Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πατάπιος μοναχός Καυσοκαλυβίτης Αγιον Ορος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πατάπιος μοναχός Καυσοκαλυβίτης Αγιον Ορος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2012

ΝΕΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΝΗΜΗ


Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου


Νέος Χρόνος



καί



ἁγιορείτικη μνήμη





Νέος χρόνος ἄρχισε ἤδη νά μετράει γιά τήν ἀνθρωπότητα, καί οἱ προσδοκίες ὅλων μας γιά τό καλύτερο εἶναι μεγάλες.
Ἡ Ἐκκλησία μέσα στή διαχρονική πορεία της διαμορφώνει τήν εἰκόνα τῆς μνήμης καί τή συνολική ἀντίληψη τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου. Τά μοναστήρια κυρίως διασώζουν τά μνημεῖα τῆς μνήμης καί τά ἀναπαράγουν. Ὡς χαρακτηριστικό παράδειγμα φέρνουμε τούς χειρόγραφους κώδικες, πού στή συνέχεια ἀντιγράφονται καί πάλι ἀντιγράφονται...
Στό Ἅγιον Ὄρος ὁ χρόνος καί τά ἀποτυπώματά του, ἡ ἱστορική μνήμη, ἔχει καταγραφεῖ μέσα ἀπό τίς πολυάριθμες ἐπιγραφές, χαράγματα, χρονογραφίες, ἐνθυμήσεις σέ χειρόγραφα καί παλαιά ἔντυπα, σέ κειμήλια, σέ φορητές εἰκόνες καί τοιχογραφίες.
Ὁ χρόνος ἀρχίζει μέ τήν κτίση τοῦ κόσμου καί τελειώνει μέ τή Δευτέρα Παρουσία. Μάλιστα, ἡ χρονολόγηση «ἀπό κτίσεως κόσμου» προσδιόριζε τούς πρώτους αἰώνες τά γεγονότα τῆς ἱστορίας.
Τό χριστιανικό ἡμερολόγιο διαμορφώνεται τόν 4ο αἰώνα μ.Χ., ἡ ἀρίθμηση τῶν ἐτῶν ἄρχισε τόν 6ο αἰώνα καί ἡ διάκρισή τους σέ ἔτη, πρό καί μετά Χριστόν, τό 1627.
Κέντρο τῆς ἱστορίας ἀποτελεῖ ἡ Ἐνσάρκωση τοῦ Κυρίου, ἡ «τοῦ Λόγου οἰκονομία», τό ἔτος «ἀπό τῆς ἡμῶν σωτηρίας»· ἐκφράσεις πού συναντοῦμε στά χρονολογημένα ἁγιορειτικά χειρόγραφα.
Ἡ «ἀπό κτίσεως κόσμου» χρονολόγηση συνεχίζεται στή λογία παράδοση τῶν κωδικογράφων καί στόν 17ο αἰώνα, παράλληλα πρός τήν ἀπό Χριστοῦ, πού εἶχε ἤδη καθιερωθεῖ.
Ἡ γνώση τοῦ ἑορτολογίου, ἡ μέτρηση τοῦ χρόνου στή διάρκεια τοῦ ἡμερονυκτίου, ἀποτελοῦν βασικές προϋποθέσεις γιά τή θεία λατρεία, μέσα στόν ἁγιορείτικο ναό. Ἡ ἀκρίβεια στίς «ὥρες» τῆς λατρείας ἀλλά καί τίς ὧρες τῆς ἐργασίας, τοῦ φαγητοῦ, καί τῆς ἀνάπαυσης, εἶναι ἀπαραίτητη.
Τή βυζαντινή περίοδο, οἱ μοναχοί χρησιμοποιοῦσαν ἡλιακά ρολόγια καί κλεψύδρες γιά νά δώσουν ρυθμό στά σήμαντρα καί τίς καμπάνες πού, μέ τή σειρά τους, σηματοδοτοῦσαν τή ζωή τοῦ μοναστηριοῦ. Ἡ καθιέρωση τοῦ μηχανικοῦ ρολογιοῦ ἀνάγεται στόν 14ο αἰώνα καί συνοδευόταν μέ τήν ἀκρίβεια καί τήν ἀποτελεσματικότητα. Ὡστόσο, στόν Ἄθω τά μεγάλα μηχανικά ρολόγια ἐμφανίζονται μόλις τόν 18ο αἰώνα.
