Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου 2012

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΣΤΗ ΘΡΑΚΗ (Α' ΜΕΡΟΣ)


Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

Ἁγιορειτικές ὁσιακές μορφές στή Θράκη τοῦ 14ου αἰ.
   ( Α΄ μέρος)

  Ἡ πανθομολογούμενη πνευματική ἀκτινοβολία τῆς μοναχικῆς πολιτείας τοῦ Ἁγίου Ὄρους, στό διάβα δώδεκα αἰώνων τῆς ἱστορίας του, ἐξακτινώθηκε σέ ὅλο τόν ὀρθόδοξο κόσμο σέ Ἀνατολή καί Δύση. Αὐτή ἡ ἐξακτίνωση δέν θά μποροῦσε νά εἶχε ἀφήσει ἀνεπηρέαστη καί μία ἀπό τίς περισσότερο εὐαίσθητες περιοχές τῆς πατρίδας μας, τή Θράκη, πού μέ τήν μεταφορά τῆς πρωτεύουσας τοῦ Ρωμαϊκοῦ κράτους στό Βυζάντιο, στάθηκε ἡ ἴδια σταυροδρόμι Ἀνατολῆς καί Δύσης. Πόσο μᾶλλον ὅταν ἡ Θράκη ἔχει τό προνόμιο νά ἀποτελεῖ τόν ἄμεσο περιβάλλοντα χῶρο τῆς ἱερᾶς ἀθωνικῆς χερσονήσου. Βέβαια ἐδῶ θά πρέπει νά μιλήσουμε γιά μία ἀμφίδρομη σχέση, ἀφοῦ ἀπό τή μιά πλευρά, ὁ Ἁγιώνυμος Ἄθως πρόσφερε ἁγιασμένες μορφές, πού εἴτε πέρασαν καί ἔφυγαν εἴτε ἀσκήθηκαν, δραστηριοποιήθηκαν καί τελειώθηκαν στή Θράκη, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη, ἡ θρακική γῆ ἀντιπρόσφερε πλουσιοπάροχα στό Περιβόλι τῆς Παναγίας ἐκλεκτά γεννήματά της πού κοσμοῦν τό πνευματικό στερέωμα τοῦ Ἁγίου Ὄρους.  
  Ἐμεις θά ἀσχοληθοῦμε μέ τήν πρώτη περίπτωση, περιοριζόμενοι μάλιστα στή διαπραγμάτευσή μας αὐτή, στήν περίοδο τοῦ 14ου αἰώνα, ὁ ὁποῖος ἀπό τούς περισσότερους ἐρευνητές, θεωρεῖται ὡς ὁ χρυσός αἰώνας τοῦ ἁγιορειτικοῦ μοναχισμοῦ.
  Μέσα ἀπό ἱστορικές καί ἁγιολογικές προσεγγίσεις Ἁγιορειτικῶν ὁσιακῶν μορφῶν πού ἔζησαν καί ἀσκήθηκαν στά διάφορα μοναστικά κέντρα τῆς Θράκης (Παρόρια, Παπίκιον ὄρος, ὄρος Γάνος) ἤ ποίμαναν θεοπρεπῶς θρακικές μητροπόλεις (Περιθεώριον, Ἡράκλεια) κατά τόν 14ο αἰ., καί οἱ ὁποῖες μέ τήν ἁγιαστική ζωή, τή δράση καί τήν συνολική τους προσφορά σημάδεψαν τήν ἐποχή τους, θά γίνει προσπάθεια νά καταδειχθεῖ ἡ εὐεργετική ἐπίδραση τῆς παρουσίας τους στήν περιοχή καί εἰδικότερα, ἡ συμβολή τους στήν ἀκμή τοῦ θρακικοῦ μοναχισμοῦ καί τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καί κατ’ ἐπέκταση στήν πνευματική καλλιέργεια τῆς θρακικῆς κοινωνίας.
  Στούς ἱστορικούς καί τούς λοιπούς ἐρευνητές εἶναι γνωστό τό πρόβλημα τῶν λιγοστῶν μαρτυριῶν πού παρέχουν οἱ πηγές πού ἀφοροῦν στήν ἱστορία τῶν ἀπαρχῶν, τῆς ὀργανώσεως καί ἐξελίξεως τοῦ μοναχισμοῦ στή Θράκη κατά τή βυζαντινή περίοδο, ὁπότε καί κατά τόν 14ο αἰ. Ἐξαίρεση ἀποτελοῦν τά Τυπικά καί λοιπά ἔγγραφα τῶν μονῶν καί κυρίως τά ἁγιολογικά κείμενα.
