Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2012

50 ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ


τοιχογ. 1759 ΚΑΛΥΒΗ ΑΓ. ΑΚΑΚΙΟΥ
Σύν Θεῶ, τό ἰστολόγιό μας, ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ, ἔχει ξεπεράσει τίς 50 χιλιάδες ἐπισκέψεις. Αὐτό μας δίνει δύναμη νά συνεχίσουμε τήν ταπεινή διακονία μας.                        


ΚΑΛΥΒΗ ΑΓΙΟΥ ΑΚΑΚΙΟΥ

Σάς εὐχαριστοῦμε γιά τήν ἀνταπόκριση.


Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2012

Μυστήριον τῆς κραυγῆς ἐν ἡσυχίᾳ Θεοῦ



Παρατηρῶ ἕναν ἀπό τούς ἁγιογράφους μας μέ πόση ὑπομονή, προσήλωση καί ἀκρίβεια φωτίζει καί γλυκαίνει μέ ἀνεπαίσθητες πινελιές τό βυζαντινό πρόσωπο τῆς Παναγίας. Ἀκατανόητον θαῦμα. Τέχνη ὄχι θρησκευτική, ἀλλά ἁγία. Κι ἐκείνη, ἡ Κυρία τῶν Ἀγγέλων, μέ τά δικά της χρώματα προχέει φῶς καί γλυκασμούς στό πρόσωπο καί τήν καρδιά του.
Μυστήριο κραυγῆς ἐν ἡσυχίᾳ Θεοῦ.

Ἱερομον. Χρυσοστόμου Κουτλουμουσιανοῦ, «Μυστήριον τῆς κραυγῆς ἐν ἡσυχίᾳ Θεοῦ», στό: Ὀρθοδοξία-Ἑλληνισμός. Πορεία στήν τρίτη χιλιετία, τ. Β’, Ἅγιον Ὄρος 1996, σ. 423.

Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2012

MOΝΑΧΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΟΣΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΑΘΩΝΙΤΟΥ



Μοναχικὸ Σύστημα ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου

Μοναχοῦ Παύλου Λαυριώτου

-α-
Προλογικά
Βασικὸν κείμενον ἐκ τοῦ ὁποίου ἀντλοῦμεν τὶς ἀναγκαῖες πληροφορίες περὶ τοῦ μοναχικοῦ συστήματος τὸ ὁποῖον ἐθεμελίωσεν ἔν Ἄθω, ὑπερμεσοῦντος τοῦ δεκάτου αἰῶνος, ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος ἀποτελεῖ ἡ Διαθήκη ἢ ἄλλως πως τὸ Τυπικὸν ἢ Κανονικὸν αὐτοῦ.
Δι᾿ αὐτοῦ καθορίζονται οἱ θεμελιώδεις ἀρχές, ἀκόμη καὶ λεπτομέρειες, τῆς διοικήσεως καὶ λειτουργίας τῆς Λαύρας, παρέχων ἕνα σύστημα πλήρους μοναστηριακῆς ὀργανώσεως.
Οὗτω, ἀναφέρεται εἰς τὴν ἐκλογὴν ἡγουμένου, τὶς εὐθῦνες, τὶς ἐξουσίες καὶ τὰ δικαιώματα αὐτοῦ, εἰς τὴν δοκιμασίαν, τὴν εἴσοδον τῶν δοκίμων καὶ τὴν ἀποπομπὴν τῶν μοναχῶν, εἰς τὴν ἀδελφότητα, (δικαιώματα, ὑποχρεώσεις), εἰς «τὴν τῶν προκρίτῳν λογάδα», (σύναξιν) καὶ εἰς τὸ λειτουργικὸν Τυπικόν.
Γενικῶς εἰπεῖν, θέτει τὶς βάσεις, πνευματικὲς καὶ διοικητικές, τοῦ μετ᾿αὐτὸν ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ, μὲ τὴν προσωπικότητα καὶ τὸ ἔργο του.
- β -
Ἡ διοικητικὴ διάρθρωσις τῆς Λαύρας
Τὸ μοναχικὸν σύστημα τὸ ὁποῖον καθιέρωσεν ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος διὰ τὴν νέαν καὶ πρώτην Μονὴν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἦτο τὸ κοινοβιακόν. Οἱ θεωρητικὲς καὶ κανονικὲς βάσεις τοῦ συστήματος αὐτοῦ ἐρείδονται εἰς τοὺς προϊσχύσαντες μοναστικοὺς κανόνες καὶ ἀσκητικὲς Διατάξεις. Καθοριστικὴν ἐπιρροὴν εἰς τὴν θέσπισιν αὐτοῦ εἶχεν ἀναμφιβόλως καὶ ἀποδεδειγμένως τὸ Τυπικὸν τῆς Μονῆς τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου. Βέβαιον εἶναι, ὅτι ὁ ἀρχηγέτης τοῦ Ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ κατὰ τὴν ἐν Κωνσταντίου πόλιν διατριβὴν του θὰ ἐσύχναζεν εἰς τὴν περιώνυμον Μονήν, ἡ ὁποία τὴν περίοδον ἐκείνην ἦτο ἐν πλήρει ἀκμῆ.
Εἰς τὸ Τυπικὸν ἀποτυποῦται τὸ μοναχικὸν πνεῦμα καὶ ἰδεῶδες τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου, ὁ ὁποῖος πάντα ὑπῆρξε αὐστηρὸς ἀσκητής, χωρὶς ὅμως νὰ ἀποδέχεται ἢ νὰ ἐφαρμόζει πρᾶξεις ὑπερβολῇς ὡς ἁλυσίδες, σωματικὲς κακώσεις κ.λ.π. Υἱοθετοῦσε μίαν ἴσην κατανομὴν τῆς ἡμέρας ἀνάμεσα εἰς τὴν ἐργασίαν καὶ προσευχήν.
Ὡρισμένοι ἐρευνητὲς ἔχουν διατυπώσει τὴν ἄποψιν ὅτι, ἀρχικῶς, ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος καὶ ὁ αὐτοκράτωρ Νικηφόρος Φωκᾶς συνέστησαν Λαύραν καὶ ὄχι κοινόβιον μονήν. Κατ᾿ αὐτούς, ἡ Λαύρα μετετράπη εἰς κοινόβιον διὰ τοῦ Τυπικοῦ αὐτῆς τὸ 970.
Ἡ διοικητικὴ διάρθρωσις τῆς Λαύρας εἶχεν τὸ ἀκόλουθον σχῆμα:
α. Ἡγούμενος
β. Σύμβουλοι
γ. Ἀδελφότης
-γ -
Ὁ μοναχικὸς βίος
Κατὰ τὸν ὅσιον Ἀθανάσιον τὸν Ἀθωνίτην ὁ μοναχικὸς βίος καλεῖται ἀλλὰ καὶ εἶναι «μονότροπος τοῦ μονήρους βίου δρόμος».
Τὸν δρόμον αὐτὸν ὅσοι ἀκολουθοῦν καὶ διανύουν ἐπιτυχῶς καὶ συμφώνως πρὸς τὸν θεῖον σκοπόν, κατὰ τὸν διαληφθέντα ἱερὸν πατέρα, ἀφοῦ ἑτοιμάσουν διὰ τῆς καθαρότητος τοῦ νοῦ, τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος καὶ καταστήσουν τοὺς ἑαυτοὺς των καταλλήλους διὰ τὴν ἔλλαμψιν καὶ τὸν φωτισμὸν παρὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γίνονται φωτόμορφοι ἢ μᾶλλον θεοφόροι. Ἐπὶ πλέον δέ, οἱ θεοφόροι αὐτοὶ μοναχοί, καθιστοῦν φωτοειδεῖς καὶ τοὺς κοσμικοὺς μὲ τοὺς ὁποίους συναναστρέφονται καὶ τοὺς ἑλκύουν πρὸς τὸν ἴδιο ζήλο, ὅπως ἀκριβῶς ὁ μαγνήτης ἢ ὁ πυρσός.
Ὑπὸ τὸ πνεῦμα αὐτό, ὁ ὅσιος συνέστησε τὴν ἀδελφότητα καὶ τὴν μονὴν τῆς Λαύρας, ἔχων ὡς πρώτους ἀδελφούς, τὸν Ἰωάννη καὶ Γεώργιον Ἴβηρα, τὸν μοναχὸν Ἀντώνιον Κομηνιάτῃν, τὸν ἀββᾶν Σέργιον κ.ἄ.
Μέλη τῆς ἀδελφότητος ἦσαν ὅσοι ἔλαβον ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ ἱεροῦ πατρὸς τὴν κουρὰν καὶ περιεβλήθησαν τὸ μοναχικὸν σχῆμα. Μέλη ἐπίσης τῆς ἰδίας ἀδελφότητος καθίσταντο καὶ ὅσοι προήρχοντο ἀπὸ ἄλλα μοναστικὰ καθιδρύματα, μετὰ ἀπὸ μίαν, μικρὰν σχετικῶς, περίοδον δοκιμῆς. Οἱ ἀδελφοὶ οὗτοι ἐκαλοῦντο «ξενόκουροι». Πρὸς αὐτοὺς ὁ Ὅσιος ἐπεδείκνυε ἰδιαιτέραν ἀγάπην καὶ συμπάθειαν. Ἐθεώρει αὐτοὺς τέκνα αὐτοῦ καὶ μέλη τῆς ἀδελφότητας, «μηδὲν διαφέρειν τῆς ἐμῆς κουρᾶς, ἀλλ᾿ ἴσους αὐτοὺς εἶναι ταύτῃ... τοὺς γὰρ τοιούτους υἱοὺς καὶ κληρονόμους καὶ σπλάγχνα τῆς καρδίας μου λελόγισμαι εἶναι... Καὶ προσθέτει: «παρεγγυῶμαι... πᾶσι τοῖς κατὰ διαδοχήν ...καθηγουμένοις, δεσμοῖς ἐπιτιμίων ἀσφαλιζόμενος καὶ ὁρκίζων, κατὰ τὸν τοῦ Θεοῦ φρικωδέστατον φόβον, μηδεμίαν διαφορὰν ἔχειν αὐτούς, παρὰ τοὺς ἐν τῇ λαύρᾳ παρ᾿ ἡμῶν δεξαμένους τὸ σχῆμα τὸ ἅγιον ... εἴγε κατ᾿ ἀρετὴν διαφέρουσι... καταλλήλως τῆς αὐτῶν ἀρετῆς... προτιμητέους λογίζεσθαι καὶ εἶναι αὐτούς».
Διὸ καὶ ὑπογραμμίζει: «παρεγγυῶμαι καὶ διορίζομαι τῷ προεστῶτι καὶ τοῖς ἀδελφοῖς ἅπασιν... καὶ ἐπιτιμῶ... τὸ μὴ καταυθαδιάζεσθαι ἢ κατεπαίρεσθαι, καθ᾿ οἱονδήποτε πρόφασιν, τῶν ἐκ διαφόρων μονῶν διὰ τὴν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἡμῶν ἀγάπην πρὸς ἡμᾶς φοιτησάντωνκαὶ τῷ συλλόγων τῶν ἀδελφῶν συναριθμηθέντων... ξενοκούρους ὀνειδίζειν ἥ παρορᾶν... τοῦτο εἴ τις φωραθείη ποιεῖσθαι... ἔχη τε διάδικον τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον καὶ τὴν ἡμῶν ταπείνωσιν ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως».
Ἀποδεχόμενος τὴν μοναδικότητα τοῦ μοναχικοῦ σχήματος, ἐπάγεται:
«... Τὸ γὰρ διατέμνειν καὶ διάφορον ἡγεῖσθαι τὸ σχῆμα τῶν μοναχῶν αἱρέσεως χαλεπώτερον...»
«... Τοῦτο ἐστι περισπούδαστον, τὸ τῆς ἀρετῆς ἐπιμελεῖσθαι... ὁ δὲ τῇ τῆς ψαλίδος ἐπιδόσει καὶ τῇ τῶν τριχῶν ἀποθέσει, χωρὶς ἀρετῶν, ἐπερειδόμενος ξένος ἐμοὶ καὶ τῆς ἐκκλησίας ἐχθρός...».
Συνεπῶς, «μὴ ἔριδες ἔστωσαν ἐν ὑμῖν, μηδὲ καλείσθω ὁ μὲν ξένος, ὁ δὲ οἰκειότατος. Μόνη δὲ ἡ ἀρετὴ προτιμητέα... καὶ ἐὰν τις, τὸν ἀδελφὸν ξενόκουρον ὠνείδισεν, ἀφοριζέσθω τῆς Ἐκκλησίας... καὶ ἐν ὑποτροπῇ ἐκδιώκεσθαι τῆς λαύρας».
- δ -
«Ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι «ἐν ὑποταγὴ εἶναι καὶ ὑφ᾿ ἑνὶ ποιμένεσθαι καὶ προνοεῖσθαι (ἐπιμελεῖσθαι) διορίζομεν». Διότι ἔκρινα πώς τοῦτο εἶναι τὸ μᾶλλον ἄριστο καὶ ἀκίνδυνο, ἀφοῦ τὸ σκέφθηκα γιὰ πολὺ χρόνο καὶ μὲ πολὺ κόπο καὶ κατόπιν δοκιμασίας τὸ βρῆκα ὠφέλιμο καὶ εὐθὺ ἐκ πείρας. Λέγω λοιπὸν ὅτι ὅλοι οἱ ἀδελφοὶ πρέπει νὰ ζοῦν ἀπὸ κοινοῦ. Νὰ ἀποβλέπουν ἀπὸ κοινοῦ πρὸς τὸν κοινὸ σκοπὸ τῆς σωτηρίας. Νὰ εἶναι μιὰ καρδιὰ μέσα στὸ κοινόβιο καὶ ἕνα θέλημα καὶ μία ἐπιθυμία καὶ ἕνα σῶμα συνηρμοσμένο ἀπὸ διάφορα μέλη ὅλο τὸ πλήρωμα τῆς ἀδελφότητος, καθώς νομοθετεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Νὰ ἐπιδεικνύεται ἀληθινὴ καὶ τέλεια καὶ ἀνυπόκριτη ὑπακοὴ πρὸς τὸν προεστῶτα. Ἡ δὲ ἀληθινὴ καὶ ἄμωμος ὑπακοὴ τῶν ὑποτακτικῶν πρὸς τὸν καθηγούμενο ἀποδεικνύεται μὲ τοῦτο, ὄχι μόνον μὲ τὸ νὰ ἀπέχουν ἀπὸ τὰ ἄτοπα μόνον, κατὰ τὴν συμβουλὴ τοῦ προεστῶτος, ἀλλὰ μηδὲ αὐτὰ τὰ ἐπαινετὰ νὰ καταδέχονται νὰ πράττουν χωρὶς τὴν γνώμη καὶ συγκατάθεση ἐκείνου. Γιατὶ τὸ νὰ ἐγκρατεύεται κανεὶς καὶ νὰ κακοπαθεῖ σωματικὰ δὲν θὰ ἰσχυριζόμουνα πώς συντελεῖ σὲ τίποτα, ὅταν πράττοντας κανεὶς αὐτὸ ποὺ τοῦ ἀρέσει καὶ χρησιμοποιώντας τὶς δικὲς του παρορμήσεις, χωρὶς προηγουμένως νὰ ἐρωτήσει, τότε τὸ σφάλμα ποὺ θὰ διαπράξει θὰ εἶναι μεγαλύτερο ἀπὸ τὸ κατόρθωμα. Ἐξάλλου ὁ μισθὸς τῆς ὑπακοῆς εἶναι μεγαλύτερος τοῦ ἀπὸ ἐγκράτεια κατορθώματος.
Παραγγέλω στοὺς ἑνωμένους κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ τρῶνε μαζὶ καὶ νὰ τελοῦν ἀπὸ κοινοῦ ὅλες τὶς ἀκολουθίες μέσα στὴν ἁγία τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησία, τὴν ἡμερινὴ καὶ τὴν νυκτερινή, καθώς τοὺς ὑπέδειξα ἐμπράκτως καὶ τοὺς διέταξα ἐγγράφως καὶ τοὺς παρέδωσα.»
Καρπὸς αὐτῆς τῆς σχέσεως εἶναι ἡ ἑνότης καὶ ἡ εἰρήνη τῆς ἀδελφότητος, διὰ τὴν ὁποίαν ὁ ἱερὸς πατὴρ ἀδιαλείπτως ἐκοπία:
«Σεῖς δὲ πατέρες καὶ ἀδελφοὶ καὶ τέκνα πνευματικά, ἐὰν μετὰ πάσης προθυμίας καὶ ἀγαθῆς γνώμης ἐπιδείξετε ἐπιμέλεια στὸ νὰ διατηρήσετε τὴν μεταξὺ σας εἰρήνη καὶ ὁμόνοια «ἀδιάστατον» (ἀκλόνητη) καὶ δὲν θὰ ὑπάρχουν μεταξὺ σας «μήτε διχοστασίαι καὶ ἔριδες καὶ μερικαὶ φιλίαι καὶ ἑταιρεῖαι», «ἀλλὰ πίστις καὶ ἀγάπη καὶ στοργῆς διάθεσις» καὶ πρὸς τὸν καθηγούμενον, καὶ «ἀκριβὴς φυλακὴ (ἐφαρμογή) τῶν ἐντολῶν μου τῶν ἐλαχίστων καὶ τύπων καὶ κανόνων», «πιστεύω τῷ Θεῷ» ὅτι ὅχι μόνον τὰ σπλάγχνα τῶν Ἐπιτρόπων θὰ διανοίξει «ἡ αὐτοῦ ἀγαθότης», ἀλλὰ καὶ κάθε ἀνθρώπου ἰσχυροῦ καὶ ὑπερέχοντος στὸ νὰ σᾶς ὑποστηρίξει καὶ συμπαθήσει καὶ βοηθήσει, πρὸς τὸ συμφέρον τῶν ψυχῶν σας.
Καὶ προσέξτε ἀκριβῶς, ἀδελφοί, ἵνα, ἐὰν μεταξὺ σας εὑρεθεῖ κάποιος ὅπερ ἀπεύχομαι, νὰ ἀποπειρᾶται νὰ διαιρέσει «τὸ σῶμα τῆς ἀδελφότητας διὰ τε πιθανολογίας καὶ δολιότητας καὶ πονηρίας», μὲ αὐτὸν κανεὶς νὰ μὴ συναναστρέφεται, ἀλλὰ γρήγορα νὰ τὸν ἀπομακρύνετε καὶ νὰ τὸν ἐκδιώξετε «τῆς συνοδίας ὑμῶν» (ἀδελφότητος) σὰν διαφθορέα καὶ «παλαιᾶ ζύμη» (χαλασμένη ζύμη) γιὰ νὰ χωρισθεῖ μᾶλλον αὐτὸς ἀπὸ «τῆς μερίδος τῶν σωζομένων». Εἶναι δὲ εὔκαιρο νὰ καταρασθεῖ κανεὶς αὐτὸν ποὺ ἀποπειρᾶται αὐτὰ νὰ ἐξολοθρευθεῖ «ἐκ γῆς τὸ μνημόσυνον αὐτοῦ» καὶ νὰ ἐξαλειφθεῖ «τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐκ βίβλου ζώντων καὶ μετὰ δικαίων μὴ γραφείη».
Ἀλλὰ καὶ ἐὰν εὑρεθεῖ κάποιος νὰ τὸν βοηθᾶ καὶ ὑποστηρίζει, «τῆς ἐκείνου
- ε -
ἔστω μερίδος καὶ κληρονομίας» (ἂς εἶναι μὲ τὸ μέρος καὶ τὴν κληρονομία του). Ὅλους αὐτούς, ἐξορκίζω καὶ παρακαλῶ τὸν Ἐπίτροπο Ἰωάννη καὶ ὅλη τὴν ἀδελφότητα νὰ τοὺς ἐκδιώξουν ἀπὸ τὴ Λαύρα.»
- στ -
Ὁ Ἡγούμενος
Κεντρικὴν θέσιν ἐντὸς τοῦ λαυριωτικοῦ μοναστικοῦ συστήματος καὶ τῆς ἀδελφότητος κατέχει ὁ ἡγούμενος.
Εἶναι ὁ ποιμὴν - πατὴρ ἀλλὰ συγχρόνως καὶ ὁ διοικῶν τὴν Μονὴν καὶ τὴν ἀδελφότητα, ὁμοῦ βεβαίως, μετὰ τῆς συνάξεως τῶν προκρίτων.
Οὗτος, μετὰ τὴν ἐκλογὴν καὶ ἐγκαθίδρυσιν, καθίσταται ὁ πνευματικὸς πατὴρ τῆς ἀδελφότητος, ἔχων κατὰ τὸν ἱερὸν πατέρα, «πᾶσαν ἐξουσίαν καὶ κυριότητα κατὰ πᾶσαν ὑπόθεσιν καὶ εἰς τὰ πνευματικὰ καὶ εἰς τὰ σωματικά», χωρὶς νὰ παρεμποδίζεται παρ᾿ οὐδενός, ὑπὸ τὸν αὐτονόητον ἀσφαλῶς ὅρον, «καλῶς καὶ θεοφιλῶς καὶ πνεύματι Θεοῦ διεξάγοντα (διοικοῦντα) καὶ ποιμαίνοντα τὴν ἐν Χριστῷ συνοδίαν».
