῦ πρότεινε ἐπιμόνως νά ἐγκαταβιώσει σέ ἕνα ἀπό τά μοναστήρια τῆς ἐπαρχίας του. Θέτοντας τό παραπάνω ὡς αἴτημα προσευχῆς, ὁ Ἅγιος ἔτυχε τῆς ἐμφανίσεως σ’ αὐτόν τοῦ ἁγίου Νικολάου Μύρων, ὁ ὁποῖος γεμίζοντάς τον πνευματική χαρά, τόν παρότρυνε νά παραμείνει στή ρουμανική χώρα, «καθαρίζοντας τόν τόπο του ἀπό τά ἄγρια θηρία».
  Ὡς ἐγκαταλελειμένος τόπος ἀφιερωμένος στόν ἅγιο Νικόλαο τοῦ ὑποδείχθηκε ἡ ἔρημη σκήτη πού βρισκόταν σέ ἕνα νησάκι μιᾶς λίμνης κοντά στό Βουκουρέστι, καί ἡ ὁποία εἶχε ἱδρυθεῖ ἀπό τόν βόρνικο Cernica. Τό 1608 ὅμως ὁ τόπος ἐγκαταλείφθηκε καί εἶχε καταληφθεῖ ἀπό ἄγρια θηρία, φίδια, ἀγριογούρουνα καί ἄλλα ἄγρια ζῶα, ἐνῶ στήν ἐκκλησία φώλιαζαν φίδια καί σαῦρες. Φθάνοντας μέ πολλή δυσκολία ὁ ἅγιος στήν ἐρειπωμένη ἐκκλησία, καί προχωρώντας στό Ἅγιο Βῆμα, εἶδε μπροστά του ἕνα φοβερό φίδι. Τότε ὁ ἅγιος τοῦ εἶπε ἤρεμα: «Ἀγαπητό μου, μέχρι τώρα κατοικοῦσες ἐσύ ἐδῶ. Τώρα φύγε ἀπό τόν τόπο αὐτό νά κατοικήσουν μοναχοί». Καί ἀμέσως τό φίδι ἔφυγε.
  Μετά ἀπό αὐτά καί ἔχοντας τήν εὐλογία τοῦ  μητροπολίτη, ὁ Ἅγιος, μέ δύο μαθητές του, ἐγκαταστάθηκαν τό 1781 στή Τσερνίκα, ὅπου κατ’ ἀρχάς ἐπιδόθηκαν στόν καθαρισμό τοῦ τόπου. Ἔπειτα ἀπό τρία χρόνια τό κοινόβιο ἀπαριθμοῦσε 33 ἀδελφούς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν κτίσει ἤδη τά κελλιά καί τό ἀρχονταρίκι, ἐνῶ ἀργότερα, φθάνοντας οἱ πατέρες τούς 130, τούς παραχωρήθηκε καί ἡ μονή Καλνταρουσάνι, ὅπου ὁ ἅγιος Γεώργιος ἔστειλε μέρος τῆς ἀδελφότητας.
   Τό ἔτος 1785 ὁ Ἅγιος συνέταξε τό Τυπικό του, ἐνῶ στίς 3 Δεκεμβρίου τοῦ 1806, προγνωρίζοντας τό τέλος του, συγκέντρωσε τούς μοναχούς καί τῶν δύο μονῶν, ὅπου ἀφοῦ ἀλληλοσυγχωρήθηκαν, τούς ἀποχαιρέτισε μέ λόγια διδακτικά καί ἐκοιμήθη ὁσιακά ἐν Κυρίῳ.
  Ὅπως ὁ γέροντάς του, ὅσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ, ἀναζωογόνησε τή μοναστική ζωή στή Μολδαβία, ἔτσι καί ὁ ἅγιος Γεώργιος, ὁ ὁποῖος διακρινόταν ἐπίσης γιά τήν ἁπλότητά του καί τόν γλυκύ του λόγο, ἐπανέφερε τήν παραμεληθεῖσα κοινοβιακή τάξη στήν περιοχή τῆς Μουντένιας κατά τήν ἀθωνική παράδοση.
  Στίς 20-21 Ὀκτωβρίου τοῦ 2005, ἡ Ἱερά Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου τῆς Ρουμανίας, κατέταξε τόν ἡγούμενο τῆς Τσερνίκα Γεώργιο στήν χορεία τῶν ἁγίων της, ὁρίζοντας τήν 3η Δεκεμβρίου ὡς ἡμέρα μνήμης του.

