Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καλύβη Αγίου Ακακίου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καλύβη Αγίου Ακακίου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 7 Ιουνίου 2024

Η ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΜΗΝΑ


Ἠ Τέχνη τῆς Ψαλτικῆς

Ἄδοντες καί ψάλλοντες κατά τήν ἀγρυπνία τῆς Πανηγύρεως τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου.

 Χορός Ἁγιορειτῶν πατέρων. Κυριακή τῶν Μυροφόρων 2024.

                                                          Φωτογραφία Παταπίου μοναχοῦ
 

Σάββατο 1 Ιουνίου 2024

Η ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΜΗΝΑ



 Ἄν καί τό Πάσχα πέρασε, 

"τά πάντα πεπλήρωται φωτός" στίς ἐκκλησιές καί τίς καρδιές μας.

  Φωτογραφία Παταπίου μοναχοῦ 

(ἀπό τήν Πανήγυρη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου, Κυριακή τῶν Μυροφόρων 2024, προεξάρχοντος τοῦ φιλοαγιορείτου μητροπολίτου Ἴμβρου καί Τενέδου Κυρίλλου).

Κυριακή 21 Ιουνίου 2020

ΩΔΗ ΣΤΟ ΧΟΡΟ ΤΩΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ

Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

                             Ὠδή στό χορό τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων

Ἡ πο­ρεία πρός τή θέ­ωση, ἡ καλ­λι­έρ­γεια τῆς ὀρ­θό­δο­ξης πνευ­μα­τι­κό­τη­τας καί ἡ δι᾿ ἀ­γώ­νων κα­τά­κτησή της, ἀ­πο­τέ­λεσε καί ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, νά ἀ­πο­τε­λεῖ τό ἰ­σχυ­ρό­τερο ἔ­ρει­σμα τῆς ζωῆς στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος. Στή χώρα αὐτή τῆς με­τα­νοίας καί τό ἐργαστήριο τῆς ἁ­γι­ό­τη­τας, ὁδηγήθηκαν κατά τήν ὑ­περ­χι­λι­ετῆ φω­τεινή δι­α­δρομή τῶν αἰ­ώ­νων σέ ὁδούς σωτη­ρίας, δυ­σα­ρί­θμη­τοι ἅ­γιοι, «φί­λοι» δη­λαδή, τοῦ Θεοῦ, πού καταλάμπουν μέ τίς γλυ­κύ­τα­τες ἀ­κτῖ­νες τοῦ βίου καί τῶν θαυ­μά­των τους τό πλή­ρωμα τοῦ πι­στοῦ λαοῦ.
   
 Κατά τήν ὀρ­θό­δοξη πα­ρά­δοση οἱ πε­ρισ­σό­τερο ἁρ­μό­διοι νά μι­λοῦν γιά τούς ἁ­γί­ους καί τήν ἁ­γι­ό­τητα εἶ­ναι οἱ ἴ­διοι οἱ Ἅ­γιοι. Αὐ­τοί μπο­ροῦν νά ἐννο­ή­σουν καί νά ἑρ­μη­νεύ­σουν σω­στά, ὑπό τό φῶς τῆς ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κῆς τους ἐμ­πει­ρίας, τά ἔργα καί τά δι­δά­γματα τῶν ἱ­ε­ρῶν ἐ­κεί­νων προ­σώ­πων πού εἶ­χαν ἕ­να κυ­ρίως σκοπό, τόν ὁ­ποῖο καί πέ­τυ­χαν, νά εὐ­α­ρε­στή­σουν τόν Κύ­ριο καί νά ἑ­νω­θοῦν μ᾿ Αὐ­τόν. Ἐ­μεῖς, πού δέν ἔ­χουμε τήν ἁ­γι­ό­τητα καί τά πνευ­μα­τικά βι­ώ­ματά τους καί πού μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί τή μητρική ἀ­γάπη τῆς Κυ­ρίας Θε­ο­τό­κου κα­τοι­κοῦμε στούς ἴ­δι­ους ἱ­ε­ρούς τόπους μέ τίς ἁ­γι­α­σμέ­νες ἀθωνικές μορ­φές, μπο­ροῦμε μόνο ἐπιφανειακά νά σκι­α­γρα­φή­σουμε «ἐν ἐ­σό­πτρῳ καί αἰ­νί­γματι» κά­ποια ἀπό τά πλού­σια χα­ρί­σματα-καρ­πούς τῶν πνευ­μα­τι­κῶν τους ἀ­γώ­νων ἤ τίς φω­τισμέ­νες διδα­σκα­λίες τους. Ὅ­πως ἔ­λεγε καί ὁ γέ­ρων Πορ­φύ­ριος ὁ Καυσοκαλυβίτης († 1991), ἀπό τούς τε­λευ­ταίους στή χρυσή ἁ­λυ­σίδα τῶν ὁ­σι­α­κῶν Ἁγιορειτικῶν μορ­φῶν: «Ἀ­λή­θεια, αὐτά πρέ­πει νά τά ἔ­χει πά­θει ὁ ἄν­θρω­πος γιά νά τά κα­τα­λά­βει... Μόνο ἐ­κεῖ­νος πού ζεῖ αὐτή τήν κατάσταση, τή ζεῖ καί τήν αἰ­σθά­νε­ται...».
  Κί­νη­τρο τῶν ἀ­σκη­τῶν Ἁγιορειτῶν πα­τέ­ρων γιά νά ὑ­πο­βλη­θοῦν σέ ἑκούσιες τα­λαι­πω­ρίες καί παν­το­ει­δεῖς στε­ρή­σεις -ὅ­πως θά διαπιστώσουμε- δέν ἦ­ταν τό μῖ­σος γιά τό σῶμα ἤ τή ζωή, ἀλλά ἡ «περίσσεια ζω­ῆς», πού πη­γά­ζει ἀπό τήν ἀ­γάπη τοῦ Χρι­στοῦ, ὅ­ταν αὐτή ἐνερ­γεῖ καί κα­τα­φλέ­γει τήν καρ­διά. Θέ­λη­σαν νά σταυ­ρω­θοῦν γιά τόν κόσμο καί νά νε­κρώ­σουν τε­λείως τά πάθη τους, νά ἐν­τα­φι­α­σθοῦν στόν τάφο τῆς τα­πει­νώ­σεως καί νά ἀ­να­στη­θοῦν ἐν Χρι­στῷ διά τῆς ἀ­πα­θείας.
  Μέ τό σῶμα ἐρ­γά­ζον­ταν καί δι­α­κο­νοῦ­σαν τούς ἀ­δελ­φούς τους, μέ τόν νοῦ ὅ­μως καί τήν καρ­διά συ­νο­μι­λοῦ­σαν πάν­τοτε μέ τόν Θεό, προσευχόμενοι. Ἁρ­πα­ζό­με­νοι σέ ἐκ­στά­σεις καί θε­ω­ρίες τῆς δό­ξας τοῦ Θεοῦ, προ­γεύ­ον­ταν ἤδη ἀπό ἐδῶ τά ἀ­γαθά πού μέλ­λουν νά ἀ­πο­λαύ­σουν οἱ ἀ­γα­πῶν­τες τόν Κύ­ριο.
  Στό Ἅγιον Ὄρος παραμένει ἄσβεστη ἡ ἄκτιστη φλόγα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Καί οἱ ἁγιασμένες ἀθωνικές μορφές εἶναι μία ἀπό τίς φανερώσεις αὐτοῦ τοῦ ἄσπιλου καί ἄδυτου φέγγους καί μία ἀκόμη μαρτυρία τῆς θείας Χάριτος· τῆς ἁγιορείτικης ζωῆς καί ἐμπειρίας γιά τήν ἐποχή μας.
  Αὐ­τοί οἱ κατά προ­αί­ρεση μάρ­τυ­ρες, ἔ­θε­σαν τήν πί­στη ὡς ἀ­κλό­νητο θεμέλιο τῆς σω­τη­ρίας τους. Τά πάντα, ἀπό τήν πλήρη χά­ρι­τος καί θείων ἐμ­πει­ριῶν βι­οτή τους, μέ­χρι τίς ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κές δι­ο­ρά­σεις καί προ­ο­ρά­σεις κα­θώς καί τίς κα­τα­νυ­κτι­κές δι­δα­χές τους, μαρ­τυ­ροῦν καί ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νουν τή συ­νεχῆ πα­ρου­σία τοῦ Ἁ­γίου Πνεύ­μα­τος σέ ὅ­λες αὐ­τές τίς ἁ­γι­α­σμέ­νες μορ­φές τῶν Ἁγιορει­τῶν Πα­τέ­ρων, οἱ ὁ­ποῖοι μέ τή ζωή τους ἔ­γρα­ψαν ἕνα νέο Γε­ρον­τικό, ἀ­πο­δει­κνύ­ον­τας τήν ἀ­λή­θεια καί τή δι­α­χρο­νι­κό­τητα τῶν συ­να­ξα­ρι­α­κῶν ἀ­φη­γή­σεων καί πε­ρι­γρα­φῶν.
  Ζών­τας οἱ ἴ­διοι στό θεῖο γνόφο τῆς χά­ρι­τος τοῦ Θεοῦ, μπο­ροῦ­σαν νά ὁδηγή­σουν στήν Ἄνω Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, νά δι­δά­ξουν τή νο­ερά προ­σευχή, νά κα­θο­δη­γή­σουν στήν πνευ­μα­τική ζωή, νά ἐ­νι­σχύ­σουν στίς δο­κι­μα­σίες καί τούς πει­ρα­σμούς τῶν ἄλ­λων. Πολ­λοί ἀπό τούς ἐ­νά­ρε­τους αὐ­τούς πατέρες στή­ρι­ξαν ὄχι μόνο πλει­άδα ὁ κα­θέ­νας συ­να­σκη­τῶν τους καί ἄλλων ἀθωνι­τῶν μο­να­χῶν ἀλλά καί τό λαό τοῦ Θεοῦ, με­τα­δί­δον­τάς τους τό ἦ­θος τῆς ἁ­γι­ο­ρεί­τι­κης πνευ­μα­τι­κό­τη­τας καί φανερώνοντάς τους τήν ἐλευθερία τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.
  Μέ τόν πλήρη θε­ϊ­κῆς ἐμ­πει­ρίας λόγο τους ἄγ­γι­ξαν τίς δι­ψα­σμέ­νες ψυχές, συν­δύ­α­σαν τό φω­τι­σμένο λόγο  μέ τό ζων­τανό βί­ωμα καί μετέφεραν τή θε­ο­λο­γία ἀπό τό στο­χα­σμό στήν προ­σω­πική ζωή. Ἐνέπνευ­σαν στήν πί­στη χι­λι­ά­δες ἀν­θρώ­πων ἄλ­λως χα­μέ­νων· παρηγόρισαν ἀ­πελ­πι­σμέ­νες ψυ­χές· φώ­τι­σαν μέ τή σο­φία καί τή χάρη τους πλῆ­θος ἀ­να­ζη­τη­τῶν τῆς ἀ­λή­θειας. Ἄλ­λοι, ὅ­πως ὁ μα­κα­ρι­στός σύγχρο­νος γέ­ρων Πορ­φύ­ριος ὁ Καυσοκαλυβίτης, ἄφησαν ἀπό μέσα τους νά ξεχυθεῖ τό φῶς καί ἡ χαρά τῆς Ἀναστάσεως πού ἔζησαν καί πῆραν ἀπό τήν ἁγιορείτικη ζωή καί ἐμπειρία. Ἄν­τλη­σαν δυ­νά­μεις ἀπό τίς ἀστείρευ­τες ἁ­γι­ο­ρεί­τι­κες πη­γές γιά λίγα μόνο χρό­νια καί μεταμορφώθηκαν σέ παγ­κό­σμι­ους ἀ­να­μορ­φω­τές τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἐν Χρι­στῷ ζωῆς.
  Οἱ Ἁγιορεῖτες ἅγιοι καί οἱ ἐ­νά­ρε­τοι Ἁγιορεῖ­τες γέ­ρον­τες ὅλων τῶν αἰώνων διαμόρφωσαν τήν ὑ­περ­χι­λι­ετῆ πα­ρά­δοση τοῦ ἁ­γι­ω­νύ­μου Ὄ­ρους καί ἀποτέλεσαν τή χρυσή ἁ­λυ­σίδα τῶν ὁ­σίων Πα­τέ­ρων· ἄλ­λω­στε ὁ ἁγιορεί­τι­κος χρό­νος μόνο μέ τήν αἰ­ω­νι­ό­τητα θά μπο­ροῦσε νά εἶ­ναι συγχρο­νι­σμέ­νος.
  Συ­νάμα οἱ Πα­τέ­ρες αὐ­τοί δη­μι­ούρ­γη­σαν καί πνευματικές συγ­γέ­νειες μέ ὅ­σους πα­ρέ­λα­βαν τήν ἀ­σκη­τική πα­ρά­δοση πού τούς κλη­ρο­δό­τη­σαν καί μέ τόν πνευ­μα­τικό τους μό­χθο δι­α­φύ­λα­ξαν. Ἡ ὄν­τως ἐν­τυ­πω­σι­ακή καί πλούσια χα­ρι­σμα­τική προ­σω­πι­κό­τητα τοῦ σύγ­χρο­νού μας γέ­ρον­τος Πορφυ­ρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, γιά παράδειγμα, καλ­λι­ερ­γή­θηκε σ᾿ ἕναν τόπο στόν ὁ­ποῖο ἡ πνευ­μα­τική παρά­δοση πα­ρα­μέ­νει αἰ­σθητή μέ­χρι σήμερα. Ἀπό τούς πρώ­τους οἰ­κι­στές τοῦ γηραιοῦ Ἄθωνα μέ­χρι τούς τελευταί­ους ἐ­νά­ρε­τους γέ­ρον­τες, ὅ­λοι ἀπο­τε­λοῦν μία πνευ­μα­τική οἰκογένεια, στήν ὁ­ποία τά πάντα εἶ­ναι κοινά: τό ἀ­σκη­τικό φρό­νημα, τά πνευμα­τικά κα­τορ­θώ­ματα, τά ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τικά χα­ρί­σματα. Ἄλ­λω­στε, ἡ αἴ­σθηση τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς συ­νέ­χειας τῆς ἁγιορείτικης πα­ρά­δο­σης ἀ­πο­τε­λεῖ τόν ἀ­κρο­γω­νι­αῖο λίθο τῆς πνευματικῆς πο­ρείας τοῦ Ἁ­γίου Ὄ­ρους.
  Ἡ αὐ­θεν­τι­κό­τητα τῆς πα­ρά­δο­σης τοῦ τό­που αὐ­τοῦ ἔ­χει θαυ­μα­στή συνέχεια. Οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἀπό τούς τε­λευ­ταί­ους ἐ­νά­ρε­τους Ἁγιορεῖ­τες πα­τέ­ρες εἶ­χαν ἄ­μεση ἤ ἔμ­μεση πνευ­μα­τική σχέση μέ τούς πα­τέ­ρες τῶν προ­η­γου­μέ­νων γε­νεῶν. Ἡ δι­α­μονή τους στούς ἁ­γι­α­σμέ­νους τό­πους ἀσκήσεως τῶν με­γά­λων Ἁγιορει­τῶν ὁ­σίων, δη­μι­ούρ­γησε ταυ­τό­τητα πνεύ­μα­τος μέ αὐ­τούς καί τούς πα­ρό­τρυνε σέ πα­ρό­μοια ἀ­σκη­τικά κατορθώματα. Οἱ μονές, οἱ σκήτες, τά κελλιά, οἱ κα­λύ­βες, τά σπή­λαια καί τά ἀ­σκη­τή­ρια, πού κρέ­μον­ται σέ ἀ­πό­κρη­μνα μέρη, πα­ρα­μέ­νουν σιωπη­λοί μάρ­τυ­ρες τῆς θαυ­μα­στῆς καί ἰ­σάγ­γε­λης βι­ο­τῆς τῶν Πα­τέ­ρων, καί γιά μᾶς τούς νε­ώ­τε­ρους, δι­α­χρο­νική πρό­σκληση γιά μί­μησή τους.
  Ἡ ζωή πολ­λῶν ἀπό τούς ἀν­θρώ­πους πού γνώ­ρι­σαν καί συναναστράφηκαν μέ τούς Ἁγιορεῖ­τες ἁ­γί­ους καί τούς λοι­πούς ἐνάρετους Ἁγιορεῖ­τες γέ­ρον­τες ἄλ­λαξε ρι­ζικά, γι­ατί ἡ πα­ρου­σία τους ἦταν κα­τα­λυ­τική καί σφρά­γισε τήν ὕ­παρξή τους.
   Στό Βίο τοῦ ὁ­σίου Ἀ­κα­κίου τοῦ Καυ­σο­κα­λυ­βίτη, ἑνός μεγάλου ἁγιορείτου ἁγίου τοῦ 18ου αἰώνα, ἀ­να­φέ­ρε­ται ὅτι, ἀ­νά­μεσα στά τόσα του χα­ρί­σματα, εἶχε πνεῦμα εἰ­ρη­νο­ποιό τόσο, ὥ­στε ὅ­ποιος δο­κι­μα­ζό­ταν ἀπό λο­γι­σμούς μνη­σι­κα­κίας, μέ τό πού ἀν­τί­κριζε καί μόνο τό γε­μᾶτο χάρη πρό­σωπό του, εἰ­ρή­νευε ἀπό τούς κα­κούς ἐ­κεί­νους λο­γι­σμούς.  
  Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, μέσα ἀπό τή ζωή τῶν σύγχρονων ἐνάρετων Ἁγιορειτῶν γεροντάδων δεί­χνε­ται ἡ συ­νέ­χεια τῆς ἀ­θω­νι­κῆς πα­ρά­δο­σης. Οἱ ἀ­σκη­τι­κές αὐτές μορ­φές μέ τήν αὐ­θεν­τι­κό­τητα τῆς ἁ­πλό­τη­τας καί τή γνη­σι­ό­τητα τοῦ ἀ­πα­ρα­χά­ρα­κτου μο­να­χι­κοῦ τους βίου, ἐ­πα­λη­θεύ­ουν διαρκῶς τό μυ­στή­ριο τῆς πί­στεως καί ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νουν τήν πα­ρου­σία τοῦ Θεοῦ στόν κό­σμο μας, πι­στο­ποι­ῶν­τας τή δυ­να­τό­τητα πού ἔ­χουμε οἱ ἄνθρω­ποι γιά κοι­νω­νία μέ τόν Θεό καί με­τοχή στήν αἰ­ω­νι­ό­τητα.
  Ἡ ὑ­ψηλή πνευ­μα­τι­κό­τητα τοῦ βίου τῶν ἁ­γι­α­σμέ­νων Ἁγιορετικῶν μορφῶν, πάν­τοτε δυ­να­μο­γό­νος, ζων­τανή καί ζω­τική, σπάει τό φρά­γμα τοῦ χρό­νου, προ­σπερ­νάει τίς ἀ­σί­γα­στες ἱ­στο­ρι­κές κα­ται­γί­δες καί τίς ἀνθρώ­πι­νες πε­ρι­πέ­τειες, γιά νά κτυ­πή­σει σάν πνευ­μα­τικό ξυ­πνη­τήρι στό ἀ­νή­συχο, ὀ­μι­χλῶ­δες καί ἀν­τα­ρι­α­σμένο «σή­μερα».
  Ὁ σύγ­χρο­νος ἄν­θρω­πος τῆς προ­η­γμέ­νης ψη­φι­α­κῆς τε­χνο­λο­γίας καί τῶν κο­σμο­ϊ­στο­ρι­κῶν ἐ­πι­στη­μο­νι­κῶν ἀ­να­κα­λύ­ψεων ἔ­μαθε νά κα­τευ­θύ­νει τίς μη­χα­νές ἀλλ’ ὄχι καί τόν ἑ­αυτό του. Δυ­σκο­λεύ­ε­ται νά ζή­σει ἀνεπηρέα­στος ἀπό τά δι­α­λυ­τικά σύν­δρομα τῆς πά­σης φύ­σεως αἰχμαλωσίας. Συντρί­βε­ται σέ ἰ­δε­ο­λο­γι­κούς ὀγ­κό­λι­θους.
 Ἡ ἁ­γι­α­σμένη πο­ρεία τῶν Ἁγιορει­τῶν Ἁ­γίων καί ἐ­νά­ρε­των Γε­ρόν­των πρός συ­νάν­τησή τους μέ τόν Χρι­στό, ἄς ση­μα­το­δο­τή­σει τό μέλ­λον μας καί ἄς μᾶς ἐμ­πνεύ­σει νά χρω­μα­τί­σουμε τή ζωή μας ἀπό τόν «κα­λόν ἀγῶνα» στά χα­ρα­κώ­ματα τῆς θείας ἀ­γά­πης, πού εἶ­ναι «ἀ­γάπη ἀχόρταγη», κατά τόν ἅ­γιο Σι­λου­ανό τόν Ἀ­θω­νίτη.
  Ὁ τρό­πος καί ὁ δρό­μος τῆς θε­ώ­σεως καί τῆς σω­τη­ρίας τοῦ ἀν­θρώ­που εἶναι αἰ­ώ­νιος καί ἀ­σφα­λής. Εἶ­ναι ὁ δρό­μος τῶν Ἁ­γίων!
  Οἱ ἁ­γι­α­σμέ­νες Ἁγιορειτικές μορ­φές, ἀπό τόν ὅσιο Πέτρο τόν Ἀθωνίτη, τόν πρῶτο ἅγιο οἰκιστή τοῦ Ἄθωνα μέ­χρι καί τούς σύγ­χρονούς μας, γέροντες Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη, Ἐφραίμ Κατουνακιώτη καί Πορ­φύ­ριο τόν Καυ­σο­κα­λυ­βίτη, ἔ­φθα­σαν στόν ἐ­ρά­σμιο τόπο, πού ὅ­λοι προ­σκλη­θή­καμε νά κα­τοι­κή­σουμε.
  Σέ μᾶς τούς ὑ­μνη­τές καί ἐ­πί­δο­ξους μι­μη­τές τους, ἀν­τι­δω­ρί­ζουν ἕνα χαρού­μενο φῶς, πού ἄν δέν ἀ­πο­τε­λεῖ τήν πλη­σμονή τῆς ἀ­να­με­νό­με­νης φω­το­χυ­σίας, ὅ­μως εἶ­ναι μιά πα­ρά­κληση ἑ­ω­θι­νοῦ φά­ους, πού προ­μη­νύει τήν ἀ­να­το­λή.

