Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ



κόσμος σταται δι τν προσευχν τν γίων. Κα μοναχς κλήθη, να προσεύχηται πρ το κόσμου δι᾿ λου το εναι ατο. Ες τοτο γκειται διακονία ατο κα δι τοτο μ πιβαρύνετε ατν δι κοσμικν μεριμνν. μοναχς φείλει ν ζ ν συνεχε γκρατεί. Ἐὰν μως εναι πησχολημένος ες κοσμικς φροντίδας, τότε ναγκάζεται ν τρώγ πλεον, κα κ τούτου προκαλεται γενικ ζημία, διότι τρώγων πρ τ δέον δν δύναται πλέον ν προσεύχηται, ς φειλεν. χάρις γαπ ν ζ ν πεξηραμμέν δι᾿ σκήσεως σώματι.

Όσιος Σιλουανός Αθωνίτης, Περί των Μοναχών

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2012

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΨΗΦΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ: ΝΕΟΝ ΜΑΡΤΥΡΟΛΟΓΙΟΝ. ΒΕΝΕΤΙΑ 1799. (ΜΕΡΟΣ Ρ')

Ἁγιορείτικη Ψηφιακή Βιβλιοθήκη.
Νέον Μαρτυρολόγιον. Ἔκδοση πρώτη. Βενετία 1799. (Μέρος Ρ ,τελευταίο μέρος)

ΒΙΟΣ ΑΓΙΟΥ ΑΚΑΚΙΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΙΒΙΤΟΥ
 










ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΨΗΦΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ: ΝΕΟΝ ΜΑΡΤΥΡΟΛΟΓΙΟΝ. ΒΕΝΕΤΙΑ 1799. (ΜΕΡΟΣ Λ')
ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΨΗΦΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ: ΝΕΟΝ ΜΑΡΤΥΡΟΛΟΓΙΟΝ. ΒΕΝΕΤΙΑ 1799. (ΜΕΡΟΣ Μ')
ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΨΗΦΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ: ΝΕΟΝ ΜΑΡΤΥΡΟΛΟΓΙΟΝ. ΒΕΝΕΤΙΑ 1799. (ΜΕΡΟΣ Ν')
ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΨΗΦΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ: ΝΕΟΝ ΜΑΡΤΥΡΟΛΟΓΙΟΝ. ΒΕΝΕΤΙΑ 1799. (ΜΕΡΟΣ Ξ')
ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΨΗΦΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ: ΝΕΟΝ ΜΑΡΤΥΡΟΛΟΓΙΟΝ. ΒΕΝΕΤΙΑ 1799. (ΜΕΡΟΣ Ο')
ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΨΗΦΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ: ΝΕΟΝ ΜΑΡΤΥΡΟΛΟΓΙΟΝ. ΒΕΝΕΤΙΑ 1799. (ΜΕΡΟΣ Π')  

Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2012

ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ. ΒΗΜΑΤΙΖΟΝΤΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ. ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΝΕΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου
Ἅγιον Ὄρος.
Βηματίζοντας στόν τόπο καί τήν ἱστορία του
Ἅγιον Ὄρος 2012, σελ. 330



Κυκλοφορεῖ στίς ἀρχές Δεκεμβρίου 2012, ἀπό τίς ἐκδόσεις τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου Καυσοκαλυβίων Ἁγίου Ὄρους, τό νέο βιβλίο τοῦ μοναχοῦ Παταπίου Καυσοκαλυβίτου: Ἅγιον Ὄρος. Βηματίζοντας στόν τόπο καί τήν ἱστορία του. Περιλαμβάνει 20 κείμενα μέ ἀναφορά στήν ὑπερχιλιόχρονη ἁγιορειτική πνευματικότητα, ἱστορία, τέχνη καί παράδοση.
Τό νέο βιβλίο ἐγκαινιάζει μία νέα σειρά στίς ἐκδόσεις τῆς Καλύβης, μέ τόν γενικό τίτλο: Ἁγιορείτικος Λόγος. Ὁ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ καί οἱ συνεργάτες τοῦ ἱστολογίου μας εὐχόμαστε τό νέο αὐτό πόνημα τοῦ π. Παταπίου νά εἶναι καλοτάξιδο, πρός ὠφέλεια τῶν ἀναγνωστῶν, πρός τιμήν τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί πρός δόξαν Θεοῦ.









Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

Ο ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΤΩΝ ΙΩΑΣΑΦΑΙΩΝ ΣΤΑ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΑ

                            Πατάπιος μοναχός Καυσοκαλυβίτης

Ὁ ἁγιογραφικός οἶκος τῶν Ἰωασαφαίων στή σκήτη Καυσοκαλυβίων (ἵδρυση 1858): εἰκονογραφικά πρότυπα, ἀπήχηση, ἐπιδράσεις.