  Ὁ μοναχισμός φαίνεται ὅτι ἔφθασε στή Θράκη κατά τά τέλη τοῦ 4ου αἰ., στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Ἀρκαδίου (395-408). Ἡ πρώτη μονή, πού τό πιθανότερο βρισκόταν στίς ἐσχατιές τῆς τότε θρακικῆς διοικήσεως, στήν ἐπαρχία τῆς Σκυθίας, ἦταν τό ‘‘καστέλλιον’’ τῆς Ἁλμυρίσσου, πού ἵδρυσε ὁ Ἀρμένιος στρατιώτης Ἰωνᾶς. Στήν ἴδια ἄλλωστε τή βυζαντινή πρωτεύουσα ἡ πρώτη μονή, ἡ μονή Ἰσαακίου ἤ τοῦ Δαλμάτου, εἶχε ἱδρυθεῖ ὄχι πολύ πρίν, περί τό 382-383. Κατά τήν παράδοση ὅμως, μοναχική ζωή ὑπῆρχε στή Θράκη, καί συγκεκριμένα στό ὄρος Γάνος, ἤδη ἀπό τόν 2ο-3ο αἰ., μέ τήν ἐκεῖ μετάβαση τοῦ ὁσιομάρτυρος Νίκωνος (ΚΔ΄ Μαρτίου), ὅπου ἡγήθηκε ἀδελφότητας 190 μοναχῶν.
  Τό ὄρος Γάνος, τό ὁποῖο κατά τήν μέση καί ὕστερη βυζαντινή περίοδο ὑπῆρξε περίφημο μοναστικό κέντρο, βρίσκεται στή νοτιοανατολική Θράκη ἀπέναντι καί ἀνατολικά ἀπό τή Λάμψακο καί ἐκτείνεται κατά μῆκος τῶν βορειοδυτικῶν ἀκτῶν τῆς Προποντίδος, μεταξύ Πανίου καί Περιστάσεως. Τά πρῶτα ἱστορικά στοιχεῖα τοποθετοῦν τίς ἀπαρχές τῆς ἐκεῖ μοναχικῆς ζωῆς τουλάχιστον τό 10ο αἰ. ὅπου κατοικοῦνταν ἀπό ἀσκητές. Ἀπό τό πρῶτο μισό τοῦ 11ου ὅμως αἰώνα, ἄκμαζε ὡς ἑστία μοναχῶν, μέ μοναστήρια, σκῆτες καί κελλιά, ὀργανωμένη σύμφωνα μέ τά πρότυπα τῶν λαυρῶν τῆς Αἰγύπτου καί τῆς Συρίας. Οἱ πηγές μαρτυροῦν γιά ἀνεπτυγμένη μοναστική ζωή μέ ὑψηλό βαθμό ὀργανώσεως. Χαρακτηριστικό εἶναι ὅτι τή διεύθυνση καί τήν πνευματική καθοδήγηση ὅλων τῶν ἐνασκουμένων στό Γάνο καθώς καί τήν ἐκπροσώπηση τῆς μοναστικῆς τους κοινότητος ἔναντι τῶν πολιτικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν εἶχε ἕνας αἱρετός πνευματικός προϊστάμενος, πού -ὅπως συνέβαινε καί στό Ἅγιον Ὄρος- ἔφερε τό ἀξίωμα καί τόν τίτλο τοῦ ‘‘Πρώτου’’. Ἕνας ἀπ’ αὐτούς εἶναι ὁ γνωστός γιά τά ἀντιρρητικά του κείμενα Ἰωάννης Φουρνῆς, πού διετέλεσε Πρῶτος τῶν μονῶν τοῦ Γάνου, στό πρῶτο μισό τοῦ 12ου αἰ. Ἀπό τό τέλος τοῦ 12ου αἰ., ὁ μοναστικός οἰκισμός τοῦ Γάνου ἔπεσε σέ παρακμή ἐξ αἰτίας τῶν ἐπιδρομῶν τῶν Βουλγάρων (1199). Τό κακό ὁλοκλήρωσαν λίγο ἀργότερα οἱ Σταυροφόροι. Μέ τήν ἀνακατάληψη τοῦ Γάνου ἀπό τούς Βυζαντινούς τό 1235 καί τήν παλινόρθωση τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας (1261) τέθηκαν πάλι οἱ κατάλληλες προϋποθέσεις γιά τήν ἀναδιοργάνωση τοῦ μοναχικοῦ βίου στό περίφημο αὐτό μοναστικό κέντρο. Στήν ἀναλαμπή τοῦ μοναχισμοῦ πού σημειώθηκε στή συνέχεια, σημαντική θεωρεῖται ἡ συμβολή τοῦ Θρακιώτη ἀλλά καί Ἁγιορείτη, μετέπειτα πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ἁγίου Ἀθανασίου Α΄ (1289-1293, 1303-1309). Ἡ ὁριστική παρακμή τοῦ ὄρους Γάνος ὡς μοναστικοῦ κέντρου ἄρχισε στίς ἀρχές τοῦ 14ου αἰ. μέ τίς καταστροφές τῶν Τούρκων στήν περιοχή. Πάντως, ὁ μοναχισμός στό Γάνο, συνέχισε τήν ὕπαρξή του - ἴσως ὄχι μέ τήν ἴδια ἀκτινοβολία- καί κατά τή μεταβυζαντινή περίοδο.