Κυριακή 12 Απριλίου 2020

ΟΣΙΟΣ ΑΚΑΚΙΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ (+12 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1730)

                                                                                                               Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου 

                                               Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης.

Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στίς 12 Ἀπριλίου

Μία ἀπό τίς μεγάλες ὁσιακές μορφές πού ἐβλάστησαν στό φυτώριο τῶν ἁγίων ἀνδρῶν, τό Ἅγιον Ὄρος, εἶναι ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Νέος ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ὁ ὅσιος Ἀκάκιος γεννήθηκε στά 1630 στό χωριό Γόλιτζα τῶν Ἀγράφων, πού ἀργότερα, στά 1927, μετονομάστηκε πρός τιμήν του σέ Ἅγιος Ἀκάκιος. Στά 23 του χρόνια, ποθώντας τή μοναχική ζωή, ἀναχωρεῖ ἀπό τήν γενέτειρά του καί γίνεται μεγαλόσχημος μοναχός στή μονή Ἁγίας Τριάδος Σουρβιᾶς, τήν ὁποία εἶχε ἱδρύσει περί τό 1534/5 ὁ ὅσιος Διονύσιος ὁ ἐν Ὀλύμπῳ στήν εὐρύτερη περιοχή τῆς Μακρυνίτσας τοῦ Πηλίου. Ἀργότερα, καθώς εἶχε κλίση περισσότερο στήν ἡσυχαστική ζωή, ἀναχωρεῖ ἀπό τό κοινόβιο γιά τόν ἱερό Ἄθωνα. Κατόπιν περιπλανήσεων στή Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας καί σέ ἡσυχαστήρια τῆς Καψάλας καί τῶν μονῶν Γρηγορίου καί Διονυσίου, κατέληξε -μέ τήν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ Γαλακτίωνος Κατουνακιώτου- στά Καυσοκαλύβια, ἀρχικά, στά 1660, στήν περιοχή τῆς Μεταμορφώσεως (μοναστικό οἰκισμό πού βρισκόταν σέ ὕψωμα, βόρεια τῶν Καυσοκαλυβίων) καί στή συνέχεια, στά 1680, στήν περιοχή τῆς σημερινῆς Σκήτης.


Τό σπήλαιο πού βρίσκεται στήν ἀνατολική πλευρά τῆς σκήτης σέ ὑψόμετρο 250 μέτρων, γνωστό στίς μέρες μας ὡς Σπήλαιο Ἁγίου Ἀκακίου καί στό ὁποῖο τό πρῶτο μισό τοῦ 14ου αἰ., εἶχε ἀσκηθεῖ ὁ μεγάλος ἁγιορείτης ἡσυχαστής ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης, ἔμελλε νά γίνει ἡ μοναχική παλαίστρα τοῦ ὁσίου Ἀκακίου. Ἐκεῖ, κάτω ἀπό δύσκολες συνθῆκες διαβίωσης, ἀγωνιζόταν μέ θαυμαστό τρόπο, ζώντας μέ ὑπερβολική -κατά τόν βιογράφο του- ἄσκηση. Σύμφωνα μέ τό Βίο, «ἐπειδή ὁ τόπος ἦταν ἄνυδρος, τόν μέν χειμώνα μάζευε βρόχινο νερό σέ μία στάμνα, τό δέ καλοκαίρι, ἐρχόταν ἕνα μικρό σύννεφο πάνω ἀπό τό Σπήλαιο καί ἔβρεχε, μέχρις ὅτου γέμιζε ἡ στάμνα καί τό σύννεφο ἔφευγε πάλι». Συχνές καί σφοδρές ἐπίσης ἦταν καί οἱ ἐπιθέσεις πού δεχόταν ὁ Ὅσιος ἀπό τούς δαίμονες, οἱ ὁποῖοι τόν πείραζαν ποικιλοτρόπως. Ἔτσι ἀγωνιζόμενος ὁ ὅσιος Ἀκάκιος, εἵλκυσε τή χάρη τοῦ Θεοῦ, πού τόν ἀντάμειψε μέ πολλές ἀρετές καί χαρίσματα, ὅπως τό διορατικό καί ἐκεῖνο τῆς νοερᾶς προσευχῆς, καθώς καί θείες ἀποκαλύψεις.


Ἡ φήμη τοῦ διορατικοῦ ἁγίου γέροντος ξέφυγε ἀπό τήν ἐρημική περιοχή τῶν Καυσοκαλυβίων. Ἔτσι ὁ Ὅσιος γίνεται γνωστός τόσο στό ὑπόλοιπο Ἅγιον Ὄρος ὅσο κι ἔξω ἀπ' αὐτό. Πολλοί -ἀνάμεσά τους καί "ἐπώνυμοι", ὅπως ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Χρύσανθος Νοταρᾶς (1707-1730) καί ὁ ρῶσος περιηγητής, μοναχός Βασίλειος Μπάρσκι (1701-1747), πού ἐπισκέφθηκε τόν Ὅσιο στά 1726- εἶναι αὐτοί πού φθάνουν στόν ὅσιο Ἀκάκιο καί φεύγουν ὠφελημένοι τόσο ἀπό τήν ἁγία του ζωή ὅσο κι ἀπό τή διδασκαλία του. Μέ τόν καιρό, ἀρκετοί μονάζοντες συγκεντρώθηκαν γύρω ἀπό τόν ὅσιο Ἀκάκιο, ἐμπιστευόμενοι τή σωτηρία τους στίς θεοπειθεῖς εὐχές του καί στίς πλούσιες ἁγιοπνευματικές ἐμπειρίες του. Ἔτσι, στίς ἀρχές τοῦ 18ου αἰ., ἔχουμε τήν ὀργάνωση ἀπό τόν Ὅσιο τῆς νέας μοναστικῆς αὐτῆς κοινότητας σέ Σκήτη, κατά τά πρότυπα τῆς σκήτης τῆς Ἁγίας Ἄννας. Λίγο ἀργότερα, μέ θαυματουργία τοῦ ἰδίου ἀνέβλυσε καί τό νερό-ἁγίασμα ἀπό τήν μέχρι τότε ἄγονη καί ἄνυδρη γῆ τῶν Καυσοκαλυβίων. Ἡ ὕπαρξη τοῦ νεροῦ συνέβαλε στήν περαιτέρω ἀκμή τῆς Σκήτης, ἡ ὁποία ἀφιερώθηκε ἀπό τόν ἅγιο ἱδρυτή της στήν Ἁγία Τριάδα. Οἱ μέχρι τότε πρόχειρα στημένες καλύβες κτίζονται τώρα πέτρινες, ἐνῶ δημιουργοῦνται οἱ κῆποι, ὁ ὑδρόμυλος καί ἄλλα κοινοφελῆ κτίσματα. Σύντομα κτίζεται καί τό πρῶτο Κυριακό τῆς σκήτης, μέ πρωτοβουλία τοῦ Λαυριώτη προηγουμένου καί σκευοφύλακα Νεοφύτου τοῦ Χίου (+ 1732). Ὁ τελευταῖος μάλιστα ἀξιωματοῦχος κατέστησε καί ἐπίσημα τόν ὅσιο Ἀκάκιο πρῶτο Δικαῖο στή Σκήτη, προσφέροντάς του καί τή σχετική ράβδο.


Ὁ ὅσιος Ἀκάκιος κατέχει μία ἀπό τίς δεσπόζουσες θέσεις στό ὑπερχιλιετές ἁγιορειτικό ἁγιολόγιο, ὄχι μόνο λόγω τῆς ἄκρας ἀσκήσεως καί τῶν πολλαπλῶν χαρισμάτων, τῶν πολλῶν θαυμάτων καί τῆς νεοησυχαστικῆς διδασκαλίας του ἤ ἐπειδή ἀναδείχθηκε ἱδρυτής τῆς δεύτερης στή τάξη Σκήτης τοῦ Ἄθω. Ἡ διακονία του στή Ἐκκλησία ὡς ἀλείπτου νεομαρτύρων θεωρεῖται ἀπό ὅλους τούς ἐρευνητές, ἐξίσου σημαντική. Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικό, ὅτι ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, στό Νέο Μαρτυρολόγιό του, ἔχει συμπεριλάβει καί τόν Βίο τοῦ ὁσίου Ἀκακίου, ἄν καί ὁ τελευταῖος δέν εἶχε μαρτυρικό τέλος «... διά τήν ὑπεράνθρωπον Πολιτείαν του καί τούς τρεῖς Ὁσιομάρτυρας ὁποῦ ἔκαμε», ὅπως γράφει ὁ ἴδιος ὁ ὅσιος Νικόδημος. Πρόκειται γιά τούς νέους ὁσιομάρτυρες Ρωμανό (†5 Ἰανουαρίου 1694), Νικόδημο (†10 Ἰουλίου 1722) καί Παχώμιο (†7 Μαῒου 1730), πού μαρτύρησαν γιά τόν Χριστό, ἀφοῦ πρῶτα ἑτοιμάστηκαν καί ἐμψυχώθηκαν ἀπό τόν ὅσιο Ἀκάκιο, ἀσκούμενοι ὡς ὑποτακτικοί του στήν Καλύβη τοῦ Ὁσίου.