Ἄς διαβάσουμε μία χαριτωμένη περιγραφή τοῦ ρολογιοῦ τῆς μονῆς Ἰβήρων, ἀπό τόν ἱεροδιάκονο Ἰγνάτιο, στήν ἔκδοση τοῦ Προσκυνηταρίου τοῦ Ἰωάννη Κομνηνοῦ (Βενετία 1745), μιά περιγραφή, ἀγαπητοί ἀκροατές, πού δέν ἀπέχει ἀπό τή σημερινή πραγματικότητα:
Κατά τήν δεξιάν ἄκραν εἰς τό παρεκκλήσιον τοῦ Ἁγίου Νικολάου, εἶναι συνημμένος ἕνας πύργος καί ὑψηλός καί ἔντεχνος· μέσα εἰς τόν ὁποῖον εἶναι ἕνα ὡρολόγιον θαυμασιώτατον μέ μίαν μεγάλην καμπάναν καί τέσσερας μικράς· ἀπό τάς ὁποίας ἡ μέν μεγάλη, εἶναι διά τάς ὥρας· αἱ δέ μικραί διά τά κάρτα, καί εἰς κάθε κάρτον ὁποῦ ἤθελαν κτυπήσει αὐταί, εἶναι ἀπέξω εἰς τόν τοῖχον τοῦ πύργου ἕτοιμος καί ἕνας Ἀράπης ξύλινος, μέ ἕνα σφυρί εἰς τό δεξιόν χέρι, καί μέ ἕνα κόνδιον εἰς τό ἀριστερόν, καί κτυπᾶ καί αὐτός εὐθύς ὁποῦ παύσουν ἐκεῖναι· πρᾶγμα ἀληθινά τεχνικόν καί νόστιμον· μέσα εἰς τοῦτον τόν πύργον εἶναι τά κελλία διωρισμένα ἐπιταυτοῦ καί κάθηνται ἐκεῖνοι ὅπου ὑπηρετοῦν τόν Ναόν, διά νά εἶναι ἀποκάτω ἀπό τό ὡρολόγιον, νά ἐπιτελοῦσι τά πάντα εἰς διωρισμένον καιρόν καί πρέποντα.
Ἕναν ἀνάλογο ξύλινο Ἀράπη βλέπουμε καί στόν πύργο τοῦ ρολογιοῦ τῆς μονῆς Βατοπαιδίου. Τό 1745 ἡ μονή στέλνει στή Βενετία τόν ἱερομόναχο Ἀθανάσιο ἐλέους χάριν καί βοηθείας, μέ τήν ἐντολή ὅπως ἀπό τά συναχθέντα χρήματα νά προβλέψῃ ἕνα ὡρολόγιον σιδηρένιον μεγάλον ὡσάν ἐκεῖνα ὁποῦ συνηθίζουν ἐδῶ [εἰς τήν Βενετίαν] νά βάνουσι εἰς τά καμπανέλλια, πολλά χρειαζόμενον διά τήν μονήν.
Ὅπως μάλιστα τεκμηριώνουν καί οἱ παραστάσεις ἄλλων ἁγιορειτικῶν μονῶν σέ χαλκογραφίες τῆς ἐποχῆς, τό «ὡρολόγιον» ἀποτέλεσε σημαντικό στοιχεῖο τοῦ μοναστηριακοῦ ἐξοπλισμοῦ καί κύρους.
Ἔξω ὅμως ἀπό τόν περίβολο μιᾶς μονῆς, ἀλλά κοντά σ᾿ αὐτήν ἤ, ἀναφερόμενοι σέ σκῆτες, κοντά στό Κυριακό, βρίσκεται τό κοιμητήριο, χῶρος καί χρόνος ἐνδιάμεσος, σέ ἀναμονή τῆς Δευτέρας Παρουσίας. Ὅπως καί στήν περίπτωση τοῦ «ὡρολογίου», ἡ θέση του σημειώνεται προσεκτικά στίς χαλκογραφίες. Τήν ἱερότητά του καθιερώνει ναός καί ὁριοθετεῖ περίβολος καί οἱ σταυροί. Εἶναι ὁ χῶρος τῶν «πλειόνων», τῆς ἀόρατης, τῆς θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας. Ἐξόδιος ἀκολουθία, μνημόσυνα, σαρανταλείτουργα, ἐλεημοσύνες, ἀφιερώματα, ὅλ᾿ αὐτά ὑπηρετοῦν τή συλλογική μνήμη τῶν πατέρων, τήν ὑπέρβαση τοῦ φόβου τοῦ θανάτου, πού εἶναι ὅριο τοῦ προσωπικοῦ χώρου καί χρόνου. Σέ ἀναμονή τῆς Ἀνάστασης...
Κάθε τόπος ἄσκησης στό Ἅγιον Ὄρος εἶναι ἕνας κόσμος ἔξω ἀπό τόν κόσμο.