Βιβλιογραφία
Προτασίου ἱερομονάχου, Ὁ Βίος τοῦ ἡγουμένου Γεωργίου τῆς Τσερνίκα, κώδ. Βιβλιοθήκης Ρουμανικῆς Ἀκαδημίας (BAR) 2042, φ. 11. Κασσιανοῦ μοναχοῦ, «Ὁ Βίος τοῦ ἡγουμένου Γεωργίου τῆς Τσερνίκα», Ἱστορία τῶν μονῶν Τσερνίκα καί Καλνταρουσάνι, Βουκουρέστι 1870, σ.σ. 1-84, 179-188. Ἰωαννικίου Μπαλάν, ἀρχιμ., Ρουμανικό Γεροντικό, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 173-191. Andrei Bladareanu, «Ἅγιος Γεώργιος τῆς Τσερνίκα, Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Διδάσκαλος. Δύο νέοι ἅγιοι τῆς Ὀρθοδοξίας», Πεμπτουσία  22 (2007), σ. 138-141. Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου, «Ἅγιος Γεώργιος τῆς Τσερνίκα ὁ Βατοπαιδινός», Ἀθωνίτης  68 (2009), σ. 8-9.



Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2015

ΟΣΙΟΣ ΕΥΦΡΟΣΥΝΟΣ Ο ΣΥΓΧΩΡΗΜΕΝΟΣ

                                                  
«Ὁ ὅσιος Εὐφρόσυνος ὁ καί συγχωρημένος ὁ ἐν τ Ἰβήρῳ». Τοιχογραφία τοῦ β’ μισοῦ τοῦ 18ου αἰ. Ἐργαστήριο ἱερομονάχου Παρθενίου τοῦ ἐξ Ἀγράφων. Κυριακό Ἁγίας Τριάδος Σκήτης Καυσοκαλυβίων
                                                         Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου
  
                   Ὅσιος Εὐφρόσυνος ὁ Ἰβηρίτης ὁ Συγχωρημένος
   Μία ὁσιακή μορφή τοῦ 18ου αἰ. πού μᾶς γίνεται γνωστή κυρίως ἀπό τό Βίο τοῦ ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου ( 1730) πού συνέταξε μετά τό 1740 ὁ λόγιος ἱερομόναχος Ἰωνᾶς Καυσοκαλυβίτης (1765), εἶναι ὁ ὅσιος Εὐφρόσυνος ὁ Ἰβηρίτης ὁ ἐκ Θάσου. Ὁ βιογράφος, στό τέλος τοῦ παραπάνω Βίου, ἀντιμετωπίζοντας ὡς ψευδοδίλημα τό ἐπιχείρημα τῆς ἐποχῆς του καί ἴσως καί τῆς δικῆς μας ὅτι «ἀσθένησε ἡ φύση τῶν ἀνθρώπων καί δέν μπορεῖ κάποιος νά φθάσει στά μέτρα τῶν παλαιῶν ἁγίων, ἀκόμη κι ἄν ἔχει διάθεση καί τό ἐπιθυμεῖ», καταλήγει στό συμπέρασμα ὅτι ἡ ἁγιότητα εἶναι κατορθωτή, ἀφοῦ δέν ἀσθένησε ἡ φύση τῶν ἀνθρώπων ἀλλά ἡ προαίρεσή τους πού ρέπει πρός τό κακό. Ἔτσι, ἐκτός ἀπό τό παράδειγμα τοῦ βιογραφούμενου ὁσίου Ἀκακίου, ἀναφέρει ὅτι «τό ἴδιο συνέβη καί μέ ἄλλους πολλούς, πού ἦταν κρυμμένοι στό ἁγιώνυμο τοῦτο Ὄρος σάν τόν πολύτιμο ἐκεῖνο μαργαρίτη, καί ἐξεδήμησαν πρός τόν Κύριον πρόσφατα. Ἕνας ἀπ’ αὐτούς ἦταν καί ὁ τρισμακάριος ἐκεῖνος Εὐφρόσυνος, ὁ ὁποῖος κοινῶς ἐπονομαζόταν καί ‘‘συγχωρημένος’’, αὐτός, πού σάν ἄλλος ἥλιος ἔλλαμψε στή σεβάσμια μονή τῶν Ἰβήρων καί πού, καλλιεργώντας τήν ὑπερβολική ἁπλότητα, ἔβλεπε καί ἔλεγε αἰνιγματικά τοῦ καθενός τήν ἀφανή ψυχική κατάσταση καί πού τό λείψανό του δέν βρέθηκε, ὅταν ἦρθε ὁ καιρός τῆς ἀνακομιδῆς».