   Κ ατά τήν ἐξεταζόμενη  περίοδο, οἱ δυτικότροπες καλλιτεχνικές τάσεις στήν ἁγιορειτική ἐκκλησιαστική ζωγραφική, πού εἶχαν ἀπό τά τέλη τοῦ 18ου αἰ. ἀναφανεῖ στό Ἅγιον Ὄρος, ἀποκτοῦν μεγαλύτερη ἐμβέλεια. Ἔτσι, τά περισσότερα ἁγιορειτικά εἰκονογραφικά ἐργαστήρια, μέ κορυφαῖο ἐκεῖνο τῶν Ἰωασαφαίων τῆς σκήτης Καυσοκαλυβίων, ἀπό τά μέσα ἤδη τοῦ 19ου αἰ, ἀκολουθοῦν τίς γενικότερες τάσεις καί προσανατολίζονται σταδιακά σέ δυτικότροπες ἐκφράσεις, παρασυρόμενα, ἐκτός τῶν ἄλλων, ἀπό τίς αἰσθητικές προτιμήσεις τῶν πολυπληθῶν Ρώσων παραγγελιοδοτῶν, μοναχῶν καί προσκυνητῶν, πού συνέρρεαν τήν ἐποχή ἐκείνη στόν Ἄθωνα καί οἱ ὁποῖοι προτιμοῦσαν τήν οἰκεία σ᾿ αὐτούς ἀναγεννησιακή ρωσική ἐκκλησιαστική τέχνη. Στά ἐργαστήρια αὐτά εἶναι χαρακτηριστικός ὁ συνδυασμός καθιερωμένων ἀπό τήν παράδοση εἰκονογραφικῶν τύπων, οἱ ὁποῖοι στίς περισσότερες περιπτώσεις  ἐμπλουτίζονται μέ τήν εἰσαγωγή νέων στοιχείων, προσαρμοσμένων στίς ἀπαιτήσεις τῆς ἐποχῆς, ὅπως εἶναι οἱ περιπτώσεις θεμάτων ἀπό τήν ρωσική ἐκκλησιαστική παράδοση. Τό χρυσό βάθος, πού τόσο μεγάλη θεολογική καί καλλιτεχνική ἀξία ἔχει στίς βυζαντινές εἰκόνες, ἐλάχιστα ἤ καθόλου χρησιμοποιεῖται καί ἀντικαθίσταται ἀπό ρόδινους ἤ ὑποκύανους οὐρανούς, κατά τά δυτικά πρότυπα.
      Ὁ ἁγιογραφικός οἶκος τῶν Ἰωασαφαίων πού ἐγκαινιάζει κατά κάποιο τρόπο τήν περίοδο αὐτή στόν Ἄθωνα, γρήγορα θά ἐξελιχθεῖ  σέ «Σχολή Ἁγιογραφίας» καί σέ πρότυπο ἁγιογραφικῆς τέχνης, ἐπηρεάζοντας μέσα ἀπό τήν καταξίωσή του αὐτή, τούς ἄλλους ἁγιογραφικούς οἴκους τῶν Καυσοκαλυβίων, καθώς καί ὁρισμένα ἀπό τά ἐργαστήρια τόσο τῆς γειτονικῆς σκήτης της Ἁγίας Ἄννης ὅσο καί ἐκεῖνα τῆς Νέας Σκήτης. Ἱδρυτής τοῦ ἐργαστηρίου εἶναι ὁ Καππαδόκης μοναχός Ἰωάσαφ (1832-1880). Τό 1858 ὁ Ἰωάσαφ ἀσκεῖτο στήν καλύβη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς σκήτης τῆς Ἁγίας Ἄννας, ὅπου παραδίδεται ὅτι ἔμαθε τήν ἁγιογραφική τέχνη αὐτοδιδάκτως. Ἀπό τήν ἀνέκδοτη χειρόγραφη Ἱστορία τῆς ἀδελφότητας τῶν Ἰωασαφαίων μεταφέρουμε ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τό κεφάλαιο πού φέρει τόν τίτλο: ἀρχή τῆς ἁγιογραφικῆς τέχνης κατά τό ἔτος τῆς εἰς τήν Ἱ. Σκήτην Ἁγίας Ἄννης ἀφίξεως ἤτοι τό 1858.
     Τήν διήγησιν γράφω ὡς μοί εἶπεν ὁ Γέροντας Χρυσόστομος ἱεροδιάκονος.
    Τά χρόνια ἐκεῖνα ἤρχοντο εἰς Ἅγιον Ὄρος πλῆθος προσκυνηταί πανταχόθεν, ἰδίως ὅμως ἐκ Βουλγαρίας, οἵτινες ἠγόραζον μέ ἁδράν τιμήν διάφορα ἐργόχειρα ἄνευ οὐδεμιᾶς παρατηρήσεως πρό πάντων δέ ἐκκλησιαστικά, εἰκόνας διαφόρων ἁγίων ἐπί ξύλου καί χάρτου, σταυρούς, ἐγκόλπια ἁγίων, κλπ. τοιαῦτα.  Ἰδού πῶς ἤρχισαν καί ποῦ ἔφθασαν.
   Ἀφοῦ ἔβλεπον (ὅτι) ἐξοδεύοντο περισσότερον αἱ εἰκόνες ἁγίων, μίαν ἡμέραν λέγει ὁ Γέροντας εἰς τήν συνοδίαν του, Ἀντώνιον καί Χρυσόστομον ἀστειευόμενος: «Δέν ἀρχίζομεν καί ἡμεῖς τήν ζωγραφικήν τέχνην νά οἰκονομούμεθα; Ἰδού ὅπου περνοῦν μέ τιμήν αἱ εἰκόνες».
     «Ἡμεῖς δέ (λέγει ὁ Χρυσόστομος) ἐγελούσαμε μέ τόν Ἀντώνιον καί τοῦ ἐλέγαμεν, σιῶπα Γέροντα, μή μᾶς ἀκούσῃ κανένας καί μᾶς περιπαίζουν. Ἄνευ διδασκάλου ζωγραφική γίνεται; Δέν θά δυνάμεθα νά εὔγομεν ἔξω ἀπό τήν ἐντροπήν». Καί ἄλλα πολλά τοῦ ἔλεγον ἀμφότεροι ἵνα τόν ἐμποδίσουν. Ἀλλ᾿ ἡ τόλμη  του, τό θάρρος καί ἡ ἀνδρεία τῆς ψυχῆς ἦσαν μεγάλαι, δέν ἀνεχαιτίζοντο κατ᾿ οὐδένα τρόπον. Καί ὅσα τοῦ εἴπαμεν (λέγει) δέν μᾶς ἤκουσεν. Ἀλλά μίαν ἡμέραν εὑρίσκει ἕνα ταβανοσάνιδον ἐλάτινον, κόπτει 3-4 σανιδάκια ἰσομέγεθα μέ χάρτινες εἰκόνες στάμπες, τά ἡτοίμασε, ξεσήκωσε μονογραμμή ἐξ αὐτῶν καί ἐπειδή δέν εἶχε τῆς ζωγραφικῆς χρώματα, ἔλαβε ἀπό τήν βαφήν ὅπου ἐχρωμάτιζον τά σφραγίδια καί παρατηρῶν ἐπισταμένως ἀντέγραφεν.
    Ἐβίαζεν καί ἡμᾶς (λέγει ὁ Χρυσόστομος) νά ζωγραφίζομεν μιμούμενοι ταῖς στάμπες, καθώς ἔκαμνε ὁ ἴδιος. Ἀντιτείναμεν πολύ, ἀλλ᾿ αὐτός ἄκαμπτος ἀπό τήν ἀπόφασίν του. Μάλιστα δι᾿ ἐπιπλήξεων πατρικῶν μᾶς προέτρεψεν (καί) ἄκοντες ἀρχίσαμεν μιμούμενοι αὐτόν εἰς ἀντιγραφάς. Ἐπειδή δέ μελανόν χρῶμα δέν εἴχομεν (δέν χρειάζεται διά τά σφραγίδια τοιοῦτον), τάς ὀφρύς (φρύδια) κατεσκευάζαμεν μέ μελάνη γραψίματος. Ἀλλά καίτοι ἐπροφυλαττόμεθα ἵνα μή διαδοθῇ εἰς τήν Σκήτην ἡ νέα μας αὐτοδίδακτος τέχνη, ἐν τούτοις ἐγνώσθη, καί ἤρχισαν οἱ ἐμπαιγμοί. Καί δικαίως, διότι τίς ἀποτολμᾶ ἄνευ διδασκάλου νά ἀρχίσῃ τοιαύτην λεπτήν τέχνην; Ἡμεῖς ὅμως ἐλάβομεν πάντα προοφθαλμῶν καί οὐδόλως ἐπροσέχαμεν εἰς τά λεγόμενα τῶν ξένων ἀλλ᾿ ἐκοιτάζομεν ἐπιμελῶς τήν ἐργασίαν μας. Τέλος πάντων, κουτσά στραβά ἐκατορθώσαμεν καί ταῖς τελειώσαμεν. Ὕστερον μᾶς ἐπαρουσιάσθη ἄλλη δυσκολία ἐντροπῆς, πῶς νά πωλήσωμεν καί νά εἴπωμεν ὅτι εἴμεθα ζωγράφοι τόσον ἔκτακτοι, ἄνευ ἐλαχίστου διδαχῆς παρά διδασκάλου. Τέλος, ἐλάβομεν ὅλα προοφθαλμῶν, μετέβημεν εἰς Καρυάς καί ὁ Θεός οἰκονόμησε καί τάς ἐπωλήσαμεν μέ καλήν τιμήν (ἡ καλή τιμή ἦτο ἀνά 3 - 4 γρόσια ἑκάστη).