Οἱ Ἁγιορεῖτες πατέρες ζοῦν κυρίως μέσα στό χρόνο τῆς θείας λατρείας καί τῆς ἱστορίας τοῦ μοναστικοῦ σκηνώματος στό ὁποῖο ζοῦν· ἔχουν ἰδιαίτερα ἔντονη τή συνείδηση τῆς συνέχειάς της. Οἱ νυχθήμερες ἀκολουθίες, οἱ ὁλονύκτιες ἀγρυπνίες, οἱ πανηγύρεις, οἱ μέ ἰδιαίτερο τρόπο ἑορταζόμενες γιορτές τοῦ Δωδεκαημέρου καί κυρίως τοῦ Πάσχα, μεταμορφώνουν τήν καθημερινότητα, κορυφώνουν μέ ἐντάσεις τή βίωσή της, ἀλλάζουν τήν ποιότητα τοῦ χρόνου. Ἀνατρέπεται ὁ χρόνος καί ἀντί νά μᾶς ὁδηγήσει πρός τόν θάνατο, πηγαίνει ἀντίστροφα πρός τήν ζωή, πρός Αὐτόν πού εἶναι «τό φῶς τοῦ κόσμου» καί ὁ ὁποῖος εἶπε «ὁ ἀκολουθών μοι ἕξει τό φῶς τῆς ζωῆς». Γι᾿ αὐτό δέν μετροῦμε πλέον τίς ἡμέρες ἀπό τό πρωΐ ὥς τό βράδυ, ἀλλά ἀρχίζει ἡ λειτουργική ἡμέρα ἀπό τόν ἑσπερινό, ἀπό τό σκότος μᾶς ὁδηγεῖ πρός τό φῶς, μέσα στό φῶς τοῦ Χριστοῦ.
Γράφει ἕνας ξένος στοχαστής σέ ἔργο του μέ τίτλο «Τά σύνορα τοῦ Παραδείσου. Σπουδή στό μοναχισμό»:
Σέ κάθε ἐπισκέπτη πού μπαίνει γιά πρώτη φορά σ᾿ ἕνα μοναστήρι, ὁ χρόνος δίνει τήν ἐντύπωση ὅτι στέκει ἀκίνητος. Ἄν κάποιος μείνει ἐκεῖ μιά ἑβδομάδα ἤ ἕνα μήνα, τοῦ ἐπιβάλλεται διαφορετική κλίμακα καί σχῆμα χρόνου, στά ὁποῖα, στήν ἀρχή, ἀνθίσταται σάν νά ἦταν σέ δεσμά. Ὅταν αὐτή ἡ νέα κλίμακα χρόνου γίνει ἀποδεκτή, διαποτίζει τά κόκκαλα καί διεισδύει στό μυαλό. Δέν ἔχει καμμιά σχέση μέ θάνατο ἤ αἰωνιότητα ἀλλά συνεπάγεται ἕναν γαλήνιο, ἀβίαστο, ἀπόλυτα ἐπιβαλλόμενο ρυθμό. Αὐτή ἡ τόσο ἀδιατάρακτη ὅσο καί ρυθμική αἴσθηση τοῦ χρόνου εἶναι ἡ μέγιστη διαφορά μεταξύ τῆς μοναχικῆς ζωῆς καί κάθε ἄλλης. Πέρα ἀπό τόν ρυθμό τῶν ἡμερῶν, βαθύτερα βρίσκεται ὁ ρυθμός τῶν ἐποχῶν καί τῶν ἑορτῶν. Τόν βασικό ρυθμό δίνει ἡ θεία λειτουργία, κυρίως ὅταν αὐτή γίνεται κατά τίς νυκτερινές καί τίς πρῶτες πρωϊνές ὧρες.

Άπό τό βιβλίο τοῦ μοναχοῦ Παταπίου:



Διαβάζοντας τήν εἰκόνα τῶν Χριστουγέννων
Δεύτερη ἔκδοση. Ἅγιον Ὄρος-Ἀθήνα 2011.

Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ - ΟΡΟΣ ΑΓΙΩΝ. Ὁσιομάρτυς Ρωμανός




Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

19 ἤ 5 Ἰανουαρίου: Ὁ ὁσιομάρτυς Ρωμανός ὁ Καυσοκαλυβίτης
Φωτογραφίες: (πάνω) Φορητή εἰκόνα τοῦ ὁσιομάρτυρος Ρωμανοῦ. Μέσα 18ου αἰ. Καλύβη Ἁγ. Ἀκακίου
(κάτω) Τοιχογραφία ἔτους 1759ἔργο Παρθενίου ἱερομον. Σκούρτου Καλύβη Ἁγ. Άκακίου
ἱερά σκήτη Ἁγίας Τριάδος Καυσοκαλυβίων ἔχει στενές πνευματικές σχέσεις μέ τήν ἱστορική καί ἁγιοτόκο περιοχή τῶν Ἀγράφων, πού ἄρχονται ἀπό τήν ἐγκατάσταση στή ἀσκητική περιοχή τῶν Καυσοκαλυβίων, τό 1660, τοῦ μετέπειτα ἱδρυτοῦ τῆς σκήτης ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου.