Κατὰ τὸ Χρυσόβουλλον τοῦ αὐτοκράτορος Νικηφόρου Φωκᾶ, τοῦ ὁποίου ἀπόσπασμα διασώζεται εἰς τὸ Τυπικὸν τοῦ Ὁσίου, ὁ αὐτοκράτωρ διώρισεν τὸν Ἀθανάσιον, καθηγούμενον τῆς Λαύρας καὶ τῶν πέριξ κελλίων, «ἀσάλευτον, διοικεῖσθαι τε παρ᾿ αὐτοῦ πάντα, κατὰ τὸ τῷ Θεῷ φίλον καὶ τῇ μοναστικῇ καταστάσει ἁρμόδιον».Συγχρόνως δὲ οἱ ἀδελφοὶ νὰ ἐπιδεικνύουν πρὸς αὐτὸν «ὑποταγὴν καθαρὰν καὶ ἀνόθευτον».
Εἰς ἕτερον σημεῖον τοῦ Τυπικοῦ, ἀναφαίρεται ὅτι ὁ εἰρημένος αὐτοκράτωρ, ἀνέθεσεν εἰς τὸν Ὅσιον τὴν διοίκησιν τῆς νέας Μονῆς κατὰ τρόπον ὥστε παρ᾿ αὐτοῦ, «διατίθεσθαὶ τε καὶ διατάσσεσθαι περὶ τὴν τοιαύτην εὐαγεστάτην λαύραν, κυριότητι τε καὶ ἐξουσία, ᾗπερ βουλοίμεθα κεχρῆσθαι κανονίζειν τε καὶ τυποῦν καὶ ρυθμίζειν καὶ ὅσα τῇ μοναδικῇ καταστάσει λυσιτελεῖ, διανοεῖσθαι τε καὶ διαπράττεσθαι...»
Χαρακτηριστικὴ μὲ τὸ θέμα, εἶναι καὶ μία δήλωσις τοῦ Ἁγίου κατὰ τὴν ὁποίαν «καὶ αὐτὸς ἐγὼ ὁ πάντων ἔχων τὴν κυριότητᾳ καὶ οὗ τῷ λόγῳ ἀνθέστηκεν οὐδὲ εἷς, οὐ τῆς τῶν ἀδελφῶν γνώμης χωρὶς τὸν ἐμὸν βούλομαι καταλελοιπέναι διάδοχον». Ἡ ἀποστροφὴ αὕτη φανεροῖ τὴν ἔκτασιν τῶν ἐξουσιῶν αὐτοῦ ὡς ἡγουμένου καὶ τὴν συμμετοχὴ ἢ σύμπραξιν μετ᾿ αὐτοῦ εἰς τὴν ἄσκησιν αὐτῆς, τῶν προκρίτων.
Ἡ ἐξουσία ὅμως τοῦ ἡγουμένου δὲν ἧτο ἀπόλυτος καὶ καταλυτική. Ὑπῆρχεν ἡ «τῶν προκρίτων λογάς», ἓν εἶδος συμβουλίου ἢ συνάξεως μετὰ τῆς ὁποίας ἠσκεῖτο ἡ διοίκησις τῶν ὑποθέσεων τῆς Μονῆς, κυρίως τῶν διοικητικῶν ἢ οἰκονομικῶν.
Ὁ νομίμως καὶ κανονικῶς ἐκλεγεὶς ἡγούμενος ἢ προεστώς, ὁ «τὸ κῦρος καὶ πᾶσαν τὴν ἐξουσίαν τῆς λαύρας..., εἰληφώς», ὤφειλε νὰ τὴν προφυλάττει καὶ περιφρουρεῖ, «εἰς δόξαν Θεοῦ... εἰς ὠφέλειαν τῶν μαθητιώντων...».
Ὡς πνευματικὸς πατὴρ ἔδει νὰ μεριμνᾶ διὰ τὴν πνευματικὴν πρόοδον τῆς λαυριωτικῆς ἀδελφότητος καὶ τὴν εὔρυθμον λειτουργίαν τῆς Μονῆς.
«Ἰδοὺ παρατίθημί σοι, προτρέπει τὸν νέον ἡγούμενον ὁ Ὅσιος, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἐκλεκτῶν ἀγγέλων αὐτοῦ, πᾶσαν τὴν ἐν Χριστῷ ἀδελφότητα, ὅπως αὐτὴν εἰσδέξῃ ὅπως προσλάβοις καὶ ὁδηγήσοις καὶ διαφυλάξοις, ὡς ἄρνας Χριστοῦ, ὡς μέλῃ φίλτατα, θάλπων καὶ περιέπων ἕνα ἕκαστον, κατὰ τὸ ἴσον
- ζ -
τῆς ἀγάπης μέτρον...»
Λόγω τῆς θέσεως, τῶν διοικητικῶν εὐθυνῶν καὶ πνευματικῶν καθηκόντων, τοῦ ἡγουμένου, ὁ ἱερὸς πατὴρ παρέδωσε ὡρισμένας βασικὰς ὑποθήκας, οἱ ὁποῖαι ἔχουν:
α. Δὲν θὰ μεταβάλλεις τὸν τύπο καὶ τὸν κανόνα τῆς παρούσης Διαθήκης ποὺ παρέλαβες «παρὰ τῆς ἐμῆς ταπεινώσεως », ἐκτὸς τῆς περιπτώσεως κατεπειγούσης ἀνάγκης.
β. Δὲν θὰ ἀποκτήσεις κανένα πρᾶγμα ἐγκόσμιο καὶ δὲν θὰ ἀποθησαυρίσεις γιὰ τὸν ἑαυτό σου οὔτε ἕνα ἀργύριο.
γ. Δὲν θὰ διαμοιράσεις τὴν ψυχὴ καὶ τὴν καρδιά σου στὶς σχέσεις καὶ τὶς φροντίδες σου γιὰ τὰ πνευματικὰ σου παιδιὰ καὶ τοὺς ἀδελφοὺς ποὺ σοῦ εἶναι ἐμπιστευμένοι ἀπὸ τὸν Θεό, οὔτε ἀκόμη σ᾿ αὐτοὺς τοὺς κατὰ σάρκα συγγενεῖς ἢ φίλους ἢ συνεργάτες.
δ. Δὲν θὰ χρησιμοποιήσεις τὰ πράγματα τῆς Μονῆς σου ὡς ἐλεημοσύνη ἢ κληρονομιὰ οὔτε ἐνόσῳ ζεῖς οὔτε μετὰ τὸν θάνατό σου, στοὺς προαναφερθέντας. Διότι δὲν εἶσαι ἐκ τοῦ κόσμου γιὰ νὰ μετέχεις στὰ πράγματα τοῦ κόσμου. Ἐκτὸς ἐὰν μερικοὶ ἤθελαν ἀλλάξει ζωὴ ἀπὸ τὸν κοσμικὸ στὸν μοναχικὸ βίο. Καὶ ἔτσι θὰ ἀκολουθεῖς τὸ παράδειγμα τῶν ἁγίων πατέρων.
ε. Δὲν θὰ ἀποκτήσεις δοῦλο, οὔτε γιὰ τὴν προσωπική σου ἐξυπηρέτηση καὶ ὑπηρεσία οὔτε γιὰ τὴν Μονὴ ποὺ σοῦ ἔχει ἐμπιστευθεῖ, ἄνθρωπο ποὺ εἶναι πλασμένος κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ. Καὶ τοῦτο γιατὶ αὐτὸ εἶναι ἐπιτρεπτὸ στοὺς κοσμικούς, ὅπως ὁ γάμος.
στ. Δὲν θὰ ἀποκτήσεις ζῶο θηλυκοῦ γένους γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση τῶν ἀναγκῶν σου, ἐσὺ ποὺ ἔχεις ἀπαρνηθεῖ τελείως τὸ θηλυκὸ γένος.
ζ. Φρόντισε νὰ διατηρήσεις νὰ εἶναι ὅλα κοινὰ στὴν ἀδελφότητα καὶ ἀμέριστα καὶ τίποτε νὰ μὴν περιέρχεται στὴν αὐθαίρετη ἐξουσία τοῦ καθενὸς ὡς ἰδιοκτησία, ἀκόμη καὶ μιὰ βελόνη. Τὸ σῶμα καὶ ἡ ψυχή σου νὰ εἶναι ἐξ ἴσου μοιρασμένα σὲ ὅλα τὰ πνευματικά σου παιδιά, τοὺς ἀδελφοὺς καὶ πατέρες.
η. Δὲν θὰ κάνεις μὲ κοσμικοὺς ἀδελφοποιΐες καὶ συντεκνίες, ἐσὺ ποὺ ἐγκατέλειψες τὸν κόσμο καὶ τὰ τοῦ γάμου.
θ. Δὲν θὰ ἔχεις κανένα ἰδιαίτερο χῶρο γιὰ τὸν ἑαυτό σου, οὔτε τὴν οἰκονομικὴ μέριμνα τῆς Μονῆς. Γιὰ σένα «ἔστω σοι κλεὶς ἡ μεγίστη τῶν ψυχῶν φροντίς...». Τὴν διαχείρηση τῶν οἰκονομικῶν νὰ ἀναθέσεις στοὺς οἰκονόμους καὶ στοὺς κελλαρίτες καὶ ὅ,τι ἁρμόζει σὲ κάθε διακόνημα. Προφανῶς ἐσὺ θὰ ἔχεις τὴν ἐξουσία καὶ τὴν συμβουλὴ τῶν προκρίτων καὶ θὰ ζητᾶς τὸν ἀπολογισμὸ κάθε διακονητοῦ.
ι. Δὲν θὰ ἀποκτήσεις πολυτελῆ ροῦχα, ἀλλά, μιμούμενος τοὺς ἁγίους πατέρες, νὰ ἐνδύεσαι καὶ νὰ ὑποδύεσαι ταπεινά.
ια. Δὲν θὰ τρῶς πλούσια φαγητά, οὔτε θὰ παραθέτεις πλούσια τράπεζα στοὺς φιλοξενουμένους, γιατὶ ἔτσι θὰ ἔχεις περισπασμούς. Καὶ τοῦτο διότι αὐτὸ εἶναι γνώρισμα ἀνθρώπων ποὺ ἐπιδιώκουν τὶς ἀπολαύσεις τοῦ παρόντος βίου.
ιβ. Νὰ μὴν ἔχεις τὸ πνεῦμα τῆς μεγάλης προόδου καὶ τῶν πολλῶν ταξιδιῶν. Νὰ μὴ ἐγκαταλείπεις χωρὶς ἀνάγκη τὸ ποίμνιό σου. Ἀντίθετα νὰ προτιμᾶς νὰ παραμένεις μέσα στὴν ἀδελφότητα καὶ νὰ μεριμνᾶς καὶ νὰ φροντίζεις νὰ σώσεις λογικὰ πρόβατα ποὺ ρέπουν στὴν πλάνη καὶ νὰ μὴ ἐπιτρέπεις ἀβασάνιστα στοὺς
- η -
ὑποτακτικούς σου νὰ ταξιδεύουν καὶ μάλιστα σὲ καιρὸ χειμῶνος, ὁπότε καὶ νὰ θέλουν νὰ ἐπιστρέψουν δὲν θὰ μποροῦν λόγῳ τῶν κακῶν καιρικῶν συνθηκῶν, γνωρίζοντας καλὰ πώς, ἡ ἐκτὸς τοῦ κελλίου παραμονὴ καὶ ἡ μετὰ κοσμικῶν συναναστροφὴ ἐπιφέρει τὸν αἰώνιο θάνατο κατὰ τὸν μέγα Ἀντώνιο.
ιγ. Δὲν θὰ ἐγκαταλείψεις τὸ ποίμνιό σου γιὰ νὰ πᾶς νὰ ἀναλάβεις ἄλλο ἢ γιὰ νὰ ἀποκτήσεις μεγαλύτερο ἀξίωμα.
ιδ. Δὲν θὰ κάνεις γιὰ τὸν ἑαυτό σου ἢ γιὰ τὰ πνευματικά σου παιδιὰ οἶκο κοσμικὸ ἢ κατάλυμμα, ὅπου συχνάζουν γυναῖκες, ἀλλὰ θὰ ἐπιλέξεις σπίτια εὐλαβῶν ἀνδρῶν γιὰ τὶς παροδικὲς ἀνάγκες ἐργασίας τῆς Λαύρας.
ιε. Δὲν θὰ ἀποκτήσεις ὑποτακτικὸ στὸ κελλί, στὸν ὁποῖο θὰ δεικνύεις ἰδιαίτερη συμπάθεια ἐπὶ σκανδαλισμῷ τῶν ἀστηρίκτων καὶ ἁπλουστέρων. Τοὐναντίον θὰ ἐξυπηρετεῖσαι ἀπὸ ἀδιάβλητο πρόσωπο καὶ ἐκ διαφόρων πατέρων τῆς Μονῆς.
ιστ. Νὰ μὴ ἀποκτήσεις γιὰ τὴ Λαύρα προάστειο ἢ ἀγρὸ κάτι ποὺ θὰ προκαλέσει βλάβη καὶ περισπασμὸ ἄκαιρο στὴν ἀδελφότητα, παρὰ μόνο ἕνα μετόχι στὴν Πόλη, γιὰ νὰ φιλοξενοῦνται ἐκεῖ οἱ ἀδελφοὶ ποὺ θὰ μεταβαίνουν γιὰ ἐργασίες τῆς Μονῆς. Καὶ τοῦτο διότι τοὺς ἀρκοῦν ὅσα τοὺς ἄφησα μὲ τὴν πρόνοια καὶ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ, ἐὰν φυσικὰ τὰ φροντίζουν.
ιζ. Θὰ μεριμνήσεις νὰ χορηγοῦνται τὰ ἀναγκαῖα σὲ ἐκεῖνους ποὺ ἀποκλείσθησαν κατὰ τὸν καιρὸ τοῦ χειμῶνος ἢ κακοκαιρίας «ἐν τῷ τοῦ λειμένος καταγωγίῳ». Δὲν θὰ περιορίσεις τὴν διακονίαν τῆς φιλοξενίας καὶ ἂν ἀκόμη τὰ οἰκονομικὰ τῆς Λαύρας περιέλθουν, «δι᾿ οἰκονομίαν Θεοῦ», σὲ ἐσχάτη παρακμὴ καὶ φθάσουν «ἓν μόδιον».
ιη. Δὲν θὰ προτιμήσεις τὸ συμφέρον τῆς ἀδελφότητος ἀπὸ τὸ συμφέρον κανενὸς προσώπου ποὺ ἔχει ἐξουσία καὶ δύναμη στὴν παρούσα ζωή. Οὔτε θὰ ὑποχωρήσεις ἀπὸ τοῦ νὰ θυσιάσεις τὴν ψυχή σου χάριν τῆς τηρήσεως τῶν θείων νόμων καὶ ἐντολῶν.»
Οἱ ἀνωτέρω ὑποθήκες δὲν ἀποτελοῦν μόνον πολύτιμον παρακαταθήκην γιὰ τὸν διάδοχον αὐτοῦ ἡγούμενον, ἀλλὰ προδίδουν καὶ τὸ μέτρον κατὰ τὸ ὁποῖον οὗτος δέον νὰ ἀσκεῖ τὴν ἡγουμενείαν του καὶ νὰ τὴν διαφυλάττει μακριὰ ἀπὸ σκάνδαλα καὶ διακρίσεις, φατρίες καὶ μερικὲς φιλίες ἀπὸ ἐφάμαρτες σχέσεις μὲ κοσμικὰ πρόσωπα δι᾿ ἴδιον ὄφελος καί, γενικῶς εἰπεῖν, ἀπὸ πράξεις μειωτικὲς τοῦ προσωπικοῦ καὶ πνευματικοῦ του κύρους.
- θ -
Ἡ διαδοχὴ τοῦ Ἡγουμένου
Τὸ θέμα τῆς διαδοχῆς τοῦ Ἡγουμένου καθορίζεται μὲ τρόπο σαφῇ καὶ ἀρκούντως λεπτομερῆ εἰς τὸ Τυπικὸν τοῦ Ὁσίου. Οἱ ἀναφορὲς εἶναι πολλές. Ὁριοθετοῦνται δὲ εἰς αὐτὸ οἱ προϋποθέσεις ἐκλογῆς τοῦ ὑποψηφίου καὶ οἱ σχετικὲς ἁρμοδιότητες τοῦ ἔτι ζῶντος ἡγουμένου.
Οὕτῳ, κατὰ τὸν ἱερὸν πατέρα: «Ὅταν μέλλη (ὁ ζῶν ἡγούμενος) τῆς ἐπικήρου ταύτης ζωῆς τῇς μηδὲν στάσιμον ἢ βέβαιον ἐχούσης μεθίστασθαι, καταλιμπάνη διάδοχον εἰς τὴν τῆς ἡγουμενείας ἀρχὴν ἐκεῖνον, ὃν ἂν παρὰ τοῦ Θεοῦ πληροφορηθείη καταλλήλως πρὸς τὸ πρᾶγμα καὶ προσφυῶς ἔχοντα, ὅν καὶ τῶν ἰδίων ἀρετῶν τὸ φῶς διάδηλον διαδείκνυσιν, εἰδήσει μέντοι καὶ γνώμῃ (ἐγκρίσει) τῶν προκριτωτέρων ἀδελφῶν καὶ εὐλαβεστέρων".
Παρόμοιον τι ἐπαναλαμβάνεται καὶ εἰς τὸ Χρυσόβουλλον τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖον, ἐνόσῳ ἔζη ὁ Ὅσιος εἶχεν τὴν ἐξουσίαν ὁμοῦ μετὰ τοῦ αὐτοκράτορος νὰ ὁρίζουν τὸν διάδοχον, ἐν ἐναντία δὲ περιπτώσει, ὅταν ἀμφότεροι ἐκ τοῦ ματαίου βίου ἤθελον ἀναχωρήσει, «οὐδένα τῶν πάντων ἕτερον εἰς τὴν τοιαύτην λαύραν Καθηγούμενον προχειρίζεσθαι, ἀλλ᾿ ὅν ἂν οἱ μοναχοὶ τῆς τε λαύρας καὶ τῶν αὐτῶν καλλίων συναθροιζόμενοὶ τε καὶ διασκοπούμενοι, ἀρετῇ τε ἴδωσι διαφέροντα καὶ ἐπιτηδείως πρὸς τοῦτο ἔχοντα ἐκεῖνον καὶ τὴν ἡγουμενείαν ἐγκαθιστᾶν".
Εἰς τὴν περίπτωσιν δέ, κατὰ τὴν διαδικασίαν ἀναδείξεως τοῦ ἡγουμένου, μοναχὸς τις «δαιμονιώδει φρονήματι ἀπατώμενος καὶ ἰδίῳ θελήματι ἀπαγόμενος (κινούμενος) ἐπιζητεῖ νὰ προβάλλει ἕτερον ἐκτὸς ἐκεῖνον τὸν ὁποῖον ὁ προεστὠς καὶ πᾶσα ἡ τῶν προκριτωτέρων ἀδελφῶν λογὰς ἐκκρίνει καὶ ἐπιλέξεται", δημιουργώντας στάσεις, παρασυναγωγάς, φατρίας καὶ σχίσματα νὰ ἐκδιώκεται καὶ νὰ ἀποκόπτεται ἐκ τοῦ σώματος τῆς ἀδελφότητας ὡς (πνευματικά) ἄρρωστος μὲ τὸ «ὡς μὴ κατὰ Θεὸν τούτοις συζῶν μηδὲ τὴν προκοπὴν αὐτῶν καὶ τὸ συμφέρον ἐκζητῶν».
Διὰ τὸν λόγον αὐτῶν ὁ μέλλων τελευτᾶν ἡγούμενος νὰ ἔχει τὴν ἐξουσίαν, ἐνόσω ζῇ, νὰ ὑποδεικνύει τὸν διάδοχον αὐτοῦ, ἱκανὸν καὶ ἄξιον νὰ προστεῖ τῶν ἀδελφῶν.
Ἐὰν δὲ ὁ ἡγούμενος δι᾿ οἱονδήποτε λόγον μεταστεῖ τῆς ἐπικήρου ταύτης ζωῆς, τότε, κατὰ τὸν πατέρα, «διοριζόμεθα» ἡ ἐκλογὴ νὰ γίνεται ἐκ τῆς ἀδελφότητος, «συνελεύσει καὶ διασκοπήσει καὶ κρίσει τῶν μοναχῶν...»