  Ὁ Θρακιώτης ἅγιος Ἀθανάσιος Α΄ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως γεννήθηκε τό 1230-1235 στήν Ἀδριανούπολη καί στό βάπτισμά του ἔλαβε τό ὄνομα Ἀλέξιος. Νέος ἐκάρη μοναχός σέ μονή τῆς Θεσσαλονίκης μέ τό ὄνομα Ἀκάκιος. Ἀργότερα πῆγε στό Ἅγιον Ὄρος, καί ἐγκαταβίωσε στή Μονή Ἐσφιγμένου, ὅπου ἔλαβε τό μέγα σχῆμα καί πῆρε τό ὄνομα Ἀθανάσιος.Ἔπειτα ἀπό πολύχρονη εὐδόκιμη ἄσκηση, ἀναχώρησε ἀπό τόν Ἄθω καί ἀφοῦ περιπλανήθηκε, ἐκτός ἀπό τούς Ἁγίους Τόπους (ἔρημος τοῦ Ἰορδάνη), σέ διάφορα μοναστικά κέντρα ὅπως τά ὄρη Λάτρος, Αὐξεντίου καί Γαλήσιο (μονή Ἁγίου Λαζάρου, ὅπου ἐκάρη μεγαλόσχημος μοναχός καί μετονομάσθηκε Ἀθανάσιος), ἐπέστρεψε στό Ἅγιον Ὄρος. Τέλος, κατέληξε στό ὄρος Γάνος, κατά τήν περίοδο τῶν διωγμῶν τοῦ λατινόφρονος Πατριάρχου Ἰωάννου Βέκκου καί τῶν πιέσεων τοῦ φιλενωτικοῦ αὐτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου πού θέλησαν νά ἐπιβάλλουν τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Λυών (1274).
   Στό Γάνο ὁ Ἀθανάσιος ἔγινε πόλος ἕλξεως καί ἄλλων μοναχῶν τούς ὁποίους ἐνθάρρυνε καί ἐμψύχωσε στούς ἀγώνα τους κατά τῶν ἑνωτικῶν σχεδίων. Σύντομα ἡ φήμη του συνέτεινε στό νά συρρέουν σ’ αὐτόν πλήθη πιστῶν ‘‘πρός διαδαχήν’’. Ἔτσι, γύρω στά 1280, ἵδρυσε τή Νέα Μονή στήν ὁποία καί ἔζησε μέχρι τό 1289 ὁπότε καί ἐξελέγη πατριάρχης. Γιά τήν σθεναρή ἀνθενωτική του στάση ἐκλήθη ἀπό τόν αὐτοκράτορα στήν Κωνσταντινούπολη ὅπου βασανίστηκε καί φυλακίστηκε. Μετά τήν ἀπελευθέρωσή του ἐπέστρεψε στό Γάνο, ὅπου, παρ’ ὅλα τά παθήματά του, διατήρησε τήν ἀνθενωτική του διδασκαλία του. Ἐτσι «τούς ἀδελφούς ἐνουθέτει, παρήνει, συνεβούλευε, παρεκάλει βίου ἀντέχεσθαι καθαροῦ καί τῶν ὀρθῶν δογμάτων καί τήν τῶν Ἰταλῶν ὅλῃ ψυχῇ διωθεῖσθαι συναυλίαν». Ἀργότερα, μετά τόν θάνατο τοῦ Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου καί γιά τήν ἁγιότητα τοῦ βίου του, τό ποιμαντικό του ἔργο καί τήν ὀρθόδοξη στάση του, ὁ Ἀθανάσιος κρίθηκε ἄξιος γιά οἰκουμενικός Πατριάρχης (ἐνθρονίστηκε τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1289). Ὡς πατριάρχης ἔχαιρε μεγάλης ὑπολήψεως καί συμμετεῖχε ἐνεργά στίς κρατικές ὑποθέσεις. Ἀσκοῦσε μεγάλη ἐπίδραση στόν αὐτοκράτορα Ἀνδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο. Ἀπό τόν οἰκουμενικό θρόνο παραιτήθηκε τό 1293 καί ἐπέστρεψε στήν ἀγαπημένη μονή του, στό ὄρος Γάνος. Ἀργότερα ὅμως ἐπανῆλθε στό θρόνο του (1304-1310). Ἐκοιμήθη σέ βαθύ γῆρας μεταξύ τῶν ἐτῶν 1310-1323. Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στίς 28 Ὀκτωβρίου.  (συνεχίζεται.......)

