Παρασκευή 15 Απριλίου 2016

Πέμπτη 14 Απριλίου 2016

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΜΕΓΑΣ ΚΑΝΩΝ

                                Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

                 Ὁ ἅγιος  Ἀνδρέας Κρήτης καί ὁ Μέγας Κανών


  Τό ἔργο καί ἡ ζωή τῶν δικαίων καί τῶν ὁσίων ἀνδρῶν δέν πρέπει νά σκεπάζονται καί νά κρύβονται στό βυθό τῆς λήθης ἤ στόν μόδιον τῆς σιωπῆς, ἀλλά νά φανερώνονται πρός δόξαν τοῦ Θεοῦ καί κέρδος πολύ τῶν ἀνθρώπων.

    Αὐτά ἀναφέρονται στήν παλαιότερη ἀπό τίς πηγές πού ἀναφέρονται στόν Βίο καί τήν πολιτεία τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα Κρήτης, στόν Βίο δηλαδή πού συνέταξε ὁ πατρίκιος Νικήτας τό δεύτερο μισό τοῦ ὀγδόου αἰῶνος.
 Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας, πατρίδα εἶχε τήν «περιφανή τῶν πόλεων Δαμασκό», ὅπου γεννήθηκε γύρω στά 660 μ.Χ. ἀπό γονέων θεοσεβῶν, πού τοῦ παρεῖχαν τίς προϋποθέσεις γιά ὑψηλή ἐγκύκλιο παιδεία. Μέ τόν τρόπο αὐτό, καλλιεργώντας μέ τήν κατά Χριστόν καί τήν θύραθεν παιδεία, «καθαρίζει ἡ γλώσσα καί ἡ ψυχή του. Φωτίζεται ὁ νοῦς του ὥστε νά ἀναζητεῖ πλέον ὑψηλότερες πνευματικές καταστάσεις», σύμφωνα μέ τόν Βίο του. Κατά τό δέκατο πέμπτο ἔτος τῆς ἡλικίας του μεταβαίνει στά Ἱεροσόλυμα, ὅπου οἱ γονεῖς του, ἔπειτα ἀπό δική του ἐπιθυμία, τόν προσέφεραν στήν ἄλλοτε μονή τοῦ Παναγίου Τάφου. Στά Ἱεροσόλυμα ὁ ἅγιος Ἀνδρέας συνδέθηκε μέ τόν τότε πατριάρχη Θεόδωρο, ὁ ὁποῖος τό ἔκειρε μοναχό καί τόν ἐνέταξε στίς τάξεις τοῦ ἱεροῦ κλήρου. Ἀργότερα, καί γιά τήν ἐν γένει πνευματική του κατάρτιση, ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἀπέκτησε τό ἀξίωμα τοῦ οἰκονόμου καί ἀνεδείχθη στήν Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων, «παράδειγμα λαμπρόν κάθε ἰδέας καλοῦ», «πατήρ καί διδάσκαλος», «ἱερέων ὑπογραμμός, μοναστῶν ἀλείπτης καί πτωχῶν σιτοδότης, χηρῶν προστάτης καί ὀρφανῶν ἀντιλήπτωρ, καταπονουμένων ἐκδικητής καί λυπουμένων παραμυθία», σύμφωνα μέ τό Βίο του. Γι᾿ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο καί ἔμεινε στή ἱστορία ὡς ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης «ὁ καί Ἱεροσολυμίτης ὀνομαζόμενος».
     Ἔπειτα ἀπό μία δεκαετία πνευματικῆς καταρτίσεως καί δημιουργικῆς παρουσίας στούς ἀραβοκρατούμενους Ἁγίους Τόπους, ἀρχίζει μία νέα περίοδος στό βίο καί τήν πολιτεία τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα. Τό φθινόπωρο τοῦ ἔτους 685 ἀπεστάλη στήν Κωνσταντινούπολη ὡς ἐπικεφαλῆς τριμελοῦς ἀντιπροσωπείας, προκειμένου νά ἐκφράσει ἐγγράφως τή συμφωνία τοῦ πατριαρχείου Ἱεροσολύμων πρός τίς ἀποφάσεις τῆς Ἔκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού ὑπερασπίσθηκε τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας περί δύο φύσεων, δύο θελήσεων καί δύο ἐνεργειῶν τοῦ Χριστοῦ. Ὅμως ὁ ἅγιος Ἀνδρέας, μετά τήν ὁλοκλήρωση τοῦ ἔργου τῆς ἀποστολῆς, δέν ἐπέστρεψε στά Ἱεροσόλυμα ἀλλά παρέμεινε στήν Βασιλεύουσα τῶν Πόλεων, ζώντας ἐν ἡσυχίᾳ σέ μία ἀπό τίς ἐκεῖ Μονές καί διακονώντας στό ναό τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας. Ἀπό τή θέση τοῦ ὀρφανοτρόφου, πού τοῦ δόθηκε στή συνέχεια, ἄσκησε τεράστιο φιλανθρωπικό καί κοινωνικό ἔργο.