Ἀπαραίτητος προϋπόθεσις διὰ νὰ εἶναι κανεὶς ὑποψήφιος δέον νὰ ἀνήκει εἰς τὴν ἀδελφότητα, νὰ εἶναι κανονικὸν μέλος αὐτῆς. Οὕτῳ δὲν γίνεται δεκτὸς ὡς ἡγούμενος ὑποψήφιος προερχόμενος ἀπὸ ξένη λαύρα ἢ μονή, μὲ κίνδυνο, ἐὰν ἐκλεγεῖ, ἡ Λαύρα νὰ καταστεῖ ὑποτελὴς ἄλλης μονῆς ἢ νὰ περιπέσει ὑπὸ τὴν ἐξουσία ἄλλου κοσμικοῦ ἢ ἐκκλησιαστικοῦ προσώπου, ἀλλὰ νὰ εἶναι ἐλεύθερος καὶ αὐτοδέσποτος.
Παρομοίαν ρύθμισιν ὡς πρὸς τὸ θέμα περιλαμβάνεται καὶ εἰς τὸ Χρυσόβουλλον τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ, κατὰ τὸ ὁποῖον, οἱ μοναχοὶ τῆς λαύρας, «διασκοπούμενοι ἀρετῇ τε ἴδωσι διαφέροντα καὶ ἐπιτηδείως πρὸς τοῦτο ἔχοντα, ἐκεῖνον εἰς τὴν ἐγκαθιστᾶν».
- ι -
Διότι, ἐὰν ἀναλάβει τὴν ἡγουμενείαν ξένον πρόσωπον, τότε ἡ Λαύρα θὰ ὑποπέσει ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν αὐτοῦ. Σκοπὸς ὅμως εἶναι ἡ Λαύρα νὰ εἶναι «αὐτοδέσποτος καὶ αὐτεξούσιος». Τοὐτέστιν, ἡ Λαύρα νὰ μὴ ὑποπέσει ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν κανενός, «μήτε Πατριάρχου, μήτε Ζακελλίου, μήτε τινος ἄλλου προσώπου παραδυναστεύοντος» αὐτήν. Ἐντεῦθεν, ὁ ὑποψήφιος δέον νὰ εἶναι λαυριώτης ἀδελφὸς καὶ μὴ ἐκ «ξένης φοιτήσαντος καὶ αὐθημερὸν πλασθέντος, σκοποῦντος τὴν κατάληψιν τῆς ἀρχῆς», δηλ. τῆς ἡγουμενίας.
Ἡ ἀπαγόρευσις ἐκλογῆς ἡγουμένου παρ᾿ ἄλλης μονῆς περιέχεται καὶ εἰς τὸ Χρυσόβουλλον τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ, τὸ ὁποῖον, ἐν τέλει, δέχεται τὴν περίπτωσιν ἐκλογῆς ἀδελφοῦ προερχομένου ἐξ ἄλλης μονῆς ὑπὸ τὴν προϋπόθεσιν νὰ παραμείνει εἰς αὐτὴν δύο ἕως τρία ἔτη ἀπὸ τῆς ἐγκαταβιώσεως, ὁπότε καθίσταται κανονικὸς ἀδελφὸς αὐτῆς, θεωρούμενος «τέκνον καὶ σῶμα τῆς ἐκκλησίας καὶ μέλος τῆς κατ᾿ ἐμὲ ἀδελφότητος καὶ κατὰ μηδὲν διαφέρειν τῆς ἐμῆς κουρᾶς...».
Συνεπῶς, ἀποδέχεται ὁ Ὅσιος, τὴν περίπτωσιν νὰ εὑρεθεῖ ἀδελφός, ὁ ὁποῖος ἦλθε ἀπὸ ξένην μονὴν καὶ ἐφ᾿ ὅσον «διαπρέψας ἐν τῇ μονῇ, ἱκανός τε καὶ ἐπιτήδειος καὶ ἄξιος τῆς τῶν ἀδελφῶν ἐπιστασίας ἀναφανῇ ἀκωλύτως καὶ ἀνενδοιάστως ἐπιστατείτῳ παρὰ τοῦ μέλλοντος τελευτᾶν Καθηγομένου κατὰ διαδοχὴν μαρτυρούμενός τε καὶ καταλιμπανόμενος, ἀλλὰ γὰρ καὶ παρὰ τῶν τῆς λαύρας ἀδελφῶν ὁ τοιοῦτος ἐκλεγέσθω.
Σκοπός, ὑπογραμμίζει ὁ ἱερὸς πατήρ, τῶν ρυθμίσεων αὐτῶν εἶναι ἡ εὐρυθμία τῆς Λαύρας, ἡ πνευματικὴ προαγωγὴ τῶν πατέρων καὶ ἡ φροντὶς «τὸ μὴ δεσποτείᾳ, τινὸς ἀσυντελοῦς προσώπου, παρὰ τὸ προσῆκον ὑποπεσεῖν τὴν Ἐκκλησίαν» (Λαύραν).
Ἀσφαλιστικὴν ὅμως δικλεῖδα εἰς τὴν ἐξουσίαν τοῦ μέλλοντος τελευτᾶν ἡγουμένου περὶ τὴν ὑπόδειξιν τοῦ νέου τοιούτου, ὁ ἴδιος ὁ ἱερὸς πατὴρ ἔθετε τὴν γνώμην τῶν πατέρων καὶ τῶν προκρίτων.
Οὕτω, εἰς τὸ Τυπικὸν ὑπογραμμίζεται, «...ἐγὼ ὁ πάντων τὴν κυριότητα, καὶ οὖ τῷ λόγῳ ἀνθέστηκεν οὐδὲ εἶς, οὐ τῆς τῶν ἀδελφῶν γνώμης χωρὶς τὸν ἐμὸν βούλομαι καταλελοιπέναι διάδοχον...»
Ἡ θέσις αὕτη ἐξισσοροπεῖ τὴν ἐξουσίαν τοῦ ἡγουμένου καὶ τὴν γνώμην-κρίσιν τῶν ἀδελφῶν, τὸν ὁποίων διάδοχος πρόκειται νὰ προστεῖ.
- ια -
Ἡ διαδικασία ἐκλογῆς
Ἡ διαδικασία ἐκλογῆς του νέου ἡγουμένου ὁρίζεται εἰς τὸ Τυπικὸν καὶ διεξάγεται ὡς ἑξῆς:
Τελεῖται ἀφ᾿ ἑσπέρας ὁλονυκτία καὶ μετὰ τὸ πέρας τῆς Θείας Λειτουργίας, «ὁ προχειριζόμενος εἰς προεστῶτα» θέτει μετάνοιαν ἔμπροσθεν τοῦ Ἱεροῦ Θυσιαστηρίου καὶ εἶτα στρέφεται πρὸς τοὺς μοναχοὺς καὶ θέτει μετάνοιαν πρῶτος ὁ Ἐπίτροπος καὶ μετὰ οἱ λοιποὶ πάντες.
Μετὰ τὴν ἐκλογήν, ἀναλαμβάνει ὁ νέος ἡγούμενος τὴν διοίκησιν τῆς Μονῆς καὶ ὁ Ἐπίτροπος εἶναι συνεργὸς «πάση δυνάμει» τοῦ νέου ἡγουμένου, ἐνῶ πάντες οἱ ἀδελφοὶ «ἐπιδεικνύουν ὑποταγὴν καθαρὰν καὶ ἀνόθευτον». Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ ἔκκλησις τοῦ ἱεροῦ πατρὸς πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς ὑπὲρ τοῦ νεοεκλεγέντος ἡγουμένου καί, κατὰ διαδοχήν, τῶν ἐπιγενεστέρων αυτοῦ.
Ἀλλὰ καὶ σεῖς τέκνα καὶ ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἀκοῦστε μου «τῆς οἰκτροτάτης φωνῆς». Δεχθῆτε καὶ ἀποδεχθῆτε τὸν καθηγούμενο, διότι ἐγὼ τὸν ἐξέλεξα. Ἀσπασθῆτε αὐτὸν σὰν διάδοχὸ μου, ἀτενίζοντας πρὸς αὐτὸν μὲ δέος καὶ τιμὴ καὶ διαφυλάξετε τὸν κανόνα τῆς ὑπακοῆς πρὸς αὐτόν, ὡς νόμιμον, ὅπως τὸν τηρήσατε σὲ μένα, μὴ καταφρονοῦντες τὴν νέα του ἐκλογὴ καὶ νὰ μὴ ζητᾶτε τίποτα περισσότερο ἀπ᾿ αὐτὸν παρὰ ὄ,τι τοῦ δωρήθηκε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ἀρκεῖ σ᾿ αὐτὸν νὰ τηρήσει σταθερὰ ὅσα ἔχει διδαχθεῖ ἀπὸ τὴν ταπεινότητὰ μου. Καὶ ἐὰν μὲ ἀγαπᾶτε, τέκνα μου καὶ ἐνθυμεῖσθε τὴν ἀγάπη μου, φυλάξετε τὶς ἐντολές μου «καὶ τὴν εἰρήνην ἐν ἑαυτοῖς ἔχετε». Διατηρῆστε τὴν «εὐπείθειαν καὶ ταπείνωσιν καὶ τὴν μέχρι θανάτου ὑπακοὴν πρὸς τὸν καθηγούμενον», χωρὶς νὰ ἀντιλέγετε ἢ νὰ τὸν στενοχωρεῖτε σὲ κάτι. Τὸ ἀγγελικὸ πολίτευμα τηρήσετε ἀκατηγόρητο. Μισήσαντες τὸν κόσμο μὴ ἐπιστρέψετε «πρὸς τὰ τοῦ κόσμου ἔργα». Ἔχοντες ἀπαρνηθεῖ τὰ βιωτικὰ πράγματα μὴ προσδεθείτε σὲ σαρκικὲς σχέσεις. Ἔχοντες ἀρνηθεῖ «πάντα τὰ τερπνὰ καὶ ἐπίκηρα τοῦ παρόντος βίου», μὴ ἀποσκιρτήσετε ἀπὸ ὀλιγωρία ἀπὸ τὴν ἀσκητικὴ σας διαγωγή, «γενόμενοι ἐπίχαρμα δαιμόνων». Ἐγκαρτερήσετε μέχρι τέλους τὸν δρόμο τῆς ὑπακοῆς, «ἵνα τῆς δικαιοσύνης ἀμαράντινον στέφανον» ἀποκτήσετε. Ὁδηγούμενοι ἀπὸ τὴν ταπεινοφροσύνη νὰ γίνετε ἀρνητὲς τοῦ θελήματὸς σας συμμορφούμενοι μόνον πρὸς ὅσα ἐγκρίνει ὁ καθηγούμενος. Καὶ νὰ γνωρίζετε πώς, «μακάριοι ἐστε ἐὰν φυλάξητε αὐτὰ μέχρι τέλους, ὁ γὰρ χορὸς τῶν Μαρτύρων» θὰ σᾶς ὑποδεχθεῖ καὶ θὰ ἀπολαύσετε «στεφανηφοροῦντες ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν. Τὸ λοιπόν, τέκνα, εἴθε νὰ σωθεῖτε καὶ νὰ ἐνθυμεῖσθε τὴν ταπεινότητὰ μου.
- ιβ -
Ἡ τῶν προκρίτων λογάς
Συνεργοὶ καὶ συμπαραστάται εἰς τὸ ἔργον τοῦ ἡγουμένου ἦσαν οἱ καλούμενοι «πρόκριτοι», «οἱ προέχοντες», «οἱ εὐλαβέστεροι», «οἱ τὰ πρῶτα φέροντες ἐν τοῖς ἀδελφοῖς», « οἱ ἔγκριτοι».
Εἰς τὴν Διαθήκην τοῦ Ὁσίου δὲν ἀναφέρονται ἀναλυτικῶς οἱ ἁρμοδιότητες τῶν «προκρίτων» ἀδελφῶν, ἀλλὰ ὁπωσδήποτε ἔργον αὐτῶν ἦτο νὰ βοηθοῦν τὸν ἡγούμενον, κυρίως, ἐπὶ θεμάτων διοικητικῶν, οἰκονομικῶν καὶ τῆς ὅλης μοναστηριακῆς ζωῆς.
Μεταξὺ τῶν καθηκόντων αὐτῶν ἦτο ἡ συμμετοχὴ εἰς τὴν ἐκλογὴν τοῦ ἡγουμένου, ἡ ὁποία ἔδει νὰ γίνει, «εἰδήσει καὶ γνώμῃ τῶν προκριτωτέρων ἀδελφῶν καὶ εὐλαβεστέρων» καὶ «ὃν ὁ προεστὼς καὶ πᾶσα ἡ τῶν προκριτωτέρων ἀδελφῶν λογὰς ἐκκρίνει...», ἐκλεγόμενος «συνελεύσει καὶ διασκοπήσει καὶ ψήφῳ καὶ κρίσει τῶν εὐλαβεστέρων καὶ προεχόντων ἀδελφῶν...»
Ὁ Ἐπίτροπος Ἰωάννης ὁ Ἴβηρ
Σημαντικὲς ἁρμοδιότητες εἶχεν ὁ ὑποτακτικὸς αὐτοῦ Ἰωάννης ὁ Ἴβηρ, ὅστις ὅμως ἤδη εἶχεν ἀναλάβει τὴν ἀναστήλωσιν τῆς Μονῆς Κλήμεντος, ἐπονομασθεῖσαν ἐξ αὐτοῦ Ἰβήρων.
Οἱ ἁρμοδιότητες κυρίως περιορίζοντο εἰς τὸ διάστημα μεταξὺ τῆς τελευτῆς τοῦ ἡγουμένου καὶ τῆς ἐκλογῆς τοῦ διαδόχου του. Οὕτω ὁ ἱερὸς Πατὴρ ὥρισεν εἰς τὸ Τυπικόν:
«Στὸν Ἐπίτροπὸ μου, τὸν μοναχὸ Ἰωάννη τὸν Ἴβηρα, ἀφήνω ἐντολὴ καὶ ἐξορκίζω ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ὑπεραγίας ἡμῶν Θεοτόκου, ἵνα μετὰ τὸν θάνατὸ μου συμπεριφερθεῖ κατὰ τέτοιο τρόπο ἀπέναντι τῆς ἐν Χριστῷ συνοδίας καὶ τῆς Λαύρας, ἀλλὰ καὶ ἀπέναντι τῶν κελλίων αὐτῆς, τὰ ἐντὸς τοῦ Ὄρους καὶ τὰ ἐκτός, καθώς ἀπαιτεῖ ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν θείων πατέρων ἡ διδασκαλία. Νὰ παραμένει μαζὶ μὲ τοὺς πατέρες τῆς Λαύρας πολλὲς ἡμέρες καὶ νὰ συνομιλεῖ μαζί τους, εἴτε μὲ ὅλους μαζὶ εἴτε ἱδιαιτέρως. Νὰ ἐπιτελοῦν προσευχὲς καὶ ἐκτενεῖς ἀκολουθίες. Νὰ συμπεριφέρεται μὲ ἀπροσωποληψία καὶ ἀμεροληψία καὶ μὲ ἐλευθερία, ἔχοντας τὴν συναίσθηση ὅτι ὁ Θεὸς ἐπιβλέπει καὶ γνωρίζει τὰ κρύφια τῆς καρδιᾶς τοῦ καθενός. Μαζὶ μὲ τοὺς προκρίτους καὶ λογιωτέρους καὶ πνευματικοτέρους ἀδελφοὺς νὰ συσκέπτεται καὶ νὰ ἐρευνᾶ καὶ νὰ βασανίζει τὶς γνῶμες καὶ τὶς κρίσεις αὐτῶν τῶν ἰδίων καὶ ὑπολοίπων. Καὶ νὰ προχειρίζει Καθηγούμενο ἐκεῖνον ποὺ ἤθελε εὐδοκήσει ὁ Θεὸς καὶ ὁ ἴδιος πληροφορηθεῖ «μετὰ καὶ τῶν προκρίτων ἀδελφῶν». Νὰ μὴν εἶναι οἱ σύμβουλοι τοῦ Ἐπιτρόπου πέραν τῶν δεκαπέντε (15) «διὰ τὴν προβολὴν» (ἐκλογὴ) τοῦ Καθηγουμένου, ἀλλὰ ἴσως καὶ λιγώτεροι. Βέβαια, δὲν ἀποκλείουμε ἀπὸ συμβούλους τοὺς ἄλλους πατέρας, διότι δῆθεν δὲν εἶναι λόγιοι καὶ πνευματικοί, καθότι ὅλοι «Θεοῦ χάριτι» καὶ «πνευματικοὶ καὶ χρήσιμοι καὶ φρόνιμοι ὑπαρχουσιν». Ἀλλὰ ἐπειδὴ στὸ μεγάλο
- ιγ -
πλῆθος ὑπάρχουν διαφορετικοὶ χαρακτῆρες καὶ πολλὲς γνῶμες στὸν καθένα. Καὶ ἄλλοι προκρίνουν τὸν ἕνα καὶ ἄλλοι τὸν ἄλλον. Γι᾿ αὐτὸ θεώρησα εὔλογο καὶ δίκαιο, νὰ μὴν εἶναι πολλοὶ ἀλλὰ λίγοι, ἐκεῖνοι ποὺ θὰ ψηφίζουν τὸν Ἡγούμενο, μὲ τὴν θέληση τοῦ Ἐπιτρόπου.»
Ἐκ τοῦ ἀποσπάσματος τούτου προκύπτει ὅτι ὁ ἑπίτροπος εἶχεν καθοριστικὴν ἐπιρροὴν εἰς τὴν ἐκλογὴν νέου ἡγουμένου. Γίνεται λόγος περὶ προχειρίσεως ὑπ᾿ αὐτοῦ ἡγουμένου, «ὃν ἂν ὁ Θεὸς εὐδοκῇ καὶ αὐτὸς πληροφορηθῇ μετὰ τῶν προκρίτων ἀδελφῶν». Ὁ δὲ ἀριθμὸς τῶν προκρίτων ἔδει νὰ εἶναι οὐχὶ «πλείους τῶν πεντεκαίδεκα».
Ἀλλ᾿ ἡ ἐποπτεία τοῦ ἐπιτρόπου δὲν περιορίζεται μέχρι τοῦ σταδίου αὐτοῦ, προεκτείνεται καὶ μετὰ τὴν «προβολὴν» (ἐκλογήν) τοῦ νέου ἡγουμένου.
Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, ἐπισκεπτόμενος τὴν Λαύρα ὁ Ἰωάννης ὁ Ἴβηρ καὶ «βλέπων τὴν τάξιν καὶ διαγωγὴν τοῦ Καθηγουμένου», ἀσφαλῶς θὰ διαπιστώσει τοῦ μὲν Καθηγουμένου «τὴν σπουδὴν καὶ ἐπιμέλειαν καὶ στοργὴν καὶ ἀγάπην καὶ διάθεσιν καὶ φιλίαν ψυχῆς» πρὸς τοὺς ἀδελφούς, ἐκείνων δὲ τὴν «ὑπακοὴν καὶ πίστιν καὶ ἀγάπην» τὴν ὁποίαν πρέπει νὰ ἀγωνίζονται νὰ ἔχουν «ἐκ ψυχῆς» πρὸς τὸν Ἡγούμενο, ἢ θὰ διαπιστώσει τὰ ἀντίθετα ὅσων παραπάνω ἐλέχθησαν...
Ἐὰν δὲ διὰ τὰς ἐμὰς ἁμαρτίας φανερώσῃ αὐτὸν ὁ χρόνος ἐπὶ λύμῃ καὶ διαστροφῇ καὶ ἀπωλείᾳ τῶν ψυχῶν τῆς ἀδελφότητος πολιτευόμενον, ὅπερ ἀπεύχομαι, μηδὲ ἐν ὀνείρῳ εὑρεθῆναι τὸν καθηγούμενον, καὶ τοιοῦτος φωραθεὶς ἀδιόρθωτος μείνῃ, τότε ὁ ἐπίτροπος μετὰ τῶν ἐγκρίτων ἀδελφῶν συμβουλευόμενος καὶ τῆς οἰκείας διακρίσεως καὶ φρονήσεως ποιείτω τὴν πρόνοιαν τῆς ἀδελφότητος, προχειριζόμενος τὸν δυνάμενον πρὸς σύστασιν εἶναι τῆς λαύρας καὶ πάντων τῶν ἀδελφῶν καὶ οὕτω διαρκεῖν μέχρι τέλους ζωῆς αὐτοῦ.