Ὁλόκληρη ἡ μελέτη τοῦ μοναχοῦ Παταπίου Καυσοκαλυβίτου:  «Ἁγιορειτικές ὁσιακές μορφές στή Θράκη τοῦ 14ου αἰ.», δημοσιεύθηκε στά
Πρακτικά τοῦ 4ου Διεθνοῦς Συμποσίου Θρακικῶν Σπουδῶν: Βυζαντινή Θράκη. Μαρτυρίες καί Κατάλοιπα. Κομοτηνή, 18-22 Ἀπριλίου 2007, στό: Byzantinsche Farschulngen 300 XXX (2011), σσ. 277-326, πίνακες 801-807.
______________________________________________________________________
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ:
Οἱ  ἅγιοι Κάλλιστος Α΄ καί  Ἀθανάσιος Α΄ οἰκουμενικοί Πατριάρχες ἐκατέρωθεν τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου. Ρωσική χαλκογραφία 19ου αἰ. (λεπτομέρεια). Συλλογή καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου Καυσοκαλυβίων.

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2012

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ (ΜΕΡΟΣ Γ')

                                                                               Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου
 
 ΤΑ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ
   ΚΑΙ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥΣ ΣΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ
(Μέρος Γ΄)*

  Ἀνάμεσα στούς χειρόγραφους κώδικες, τό ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον τῶν εἰδικῶν καί τῶν ἱστορικῶν τῆς τέχνης ἐλκύουν τά εἰκονογραφημένα χειρόγραφα βιβλία· μέγιστο καλλιτεχνικό ἐπίτευγμα τῶν βυζαντινῶν προγόνων μας. Ζωγραφίζοντας μέ μεγάλη δεξιοτεχνία  καί ξεχωριστή χάρη πάνω στά φύλλα τῶν χειρογράφων μέ χρυσό καί ἀνεξίτηλα χρώματα πού διατήρησαν τίς μικρογραφίες σχεδόν ἀναλλοίωτες μέ τήν πάροδο τῶν αἰώνων, κατάφεραν νά συνδυάσουν τή χριστιανική πίστη καί παράδοση μέ τήν ὑψηλή αἰσθητική. Οἱ περισσότεροι σήμερα ἱστορικοί τῆς τέχνης ἀναγνωρίζουν τή μεγάλη ἐπίδραση πού εἶχαν στήν ἐξέλιξη τῆς βυζαντινῆς ζωγραφικῆς οἱ μικρογραφίες τῶν εἰκονογραφημένων αὐτῶν χειρογράφων.
Ἀξιόλογες εἶναι ἐπίσης καί οἱ βιβλιοδεσίες (σταχώσεις) πολλῶν χειρογράφων κωδίκων μέ τά διακοσμημένα περίτεχνα καλύμματα, βαρύτιμα ἐπιθήματα, σκαλιστά μέταλλα καί πολύτιμους ἤ ἡμιπολύτιμους λίθους.                                                                      