   Ἔκτοτε ἐλάβομεν ὁπωσδήποτε ὀλίγον θάρρος καί ἐξηκολούθημεν τήν αὐτήν νέαν μας ἐργασίαν μέ τήν πανταχόθεν ἀκριβήν παρατήρησιν τῶν καλῶν ἔργων καί ἀντιγραφήν αὐτῶν συνάμα καί ἐρωτήσεις ἀπό ὅλους τούς ζωγράφους καί ὅσον ὁ Θεός μᾶς ἐβοήθει καί ἐξοδεύοντο αἱ εἰκόνες, (καί) οἰκονομούσαμεν τά πρός τό ζῆν ἀναγκαία τόσον περισσότερον καί δραστηριότερον ἐπιμελούμεθα ἵνα καλωπίσωμεν αὐτάς μέ πᾶσαν λεπτήν ἐργασίαν καί καθαρότητα. Καί φαίνεται ὅτι ἐξ αὐτῶν ἐννόησε τό μέλλον ὁ ζωγράφος ὅπου προείπομεν ἐν τῇ σημειώσει. Ὥστε εἰς τρία ἔτη ἐφθάσαμεν τούς κοινούς τοῦ Ὄρους ζωγράφους. Ἐζωγραφήσαμεν καί δύο εἰκόνες ὡς μία πήχη ὕψος διά τήν Λιτήν τῆς Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Παύλου, ἀξίας 15 φλωρία καισσαρικά. Αἱ εἰκόνες αὔται εἰσέτι εὑρίσκονται ἐκεῖ.
    Αὔτη ἐστάθη ἡ τολμηρά καί δυσχερεστάτη ἀρχή τῆς ἁγιογραφίας μας.
                                   Ἔτος 1876-1880.
    Αἱ ἐργασίαι τῆς ζωγραφικῆς ἐπροόδευον, αἱ παραγγελίαι πλεῖσται ἀπό τήν Ἱ. Μονήν τοῦ Ρωσσικοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος πρό πάντων, ἥτοις ἠγόραζε καί ἀπέστελνε εἰς Ρωσσίαν. Ἐπώλει μέ ἀδράν τιμήν πρός ὄφελός της. Τά εἰκονοσάνιδα κατεσκεύαζον εἰς τήν Ἱεράν Μονήν ἐκ ξύλου κυπαρίσου μόνον,  ὄχι ἐξ ἄλλου. Οἱ ἐν Ρωσσίᾳ ρῶσσοι εἶχον εἰς μεγάλην ὑπόληψιν αὐτό. Ἦτο ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ ἐξ αὐτοῦ. Ἐπρομηθεύοντο αὐτό ἐξ Ἀνατολῆς, Κρήτης κλπ. μέρη.
   Ἕνεκα τῆς μεγίστης καταναλώσεως τῶν εἰκόνων ἠργάζοντο πλεῖστοι ζωγράφοι εἰς τάς Ἱ. Σκήτας, Κελλία καί λοιπά ἀλλ᾿ ἡ προτίμησις τῶν μεγάλων καί ἐπισήμων παραγγελιῶν ἦτο τοῦ Οἴκου μας. Διά τόν λόγον αὐτόν μέχρι τῶν ἐτῶν τούτων οἱ Μαθηταί τῆς ζωγραφικῆς ἀνέρχονται εἰς 28 τόν ἀριθμόν, ἀλλ᾿ ἡ διαμονή των δέν ἦτο ἐξ ἴσου. Ἄλλοι μέν ἔχοντες ἀρχάς διέμενον μήνας 3, 6, 8, ἕν ἔτος, καί οἱ μή ἔχοντες διόλου ἀρχάς, ἐπί 3-4 ἔτη. Τά ὀνόματα καί τήν καταγωγήν τῶν μαθητῶν αὐτῶν τε καί μεταγενεστέρων ἐσημείωσα εἰς τόν Α΄ τόμον Καταλόγου τῶν εἰκόνων, βιβλίο ἀριθ. 85 χειρόγραφον, τόν ὁποῖον συνέταξα μέ λεπτομερήν ἀρίθμησιν τῶν κατασκευασθεισῶν εἰκόνων.
    Ἡ φήμη ἐξετείνετο μακράν, αἱ παραγγελίαι μεγάλαι, ὁ πλοῦτος ἔρρεε, οἱ φίλοι ἐπληθύνοντο, ὁσημέραι οἱ ἐπισκέπται πολλοί συχνότατοι. Ὄχι μόνον ἐξ Ἁγίου Ὄρους, ἀλλά καί ἀπό μακρόθεν προσκυνηταί Ρῶσσοι, Βούλγαροι καί λοιποί διάφοροι ἐκεῖ ἐποίουν τήν διαμονήν των. Πολλάκις ἐπαρουσιάζοντο αἰφνιδίως καί τήν 1 - 2ην ὥραν τῆς ἑσπέρας 5 - 10 ἄτομα. Ἦσαν δέ ὑποχρεωμένοι νά τούς δεχθῶσι. Μάλιστα ἐάν προήρχοντο μέ ὁδηγόν ἐκ τῆς Ἱ. Μονῆς τοῦ Ρωσσικοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, χάριν τῶν παρ᾿ αὐτῆς προμηθευθέντων παραγγελιῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἦσαν ὑποχρεωμένοι ἄκοντες ἠναγκάζοντο νά δείξωσι φιλοφροσύνην...».
   Χωρίς πάντως νά θέλουμε νά ἀμφισβητήσουμε τά παραπάνω λεγόμενα τῶν ἰδίων τῶν Ἰωασαφαίων περί τοῦ αὐτοδίδακτου τῆς τέχνης τους, θά πρέπει βάσιμα νά ὑποθέσουμε σέ μία «συνεργασία» τοῦ γέροντος Ἰωάσαφ μέ τόν γέροντά του, ζωγράφο μοναχό Χατζηγεώργη. Πιστεύουμε μάλιστα ὅτι ὁ Ἰωάσαφ μαθήτευσε, ἔστω καί ἀτύπως, στό εἰκονογραφικό ἐργαστήριο τοῦ Χατζηγεώργη τοῦ κελλίου Ἁγ. Δημητρίου Κερασιᾶς, ὅπου ἀσκήθηκε ἐπί ἕνα περίπου ἔτος. Μία φορητή εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ Παντοκράτορος, τοῦ ἔτους 1860, τῆς πρώϊμης δηλαδή καλλιτεχνικῆς περιόδου τοῦ Ἰωάσαφ, πού εἶναι καί τό παλαιότερο μέχρι σήμερα ἔργο τοῦ Ἰωάσαφ πού ἔχουμε ἐντοπίσει καί ἡ ὁποία φυλάσσεται στό ναό τοῦ Ἁγ. Γεωργίου Νεοχωρίου Χαλκιδικῆς, συνδέεται ἀπό κάθε ἄποψη μέ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου Γοργοϋπηκόου Γοργουπηκόου, πού δωρήθηκε στόν ἴδιο ναό ἀπό τούς ἴδιους ἀφιερωτές μέ ἐκείνους τῆς προηγούμενης εἰκόνας. Ἡ δεύτερη αὐτή εἰκόνα, τοῦ ἔτους 1861, φέρει τήν ὑπογραφή: «Χείρ Χατζῆ Γεωργίου μοναχοῦ ἐκ τῆς Κερασιᾶς». Εἶναι χαρακτηριστική ἡ ὁμοιότητα τῶν ὑπογραφῶν τῶν δύο εἰκόνων, τοῦ Ἰωάσαφ καί τοῦ Χατζηγεώργη. Εἶναι μάλιστα ἀξιοσημείωτο ὅτι μετά τή σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης ἡ συνοδεία μετακόμισε στό κελλί τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου τῆς Κερασιᾶς, πού βρίσκεται πλησίον τοῦ κελλίου τοῦ Χατζηγεώργη.