Παῦλος Μοναχὸς Λαυριώτης
________________________________________
Παραπομπές
1. Πρβλ. Ἐπετηρὶς Ἀθων. Σχολῆς, Ἀθῆναι 1966, σελ. 28, 129.
2. Πρβλ. Δ. Α. Πετρακάκου. Τὸ μοναχικὸν πολίτευμα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, σελ.7 καὶ 13, Ἀθῆναι 1925.
3. Πρβλ. Διον Παπαχρυσάνθου, ὁ Ἀθωνικὸς Μοναχισμός, Ἀθῆναι 1999 σελ. 215.
4. Πρβλ. Ἀρχιμ. Βασ.Στεφανίδης. Τὸ πρόβλημα τῆς Λαύρας τοῦ Ἄθῳ, Ἐπετηρὶς Θεολογ. Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, σελ. 24.
5. Πρβλ. Παύλου Μον. Λαυριώτου, ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, Τυπικόν, σελ. 242.
6. Ἔνθ. ἀνωτέρω σελὶς 193,194.
7. Ἔνθ. ἀνωτέρω σελὶς 208,209.
8. Ἔνθ. ἀνωτέρω σελὶς 239.
9. Ἔνθ. ἀνωτέρω σελὶς 208,209.
10. Ἔνθ. ἀνωτέρω σελὶς 240.
11. Ἔνθ. ἀνωτέρω σελὶς 242,243.