   Ἡ μελέτη τῆς πνευματικῆς ἔκφρασης τοῦ πολιτισμοῦ εἶναι ἀδύνατη χωρίς τήν ὕπαρξη γραπτῶν κειμένων. Καί οἱ μελετητές, φιλόλογοι, φιλόσοφοι, ἱστορικοί καί θεολόγοι τῆς ἐποχῆς στήν ὁποία ἄρχισε νά διαμορφώνεται ἡ εὐρωπαϊκή ἐπιστημονική σκέψη, ἀπό τήν Ἀναγέννηση καί μετά, βασίστηκαν –κι αὐτό εἶναι κάτι πού γίνεται γενικά παραδεκτό παγκοσμίως– βασίστηκαν στή σοφία πού μετέδιδαν τά ἑλληνικά χειρόγραφα τά ὁποῖα εἶχαν φθάσει ἀπό Ἕλληνες λογίους, στήν Ἰταλία ἀρχικά, μετά τήν κατάλυση τοῦ βυζαντινοῦ κράτους.
Ἡ μεγάλη προσφορά τῶν βυζαντινῶν προγόνων μας στήν ἱστορία τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πνεύματος παραμένει ἡ διάσωση καί παράδοση οὐσιαστικῶν τμημάτων τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας. Καί μπόρεσαν νά φέρουν σέ πέρας αὐτό τό ἔργο μέ τή βοήθεια τῶν φιλολόγων τῆς ἐποχῆς καί τῶν ἀντιγραφέων (μοναχῶν κυρίως) τῶν χειρογράφων πού παρέδιδαν τά κλασικά κείμενα. Αὐτοί οἱ μορφωμένοι καλλιγράφοι μοναχοί μᾶς διέσωσαν τήν ἀρχαία ἑλληνική γραμματεία ἤ τουλάχιστον ἕνα σημαντικό μέρος της. Τά ἔργα τῶν ἀρχαίων συγγραφέων ἀντιγράφονταν αὐτούσια στήν ἀρχική τους μορφή καί στή συνέχεια συνιστῶντο στούς συγγραφεῖς καί λογίους τῆς ἐποχῆς ὡς παράδειγμα γιά μίμηση στή γλώσσα τους. Ἕνα ἱκανό μέρος αὐτῶν τῶν χειρογράφων σχετίζεται μέ ἄμεσο ἤ ἔμμεσο τρόπο μέ τό Ἅγιον Ὄρος.
Ἔτσι, ὁ πλοῦτος καί ἡ ἀξία, πολιτιστική καί ἄλλη,  τῶν ἁγιορειτικῶν χειρογράφων, ὁδήγησε -κυρίως τούς δυτικοευρωπαίους- στή διοργάνωση εἰδικῶν ἀποστολῶν πρός ἀπόκτηση ἁγιορειτικῶν χειρογράφων, κλασσικῶν κυρίως ἑλλήνων συγγραφέων (χαρακτηριστικά ἀναφέρουμε τήν ἀποστολή τῶν ἐτῶν 1490-1492 τοῦ οὐμανιστή Ἰανοῦ Λάσκαρη, πού μέ ἐντολή τοῦ ἡγεμόνα τῆς Φλωρεντίας Λαυρεντίου Μεδίκου ἐπισκέφθηκε τόν Ἄθω καί μετέφερε στή Δύση ἀρκετούς κώδικες καθώς καί ἐκείνη τοῦ Νικολάου Σοφιανοῦ (16ος αἰ.), πού γιά λογαριασμό τοῦ Καρόλου τοῦ Ε΄ μετέφερε στή Βενετία τριακόσιους περίπου κώδικες). Ἀποτέλεσμα τῆς μελέτης αὐτῶν τῶν χειρογράφων ἦταν οἱ πολύ σημαντικές ἐκδόσεις πού πραγματοποιήθηκαν σέ εὐρωπαϊκά τυπογραφεῖα, γιά παράδειγμα, τῶν Ἁπάντων τοῦ Πλάτωνα (1513), τοῦ Μεγάλου Ἐτυμολογικοῦ Λεξικοῦ (1499), τοῦ Λεξικοῦ τοῦ Ἡσυχίου (1514), τῶν Λόγων τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ (1516) κ.ἄ. Εἶναι μᾶλλον ἀδύνατο νά ὑπολογίσει κανείς τό ποσοστό τῶν βιβλίων πού χάθηκαν ἤ ἀφαιρέθηκαν ἀπό τίς ἁγιορειτικές βιβλιοθῆκες κατά τούς περασμένους αἰῶνες, πολλά ἀπό τά ὁποῖα κοσμοῦν τίς προθῆκες τῶν ξένων μουσείων καί πού ἀφοροῦν κυρίως χειρόγραφα κειμένων τῆς ἀρχαίας κλασικῆς γραμματείας.
