Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θρακιώτες Άγιοι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θρακιώτες Άγιοι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΣΤΗ ΘΡΑΚΗ (Β' ΜΕΡΟΣ)


Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

Ἁγιορειτικές ὁσιακές μορφές στή Θράκη τοῦ 14ου αἰ.
   ( Β΄ μέρος)

Στό ὄρος Γάνος, ἐκτός ἀπό τά κοινόβια μοναστήρια ὑπῆρχαν καί μικρές ἤ μεγαλύτερες μοναστικές ὁμάδες, τίς ὁποῖες συνιστοῦσαν μοναχοί πού ζοῦσαν μία πιό ἀσκητική ζωή, ἦσαν πιθανότατα ἐγκατεστημένοι σέ πλησιόχωρα μεταξύ τους κελλιά καί ἀσκοῦνταν ὑπό τήν πνευματική καθοδήγηση ἑνός γέροντος. Σ’ ἕναν ἀπ’ αὐτούς, τόν Γέροντα Μᾶρκο, πού διακρινόταν γιά τήν ἀρετή του, ἔ­γι­νε μο­να­χός ὁ ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης.
  Ὁ ἐρχομός τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη συμπίπτει μέ τήν περίοδο τῆς παρουσίας τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου στό ὄρος Γάνος. Ὁ ὅσιος Μάξιμος πρέπει νά ἔφθασε στό Γάνο, περί τό 1287. Τό πιθανότερο εἶναι μάλιστα ἐκεῖ νά γνώρισε τόν μετέπειτα πατριάρχη, μέ τόν ὁποῖο ἀργότερα, ὅπως θά δοῦμε, συναναστράφηκε στήν Κωνσταντινούπολη. Εἶναι μάλιστα πιθανό, ἀπ’ αὐτόν νά ἄκουσε γιά τό Ἅγιον Ὄρος καί τήν ἐκεῖ μοναχική ζωή.
  Ὁ ὅσιος Μά­ξι­μος γεν­νή­θη­κε στή Λάμ­ψα­κο τῆς ἀ­σι­α­τι­κῆς πλευ­ρᾶς τοῦ Ἑλ­λη­σπόν­του καί στό ἅ­γιο βά­πτι­σμα τοῦ δό­θη­κε τό ὄ­νο­μα Μα­νου­ήλ. Σέ ἡ­λι­κί­α δε­κα­ε­πτά ἐ­τῶν, ἀ­πο­φεύ­γον­τας τό γά­μο πού ἑ­τοί­μα­ζαν γι’ αὐ­τόν οἱ γο­νεῖς του καί πο­θῶν­τας τό βί­ο τῆς ἄ­σκη­σης, ἀ­να­χώ­ρη­σε ἀ­πό τό πα­τρι­κό του σπί­τι «καὶ πλο­ί­ῳ ἐμ­βάς, εἰς τὸ ὑ­περ­κε­ί­με­νον ὄ­ρος τῆς Θρά­κης, ὃ Γάνου κα­λεῖ­ται, δι­α­πε­ρᾷ».
  Στό Βί­ο τοῦ ὁσίου Μαξίμου ὅπου βρίσκουμε ἀρκετές πληροφορίες γιά τή ζωή του στό Γάνο, δί­νε­ται ἰ­δι­αί­τε­ρη ἔμ­φα­ση στόν τρό­πο μέ τόν ὁποῖο ὁ ἀρχάριος μοναχός Μάξιμος ὑ­πο­τασ­σό­ταν στόν πνευ­μα­τι­κό του πα­τέ­ρα, Γέροντα Μάρκο: ‘‘Καί ἦταν κάτι θαυμαστό, πού ἀπ’ αὐτό τό σημεῖο ἐκκινήσεως (τῆς ὑπακοῆς δηλαδή) ἀγωνιζόταν γιά τά ἄκρα τῆς ἀρετῆς καί σέ κανένα δέν παραχωροῦσε τήν πρώτη θέση στούς κόπους τῆς ἀρετῆς. Ἀλλά καί στήν ἀγρυπνία καί στή χαμευνία καί στήν περιφρόνηση τῶν ματαίων, στή δίψα καί τή νηστεία, καί μ’ ὅσα πιέζεται τό σῶμα μαζί καί ἡ ψυχή καί καθαρίζεται, κι ὁ νοῦς ξεσηκώνεται ἀπό τά γήινα καί ὑψώνεται πρός τόν Θεό. Σ’ ὅλ’ αὐτά, ἄν καί νεοφερμένος, ξεπερνοῦσε ὅλους τούς πρίν ἀπ’ αὐτόν. Γι αὐτό καί ὁ Γέροντας τόν ἐπέπληττε, γιά τήν σκληρή του ἄσκηση. Γιατί ἄν ἤθελε νά τόν προάγει ὁμαλά, καί πολύ σοφά νά τοῦ περάσει στό λαιμό τόν χαλινό τῆς ὑπακοῆς, γιά νά μή σκοντάψει ἀπ’ τή βιασύνη ἤ ἀποκάμει πρίν λάβει τόν στέφανο ἤ τό χειρότερο ἀπ’ ὅλα, γλυστρίσει στόν λάκκο τῆς ματαιοφροσύνης. Γι αὐτό βαστοῦσε τά ἡνία καί τά χαλάρωνε σιγά-σιγά. Μετά πάλι τά συγκρατοῦσε, κάνοντάς του παρατηρήσεις γιά τήν ἀμετρίαστη ἄσκησή του. Κι αὐτός ὑποχωροῦσε στά παραγγέλματα ἐκείνου, δίχως νά βγάζει λέξη γογγυσμοῦ καί ἀπό ἀμάθεια νά ἀπειθεῖ σάν κανένας ἀπαίδευτος. Ἀλλά παρέδιδε τόν ἑαυτό του τελείως ἐλεύθερο νά τόν ὁδηγεῖ  ὁ ἡνίοχος ὁπουδήποτε ἐκεῖνος ἔκρινε».
   Ὅμως αὐτή ἡ ἄθληση τοῦ Ὁσίου στούς πνευματικούς στίβους τῆς ἀρετῆς διακόπηκε προσωρινά ἀφοῦ «ὁ κα­τὰ Θε­ὸν αὐ­τοῦ γυ­μνα­στὴς τῶν ῥε­όντων με­θί­στα­ται καὶ πρὸς τὴν ἀ­γή­ρω ζω­ὴν με­τα­βα­ί­νει», ἀφήνοντας στόν μαθητή του ἀφόρητη λύ­πη.
   M­ε­τά τήν κοί­μη­ση τοῦ γέ­ρον­τά του, ὁ Μά­ξι­μος ἀ­να­χώ­ρη­σε γιά ἕ­να ἄλ­λο σπου­δαῖ­ο μο­να­στι­κό κέν­τρο τῆς Θρά­κης, τό Πα­πί­κιον Ὄ­ρος, στό ὁποῖο ἀναπτύχθηκε φημισμένο μοναστικό κέντρο στά μέσα καί ὕστερα βυζαντινά χρόνια, ἰδιαίτερα κατά τόν 11-12ο αἰ., πού φαίνεται πώς ἦταν καί ἡ περίοδος τῆς μέγιστης ἀκμῆς του.
   Στό Πα­πί­κιο ὁ ὅσιος Μά­ξι­μος συ­νάν­τη­σε μο­να­χούς πού ζοῦ­σαν ἔ­ξω ἀ­πό τόν πε­ρί­βο­λο τῆς ἐ­κεῖ μο­νῆς «εὗ­ρεν ἄν­δρας ἐξ ὁ­λο­κλή­ρου Θε­ῷ κα­θι­ε­ρω­μέ­νους, ἀ­ο­ί­κους, ἀ­στέ­γους, ἀ­τρό­φους, ἀ­ΰ­λους», πού τά κου­ρέ­λια ἦ­ταν τό μό­νο τους ἔν­δυ­μα, μή ἔ­χον­τας τήν πα­ρα­μι­κρή πε­ρι­ου­σί­α. Αὐ­τοί οἱ ἀ­να­χω­ρη­τές πρέ­πει ὁ­πωσ­δή­πο­τε νά στά­θη­καν ὁ­δο­δεῖκτες στό δρό­μο πού θά ἀ­κο­λου­θοῦ­σε ὁ Ὅσιος, ἀ­φοῦ τό με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τῆς μο­να­χι­κῆς ζω­ῆς του -ἄν ἐ­ξαι­ρέ­σου­με τήν πε­ρί­ο­δο πού αὐ­τός δι­έ­με­νε στή Με­γί­στη Λαύ­ρα– τό περ­νοῦ­σε ἔ­ξω ἀ­πό τά μο­να­στη­ρια­κά τεί­χη, πε­ρι­πλα­νώ­με­νος στήν ἀ­θω­νι­κή ἔ­ρη­μο. ‘‘Μ’ αὐτούς λοιπόν τούς ἀναχωρητές συναναστρεφόμενος ὁ ὅσιος Μάξιμος κατάφερε σέ σύντομο χρονικό διάστημα νά ἀποτυπώσει ὅπως τό κερί τήν ἀρχέτυπη σφραγίδα, τήν ἔνθεη πολιτεία τους στόν ἑαυτό του, γενόμενος ὁ ἴδιος ὁλοκληρωτικα ἔνθεος καί πλήρης ἀπό τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος’’.