Ἀντεγράφη τὸ παρὸν τῇ προτροπῇ τοῦ Τυπικάρη
τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας, Ἱερομονάχου Βασιλείου,
ὑπὸ τοῦ Διοικητοῦ τοῦ Σταθμοῦ Χωροφυλακῆς Μεγίστης Λαύρας,
κ. Γεωργίου Βερβερῆ, Ὑπενωμοτάρχου, τῇ 12ῃ Σεπτεμβρίου 1972.

ΠΗΓΗ: ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΕΣ ΜΝΗΜΕΣ


Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2012

ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΣΛΑΒΟΥΣ







Τό Ἅγιον Ὄρος ἀνάμεσα στό Βυζάντιο καί τούς Σλάβους.

Ἰωάννου Ταρνανίδη, ὁμότιμου καθηγητοῦ ΑΠΘ







Είναι γνωστό ότι η συμπεριφορά της Βυζαντινής Εκκλησίας, του Οικουμενικού Θρόνου, απέναντι στις διαμορφούμενες νέες σλαβικές εκκλησιαστικές κοινότητες δεν ήταν ανεξάρτητη από τη γενικότερη πολιτική της Αυτοκρατορίας απέναντι στους ξένους λαούς που την περιέβαλλαν.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ασκούσε πολιτική πλήρως εναρμονισμένη προς τις αντιλήψεις της βυζαντινής Πολιτείας, στο ποσοστό που δεν τις επηρέαζε και δεν τις υπαγόρευε.
Η άποψη, ότι «τά εκκλησιαστικά ταΐς πολιτικαϊς έπικρατείαις καί διοικήσεσι συμμεταβάλλεσθαι εϊωθεν», την οποία διατύπωσε ο πατριάρχης Φώτιος, απευθυνόμενος προς τον πάπα Νικόλαο Α', δεν ήταν τυχαία.
Υπήρξε μια λιτή και περιεκτική αποτύπωση των εκκλησιαστικοπολιτικών αντιλήψεων του βυζαντινού γίγνεσθαι και ένας μόνιμος και αταλάντευτος γνώμονας στην περαιτέρω πορεία και συνύπαρξη των κορυφαίων θεσμών της χώρας, της Εκκλησίας και της Πολιτείας.
Και δεν ήταν μόνον η εξωτερική και διοικητική αντιμετώπιση των νέων Εκκλησιών εκ μέρους του Οικουμενικού Θρόνου προέκταση της βυζαντινής πολιτικής.
Από την ίδια πολιτική έπαιρνε κατευθύνσεις και η ευρύτερη πνευματική, κοινωνική και πολιτιστική επικοινωνία των Βυζαντινών με τον κόσμο των Σλάβων.
Το αναμφισβήτητο τούτο γεγονός δεν φαίνεται να έχει χρησιμοποιηθεί επαρκώς, όσο προσφέρεται, στην προσπάθεια της επιστήμης να αποσαφηνίσει τους όρους και τα πραγματικά δεδομένα γύρω από τη βυζαντινοσλαβική συμβίωση στο βαλκανικό χώρο.
Δεν ερευνήθηκε εξαντλητικά η πολιτική συμπεριφορά του Βυζαντίου έναντι των Σλάβων με βάση την περισσότερο γνωστή και την ασφαλέστερα προσπελάσιμη συμπεριφορά του Οικουμενικού Θρόνου έναντι των επί μέρους Εκκλησιών τους.
Μια παρόμοια ερευνητική πορεία θα οδηγούσε, αντίστροφα και με τις απαιτούμενες συγκριτικές δεσμεύσεις, στην πληρέστερη διαλεύκανση πολλών πτυχών της βυζαντινής διπλωματίας, που μέχρι και σήμερα εξακολουθούν να αποτελούν αντικείμενο συζήτησης ανάμεσα στους ερευνητές και πολλές φορές τροφή για αυθαίρετες και ενίοτε καθ’ υπαγόρεύση ερμηνείες.
Επειδή δε το Άγιο Όρος υπήρξε όχι μόνο προέκταση της εκκλησιαστικής ζωής των Βυζαντινών, αλλά ταυτόχρονα και μια επαρχία που τελούσε κάτω από την άμεση επιμέλεια, επιρροή και εξάρτηση της αυτοκρατορικής εξουσίας —χωρίς τούτο να παρεμπόδιζε την προσέλευση, εγκατάσταση και αυτοδύναμη παρουσία Σλάβων μοναχών σ’ αυτό—, πιστεύουμε πως αποτελεί μια ιδανική περίπτωση αποτύπωσης της εκκλησιαστικοπολιτικής συμπεριφοράς των Βυζαντινών απέναντι στο συγκεκριμένο ξένο στοιχείο, που και αυτό δεν ήταν ποτέ και στο έπακρο απαλλαγμένο από τις εκκλησιαστικοπολιτικές επιρροές, που του υπαγόρευε η ιδιαίτερη καταγωγή του.
Για την ορθότητα των όσων είπαμε πιο πάνω ως προς τη θέση του Αγίου Όρους στη βυζαντινή κοινωνία, αξίζει να θυμίσουμε πως τόσο η συγκρότηση της αγιορείτικης μοναστικής κοινότητας, όσο και η μετά ταύτα συντήρηση των μονών και των μοναχών, η προσέλευσή τους στον Άθω, οι νόμοι και οι κανόνες που ρύθμιζαν τη ζωή και τη μεταξύ τους συμπεριφορά, τελούσαν κάτω από την υψηλή φροντίδα και τον έλεγχο του αυτοκράτορα.
Δεν ήταν μόνο που οι αυτοκράτορες χρηματοδοτούσαν, ενίσχυαν με διάφορες δωρεές, αφιερώματα ή και με έμψυχο υλικό, στο οποίο όχι λίγες φορές συμπεριλαμβάνονταν και οι ίδιοι ή μέλη της οικογενείας τους, αλλά και το ξένο στοιχείο φαίνεται πως οι ίδιες βυζαντινές αρχές ενθάρρυναν στο να προσέρχεται και να πλαισιώνει τον ελληνικό μοναστικό πληθυσμό του Όρους.
Ύστερα από τα παραπάνω εισαγωγικά, είναι φανερό γιατί το θέμα «το Άγιο Όρος ανάμεσα στο Βυζάντιο και στους Σλάβους», παρά την πολλαπλή σχετική έρευνα και την ανάλογη βιβλιογραφία, εξακολουθεί να είναι ανοιχτό και να προσφέρεται σε περαιτέρω επιστημονική προσέγγιση.
Στόχος της παρούσης μελέτης μας είναι να ξαναδούμε, με πρίσμα τη δεδομένη και σε πολύ μεγάλο βαθμό γνωστή συμπεριφορά των Αγιορειτών μοναχών και των ιδρυμάτων τους απέναντι στους ξένους συμπολίτες της αγιώνυμης Πολιτείας, τη βυζαντινή πολιτική έναντι των Σλάβων που ζούσαν μέσα και έξω από αυτήν.
Και κατ’ επέκταση, να ξαναδούμε, μέσα από το πρίσμα της αγιορείτικης συμπεριφοράς, κατά πόσο οι Βυζαντινοί άσκησαν εξελληνιστική πολιτική και κατά πόσο, όπως από πολλές μεριές λέγεται, προσπάθησαν να αφομοιώσουν εθνικά τους πέριξ σλαβικούς πληθυσμούς.
Όπως είναι γνωστό, αφορμή για παρόμοιες ερμηνείες στη συμπεριφορά των Βυζαντινών είχε δώσει στο παρελθόν και το χωρίο από τα Τακτικά του αυτοκράτορα Λέοντα Σοφού, όπου αναφέρεται ότι ο αυτοκράτορας Βασίλειος A' «ταύτα (τα σλαβικά έθνη)... των αρχαίων εθών επεισε μεταστήναι καί γραικώσας, καί άρχουσι κατά τόν Ρωμαϊκόν τύπον ύποτάξας, καί βαπτίσματι τιμήσας, τής τε δουλείας ήλευθέρωσε των εαυτών αρχόντων, καί στρατεύεσθαι κατά των Ρωμαίοις πολεμούντων εθνών έξεπαί- δευσεν...».
Ταυτίζοντας απόλυτα τη σημασία του ρήματος «γραικόω» με εκείνη του «εξελληνίζω», μια μερίδα από τους επιφανέστερους ιστορικούς μας έκαναν λόγο για εξελληνισμό των σλαβικών φυλών που εγκαταστάθηκαν σε βυζαντινά εδάφη.
Εάν υπήρξε κάποια ασυμφωνία μεταξύ τους, αυτή αφορούσε την περιοχή ή τις περιοχές όπου, κατά τη γνώμη τους, έγινε ο εξελληνισμός.
Το πρόβλημα που απασχολούσε τους παραπάνω αναλυτές ήταν, αν ο εν λόγω Βυζαντινός συγγραφέας αναφερόταν στους Σλάβους που εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο, κοντά στη Θεσσαλονίκη, στο Συμόνα ή πέρα από το Δούναβη.
Απορρίπτοντας, αντίθετα, κάθε εκδοχή άσκησης εξελληνιστικής πολιτικής έναντι του ξένου στοιχείου εκ μέρους του Βυζαντίου, η άλλη πλευρά επιχειρεί μια πιο βολική ερμηνεία του ρήματος γραικόω.
Όπως επισημαίνει στην επί τούτου μελέτη του ο Γ. Κόλλιας, «τό ρήμα (γραικόω = γρεκόω, γρεκώνω) ούδεμίαν σχέσιν εχει πρός τό Γραικός (= Έλλην), οϋτε σημαίνει εξελληνίζω.
Άλλως τε οί Βυζαντινοί ουδεμίαν ουδέποτε ήσκησαν έξελληνιστικήν πολιτικήν.
Τό ρήμα, τό όποιον είναι άθησαύριστον, σημαίνει άγελάζω, συνεγελάζω, συγκεντρώνω, αθροίζω, υποτάσσω».
Με την παραπάνω λογική ερμηνεία, την οποία ο συγγραφέας της εν λόγω μελέτης αντλεί από το λατινικό grego, που σημαίνει αγελάζω, είναι πράγματι σύμφωνη και η ευρύτερη πολιτική του Βυζαντίου.
Ενώ, δηλαδή, σε κάθε σχεδόν περίπτωση εκχριστιανισμού έχουμε αναφορά και σε υποταγή του συγκεκριμένου λαού στο Βυζαντινό βασιλιά, σε καμία περίπτωση ο εκχριστιανισμός δεν σημαίνει στέρηση της εθνικής ιδιαιτερότητας, της γλώσσας και της ιδιαίτερης εθνικής συνείδησης.
Όπως φαίνεται, λοιπόν, ο εκχριστιανισμός των ειδωλολατρικών και βάρβαρων λαών αποτελούσε την αιχμή του δόρατος στην εξωτερική πολιτική του Βυζαντίου.
Με την αποδοχή της κοινής χριστιανικής πίστης και την είσοδό τους στη πολιτιστική ατμόσφαιρα του Βυζαντίου, οι λαοί αυτοί αποκτούσαν πραγματικά το δικαίωμα της ιδιαίτερης ύπαρξης.
Ο εκχριστιανισμός επομένως σήμαινε και τον εκπολιτισμό τους κατά τα βυζαντινά πρότυπα και σύμφωνα με τις βυζαντινές αντιλήψεις. Θάλεγε κανείς ότι συντελούνταν ένας «εκβυζαντινισμός», σε καμία όμως περίπτωση «εξελληνισμός» και μάλιστα βίαιος και καταναγκαστικός.
Ένα από τα βασικότερα εχέγγυα της ανοχής των Βυζαντινών έναντι του σλαβικού στοιχείου ήταν η επινόηση ιδιαίτερης γραφής και η ελεύθερη απόδοση των ιερών κειμένων στη σλαβική γλώσσα.
Τι είδους εξελληνισμό του σλαβικού στοιχείου θα έκανε η Κωνσταντινούπολη, όταν αναγνώριζε και καθιστούσε επίσημη τη γλώσσα του, μεταφράζοντας σ’ αυτήν ό,τι υψηλότερο, επισημότερο και ιερότερο διέθετε στο χώρο των ιδεών, του πνεύματος και του πολιτισμού;
Είναι, λοιπόν, πολύ ενδιαφέρον, στο σημείο αυτό να τονίσουμε ότι το Άγιο Όρος εξελίχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα και παραγωγικότερα πνευματικά κέντρα, όπου η βυζαντινή θρησκευτική και πολιτική ιδεολογία υφίστατο ελεύθερα τη σλαβική της μεταμόρφωση, ακριβέστερα τη γλωσσική της μεταποίηση και γινόταν κτήμα του σλαβικού κόσμου.
Τα σλαβικά εργαστήρια, που δούλευαν νύχτα και μέρα γιαυτό το σκοπό, ασφαλώς και δεν εργάζονταν κρυφά ή παράνομα είχαν τη συγκατάθεση των βυζαντινών αρχών και τη βοήθεια των Ελλήνων μοναχών.
Αυτό, κατά συνέπεια, που συντελούνταν στο Άγιο Όρος, από τη σκοπιά της πνευματικής επικοινωνίας των Βυζαντινών με τους Σλάβους, δεν ήταν εξελληνισμός.
Το αντίθετο ήταν βήματα πνευματικής χειραφέτησης.
Το γεγονός αυτό μπορεί να εκτιμηθεί καλύτερα και να φανεί η σπουδαιότητά του, εάν ληφθεί υπόψη
α) ότι ο κυριότερος, πολυπληθέστερος και κυρίαρχος πληθυσμός της Αθωνικής Πολιτείας στα βυζαντινά χρόνια είναι ο ελληνικός, και
β) ότι ο αυτοκράτορας και επομένως η βυζαντινή εξουσία, με τις ευρύτερες πολιτικές της τάσεις και επιδιώξεις, είναι πάντα παρούσα και στο πολιτικό και θρησκευτικό γίγνεσθαι του χώρου αυτού.
Οι επισημάνσεις μας, βέβαια, αυτές δεν θα πρέπει να εκληφθούν ως επιχειρήματα κατά της πνευματικής ανεξαρτησίας και της ιδιαιτερότητας του Αγίου Όρους. Γεγονός αναμφισβήτητο είναι, ότι το Άγιο Όρος αποτέλεσε όχι μόνο μια ξεχωριστή και μοναδική πνευματική ιδιαιτερότητα στα πλαίσια της βυζαντινής επικρατείας και μάλιστα και αυτής της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης, αλλά και στον πολιτικό και πολιτισμικό τομέα υπήρξε και παρέμεινε ένα αδιάσπαστο κομμάτι της βυζαντινής κοινωνίας.
Με αυτή δε την ιδιαίτερη μορφή, παρουσία και υπόστασή του χρησίμευε σαν κρίκος σύνδεσης και επικοινωνίας της Αυτοκρατορίας με το σλαβικό κόσμο.
Για τον ίδιο όμως λόγο, και η ελεύθερη διακίνηση των Σλάβων μοναχών από και προς τα μοναστήρια της περιοχής και ακόμα και σε περιόδους έντασης στις σχέσεις του Βυζαντίου με τις χώρες τους, δεν θα πρέπει να ερμηνευτεί και ως διαφοροποίηση των Ελλήνων μοναχών σε σχέση με τη γενικότερη συμπεριφορά και την πολιτική του Αυτοκράτορα.
Το αυτό θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε και προς την πλευρά των Σλάβων μοναχών του Αγίου Όρους η συμπεριφορά τους έναντι των Ελλήνων, σε γενικές γραμμές, δεν αφίστατο εκείνης της επίσημης πολιτικής των χωρών τους.
Το αν δεν εκδηλωνόταν φανερά και δυναμικά, τούτο οφειλόταν στις ευρύτερες συνθήκες που επικρατούσαν στο επίπεδο των διμερών σχέσεων.
Σαν ένα μικρό παράδειγμα, σχετικό με τον απόηχο του ευρύτερου βυζαντινοσλαβικού ανταγωνισμού στο χώρο του Αγίου Όρους, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε την περίπτωση της εκεί κυριαρχίας του τσάρου Δουσάν, της επιβολής των Σερβοπρώτων και των άλλων μεταβολών που επέφερε, χωρίς φυσικά να αντιμετωπίσει την έντονη αντίδραση των Σέρβων μοναχών.
Θα μπορούσε να αναφέρει κανείς και άλλα παραδείγματα, όπως την περίπτωση της ρωσικής εξάπλωσης στο Όρος, που, καίτοι μεταγενέστερη, δεν έπαυε να αποτελεί εξωτερίκευση μιας πάντα υπαρκτής τάσης.
Εξάλλου και η ίδρυση ιδιαίτερων σλαβικών μοναστηριών, εκτός από προϊόν αναγκαστικής διεξόδου για την αντιμετώπιση της υπαρκτής δυσχέρειας της γλωσσικής επικοινωνίας και συμπροσευχής με τους Έλληνες αδερφούς τους, θα πρέπει να προήλθε και από κάποιες παρόμοιες τάσεις και επιθυμίες διατήρησης της ιδιαίτερης σλαβικής τους φυσιογνωμίας.