      Περί τό ἔτος 711 ἐκλέγεται ἀρχιεπίσκοπος «τῆς φιλοχρίστου νήσου τῶν Κρητῶν». Στή μεγαλόνησο Κρήτη ὅταν ἔρχεται, γίνεται δεκτός ἀπό τόν κλῆρο καί τόν φιλόχριστο λαό «μετά χαρᾶς μεγάλης» καί ἀναπτύσσει τεράστιο καί πολύπλευρο ἔργο, «νουθετῶν, παραινῶν, συμβουλεύων, ἐπιτιμῶν, παιδεύων... τοῖς πᾶσι πάντα γενόμενος», κατά τόν βιογράφο τοῦ Ἰωσήφ Καλόθετο. Μέ τή συναίσθηση ὅτι, ὅπως ἀνέφερε στόν ἐνθρονιστήριο Λόγο του, ἀναλαμβάνει τό δύσκολο ἔργο τῆς διαποιμάνσεως τῆς λογικῆς τοῦ Θεοῦ ποίμνης, πρῶτα πρῶτα ἐνδιαφέρθηκε γιά τή λειτουργική τάξη καί τήν πνευματική κατάρτιση τοῦ ποιμνίου του.

      Πρός τήν κατεύθυνση αὐτή ἐντάσσονται ἡ μέριμνα γιά τήν ἐνίσχυση τοῦ μοναχισμοῦ στήν Κρήτη, ἡ παιδαγωγία τῆς νεότητος, ὁ σωφρονισμός τῶν γερόντων, ἡ ἀνόρθωση τῶν πιπτόντων, τό ὑμνογραφικό του ἔργο –στό ὁποῖο δεσπόζουσα θέση καταλαμβάνει ὁ περίφημος καί κατανυκτικώτατος Μέγας Κανών- οἱ ἐγκωμιαστικοί καί πανηγυρικοί λόγοι πού συνέταξε γιά τίς δεσποτικές ἑορτές, τήν ὑπεραγία Θεοτόκο, τό ζωοποιοό Σταυρό, τόν τίμιο Πρόδρομο καί τούς τοπικούς ἁγίους, τόν ἀπόστολο Τίτο καί τούς Δέκα ἐν Κρήτῃ Μάρτυρες. Τό μεγαλύτερο ρητορικό καί ὑμνογραφικό ἔργο τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα γράφηκε στήν Κρήτη.
     Δέν στάθηκε ὅμως κοντά στό ποίμνιό του μόνο μέ λόγια, ἀλλά καί μέ ἔργα. Κατά τούς βιογράφους του, ἀνακαίνισε ναούς, οἰκοδόμησε νέους- ὅπως ὁ ναός τῶν Βλαχερνῶν, εἰς ἀνάμνησιν τῆς διακονίας του στήν Κωνσταντινούπολη- ἵδρυσε ἐκ βάθρων μεγάλο ξενώνα μέ πτωχοκομεῖο, ἰατρεῖο, γηροκομεῖο καί ξενοδοχεῖο. Συμπαραστάθηκε ἐπίσης ἀμέριστα στίς ποικίλες δυσκολίες πού ἀντιμετώπιζε ὁ κρητικός λαός, ἐξ αἰτίας λοιμικῶν νόσων, ἀνομβρίας, καί τῆς ἐπιδρομῆς τῶν Ἀγαρηνῶν πειρατῶν στά παράλια τῆς Γόρτυνας, τῆς τότε πρωτεύουσας τῆς Κρήτης, περί τό ἔτος 726. Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας κλεισμένος μέ τό ποίμνιό του στό κάστρο «τοῦ Δριμέως», κατηύθηνε ἀπό ἐκεῖ τήν ἄμυνα τῶν Κρητῶν ἐνισχύοντας μέ τίς προσευχές του τούς χριστιανούς, δείχνοντας ἔμπρακτη πατρική στοργή καί συμπάθεια. Δυστυχῶς, ἕναν αἰῶνα ἀργότερα, τό 824, οἱ Ἄραβες κατακτοῦν τήν Κρήτη μέχρι τό ἔτος 961, ὁπότε καί τήν ἀπελευθέρωσε ὁ αὐτοκράτορας Νικηφόρος Φωκᾶς μέ τή βοήθεια τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου.