   Τό ἐργαστήριο δούλευε μέ ἐντατικό ρυθμό γιά νά ἱκανοποιήσει τίς πολυάριθμες παραγγελίες. Μέσα σέ λίγες δεκαετίες, ἱστορήθηκαν σ᾿ αὐτό περισσότερες ἀπό 7.000 εἰκόνες, βάσει ἀρχειακῶν πηγῶν. Παράλληλα, τό ἐργαστήριο γνώριζε ἀπό παντοῦ τήν ἀναγνώριση: Τό 1900, ὁ σουλτάνος Χαμίτ  τίμησε τήν ἀδελφότητα μέ τό χρυσό μετάλλιο καλῶν τεχνῶν καί ἀργότερα μέ τό παράσημο μετζητιέ τρίτης τάξεως, γιά τίς καλλιτεχνικές ἐργασίες της σέ διάφορες περιοχές τῆς Τουρκίας, ἐνῶ ἡ βασιλική οἰκογένεια τῆς Ρουμανίας φανερώνει τήν προτίμησή της γιά τά καλλιτεχνήματα τῶν Ἰωασαφαίων. .
    Μέ τό ἐργαστήριο τῶν Ἰωασαφαίων ἀρχίζει νά ἐπικρατεῖ τό δυτικό φυσιοκρατικό καλλιτεχνικό ἰδίωμα καί ἰδίως ἐκεῖνο τῆς Ρωσοναζαρηνῆς λεγόμενης ζωγραφικῆς.
  Στήν βιβλιοθήκη τῆς σημερινῆς καλύβης τῶν Ἰωασαφαίων σώζονται πολλά ἀπό τά λιθογραφικά ἀντίτυπα εἰκόνων πού προέρχονταν ἀπό τή Ρωσία καί πού ἀποτελοῦσαν τά πρότυπα τῆς τέχνης τους. Πρότυπα πού μέ τή σειρά τους μιμοῦνται δυτικοευρωπαϊκά ρεύματα. Τίς λιθογραφίες αὐτές προμηθεύονταν ἀπό τήν ἐκρωσισμένη ἤδη μονή Ἁγ. Παντελεήμονος, τίς ρωσικές σκῆτες τοῦ Ἁγ. Ἀνδρέα καί Προφήτου Ἠλία ἀλλά καί τά πολυάριθμα ρωσικά κελλιά τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Οἱ παραγγελίες ἦταν  χιλιάδες καί κυρίως ἡ μονή Ἁγ. Παντελεήμονος διεδραμάτιζε τό ρόλο τοῦ μεσίτη μεταξύ τῶν ἐργαστηρίων καί τῶν Ρώσων, πού συνήθως ἦταν  εὐεργέτες ἤ ἀγοραστές. Φαίνεται μάλιστα ὅτι τά εἰκονογραφικά ἐργαστήρια τῶν Ἑλλήνων ἁγιορειτῶν, ὅπως αὐτό τῶν Ἰωασαφαίων, ὑπερεῖχαν καλλιτεχνικά ἀπό τά ἀντίστοιχα τῶν Ρώσων, γι᾿ αὐτό καί οἱ Ρώσοι μοναχοί πού προωθοῦσαν τά ἔργα αὐτά στή Ρωσία ἤ στούς Ρώσους προσκυνητές προτιμοῦσαν νά μήν ἀναγράφονται τά ὀνόματα τῶν Ἑλλήνων μοναχῶν στίς εἰκόνες πού ἱστοροῦσαν, προκειμένου νά φαίνεται ὅτι αὐτές προέρχονταν ἀπό τά ρωσικά ἀθωνικά ἐργαστήρια. 
    Δέν θά πρέπει ὅμως νά ἀποδώσουμε τήν πλήρη εὐθύνη γιά τήν εἰσαγωγή τῆς φυσιοκρατικῆς ρωσοναζαρηνῆς τεχνοτροπίας στόν Ἄθωνα στούς Ἰωασαφαίους, καθώς – σύμφωνα μέ τόν Κ. Καλοκύρη – «ἐγένοντο οἱ ἐργάται μιᾶς τέχνης, ἡ ὁποία ἤδη πρό αὐτῶν ἦτο οἰκεία εἰς τόν Ἄθω». Ὁ Ο Καλοκύρης ἀναφέρεται στό γεγονός ὃτι ἡ ἀπόκλιση ἀπό παραδεδομένα στοιχεῖα τῆς βυζαντινῆς ζωγραφικῆς δέν ἐθεωρεῖτο πάντοτε κακό ἤ ἐπιβλαβές πρός τήν ὀρθόδοξη παράδοση.
    Ἡ πρώτη ἀντίδραση στή σταδιακή ἐγκατάλειψη τῆς παραδοσιακῆς τεχνικῆς ἀλλά καί τεχνοτροπίας ἱστορήσεως τῶν εἰκόνων καί στήν υἱοθέτηση τῆς δυτικότροπης ζωγραφικῆς τῆς Ρωσοναζαρηνῆς σχολῆς ἀπό τά Ἁγιορειτικά εἰκονογραφικά ἐργαστήρια σημειώθηκε στό ἴδιο τό Ἅγιον Ὄρος. Σέ μία ἐπιστολή τοῦ ἔτους 1897 στήν Ἐκκλησιαστική Ἀλήθεια, τό περιοδικό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὁ «Ἁγιορείτης Μοναχός» πού τηρεῖ τήν ἀνωνυμία του, ἐπισημαίνει τήν παρακμή τῆς ἁγιορειτικῆς εἰκαστικῆς παραγωγῆς καί καταλογίζει εὐθύνες στό ρωσικό ἐμπόριο. Τονίζει ἀπό τή μιά τήν προτεραιότητα πού πρέπει νά ἔχει ἡ διδακτική λειτουργία τῆς εἰκόνας, σέ σχέση μέ τήν καλλιτεχνική της διάσταση, καί ἀπό τήν ἄλλη θεωρεῖ ὡς πρότυπα μερικά ἔργα τῆς βυζαντινῆς ζωγραφικῆς μέ τήν προϋπόθεση ὅμως οἱ ἁγιογράφοι νά μήν περιορίζονται «εἰς μηχανικήν καί ξηράν ἀπομίμησιν», ἀλλά, μέσα στό πνεῦμα τῆς βυζαντινῆς τέχνης, νά δημιουργήσουν μέ ἐλευθερία τήν «ἡμετέραν ἁγιογραφίαν».
      Στά 1922, ἡ συνάντηση τοῦ Φώτη Κόντογλου, ὅταν βρέθηκε στά Καυσοκαλύβια – τόν χῶρο τῆς καρδιᾶς του, σύμφωνα μέ τόν ἴδιο – τόσο μέ τήν βυζαντινή καί πρώιμη μεταβυζαντινή τέχνη τοῦ Ἄθω ὅσο καί μέ τούς διάσημους ζωγράφους Ἰωασαφαίους – φορεῖς τῆς νέας καί ἀλλοτριωμένης ἀπό δυτικές καί ρωσικές ἐπιδράσεις ἐργοχειρικῆς καί βιοτεχνικῆς τέχνης – θά ἀποβεῖ καταλυτική. Ἀντιγράφοντας στό λεύκωμά του  Ἡ τέχνη τοῦ Ἄθω (Ἀθῆναι 1923) τήν τοιχογραφία τῆς Ἀποκαθηλώσεως ἀπό τό Κυριακό τῆς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων (γ΄ τέταρτο 18ου αἰ.), ἔργο τοῦ ἁγιορειτικοῦ ἐργαστηρίου τοῦ ἱερομονάχου Παρθενίου τοῦ ἐξ Ἀγράφων, ἔδειχνε μέ ἀσφάλεια σ᾿ ὅλους μας τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς στήν παράδοση.