Ἀξιοσημείωτη εἶναι καί ἡ διδασκαλία τοῦ ὁσίου Ἀκακίου. Τήν ἐποχή του, οἱ μοναστηριακές ἀρχές τοῦ Ἁγίου Ὄρους εἶχαν δείξει τήν πρόθεσή τους -πρός ἐλάττωση τῶν ἴδιων φορολογικῶν βαρῶν, πού προέρχονταν τόσο ἀπό τόν κεφαλικό ὅσο καί τόν κτηματικό φόρο- νά ἐπιβάλλουν φόρους στούς ἐκτός τῶν μονῶν ἀσκουμένους ἐξαρτηματικούς ἀδελφούς. Ἐκτός ἀπό τό γογγυσμό τῶν πατέρων τῆς Σκήτης γιά τά παραπάνω, κάποιοι ἐπιπλέον ἰσχυρίζονταν ὅτι ὁ κεφαλικός φόρος εἶναι τό σφράγισμα τοῦ ἀντιχρίστου. Ὁ Ὅσιος, στηρίζοντας τούς πατέρες καί κατ’ ἐπέκταση τούς ὑπόδουλους χριστιανούς στό νά ὑπομείνουν τή δοκιμασία τῆς δυσβάστακτης καί ἄδικης ἐκείνης φορολογίας, ἔλεγε: «Καλότυχος θά εἶναι αὐτός πού πληρώνει ἀγόγγυστα στούς Τούρκους τό χαράτσι καί τά ἄλλα δοσίματα», ἔχοντας κατανοήσει «τό τί ἀγαθά ἔχουν νά ἀπολαύσουν αὐτοί πού ὑπομένουν τόν βαρύτατο ζυγό τῶν ἄθεων τυρράνων γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ» καί «ὅτι θά συμμετέχουν στήν αἰώνια μακαριότητα, μέ τό νά πάσχουν τόσα δεινά, φυλάσσοντας τήν πίστη στόν Χριστό». Δίδασκε ἐπίσης ὅτι δύο σωματικές ἀρετές πρέπει νά καλλιεργεῖ ὁ μοναχός, στόν ἀγώνα του νά νικήσει τά σαρκικά πάθη· τή νηστεία καί τήν ἀγρυπνία. Κάποτε, στήν ἀπορία μαθητή του, πάνω στήν ἀλήθεια τοῦ λόγου τοῦ ὁσίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου πού λέγει, ὅτι ‘‘ἄν ὁ Χριστιανός δέν καταφέρει νά δεῖ τόν Χριστό στήν παρούσα ζωή, ἄς μήν ἐλπίζει νά τόν δεῖ οὔτε στή μέλλουσα’’, ἔλαβε τήν ἀπάντηση: «Ἀλήθεια εἶναι, τέκνο μου, καί μήν ἀμφιβάλλεις στούς λόγους τοῦ Ἁγίου. Κι αὐτό βέβαια διότι, ἄν ὁ Χριστιανός δέν ἀποκτήσει τήν ὅραση τῶν νοερῶν ὀφθαλμῶν, ὥστε νά βλέπει καθαρά τόν Χριστό ἐδῶ, στήν παρούσα ζωή, δέν ὑπάρχει τρόπος οὔτε ἐκεῖ νά τόν δεῖ». Στήν ἐρώτησε πάλι τοῦ μαθητή του, ἄν βλέπει ὁ ἄνθρωπος τόν Χριστό στήν παρούσα ζωή, μέ τά σωματικά ἤ τά νοερά μάτια, ἀπάντησε: «Μέ τά νοερά! Πλήν ὅμως νά ξέρεις, ὅτι ἐκεῖνος πού θά ἀξιωθεῖ αὐτοῦ τοῦ χαρίσματος, ὅταν ἔλθει σέ τέτοιες ἀποκαλύψεις, βλέπει τά νοερά σάν αἰσθητά. Κι αὐτό γιατί ἡ αἴσθηση τῶν σωματικῶν ὀφθαλμῶν μένει τότε τελείως ἀνενέργητη».


Ὁ ὅσιος Ἀκάκιος, μετά τήν ἀποδημία γιά τό μαρτύριο τοῦ ὁσιομάρτυρα Παχωμίου, ἀσθένησε καί ἀναχώρησε κι αὐτός γιά τόν Κύριο στίς 12 Ἀπριλίου, Κυριακή τῶν Μυροφόρων τοῦ ἔτους 1730, ἀφοῦ εἶχε προγνωρίσει τόν θάνατό του. Στόν τελευταῖο ἀσπασμό συνέτρεξε πλῆθος μοναχῶν ἀπ’ ὅλο τόν Ἄθω, πού ὅλοι τους θρηνοῦσαν γιά τή στέρησή του. Τόν κατά πλάτος Βίο καθώς καί τήν Ἀκολουθία τοῦ ὁσίου Ἀκακίου συνέταξε μετά τό 1740 ὁ λόγιος ὑποτακτικός του ἱερομόναχος Ἰωνᾶς ὁ Καυσοκαλυβίτης ἀπό τήν Καστανιά τῶν Ἀγράφων († 1765). Ὁ Ἰωνᾶς μάλιστα ἐκπλήρωσε τήν ἐπιθυμία τοῦ Ὁσίου νά ἀνεγερθοῦν τόσο τό νέο Κυριακό τῆς Ἁγίας Τριάδος (1745) ὅσο καί τό παρεκκλήσι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου (1747), μεριμνώντας μάλιστα καί γιά τήν ἱστόρησή τους ἀπό τόν Ἀγραφιώτη ὅσιο ἱερομόναχο Παρθένιο Σκούρτο καί τούς μαθητές του, περί τά 1759. Ἡ μνήμη τοῦ ὁσίου Ἀκακίου ἑορτάζεται πανορθοδόξως στίς 12 Ἀπριλίου. Στήν ἀσκητική ὅμως παλαίστρα του, τό ἱερό Σπήλαιο καί τήν ὁμώνυμη Καλύβη του, ὁ ὅσιος Ἀκάκιος τιμᾶται ἀπό τούς Καυσοκαλυβίτες Πατέρες τήν Κυριακή τῶν Μυροφόρων, μέ ὁλονύκτιο Πανηγυρική Ἀγρυπνία. Στό σεπτό Κυριακό τῆς Σκήτης, φυλάσσεται ἡ ἁγία κάρα τοῦ Ἁγίου, στήν Καλύβη του ἡ κάτω σιαγόνα του, ἐνῶ στή Μεγίστη Λαύρα τό μεγαλύτερο μερος τῶν ἱερῶν λειψάνων του. Στό σπήλαιο τῶν Καυσοκαλυβίων, πού φέρει καί τήν ἐπωνυμία του σώζεται καί ἡ κλινοστρωμνή τοῦ Ὁσίου.


Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ.α΄. Τόν συνάναρχον Λόγον


Πρός Χριστόν τόν Σωτῆρα Πάτερ Ἀκάκιε, σέ πρεσβευτήν καί μεσίτην ἡμεῖς κεκτήμεθα νῦν, συμπαράλαβε τούς τρεῖς Ὁσιομάρτυρας, σούς φοιτητάς τόν Ρωμανόν καί τόν Παχώμιον ὁμοῦ Νικόδημον καί αἰτεῖτε, δωρηθῆναι πλημελημάτων, ἡμῶν τήν λύσιν καί παντοίων δεινῶν.


Βιβλιογραφία

Προσκυνητάριον τῆς Βασιλικῆς καί Σεβασμίας Μονῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ ἐν τῷ Ἄθῳ. Συντεθέν μέν παρά Μακαρίου Κυδωνέως τοῦ ἐκ χώρας Χανίων, τοῦ Τριγώνη, τοῦ καί τῆς αὐτῆς Μονῆς Σκευοφύλακος, τύποις δέ νῦν πρῶτον ἐκδοθέν, ἐπιμελείᾳ καί δαπάνῃ τοῦ Πανοσιωτάτου Κυρίου Σεργίου ἱερομονάχου, τοῦ ἐκ ταύτης τῆς Ἁγίας Λαύρας. Ἐνετίησιν 1772, σ. 49-50. ΣΑΒΒΑΣ ΛΑΥΡΙΩΤΗΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΣ, Προσκυνητάριον τῆς βασιλικῆς καί σεβασμίας μονῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ ἐν τῷ Ἄθῳ, Ἐνετίησιν 1780, σ. 78-79. ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Νέον Μαρτυρολόγιον, Ἀθῆναι 1856, σ. 9 σημ. 1, 286-294. Τοῦ ἰδίου, Ἀκολουθία ἀσματική καί ἐγκώμιον τῶν ὁσίων καί θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν τῶν ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω διαλαμψάντων, Ἑρμούπολις 1847, σ. 80-88. ΕΥΛΟΓΙΟΣ ΚΟΥΡΙΛΑΣ ΛΑΥΡΙΩΤΗΣ, Ἱστορία τοῦ ἀσκητισμοῦ τ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1929, σ. 66-84. Εὐρυτανικόν Λειμωνάριον (ἐπιμέλ. Κ. Βαστάκη πρεσβυτ.), Ἀθήνα 1978. ΒΙΚΤΩΡ ΜΑΤΘΑΙΟΥ, Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τ.Δ΄, ἔκδ. Ε΄. ΓΚΑΛΙΟΣ Ν., Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1993. ΜΗΛΙΤΣΗΣ Γ., Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης, Τρίκαλα 1986. Πανηγυρική Ἀκολουθία Ἁγίου Ἀκακίου Καυσοκαλυβίτου, ἐκδ. Καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου, Ἅγιον Ὄρος 2001. ΠΑΤΑΠΙΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ, Ἅγιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ἀπό τό περιβόλι τῆς Παναγίας στόν κῆπο τοῦ Θεοῦ, ἐκδ. Καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου (σειρά "Ἐρημοπολίτες" ἀρ. 7), Ἅγιον Ὄρος 2001. Ο ΙΔΙΟΣ, Ἰωνᾶς ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ὁ βίος καί τά ἔργα μιᾶς πνευματικῆς μορφῆς τοῦ 18ου αἰ., ἔκδ. Καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου, Ἅγιον Ὄρος 1999. Ο ΙΔΙΟΣ, Ἁγιασμένες μορφές τῶν Καυσοκαλυβίων. Ἀπό τόν ὅσιο Μάξιμο ὥς τό Γέροντα Πορφύριο, ἔκδ. Καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου, Ἅγιον Ὄρος 2008, σ. 65-74. Β V. GRIGOROVIČ BARSKIJ, Πρώτη καί τρίτη περιοδεία εἰς τάς Μονάς καί τάς Σκήτας τοῦ Ἄθω. 1725-1726 (ρωσσιστί), Κίεβο 1877. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Vtoroe poseščeni. Svjatoj Gory [B΄ ἐπίσκεψις εἰς τό Ἁγιώνυμο Ὄρος τοῦ Ἄθω. Ἐντυπώσεις], ἔκδ. Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Παντελεήμονος Ρωσικοῦ, Ἁγία Πετρούπολη 1887. Vtoroe putešestvie po svjatoj gore Afonkoij Arhimandrita, nyne Episkopa, Porfirija Uspenskago v gody 1858, 1859 i 1861, i Opisanie Skitov Afonskih, Μόσχα 1880, σ. 304, 504.

Φωτογραφίες:

Ὁ ἅγ. Άκάκιος. Κέντημα σέ έπιγονάτιο. Καλύβη Ἁγ. Άκακίου / Τό σπήλαιο τοῦ ἁγ. Ἀκακίου. Καλύβη Ἁγ. Ἀκακίου / Τά ἱερά λείψανα τοῦ ἁγ. Ἀκακίου. Καλύβη Ἁγ. Ἀκακίου.

Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2019

ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΗΣ

13 Ἰανουαρίου: Μνήμη ἁγίου Μαξίμου Καυσοκαλύβη (+1365)
Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου
 'Αγιος Μάξιμος Καυσοκαλυβίτης, έργο του Παταπίου μοναχού Καυσοκαλυβίτη, Καλύβη Αγίου Ακακίου, Σκήτης Καυσοκαλυβίων
Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης, ὁ διά Χριστόν σαλός, ὁ Νέος Προφήτης, ὁ ὑπόπτερος, ὁ θαυματουργός, ἡ Ἡσυχαστής, ὁ Νηπτικός Πατήρ, ὁ Ἅγιος. Ἀρκετές εἶναι οἱ προσωνυμίες πού ἡ παράδοση τῆς Ἑκκλησίας μας ἀπέδωσε στόν Ἅγ. Μάξιμο, τήν πολυεδρική αὐτή ὁσιακή προσωπικότητα, πού συνδύαζε τήν ὑπακοή καί τήν τέλεια ταπείνωση τῶν ἀληθινῶν δούλων τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐκκεντρικότητα τοῦ διά Χριστόν σαλοῦ· τήν ἰδιότητα τοῦ θεραπευτῆ μέ τό διορατικό χάρισμα τοῦ προφήτη καί τόν φωτισμό ἑνός μυστικοῦ θεολόγου· τήν ἐνεργό ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν πλησίον μέ τόν θεωρητικό ἀναχωρητισμό, πού προϋποθέτει τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τόν κόσμο.
Ὁ Ἅγ. Μάξιμος θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ὡς ἡ "διαπρεπέστερη ἁγιορειτική ἀσκητική μορφή καθ' ὅλους τούς αἰῶνες" . Στά στενά πλαίσια τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ, θά προσπαθήσουμε νά σκιαγραφήσουμε μέ μικρές πινελιές τό συναξάρι τοῦ Ἁγίου. Ἡ χειρόγραφη παράδοση μᾶς ἀποκαλύπτει τήν φιλοσοφικώτατη καί χαριτόβρυτη μορφή του, μέσω τεσσάρων βιογράφων του: τοῦ Ἁγ. Νήφωνος τοῦ Καυσοκαλυβίτου, μαθητοῦ καί ὑμνογράφου αὐτοῦ, τοῦ Ἁγ. Θεοφάνους Περιθεωρίου τοῦ Βατοπεδινοῦ , τοῦ ἱερομ. Ἰωαννικίου τοῦ Κόχυλα καί τοῦ ἱερομ. Μακαρίου τοῦ Μακρῆ.
Ὁ Μικρασιάτης αὐτός Ἅγιος, γεννήθηκε στή Λάμψακο τοῦ Ἑλλησπόντου καί ἔλαβε τό ὄνομα Μανουήλ κατά τό ἅγιο βάπτισμα. Ὅταν ἦλθε σέ ἱκανή ἡλικία, οἱ γονεῖς του τόν ἀφιέρωσαν στό Ναό τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἐκπληρώνοντας ἔτσι τό τάμα τους στό Θεό, μιά πού ἦσαν πρίν γιά χρόνια ἄτεκνοι. Παραμένοντας στό ναό, πρόκοπτε σέ ὅλα τά πνευματικά καί φυσικά χαρίσματα. Πολύ συχνά ἐπισκεπτόταν Ὁσίους Γέροντες πού ἡσύχαζαν ἐκεῖ κοντά, γιά νά ἀκούει τίς ψυχωφελεῖς νουθεσίες τους. Τότε ὁ θεῖος ἔρωτας ἄναψε στή καρδιά του καί στά δεκαεπτά του χρόνια, ἄφησε γονεῖς καί πατρίδα περνώντας στό Ὄρος Γάνου ὅπου φόρεσε τό μέγα σχῆμα μετονομασθείς Μάξιμος . Μετα τήν κοίμηση τοῦ γέροντά του Μάρκου, ἀνεχώρησε γιά τό Παπίκιον , ὅπου βρῆκε ὁσίους ἄνδρες, ὅμοιους μέ τούς παλαιούς, μέ τούς ὁποίους συναναστρεφόμενος, ἀνέλαβε στόν ἑαυτό του ὅλες τίς ὑπέρ ἄνθρωπον ἀρετές τους, "καθώς δέχεται τό κερί τούς χαρακτῆρες τῆς βούλλας". Ἔπειτα πῆγε στή Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐπισκέφθηκε ὅλα τά προσκυνήματα καί τούς ναούς της, καταλήγοντας στό Ναό τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν, ὅπου παρέμεινε στό προαύλιό της μέ πεῖνα καί ἄσκηση, ἀγρυπνώντας ὅλη τή νύχτα καί συμπεριφερόμενος ὡς διά Χριστόν σαλός. Ἐπισκεπτόταν ὅμως καί τόν Πατριάρχη Ἅγ. Ἀθανάσιο , γιά νά ἀκούει τούς σοφούς λόγους του. Ὀ Πατριάρχης βλέποντας τήν ἀρετή του, προσπάθησε νά τόν πείσει νά κοινοβιάσει σέ μία ἀπό τίς Μονές τῆς Πόλης. Δέν τά κατάφερε ὅμως, μιά πού ὁ Ὅσιος προτίμησε τήν ἄσκησή του στό παραπάνω ναό.
Μετά ἀπό καιρό ἀνεχώρησε γιά τό Ἅγ. Ὄρος, ὅπου περιδιάβασε ὅλα τά μοναστήρια, καταλήγοντας στή Λαύρα τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου. Ἐκεῖ, διαβάζοντας τόν βίο καί τούς ἀγώνες τοῦ Ἁγίου, ὁμοίως καί τοῦ Ἁγ. Πέτρου τοῦ Ἀθωνίτου, ἐθαύμαζε τοῦ μέν Πέτρου τήν ἡσυχία, τοῦ δέ Ἀθανασίου τήν κοινοβιακή ζωή. Συλλογιζόμενος τήν προθυμία καί τήν ἐπιμέλεια πού εἶχαν καί οἱ δύο στό νά φυλάξουν τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἐπόθησε νά μείνει στόν τόπο ἐκεῖνο καί νά μιμηθεῖ καί τῶν δύο τή ζωή. Ἔμεινε λοιπόν στή Λαύρα, ἔχοντας τό διακόνημα νά ψάλλει στό Καθολικό, καθώς ὅταν ἦταν νέος ἔμαθε τήν μουσική. Ψάλλοντας συνετά καί μέ γνώση τῶν λεγομένων, ὕψωνε τό νοῦ του στόν ὑμνούμενο Θεό, χύνοντας δάκρυα κατανύξεως ὁ μακάριος. Ζοῦσε ὅμως μέ τήν ἴδια σκληραγωγία ὅπως τότε στό ναό τῶν Βαχερνῶν, καθώς οὔτε κελλίον εἶχε δικό του, ἔπαιρνε μόνο τήν ἀναγκαία τροφή ἀπό τήν τράπεζα καί ἀναπαυόταν στά στασίδια τοῦ νάρθηκα τῆς ἐκκλησίας.
Μετά ἀπό θεία ἐμφάνεια τῆς Θεοτόκου βρεφοκρατούσας, ὁ πιστός δούλος της, ἀποφάσισε νά ἀκολουθήσει τήν προτροπή της καί μιά μέρα, Σάββατο τῆς Πεντηκοστῆς, ἀνέβηκε στή κορυφή τοῦ Ἄθω, ὅπου ἔμεινε τρία μερόνυχτα προσευχόμενος ἀδιαλείπτως, δεχόμενος συνάμα φοβερούς πειρασμούς ἀπό τόν ἐχθρό. Ὅμως ὅλα αὐτά διαλύθηκαν, ὅταν ἐμφανίστηκε σ' αὐτόν ἡ Θεοτόκος μετά δόξης πολλῆς, περικυκλούμενη ἀπό πλῆθος φωτεινές μορφές, κρατοῦσα πάλι στά χέρια της τόν Υἱό της καί δημιουργό τῆς Κτίσεως καί ἐκπέμποντα ἄρρητη εὐωδία. Ἀφοῦ προσκύνησε ὁ Ἅγιος, ἄκουσε ἀπό τήν Παναγία τά παρακάτω: "Λάβε τήν χάριν κατά τῶν δαιμόνων, ὁ σεπτός ἀθλοφόρος καί κατοίκησε στούς πρόποδες τῆς κορυφῆς ττοῦ Ἄθω· διότι τοῦτο εἶναι τό θέλημα τοῦ Υἱοῦ μου, γιά ν' ἀνέβεις σέ ὕψος ἀρετῆς καί να γίνεις διδάσκαλος καί ὁδηγός σέ πολλούς καί νά τούς σώσεις". Μετά τοῦ δόθηκε οὐράνιος ἄρτος γιά τροφή. Καί με τή λήψη αὐτῆς, τόν μέν Ὅσιο περικύκλωσε θεῖο φῶς, ἡ δέ Θεοτόκος ἀνέβηκε στά οὐράνια, ἀφήνοντας στόν τόπο ἄρρητη εὐωδία καί ὑπερκόσμια λάμψη. Ὑπακούοντας τότε στή προσταγή τῆς Παναγίας, ὁ Ἅγιος κατέβηκε πρός τό Καρμήλιο , ὅπου βρίσκοντας ἕνα γέροντα, τοῦ διηγήθηκε τάς τῆς θείας ἐμφάνειας. Ἐκεῖνος ὅμως, θεώρησε αὐτά πλάνες. Ἔτσι τοῦ βγῆκε ἡ φήμη ὅτι εἶναι πλανεμένος καί περιφρονεῖτο ἀπό ὅλους. Ὅμως ὁ ἀπλανής ἐκεῖνος φωστήρας, δέχτηκε μέ χαρά τό νά τόν ὀνομάζουν πλανεμένο. Ὑποκρινόταν δέ πάντοτε ὅτι ἤταν πλανεμένος καί παρίστανε τόν διά Χριστόν σαλό, καλλιεργώντας ἔτσι τήν θεοειδή ἀρετή τῆς ταπεινοφροσύνης. Γι αὐτό καί δέν κατοίκησε σ' ἕνα τόπο σταθερά, ἀλλά σάν πλανεμένος μετατοπιζόταν συνεχῶς, ζώντας σέ σπήλαια ἤ κτίζοντας ὅπου πήγαινε μικρή καλύβα ἀπό ξύλα καί χόρτα, τήν ὁποία ἔκαιγε μετά ἀπό λίγο, πηγαίνοντας σέ ἄλλο μέρος καί φτιάχνοντας ἄλλη. Γι αὐτό καί τόν ἔλεγαν "καυσοκαλύβη" , καθώς σέ κανένα δέν εἶχε γίνει ἀντιληπτή ἡ μεγἀλη του ἀρετή. Ζοῦσε συνάμα μέ ὑπερβολική ἀκτημοσύνη. Κανείς δέν μπορεῖ νά παραστήσει τήν πείνα καί τήν δίψα πού ὑπέμενε, μαζί μέ τούς παγετούς τοῦ χειμώνα καί τά καύματα τοῦ θέρους, χωρίς δεύτερο ἔνδυμα, ἀνυπόδητος, χωρίς νά ἔχει ἀπό κάποιον καμμία ὑπόληψη. Μέ τόν καιρό ὅμως, κάποιοι ἀπό τούς ἁγίους γέροντες πού τόν συναναστράφηκαν, γνώρισαν τήν θεία χάρη πού κατοικοῦσε σ' αὐτόν καί δέν τόν ἔλεγαν πλέον πλανεμένο, ἀλλά τίμιο Μάξιμο καί φωστῆρα ὑπέρλαμπρο.
Κορυφαία στιγμή στό βίο τοῦ Ἁγ. Μαξίμου ἀποτελεῖ ὁ πολύ διαφωτιστικός διάλογός του μέ τόν Ἅγ. Γρηγόριο τό Σιναΐτη, τόν διαπρεπῆ αὐτόν διδάσκαλο τῆς νοερᾶς προσευχῆς τοῦ ΙΔ' αἰ.. ὁ ὁποῖος ἐπισκέφθηκε πολλούς Ὁσίους καί νηπτικούς ἄνδρες, ἀπό τό Ὄρος Σινᾶ μέχρι καί τήν Κρήτη καί ὁ ὁποῖος φθάνοντας γιά πρώτη φορά στό Ἅγ.Ὄρος, δέν βρῆκε- ὅπως ὁ ἴδιος ὁμολόγησε στούς μαθητές του-παρά 3 ἤ 4 μοναχούς νά ἀσκοῦνται στή νοερά προσευχή, ἀνάμεσα στούς ὁποίους ἦταν καί ὁ Ἅγ. Μάξιμος. Ἀφοῦ ἐγκαταστάθηκε στή σκήτη τοῦ Μαγουλᾶ , ἔγινε ποθητός σ'ὅλους τούς Πατέρες τοῦ Ὄρους καί ἰδιαίτερα στούς ἡσυχαστές, πού ἔτρεχαν σ'αὐτόν νά διδαχθοῦν τά μυστήρια τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Ἀκούγοντας ὁ Ἅγ. Γρηγόριος νά διηγοῦνται γιά τήν ὑπεράνθρωπη βιοτή καί τήν πλαστή μωρία τοῦ Ἁγ.Μαξίμου, θαύμασε καί ἔστειλε τούς μαθητές του νά προσκαλέσουν τόν Ὅσιο νά τόν ἐπισκεφθεῖ. Κατά θαυμάσιο τρόπο, ἐκεῖνος τούς ὑποδέχτηκε, χαιρετώντας καθένα μέ τό ὄνομά του, προλέγοντας καί τήν ἐπιθυμία τοῦ διδασκάλου τους. Ἀμέσως δέ, ἀναχώρησαν γιά τό κελλίον τοῦ Γρηγορίου. Ἐκεῖ οἱ δύο Ἅγιοι εἶχαν ἕναν διάλογο πού ἀποτελεῖ τήν διαφανέστερη ἀνάπτυξη τῆς θεωρίας περί νήψεως καί ἐκστάσεως τοῦ νοῦ, καί περιγράφει τήν κατάστασή του ὅταν ἐλλάμπεται ἀπό τό θεῖο φῶς κατά τήν προσευχή. Διακρίνει δέ μέ σαφήνεια καί προσοχή τά σημεῖα τῆς χάριτος ἀπό αὐτά τῆς πλάνης. Στό τέλος, ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ἔπεισε τόν Ἅγ. Μάξιμο νά παύσει πλέον νά καίει καλύβες καί νά μείνει σταθερά σ' ἕνα τόπο γιά νά ὠφελήσει καί ἄλλους πολλούς, σάν ἐμπειροτατος στήν ἀρετή.
Τότε ὁ Ὅσιος βρῆκε ἕνα σπήλαιο κοντά στοῦ κυρ Ἠσαΐα στό ὁποῖο διαμόρφωσε ἕνα ἀσκηταριό. Τότε ἔλαμψε ὅχι μόνο ἡ ἀρετή του- μιά πού ἐρχόντουσαν ἀπό ὅλα τά μέρη τοῦ Ὄρους μοναχοί γιά νά τόν συμβουλευτοῦν- μά καί ἡ ἁγιότητά του, μιά πού πλῆθος εἶναι τά θαύματα πού ἐπιτέλεσε. Τέλος, προλέγοντας τό τέλος του, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ σέ ἡλικία 95 ἐτῶν, τήν 13η Ἰανουαρίου . Προηγουμένως εἶχε δώσει ἐντολή στούς ἐνταφιαστές του νά μή μεταθέσουν σέ ἄλλο τόπο τό λείψανό του, ἀλλά νά τό ἀφήσουν κρυμμένο στό τάφο γιά νά μή δοξάζεται ἀπό τούς ἀνθρώπους .
Τό γεγονός ὅτι λίγο μετά τήν ὁσιακή κοίμηση τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη καί σέ διάστημα λίγων δεκαετιῶν (τέλη 14ου-ἀρχές 15ου αἰ.), γράφηκαν πρός τιμήν του τέσσερις Βίοι (ὑπό τῶν ἱερομονάχων Νήφωνος, Θεοφάνους Περιθεωρίου, Μακαρίου Μακρῆ καί Ἰωαννικίου Κόχιλα), οἱ ὁποῖοι σέ μεταγενέστερες ἐποχές παρουσιάστηκαν σέ ἁπλούστερη δημώδη γλώσσα μέ τή βοήθεια τεσσάρων παραφράσεων (ὑπό Διονύσιου Ρήτορος, Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἰακώβου Νεασκητιώτου καί ἑνός ἑτέρου ἀγνώστου) -ὅλα τους κείμενα ἀθωνικῆς προέλευσης- ἀποδεικνύει τήν μεγάλη ἀπήχηση πού εἶχε στόν ἁγιορειτικό κόσμο ἡ ἱερή μορφή τοῦ ὁσίου Μαξίμου. Ἐδῶ θά πρέπει νά τονιστεῖ ὅτι οἱ Βίοι τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη, ἐκτός ἀπό ὑψηλοῦ ἐπιπέδου ἁγιολογικά κείμενα, ἀποτελοῦν ταυτόχρονα καί σημαντικές πηγές τόσο γιά τά θεολογικά ζητήματα τῆς ἐποχῆς (αἵρεση Μασσαλιανῶν, Ἀκινδύνου) ὅσο γιά ἱστορικά γεγονότα, πρόσωπα καί τοπωνύμια πού ἔχουν μεγάλη σημασία γιά τήν ἱστορία πού ἀφορᾶ εἰδικότερα στόν ὑστεροβυζαντινό Ἄθω καί γενικότερα τό Βυζάντιο κατά τήν ἐξεταζόμενη περίοδο. Ὁρισμένες μάλιστα ἀπό τίς πληροφορίες πού μᾶς δίνουν οἱ Βίοι, θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ὅτι ἔχουν τόν χαρακτῆρα τῆς μοναδικότητας.
Παράλληλα, γιά τίς λειτουργικές ἀνάγκες ὅσων ἐπιθυμοῦσαν νά προστρέξουν στίς πρεσβεῖες του καί νά ἔχουν μία ἐναργέστερη σχέση μαζί του, συντέθηκαν τρεῖς Ἀκολουθίες, Παρακλητικοί Κανόνες, Χαιρετιστήριοι Οἶκοι καί πλῆθος ἄλλων ὑμνογραφημάτων (κυρίως ἀπό τούς Νήφωνα Ἀθωνίτη, Ἱερεμία Πατητᾶ, Ἰάκωβο Νεασκητιώτη, Νήφωνα Ἰβηροσκητιώτη, Ἱλαρίωνα Ξενοφωντινό καί Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη), ἐνῶ παράλληλα, οἱ πολυάριθμες ἀπεικονίσεις του στούς ἀθωνικούς ναούς ἐπέτειναν τήν παρουσία του στίς ψυχές τῶν Ἁγιορειτῶν μοναχῶν πού ἔβλεπαν σ’ αὐτόν ἕνα ἀσφαλές πρότυπο πρός μίμηση γιά τή σωστή βίωση τῶν μοναχικῶν ἀρετῶν καί τήν ἐπίτευξη τῆς σωτηρίας τους.
Ἀκόμη καί κατά τούς ἔσχατους αὐτούς καιρούς πού ζοῦμε, ὅπου τά πάντα ἀμφισβητοῦνται καί ἀναθεωροῦνται καί πού ἴσως κανείς πιά δέν πολιτεύεται ὅπως ὁ Ἅγ. Μάξιμος, αὐτός ἐπιμένει νά προτείνει τή δική του χαρισματική "ὑπέρβαση" σάν διέξοδο ἀπό τά σημερινά "ἀδιέξοδα". Ἡ ἐνθύμηση καί μόνο τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἀγωνιστοῦ εἶναι γιά μᾶς πηγή ἔμπνευσης καί ἐλπίδας ὅτι μέ τή τιμή καί προσευχή μας πρός αὐτόν, θά ἐλκύσουμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία μας.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχ. πλ. Α΄. Τόν συνάναρχον Λόγον.
Μητρικῆς ἐκ νηδύος ὅσιε Μάξιμε, ἐκλογῆς ὡς δοχεῖον ἀνατεθείς τῷ Θεῷ, τοῦ θείου γνόφου ὡς Μωσῆς κατηξίωσαι, καί τά πόῤῥῳ προορᾶν, κατά τόν μέγαν Σαμουήλ, τοῦ Ἄθω τό θεῖον θαῦμα, τῆς Θεοτόκου ὁ λάτρης ᾗ καί πρεσβεύεις ὑπέρ πάντων ἡμῶν.