     Περί τό ἔτος 740, σέ προχωρημένη ἡλικία, ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἔκανε τό τελευταῖο του ταξίδι στήν Κωνσταντινούπολη, πιθανότατα γιά νά ζητήσει βοήθεια γιά τήν Κρήτη πού δοκιμαζόταν ἀπό διάφορες συμφορές καί ἀπειλεῖτο ἀπό τούς Σαρακηνούς ἀλλά καί γιά τήν ἐπίλυση διαφόρων ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων στά πλαίσια τῆς εἰκονομαχίας, τήν ὁποία ὁ ἅγιος Ἀνδρέας στηλιτεύει. Στά κείμενά του, ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἀποδέχεται καί διακηρύσσει τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας ὅτι «ἡ τιμή τῆς εἰκόνος ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει». Τά τροπάρια ἄλλωστε πού συντέθηκαν πρός τιμήν του τόν ἐξυμνοῦν ὄχι μόνο ὡς ρήτορα καί ὑμνογράφο, ἀλλά καί ὡς ὑπέρμαχο τῆς τιμῆς τῶν σεπτῶν εἰκόνων. Αὐτός του ὁ ἀγῶνας ὑπῆρξε καί τό ἀποκορύφωμα τῆς ἐπιγείου ζωῆς τοῦ Ἁγίου, τό τέλος τῆς ὁποίας προέβλεψε. Ἐκοιμήθη καί ἐτάφη στήν Ἐρεσό τῆς Λέσβου, ὅπου καί φιλοξενεῖται τό σεπτό λείψανό του.

   Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας διέπρεψε σέ κάθε ἀποστολή πού τοῦ ἀνέθεσε ἡ Ἐκκλησία καί ἀξιώθηκε μεγάλης τιμῆς. Ἔμεινε στή ἱστορία ὡς ἄριστος ἐκκλησιαστικός ρήτορας καί μέγας ὑμνογράφος, ὡς τηρητής τῆς λειτουργικῆς τάξεως καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων ὑπέρμαχος, ὡς διάκονος τῆς φιλοπτωχείας, καί «ἀνατολή παραμυθίας» τῶν λυπουμένων καί ἀθυμούντων, ὡς «ἐραστής τῆς ὄντως σοφίας» καί τοῦ ἡσυχαστικοῦ βίου ζηλωτής, σύμφωνα μέ τούς ἐγκωμιαστές του. Μέ μία φράση, ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης ἦταν ὁ ἅγιος τῆς ἀκριβοῦς θεολογίας καί τῆς ἔμπρακτης ἀγάπης, ὁ ποιμήν ὁ καλός πού ἔγινε «τοῖς πᾶσι τά πάντα», ὁ θεῖος ἀνήρ πού ὅλοι τοῦ ἐμπιστεύθηκαν τά πάντα.
    Ἄς ἐμπιστευθοῦμε κι ἐμεῖς τίς κατά Θεόν ἐπιθυμίες μας καί τά προβλήματά μας, καί μέσῳ αὐτοῦ, στόν ἴδιο τόν Θεό, τόν ἑαυτό μας καί ἄς τόν παρακαλέσουμε νά πρεσβεύει γιά ἐμᾶς, ὥστε μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ νά κατορθώσουμε νά διαπλεύσουμε τό μέγα τῆς ζωῆς πέλαγος, μέσα ἀπό τίς συμπληγάδες τῆς οἰκονομικῆς καί κοινωνικῆς κρίσεως πού βιώνει τόν τελευταῖο καιρό ἡ πατρίδα μας.