Εἰσήγηση τοῦ π. Παταπίου Καυσοκαλυβίτου, στήν Στρογγυλή Τράπεζα: ΝΑΖΑΡΗΝΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ, στά πλαίσια τοῦ Ζ΄ Διεθνοῦς Συνεδρίου: ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ, Θεσσαλονίκη, Μουσεῖο Βυζαντινοῦ Πολιτισμοῦ, 24 Νοεμβρίου 2012 .

Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΑΠΗΧΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ (1912) ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ

                                        Πατάπιος μοναχός Καυσοκαλυβίτης

 Ὄψεις τῆς ἀπήχησης τῆς ἀπελευθέρωσης τοῦ Ἁγίου Ὄρους (1912) στή ζωή τῶν Ἁγιορειτῶν μοναχῶν.


  2α Νοεμβρίου τοῦ 1912 ἔμεινε καί θά μείνει ἀνεξίτηλα χαραγμένη στή μνήμη τῶν Ἁγιορειτῶν πατέρων, καθώς ὁ τόπος τῆς μετανοίας τους ἀπελευθερώθηκε ἀπό τόν μακραίωνο τουρκικό ζυγό μισῆς χιλιετίας.
Ἡ Ἱερά Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, μέ τήν ἔναρξη τοῦ Α’ Βαλκανικοῦ Πολέμου ὅρισε νά ψάλλεται στό ναό τοῦ Πρωτάτου, κάθε ἀπόγευμα μετά τόν Ἑσπερινό, παράκληση ὑπέρ τοῦ βασιληᾶ, τοῦ στρατοῦ καί τοῦ στόλου καί ὑπέρ τῆς εὐοδώσεως τοῦ ἐθνικοῦ ἀγῶνα. Τό ἴδιο συνέβαινε καί στίς μονές, τίς σκῆτες καί τά κελλιά. Οἱ Ἁγιορεῖτες μοναχοί λοιπόν, μέ ὅπλο τῆς προσευχή τους, συμμάχησαν ἀπό τήν ἀρχή στόν δίκαιο ἀπελευθερωτικό ἀγῶνα.
Στό πρόσωπο τοῦ διαδόχου Κωνσταντίνου τοῦ ΙΒ΄, τοῦ ἐπονομαζομένου Ἐλευθερωτή, οἱ Ἁγιορεῖτες εἶδαν τόν ζῶντα διάδοχο τῶν βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων, τῶν ἀοιδίμων δηλαδή ἱδρυτῶν καί κτητόρων τῶν μονῶν τους. Κι αὐτό, καθώς διατηροῦσαν ἀκόμη ἀκμαία τήν ἀνάμνηση τῶν ἔνδοξων βυζαντινῶν χρόνων σέ σχέση μέ τούς λοιπούς κατοίκους τῶν ἀλύτρωτων περιοχῶν τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀπό τίς ὁποῖες κάποιες, ὅπως ἡ Μακεδονία, μόλις αὐγάζονταν ἀπό τό φῶς τῆς ἐλευθερίας. Τά ὀνόματα τῶν βασιλέων-κτητόρων-εὐεργετῶν μνημονεύονταν καθημερινά στίς νυχθήμερες ἀκολουθίες. Στά μοναστηριακά ἀρχεῖα καί τίς βιβλιοθῆκες φυλάσσονταν αὐτοκρατορικά χρυσόβουλλα, ἐνῶ οἱ ἐπιβλητικές μορφές τῶν βυζαντινῶν βασιλέων ξεχώριζαν ἀνάμεσα στίς τοιχογραφίες μέ τίς ὁποῖες εἶχαν ἱστορηθεῖ οἱ ναοί, πού ἐκεῖνοι μέ τίς χορηγίες τους εἶχαν ἀναγείρει. Στό πρόσωπο τοῦ Κωνσταντίνου εἶδαν τήν ἐκπλήρωση πολλῶν προφητειῶν πού ἦταν πολύ διαδεδομένες σ᾿ ὁλόκληρο τόν ἑλληνικό χῶρο. Ἀξίζει νά ἀναφέρουμε τί σημειώνεται χαρακτηριστικά λίγους μῆνες μετά τήν Ἀπελευθέρωση τοῦ Ἁγίου Ὄρους σέ ἐπιστολή τῆς μονῆς Ξηροποτάμου πρός τούς κατοίκους τῶν Πετροκεράσων Χαλκιδικῆς: «Εὐλογημένον τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, τοῦ εὐδοκήσαντος ἵνα πληρώσῃ ἐν ταῖς ἡμέραις ἡμῶν τάς ἐθνικάς ἡμῶν προφητείας καί παραδόσεις, ἀναστήσας ἐν ἡμῖν τόν προσδοκώμενον Μεσσίαν, τόν ἀντάξιον τοῦ ἐθνομάρτυρος Κωνσταντίνου τοῦ Παλαιολόγου Διάδοχον, τόν κραταιόν καί δαφνηφόρον Στρατηλάτην καί Μεγαλεπίβουλον Ἄνακτα ἡμῶν Κωνσταντῖνον τόν ΙΒ΄, πρός πραγμάτωσιν τῶν ἐθνικῶν ἡμῶν πόθων καί ὀνείρων...
 Ὅπως ἦταν φυσικό, μέ ἀγωνία ἀναμενόταν ἀπό μέρα σέ μέρα ἡ κατάληψη τοῦ ἱεροῦ Ἄθωνα ἀπό τόν «γενναῖο» ἑλληνικό στρατό καί στόλο, καί ὅπως σημειώνει ἕνα χρόνο μετά, στίς 21 Νοεμβρίου 1913, ὁ Ἁγιορείτης μοναχός Νικηφόρος Ἀγλαοεργοῦ σέ μία «Ἐξ Ἄθωνος Ἐπιστολή» του, πού δημοσιεύθηκε στή μηναῖα ἐπιθεώρηση «Ἑλληνισμός», «οἱ ὀφθαλμοί πάντων τῶν γνησίων Ἁγιορειτῶν πατέρων ἦσαν ἐστραμμένοι πρός τήν θάλασσαν καί ἐκεῖθεν ἀνέμενον τήν σωτηρίαν αὐτῶν. Ἐν τῷ μεταξύ δέ, σημαῖαι παρηγγέλλοντο, αἵτινες καί κατά ἑκατοντάδες προητοιμάζοντο καί εἰς τούς παραγγελεῖς παρεδίδοντο, ὅπως δι᾿ αὐτῶν, καί δαφνῶν, ἐκκλησιαστικῶν λαβάρων (τά ὁποῖα ἀντιπροσώπευον τήν ἑλληνικήν σημαίαν κατά τήν ζοφεράν τῆς δουλείας νύκτα), καί τῶν σταυρῶν, προϋπαντήσωσι τούς ἀπελευθερωτάς αὐτῶν ἀπό τῆς ἀφορήτου τυραννίας καί σκληρᾶς δουλείας».   
    Ἀξιοσημείωτο εἶναι τό γεγονός ὅτι ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Θεσσαλονίκης πού προηγήθηκε, θεωρήθηκε ἀπό τούς Ἁγιορεῖτες ὡς προάγγελος τῆς ἀπελευθέρωσης καί τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Σημειώνει στόν ἀνέκδοτο Χρονογράφο του ὁ μοναχός Ἰσίδωρος Καυσοκαλυβίτης τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1912, λίγες μέρες πρίν τήν ἀπελευθέρωση τοῦ Ἁγίου Ὄρους: Μήν Ὀκτώβριος 1912. 23: Καιρός νεφελώδης καί ψυχρώτατος, θάλασσα τρικυμιώδης μετά βορείου ἀνέμου. Σημείωσις: τήν ὥραν ταύτην ἐπληροφορήθην ὅτι ὁ Ἑλληνικός Στρατός ἐκυρίευσε τήν ὡραίαν μας Θεσσαλονίκην. Ὁ δέ Δικαῖος μας λίαν ἐνθουσιωδῶς, Ἄνθιμος μοναχός Μυτιληναῖος ἐκ τῆς Καλύβης τῶν Νεομαρτύρων, διά κωδονοκρουσιῶν ἀναστατεῖ τήν Σκήτην μας, καί ὅλοι ὡς ὑπόπτεροι ἐν ροπῇ ὀφθαλμοῦ ἐσυνάχθημεν εἰς τό προαύλιον τοῦ Κυριακοῦ μας, ἄλλοι ζητωκραυγάζοντες, ἄλλος ἄλλον περισφύγγων, ἄλλος ἐκ τῆς χαρᾶς του πυροβολοῦσε, καί ἄλλοι δακρύοντες ἐκ τῆς χαρᾶς των, καί ἕτεροι ζηλοτώτεροι, ἑλληνικά χρώματα ὑψώνουν ἀντί σημαιῶν. Ἐλθόντες εἰς τόν Ναόν ἐποιήσαμεν δοξολογίαν καί παράκλησιν ὑπέρ ἐνισχύσεως τῶν ἑλληνικῶν ὅπλων. Διήρκησεν ἡ ἑσπερινή παράκλησις ἐπί πολλάς ἡμέρας, καί κάθε Κυριακήν ἐποιούσαμε ἀγρυπνίας καί μνημόσυνα ὑπέρ τῶν ἐν πολέμῳ Ἑλλήνων».