  Καί στή συνάφεια αὐτή, βάζοντας μία παρένθεση στά τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη, ἀναφέρουμε ὅτι ἀπό τό μοναστικό κέντρο τοῦ Παπικίου πέρασαν κι ἄλλοι ὀνομαστοί ἁγιορεῖτες ὅπως ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς (1296-1359), λίγες δεκαετίες μετά τόν ὅσιο Μάξιμο, περί τό 1316-1317 καί ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης.
    Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γεννήθηκε τό 1296 στήν Κωνσταντινούπολη καί ἦλθε στό Ἅγιον Ὄρος σέ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν, ὅπου ὑποτάχτηκε ἀρχικά στόν ἡσυχαστή Νικόδημο, σέ κελλί στά ὅρια τῆς μονῆς Βατοπαιδίου. Ἐκεῖ ἔζησε ἐν "νηστείᾳ καί ἀγρυπνίᾳ καί νήψει καί ἀδιαλείπτῳ προσευχῇ" ἐπί τρία χρόνια (1319-1322). Μετά τήν κοίμηση τοῦ γέροντά του καί τοῦ ἀδελφοῦ του Μακαρίου, εἰσῆλθε μαζί μέ τόν ἄλλο ἀδελφό του Θεοδόσιο στήν Μεγίστη Λαύρα τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου (περί τό 1319), ὅπου παρέμεινε ἐπί τρία ἔτη. Κατόπιν ἀποσύρθηκε σέ ἐρημητήριο τῆς τότε Σκήτης Γλωσσίας (στήν περιοχή τῆς σημερινῆς Προβάτας), ὅπου παρέμεινε κοντά στόν διδάσκαλο τῆς "ἡσυχίας" "Γρηγορίῳ τῷ πάνυ", τόν Δριμύ.
   Τό 1325, λόγω τῶν τουρκικῶν ἐπιδρομῶν καταφεύγει μαζί μέ ἄλλους ἡσυχαστές -ἀνάμεσα στούς ὁποίους ἦταν ὁ Γρηγόριος Σιναΐτης μέ τούς μαθητές του, Ἰσίδωρο καί Κάλλιστο, μετέπειτα Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως- στή Θεσσαλονίκη. Ἀπό τό 1326 καί γιά πέντε ἔτη, ἀσκήθηκε σέ ἐρημητήριο τῆς Σκήτης Βερροίας κοντά στόν Ἀλιάκμονα. Τό 1331, λόγω τῆς εἰσβολῆς τῶν Σέρβων στήν περιοχή τῆς Δυτικῆς Μακεδονίας, ἐπέστρεψε στό Ἅγιον Ὄρος καί ἐγκαταβίωσε στό Κάθισμα τοῦ Ἁγίου Σάββα, σέ ὕψωμα πάνω ἀπό τήν Μεγίστη Λαύρα. Περί τό 1335-6, προχειρίστηκε ἀπό τόν Πρῶτο Ἰσαάκ καί τήν Σύναξη, ἡγούμενος τῆς μονῆς Ἐσφιγμένου (1335-1338). Τόν Δεκέμβριο τοῦ 1337 ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔρχεται πάλι στή Θεσσαλονίκη, ὅπου καί ἀρχίζει τόν ἀγῶνα του κατά τῶν κακοδοξιῶν τοῦ ἐκ Καλαβρίας Βαρλαάμ. Τό 1340-1 ὑπό τήν ἄμεση καθοδήγηση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου συντάχθηκε ὁ Ἁγιορειτικός Τόμος, τόν ὁποῖον ὑπέγραψαν ὅλοι οἱ πρόκριτοι τῶν μονῶν τοῦ Ἄθω. Πρόκειται γιά μία κορυφαία στιγμή τῆς ἁγιορειτικῆς πνευματικότητας. Τό 1347, κατόπιν πολλῶν ἀγώνων ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν, ὁ ἅγιος