  

ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΣΤΟ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΟΥ ΕΝ ΙΩΑΝΝΙΝΟΙΣ ΣΤΗΝ ΟΙΚΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΣΤΑ ΙΩΑΝΝΙΝΑ

ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΓΡΑΙΚΟΣ

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΟΥΚΟΥΖΕΛΗΣ

ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΦΑΝΗΣ Ο ΕΝ ΝΑΟΥΣΗ

ΑΠΟΨΗ ΤΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΤΗΣ ΟΙΚΙΑΣ ΤΟΥ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΑΓ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΤΑ ΙΩΑΝΝΙΝΑ

 ΣΩΖΟΜΕΝΑ ΤΜΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΝΔΥΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΑΓ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΤΗΝ ΟΙΚΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΤΑ ΙΩΑΝΝΙΝΑ

Τετάρτη 13 Απριλίου 2016

ΟΜΙΛΙΑ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΤΑΠΙΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Ὁμιλία τοῦ γέροντος Παταπίου Καυσοκαλυβίτου τῆς Ἱερᾶς Καλύβης  τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου τῶν Καυσοκαλυβίων τοῦ Ἁγίου Ὄρους στόν Ἱερό Ναό Ἁγίου Ματθαίου Ἠρακλείου Κρήτης (μετόχιον τῆς Ἱ. Μ. Σινᾶ) κατά τήν Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας. 20 Μαρτίου 2016.


Τρίτη 12 Απριλίου 2016

12 ΑΠΡΙΛΙΟΥ. ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΦΟΡΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΑΚΑΚΙΟΥ ΤΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ

ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΟΠΟΥ ΑΣΚΗΘΗΚΕ Ο ΟΣΙΟΣ ΑΚΑΚΙΟΣ ΣΤΑ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΑ



ΤΑ ΙΕΡΑ ΛΕΙΨΑΝΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΑΚΑΚΙΟΥ
ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΒΗ ΤΟΥ ΑΓ. ΑΚΑΚΙΟΥ ΤΗΣ ΣΚΗΤΗΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΩΝ

Κυριακή 10 Απριλίου 2016

ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ ΩΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΠΑΪΣΙΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗ: Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΣΤΗΝ ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

                        
Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου


Ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος ὡς τόν
 ἅγιο Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη: 
ἡ Προσευχή στήν ἀσκητική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας

Η ΨΥΧΟΣΩΤΗΡΙΑ ΚΛΙΜΑΞ. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ ΣΤΟ ΝΕΟ ΚΑΘΟΛΙΚΟ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ

(…)
   Δ’ Κυριακή τῶν Νηστειῶν, τοῦ ἁγίου Ἰ­ω­άν­νου τῆς Κλί­μα­κος σήμερα, καί πο­ρευ­ό­με­νοι πρός τό Πά­σχα, δέν παύ­ου­με ἀ­πό τό νά συ­νει­δη­το­ποι­οῦ­με, ὅ­τι αὐ­τή ἡ πο­ρεί­α δέν εἶ­ναι πα­ρά μί­α ἀ­νε­ξά­ντλη­τη ἀ­νο­δι­κή κλί­μα­κα ἀ­πο­κτή­σε­ως τῶν ἀ­ρε­τῶν. Ὅπως ὁ Θεός εἶναι ἄπειρος ἔτσι καί ἡ δυνατότητα πού ἔχουμε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νά Τόν συναντήσουμε καί νά ἑνωθοῦμε μέ Αὐτόν εἶναι ἀπεριόριστη. Ἄλλωστε ἡ ἀρετή δέν ἔχει ὅρια, σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, καί κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἐπιδιώξει τήν ἀρετή.
  Ἡ σημερινή Κυριακή εἶναι ἀφιερωμένη στή μνήμη ἑνός μεγάλου διδασκάλου τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας καί τῆς προσευχῆς: τοῦ ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, μίας ἀντιπροσωπευτικῆς μορφῆς τῆς ὀρθόδοξης ἄσκησης, στο διάβα τῶν αἰώνων.  Κι αὐτό, γιατί ἐκεῖνο πού ζητάει ἀπό μᾶς ἡ Ἐκκλησία εἶναι νά ἐμπλουτίσουμε τόν πνευματικό καί διανοητικό ἐσωτερικό μας κόσμο. Καί ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ἡ Μεγάλη Σαρακοστή εἶναι ἕνα βιωματικό ταξίδι στό βάθος τοῦ εἶναι μας. Τῆς ἀναζήτησης νοήματος. Τῆς ἀνακάλυψης ἀπό τόν ἄνθρωπο τοῦ θεϊκοῦ νοήματος τῆς ζωῆς του, τοῦ κρυμμένου βάθους της.
(…) Ἡ προσευχή για ὅλους τους ἀσκητικούς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι τέχνη τεχνῶν και ἐπιστήμη ἐπιστημῶν. Γιά τόν ὅσιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος ἡ προσευχή εἶναι: συμφιλίωση μέ τόν Θεό, συγχώρηση τῶν ἁμαρτημάτων, τοῖχος πού μᾶς προστατεύει ἀπό τίς θλίψεις, ἔργο τῶν Ἀγγέλων, ἡ μελλοντική εὐφροσύνη, πηγή τῶν ἀρετῶν, πρόξενος τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τροφή τῆς ψυχῆς, φωτισμός τοῦ νοῦ, πέλεκυς πού χτυπᾶ τήν ἀπόγνωση, διάλυση τῆς λύπης, καθρέπτης τῆς πνευματικῆς προόδου, δήλωση τῆς πνευματικῆς κατάστασης.
(…) Κατά τήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἡ Ἐκκλησία ἐπιστρατεύει τίς δυνάμεις της καί διοργανώνει τόν πνευματικό ἀγῶνα καί τήν προσευχή συλλογικά, στό πλαίσιο τῆς ὅλης λατρευτικῆς της ζωῆς. Γι᾿ αὐτό καί πολλαπλασιάζονται οἱ καιροί τῆς προσευχῆς καί ἐκτείνονται σέ μῆκος οἱ Ἀκολουθίες τοῦ νυχθημέρου. Ἀκόμη καί στόν κόσμο, οἱ ἐνοριακοί ναοί μετατρέπονται κατά κάποιον τρόπο σέ καθολικά μοναστηριῶν καί οἱ πιστοί, οἱ ἐν τῶ κόσμῳ, καλοῦνται σέ ἀνάλογη ἐπιστράτευση θείας λατρείας καί προσευχῆς.