Στο σημείο αυτό, μη διαθέτοντας άμεσες μαρτυρίες για το σκεπτικό και την πορεία της παλαιότερης συγκέντρωσης των Σλάβων μοναχών σε ιδιαίτερα μοναστήρια, θα επικαλεσθούμε μαρτυρίες από το Βίο του αγίου Σάββα των Σέρβων, ο οποίος, ως γνωστό, μόνασε στο Άγιο Όρος, πρώτα ως μοναχός στο ρωσικό μοναστήρι, μετά στη μονή Βατοπεδίου και στη συνέχεια ίδρυσε τη σέρβική μονή του Χιλανδαρίου.
Αυτά συμβαίνουν στα τέλη του 12ου αιώνα.
Είναι ενδιαφέρουσες εν προκειμένω τόσο οι σύγχρονες αναφορές στην ανάγκη ίδρυσης ιδιαίτερης σερβικής μονής, όσο και οι άμεσες αντιδράσεις των Ελλήνων μοναχών.
Στην αρχή, οι δύο Σέρβοι μοναχοί, Συμεών και Σάββας, εμφανίζονται εντελώς απροβλημάτιστοι για μια τέτοια κίνηση.
Κάποιος γέροντας, υπό μορφή Αγγέλου, τους παροτρύνει να ιδρύσουν «σερβικό μοναστήρι», «για να βρουν καταφύγιο εκείνοι από σας», όπως λέει ο βιογράφος τους, «που αγαπούν το Θεό και φεύγουν και από τη ζωή του κόσμου».
Όταν όμως οι Σέρβοι μοναχοί, πατέρας και γιος, πρώην ηγεμόνας και πρίγκιπας, ανακοινώνουν την πρόθεσή τους στον ηγούμενο της μονής Βατοπεδίου, εκείνος συμβουλεύεται πολλούς άλλους μοναχούς (σίγουρα τους Έλληνες που έχει γύρω του) και απαντά ότι η σκέψη αυτή είναι αντίθετη με το θέλημα Θεού.
Στη συνέχεια, βέβαια, ο βιογράφος προβάλλει τη δικαιολογία ότι ο ηγούμενος συμπεριφέρθηκε έτσι, γιατί σκέφτηκε πόσες ευεργεσίες και καλά απολάμβανε από την παρουσία Σέρβων αρχόντων στη μονή του.
Αγαθά που θα έχανε, αν αυτοί αποχωρούσαν.
Πίσω όμως από αυτές τις δικαιολογίες δεν μπορεί να μην κρύβεται και κάποια αντίδραση του ελληνικού στοιχείου απέναντι στην ίδρυση κι άλλου σλαβικού μοναστηριού στον ιερό αυτό χώρο, που ανήκε στη βυζαντινή επικράτεια.
Την τελική λύση τη δίνει ο Πρώτος του Αγίου Όρους και φυσικά ο αυτοκράτορας Αλέξιος Γ' με το χρυσόβουλό του, που εξέδωκε στα 1198, με το οποίο ίδρυσε τη σέρβική μονή Χιλανδαρίου.


Όλο αυτό το σκηνικό, πάντως, μας επιτρέπει να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα, ότι στο Άγιο Όρος απεικονιζόταν σε σμικρογραφία και σε γενικές γραμμές ό,τι συνέβαινε και στον έξω από αυτόν βυζαντινό χώρο.
Δεν θα μπορούσε, δηλαδή, να φανταστεί κανείς ότι στα πέριξ του Αγίου Όρους ασκούνταν πίεση και εξελληνιστική πολιτική, με στόχο την αφομοίωση του σλαβικού στοιχείου, ενώ λίγα μέτρα πιο μέσα στο εσωτερικό του Αγίου Όρους και με συνεργία του αυτοκράτορα καταβάλλονταν προσπάθειες να μεταφραστούν στα σλαβικά τα μοναστικά τυπικά και τα ιερά βιβλία και ιδρύονταν ιδιαίτερες και ελεύθερες σλαβικές μονές.
Γιατί, εδώ θα πρέπει να προσθέσουμε, πως δεν ήταν τυχαίο και το γεγονός ότι η μονή Χιλανδαρίου κατέστη αμέσως σταυροπηγιακή, μη υποκείμενη σε καμιά άλλη μονή ή μοναστική αρχή, παρά μόνο και απευθείας στον αυτοκράτορα.
Φαίνεται δηλαδή από τα παραπάνω, πως η συμπεριφορά των Ελλήνων μοναχών έναντι των Σλάβων αδερφών τους στο Άγιο Όρος αποτελούσε την αποτύπωση της ευρύτερης βυζαντινής στρατηγικής και ιδιαίτερης πρακτικής της Αυτοκρατορίας στις σχέσεις της με το σλαβικό κόσμο.
Και αυτή η πολιτική δεν υπήρξε ποτέ εξελληνιστική υπήρξε όμως σταθερά, μόνιμα και δυναμικά εκβυζαντινιστική, υπό την έννοια της πολιτιστικής ενσωμάτωσής τους στη βυζαντινή πνευματική σφαίρα επιρροής.