Γρηγόριος, χειροτονημένος ἤδη Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, ἐπιστρέφει στόν ἀγαπημένο του Ἄθωνα. Τήν ἐποχή ἐκείνη βρισκόταν στό Ἅγιον Ὄρος ὁ σέρβος κράλης Στέφανος Δουσάν, ὁ ὁποῖος ἀνάγκασε τόν Γρηγόριο νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τόν τόπο, ἐπειδή ὁ δεύτερος δέν ἐνέδωσε στίς πιέσεις του νά ὑποστηρίξει τά σχέδιά του νά ἐγκαταστήσει Πρῶτο σερβικῆς καταγωγῆς. Ἀπό τότε, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς δέν ἐπέστρεψε ξανά στόν Ἄθωνα. Ἐκοιμήθη ὡς μητροπολίτης Θεσσαλονίκης τό 1359, ἔχοντας δικαιωθεῖ γιά τούς πολλούς ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀγῶνες του. Στή διαμόρφωση τῶν θεολογικῶν θέσεων τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀσφαλῶς θά συνετέλεσε πολύ ἡ προηγούμενη ἄσκησή του στόν ἱερό Ἄθω, ὅπου βρισκόταν σέ μεγάλη ἀκμή -τήν ἐποχή ἐκείνη ἰδιαίτερα- ὁ ἡσυχαστικός τρόπος ζωῆς, γιά τόν ὁποῖο ἄλλωστε ἐκεῖνος τόσο ἀγωνίστηκε. Οἱ Σύνοδοι τῆς Κωνσταντινουπόλεως τῶν ἐτῶν 1341, 1347 καί 1351 ἀνεκήρυξαν τή θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ὡς θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Τό ἔτος 1368 ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς κατατάχθηκε στό ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας.
  Ὅταν ὁ νεαρός τότε ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ἀποφάσισε νά μεταβεῖ ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη γιά νά μονάσει στό Ἅγιον Ὄρος, πῆρε τούς δύο ἀδελφούς του καί μέσω Θράκης διέρχεται τό Παπίκιον ὄρος, ὅπου καί παρέμεινε λόγω τοῦ χειμῶνα. Ἐκεῖ ἐξέπληξε ὅλους τούς πατέρες μέ τήν ἀρετή καί τή σοφία του. Τήν ἐποχή ἐκείνη στίς γύρω περιοχές ζοῦσαν πολλοί αἱρετικοί Μαρκιωνιστές ἤ Μασσαλιανοί, τούς ὁποίους ὁ Ἅγιος ἀντιμετώπισε μέ τήν ὑψηλή θεολογία του. Κατάφερε μάλιστα νά μεταστρέψει ἀπό τήν πλάνη καί τόν ἀρχηγό τους. Σέ ἀντίδραση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος οἱ αἱρετικοί θέλησαν νά τόν δηλητηριάσουν, ἀλλά ὁ Ἅγιος μέ θεϊκή ἐπέμβαση φυλάχθηκε σῶος καί συνέχισε ἔπειτα τό δρόμο του πρός τό Ἅγιον Ὄρος. Ὁ βιογράφος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἅγιος Φιλόθεος Κόκκινος ἀναφέρει γιά τό Παπίκιο: «ὄρος δ’ ἱερόν τοῦτο πάλαι μεταξύ κείμενον Θράκης τε καί Μακεδονίας, καί μονασταῖς ἀνειμένον ἀνδράσι τότε θαυμαστοῖς καί σπουδαῖοις, καί τά θεῖα φιλοσοφοῦσι καλῶς».  (συνεχίζεται........)