   Τό τελευταῖο αὐτό καί ἐντυπωσιακό συνάμα στοιχεῖο περί τοῦ ὁσίου Εὐφροσύνου δικαιολογεῖ ἴσως καί τήν λήθη πού ἀκολούθησε τό πέρασμα τοῦ Ὁσίου στήν αἰωνιότητα. Μήν ὑπάρχοντας τό ἱερό του λείψανο, ἀφοῦ αὐτό δέν βρέθηκε κατά τήν ἀνακομιδή του, ἀποδυναμώθηκαν καί οἱ πιθανές τιμές πρός αὐτόν.
  Δύο σπάνιες τοιχογραφίες ἔρχονται ὅμως νά διαιωνίσουν τή μνήμη τοῦ -ἄγνωστου κατά τά ἄλλα- ὁσίου Εὐφροσύνου. Ἡ πρώτη, στό Κυριακό τῆς Ἁγίας Τριάδος τῆς Σκήτης Καυσοκαλυβίων, ἔργο τοῦ δεύτερου μισοῦ τοῦ 18ου αἰ. τοῦ ἐργαστηρίου τοῦ ἱερομονάχου Παρθενίου τοῦ ἐξ Ἀγράφων τοῦ Σκούρτου, ἀπεικονίζει τόν ὅσιο μέ μοναχική περιβολή, ἀσκεπή καί γονατιστό. Τό ἀριστερό του χέρι εἶναι σέ κίνηση ἰκεσίας, ἐνῶ μέ τό δεξί του κρατᾶ ἀνοικτό εἰλητάριο. Τό κείμενο τοῦ εἰληταρίου: «Ο ΕΝ ΑΠΛΟΤΗΤΙ ΚΑΡΔΙΑΣ ΔΙΑΓΩΝ ΚΑΝ ΕΝ ΜΕΣΩ ΘΟΡΥΒΩΝ  Η ΣΥΓΧΩΡΗΜΕΝΟΣ ΠΑΡΑ ΚΥΡΙΟΥ» ἔχει ὡς πηγή του τό παραπάνω ἀπόσπασμα ἀπό τό Βίου τοῦ ὁσίου Ἀκακίου. Ἡ παράσταση αὐτή, ὅτι βρίσκεται δίπλα σ’ ἐκεῖνες τῶν Ἁγίων τῆς Σκήτης Καυσοκαλυβίων, ὁσίου  Ἀκακίου καί ὁσιομαρτύρων Παχωμίου, Ρωμανοῦ καί Νικοδήμου, φέρει τήν ἐπιγραφή: «Ο ΟΣΙΟΣ ΕΥΦΡΟΣΥΝΟΣ Ο ΚΑΙ ΣΥΓΧΩΡΗΜΕΝΟΣ Ο ΕΝ ΤΩ ΙΒΗΡΩ». Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι ἡ παράσταση αὐτή εἶναι ἡ μοναδική σέ ὁλόκληρο τό Κυριακό τῶν Καυσοκαλυβίων, πού στήν ἐπιγραφή της δέν ἀναγράφεται ἡ λέξη «ΑΓΙΟΣ» ἀλλά «ΟΣΙΟΣ».
  Στή δεύτερη τοιχογραφία τοῦ  ἔτους 1783, πού βρίσκεται στό νάρθηκα τοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς Ξηροποτάμου, ἔργο τῶν ἀδελφῶν Ἀθανασίου καί Κωνσταντίνου τῶν ἐκ Κορυτσᾶς, ἀπεικονίζεται ἕνας ὅσιος φέρων τήν ἐπιγραφή: «Ο ΑΓΙΟΣ ΕΥΦΡΟΣΥΝΟΣ / ΘΑΣΙΤΗΣ». Ἄν καί ἀπό τήν ἐπιγραφή αὐτή δέν προκύπτει ἡ ταύτιση τῶν προσώπων πού ἀπεικονίζονται στίς δύο τοιχογραφίες, ἐν τούτοις πρέπει νά ληφθοῦν ὑπ’ ὄψιν τά παρακάτω. Σύμφωνα μέ πρόσφατες ἔρευνες, τό εἰκονογραφικό πρόγραμμα τῆς Λιτῆς τοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς Ξηροποτάμου εἶναι ἐμπνευσμένο καί κατηρτισμένο μέ τίς ὑποδείξεις τοῦ λογίου Σκοπελίτου μοναχοῦ Καισάριου Δαπόντε (1713/14-1874), ὁ ὁποῖος φρόντισε ἐπιπλέον γιά τήν ἀνοικοδόμηση τοῦ ναοῦ. Στόν ἀνέκδοτο μέχρι σήμερα αὐτόγραφο κώδικά του (κώδ. Δημόσιας Βιβλιοθήκης Ἁγίας Πετρουπόλεως 253, φ.φ. 97-149), ὁ Δαπόντες παραδίδει μία νεομαρτυρολογική συλλογή ὑπό τόν τίτλο: Ἐκλογή τῶν μετά τήν ἅλωσιν Κωνσταντινουπόλεως νεοφανῶν μαρτύρων τῶν ὑπέρ τοῦ ὀνόματος του Χριστοῦ μαρτυρησάντων. Στό ἔργο αὐτό ὁ λόγιος Ξηροποταμηνός μοναχός ἐργάστηκε κριτικά πάνω στή χειρόγραφη νεομαρτυρολογική συλλογή τοῦ ἱερομονάχου Ἰωνᾶ Καυσοκαλυβίτου «Βίοι Νεοφανῶν Μαρτύρων ἐν τῇ καθομιλουμένῃ» (Κώδ. Καλύβης Ἁγίου Ἀκακίου 1), εἴτε ἐπεξεργαζόμενος γλωσσικά τά κείμενα, εἴτε συντέμνοντας τά ἐκτενέστερα ἀπό αὐτά. Στή συλλογή τοῦ Ἰωνᾶ, στήν ὁποία συμπεριλαμβάνεται καί ὁ προαναφερθείς Βίος τοῦ ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, ὅπου καί ἡ μοναδική ἀναφορά στόν ὅσιο Εὐφρόσυνο τόν Ἰβηρίτη. Βάσει τῶν παραπάνω, εἶναι σχεδόν βέβαιο ὅτι ἡ παραπάνω τοιχογραφία τοῦ Ἁγίου Εὐφροσύνου, ἀναφέρεται στόν Εὐφρόσυνο τόν Ἰβηρίτη τόν Συγχωρημένο, ὁ ὁποῖος, βάσει τῆς ἐπιγραφῆς, κατάγεται ἀπό τή Θάσο, στήν ὁποία ἡ μονή Ἰβήρων διατηροῦσε μετόχι. Ἡ μνήμη τοῦ ὁσίου Εὐφροσύνου  τιμᾶται, ἀπό κοινοῦ μετά τῶν λοιπῶν Ἰβηριτῶν Ἁγίων  στίς 13 Μαΐου.
  Ἄς ἐλπίσουμε ἡ προσεχής ἔρευνα νά φέρει στό φῶς καί ἄλλα στοιχεῖα τοῦ Βίου τοῦ ὁσίου αὐτοῦ.