Μεγάλη ὡστόσο ἦταν ἡ ἀκτινοβολία τῶν ἁγιορειτικῶν χειρογράφων καί στή μακρυνή Ρωσία. Ἔτσι, γιά νά ἀναφέρουμε μόνο ἕνα παράδειγμα, τό πολυσήμαντο γιά τή ρωσική Ἐκκλησία μεταφραστικό ἔργο τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Γραικοῦ, στηρίχθηκε σέ κώδικες πού μετέφερε ὁ ἴδιος ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος.
Ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Σπυρίδωνος Λάμπρου (τέλος 19ου αἰ.-ἀρχές 20οῦ) ἄρχισε ἡ συστηματική καταλογογράφηση τῶν ἀθωνικῶν κωδίκων. Παρ᾿ ὅλα αὐτά κι ἐνῶ διανύουμε ἤδη τήν πρώτη δεκαετία τοῦ 21ου αἰ., οἱ μισοί περίπου κώδικες παραμένουν ἀκαταλογογράφητοι. Προσπάθεια γίνεται ἐπίσης καί γιά τήν ἀποκατάσταση καί συντήρησή τους.
                                                                *
Συμπερασματικά, θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ἡ συμβολή τῶν χειρογράφων τοῦ Ἁγίου Ὄρους στήν ἀνάπτυξη τοῦ πολιτισμοῦ εἶναι πολύ σημαντική, τόσο ὅσον ἀφορᾶ στά γράμματα ὅσο καί τίς τέχνες. Ταπεινά φρονοῦμε, εἶναι δύσκολο νά ἐκτιμήσει κανείς πώς θά ἦταν ὁ κόσμος, ἄν οἱ πατέρες δέν ἀντέγραφαν στά βιβλιογραφικά ἐργαστήρια καί δέν φρόντιζαν μέ τόν τρόπο αὐτό γιά τή διάσωση καί διάδοση τῶν καρπῶν τοῦ πνεύματος καί τῆς σοφίας τῶν ἑλλήνων προγόνων μας.
Κάποιοι μελλοντολόγοι ἀρέσκονται σέ προφητεῖες γιά μία ριζική πολιτισμική ἀλλαγή, ἡ ὁποία θά μποροῦσε νά ἀρχίζει μέ τό τέλος τῆς ἐποχῆς τῆς γραφῆς καί τοῦ βιβλίου στήν παραδοσιακή του μορφή. Πράγματι, στόν τομέα τῶν σύγχρονων ὁπτικοακουστικῶν μέσων ὑπάρχουν τάσεις γιά παραμερισμό τοῦ τυπωμένου λόγου, ἀπό τήν εἰκόνα καί τόν ἦχο σέ ὁλοένα νέες παραλλαγές πού ἀσκοῦν μία ἀπροσδόκητη γοητεία στό σύγχρονο ἄνθρωπο καί ἰδιαίτερα τή νέα γενιά.
Σήμερα ὅμως, πού τά πάντα γύρω μας ἀμφισβητοῦνται καί πού τά σύνορα γύρω μας πέφτουν καί ἀλλάζουν, εἴτε στά πλαίσια τῆς λεγόμενης παγκοσμιοποίησης εἴτε σέ ἐκεῖνα ἄνομων γεωπολιτικῶν συμφερόντων· σήμερα, περισσότερο ἴσως ἀπό κάθε ἄλλη φορά, θά πρέπει νά σπουδάσουμε καί νά γνωρίσουμε καί μέσα ἀπό τά σωζόμενα γραπτά μνημεῖα τό ἱστορικό παρελθόν μας. Γιατί ὅποιος ἀγνοεῖ τό παρελθόν του, θέτει σέ ἄμεσο κίνδυνο τό μέλλον του, μέ ἀπρόβλεπτες συνέπειες γιά τόν ἴδιο καί τούς ἀπογόνους του. Ἡ μελέτη τῶν κειμένων τῶν προγόνων μας θά συνεχίσει νά ὠφελεῖ πολυδύναμα τίς ἐπερχόμενες γενιές πρός δόξαν Θεοῦ καί πρός ὄφελος ὅλων μας.  