Ὁλόκληρη ἡ μελέτη τοῦ μοναχοῦ Παταπίου Καυσοκαλυβίτου:  «Ἁγιορειτικές ὁσιακές μορφές στή Θράκη τοῦ 14ου αἰ.», δημοσιεύθηκε στά
Πρακτικά τοῦ 4ου Διεθνοῦς Συμποσίου Θρακικῶν Σπουδῶν: Βυζαντινή Θράκη. Μαρτυρίες καί Κατάλοιπα. Κομοτηνή, 18-22 Ἀπριλίου 2007, στό: Byzantinsche Farschulngen 300 XXX (2011), σσ. 277-326, πίνακες 801-807.
______________________________________________________________________
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ:
Ὁ ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης. Φορητή εἰκόνα  τῶν ἀρχῶν τοῦ 18ου αἰ. τοῦ 1753 (ἀντίγραφο), στό πρόσφατα ἀνακαινισμένο παρεκκλήσι τῆς Καλύβης Ἁγ. Μαξίμου, σκήτης Καυσοκαλυβίων.


 Ἁγιορειτικές ὁσιακές μορφές στή Θράκη τοῦ 14ου αἰ.  ( Α΄ μέρος)
 

Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου 2012

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΣΤΗ ΘΡΑΚΗ (Α' ΜΕΡΟΣ)


Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

Ἁγιορειτικές ὁσιακές μορφές στή Θράκη τοῦ 14ου αἰ.
   ( Α΄ μέρος)

  Ἡ πανθομολογούμενη πνευματική ἀκτινοβολία τῆς μοναχικῆς πολιτείας τοῦ Ἁγίου Ὄρους, στό διάβα δώδεκα αἰώνων τῆς ἱστορίας του, ἐξακτινώθηκε σέ ὅλο τόν ὀρθόδοξο κόσμο σέ Ἀνατολή καί Δύση. Αὐτή ἡ ἐξακτίνωση δέν θά μποροῦσε νά εἶχε ἀφήσει ἀνεπηρέαστη καί μία ἀπό τίς περισσότερο εὐαίσθητες περιοχές τῆς πατρίδας μας, τή Θράκη, πού μέ τήν μεταφορά τῆς πρωτεύουσας τοῦ Ρωμαϊκοῦ κράτους στό Βυζάντιο, στάθηκε ἡ ἴδια σταυροδρόμι Ἀνατολῆς καί Δύσης. Πόσο μᾶλλον ὅταν ἡ Θράκη ἔχει τό προνόμιο νά ἀποτελεῖ τόν ἄμεσο περιβάλλοντα χῶρο τῆς ἱερᾶς ἀθωνικῆς χερσονήσου. Βέβαια ἐδῶ θά πρέπει νά μιλήσουμε γιά μία ἀμφίδρομη σχέση, ἀφοῦ ἀπό τή μιά πλευρά, ὁ Ἁγιώνυμος Ἄθως πρόσφερε ἁγιασμένες μορφές, πού εἴτε πέρασαν καί ἔφυγαν εἴτε ἀσκήθηκαν, δραστηριοποιήθηκαν καί τελειώθηκαν στή Θράκη, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη, ἡ θρακική γῆ ἀντιπρόσφερε πλουσιοπάροχα στό Περιβόλι τῆς Παναγίας ἐκλεκτά γεννήματά της πού κοσμοῦν τό πνευματικό στερέωμα τοῦ Ἁγίου Ὄρους.  
  Ἐμεις θά ἀσχοληθοῦμε μέ τήν πρώτη περίπτωση, περιοριζόμενοι μάλιστα στή διαπραγμάτευσή μας αὐτή, στήν περίοδο τοῦ 14ου αἰώνα, ὁ ὁποῖος ἀπό τούς περισσότερους ἐρευνητές, θεωρεῖται ὡς ὁ χρυσός αἰώνας τοῦ ἁγιορειτικοῦ μοναχισμοῦ.