Ὁ ὁσιομάρτυς Ρωμανός γεννήθηκε στό Σόβολακ τῆς ἐπαρχίας Λυτζᾶς καί Ἀγράφων, σημερινό Ἀσπρόπυργο Εὐρυτανίας Οἱ γονεῖς του, πτωχοί ποιμένες ἀλλ’ εὐσεβεῖς Χριστιανοί ἦσαν ἀγράμματοι. Τό ἴδιο ἴσχυσε καί γιά τόν καρπό τους, ὁ ὁποῖος ἀρκεῖτο στό ὅτι γνώριζε πώς ἦταν Χριστιανός. Ἡ γενέτειρά του βρισκόταν πλησίον τῆς ἱστορικῆς μονῆς Προυσοῦ, στήν ὁποία καί ἀρχικά εἰσῆλθε γιά νά μονάσει.
Ἀργότερα ταξίδεψε γιά τήν Κωνσταντινούπολη καί ἀπό ἐκεῖ στή Μυτιλήνη πρός ἐξεύρεση ἐργασίας. Ἐκεῖ εὐρισκόμενος, περνώντας ἕνα πλοῖο μέ προσκυνητές τῶν Ἁγίων Τόπων, ἄκουσε κάποιους ἀπ’ αὐτούς νά διηγοῦνται γιά τόν Πανάγιο Τάφο ὥστε ἡ εὐσέβεια παρακινήθηκε στή ψυχή του τόσο, ὥσπου ἀποφάσισε νά ἀναχωρήσει κι αὐτός γιά τά Ἱεροσόλυμα ὅπου φθάνοντας, κατευθύνθηκε στή Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα. Κατά τήν ἐκεῖ παραμονή του, ἄκουγε τά ἀναγνώσματα γιά τά μαρτύρια τῶν Ἁγίων καί γιά τά ὅσα αὐτοί ὑπέμειναν γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί ἀφοῦ ρώτησε τούς ἐκεῖ ἐνασκουμένους πατέρες, πληροφορήθηκε γιά τά ἀγαθά πού μέλλουν νά ἀπολαύσουν ὅσοι σωθοῦν. Ἔτσι ἐπιθύμησε νά γίνει κι αὐτός μέτοχος τῶν θείων αὐτῶν ἐπαγγελιῶν. Τότε πῆγε στόν πατριάρχη τῶν Ἱεροσολύμων στόν ὁποῖο ἐμπιστεύθηκε τό σκοπό του νά μαρτυρήσει γιά τόν Χριστό. Ὁ πατριάρχης ὅμως τόν ἀποθάρρυνε, φοβούμενος μήν ἐπακολουθήσει κάποιο κακό γιά τά Προσκυνήματα, ἀπό τήν ὀργή τῶν Τούρκων.
Ὁ Ἅγιος ὅμως, ποθώντας τό μαρτύριο, ἀναχώρησε γιά τή Θεσσαλονίκη, ὅπου ὁμολόγησε μέ παρρησία μπροστά στόν Τούρκο κριτή τή χριστιανική του πίστη. Τότε οἱ Τοῦρκοι τόν ἔδειραν μέ σφοδρότητα ἐξαναγκάζοντάς τον νά ἐξωμόσει. Βλέποντας ὅμως ὅτι δέν πείθεται, ἀποφάσισαν νά τόν θανατώσουν. Πρῶτα ὅμως τοῦ ἔκαναν πολλά βασανιστήρια. Ὁ διοικητής ὅμως τοῦ στόλου πού στάθμευε στή Θεσσαλονίκη -καθώς ἔτυχε νά βρίσκεται ἐκεῖ- ζήτησε ἀπό τούς δικαστές νά τοῦ τόν δώσουν σάν δοῦλο-κωπηλάτη γιά ἕνα ἀπό τά πλοῖα του, κρίνοντας τήν ἰσόβιο αὐτή καταδίκη του ὡς μεγαλύτερη ἀπό τόν διά ξίφους θάνατο· πρόταση μέ τήν ὁποία οἱ δικαστές ἔμειναν σύμφωνοι. Ἀργότερα ὅμως, κάποιοι Χριστιανοί, κατάφεραν καί ἐλευθέρωσαν τόν Ἅγιο, ἐξαγοράζοντάς τον καί τόν ἔστειλαν στό Ἅγιον Ὄρος.