(…) Μία ἀπό τίς τελειότερες ἐκφράσεις ἀγάπης εἶναι τό νά προσευχόμαστε γιά τούς ἄλλους.
  Τήν ἀλήθεια αὐτή καθώς καί τήν ἀξία της τονίζει ὁ ὅσιος Παΐσιος ὁ Ἁγι:ορείτης:
 «Ἡ καρδιακή προσευχή βοηθάει ὄχι μόνο τούς ἄλλους ἀλλά καί τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας, γιατί βοηθάει νά ἔρθει ἡ ἐσωτερική καλωσύνη. Ὅταν ἐρχόμαστε στή θέση τοῦ ἄλλου, ἔρχεται φυσιολογικά ἡ ἀγάπη, ὁ πόνος, ἡ ταπείνωση, ἡ εὐγνωμοσύνη μας στό Θεό μέ τή συνεχή δοξολογία, καί τότε ἡ προσευχή γιά τό συνάνθρωπό μας γίνεται εὐπρόσδεκτη ἀπό τόν Θεό καί τόν βοηθάει». Καί σέ ἐρώτηση γιά τό πῶς καταλαβαίνει ὅτι μέ τήν προσευχή του βοηθήθηκε ὁ ἄλλος, ἀπαντάει: «Τό πληροφορεῖται ἀπό τή θεία παρηγοριά πού νιώθει μέσα του μετά ἀπό τήν πονεμένη του καρδιακή προσευχή πού ἔκανε. Πρέπει ὅμως πρῶτα τόν πόνο τοῦ ἄλλου νά τόν κάνεις δικό σου πόνο καί ὕστερα νά κάνεις καί καρδιακή προσευχή. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἰδιότητα θεϊκή καί πληροφορεῖ τόν ἄλλον».
Χαρακτηριστική εἶναι στό σημεῖο αὐτό ἡ θεολογική ταύτιση τοῦ ὁσίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου μέ τόν ὅσιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος. Διδάσκει ὁ δεύτερος: «Μήν ἀρνεῖσαι νά προσεύχεσαι γιά κάποια ψυχή πού σοῦ τό ζήτησε, ἔστω κι ἄν δέν διαθέτεις καρποφόρο προσευχή. Γιατί ἡ πίστη ἐκείνου πού ζήτησε τήν προσευχή, ἔσωσε πολλές φορές κι ἐκεῖνον πού προσευχήθηκε καί μάλιστα μέ συντριβή καρδίας. Μην  ὑπερηφανεύεσαι, ἐάν προσεύχεσαι γιά ἄλλους καί εἰσακούεσαι, γιατί εἶναι ἡ πίστη ἐκείνων, πού ἐνήργησε, ὥστε νά εἰσακουσθεῖ ἡ προσευχή σου».
(…) Ἀπό τήν ἔρημο τοῦ θεοβαδίστου Ὄρους Σινᾶ, καί τήν Κλίμακα τοῦ ὁσίου Ἰωάννου, ἀλλά καί ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, ἀπό τά χρόνια τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ὥς τίς μέρες μας, μέ τήν ἁγιοκατάταξη τοῦ ὁσίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, στέλνονται στόν κόσμο μας ἀνάσες προσευχῆς καί ἀνταύγειες αἰωνιότητας. Καί σήμερα, ἐν μέσῳ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὄχι μόνο ἀντλοῦμε δύναμη καί ἐλπίδα, ὄχι μόνο λαμβάνουμε ὑπόδειγμα ἁγιαστικῆς βιοτῆς καί ἐμπειρίας, ἀλλά κυρίως ὁμολογοῦμε τή βιωματική πεποίθηση πού εἶχαν καί ἀκτινοβολοῦσαν ὅλοι οἱ Ἅγιοι, ἀνάμεσά τους καί οἱ Ἁγιορεῖτες, πώς ὁ Χριστός ἀνέστη! 