  Μέσα ἀπό ἱστορικές καί ἁγιολογικές προσεγγίσεις Ἁγιορειτικῶν ὁσιακῶν μορφῶν πού ἔζησαν καί ἀσκήθηκαν στά διάφορα μοναστικά κέντρα τῆς Θράκης (Παρόρια, Παπίκιον ὄρος, ὄρος Γάνος) ἤ ποίμαναν θεοπρεπῶς θρακικές μητροπόλεις (Περιθεώριον, Ἡράκλεια) κατά τόν 14ο αἰ., καί οἱ ὁποῖες μέ τήν ἁγιαστική ζωή, τή δράση καί τήν συνολική τους προσφορά σημάδεψαν τήν ἐποχή τους, θά γίνει προσπάθεια νά καταδειχθεῖ ἡ εὐεργετική ἐπίδραση τῆς παρουσίας τους στήν περιοχή καί εἰδικότερα, ἡ συμβολή τους στήν ἀκμή τοῦ θρακικοῦ μοναχισμοῦ καί τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καί κατ’ ἐπέκταση στήν πνευματική καλλιέργεια τῆς θρακικῆς κοινωνίας.
  Στούς ἱστορικούς καί τούς λοιπούς ἐρευνητές εἶναι γνωστό τό πρόβλημα τῶν λιγοστῶν μαρτυριῶν πού παρέχουν οἱ πηγές πού ἀφοροῦν στήν ἱστορία τῶν ἀπαρχῶν, τῆς ὀργανώσεως καί ἐξελίξεως τοῦ μοναχισμοῦ στή Θράκη κατά τή βυζαντινή περίοδο, ὁπότε καί κατά τόν 14ο αἰ. Ἐξαίρεση ἀποτελοῦν τά Τυπικά καί λοιπά ἔγγραφα τῶν μονῶν καί κυρίως τά ἁγιολογικά κείμενα.
  Ὁ μοναχισμός φαίνεται ὅτι ἔφθασε στή Θράκη κατά τά τέλη τοῦ 4ου αἰ., στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Ἀρκαδίου (395-408). Ἡ πρώτη μονή, πού τό πιθανότερο βρισκόταν στίς ἐσχατιές τῆς τότε θρακικῆς διοικήσεως, στήν ἐπαρχία τῆς Σκυθίας, ἦταν τό ‘‘καστέλλιον’’ τῆς Ἁλμυρίσσου, πού ἵδρυσε ὁ Ἀρμένιος στρατιώτης Ἰωνᾶς. Στήν ἴδια ἄλλωστε τή βυζαντινή πρωτεύουσα ἡ πρώτη μονή, ἡ μονή Ἰσαακίου ἤ τοῦ Δαλμάτου, εἶχε ἱδρυθεῖ ὄχι πολύ πρίν, περί τό 382-383. Κατά τήν παράδοση ὅμως, μοναχική ζωή ὑπῆρχε στή Θράκη, καί συγκεκριμένα στό ὄρος Γάνος, ἤδη ἀπό τόν 2ο-3ο αἰ., μέ τήν ἐκεῖ μετάβαση τοῦ ὁσιομάρτυρος Νίκωνος (ΚΔ΄ Μαρτίου), ὅπου ἡγήθηκε ἀδελφότητας 190 μοναχῶν.