      Βιβλιογραφία
ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ, «Ὁ Ὅσιος Εὐφρόσυνος ὁ Συγχωρημένος ὁ ἐν τῇ μονῇ τῶν Ἰβήρων», Πρωτᾶτον τ. 22 (1990), σ. 46-49. ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ ΜΟΝΑΧΟΣ, «Μία ἀκόμα τοιχογραφία τοῦ Ὁσίου Εὐφροσύνου», Πρωτᾶτον τ. 78 (2000), σ. 65-66. ΠΑΤΑΠΙΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ ΜΟΝΑΧΟΣ, Ἅγιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ἀπό τό περιβόλι τῆς Παναγίας στόν κῆπο τοῦ Θεοῦ,  Ἅγιον Ὄρος 2001, σ. 172-173, 226-227. Ο ΙΔΙΟΣ, Ὁ ὅσιος Εὐφρόσυνος ὁ Συγχωρημένος», Ἀθωνίτης 63 (2008), σ. 5-6





Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2015

ΤΟ ΠΡΩΤΑΤΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΚΑΙ ΟΙ ΡΟΥΜΑΝΙΚΕΣ ΗΓΕΜΟΝΙΕΣ


Ioan Moldoveanu 


ΚΑΡΥΕΣ – ΠΡΩΤΑΤΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
        ΚΑΙ ΟΙ ΡΟΥΜΑΝΙΚΕΣ ΗΓΕΜΟΝΙΕΣ ΔΙΑ ΜΕΣΟΥ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ            
       


Κατά την μακρά περίοδο των ρουμανο-αθωνικών σχέσεων, πέντε, περίπου, αιώνων, οι Καρυές, ως γεωγραφικό και πολιτικό κέντρο του Αγίου Όρους, κατείχαν μια ξεχωριστή θέση ανάμεσα στα άλλα μοναστήρια. Αν και οι πρώτες μονές ήταν η Μεγίστη Λαύρα και η Ιβήρων, το ιεραρχικό κέντρο το έκτισε ο Άγιος Αθανάσιος, στις Καρυές[1]. Ονομάστηκε “Πρωτάτον”, από την ονομασία του θεσμού του “πρώτου” που αποτελούσε την αρχή της κοινότητας.
  Οι επαφές των Ρουμάνων με το Πρωτάτο είναι παλαιές και φαίνονται από τα 1.110 ρουμανικά έγγραφα, τα οποία ανακαλύφθηκαν σ’αυτό από τους σύγχρονους Ρουμάνους ερευνητές Dumitru Năstase και Florin Marinescu, στην αποστολή τους του 1986. Το παλαιότερο έγγραφο που διασώθηκε ανήκει στο Μολδαβό ηγεμόνα Πέτρου Ράρες και ανάγεται στις 15 Φεβρουαρίου 1546.
Ο αριθμός των ηγεμονικών εγγράφων πλησιάζει τα 334, δηλαδή 30% του συνόλου των ευρεθέντων ρουμανικών εγγράφων. Αυτά προέρχονται από 47 Μολδαβούς ηγεμόνες και τέσσερις Βλάχους και αφορούν, γενικά, τα ρουμανικά μετόχια του Πρωτάτου. Τα άλλα φέρουν την υπογραφή ορισμένων Μολδαβών επισκόπων, μητροπολιτών, αρχιμανδρίτων, ηγουμένων και μέλων του Ντιβανιού[2].