     Ἀποσπάσματα Ὁμιλίας τοῦ συγγραφέα, πού ἐκφωνήθηκε κατά τόν Κατανυκτικό Ἑσπερινό τῆς Δ΄ Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν, 10 Ἀπριλίου 2016, στόν μητροπολιτικό ναό τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου Ἰωαννίνων τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἰωαννίνων, παρουσία τοῦ σεβασμιωτάτου μητροπολίτου Ἰωαννίνων κ. Μαξίμου

ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ ΣΧΟΛΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΑΘΩΝΙΑΔΟΣ

                                      Πατάπιος μοναχός Καυσοκαλυβίτης

Ὁ Εὐγένιος Βούλγαρης, Σχολάρχης τῆς Ἀθωνιάδος (1753-1759) καί οἱ πνευματικές ζυμώσεις στό Ἅγιον Ὄρος κατά τόν 18ο αἰώνα


Βασικό χαρακτηριστικό τῶν πνευματικῶν ζυμώσεων κατά τόν 18ο αἰώνα ἦταν ἡ ἔντονη ἀγωνία τῶν Ἑλλήνων λογίων γιά τήν ἀφύπνιση τῆς ἐθνικῆς ἑλληνικῆς συνείδησης καί τήν ἀναγέννηση τοῦ ἔθνους, πού μέ τή σειρά τους θά προετοίμαζαν τήν ἀποτίναξη τοῦ τουρκικοῦ ζυγοῦ. Παράλληλα μέ τήν παραπάνω κίνηση, στούς κύκλους τῶν λογίων θεολόγων καί συγγραφέων ἐκδηλωνόταν μία προσπάθεια ἐπαναπροσέγγισης τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί θεολογικῆς παράδοσης, ὥστε ἀνανεωμένη καί ἐμπλουτισμένη νά συμβάλει στήν ἀναμόρφωση τῆς παιδείας καί τήν ἀναγέννηση τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἡ ἀγωνία τους γιά τήν διαφαινόμενη ἀλλοτρίωση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος μέσα ἀπό ἐκδηλώσεις τυπολατρίας καί γιά τήν ἀποξένωση ἀπό τίς αὐθεντικές πατερικές πηγές, τούς κατεύθυνε σέ ἀναζήτηση προσαρμογῶν καί συμπόρευσης μέ τίς προκλήσεις τῶν καιρῶν (κυρίως μέ τίς ἰδέες τοῦ Διαφωτισμοῦ) ὅσο καί στήν αὐστηρή προσήλωση στήν ὀρθόδοξη παράδοση, ἡ ὁποία διαλεγόταν μέ τόν δυτικό πολιτισμό.    
  Πρός τήν κατεύθυνση αὐτή ἐργάστηκε καί ὁ τιμώμενος σήμερα Εὐγένιος Βούλγαρης, ὁ ὁποῖος ἀναγνωρίζεται τόσο ἀπό τούς συγχρόνους του ὅσο καί ἀπό τή νεότερη ἔρευνα ὡς ἡ κορυφαία πνευματική μορφή τοῦ Ἑλληνισμοῦ κατά τόν 18ο αἰώνα. Μέ καταγωγή ἀπό τήν Κέρκυρα καί ἔχοντας ἀποκτήσει εὐρεία παιδεία, δίδαξε καί διηύθυνε κάποια ἀπό τά σημαντικότερα ἐκπαιδευτικά κέντρα τοῦ ὑπόδουλου Ἑλληνισμοῦ καί ἔχει χαρακτηριστεῖ ὡς ὁ «πανεπιστήμονας» τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ. Τό πλουσιότατο καί πολυσχιδές συγγραφικό ἔργο του συνιστᾶ καί στήν ἐποχή μας ἕνα μοναδικό τεκμήριο πολυσχιδοῦς ἐπιστημονικῆς φιλοσοφικῆς καί θεολογικῆς παιδείας καί γνώσης, γνώρισε πολλές ἐκδόσεις, καλύπτει ὅλα σχεδόν τά γνωστικά πεδία τῶν ἐπιστημῶν τῆς ἐποχῆς του καί ἐξακολουθεῖ νά διατηρεῖ μία ἀξιοπρόσεκτη ἐπικαιρότητα, κάτι πού ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό τήν ἐπιτυχία τοῦ παρόντος Συνεδρίου.