    Ἀπό μία ἄλλη πηγή πληροφορούμαστε ὅτι μέ τό ἄκουσμα τῆς ἀπελευθέρωσης τῆς Θεσσαλονίκης σχεδόν ὁλόκληρη ἡ ἀδελφότητα τῆς μονῆς Ἰβήρων ἀποφάσισαν νά μεταβοῦν στή Θεσσαλονίκη καί νά τελέσουν ἁγιορειτική ἀγρυπνία στόν Ἅγιο Δημήτριο, ὅπου καί δώρησαν ἱερατικά ἄμφια καί ἀργυρά ἐκκλησιαστικά σκεύη. Δύο χρόνια μετά μάλιστα, τό 1914, οἱ Ἰβηρίτες ἀφιέρωσαν στόν ἴδιο ναό τίς σωζόμενες καί σήμερα δεσποτικές εἰκόνες τοῦ ἀρχικοῦ τέμπλου, ἔργα τῶν καυσοκαλυβιτῶν ζωγράφων Ἰωασαφαίων.
   Τό πρωΐ τῆς 1ης Νοεμβρίου, οἱ προϊστάμενοι τῆς Μεγίστης Λαύρας ἔγραφαν σέ ἐπιστολή τους πρός τόν ἀντιπρόσωπο τῆς Μονῆς στήν Ἱερά Κοινότητα τήν ἑξῆς: Χριστὸς Ἀνέστη! Ζήτω ἡ Ἐλευθερία, Ζήτω ὁ Ἑλληνισμός, Ζήτω ἡ Ὀρθοδοξία, Ζήτω ἡ Ἑλλάς, Ζήτω Ὁ Διάδοχός μας Κωνσταντῖνος, ὁ Κατακτητὴς καὶ ὁ Πορθητής. Σήμερον λίαν πρωῒ μετὰ τὴν θείαν λειτουργίαν ἀνηρτήσαμεν τὴν Ἑλληνικὴν Σημαίαν εἰς τὸ κωδωνοστάσιον. Κρουουμένων δὲ πανηγυρικῶς τῶν Κωδώνων, καὶ ψαλλομένου τοῦ Ἄξιον Ἐστὶν εἰσήλθομεν εἰς τὸν Καθολικὸν Ναόν... ἐψάλη Δοξολογία ἀργή, εἰς δὲ τὸ τέλος ἐβροντοφωνήσαμεν ἅπαντες ἐν τῷ Ναῷ. Ζήτω ἡ Ἑλλάς. Ζήτω ἡ Ὀρθοδοξία. Ζήτω ὁ Διάδοχος. Ἡ Ἱερὰ ἡμῶν Μονὴ ἔλαβεν ἀπὸ σήμερον πανηγυρικὴν ὄψιν. Σείεται δὲ ὁλόκληρος ἀπὸ τοὺς τυφεκισμούς. Συγχαίρομεν ἀδελφοὶ ἐν Χριστῷ ἀλλήλους, συγχαίρομεν καὶ ὑμᾶς, ἐπὶ τῇ ἐλευθερίᾳ ἣν ἡ θεία πρόνοια μᾶς ἐχάρισε.
  Μία ἡμέρα μετά, δηλ. τήν 2α Νοεμβρίου, ἡμέρα τῆς ἀπελευθέρωσης τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὁ ἐπίτροπος τοῦ Ἁγίου Ὄρους στή Θεσσαλονίκη, Ἁγιοπαυλίτης ἱεροδιάκονος Κοσμᾶς Βλάχος ἔστειλε ἀπό τή Θεσσαλονίκη στήν Ἱερά Κοινότητα ἐκτενῆ ἀναφορά, μέ τήν ὁποία ἀναγγέλει τήν ἀπελευθέρωση τῆς Θεσσαλονίκης. Σημειώνει χαρακτηριστικά:
«Σεβαστή Ἱερά Κοινότητα καί Ἱερά Ἐπιστασία. Μεθ᾿ ἀνεκλαλήτου ἀγαλλιάσεως χαιρετῶ ὑμᾶς ἐκ τῆς ἐλευθέρας ἑλληνικῆς Θεσσαλονίκης διά τοῦ Χριστός Ἀνέστη... Ἀπό τῆς 27 τοῦ παρελθόντος μηνός ἡ ἑλληνική σημαία κυματίζει εἰς ἅπαντα τά δημόσια κτίρια ἐνταῦθα καί εἰς ὅλας τάς ὁδούς... Ἡ ζείδωρος πνοή τῆς ἐλευθερίας δέν ἀμφιβάλλω ὅτι πρό πολλοῦ ἔφθασε καί μέχρι τοῦ νεφελογείτονος Ἄθω καί ὅτι ἐκοσμήσατε αὐτόν διά τοῦ ἱεροῦ συμβόλου τῆς ὑπερηφάνου καί δεδοξασμένης πατρίδος. Θείῳ βουλήματι τυχόντες τῆς ἐλευθερίας καί ἡμεῖς οἱ μοναχοί, ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους καί ἐργασθῶμεν θεαρέστως ὑπέρ διορθώσεως τῶν κακῶς ἐχόντων καί ἀναπλάσεως τοῦ μοναχισμοῦ, ἵνα μή ὑστερήσωμεν ἐν τῇ ὁδῷ τοῦ φωτός...
Εἶναι χαρακτηριστική ἡ ἀναστάσιμη προσφώνηση στίς παραπάνω ἐπιστολές. Ἀπό σχετικές πηγές τῆς ἐποχῆς γνωρίζουμε ἄλλωστε ὅτι τό Χριστός Ἀνέστη ἀντηχοῦσε καί στή Θεσσαλονίκη, κατά τίς πρῶτες μέρες τῆς ἀπελευθέρωσής της. Τά γεγονότα πού ὁδήγησαν στό «ἱστορικό καί εὐφρόσυνο γεγονός» τῆς ἀπελευθέρωσης τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀναφέρθηκαν ἀπό ἄλλους εἰσηγητές. Ἡ ὑποδοχή τήν ὁποία ἔτυχε τό ἀπελευθερωτικό ἄγημα ἦταν ἐνθουσιώδης. «Οἱ μοναχοί, ἡγουμένων τῶν λαβάρων καί τῶν ἑξαπτερύγων, ἐξῆλθον πανταχοῦ πρός ὑποδοχήν τοῦ ἀγήματος καί προεπορεύοντο αὐτοῦ ψάλλοντες τό Δοξαστικόν ‘’Ἄξιόν ἐστιν’’».
Ἀναφέρεται ἐπίσης ὅτι κατά τόν παράπλου τῶν πολεμικῶν πλοίων πρό τῆς δυτικῆς ἀκτῆς τῆς ἀθωνικῆς χερσονήσου, μπροστά ἀπό τίς μονές Ἁγίου Παύλου, Γρηγορίου, Σίμωνος Πέτρας, Ἁγίου Παντελεήμονος, Ξενοφῶντος καί Δοχειαρίου, «ὑψοῦντο αἱ θρησκευτικαί αὐτῶν σημαῖαι καί οἱ κώδωνες ἤχουν χαρμοσύνως». Σημειώνει ὁ Ἁγιορείτης μοναχός Νικηφόρος στήν προαναφερθείσα «Ἐξ Ἄθωνος Ἐπιστολή» του: «Ὅτε τήν πρωΐαν τῆς δευτέρας Νοεμβρίου παρελθόντος ἔτους ἡμέραν Παρασκευήν, οἱ τήν μεσημβρινήν πλευράν οἰκοῦντες μοναχοί, ἐκ τοῦ ὕπνου ἐγερθέντες καί τόν ὕψιστον δοξολογήσαντες, ἀντίκρυσαν εἰς τό βάθος τῆς θαλάσσης τόν γενναῖον «Ἀβέρωφ» μετά τοῦ «Πάνθηρος» καί τοῦ «Ἱέρακος» καί τῆς «Θυέλλης» ἐρχομένους ὡς πολυομμάτους γίγαντας, ἵνα καταλύσωσι τήν ἀπ᾿ αἰώνων δουλείαν, ἀνελύθησαν οἱ πάντες εἰς δάκρυα χαρᾶς καί ἀγαλλιάσεως, καί μή δυνάμενοι ἐκ τῆς χαρᾶς ἐκείνης ἄλλο τι νά πράξωσιν ἤ εἴπωσιν, ἔψαλλον οἱ πάντες ἐν ἐξάλλῳ ἐνθουσιασμῷ τό «Χριστός Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν».
Ἔκρουον χαρμοσύνως τούς κώδωνας τῶν ἐκκλησιῶν καί ἐπλήρουν τόν ἀέρα τουφεκισμῶν». Ὅπως διθυραμβικά σημειώνει ὁ Μελέτιος Μεταξάκης, ἐφησυχάζων ἐκείνες τίς μέρες στό Ἅγιον Ὄρος μητροπολίτης Κιτίου, καί μετέπειτα Οἰκουμενικός Πατριάρχης: «Οἱ κώδωνες ὑπερχιλίων ναῶν ἐπλήρουν τόν ἀέρα διά τῶν ἁρμονικῶν των ἤχων καί οἱ τουφεκισμοί ἀφύπνιζον τάς ἠχούς τῶν δειράδων διαλαλοῦντες τήν θριαμβευτικήν ἀνάστασιν τοῦ Γένους».