Φθάνοντας ὁ Ἅγιος στόν ἱερό Ἀθω, τό πιθανότερο στά τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 1680 -ἀφοῦ σύμφωνα μέ τό Βίο «ἔμεινεν μετά τοῦ γέροντος Ἀκακίου χρόνον ἱκανόν»- κατευθύνθηκε στά Καυσοκαλύβια, ὅπου ὑποτάχθηκε στό συμπατριώτη του ὅσιο Ἀκάκιο τόν Καυσοκαλυβίτη. Παρ’ ὅλο ὅμως πού ἀγωνιζόταν ἀσκούμενος πολλές φορές πάνω ἀπό τίς ἀνθρώπινες δυνάμεις, ὁ λογισμός του στρεφόταν συνεχῶς γύρω ἀπό τό μαρτύριο, μή βρίσκοντας εἰρήνη καί συμπεριφερόμενος ὡς ξένος καί πάροικος στήν παροῦσα ζωή. Ἔτσι, μετά ἀπό πολλές νηστεῖες καί προσευχές ὅπου γέροντας καί ὑποτακτικός παρακαλοῦσαν τόν Θεό νά τούς πληροφορήσει γιά τήν ἔκβαση τοῦ μαρτυρίου, τούς ἀποκαλύφθηκε ἡ ταύτιση τοῦ θείου θελήματος μέ τόν πόθο τοῦ δεύτερου γιά τό μαρτύριο. Τότε, ἀφοῦ ὁ μάρτυς κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς -τό πιθανότερο τοῦ ἔτους 1693- ἔγινε μεγαλόσχημος μοναχός ἀπό τόν ὅσιο Ἀκάκιο, λαμβάνοντας τό ὄνομα Ρωμανός, ἀναχώρησε μέ τήν εὐχή τοῦ Ὁσίου καί τῶν λοιπῶν πατέρων, γιά τό ποθούμενο. Φθάνοντας στά Ἱεροσόλυμα καί προκειμενου νά προκαλέσει τούς Τούρκους, θέλησε νά μπεῖ μέ παρρησία στό ἱερό τέμενος τῶν Μουσουλμάνων. Ὅταν ὅμως πληροφορήθηκε ὅτι αὐτή του ἡ ἐνέργεια θά προκαλοῦσε μεγάλη ζημιά τόσο στόν Πανάγιο Τάφο ὅσο καί στά λοιπά Προσκυνήματα, ματαίωσε τό σκοπό του καί ἀναχώρησε γιά τήν Κωνσταντινούπολη.
Φθάνοντας ἐκεῖ, βρῆκε ἕναν θαυμαστό τρόπο γιά νά προκαλέσει τούς Τούρκους. Πιάνοντας ἕνα σκυλάκι καί δένοντάς το μέ τή ζώνη του, τό ἔσερνε μέσα στό παζάρι. Βλέποντάς τον ὅμως οἱ Ἀγαρηνοί μ’ αὐτή τήν ἔμφάνιση, τόν ρώτησαν γιά ποιό λόγο σέρνει ἔτσι τόν σκύλο. Τότε ὁ Ρωμανός ἀποκρίθηκε: «Γιά νά τόν τρέφω, καθώς οἱ Χριστιανοί τρέφουν ἐσᾶς τούς ἀσεβεῖς».
Τότε αὐτοί ἀκούγοντάς τον, τόν ἔφεραν στό Βεζύρη, ὁ ὁποῖος μέ τή σειρά τόν παρέδωσε στούς βασανιστές. Αὐτοί τότε τόν ἔριξαν ἀρχικά σ’ ἕνα ξεροπήγαδο, ὅπου ἔμεινε ἄσιτος γιά σαράντα ὁλόκληρες ἡμέρες. Ἔπειτα τόν ἔβγαλαν καί ἄρχιζαν νά τόν βασανίζουν παντοιοτρόπως. Παρ’ ὅλα ὅμως αὐτά δέν κατάφεραν τό σκοπό τους· νά τόν πείσουν δηλαδή νά ἐξωμόσει. Τέλος, ὁ Βεζύρης, ἀποφάσισε τή θανάτωσή του.