* Εἰσήγηση τοῦ συγγραφέα στό 4ο Παγκόσμιο Συνέδριο Ἀποδήμων τῆς Χαλκιδικῆς,  Οὐρανούπολις 12-14 Σεπτεμβρίου 2008.

 _____________________________
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Κώδ. Καυσοκαλυβίων 74. Μέσα 18ου αἰ. Γραφέας, ἱερομόναχος Ἰωνᾶς Καυσοκαλυβίτης.


Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2012

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ (ΜΕΡΟΣ Β')

                                                                                Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

 ΤΑ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ
   ΚΑΙ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥΣ ΣΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ
(Μέρος Β΄)*

  Κατά τήν περίοδο ἀπό τόν 10ο ἕως τόν 15ο αἰ., τό Ἅγιον Ὄρος βρισκόταν σέ πνευματική ἄνθηση καί πολιτιστική ἀκμή καί οἱ μοναχοί του θεωροῦνταν ἀπό τούς πλέον μορφωμένους καί καταρτισμένους θεολογικά στόν ὀρθόδοξο κόσμο. Αὐτό εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα, ὁ μεγαλύτερος ἀριθμός ἀπό τούς ἀνώτατους ἐκκλησιαστικούς παράγοντες (πατριάρχες, ἐπίσκοποι κ.ἄ.), νά προέρχονται ἀπό τά ἱερά καθιδρύματά του καί μάλιστα ἀνάμεσα ἀπό τούς ἐγγράμματους μοναχούς καί ἰδιαίτερα αὐτούς πού ἀσκοῦσαν τήν τέχνη τῆς καλλιγραφίας. Ἀνάμεσά τους, διαπρεπεῖς πνευματικοί ἡγέτες πού ἔζησαν στή μοναχοπολιτεία τοῦ Ἄθω κατά τούς βυζαντινούς χρόνους καί πού συνέβαλαν σέ μεγάλο βαθμό στήν ὀργάνωση τῶν τοπικῶν ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν (Σερβίας, Ρουμανίας, Ρωσίας, Γεωργίας).
   Κατά τήν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας, τό ἍγιονὌρος, μέ τή σπουδαία αὐτή δραστηριότητα τῆς  ἀντιγραφῆς χειρογράφων -παρ’ ὅλο πού τό ἔντυπο βιβλίο εἶχε ἤδη κάνει τήν ἐμφάνισή του στά τυπογραφεῖα τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης- ἀναλαμβάνει εἴτε ἄμεσα εἴτε ἔμμεσα τή φροντίδα γιά τήν παιδεία τοῦ ἑλληνικοῦ γένους. Τό Ἅγιον Ὄρος κατά τήν περίοδο αὐτή διαδραμάτισε ἕνα γενικότερα σημαντικό ρόλο ὄχι μόνο στή θρησκευτική, ἀλλά καί στήν εὐρύτερα πνευματική ζωή τοῦ ἑλληνισμοῦ. Τά ἁγιορειτικά καθιδρύματα γίνονται τά πολιτιστικά κέντρα καθ’ ὅλη τή δύσκολη αὐτή περίοδο. Ὡς παράλληλη ἐκδήλωση μάλιστα ἑνός γενικότερα προοδευτικοῦ πνεύματος πού ἄγγιζε καί τά μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί πού ἐκδηλώθηκε τό 1754 μέ τήν ἵδρυση σ’ αὐτό τῆς Ἀθωνιάδος Σχολῆς, θά πρέπει νά θεωρηθεῖ τό πρῶτο τυπογραφεῖο πού ἱδρύθηκε καί λειτούργησε στόν ἑλλαδικό χῶρο (1759)· τό τυπογραφεῖο πού ἵδρυσε ὁ ἀρχιμανδρίτης Κοσμᾶς ὁ Ἐπιδαύριος· κάτοχος σημαντικῆς παιδείας καί πρόσωπο μέ ἔντονα πνευματικά ἐνδιαφέροντα. Ἡ ἐπιλογή μάλιστα, γιά τήν ἔναρξη τῶν ἐργασιῶν τῆς τυπογραφίας, τοῦ βιβλίου Ἐκλογή τοῦ Ψαλτηρίου παντός τοῦ ἱεροδιάκονου Νεόφυτου Καυσοκαλυβίτου, σημαντικῆς προσωπικότητας τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἐκεῖνα τά χρόνια καί πρώτου σχολάρχη τῆς Ἀθωνιάδος, δέν πρέπει νά θεωρεῖται τυχαία.
  Μέσα ἀπό γραπτές μαρτυρίες πού διασώθηκαν, μποροῦμε νά πληροφορηθοῦμε ποιά χριστιανικά ἤ κοσμικά ἔργα ὑπῆρξαν ἡ πνευματική τροφή τῶν προγόνων μας καί νά φέρουμε στό φῶς ἀξίες παγκόσμιες πού διαφωτίζουν τήν ἱστορία τοῦ πολιτισμοῦ καί τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος.