Ἀπό τήν Καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου ἔχει ἐκδοθεῖ ἡ Ἱερά Ἀσματική καί Πανηγυρική Ἀκολουθία τοῦ ὁσίου Μαξίμου, ἐνῶ πρόσφατα, ἀπό τίς ἐκδόσεις ΜΥΓΔΟΝΙΑ ἔχει ἐκδοθεῖ τό βιβλίο:
Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου, Ὁσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης. Ἁγιολογία-Ὑμνογραφία-Τέχνη. Συμβολή στή μελέτη τοῦ Ἁγιορειτικοῦ Μοναχισμοῦ κατά τόν 14ο αἰώνα, Θεσσαλονίκη 2010,σελίδες 550, ὅπου συγκεφαλαιώνεται ἡ περί τοῦ ὁσίου Μαξίμου βιβλιογραφία.

Τετάρτη 15 Αυγούστου 2018

ΑΘΩΝΙΚΟ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟ

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ μέ τήν εὐκαιρία τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, κατά τήν ὁποία πανηγυρίζει ἡ Καλύβη τοῦ Ἁγ. Ἀκακίου ἀλλά καί ὁλόκληρο τό Ἅγιον Ὄρος Ἄθως, πού εἶναι ἀφιερωμένο στήν Παναγία, εὔχεται σέ ὅλους τούς ἀναγνῶστες μας, ἀλλά καί τούς προσκυνητές τοῦ Ἁγίου Ὄρους ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ καί πλούσια τήν εὐλογία τοῦ Κυρίου καί τῆς ἐν πρεσβείαις ἀκοιμήτου Θεοτόκου.

 Ἡ Κοίμησις τῆς Θεοτόκου.
Τοιχογραφία (λεπτομέρεια) στό παρεκκλήσι τῆς Κοιμήσεως Θεοτόκου τῆς καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου Καυσοκαλυβίων, 1759.
Ἐργαστήριο ἱερομον. Παρθενίου τοῦ ἐξ Ἀγράφων

Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2018

13 Ιανουαρίου: Μνήμη Αγίου Μάξιμου Καυσοκαλύβη (+1365)

ΟΣΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΗΣ                          

Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

  Ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης 
    
Πρόκειται γιά μία ἀπό τίς διαπρεπέστερες ἁγιορειτικές μορφές μέ μεγάλη ἀπήχηση καί ἀναγνωρισιμότητα τόσο στόν ἀθωνικό ὅσο καί στόν πανορθόδοξο χώρο.
   Ὁ ὅσιος Μά­ξι­μος γεν­νή­θη­κε περί τό 1270-75 στή Λάμ­ψα­κο τῆς ἀ­σι­α­τι­κῆς πλευ­ρᾶς τοῦ Ἑλ­λη­σπόν­του καί στό ἅ­γιο βά­πτι­σμα τοῦ δό­θη­κε τό ὄ­νο­μα Μα­νου­ήλ. Γιά σπου­δές δέ γί­νε­ται ἰ­δι­αί­τε­ρος λό­γος στό Βί­ο τοῦ Ὁσί­ου. Αὐ­τό ὅ­μως πού ἀ­πό πο­λύ νω­ρίς ἐκ­δη­λώ­θη­κε καί πού ἐ­πα­νερ­χό­ταν συ­νε­χῶς στή ζω­ή του, ἦ­ταν ἡ με­γά­λη του εὐ­λά­βεια καί μιά δι­ά­πυ­ρη προ­σή­λω­ση στό πρό­σω­πο τῆς Μη­τέ­ρας τοῦ Θε­οῦ, τήν ὁ­ποί­α ἔ­μελ­λε νά ἔ­χει συμ­πα­ρα­στά­τη στούς με­τέ­πει­τα ἀ­σκη­τι­κούς του ἀ­γῶ­νες. Προ­άγ­γε­λος τῶν τε­λευ­ταί­ων ἦ­ταν τό γε­γο­νός ὅ­τι τό­ση ἦ­ταν ἡ εὐ­σπλαγ­χνί­α πού ἔ­δει­χνε πρός τούς φτω­χούς, πού ὄ­χι μό­νο μοί­ρα­ζε κρυ­φά τό ψω­μί του σ’ αὐ­τούς μά καί κι αὐ­τά τά ἴ­δια του τά ροῦ­χα, μέ συ­νέ­πεια νά μέ­νει ἀρ­κε­τές φο­ρές ἐ­κτε­θει­μέ­νος στό χει­με­ρι­νό ψῦ­χος. Κά­τι ἄλ­λο πού ἐ­ξί­σου θά τόν χα­ρα­κτή­ρι­ζε στά χρό­νια πού ἀ­κο­λού­θη­σαν καί πού φά­νη­κε κι αὐ­τό ἀ­πό τά παι­δι­κά του χρό­νια, ἦ­ταν ἡ προ­σποι­η­τή διά Χριστόν σα­λό­τη­τα.
   Σέ ἡ­λι­κί­α δε­κα­ε­πτά ἐ­τῶν, ἀ­πο­φεύ­γον­τας τό γά­μο πού ἑ­τοί­μα­ζαν γι’ αὐ­τόν οἱ γο­νεῖς του καί πο­θῶν­τας τό βί­ο τῆς ἄ­σκη­σης, ἀ­να­χώ­ρη­σε ἀ­πό τό πα­τρι­κό του σπί­τι γιά τό Ὄ­ρος Γά­νος τῆς Θράκης, ὅ­που καί ἔ­γι­νε μο­να­χός ἀ­πό τό Γέ­ρον­τα Μᾶρ­κο. M­ε­τά τήν κοί­μη­ση τοῦ γέ­ρον­τά του, ὁ Μά­ξι­μος ἀ­να­χώ­ρη­σε γιά ἕ­να ἄλ­λο σπου­δαῖ­ο μο­να­στι­κό κέν­τρο πού βρι­σκό­ταν στά ὅ­ρια Θρά­κης καί Μα­κε­δο­νί­ας, τό Πα­πί­κιον Ὄ­ρος. Μέ τήν με­τα­κί­νη­σή του αὐ­τή ὁ ὅσιος Μά­ξι­μος ἐγ­και­νί­α­σε μί­α ὁ­λό­κλη­ρη σει­ρά ἀ­νά­λο­γων με­τα­κι­νή­σε­ων πού θά πραγματοποιοῦσε στήν ἑ­πό­με­νη πε­ρί­ο­δο. Στό Πα­πί­κιο ὁ ὅσιος Μά­ξι­μος συ­νάν­τη­σε μο­να­χούς πού ζοῦ­σαν ἔ­ξω ἀ­πό τόν πε­ρί­βο­λο τῆς ἐ­κεῖ μο­νῆς «εὗ­ρεν ἄν­δρας ἐξ ὁ­λο­κλή­ρου Θε­ῷ κα­θι­ε­ρω­μέ­νους, ἀ­ο­ί­κους, ἀ­στέ­γους, ἀ­τρό­φους, ἀ­ΰ­λους», πού τά κου­ρέ­λια ἦ­ταν τό μό­νο τους ἔν­δυ­μα, μή ἔ­χον­τας τήν πα­ρα­μι­κρή πε­ρι­ου­σί­α. Αὐ­τοί οἱ ἀ­να­χω­ρη­τές πρέ­πει ὁ­πωσ­δή­πο­τε νά στά­θη­καν ὁ­δο­δεῖκτες στό δρό­μο πού θά ἀ­κο­λου­θοῦ­σε ὁ Ὅσιος, ἀ­φοῦ τό με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τῆς μο­να­χι­κῆς ζω­ῆς του -ἄν ἐ­ξαι­ρέ­σου­με τήν πε­ρί­ο­δο πού αὐ­τός δι­έ­με­νε στή Με­γί­στη Λαύ­ρα– τό περ­νοῦ­σε ἔ­ξω ἀ­πό τά μο­να­στη­ρια­κά τεί­χη, πε­ρι­πλα­νώ­με­νος στήν ἀ­θω­νι­κή ἔ­ρη­μο.
   Ἀ­πό τό Πα­πί­κιο ὁ Ὅσιος κα­τευ­θύν­θη­κε πρός τήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη γιά προ­σκύ­νη­μα καί ‘‘γιά νά μή μεί­νει ἄ­γευ­στος ἀ­πό τά κα­λά πού ὑ­πῆρ­χαν σ’ αὐ­τήν καί ἀρ­θροί­ζον­τας ἔ­τσι ἀ­π’ ὅ­λα αὐ­τά πού τοῦ ἦ­ταν χρη­σι­μό­τε­ρα­’’. Στή Βα­σι­λεύ­ου­σα ἐ­πέ­λε­ξε σάν τό­πο κα­τοι­κί­ας του μί­α σκη­νή πού ἔ­στη­σε τό πιθανότερο δίπλα στό ναό τῆς Παναγίας τῆς Ὁδηγήτριας, στήν ὁμώνυμη μονή. Ἦ­ταν ἡ ἐ­πο­χή πού βα­σί­λευ­ε ὁ Ἀν­δρό­νι­κος Β΄ ὁ Πα­λαι­ο­λό­γος (1282-1328) ὁ ὁ­ποῖ­ος γνώ­ρι­σε τόν Ὅ­σιο καί ἀ­πό τό­τε τόν κα­λοῦ­σε συ­χνά στό πα­λά­τι. Ἐ­κεῖ ὁ Ὅ­σιος φαι­νό­ταν σέ ὅ­λους θαυ­μα­στός καί ἐν­τυ­πω­σί­α­ζε μέ τή σο­φί­α του καί τήν ἄρ­τια γνώ­ση τῶν Γρα­φῶν, ἄν καί ἦ­ταν «ἄ­μοι­ρος παι­δε­ί­ας ἑλ­λη­νι­κῆς»­, κάτι γιά τό ὁποῖο ὁ Μέγας Λογοθέτης, τό πιθανότερο ὁ Θεόδωρος Μετοχίτης, τόν εἰρωνευόταν.