  Τό ὄρος Γάνος, τό ὁποῖο κατά τήν μέση καί ὕστερη βυζαντινή περίοδο ὑπῆρξε περίφημο μοναστικό κέντρο, βρίσκεται στή νοτιοανατολική Θράκη ἀπέναντι καί ἀνατολικά ἀπό τή Λάμψακο καί ἐκτείνεται κατά μῆκος τῶν βορειοδυτικῶν ἀκτῶν τῆς Προποντίδος, μεταξύ Πανίου καί Περιστάσεως. Τά πρῶτα ἱστορικά στοιχεῖα τοποθετοῦν τίς ἀπαρχές τῆς ἐκεῖ μοναχικῆς ζωῆς τουλάχιστον τό 10ο αἰ. ὅπου κατοικοῦνταν ἀπό ἀσκητές. Ἀπό τό πρῶτο μισό τοῦ 11ου ὅμως αἰώνα, ἄκμαζε ὡς ἑστία μοναχῶν, μέ μοναστήρια, σκῆτες καί κελλιά, ὀργανωμένη σύμφωνα μέ τά πρότυπα τῶν λαυρῶν τῆς Αἰγύπτου καί τῆς Συρίας. Οἱ πηγές μαρτυροῦν γιά ἀνεπτυγμένη μοναστική ζωή μέ ὑψηλό βαθμό ὀργανώσεως. Χαρακτηριστικό εἶναι ὅτι τή διεύθυνση καί τήν πνευματική καθοδήγηση ὅλων τῶν ἐνασκουμένων στό Γάνο καθώς καί τήν ἐκπροσώπηση τῆς μοναστικῆς τους κοινότητος ἔναντι τῶν πολιτικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν εἶχε ἕνας αἱρετός πνευματικός προϊστάμενος, πού -ὅπως συνέβαινε καί στό Ἅγιον Ὄρος- ἔφερε τό ἀξίωμα καί τόν τίτλο τοῦ ‘‘Πρώτου’’. Ἕνας ἀπ’ αὐτούς εἶναι ὁ γνωστός γιά τά ἀντιρρητικά του κείμενα Ἰωάννης Φουρνῆς, πού διετέλεσε Πρῶτος τῶν μονῶν τοῦ Γάνου, στό πρῶτο μισό τοῦ 12ου αἰ. Ἀπό τό τέλος τοῦ 12ου αἰ., ὁ μοναστικός οἰκισμός τοῦ Γάνου ἔπεσε σέ παρακμή ἐξ αἰτίας τῶν ἐπιδρομῶν τῶν Βουλγάρων (1199). Τό κακό ὁλοκλήρωσαν λίγο ἀργότερα οἱ Σταυροφόροι. Μέ τήν ἀνακατάληψη τοῦ Γάνου ἀπό τούς Βυζαντινούς τό 1235 καί τήν παλινόρθωση τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας (1261) τέθηκαν πάλι οἱ κατάλληλες προϋποθέσεις γιά τήν ἀναδιοργάνωση τοῦ μοναχικοῦ βίου στό περίφημο αὐτό μοναστικό κέντρο. Στήν ἀναλαμπή τοῦ μοναχισμοῦ πού σημειώθηκε στή συνέχεια, σημαντική θεωρεῖται ἡ συμβολή τοῦ Θρακιώτη ἀλλά καί Ἁγιορείτη, μετέπειτα πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ἁγίου Ἀθανασίου Α΄ (1289-1293, 1303-1309). Ἡ ὁριστική παρακμή τοῦ ὄρους Γάνος ὡς μοναστικοῦ κέντρου ἄρχισε στίς ἀρχές τοῦ 14ου αἰ. μέ τίς καταστροφές τῶν Τούρκων στήν περιοχή. Πάντως, ὁ μοναχισμός στό Γάνο, συνέχισε τήν ὕπαρξή του - ἴσως ὄχι μέ τήν ἴδια ἀκτινοβολία- καί κατά τή μεταβυζαντινή περίοδο.
  Ὁ Θρακιώτης ἅγιος Ἀθανάσιος Α΄ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως γεννήθηκε τό 1230-1235 στήν Ἀδριανούπολη καί στό βάπτισμά του ἔλαβε τό ὄνομα Ἀλέξιος. Νέος ἐκάρη μοναχός σέ μονή τῆς Θεσσαλονίκης μέ τό ὄνομα Ἀκάκιος. Ἀργότερα πῆγε στό Ἅγιον Ὄρος, καί ἐγκαταβίωσε στή Μονή Ἐσφιγμένου, ὅπου ἔλαβε τό μέγα σχῆμα καί πῆρε τό ὄνομα Ἀθανάσιος.Ἔπειτα ἀπό πολύχρονη εὐδόκιμη ἄσκηση, ἀναχώρησε ἀπό τόν Ἄθω καί ἀφοῦ περιπλανήθηκε, ἐκτός ἀπό τούς Ἁγίους Τόπους (ἔρημος τοῦ Ἰορδάνη), σέ διάφορα μοναστικά κέντρα ὅπως τά ὄρη Λάτρος, Αὐξεντίου καί Γαλήσιο (μονή Ἁγίου Λαζάρου, ὅπου ἐκάρη μεγαλόσχημος μοναχός καί μετονομάσθηκε Ἀθανάσιος), ἐπέστρεψε στό Ἅγιον Ὄρος. Τέλος, κατέληξε στό ὄρος Γάνος, κατά τήν περίοδο τῶν διωγμῶν τοῦ λατινόφρονος Πατριάρχου Ἰωάννου Βέκκου καί τῶν πιέσεων τοῦ φιλενωτικοῦ αὐτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου πού θέλησαν νά ἐπιβάλλουν τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Λυών (1274).