Η διάθεση των Βυζαντινών και η επίσημη πολιτική τους απέναντι στο σλαβικό στοιχείο φάνηκε όχι μόνον από την οργάνωση της μεγάλης ιεραποστολής στη Μοραβία, που συνοδεύτηκε και από αναμφισβήτητες κινήσεις ανοχής και αποδοχής της ιδιαιτερότητας του σλαβικού λαού (σλαβική γραφή, σλαβική γλώσσα στη λατρεία κλπ.).
Δείγματα παρόμοιας συμπεριφοράς και μάλιστα σε πιο κοντινούς Σλάβους, που προφανώς είχαν εγκατασταθεί και κατοικούσαν γύρω από βυζαντινά αστικά κέντρα, όπως θα μπορούσε να είναι η Θεσσαλονίκη, έχουμε στα αρχαιότερα σλαβικά χειρόγραφα του 10ου και ίσως στα τέλη του 9ου αιώνα.
Τα μνημεία πάντως αυτά απηχούν μια πραγματικότητα, που ασφαλώς προηγήθηκε του έργου των Θεσσαλονικέων αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου.
Θα λέγαμε πως η πραγματικότητα αυτή χρησίμευε και χρησιμοποιήθηκε από τους δύο αδερφούς στο μεγάλο και κοπιώδες έργο τους, της μετάφρασης των ιερών βιβλίων στα σλαβικά.
Βρίσκεται δε αποτυπωμένη στα ίχνη της αρχικής, μεμονωμένης και αυθόρμητης προσπάθειας κάποιων Σλάβων να προσεγγίσουν, να κατανοήσουν και να διατυπώσουν στη δική τους γλώσσα τις χριστιανικές έννοιες.
Στο σημείο αυτό θα ήταν αρκετό να αναφέρουμε ένα μικρό παράδειγμα, που παρ’ όλη τη μοναδικότητά του δικαιούμαστε να το αξιολογήσουμε όχι απλώς ως πολύ σημαντικό, αλλά και ως αναμφισβήτητο απόηχο μιας ευρύτερης πρακτικής, που δυστυχώς τα ίχνη της, στο μεγαλύτερο μέρος τους, δεν μπόρεσαν να φτάσουν μέχρις εμάς.
Πρόκειται για το υπ’ αρ. 2 σλαβικό χειρόγραφο της νέας σειράς, που βρέθηκαν το έτος 1975 στο Σινά και δημοσιεύτηκαν το 1988.
Σ’ αυτό διασώζεται ένα τμήμα του αρχαιότερου σλαβικού Ψαλτηρίου και ίσως του αρχαιότερου σλαβικού γραπτού μνημείου.
Το ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο του είναι, ότι μετά τους ψαλμούς και τις Ωδές περιλαμβάνει και τη διάταξη του βυζαντινού Εσπερινού, όπου υπάρχει η εξής επικεφαλίδα-τίτλος:
Cin Esperinje sirjeC veCer'nii1, που σημαίνει: ακολουθία του Εσπερινού, τουτ' έστι veCer'nii.
Είναι δε ενδιαφέρον το σημείο αυτό, διότι διασώζει τον απόηχο μιας πρακτικής από την πρώιμη φάση της επικοινωνίας των Σλάβων με την ελληνική πραγματικότητα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Απευθύνεται ο συντάκτης της παραπάνω φράσης σαφώς προς Σλάβους, οι οποίοι είχαν γνωρίσει και είχαν αποδεχθεί τον ελληνικό όρο Εσπερινός και έτσι τον συνήθισαν πια.
Στη φράση όμως αυτή φαίνεται η προσπάθεια αποδεύμευσης από την ελληνική ορολογία και δημιουργίας καθαρά σλαβικής.
Ίσως ειδικά αυτή η διατύπωση να είναι έργο αυτού τούτου του Κυρίλλου ή του αδελφού του Μεθοδίου, που, ακουμπώντας στις μέχρι τότε παραστάσεις και τη σλαβική άμεση και πρακτική προσέγγιση στα θεία μυστήρια, προσπαθούν να χειραφετήσουν τον κόσμο αυτό, δίνοντάς του τη δική του γραφή και διατύπωση της ορολογίας της νέας θρησκείας.
Αυτή λοιπόν η κίνηση, που δεν είναι μεμονωμένη ούτε αυθαίρετη, αλλά γίνεται με την ευλογία του πατριάρχη και με εντολή του αυτοκράτορα, δεν μπορεί με κανένα τρόπο να ερμηνευτεί και να θεωρηθεί ως προσπάθεια εξελληνισμού του «περιεστώτος» —για να χρησιμοποιήσουμε τη λατρευτική έκφραση— σλαβικού λαού.
Αυτή όμως η πραγματικότητα, που καταγράφεται στο χώρο γύρω από την ευρύτερη περιοχή του Αγ. Όρους και ενδεχομένως πριν από τη συγκρότηση του αγιορείτικου κοινοβιακού μοναχισμού, επικρατεί στη συνέχεια και στο εσωτερικό της μοναστικής πολιτείας.
Bλέπουμε, δηλαδή, ότι, ενώ ο τελικός στόχος όλων των μοναχών του Αγίου Όρους είναι η δημιουργία μιας πνευματικής κοινωνίας, όπου η προέλευση ενός εκάστου και οι εθνικές τους διαφορές θα περιορίζονται σε δεύτερη μοίρα ή και θα εξαφανίζονται, δεν παρεμποδίζεται και ίδρυση ιδιαίτερων εθνικών μοναστικών κέντρων στον ίδιο χώρο.
Εκεί μέσα στο καθαρά αγιορείτικο πνεύμα, που είναι η ορθόδοξη άποψη της αφιέρωσης και της επικοινωνίας με το θείο και παράλληλα η βυζαντινή αποτύπωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, με όλο το μεγαλείο αλλά και τις αδυναμίες της, αναπτύσσονται ελεύθερα και τα παραπάνω σλαβικά κέντρα.
Τα σλαβικά μοναστικά κέντρα, που από τη χώρα προέλευσής τους κρατάνε τη γλώσσα, τις ροπές και τις εγγενείς τους ιδιαιτερότητες, ενώ σε όλα τα άλλα ταυτίζονται με το πνεύμα που έχουν δώσει ή κατά καιρούς δίνουν οι Έλληνες αδερφοί τους.
Βλέπουμε, συνεπώς, ότι στο Άγιο Όρος δεν ασκείται εξελληνιστική πολιτική, παρ’ όλο που εκεί οι συνθήκες επιτυχίας για κάτι τέτοιο θα ήσαν ιδανικές.
Βεβαίως, θα αντείπει κανείς, μια τέτοια πολιτική στον πνευματικό εκείνο χώρο θα αντιστρατευόταν προς το πνεύμα του χριστιανικού μοναχισμού.
Ένα τέτοιο όμως επιχείρημα, καίτοι κατά βάση σωστό, θα αδικούσε και θα αγνοούσε την υπόλοιπη βυζαντινή κοινωνία, που σε βασικές γραμμές και στις αρχές της δεν διέφερε από την αγιορείτικη ήταν και εκείνη μια κοινωνία όπου κυριαρχούσε η ορθόδοξη πίστη, η ανοχή και η φιλελεύθερη στάση προς τους ξένους.
Απλώς η κοινωνία του Αγ. Όρους ήταν προέκταση προς το τελειότερο αυτής της βυζαντινής πραγματικότητας.
Και από το άλλο μέρος, εάν υπήρχε τόσο μεγάλη διαφορά στη συμπεριφορά των Ελλήνων ή και της ελληνικής βυζαντινής εξουσίας μέσα και έξω από το ' Αγιο Όρος, τούτο θα μας το φανέρωναν τα διασωθέντα μνημεία και κυρίως τα γραπτά.
Όμως τα μνημεία αυτά, από την πρώιμη ακόμα εποχή του 10ου αιώνα, μαρτυρούν για μια κοινή στάση σε όλη τη βυζαντινή επικράτεια απέναντι στους Σλάβους.
Το χαρακτηριστικό δε είναι, ότι για τα περισσότερα από αυτά τα σλαβικά μνημεία δυσκολευόμαστε να προσδιορίσουμε τον τόπο προέλευσής τους αν δηλαδή προέρχονται από κάποιο πνευματικό κέντρο του ελληνικού ή του σλαβικού χώρου αν προέρχονται από την Πρεσλάβα, από την Αχρίδα, από το Άγιο Όρος ή από τους Άγιους Τόπους και το Σινά, που ήσαν τμήματα της βυζαντινής επικράτειας.
Υπάρχουν λοιπόν κάποια δείγματα παρουσίας των Σλάβων στο Άγιο Όρος από το 10ο ή έστω από τον 11ο κιόλας αιώνα.
Και αυτά αποτελούν μαρτυρίες ιδιαίτερης —ίσως αυτόνομης— πνευματικής τους παρουσίας στο βυζαντινό αυτό χώρο.
Είναι π.χ. τα δύο Ευαγγέλια, Zografskoe και Mariiskoe, που είναι γραμμένα με τη γραφή που είχε επινοήσει για τους Σλάβους ο Κύριλλος, και βρέθηκαν το μεν πρώτο στη μονή Ζωγράφου, το δε άλλο στη Σκήτη της Μαρίας Θεοτόκου, δηλαδή αμφότερα στο Άγιο Όρος.
Δεν θα μπορούσαμε, επομένως, να αποκλείσουμε ότι κάποιοι από εκείνους τους Σλάβους που δειλά δειλά προσέρχονταν —μεμονωμένα έστω— στη χριστιανική πίστη, θέλχθηκαν στα πρώτα κιόλας χριστιανικά τους βήματά από το κάλλος της μοναστικής ζωής.
Θα ήταν λάθος να φανταστούμε πως Σλάβοι μοναχοί άρχισαν να εμφανίζονται μόνον αφού οι ηγεμόνες τους δέχτηκαν το χριστιανισμό ή αφού πρώτα συγκροτήθηκαν οι σλαβικές Εκκλησίες. Και αυτό δείχνει ότι και οι μεμονωμένοι ακόμα εκπρόσωποι του σλαβικού στοιχείου είχαν τη δυνατότητα να συμπεριφέρονται ελεύθερα και να αφήνουν τα ίχνη της ιδιαιτερότητάς τους στους χώρους —στις βυζαντινές περιοχές— όπου έζησαν.
Τούτο, βέβαια, δεν σημαίνει πως στα συγκεκριμένα μοναστήρια και κατά τη συγκεκριμένη εποχή του 10ου ή 11ου αιώνα υπήρχαν αναμφίβολα συγκεντρωμένοι μοναχοί, που χρησιμοποιούσαν αυτά ακριβώς τα βιβλία που έφτασαν μέχρις εμάς.
Γιατί, τα συγκεκριμένα αυτά χειρόγραφα ασφαλώς και μπορεί να κατέληξαν στις εν λόγω μονές πολύ αργότερα. Όπως ενδέχεται κάποια άλλα να είχαν χρησιμοποιηθεί εκεί, που στη συνέχεια να καταστράφηκαν ή να μεταφέρθηκαν κάπου αλλού.
Για την ώρα λοιπόν —και δεν ξέρουμε αν αυτή η εικόνα αλλάξει καμιά φορά, με την ανακάλυψη κάποιων νέων δεδομένων— δεν μπορούμε να πούμε τίποτα με σιγουριά όσο αυθαίρετο είναι το να ισχυριστούμε πως τα συγκεκριμένα χειρόγραφα αποτελούν απόδειξη της σλαβικής παρουσίας στο συγκεκριμένο τόπο και χρόνο στο Άγιο Όρος, άλλο τόσο αυθαίρετο είναι και το να αποκλείσουμε μια τέτοια εκδοχή.
Η παρουσία, εν τούτοις, Σλάβων μοναχών στο Άγιο Όρος ανάμεσα σε Έλληνες, και η ευχέρειά τους να χρησιμοποιούν τα ιδιαιτέρά σλαβικά τους βιβλία, δίπλα στα ελληνικά και η δυνατότητα και ελευθερία που είχαν να συγκεντρώνονται «επί τό αυτό» και να συμπροσεύχονται, κρατώντας στα χέρια τους τα συγκεκριμένα ή κάποια άλλα σλαβικά βιβλία, αποτελεί μια αναμφισβήτητη πραγματικότητα.
Και αυτή η αγιορείτικη πραγματικότητα θα πρέπει να εκτιμηθεί ως μια εν σμικρογραφία ανάγλυφη εικόνα της γενικότερης βυζαντινής κοινωνίας, από τις αντιλήψεις της οποίας επηρεαζόταν και η συμπεριφορά της διοίκησης και των πολιτών της απέναντι στους σλαβικούς και ομόδοξους πια πληθυσμούς, που περιστοίχιζαν τη χώρα ή και μεμονωμένα εισέρχονταν σ’ αυτήν.

πηγή: ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΕΣ ΜΝΗΜΕΣ