Ένα μέρος των εγγράφων αυτών, που καλύπτει την χρονική περίοδο από το 1668 και έπειτα, εξετάστηκε από τον Έλληνα ερευνητή Χαράλαμπο Γάσπαρη, το 1982. Αυτός ταξινόμησε πολλά ρουμανικά έγγραφα που ανήκουν στην ως άνω περίοδο, τα οποία περιλαμβάνονται στους 45 κώδικες. Πρόκειται για γράμματα, από τα οποία πολλά είναι συστατικά της Μεγάλης Σύναξης για υποψήφιους ηγουμένους των μετοχίων της Μολδοβλαχίας, εξοφλητικά ηγουμένων, επιστατών και επιτρόπων προς τη Μεγάλη Σύναξη, μετά τη λήξη της θητείας τους, ενημερωτικά μεταξύ της Κοινότητας και των προσώπων με τα οποία είχε συναλλαγές. Υπάρχει επίσης μια πλούσια αλληλογραφία μεταξύ των Οικουμενικών Πατριαρχών και της Κοινότητας του Αγίου Όρους, αλλά και μεταξύ αυτής της τελευταίας και των ηγουμένων των μετοχίων ή των Εξάρχων στα Πριγκιπάτα. Επίσης, σώζονται γράμματα των ηγεμόνων των παραδουνάβιων Πριγκιπάτων προς τη Σύναξη, τα οποία αφορούν όχι μόνο το Πρωτάτο, αλλά και άλλα αθωνικά μοναστήρια. Είναι δυνατόν να βρεί ο ερευνητής πολλούς καταλόγους χρεών, εσόδων-εξόδων, ελεημοσυνών, κειμηλίων, χειρογράφων, βιβλίων που αφορούν προπαντός τα δύο μετόχια του Πρωτάτου στο Βουκουρέστι και στο Ιάσι: τις μονές Κοτροτσανίου και Τριών Ιεραρχών[3].
Αν και το παλαιότερο γνωστό έγγραφο ανήκει στον Πέτρου Ράρες, δε σημαίνει ότι τότε άρχισαν οι σχέσεις αυτές για τις οποίες μιλάμε. Οι σχέσεις αυτές άρχισαν πολύ πιο παλαιά, κατά το 1369, όταν στη Βλαχία βρέθηκε ο Πρώτος του Αγίου Όρους, Χαρίτων. Εκείνη την χρονιά, ο τότε ηγεμόνας, Βλάδισλαβ Α΄, έστειλε στον Πρώτο ένα γράμμα σχετικά με τους Ρουμάνους μοναχούς της μονής Κουτλουμουσίου, παρακαλώντας τον να αλλάξει το κοινοβιακό καθεστώς σε ιδιόρρυθμο. Πολύ δύσκολα, όμως, ο Χαρίτων ενέκρινε την αίτηση του ηγεμόνα, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα την αύξηση του αριθμού των Ρουμάνων μοναχών στη μονή Κουτλουμουσίου. Δεν επιμένουμε επάνω σ’αυτό το πολύ γνωστό επεισόδιο που άλλωστε βασίζεται σε μια πολύ πλούσια βιβλιογραφία[4]. Αυτή η ευκαιρία είχε αποτέλεσμα να γίνει ο Βλάδισλαβ κτίτορας στην Κουτλουμουσίου, κατ’αίτηση των εκεί μοναχών. Γι’αυτό, η μονή Κουτλουμουσίου έμεινε στη συνείδηση των Αθωνιτών ως “Λαύρα της Ρουμανικής Χώρας”. Ο Χαρίτων έγινε και Μητροπολίτης της Ουγγροβλαχίας σε νέα θέση που δημιούργησε τότε το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
[Συνεχίζεται]

[1]   A. A. VASILIEV, Histoire de l’empire bzyantin, Παρίσι, 1932, Ι, σ. 445.