   Στό Γάνο ὁ Ἀθανάσιος ἔγινε πόλος ἕλξεως καί ἄλλων μοναχῶν τούς ὁποίους ἐνθάρρυνε καί ἐμψύχωσε στούς ἀγώνα τους κατά τῶν ἑνωτικῶν σχεδίων. Σύντομα ἡ φήμη του συνέτεινε στό νά συρρέουν σ’ αὐτόν πλήθη πιστῶν ‘‘πρός διαδαχήν’’. Ἔτσι, γύρω στά 1280, ἵδρυσε τή Νέα Μονή στήν ὁποία καί ἔζησε μέχρι τό 1289 ὁπότε καί ἐξελέγη πατριάρχης. Γιά τήν σθεναρή ἀνθενωτική του στάση ἐκλήθη ἀπό τόν αὐτοκράτορα στήν Κωνσταντινούπολη ὅπου βασανίστηκε καί φυλακίστηκε. Μετά τήν ἀπελευθέρωσή του ἐπέστρεψε στό Γάνο, ὅπου, παρ’ ὅλα τά παθήματά του, διατήρησε τήν ἀνθενωτική του διδασκαλία του. Ἐτσι «τούς ἀδελφούς ἐνουθέτει, παρήνει, συνεβούλευε, παρεκάλει βίου ἀντέχεσθαι καθαροῦ καί τῶν ὀρθῶν δογμάτων καί τήν τῶν Ἰταλῶν ὅλῃ ψυχῇ διωθεῖσθαι συναυλίαν». Ἀργότερα, μετά τόν θάνατο τοῦ Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου καί γιά τήν ἁγιότητα τοῦ βίου του, τό ποιμαντικό του ἔργο καί τήν ὀρθόδοξη στάση του, ὁ Ἀθανάσιος κρίθηκε ἄξιος γιά οἰκουμενικός Πατριάρχης (ἐνθρονίστηκε τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1289). Ὡς πατριάρχης ἔχαιρε μεγάλης ὑπολήψεως καί συμμετεῖχε ἐνεργά στίς κρατικές ὑποθέσεις. Ἀσκοῦσε μεγάλη ἐπίδραση στόν αὐτοκράτορα Ἀνδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο. Ἀπό τόν οἰκουμενικό θρόνο παραιτήθηκε τό 1293 καί ἐπέστρεψε στήν ἀγαπημένη μονή του, στό ὄρος Γάνος. Ἀργότερα ὅμως ἐπανῆλθε στό θρόνο του (1304-1310). Ἐκοιμήθη σέ βαθύ γῆρας μεταξύ τῶν ἐτῶν 1310-1323. Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στίς 28 Ὀκτωβρίου.  (συνεχίζεται.......)

Ὁλόκληρη ἡ μελέτη τοῦ μοναχοῦ Παταπίου Καυσοκαλυβίτου:  «Ἁγιορειτικές ὁσιακές μορφές στή Θράκη τοῦ 14ου αἰ.», δημοσιεύθηκε στά
Πρακτικά τοῦ 4ου Διεθνοῦς Συμποσίου Θρακικῶν Σπουδῶν: Βυζαντινή Θράκη. Μαρτυρίες καί Κατάλοιπα. Κομοτηνή, 18-22 Ἀπριλίου 2007, στό: Byzantinsche Farschulngen 300 XXX (2011), σσ. 277-326, πίνακες 801-807.
______________________________________________________________________
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ:
Οἱ  ἅγιοι Κάλλιστος Α΄ καί  Ἀθανάσιος Α΄ οἰκουμενικοί Πατριάρχες ἐκατέρωθεν τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου. Ρωσική χαλκογραφία 19ου αἰ. (λεπτομέρεια). Συλλογή καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου Καυσοκαλυβίων.