 Ἱστορική καί πολύ συγκινητική εἶναι ἡ ἀκατάγραφη μαρτυρία τοῦ ἐκ Χαλκιδικῆς καταγομένου μοναχοῦ Δαμιανοῦ, γέροντος τοῦ κουτλουμουσιανοῦ κελλίου τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου, γιά τήν πρώτη ἡμέρα τῆς Ἀπελευθέρωσης. Ὅπως διηγεῖται ὁ π. Δαμιανός, τήν ἡμέρα ἐκείνη ὁ γέροντάς του Δαμιανός μοναχός μαζί μέ τόν γέροντα τοῦ γέροντά του, μοναχό Εὐστράτιο, βρίσκονταν στήν δυτική ἀθωνική ἀκτή ψαρεύοντας μέ τή βάρκα τους. Διατηροῦσαν μάλιστα ἰδιαίτερο ἀποθηκευτικό χῶρο στόν ἀρσανᾶ τῆς μονῆς Ξηροποτάμου. Κατά τή διάρκεια τοῦ ψαρέματος εἶδαν τά πλοῖα τοῦ ἑλληνικοῦ στόλου νά προσεγγίζουν τήν ἀκτή. Ὅταν προσέγγισαν τό μεγαλύτερο ἀπ᾿ αὐτά καί ἀντιλήφθηκαν ὅτι πρόκειται γιά τό θρυλικό θωρηκτό Ἀβέρωφ, τούς κατέλαβε μεγάλη χαρά πού ἀντίκρυσαν τήν ἑλληνική σημαία. Δέν ἄργησε νά ἀρχίσει καί ὁ διάλογος μεταξύ τοῦ ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη καί τοῦ π. Εὐστρατίου, κατά τόν ὁποῖον ὁ πρῶτος ἐνημέρωσε τόν γέροντα ὅτι μόλις ἀπέπλευσαν ἀπό τά νησιά Λέσβος καί Λήμνος, τά ὁποῖα ἀπελευθέρωσαν ἀπό τόν τουρκικό ζυγό καί τώρα ἦλθε ἡ σειρά τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Στό ἄκουσμα ὅτι ἀπελευθερώθηκε ἡ κοινή τους ἰδιαίτερη πατρίδα, μιά πού καί οἱ δύο γέροντες κατάγονταν ἀπό τή Λέσβο, χάρηκαν πολύ καί προσφέρθηκαν νά βοηθήσουν στήν ὁμαλή κατάληψη τοῦ τουρκικοῦ φυλακίου τῆς Δάφνης, μιά πού μιλοῦσαν τήν τουρκική γλώσσα καί γνώριζαν προσωπικά τούς στρατιῶτες, μιά πού τούς προμήθευε ψάρια. Ὁ ναύαρχος δέχτηκε καί ἀφοῦ προσέδεσαν τήν βάρκα τους στό θωρηκτό, ἔπλευσαν πρός τή Δάφνη. Ἐκεῖ, ἀφοῦ ἔδωσαν τουφέκι στόν π. Εὐστράτιο, τόν ἀποβίβασαν μέ βενζινάκατο στή Δάφνη. Ἐκεῖ, ἔμπειρος κυνηγός καθώς ἦταν ὁ π. Εὐστράτιος, εἶδε πάνω στήν ἄμμο τά χνάρια τῶν τούρκων στρατιωτῶν πού ἀφοῦ εἶχαν ἐγκαταλείψει τό φυλάκιο, κατευθύνονταν πρός τή μονή Ἁγίου Παντελεήμονος. Ὁ π. Εὐστράτιος ἀκολούθησε τά χνάρια καί τούς ἐντόπισε σέ μιά ρεματιά μεταξύ Ξηροποτάμου καί Ρωσικοῦ. Ἐκεῖ, μετά ἀπό διάλογο πού ἔκανε μαζί τους, κατά τόν ὁποῖο -ἀφοῦ τούς ξεγέλασε ὅτι οἱ ἕλληνες στρατιῶτες πού ἀποβιβάστηκαν στόν Ἄθωνα εἶναι χιλιάδες- ἔπεισε τούς λίγους, οὕτως ἤ ἄλλως, τούρκους στρατιῶτες καί παρέδωσαν τά ὅπλα. Ὁ ἴδιος ὁ π. Δαμιανός μᾶς διαβεβαίωσε ὅτι μέχρι πρόσφατα διατηροῦσε στό κελλί του ἐπαινετική ἐπιστολή τοῦ βασιληᾶ Κωνσταντίνου πρός τόν π. Εὐστράτιο, μέ τήν ὁποία τόν ἐπαινοῦσε γιά τήν παραπάνω συμβολή του στήν κατάληψη τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἡ Ἱερά Κοινότητα μόλις πληροφορήθηκε τό εὐφρόσυνο αὐτό γεγονός συνῆλθε στίς 2 Νοεμβρίου σέ συνεδρίαση καί ὅρισε τά τῆς ὑποδοχῆς τοῦ στρατιωτικοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγήματος. Τό χαρμόσυνο μήνυμα τῆς ἡμέρας ἐκφράστηκε μέ τόν καλύτερο τρόπο στήν προσφώνηση τοῦ ἀρχιγραμματέα τῆς Κοινότητος. Κατά τόν ὁμιλητή, πού ὁμιλεῖ ἐξ ὀνόματος τῶν Ἁγιορειτῶν πατέρων, τῶν ὁποίων «τάς καρδίας καταπλημμυρεῖ ἡ χαρά καί ἡ ἀγαλλίασις καί διαλάμπει ἐν μεγαλοπρεπεῖ ἐκφάνσει ἡ εὐγνωμοσύνη πρός τόν ἀπελυθερώσαντα» αὐτούς ἑλληνικό στρατό, ἡ 2α Νοεμβρίου τοῦ ἔτους 1912 εἶναι «ἡμέρα νέας παλιγγενεσίας τοῦ Ἔθνους», πού θά μείνει γραμμένη μέ ἀνεξίτηλα γράμματα στίς καρδιές τῶν Ἁγιορειτῶν, οἱ ὁποῖοι στεφανώνουν μέ τόν ἀμάραντο στέφανο τῆς ἐθνικῆς εὐγνωμοσύνης τούς ἥρωες. Ὁ χαρακτηρισμός τῆς Ἀπελευθέρωσης ὡς «νέας παλλιγγενεσίας» προσπαθεῖ νά ἑρμηνευθεῖ ἀπό τόν ὁμιλητή μέσα ἀπό τήν ἐκτενῆ περιγραφή τῆς κατάστασης τοῦ Γένους μετά τήν Ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης. Κατά τόν ὁμιλητή, μετά τήν πτώση τοῦ Βυζαντίου, «ὁ δικέφαλος ἀετός δέν ἐστόλιζε πλέον τήν βασίλειον πορφύραν, ἀλλ᾿ ἐκρύπτετο εἰς τάς κρύπτας τῶν Μονῶν ὡς συμβολικόν κόσμημα τῶν πολυελαίων». Ἄκρως ἐνδιαφέρουσα εἶναι ἡ ἀναφορά στήν Ἑλληνική Ἐπανάσταση τοῦ 1821, τῆς ὁποίας προέκταση στόν χρόνο ὁ ὁμιλητής θεωρεῖ τήν ἀπελευθέρωση τῆς Μακεδονίας καί τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Μετά τή δημιουργία τοῦ ἐλεύθερου ἑλληνικοῦ βασιλείου ὁ «δουλεύων Ἑλληνισμός» ἔστρεψε τά βλέμματα πρός αὐτό ἐλπίζοντας τήν ἀπολύτρωσή του⋅ κάτι πού συνέβη «σήμερον», Θεοῦ εὐδοκοῦντος. Καί προσθέτει ὅτι τήν «κιβωτό» τῆς Ὀρθοδοξίας, τό Ἅγιον Ὄρος, τήν παραδίδουν οἱ σύγχρονοί του Ἁγιορεῖτες ἀπό «σήμερα» στά χέρια τοῦ Ἔθνους, μέ σκοπό νά τήν ἀναδείξει «περιφανεστέραν» καί ἕναν ἄλλο παμφαῆ ἀστέρα τῆς οἰκουμένης. Λίγες μόνο μέρες μετά τήν ἀπελευθέρωση, σημειώνει τά παρακάτω στό Λεύκωμα Ἐντυπώσεων τῆς καλύβης τῶν Ἰωασαφαίων στά Καυσοκαλύβια ὁ ἀνθυπολοχαγός τοῦ πεζικοῦ Θεμιστοκλής Αἰλιανός πού συνόδευε μία διμοιρία τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ. Νά σημειώσουμε ὅτι μέ τήν εὐκαιρία τῆς ἐπίσκεψης αὐτῆς ἔγινε ἐπίσημη δοξολογία στό Κυριακό τῆς σκήτης, παρουσία ὅλων τῶν πατέρων καί ἐκφωνήθηκε λόγος ἀπό τόν μοναχό Ἰσίδωρο τῆς καλύβης τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, ἐνῶ σώζεται καί φωτογραφία τῶν στρατιωτῶν τῆς διμοιρίας παραταγμένων στήν αὐλή τῆς καλύβης τῶν Ἰωασαφαίων: «Δοξάζω τόν Θεόν, ὅτι μέ ἠξίωσε νά ἐπισκεφθῶ μετά τῆς διμοιρίας μου ...τήν ἱεράν σκήτην τῶν Καυσοκαλυβίων καί τό ἁγιογραφικόν ἐργαστήριον τῆς ἀδελφότητος Ἰωσαφαίων, ὅπερ κατορθῶσαν ὑπό τό ζοφερόν σκότος τῆς στυγνῆς δουλείας νά ἀναπτύξῃ τήν καλλιτεχνίαν εἰς τοσοῦτον βαθμόν ὥστε νά τιμᾶ τό Ἅγιον Ὄρος καί τό ἑλληνικόν πνεῦμα. Πέποιθα ὅτι ὑπό τήν ζείδωρον πνοήν τῆς Ἐλευθερίας ἧς ἀπολαμβάνει ἤδη, θέλει καταστῇ παγκοσμίου φήμης καί ἀναπτύξῃ τό καλλιτεχνικόν αἴσθημα εἰς τό τέλειον πρός δόξαν τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος.