Καθώς δέ ἔφερναν τόν Ἅγιο στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου του, ἐκεῖνος βάδιζε γρήγορα καί μέ χαρά καί ὅποιον Χριστιανό συναντοῦσε στό δρόμο, τόν χαιρετοῦσε κάνοντας εὐλαβικό σχῆμα. Συνέβη δέ, κατά τό μεσημέρι πού περνοῦσε ἡ μαρτυρική πομπή ἔξω ἀπό ἕνα τζαμί, ἕνας χότζας πού βρισκόταν πάνω στό μιναρέ, νά ἀρχίζει νά ἐξυμνεῖ τόν ψευδοπροφήτη του. Κυττάζοντάς τον τότε ὁ Ἅγιος τόν ἔφτυσε. Καί παρευθύς οἱ δήμιοι τοῦ ἔκοψαν τή γλώσσα, τήν ὁποία μάλιστα ἔβγαλε μέ προθυμία ὁ ἴδιος. Στή συνέχεια, φθάνοντας στόν τόπο τῆς καταδίκης, ἀφοῦ εὐχαρίστησε τόν Θεό, ἔλαβε μέ χαρά τοῦ μαρτυρίου τόν στέφανο, τήν δεκάτη ἐνάτη Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 1694. Τό δέ τίμιο αὐτοῦ λείψανο, ἀμέσως μόλις ἀπέκοψαν τήν τιμίαν του κεφαλή, ἔπεσε πρός Ἀνατολάς σάν νά ἦταν ζωντανό. Αὐτό τό σημεῖο ὅμως ἔκανε νά φθονήσουν οἱ δήμιοι περισσότερο. Γιά τρεῖς δέ ἡμέρες ἕνα οὐράνιο φῶς φώτιζε τό τίμιο λείψανο τοῦ Μάρτυρα, κάτι τό ὁποῖο ἔβλεπαν μέ θαυμασμό ὅλοι ὅσοι φύλαγαν ἐκεῖ. Καί καθώς ἔτυχε νά βρίσκεται στή Βασιλεύουσα τίς ἡμέρες ἐκεῖνες ἕνα ἀγγλικό καράβι, ὁ πλοίαρχος καί οἱ ναῦτες του, βλέποντας ὅλ’ αὐτά τά θαυμαστά γεγονότα, ἐξαγόρασαν τό τίμιο λείψανο ἀπό τούς Τούρκους, γιά πεντακόσια ἀργυρά νομίσματα, καί τό μετέφεραν στόν τόπο τους.
Τά περί τοῦ μαρτυρίου τοῦ ὁσιομάρτυρος Ρωμανοῦ, διηγήθηκαν ἀργότερα στόν ὅσιο Ἀκάκιο τόν Καυσοκαλυβίτη, δύο ἀδέλφια, αὐτόπτες μάρτυρες τῆς ἀθλήσεώς του, πού ἐξ αἰτίας αὐτῶν τῶν θαυμαστῶν γεγονότων, ἔγιναν μοναχοί στό Ἅγιον Ὄρος· ὁ ἕνας ὁ Χριστοφόρος στή μονή Κουτλουμουσίου καί ὁ ἄλλος, πού πῆρε τό ὄνομα Ἀγάπιος, στή μονή Δοχειαρίου, ὅπου ἀφιέρωσε ἕνα μανδῆλι ἐμποτισμένο μέ μαρτυρικό αἷμα τοῦ ὁσιομάρτυρος Ρωμανοῦ.
Στό παρεκκλήσι τῆς Κοιμήσεως Θεοτόκου τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου ὅπου καί ἀσκήθηκε ὁ ὁσιομάρτυς Ρωμανός, εἶναι ἱστορημένη στήν ἀψίδα τοῦ βόρειου χοροῦ, μία ἐνυπωσιακή τοιχογραφία τοῦ ἔτους 1759 πού ἀποδίδεται στό ἐργαστήριο τοῦ ἱερομονάχου Παρθενίου τοῦ ἐξ Ἀγράφων, καί ἡ ὁποία ἔχει ὡς πηγή συνθέσεως τό Βίο τοῦ ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου. Ἡ σύνθεση ἐξιστορεῖ τήν δι’ ὁράματος ἐμφάνιση στόν ὅσιο ἱδρυτή τῆς σκήτης Καυσοκαλυβίων, τοῦ ὁσιομάρτυρος Ρωμανοῦ, πού ἀπεικονίζεται ἐδῶ μέ λευκά ἀστραποβόλα ἱμάτια. Συγκεκριμένα, πρίν ὁ ὁσιομάρτυς Ρωμανός ἀναχωρήσει γιά τό μαρτύριό του, ἔκανε μέ τόν γέροντά ὅσιο Ἀκάκιο μία συμφωνία· ὅτι δηλαδή, ἐάν μέν τελειώσει ὁ Ρωμανός τή ζωή του στό μαρτύριο, τότε νά εἶναι πρέσβυς στό Θεό γιά τή σωτηρία τοῦ Ὁσίου καί μετά τόν θάνατό του νά συγκατοικοῦν στή βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ὁ δέ Ἀκάκιος, μέχρις ὅτου ὁ Ρωμανός ἀξιωθεῖ τοῦ μαρτυρικοῦ στεφάνου, νά προσεύχεται στό Θεό