  Ὁ Βούλγαρης κατάφερε μέ νηφαλιότητα νά συμπυκνώσει καί νά συνθέσει τίς διάφορες τάσεις τῆς ἐποχῆς του. Μελετώντας τά νεωτερικά ἰδεολογικά καί φιλοσοφικά ρεύματα τῆς Εὐρώπης καθώς καί τά νέα ἐπιστημονικά δεδομένα, ἐπιχείρησε τή σύζευξή τους μέ τίς παραδοσιακές ἀξίες τῆς ἑλληνορθόδοξης κοινωνίας, δεχόμενος κριτικά τόν εὐρωπαϊκό διαφωτισμό, ἀπορρίπτοντας ὅμως τίς ἀθεϊστικές του ἰδέες.
(...)  Στό Ἅγιον Ὄρος, ἤδη ἀπό τίς ἀρχές τοῦ αἰώνα εἶχε ἐκδηλωθεῖ ζωηρή πνευματική κίνηση... 
(...)  Ἡ ἐπίδοση ὅμως στόν πνευματικό λόγο αὐξάνεται, ἐντείνεται καί ἐξακτινώνεται ἀπό τά μέσα τοῦ ἴδιου αἰώνα. Εἶναι ἡ ἐποχή, ὅπου οἱ πνευματικές ζυμώσεις στή μοναχοπολιτεία τοῦ Ἄθω ἐκδηλώνονται καί ὁριοθετοῦνται ἀπό δύο μείζονος σημασίας πνευματικά γεγονότα: τήν ἐμφάνιση τοῦ κινήματος τῶν Κολλυβάδων καί τήν ἵδρυση τῆς Ἀθωνιάδος σχολῆς.
Ἡ Ἀθωνιάς ὑπῆρξε ἀποτέλεσμα τοῦ φιλόμουσου, τῆς γενναιότητας καί τῆς τόλμης τῶν Ἁγιορειτῶν νά προσφέρουν μηνύματα ἐλπίδας καί φωτός στό σκοτάδι τῆς ἐποχῆς, γιά νά κρατηθεῖ στή ζωή ἡ Ρωμηοσύνη, ἡ Ὀρθοδοξία καί τό Γένος μας. Γιά νά πληροφορηθεῖ τίς ἀλήθειες γιά τήν καταγωγή καί τήν ἔνδοξη ἱστορία του, νά φωτιστεῖ ἀπό τή σοφία τῶν προγόνων του, νά πάρει δύναμη γιά νά συνεχίσει νά ἐλπίζει καί νά ἐπιζήσει καί νά ἀποτινάξει ἀπό τόν τράχηλό του τό ζυγό τῆς δουλείας. Κι ἐδῶ ἀξίζει νά θυμηθοῦμε τόν Ρήγα Φεραῖο, μαθητή στήν Ἀθωνιάδα στά χρόνια τῆς ἐφηβείας του, περί τό 1771, τόν ἐθναπόστολο καί ἐθνεγέρτη ἅγιο Κοσμᾶ τόν Αἰτωλό καί τόν νεομάρτυρα Ἀθανάσιο Κουλακιώτη, ἀποφοίτους τῆς Ἀθωνιάδος.
  Ἡ Σχολή τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπως λεγόταν ἐπισήμως ἡ Σχολή, ἱδρύθηκε ἀρχικά τό 1748, καί ἐπίσημα τόν Μάϊο τοῦ 1750 μέ σιγγίλιο πού ἐξέδωσε ὁ οἰκουμενικός πατριάρχης Κύριλλος ὁ Ε’, στή μονή Βατοπαιδίου μέ τήν πρωτοβουλία τῶν προεστώτων της.  Τό 1753 ὁ πατριάρχης Κύριλλος Ε’, ἔχοντας τήν προσδοκία νά ἀποκτήσει ἡ Σχολή μεγαλύτερο κῦρος, καί νά καταστεῖ σημαντικό ἐκπαιδευτικό κέντρο, προσκάλεσε ἀπό τά Ἰωάννινα τόν Εὐγένιο Βούλγαρη, τόν «σοφώτερον τῶν Ἑλλήνων κατά τούς μετά τήν ἅλωσιν αἰῶνας», νά ἀναλάβει τή διεύθυνσή της καί νά τήν ἀναδείξει «φροντιστήριον ἑλληνικῶν μαθημάτων, παιδείας τε καί διδασκαλίας παντοειδοῦς ἔν τε λογικαῖς, φιλοσοφικαῖς τε καί θεολογικαῖς ἐπιστήμαις», ὅπως χαρακτηριστικά τό προσδιορίζει στό Πατριαρχικό του Σιγγίλιο (1753). 
     Ὁ Εὐγένιος Βούλγαρης θεωρεῖται τό πρόσωπο ἐκεῖνο, πού κυριάρχησε καί ἐπέδρασε καταλυτικά μέ τό πρωτοποριακό ἔργο του στόν χῶρο τῆς ἁγιορειτικῆς λογιοσύνης τῆς ὕστερης Τουρκοκρατίας. Ἀναμφίβολα, σέ ὅλη τήν διάρκεια τῆς ἐκπαιδευτικῆς του δράσης, ἡ σχολαρχία τοῦ Εὐγένιου στήν Ἀθωνιάδα θεωρεῖται ἡ λαμπρότερη, ἡ πιό μακρόχρονη ἀλλά καί ἡ πλέον ταραχώδης περίοδος...
 
Άπόσπασμα  ἀπό τήν εἰσήγηση τοῦ συγγραφέα στό Β΄ Πανηπειρωτικό Συνέδριο 
" Ἡ πνευματική κίνηση στά Ἰωάννινα τόν 18 ο αἰ. καί ἡ παρουσία τοῦ Εὐγενίου Βούλγαρη"
 Ἰωάννινα 9 Ἀπριλίου 2016                              
                                                                                              Ἑταιρεία Ἠπειρωτικῶν Μελετῶν