   Στήν Πό­λη ὁ Ὅ­σιος δέν πα­ρέ­λει­ψε νά συ­να­να­στρέ­φε­ται τόν τό­τε Πα­τριά­ρχη ἅγιο Ἀ­θα­νά­σιο τόν Α΄ (1289-1293, 1303-1311) τόν ὁ­ποῖ­ο καί ὀ­νό­μα­ζε ‘‘νέ­ο Χρυ­σό­στο­μο­’’. Ἁ­γι­ο­ρεί­της ὁ ἴ­διος κα­θώς ἦ­ταν καί φι­λο­μό­να­χος, πρό­τει­νε ἐ­πα­νει­λημ­μέ­να στό Ὅ­σιο νά ἐγ­κα­τα­βι­ώ­σει σ’ ἕ­να ἀ­πό τά μο­να­στή­ρια πού ἐ­κεῖ­νος εἶ­χε ἱ­δρύ­σει στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη. Ὁ Ὅ­σιος ὅ­μως προ­τί­μη­σε νά ‘‘τα­λαι­πω­ρεῖ­ται διά Χρι­στό­ν’’ καί νά ζεῖ ὡς διά Χρι­στόν σα­λός, ἀ­γρυ­πνῶν­τας σέ μιά στο­ά τοῦ να­οῦ τῶν Βλα­χερ­νῶν. Μέ τόν τρό­πο αὐ­τό ζοῦ­σε ὁ ὅσιος Μά­ξι­μος τήν πε­ρί­ο­δο πρίν ἀ­να­χω­ρή­σει γιά τό Ἅγιον Ὄ­ρος, ὥ­στε νά μή γνω­ρί­σει ὁ κό­σμος τίς κα­τά Θε­όν ἀ­ρε­τές του καί «διὰ νὰ μὴν ἀ­πο­τι­νά­ξῃ τὸν καρ­πὸν τῆς ἀ­ρε­τῆς ὁ ἄ­νε­μος τῆς ἀν­θρω­πα­ρε­σκεί­ας».
   Ἀ­πό τή Βα­σι­λεύ­ου­σα ὁ Ὅσιος, ἀ­φοῦ τα­ξί­δευ­σε μέ­σω Θεσ­σα­λο­νί­κης ὅ­που προ­σκύ­νη­σε τόν ἅγιο Δη­μή­τριο καί τήν ὁσία Θε­ο­δώ­ρα, ἔ­φθα­σε στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος, πού ἔ­μελ­λε νά εἶ­ναι τό ἐν­δι­αί­τη­μά του γιά τό ὑ­πό­λοι­πο τῆς ζω­ῆς του. Ἀρ­χι­κά, ὁ Ὅσιος κοι­νο­βί­α­σε στή Με­γί­στη Λαύ­ρα, ὅ­που δι­α­κό­νη­σε καί ὡς ψάλ­της μιά πού κα­τεῖ­χε τή ψαλ­τι­κή τέ­χνη, καταφέρνοντας νά ψάλ­λει μέν μέ τό στό­μα του, μέ τήν καρ­διά του δέ νά προ­σεύ­χε­ται νο­ε­ρῶς.
   Ἀ­φοῦ πέ­ρα­σε ἕ­να ἀ­προσ­δι­ό­ρι­στο χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα στή Λαύ­ρα, ὁ Ὅ­σιος ἀ­να­χώ­ρη­σε γιά τίς πιό ἔρημες καί δύσβατες περιοχές, στό ἔσχατο σημεῖο τῆς ἀθωνικῆς χερσονήσου, στήν λεγόμενη ‘‘ἔ­ρη­μο­’’, πού ἐ­κτεί­νε­ται στούς νό­τιους πρό­πο­δες τοῦ Ἄ­θω. Ἐ­ρέ­θι­σμα γιά τήν με­τα­κί­νη­σή του αὐ­τή στά­θη­κε ἕ­να ὄ­νει­ρο πού εἶ­δε τρεῖς φο­ρές, μέ­σα ἀ­πό τό ὁ­ποῖ­ο ἡ Θε­ο­μή­τωρ βρε­φο­κρα­τοῦ­σα τοῦ εἶ­πε: «Δεῦ­ρο, πι­στό­τα­τε Μά­ξι­με, ἀ­κο­λο­ύ­θει μοι»­. Ἀ­φοῦ ὁ Ὅ­σιος βε­βαι­ώ­θη­κε ὅ­τι δέν πρό­κει­ται γιά ἀ­πά­τη τοῦ δι­α­βό­λου πα­ρά γιά θε­ϊ­κή ὁ­πτα­σί­α, ὁ Ὅ­σιος ξε­κί­νη­σε γιά τήν κο­ρυ­φή τοῦ Ἄ­θω. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος πα­ρέ­μει­νε μό­νος γιά τρί­α ἡ­με­ρό­νυ­κτα, ὅπου ἀξιώθηκε νά δεῖ ὀφθαλμοφανῶς τήν Κυ­ρί­α Θε­ο­τό­κο βρε­φο­κρα­τοῦ­σα, γιά μί­α ἀ­κό­μα φο­ρά, ἡ ὁποία τοῦ εἶ­πε: «Δέ­ξαι κα­τὰ δαι­μό­νων ἰ­σχύν, ὁ σε­πτὸς ἀ­θλο­φό­ρος καὶ κα­τοί­κει ἀ­τρό­μως ἐ­πὶ τὰ τοῦ Ἄ­θω­νος πρό­σπο­δα. Τοῦ­το γάρ σοι ὁ ἐξ ἐ­μοῦ τε­χθεὶς ἀ­σπό­ρως χα­ρί­ζε­ται, ἵ­να ὁ­δη­γή­σῃς πολ­λοὺς πρὸς ἐκ­πλή­ρω­σιν τῶν αὐ­τοῦ θε­ί­ων προ­στά­ξε­ων».
  Ἔ­τσι ὁ ὅσιος Μά­ξι­μος, ὑ­πα­κού­ον­τας τή Θε­ο­τό­κο, ἄρ­χι­σε νά πε­ρι­πλα­νᾶ­ται σ’ ὅ­λη τή δύ­σβα­τη αὐ­τή πε­ρι­ο­χή, στήν ὁ­ποία οἱ συν­θῆ­κες τό χει­μῶ­να εἶ­ναι ἐ­ξαι­ρε­τι­κά δύ­σκο­λες. Τό πιό πι­θα­νόν, στίς πε­ρι­πλα­νή­σεις του, νά ἔ­μει­νε γιά ἕ­να δι­ά­στη­μα κον­τά στή θάλ­λα­σα,  στή ση­με­ρι­νή το­πο­θε­σί­α τῶν Καυ­σο­κα­λυ­βί­ων, πα­ρ’ ὅ­λο πού κα­νείς ἀ­πό τούς τέσ­σε­ρις βι­ο­γρά­φους του δέν τόν συ­σχε­τί­ζουν μ’ αὐ­τήν τήν πε­ρι­ο­χή. Στό Βί­ο ὅ­μως τοῦ ὁσίου Ἀ­κα­κί­ου τοῦ Νέ­ου τοῦ Καυ­σο­κα­λυ­βί­του (1630-1730) ἱ­δρυ­τῆ τῆς σκή­της τῆς Ἁγίας Τριά­δος Καυ­σο­κα­λυ­βί­ων,  πού γρά­φη­κε στά μέ­σα τοῦ 18ου αἰ. ἀ­πό τόν ἱ­ε­ρο­μό­να­χο Ἰ­ω­νᾶ τόν Καυ­σο­κα­λυ­βί­τη († 1765) ἀ­να­φέ­ρε­ται (ἀ­πη­χῶν­τας προ­φα­νῶς ἰ­σχυ­ρή καί ζῶ­σα τό­τε σχε­τι­κή προ­φο­ρι­κή πα­ρά­δο­ση) ὅ­τι ὁ ὅσιος Ἀ­κά­κιος κα­τοί­κη­σε στό Σπή­λαι­ο ὅ­που πρίν κα­τοι­κοῦ­σε ὁ ὅσιος Μά­ξι­μος ὁ Καυ­σο­κα­λύ­βης. Στό πέ­ρα­σμα ἀ­κρι­βῶς τοῦ ὁσίου Μα­ξί­μου ἀ­πό τόν τό­πο, κα­τά τόν ἴ­διο αὐ­τό βι­ο­γρά­φο ἀλ­λά καί στή ζῶ­σα καί σή­με­ρα πα­ρά­δο­ση τῆς σκή­της, ὀ­φεί­λε­ται ἡ ὀ­νο­μα­σί­α τοῦ τό­που ‘‘Καυ­σο­κα­λύ­βια­’’. Τό πι­θα­νό­τε­ρο εἶ­ναι ὅ­τι σ’ αὐ­τήν τήν πε­ρί­ο­δο τῆς ζω­ῆς του ὁ Ὅσιος ἄρ­χι­σε ἐ­κεί­νη τή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα ἡ ὁ­ποί­α ἰ­δι­αι­τέ­ρως φαί­νε­ται νά ἐν­τυ­πω­σί­α­σε τούς συγ­χρό­νους του καί πού τοῦ ἔ­δω­σε τή προ­σω­νυ­μί­α του ‘‘Καυ­σο­κα­λύ­βης’’, καί­γον­τας τίς κα­λύ­βες πού ὁ ἴ­διος πρίν εἶ­χε κα­τα­σκευά­σει καί με­τα­κο­μί­ζον­τας ἀλ­λοῦ, μό­λις γι­νό­ταν γνω­στή ἡ κα­τοι­κί­α του.
  Ὁ Ὅσιος συ­νέ­χι­σε τόν ‘‘πλά­νη­τα’’ αὐ­τόν ‘‘βί­ο­’’ γιά δέ­κα πε­ρί­που χρό­νια καί με­τά, ἀ­κο­λου­θῶν­τας τίς συμ­βου­λές τοῦ ὁσίου Γρη­γο­ρί­ου τοῦ Σι­να­ΐ­του, ἔ­πα­ψε νά καί­ει τίς κα­λύ­βες του καί ἔ­μει­νε στα­θε­ρά σ’ ἕ­ναν τό­πο. Στό κελ­λί ἐ­κεῖ­νο, πού βρι­σκό­ταν στήν εὐ­ρύ­τε­ρη λαυρεωτική πε­ρι­ο­χή τήν λε­γό­με­νη ‘‘τοῦ κύρ Ἠ­σα­ΐ­ου’’, ἐ­κοι­μή­θη ὁ Ὅσιος, ἀ­φοῦ εἶ­χε προ­εί­πει τό τέ­λος του σέ κά­ποι­ο μο­να­χό, καί ἐ­τά­φη σέ πέ­τρι­νο μνῆ­μα πού ὁ ἴ­διος εἶ­χε ἑ­τοι­μά­σει γιά τόν ἑ­αυ­τό του, σέ ἡ­λι­κί­α ἐ­νεν­νην­τα­πέν­τε ἐ­τῶν, στίς 13 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου, τό πιθανότερο -σύμφωνα μέ ὅλες τίς ἐνδείξεις- μεταξύ τῶν ἐτῶν 1365-70. 


Σ’ αὐ­τήν τήν τε­λευ­ταί­α του κα­τοι­κί­α ἦ­ταν πού ὁ ὅσιος Μά­ξι­μος, ὑ­πο­δέ­χθη­κε, πε­ρί τό 1350, τούς βυ­ζαν­τι­νούς συμ­βα­σι­λεῖς Ἰ­ω­άν­νη Ε΄ Πα­λαι­ο­λό­γο (1341-1391) καί Ἰ­ω­άν­νη ΣΤ΄ Καν­τα­κου­ζη­νό (1347-1352)  κα­θώς καί τόν Πα­τριά­ρχη Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως ἅγιο Κάλ­λι­στο Α΄ (1350-1354 καί 1355-1356), πε­ρί τό ἔ­τος 1363 καί πε­ρί τῶν ὁ­ποί­ων οἱ προρ­ρή­σεις του ἐ­πα­λη­θεύ­τη­καν μέ ἀ­κρί­βεια.
  Στήν θαυμαστή προσωπικότητα τοῦ ὁσίου Μαξίμου δύο κυρίως εἶναι τά στοιχεῖα πού τόν χαρακτηρίζουν ἰδιαίτερα στή χορεία τῶν ἁγιορειτῶν ὁσίων: ἡ ἡσυχαστική διάσταση τῆς ἀσκήσεώς του καί ἡ διά Χριστόν σαλότητά του. 
Κα­τά τ’ ἄλ­λα, ὁ Βί­ος τοῦ ὁσίου Μα­ξί­μου εἶ­ναι γε­μᾶ­τος ἀ­πό θαυ­μα­στές ἐ­νέρ­γει­ές του, προ­ο­ρά­σεις καί δι­ο­ρά­σεις καί  θε­ρα­πεῖ­ες ἀ­σθε­νῶν, δαι­μο­νι­σμέ­νων κ. ἄ., μέ ἀ­πο­κο­ρύ­φω­μα τό ὄν­τως ἐν­τυ­πω­σια­κό καί ὑ­περ­φυ­σι­κό πού ἀ­πο­κά­λυ­ψε ὁ δεύ­τε­ρος βι­ο­γρά­φος του ὅσιος Θε­ο­φά­νης Περιθεωρίου, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πι­κα­λού­με­νος τόν Θε­ό ὡς μάρ­τυ­ρα δι­η­γή­θη­κε ὅ­τι ‘‘ἰ­δί­οις ὄμ­μα­σιν’’ εἶ­δεἱ­πτά­με­νον τόν ὅ­σιον καί ὑ­πό­πτε­ρον καί δι­α­έ­ριον’’ νά ἔρχεται πρός αὐτόν, ἀπό τά ὑψώματα τοῦ Ἄθω καί ὑπεράνω βράχων καί ψηλῶν δένδρων.
   Ὁλοκληρώνοντας τέλος τό συνοπτικό αὐτό συναξάρι, πρέπει νά ἀναφέρουμε ὅτι σημαντική εἶναι καί ἡ διδασκαλία τοῦ ὁσίου Μαξίμου, τήν ὁποῖα ὡς «φωστὴρ φωστήρων καὶ ὁδηγὸς ἀπλανὴς πλανωμένων καὶ ἀστὴρ φαεινότατος καὶ παράκλησις τῶν μοναζόντων τοῦ Ἄθωνος, πάντων τῶν μετὰ πίστεως φοιτώντων· οὐ μόνον τῶν μοναχῶν, ἀλλὰ δὴ καὶ βασιλέων στήριγμα καὶ ὁδηγὸς πρὸς ὠφέλειαν» πρόσφερε πλουσιοπάροχα. 

Ἡ ἡσυχαστική διδασκαλία τοῦ ὁσίου Μαξίμου συνοψίζεται κυρίως στό διάλογο πού ἐκεῖνος εἶχε μέ τόν ἅλλο μεγάλο Ἀθωνίτη ἡσυχαστή ὅσιο Γρηγόριο τόν Σιναΐτη. Ὁ διάλογος αὐτός μπορεῖ νά θεωρηθεῖ σταθμός στή νηπτική γραμματεία καθώς ἀ­πο­τε­λεῖ τήν δι­α­φα­νέ­στε­ρη ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς θε­ω­ρί­ας πε­ρί νή­ψε­ως καί ἐκ­στά­σε­ως τοῦ νοῦ, καί πε­ρι­γρά­φει τήν κα­τά­στα­σή του ὅ­ταν ἐλ­λάμ­πε­ται ἀ­πό τό θεῖ­ο φῶς κα­τά τήν προ­σευ­χή. Δι­α­κρί­νει δέ μέ σα­φή­νεια καί προ­σο­χή τά ση­μεῖ­α τῆς χά­ρι­τος ἀ­π’ αὐ­τά τῆς πλά­νης. Ἕ­νας ἀ­πό τούς καρ­πούς τῆς προ­σευ­χῆς εἶ­ναι καί ὁ θεῖ­ος ἔ­ρω­τας πού γεν­νι­έ­ται στήν φλε­γό­με­νη καρ­διά τοῦ προ­σευ­χο­μέ­νου. Στά τέλη τοῦ 18ου αἰ., ἕνα σημαντικό ἀπόσπασμα τοῦ διαλόγου αὐτοῦ, λό­γῳ τῆς σπου­δαι­ό­τη­τας καί ὑψηλῆς πνευματικότητάς του, συμ­πε­ρι­λή­φθη­κε ἀ­πό τούς ἁγίους Μακάριο Κορίνθου καί Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη στή Φι­λο­κα­λί­α.
   Τό γεγονός ὅτι λίγο μετά τήν ὁσιακή κοίμηση τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη καί σέ διάστημα λίγων δεκαετιῶν (τέλη 14ου-ἀρχές 15ου αἰ.), γράφηκαν πρός τιμήν του τέσσερις Βίοι (ὑπό τῶν ἱερομονάχων Νήφωνος, Θεοφάνους Περιθεωρίου, Μακαρίου Μακρῆ καί Ἰωαννικίου Κόχιλα), οἱ ὁποῖοι σέ μεταγενέστερες ἐποχές παρουσιάστηκαν σέ ἁπλούστερη δημώδη γλώσσα μέ τή βοήθεια τεσσάρων παραφράσεων (ὑπό Διονύσιου Ρήτορος, Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἰακώβου Νεασκητιώτου καί ἑνός ἑτέρου ἀγνώστου) -ὅλα τους κείμενα ἀθωνικῆς προέλευσης- ἀποδεικνύει τήν μεγάλη ἀπήχηση πού εἶχε στόν ἁγιορειτικό κόσμο ἡ ἱερή μορφή τοῦ ὁσίου Μαξίμου. Ἐδῶ θά πρέπει νά τονιστεῖ ὅτι οἱ Βίοι τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη, ἐκτός ἀπό ὑψηλοῦ ἐπιπέδου ἁγιολογικά κείμενα, ἀποτελοῦν ταυτόχρονα καί σημαντικές πηγές τόσο γιά τά θεολογικά ζητήματα τῆς ἐποχῆς (αἵρεση Μασσαλιανῶν, Ἀκινδύνου) ὅσο γιά ἱστορικά γεγονότα, πρόσωπα καί τοπωνύμια πού ἔχουν μεγάλη σημασία γιά τήν ἱστορία πού ἀφορᾶ εἰδικότερα στόν ὑστεροβυζαντινό Ἄθω καί γενικότερα τό Βυζάντιο κατά τήν ἐξεταζόμενη περίοδο. Ὁρισμένες μάλιστα ἀπό τίς πληροφορίες πού μᾶς δίνουν οἱ Βίοι, θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ὅτι ἔχουν τόν χαρακτῆρα τῆς μοναδικότητας.
    Παράλληλα, γιά τίς λειτουργικές ἀνάγκες ὅσων ἐπιθυμοῦσαν νά προστρέξουν στίς πρεσβεῖες του καί νά ἔχουν μία ἐναργέστερη σχέση μαζί του, συντέθηκαν τρεῖς Ἀκολουθίες, Παρακλητικοί Κανόνες, Χαιρετιστήριοι Οἶκοι καί πλῆθος ἄλλων ὑμνογραφημάτων (κυρίως ἀπό τούς Νήφωνα Ἀθωνίτη, Ἱερεμία Πατητᾶ, Ἰάκωβο Νεασκητιώτη, Νήφωνα Ἰβηροσκητιώτη, Ἱλαρίωνα Ξενοφωντινό καί Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη), ἐνῶ παράλληλα, οἱ πολυάριθμες ἀπεικονίσεις του στούς ἀθωνικούς ναούς ἐπέτειναν τήν παρουσία του στίς ψυχές τῶν Ἁγιορειτῶν μοναχῶν πού ἔβλεπαν σ’ αὐτόν ἕνα ἀσφαλές πρότυπο πρός μίμηση γιά τή σωστή βίωση τῶν μοναχικῶν ἀρετῶν καί τήν ἐπίτευξη τῆς σωτηρίας τους.
                                                