ἀδιάκοπα γι’ αὐτόν. Ἐπιπλέον, ὁ ὅσιος Ἀκάκιος συμφώνησε νά παραμείνει στό Σπήλαιο μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του. Μετά ὅμως ἀπό τό μαρτύριο τοῦ ἁγίου Ρωμανοῦ, ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ἐγκατέλειψε γιά λίγους μῆνες τό σπήλαιο τῆς ἀσκήσεώς του καί μετέβη στό Κελλί τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου πού βρίσκεται πάνω ἀπό τά Καυσοκαλύβια. Ἐκεῖ κάποτε, καθώς προσευχόταν, ἦλθε σέ ἔκσταση καί βλέπει τόν ἅγιο Ρωμανό, νά λάμπει μ’ ἕναν ἀπερίγραπτο τρόπο. Τό πρόσωπό του ἀκτινοβολοῦσε περισσότερο κι ἀπό τόν ἥλιο, μέσα στή δόξα τοῦ Θεοῦ, ὅπου βρισκόταν. Στρέφοντας ὅμως τό θεοειδές ἐκεῖνο πρόσωπο ἀπό τόν Γέροντα, ἔδειχνε τήν δυσαρέσκειά του γιά τήν παράβαση τῆς συμφωνίας, μέ τό νά ἀναχωρήσει ἀπό τό Σπήλαιο. Ὁ δέ Ὅσιος, πέφτοντας στά γόνατα, τόν παρακαλοῦσε νά τόν κυττάξει μέ εὐμένεια καί συμπάθεια καί νά τοῦ συγχωρήσει τό σφάλμα πού ἔκανε. Ἀλλ’ ὅμως ὁ Ὁσιομάρτυς δέν κάμφθηκε ἀπό τίς παρακλήσεις τοῦ Ὁσίου καί ἔγινε ξαφνικά ἄφαντος. Ἔπειτα ἀπ’ αὐτό, ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ἐπέστρεψε ἀμέσως στό σπήλαιο τῶν Καυσοκαλυβίων. Καί ἐκεῖ προσευχόμενος, πολλές φορές ξαναεῖδε τόν ἅγιο Ρωμανό, λουσμένο πάλι στό ἄκτιστο φῶς· πλήν ὅμως ὄχι μέ τήν ἴδια αὐστηρή ἔκφραση. Ἀλλ’ ἔχοντας βλέμμα χαρωπό καί γλυκύτατο, μετά τή συμφιλίωσή τους, τόν παρηγοροῦσε μέ ἐνθαρρυντικά λόγια.
Τήν περίοδο 1995-1996 καί σέ περίοπτη θέση τῆς γενέτειρας τοῦ ὁσιομάρτυρος, κτίστηκε παρεκκλήσι πρός τιμήν του. Μέ εὐλαβῆ ἐξάλλου αἰσθήματα οἱ συμπατριῶτες του διασώζουν μέχρι σήμερα τό πατρικό του ἐπώνυμο τῶν Πλακέων καί τό μητρικό του τῶν Ἀνδρουτσαίων. Ἀκολουθία τοῦ ὁσιομάρτυρος Ρωμανοῦ, ποίημα Νήφωνος μοναχοῦ Ἰβηροσκητιώτου τοῦ ἔτους 1892, πρωτοεκδόθηκε τό 1937. Ἑτέρα Ἀκολουθία συνέταξε ὁ μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, πού ἐκδόθηκε τό 1981. Ὁ ὁσιομάρτυς Ρωμανός συνυμνεῖται ἐπίσης στίς ἑξῆς Ἀκολουθίες: Εὐρυτάνων Ἁγίων, Ἁγιορειτῶν Πατέρων, Νεομαρτύρων, Λαυριωτῶν Ἁγίων, Καυσοκαλυβιτῶν Ἁγίων καθώς καί στήν Ἀκολουθία τοῦ ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, ποίημα τοῦ ἐπίσης Ἀγραφιώτου ἱερομονάχου Ἰωνᾶ τοῦ Καυσοκαλυβίτου, ὁ ὁποῖος συνέταξε καί τό Μαρτύριο τοῦ ἁγίου Ρωμανοῦ. Ἐπιτομή τοῦ παραπάνω Μαρτυρίου ἐξέδωσε ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στό Νέο Μαρτυρολόγιο.
Ὁ Ἅγιος ἑορτάζεται στίς 17 ἀλλά καί στίς 5 Ἰανουαρίου.

Ἀπολυτίκιον.
Ἦχ. δ΄. Ὁ ὑψωθείς ἐν τῷ σταυρῷ (Νήφωνος μοναχοῦ).
Ἀσκητικῶς προγυμνασθείς ἐν τῷ Ἄθῳ, ταῖς Ἀκακίου διδαχαῖς τοῦ ὁσίου, καί ἐξ αὐτοῦ λαβών τήν θείαν βούλησιν, ὑποστῆναι ἔδραμες, μαρτυρίου τάς θλίψεις, ἅμα καί τόν θάνατον, Ρωμανέ καί παρέστης, στεφανηφόρος μάρτυς τῷ Χριστῷ, ὑπέρ ἡμῶν τοῦ πρεσβεύειν πανένδοξε.