[2] Φλορίν ΜΑΡΙΝΕΣΚΟΥ, Τα ρουμανικά έγγραφα του Πρωτάτου και των μονών Ξηροποτάμου, Κουτλουμουσίου, Διονυσίου και Ιβήρων του Αγίου Όρους. Πρόδρομη παρουσίαση, “Τετράδια εργασίας”, ΚΝΕ/ΕΙΕ, 1987, αρ. 11, σ. 213-4; Φλορίν ΜΑΡΙΝΕΣΚΟΥ, Valorificarea documentelor româneşti de la Muntele Athos la Centrul de cercetări neogreceşti din Atena (Η αξιολόγηση των ρουμανικών εγγράφων του Αγίου Όρους στο Κέντρο νεοελληνικών ερευνών της Αθήνας), “Anuarul Institutului de istorie şi arheologie –  A. D. Xenopol”, XXVI/1, 1989, Ιάσι, σ. 500-502. Αυτά τα δύο έργα περιέχουν τον κατάλογο των ηγεμόνων που εξέδωσαν τα 334 χρυσόβουλλα – βλ. και Φλορίν ΜΑΡΙΝΕΣΚΟΥ, Τα ρουμανικά αρχεία του Αγίου Όρους. Σημαντική πηγή για την ιστορία του, “Διεθνές Συμπόσιο. Το Άγιον Όρος, χθές, σήμερα, αύριο, 29 Οκτ.-1η Νοεμβ. 1993”, Θεσσ/νίκη, 1996, σ. 195.

[3] Χ. ΓΑΣΠΑΡΗ, Ἀρχείο Πρωτάτου. Ἐπιτομές μεταβυζαντινών ἐγγράφων, “Αθωνικά Σύμμεικτα”, 2, Αθήνα, 1991. Μας ενδιαφέρουν ιδιαίτερα οι κώδικες οι οποίοι περιέχουν σημαντικά κυρόβουλλα, λογαριασμούς εσόδων-εξόδων των ρουμανικών μετοχίων και πολλά άλλα δεδομένα. Ο μεγαλύτερος όγκος του αρχείου του Πρωτάτου, οι κώδικες αρ. 8-45, περιλαμβάνει κατάστιχα εσόδων-εξόδων της Κοινότητας, των επιτροπών του Αγίου Όρους στην Κωνσταντινούπολη και της μονής Τριών Ιεραρχών στο Ιάσι. Ανάμεσα στα κυρόβουλλα βρίσκεται το αφιερωτήριο του Ιωάννη Σερμπάν Καντακουζηνού (1682) υπέρ της μονής Κοτροτσανίου.

[4] Pr. Prof. Mircea PĂCURARIU, Istoria Bisericii Ortodoxe Române, I, București, 1992, σ. 267-269. Για τη σχέση του Χαρίτωνος με τον Βλάδισλαβ (ή Vlaicu Vodă) – βλ. τον Γ. ΤΣΙΟΡΑΝ, Σχέσεις των Ρουμανικών Χωρών μετά του Αθω και δη των μονών Κουτλουμουσίου, Λαύρας, Δοχειαρίου και Αγίου Παντελείμονος η των Ρώσων, Atena, 1938, σ. 96-101. Κατά την γνώμη του Iorga, ο Χαρίτων ήταν ο πρώτος Αθωνίτης μοναχός που ήρθε σε επαφή με τις Ρουμανικές Χώρες – βλ. Muntele Athos în legătură ţările noastre, “Analele Acad. Rom. Memoriile Secț’iunii Istorice” (AARMSI), 36, 1913-1914, σ. 459; Pr. Theodor BODOGAE, Ajutoarele româneşti la mănăstirile din Sfântul Munte Athos, Sibiu, 1940, σ. 70-1; Petre NĂSTUREL, Le Mont Athos et les Roumains, Roma, 1986, σ. 39-41.