 Σχεδόν ἀμέσως μετά τήν Ἀπελευθέρωση, ἡ τότε Κελλιωτική Ἀδελφότης, διώρισε ὑποεπιτροπές, οἱ ὁποῖες περιῆλθαν ὅλα τά ἑλληνικά κελλιά καί τίς περισσότερες ἑλληνόφωνες σκῆτες καί συγκέντρωσαν ἕνα σεβαστό ποσό ἀπό 386 χρυσές λίρες, προκειμένου νά ἐνισχύσουν τίς συνεχιζόμενες πολεμικές ἐπιχειρήσεις τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ. Τά χρήματα ἀπό τόν ἁγιορειτικό αὐτό ἔρανο, συνοδευόμενα ἀπό ἔγγραφο «μεστό πατριωτικῶν αἰσθημάτων», περέδωσαν στόν Ἐλευθέριο Βενιζέλο τόν Μάρτιο τοῦ 1913 ἐπιτροπή Κελλιωτῶν μοναχῶν. Τήν πατριωτική αὐτή κίνηση τῶν Κελλιωτῶν, ἀκολούθησε καί παρόμοια ἀγαθοεργός πρωτοβουλία τῆς Ἱερᾶς Κοινότητας καί τῶν ἐπιμέρους ἀθωνικῶν μονῶν.
  Ἕνδεκα μῆνες μετά τήν ἀπελευθέρωση τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τήν 3 Ὀκτωβρίου 1913 οἱ Ἁγιορεῖτες, σέ ἔκτακτη ἱερά Σύναξη πού συνεκλήθη στόν πανίερο ναό τοῦ Πρωτάτου καί ἐνώπιον τῆς ἐφέστιας καί θαυματουργοῦ εἰκόνας τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Ἄξιόν Ἐστιν, ὑπέγραψαν τό γνωστό σέ ὅλους «Ἱερό Ψήφισμα» μέ τό ὁποῖο εὐλογεῖται τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μέσα ἀπό τό ἄπειρο ἔλεός Του εὐδόκησε νά ἐλευθερωθεῖ ὁ τόπος ἀπό τήν «δεσποτεία τῆς ἡμισελήνου» καί νά ἐπανέλθει «εἰς τήν φωτοβόλον προστασίαν τῆς σημαίας τοῦ Σταυροῦ», ὅπως χαρακτηριστικά σημειώνεται.
Τήν ἀμέσως ἑπόμενη περίοδο πού ἀκολούθησε τήν ἀπελευθέρωση τοῦ Ἁγίου Ὄρους, θά ἐξελιχθοῦν καί οἱ γνωστές διεθνεῖς ἀντιπαραθέσεις καί συγκρούσεις γιά τόν ἔλεγχο τῆς μοναστικῆς πολιτείας. Ὅμως ἡ προστάτιδα τοῦ Ἁγίου Ὄρους κυρία Θεοτόκος, πού πρίν λίγες μέρες, μέ τήν παρουσία τῆς ἐφέστιας εἰκόνας της στή Θεσσαλονίκη ἔδωσε ἐλπίδα σέ χιλιάδες πιστούς καί συνέζευξε τήν ἑορτάζουσα πόλη τοῦ ἁγίου Δημητρίου μέ τόν συνεορτάζοντα ἱερό Ἄθωνα, εἶχε ἐκφράσει γιά πάντα τήν βούλησή της. Ἀπό τήν 2α Νοεμβρίου 1912 μέχρι σήμερα, καί βάσει τοῦ ἱεροῦ Ψηφίσματος πού συνομολογήθηκε ἐνώπιον τῆς εἰκόνας τοῦ Ἄξιόν Ἐστιν, ἡ «δότειρα τῆς ἐλευθερίας τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἑλληνική σημαία» κυματίζει σέ ὅλες τίς ἀθωνικές μονές, τίς σκῆτες καί τά λοιπά ἐξαρτήματα, ὡς «σύμβολο κυριότητος καί προστασίας», πρός δόξαν Θεοῦ καί πρός διαρκή ὑπόμνηση, τοῦ τί μπορεῖ νά καταφέρει ὁ καί σήμερα χειμαζόμενος ἑλληνικός λαός ὅταν ἐπικρατεῖ ἀνάμεσά μας ἡ ἑνότητα καί ἡ ἀλληλεγγύη.


 Εἰσήγηση τοῦ π. Παταπίου Καυσοκαλυβίτου, στό Ζ’ Διεθνές Ἐπιστημονικό Συνέδριο: Τό Ἅγιον Ὄρος στά χρόνια τῆς Ἀπελευθέρωσης (1912), 23 Νοεμβρίου 2012, Θεσσαλονίκη, Μουσεῖο Βυζαντινοῦ Πολιτισμοῦ.

 Φωτογραφίες:
Ἡ Ἱερά Ἐπιστασία τοῦ Ἁγίου Ὄρους κατά τή χρονιά τῆς Ἀπελευθέρωσης.
Τό ἄγημα τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ στρατοῦ στίς σκάλες τῆς καλύβης τοῦ Ἁγ. Γεωργίου Ἰωασαφαίων στά Καυσοκαλύβια.
Οἱ ἐντυπώσεις τοῦ ἀνθυπολοχαγοῦ Θεμιστοκλῆ Αἰλιανοῦ στό Λεύκωμα ἐντυπώσεων τῶν Ἰωασαφαίων. Καυσοκαλύβια.