Βιβλιογραφία
ΙΩΝΑΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ ΙΕΡΟΜ., Βίοι νεοφανῶν Μαρτύρων ἐν τῇ καθομιλουμένῃ, Κώδ. 2 Καλύβης Ἁγίου Ἀκακίου Καυσοκαλυβίων, σ. 503-519. ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Συναξαριστής, Βενετία 1819, σ. 13, 132. ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Νέον Μαρτυρολόγιον, Ἀθῆναι 1856, σ. 104. Κ. ΣΑΘΑΣ, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη τ. Γ΄, Βενετία 1876, σ. 133-134. Κ. ΔΟΥΚΑΚΗΣ, Μέγας Συναξαριστής, Ἀθῆναι 1889-1896, σ. 117-120. H. DELEHAYE, ‘‘Greek Neomartyrs’’, The Constructive Quarterly 9 (1921), σ. 706. Σ. ΕΥΣΤΡΑΤΙΑΔΗΣ, Ἁγιολόγιον, Ἀθῆναι χ. χρ. ἐκδ., σ. 411. Ε. ΚΟΥΡΙΛΑΣ, Ἱστορία τοῦ Ἀσκητισμοῦ, Θεσσαλονίκη 1929, σ. 75-76, 84-85.Χ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Οἱ Νεομάρτυρες, Ἀθῆναι 1934, σ. 74. ΝΗΦΩΝ ΙΒΗΡΟΣΚΗΤΙΩΤΗΣ ΜΟΝ., ‘‘Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου νέου ὁσιομάρτυρος Ρωμανοῦ τοῦ ἀπό Καρπενησίου, μαθητοῦ τοῦ ἁγίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου. Ἀντιγραφεῖσα ἐξ ἀρχαίου χειρογράφου τῆς Καλύβης Ἁγίου Ἀκακίου’’, Ἁγιορειτική Βιβλιοθήκη 5 (1937), σ. 1-19. Β. ΜΑΤΘΑΙΟΣ, Ὁ Μέγας Συναξαριστής τ. 2, Ἀθῆναι 1956, σ. 269. ΘΗΕ τ. 10, στ. 924. O. MEINARDUS, The Saints of Greece, Athens 1970, σ. 182. ΠΕΡΑΝΤΩΝΗΣ, Λεξικόν τῶν Νεομαρτύρων (Οἱ Νεομάρτυρες ἀπό τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως μέχρι τῆς ἀπελευθερώσεως τοῦ δούλου Ἔθνους), τ. Γ΄, Ἐν Ἀθήναις 1972, σ. 443-447. Β. ΨΕΥΤΟΓΚΑΣ, ‘‘Μαρτυρολόγια νεομαρτύρων (συγγραφεῖς, συλλογές καί ἐκδόσεις)’’, Ἱερά Μητρόπολις Θεσσαλονίκης, Πρακτικά Θεολογικοῦ Συνεδρίου εἰς τιμήν καί μνήμην τῶν Νεομαρτύρων (17-19 Νοεμβρίου 1986), Θεσσαλονίκη 1998, σ. 86. Γ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΑΡΧΙΜ., ‘‘Βιβλιογραφία εἰς ἀκολουθίας νεομαρτύρων’’, Ἱερά Μητρόπολις Θεσσαλονίκης, ὅ.π., σ. 585. Κ. ΒΑΣΤΑΚΗΣ ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ., Εὐρυτανικόν Λειμωνάριον, Ἐν Ἀθήναις 1978, σ. 99-110. ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΙΚΡΑΓΙΑΝΝΑΝΙΤΗΣ ΜΟΝ., Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου ὁσιομάρτυρος Ρωμανοῦ τοῦ Νέου τοῦ ἐξ Ἀσπροπύργου Εὐρυτανίας, Ἐν Ἀθήναις 1981. ΠΑΤΑΠΙΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ ΜΟΝ., Ἅγιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ἀπό τό περιβόλι τῆς Παναγίας στόν κῆπο τοῦ Θεοῦ, Ἅγιον Ὄρος 2001, σ. 89-111, 209-210. ΠΑΤΑΠΙΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ ΜΟΝ. –Μ. ΒΑΡΒΟΥΝΗΣ, Καυσοκαλυβίτικα Νεομαρτυρολογικά, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 23-26, 46-48. ΠΑΤΑΠΙΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ ΜΟΝΑΧΟΣ, Ἁγιασμένες Μορφές τῶν Καυσοκαλυβίων. Ἀπό τόν ὅσιο Μάξιμο ὥς τόν γέροντα Πορφύριο, Ἅγιον Ὄρος 2007, σ. 75-83.