    Σ’ αὐτόν λοιπόν τόν ἱστορικό καί ἁγιασμένο τόπο διατηρεῖται ὁ μεγαλύτερος ἀριθμός ἀπό τά ἱερά καί τά ὅσια τοῦ γένους μας, ἀπό τήν βυζαντινή καί μεταβυζαντινή περίοδο τῆς ἱστορίας του. Στόν Ἄθω φυλάσσεται ὁ μεγαλύτερος ἀριθμός ἑλληνικῶν χειρογράφων καί μάλιστα εἰκονογραφημένων στόν κόσμο, ἀφοῦ στά 20 κοινόβια μοναστήρια, τίς 12 σκῆτες καί τά χίλια ἄλλα καθιδρύματα, φυλάσσονται περισσότερα ἀπό τά μισά σωζόμενα διεθνῶς ἑλληνικά χειρόγραφα. Ἀνάμεσά τους καί τρεῖς χιλιάδες περίπου μουσικά χειρόγραφα, τῶν ὁποίων ἡ μελέτη συνέβαλε σέ καίριο βαθμό στήν συνέχιση τῆς ἱστορικῆς πορείας τῆς ἐθνικῆς μας μουσικῆς.
   Σήμερα στό Ἅγιον Ὄρος φυλάσσονται περισσότερα ἀπό 30.000 χειρόγραφα, ἀπό τά ὁποῖα τά μισά περίπου κατέχουν οἱ τρεῖς μεγάλες μονές Μεγίστης Λαύρας, Βατοπαιδίου καί Ἰβήρων. Ἀρχικό πυρῆνα κάθε μοναστηριακῆς Βιβλιοθήκης ἀποτελοῦσαν τά προσωπικά βιβλία τοῦ κτίτορα καί ἱδρυτή τῆς μονῆς καί στή συνέχεια ἡ Βιβλιοθήκη ἐμπλουτιζόταν μέ χειρόγραφους κώδικες πού γράφονταν  στό καλλιγραφεῖο τῆς μονῆς γιά τίς ἀνάγκες τῆς θείας λειτουργίας ἤ τῶν λοιπῶν ἀκολουθιῶν καί τῶν ἀναγνώσεων ἤ γιά τά πνευματικά ἐνδιαφέροντα τῶν μοναχῶν. Ἄλλα βιβλία κατέληξαν στίς βιβλιοθῆκες ἀπό κληρονομιές διαφόρων προσωπικοτήτων, πού μετέφεραν τά βιβλία τους, ὅταν ἐγκαταστάθηκαν στίς μονές ἤ δημιούργησαν δική τους βιβλιοθήκη μέσα στίς ἰδιόρρυθμες –κάποτε- μονές. Μεγάλος ἐπίσης ἀριθμός χειρογράφων προέρχεται καί ἀπό τά ἐκτός Ἁγίου Ὄρους- μετόχια τῶν μονῶν.
   Τά λαμπρά βιβλία ὅμως πού κίνησαν τό ἐνδιαφέρον τῶν ἐπισκεπτῶν, τῶν ἱστορικῶν τῆς τέχνης καί ἄλλων ἐπιστημόνων, τά διακοσμημένα καί εἰκονογραφημένα χειρόγραφα, τά χειρόγραφα κλασικῶν κειμένων καί γενικά τά χειρόγραφα μή θεολογικοῦ ἤ λειτουργικοῦ περιεχομένου, προέρχονται ἀπό δωρεές πού ἔκαναν στίς μονές οἱ βυζαντινοί αὐτοκράτορες, ἡγεμόνες, ἐκκλησιαστικοί ἡγέτες κ.ἄ. τεκμηριώνοντας μέ τόν τρόπο αὐτό τήν ἐκτίμηση καί τό σεβασμό τους πού ἔτρεφαν γιά τό Ἁγιώνυμο Ὄρος. Ὡς χαρακτηριστικό παράδειγμα ἀναφέρουμε μία ἀπό τίς πιό πλούσιες δωρεές βιβλίων πού ἔγινε σέ ἁγιορειτική μονή· αὐτήν τοῦ αὐτοκράτορα Ἰωάννου ΣΤ΄ τοῦ Καντακουζηνοῦ στή μονή Βατοπαιδίου: μιά δωρεά 26 τουλάχιστον βιβλίων πού ἀποτελοῦν λαμπρό δεῖγμα τῆς ἀκμῆς τῆς βυζαντινῆς καλλιγραφίας καί τέχνης στό δεύτερο τέταρτο τοῦ 14ου αἰ. · δωρεά πού ἔγινε μεταξύ τῶν ἐτῶν 1347-1354. 
  Τά ἁγιορείτικα χειρόγραφα διακρίνονται ὡς πρός τή μορφή σέ κώδικες καί εἰλητάρια, ὡς πρός τό περιεχόμενο σέ κώδικες κοσμικῶν γνώσεων (ὅπως γιά παράδειγμα ἡ Βοτανική τοῦ Διοσκουρίδου τοῦ    αἰ. στή Μεγίστη Λαύρα, ἡ Γεωγραφία τοῦ Κλαύδιου Πτολεμαίου τοῦ 13ου-14ου αἰ. στή μονή Βατοπαιδίου) καί σ’ αὐτούς πού διασώζουν κείμενα χριστιανικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς γραμματείας, ὡς πρός τό ὑλικό πάνω στό ὁποῖο ἔχουν γραφεῖ, σέ περγαμηνά, βομβύκινα καί χάρτινα καί τέλος, ὡς πρός τή γραφή, σέ μεγαλογράμματα καί μικρογράμματα  (συνεχίζεται)....
----

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ:  Κώδ. Καυσοκαλυβίων 12. 18ος αἰ. Ἀρχικό γράμμα Η.


* Εἰσήγηση τοῦ συγγραφέα στό 4ο Παγκόσμιο Συνέδριο Ἀποδήμων τῆς Χαλκιδικῆς,  Οὐρανούπολις 12-14 Σεπτεμβρίου 2008.