 Ἀπολυτίκιον
                            Ἦχ.  πλ. Α΄.  Τόν συνάναρχον Λόγον.
   Μητρικῆς ἐκ νηδύος ὅσιε Μάξιμε, ἐκλογῆς ὡς δοχεῖον ἀνατεθείς τῷ Θεῷ, τοῦ θείου γνόφου ὡς Μωσῆς κατηξίωσαι, καί τά πόῤῥῳ προορᾶν, κατά τόν μέγαν Σαμουήλ, τοῦ Ἄθω τό θεῖον θαῦμα, τῆς Θεοτόκου ὁ λάτρης ᾗ καί πρεσβεύεις ὑπέρ πάντων ἡμῶν.


 

                                                ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Μακαρίου Κυδώνη, Προσκυνητάριον τῆς Βασιλικῆς καί Σεβασμίας Μονῆς Μεγίστης Λαύρας... Ἐνετίησιν 1772, σ. 58-59. Κ. Δουκάκη, Ἴασπις τοῦ νοητοῦ Παραδείσου, ἤτοι Μεγάλη Συλλογή Βίων πάντων τῶν ἁγίων τῶν καθ’ ἅπαν τό ἔτος ἑορταζομένων. Τόμος Α΄, ἐν Ἀθήναις 1889, σ. 200-217. Κουρίλα Εὐλ. μητρ. Κορυτσᾶς, Ἱστορία τοῦ Ἀσκητισμοῦ, τ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1929, σ. 88-132. E. Kourilas- F. Halkin, ‘‘Deux Vies de saint Maxime le Kausokalybe ermite au Mont Athos (XIVe siecle)’’, Analecta Bollandiana  54 (1936), σ. 42- 109. Γριτσόπουλου Τ., ‘‘Μάξιμος ὅσιος Καυσοκαλυβίτης’’, ΘΗΕ τ. 8, Ἀθῆναι 1966, στ. 624-625. Καλλιστράτου Λαυριώτου Προηγ., Ἱστορικόν Προσκυνητάριον Ἱερᾶς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας, Ἀθήνα 19762 , σ. 105, 114.  Ὁ Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (ἐκδ. Ματθαίου Λαγγῆ), τ. Α΄, Ἀθῆναι 19756, σ. 254-277. Κοτσώνη Ἰωαννικίου ἀρχιμ., Ὁ Καυσοκαλύβης (Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης, ὁ ἅγιος τῆς νοερᾶς προσευχῆς), ἐκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός 1976. Le Synaxaire. Vies de saints de l’ Eglise Orthodoxe (Adaptations française par Macaire, moine de Simonos-Pétras) t. 2, Thessalonique 1988, σ. 386-390. (Wear) Kallistos of Diokleia, ‘‘St. Maximos of Kapsokalyvia and Fourteenth-Century Athonite Hesychasm’’, στό: Chrysostomides Julian (Hrsg.), ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ.  Essays Presented to Joan Hussey for her 80 th Birthday, Camberley, Surrey 1988, σ. 409-430. PLP 16810. Talbot A.-M., ‘‘Maximos Kausokalybites’’, στό: ODB II, New York-Oxford 1991, σ. 1322-1323. Ἅγιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης. Βίος, πολιτεία καί θαύματα ὑπό Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου. Ἱερά ἀσματική καί πανηγυρική Ἀκολουθία (Εἰσαγωγή, σχόλια, ἐπιμέλεια ὑπό Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου), Ἅγιον Ὄρος 1994. ‘‘Izichasm i agiografija: razvitie obraza Sv. Maksima Kausokalyvita v žitijnoj literature XIV v.’’ στό: Vizantiiskij Vremennik 55 (1994) σ. 155-180. Ἀργυρίου Ἀ., Μακαρίου τοῦ Μακρῆ συγγράμματα, ἐκδ. Κέντρο Βυζαντινῶν Ἐρευνῶν, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 141-165.  Α. Rigo, ‘‘Massimo il Kausokalyba e la rinascita eremetica sul Monte Athos nel XIV secolo’’, στό: Atanasio e il monachesimo al Monte Athos, Atti del XII Convegno ecumenico internazionale di spiritualita ortodossa sezione bizantina, Bose, 12-14 settembre 2004, Edizioni Qiqajon, Comunita di Bose 2005, σ. 181-216. Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου, ‘‘Οἱ Μικρασιάτες ὅσιοι Ἀθανάσιος Ἀθωνίτης, Μάξιμος Καυσοκαλύβης καί Γρηγόριος Σιναΐτης. Οἱ πνευματικές τους σχέσεις καί ἡ συμβολή τους στόν ἁγιορειτικό μοναχισμό’’, Ἅγιος Νικήτας, τ. 200 (2007), σ. 229-232, τ. 201 (2007). Τοῦ ἰδίου, «Ἱερομονάχου Ἰωαννικίου Κόχιλα, Βίος ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη (14ος αἰ.). Ἔκδοση τοῦ κειμένου ἀπό τό ἀρχαιότερο χειρόγραφο», Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, τ. 819 (2007), σ. 513-577. Τοῦ ἰδίου, Ἁγιασμένες μορφές τῶν Καυσοκαλυβίων. Ἀπό τόν ὅσιο Μάξιμο ὡς τόν γέροντα Πορφύριο, ἔκδ. Ἱ. Καλύβης Ἁγίου Ἀκακίου, σειρά ‘‘Ἐρημοπολῖτες’’ ἀρ. 9, Ἅγιον Ὄρος 2007, σ. 41-52.
Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου, Ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης. Ἁγιολογία-Ὑμνογραφία-Τέχνη, ἐκδόσεις Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2010  (μεταπτυχιακή διπλωματική ἐργασία, ὅπου συγκεφαλαιώνεται ἡ περί τοῦ ὁσίου Μαξίμου βιβλιογραφία).

Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2016

ΟΙ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΟΥ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΚΑΛΥΒΗΣ ΑΓΙΟΥ ΑΚΑΚΙΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΩΝ

 Τό ἱστολόγιο ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ, μἐ τήν εὐκαιρία τῆς πρόσφατης Πανηγύρεως τοῦ παρεκκλησίου τῆς Καλύβης Ἁγίου Ἀκακίου, πού εἶναι ἀφιερωμένο ἀπό τόν ἱδρυτή της ὅσιο Ἀκάκιο Καυσοκαλυβίτη (+ 1730) στήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, προσφέρει στούς ἀναγνῶστες του ψηφιακό ἀνάτυπο τμήματος τοῦ βιβλίου τοῦ Γέροντος Παταπίου Καυσοκαλυβίτου, τό ὁποῖο ἀναφέρεται στόν ἱερομόναχο Παρθένιο Σκούρτο, τόν πνευματικό καί ζωγράφο (Ὅσιος Παρθένιος ὁ Σκοῦρτος, ὁ ἐκ Φουρνᾶ τῶν Ἀγράφων. Ὁ Βίος καί τό ζωγραφικό του ἔργο, Ἀθήνα 2010). Τό περικαλλές αὐτό παρεκκλήσι, πού εἶναι τό ἀρχαιότερο ἐν λειτουργίᾳ στή Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων, οἰκοδομήθηκε τό 1747 πάνω ἀπό τό Σπήλαιο τοῦ ὁσίου Ἀκακίου ἀπό τόν ἱερομόναχο Ἰωνᾶ Καυσοκαλυβίτη (+ 1765), κατόπιν ἐντολῆς τοῦ ἰδίου τοῦ ὁσίου Ἀκακίου καί τοιχογραφήθηκε λίγο ἀργότερα, στά 1759, ἀπό τό ἐργαστήριο τοῦ ἱερομονάχου Παρθενίου Σκούρτου. 



Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2016

ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΗΣ

13 Ιανουαρίου: Μνήμη Αγίου Μάξιμου Καυσοκαλύβη (+1365)
Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου
 
 'Αγιος Μάξιμος Καυσοκαλυβίτης, έργο του Παταπίου μοναχού Καυσοκαλυβίτη, Καλύβη Αγίου Ακακίου, Σκήτης Καυσοκαλυβίων


Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης, ὁ διά Χριστόν σαλός, ὁ Νέος Προφήτης, ὁ ὑπόπτερος, ὁ θαυματουργός, ἡ Ἡσυχαστής, ὁ Νηπτικός Πατήρ, ὁ Ἅγιος. Ἀρκετές εἶναι οἱ προσωνυμίες πού ἡ παράδοση τῆς Ἑκκλησίας μας ἀπέδωσε στόν Ἅγ. Μάξιμο, τήν πολυεδρική αὐτή ὁσιακή προσωπικότητα, πού συνδύαζε τήν ὑπακοή καί τήν τέλεια ταπείνωση τῶν ἀληθινῶν δούλων τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐκκεντρικότητα τοῦ διά Χριστόν σαλοῦ· τήν ἰδιότητα τοῦ θεραπευτῆ μέ τό διορατικό χάρισμα τοῦ προφήτη καί τόν φωτισμό ἑνός μυστικοῦ θεολόγου· τήν ἐνεργό ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν πλησίον μέ τόν θεωρητικό ἀναχωρητισμό, πού προϋποθέτει τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τόν κόσμο.
Ὁ Ἅγ. Μάξιμος θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ὡς ἡ "διαπρεπέστερη ἁγιορειτική ἀσκητική μορφή καθ' ὅλους τούς αἰῶνες" . Στά στενά πλαίσια τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ, θά προσπαθήσουμε νά σκιαγραφήσουμε μέ μικρές πινελιές τό συναξάρι τοῦ Ἁγίου. Ἡ χειρόγραφη παράδοση μᾶς ἀποκαλύπτει τήν φιλοσοφικώτατη καί χαριτόβρυτη μορφή του, μέσω τεσσάρων βιογράφων του: τοῦ Ἁγ. Νήφωνος τοῦ Καυσοκαλυβίτου, μαθητοῦ καί ὑμνογράφου αὐτοῦ, τοῦ Ἁγ. Θεοφάνους Περιθεωρίου τοῦ Βατοπεδινοῦ , τοῦ ἱερομ. Ἰωαννικίου τοῦ Κόχυλα καί τοῦ ἱερομ. Μακαρίου τοῦ Μακρῆ.
Ὁ Μικρασιάτης αὐτός Ἅγιος, γεννήθηκε στή Λάμψακο τοῦ Ἑλλησπόντου καί ἔλαβε τό ὄνομα Μανουήλ κατά τό ἅγιο βάπτισμα. Ὅταν ἦλθε σέ ἱκανή ἡλικία, οἱ γονεῖς του τόν ἀφιέρωσαν στό Ναό τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἐκπληρώνοντας ἔτσι τό τάμα τους στό Θεό, μιά πού ἦσαν πρίν γιά χρόνια ἄτεκνοι. Παραμένοντας στό ναό, πρόκοπτε σέ ὅλα τά πνευματικά καί φυσικά χαρίσματα. Πολύ συχνά ἐπισκεπτόταν Ὁσίους Γέροντες πού ἡσύχαζαν ἐκεῖ κοντά, γιά νά ἀκούει τίς ψυχωφελεῖς νουθεσίες τους. Τότε ὁ θεῖος ἔρωτας ἄναψε στή καρδιά του καί στά δεκαεπτά του χρόνια, ἄφησε γονεῖς καί πατρίδα περνώντας στό Ὄρος Γάνου ὅπου φόρεσε τό μέγα σχῆμα μετονομασθείς Μάξιμος . Μετα τήν κοίμηση τοῦ γέροντά του Μάρκου, ἀνεχώρησε γιά τό Παπίκιον , ὅπου βρῆκε ὁσίους ἄνδρες, ὅμοιους μέ τούς παλαιούς, μέ τούς ὁποίους συναναστρεφόμενος, ἀνέλαβε στόν ἑαυτό του ὅλες τίς ὑπέρ ἄνθρωπον ἀρετές τους, "καθώς δέχεται τό κερί τούς χαρακτῆρες τῆς βούλλας". Ἔπειτα πῆγε στή Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐπισκέφθηκε ὅλα τά προσκυνήματα καί τούς ναούς της, καταλήγοντας στό Ναό τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν, ὅπου παρέμεινε στό προαύλιό της μέ πεῖνα καί ἄσκηση, ἀγρυπνώντας ὅλη τή νύχτα καί συμπεριφερόμενος ὡς διά Χριστόν σαλός. Ἐπισκεπτόταν ὅμως καί τόν Πατριάρχη Ἅγ. Ἀθανάσιο , γιά νά ἀκούει τούς σοφούς λόγους του. Ὀ Πατριάρχης βλέποντας τήν ἀρετή του, προσπάθησε νά τόν πείσει νά κοινοβιάσει σέ μία ἀπό τίς Μονές τῆς Πόλης. Δέν τά κατάφερε ὅμως, μιά πού ὁ Ὅσιος προτίμησε τήν ἄσκησή του στό παραπάνω ναό.
Μετά ἀπό καιρό ἀνεχώρησε γιά τό Ἅγ. Ὄρος, ὅπου περιδιάβασε ὅλα τά μοναστήρια, καταλήγοντας στή Λαύρα τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου. Ἐκεῖ, διαβάζοντας τόν βίο καί τούς ἀγώνες τοῦ Ἁγίου, ὁμοίως καί τοῦ Ἁγ. Πέτρου τοῦ Ἀθωνίτου, ἐθαύμαζε τοῦ μέν Πέτρου τήν ἡσυχία, τοῦ δέ Ἀθανασίου τήν κοινοβιακή ζωή. Συλλογιζόμενος τήν προθυμία καί τήν ἐπιμέλεια πού εἶχαν καί οἱ δύο στό νά φυλάξουν τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἐπόθησε νά μείνει στόν τόπο ἐκεῖνο καί νά μιμηθεῖ καί τῶν δύο τή ζωή. Ἔμεινε λοιπόν στή Λαύρα, ἔχοντας τό διακόνημα νά ψάλλει στό Καθολικό, καθώς ὅταν ἦταν νέος ἔμαθε τήν μουσική. Ψάλλοντας συνετά καί μέ γνώση τῶν λεγομένων, ὕψωνε τό νοῦ του στόν ὑμνούμενο Θεό, χύνοντας δάκρυα κατανύξεως ὁ μακάριος. Ζοῦσε ὅμως μέ τήν ἴδια σκληραγωγία ὅπως τότε στό ναό τῶν Βαχερνῶν, καθώς οὔτε κελλίον εἶχε δικό του, ἔπαιρνε μόνο τήν ἀναγκαία τροφή ἀπό τήν τράπεζα καί ἀναπαυόταν στά στασίδια τοῦ νάρθηκα τῆς ἐκκλησίας.
Μετά ἀπό θεία ἐμφάνεια τῆς Θεοτόκου βρεφοκρατούσας, ὁ πιστός δούλος της, ἀποφάσισε νά ἀκολουθήσει τήν προτροπή της καί μιά μέρα, Σάββατο τῆς Πεντηκοστῆς, ἀνέβηκε στή κορυφή τοῦ Ἄθω, ὅπου ἔμεινε τρία μερόνυχτα προσευχόμενος ἀδιαλείπτως, δεχόμενος συνάμα φοβερούς πειρασμούς ἀπό τόν ἐχθρό. Ὅμως ὅλα αὐτά διαλύθηκαν, ὅταν ἐμφανίστηκε σ' αὐτόν ἡ Θεοτόκος μετά δόξης πολλῆς, περικυκλούμενη ἀπό πλῆθος φωτεινές μορφές, κρατοῦσα πάλι στά χέρια της τόν Υἱό της καί δημιουργό τῆς Κτίσεως καί ἐκπέμποντα ἄρρητη εὐωδία. Ἀφοῦ προσκύνησε ὁ Ἅγιος, ἄκουσε ἀπό τήν Παναγία τά παρακάτω: "Λάβε τήν χάριν κατά τῶν δαιμόνων, ὁ σεπτός ἀθλοφόρος καί κατοίκησε στούς πρόποδες τῆς κορυφῆς ττοῦ Ἄθω· διότι τοῦτο εἶναι τό θέλημα τοῦ Υἱοῦ μου, γιά ν' ἀνέβεις σέ ὕψος ἀρετῆς καί να γίνεις διδάσκαλος καί ὁδηγός σέ πολλούς καί νά τούς σώσεις". Μετά τοῦ δόθηκε οὐράνιος ἄρτος γιά τροφή. Καί με τή λήψη αὐτῆς, τόν μέν Ὅσιο περικύκλωσε θεῖο φῶς, ἡ δέ Θεοτόκος ἀνέβηκε στά οὐράνια, ἀφήνοντας στόν τόπο ἄρρητη εὐωδία καί ὑπερκόσμια λάμψη. Ὑπακούοντας τότε στή προσταγή τῆς Παναγίας, ὁ Ἅγιος κατέβηκε πρός τό Καρμήλιο , ὅπου βρίσκοντας ἕνα γέροντα, τοῦ διηγήθηκε τάς τῆς θείας ἐμφάνειας. Ἐκεῖνος ὅμως, θεώρησε αὐτά πλάνες. Ἔτσι τοῦ βγῆκε ἡ φήμη ὅτι εἶναι πλανεμένος καί περιφρονεῖτο ἀπό ὅλους. Ὅμως ὁ ἀπλανής ἐκεῖνος φωστήρας, δέχτηκε μέ χαρά τό νά τόν ὀνομάζουν πλανεμένο. Ὑποκρινόταν δέ πάντοτε ὅτι ἤταν πλανεμένος καί παρίστανε τόν διά Χριστόν σαλό, καλλιεργώντας ἔτσι τήν θεοειδή ἀρετή τῆς ταπεινοφροσύνης. Γι αὐτό καί δέν κατοίκησε σ' ἕνα τόπο σταθερά, ἀλλά σάν πλανεμένος μετατοπιζόταν συνεχῶς, ζώντας σέ σπήλαια ἤ κτίζοντας ὅπου πήγαινε μικρή καλύβα ἀπό ξύλα καί χόρτα, τήν ὁποία ἔκαιγε μετά ἀπό λίγο, πηγαίνοντας σέ ἄλλο μέρος καί φτιάχνοντας ἄλλη. Γι αὐτό καί τόν ἔλεγαν "καυσοκαλύβη" , καθώς σέ κανένα δέν εἶχε γίνει ἀντιληπτή ἡ μεγἀλη του ἀρετή. Ζοῦσε συνάμα μέ ὑπερβολική ἀκτημοσύνη. Κανείς δέν μπορεῖ νά παραστήσει τήν πείνα καί τήν δίψα πού ὑπέμενε, μαζί μέ τούς παγετούς τοῦ χειμώνα καί τά καύματα τοῦ θέρους, χωρίς δεύτερο ἔνδυμα, ἀνυπόδητος, χωρίς νά ἔχει ἀπό κάποιον καμμία ὑπόληψη. Μέ τόν καιρό ὅμως, κάποιοι ἀπό τούς ἁγίους γέροντες πού τόν συναναστράφηκαν, γνώρισαν τήν θεία χάρη πού κατοικοῦσε σ' αὐτόν καί δέν τόν ἔλεγαν πλέον πλανεμένο, ἀλλά τίμιο Μάξιμο καί φωστῆρα ὑπέρλαμπρο.
Κορυφαία στιγμή στό βίο τοῦ Ἁγ. Μαξίμου ἀποτελεῖ ὁ πολύ διαφωτιστικός διάλογός του μέ τόν Ἅγ. Γρηγόριο τό Σιναΐτη, τόν διαπρεπῆ αὐτόν διδάσκαλο τῆς νοερᾶς προσευχῆς τοῦ ΙΔ' αἰ.. ὁ ὁποῖος ἐπισκέφθηκε πολλούς Ὁσίους καί νηπτικούς ἄνδρες, ἀπό τό Ὄρος Σινᾶ μέχρι καί τήν Κρήτη καί ὁ ὁποῖος φθάνοντας γιά πρώτη φορά στό Ἅγ.Ὄρος, δέν βρῆκε- ὅπως ὁ ἴδιος ὁμολόγησε στούς μαθητές του-παρά 3 ἤ 4 μοναχούς νά ἀσκοῦνται στή νοερά προσευχή, ἀνάμεσα στούς ὁποίους ἦταν καί ὁ Ἅγ. Μάξιμος. Ἀφοῦ ἐγκαταστάθηκε στή σκήτη τοῦ Μαγουλᾶ , ἔγινε ποθητός σ'ὅλους τούς Πατέρες τοῦ Ὄρους καί ἰδιαίτερα στούς ἡσυχαστές, πού ἔτρεχαν σ'αὐτόν νά διδαχθοῦν τά μυστήρια τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Ἀκούγοντας ὁ Ἅγ. Γρηγόριος νά διηγοῦνται γιά τήν ὑπεράνθρωπη βιοτή καί τήν πλαστή μωρία τοῦ Ἁγ.Μαξίμου, θαύμασε καί ἔστειλε τούς μαθητές του νά προσκαλέσουν τόν Ὅσιο νά τόν ἐπισκεφθεῖ. Κατά θαυμάσιο τρόπο, ἐκεῖνος τούς ὑποδέχτηκε, χαιρετώντας καθένα μέ τό ὄνομά του, προλέγοντας καί τήν ἐπιθυμία τοῦ διδασκάλου τους. Ἀμέσως δέ, ἀναχώρησαν γιά τό κελλίον τοῦ Γρηγορίου. Ἐκεῖ οἱ δύο Ἅγιοι εἶχαν ἕναν διάλογο πού ἀποτελεῖ τήν διαφανέστερη ἀνάπτυξη τῆς θεωρίας περί νήψεως καί ἐκστάσεως τοῦ νοῦ, καί περιγράφει τήν κατάστασή του ὅταν ἐλλάμπεται ἀπό τό θεῖο φῶς κατά τήν προσευχή. Διακρίνει δέ μέ σαφήνεια καί προσοχή τά σημεῖα τῆς χάριτος ἀπό αὐτά τῆς πλάνης. Στό τέλος, ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ἔπεισε τόν Ἅγ. Μάξιμο νά παύσει πλέον νά καίει καλύβες καί νά μείνει σταθερά σ' ἕνα τόπο γιά νά ὠφελήσει καί ἄλλους πολλούς, σάν ἐμπειροτατος στήν ἀρετή.
Τότε ὁ Ὅσιος βρῆκε ἕνα σπήλαιο κοντά στοῦ κυρ Ἠσαΐα στό ὁποῖο διαμόρφωσε ἕνα ἀσκηταριό. Τότε ἔλαμψε ὅχι μόνο ἡ ἀρετή του- μιά πού ἐρχόντουσαν ἀπό ὅλα τά μέρη τοῦ Ὄρους μοναχοί γιά νά τόν συμβουλευτοῦν- μά καί ἡ ἁγιότητά του, μιά πού πλῆθος εἶναι τά θαύματα πού ἐπιτέλεσε. Τέλος, προλέγοντας τό τέλος του, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ σέ ἡλικία 95 ἐτῶν, τήν 13η Ἰανουαρίου . Προηγουμένως εἶχε δώσει ἐντολή στούς ἐνταφιαστές του νά μή μεταθέσουν σέ ἄλλο τόπο τό λείψανό του, ἀλλά νά τό ἀφήσουν κρυμμένο στό τάφο γιά νά μή δοξάζεται ἀπό τούς ἀνθρώπους .
Τό γεγονός ὅτι λίγο μετά τήν ὁσιακή κοίμηση τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη καί σέ διάστημα λίγων δεκαετιῶν (τέλη 14ου-ἀρχές 15ου αἰ.), γράφηκαν πρός τιμήν του τέσσερις Βίοι (ὑπό τῶν ἱερομονάχων Νήφωνος, Θεοφάνους Περιθεωρίου, Μακαρίου Μακρῆ καί Ἰωαννικίου Κόχιλα), οἱ ὁποῖοι σέ μεταγενέστερες ἐποχές παρουσιάστηκαν σέ ἁπλούστερη δημώδη γλώσσα μέ τή βοήθεια τεσσάρων παραφράσεων (ὑπό Διονύσιου Ρήτορος, Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἰακώβου Νεασκητιώτου καί ἑνός ἑτέρου ἀγνώστου) -ὅλα τους κείμενα ἀθωνικῆς προέλευσης- ἀποδεικνύει τήν μεγάλη ἀπήχηση πού εἶχε στόν ἁγιορειτικό κόσμο ἡ ἱερή μορφή τοῦ ὁσίου Μαξίμου. Ἐδῶ θά πρέπει νά τονιστεῖ ὅτι οἱ Βίοι τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη, ἐκτός ἀπό ὑψηλοῦ ἐπιπέδου ἁγιολογικά κείμενα, ἀποτελοῦν ταυτόχρονα καί σημαντικές πηγές τόσο γιά τά θεολογικά ζητήματα τῆς ἐποχῆς (αἵρεση Μασσαλιανῶν, Ἀκινδύνου) ὅσο γιά ἱστορικά γεγονότα, πρόσωπα καί τοπωνύμια πού ἔχουν μεγάλη σημασία γιά τήν ἱστορία πού ἀφορᾶ εἰδικότερα στόν ὑστεροβυζαντινό Ἄθω καί γενικότερα τό Βυζάντιο κατά τήν ἐξεταζόμενη περίοδο. Ὁρισμένες μάλιστα ἀπό τίς πληροφορίες πού μᾶς δίνουν οἱ Βίοι, θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ὅτι ἔχουν τόν χαρακτῆρα τῆς μοναδικότητας.
Παράλληλα, γιά τίς λειτουργικές ἀνάγκες ὅσων ἐπιθυμοῦσαν νά προστρέξουν στίς πρεσβεῖες του καί νά ἔχουν μία ἐναργέστερη σχέση μαζί του, συντέθηκαν τρεῖς Ἀκολουθίες, Παρακλητικοί Κανόνες, Χαιρετιστήριοι Οἶκοι καί πλῆθος ἄλλων ὑμνογραφημάτων (κυρίως ἀπό τούς Νήφωνα Ἀθωνίτη, Ἱερεμία Πατητᾶ, Ἰάκωβο Νεασκητιώτη, Νήφωνα Ἰβηροσκητιώτη, Ἱλαρίωνα Ξενοφωντινό καί Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη), ἐνῶ παράλληλα, οἱ πολυάριθμες ἀπεικονίσεις του στούς ἀθωνικούς ναούς ἐπέτειναν τήν παρουσία του στίς ψυχές τῶν Ἁγιορειτῶν μοναχῶν πού ἔβλεπαν σ’ αὐτόν ἕνα ἀσφαλές πρότυπο πρός μίμηση γιά τή σωστή βίωση τῶν μοναχικῶν ἀρετῶν καί τήν ἐπίτευξη τῆς σωτηρίας τους.

Ἀκόμη καί κατά τούς ἔσχατους αὐτούς καιρούς πού ζοῦμε, ὅπου τά πάντα ἀμφισβητοῦνται καί ἀναθεωροῦνται καί πού ἴσως κανείς πιά δέν πολιτεύεται ὅπως ὁ Ἅγ. Μάξιμος, αὐτός ἐπιμένει νά προτείνει τή δική του χαρισματική "ὑπέρβαση" σάν διέξοδο ἀπό τά σημερινά "ἀδιέξοδα". Ἡ ἐνθύμηση καί μόνο τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἀγωνιστοῦ εἶναι γιά μᾶς πηγή ἔμπνευσης καί ἐλπίδας ὅτι μέ τή τιμή καί προσευχή μας πρός αὐτόν, θά ἐλκύσουμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία μας.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχ. πλ. Α΄. Τόν συνάναρχον Λόγον.
Μητρικῆς ἐκ νηδύος ὅσιε Μάξιμε, ἐκλογῆς ὡς δοχεῖον ἀνατεθείς τῷ Θεῷ, τοῦ θείου γνόφου ὡς Μωσῆς κατηξίωσαι, καί τά πόῤῥῳ προορᾶν, κατά τόν μέγαν Σαμουήλ, τοῦ Ἄθω τό θεῖον θαῦμα, τῆς Θεοτόκου ὁ λάτρης ᾗ καί πρεσβεύεις ὑπέρ πάντων ἡμῶν.

Ἀπό τήν Καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου ἔχει ἐκδοθεῖ ἡ Ἱερά Ἀσματική καί Πανηγυρική Ἀκολουθία τοῦ ὁσίου Μαξίμου, ἐνῶ πρόσφατα, ἀπό τίς ἐκδόσεις ΜΥΓΔΟΝΙΑ ἔχει ἐκδοθεῖ τό βιβλίο:
Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου, Ὁσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης. Ἁγιολογία-Ὑμνογραφία-Τέχνη. Συμβολή στή μελέτη τοῦ Ἁγιορειτικοῦ Μοναχισμοῦ κατά τόν 14ο αἰώνα, Θεσσαλονίκη 2010,σελίδες 550, ὅπου συγκεφαλαιώνεται ἡ περί τοῦ ὁσίου Μαξίμου βιβλιογραφία.