Του
Δικαίου της Ιεράς Σκήτης Αγίας
Τριάδος
μοναχού
Παταπίου Καυσοκαλυβίτου
«Στή
Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων ζοῦσαν στό
παρελθόν πολλοί σεβαστοί γέροντες,
ἰσάξιοι τῶν παλαιῶν μεγάλων Πατέρων.
Ὁλόκληρη ἡ ἀδελφότητα τῆς Σκήτης
περνούσαμε ἀπό μπροστά τους μέ μεγάλη
εὐλάβεια. Ἐκεῖνοι στέκονταν ὀρθοί
στήν ἀγρυπνία, ὡς ἀκίνητοι στύλοι,
ἀπό τό βράδυ ὡς τό πρωΐ. Οὔτε μιά
φορά δέν κοίταζαν δεξιά ἤ ἀριστερά.
Ὅλοι ἦσαν σιωπηλοί. Ἀργό λόγο ἀπ᾿
αὐτούς δέν ἄκουγες. Ἀκόμη καί γιά
τά ἀπαραίτητα, μιλοῦσαν ἐλάχιστα,
κι αὐτό μόνο ὅταν ὑπῆρχε μεγάλη
ἀνάγκη, διαφυλάττοντας μέ τόν τρόπο
αὐτόν τήν πνευματική τους ζωή».
Μ᾿
αὐτά τά λιτά μά ἐπαινετικά λόγια
ἕνας ἀσκητής τῶν μέσων τοῦ 19ου αἰ.
περιγράφει στίς σημειώσεις του τήν
πνευματικότητα τῶν πατέρων τῆς πλέον
ἀπομεμακρυσμένης περιοχῆς τοῦ Ἁγίου
Ὄρους.
«Οἱ
μοναχοί αὐτῆς, οἱ Καυσοκαλυβῖται,
διακρίνονται διά τήν φιλοξενίαν αὐτῶν,
τό μειλίχιον τῶν τρόπων καί τάς λοιπάς
ἀρετάς των. Ὁ ἐπισκεπτόμενος αὐτούς
νομίζει ὅτι εὑρίσκεται ἐνώπιον μοναχῶν
τῶν ἀρχαίων χρόνων, ἀγάλλεται δέ νά
συνομιλῇ μαζί των λόγους πνευματικούς,
διότι ὅλοι σχεδόν εἶναι ἐγκυκλοπαιδικώτατοι
ὡς ἐκ τῶν νυκτερινῶν ἀναγνώσεων, εἰς
ἅς ἀφιερώνονται καθ᾿ ἑκάστην,
διεξερχόμενοι τά συγγράμματα τῶν ἁγίων
Πατέρων».
(Ἀλέξανδρος
Μωραϊτίδης, Μέ τοῦ Βορηᾶ τά κύματα)
«Μεγάλο
πρᾶγμα ἡ μοναχική ζωή! Πολύ μεγάλο!
Μεγάλη, ὑψηλή ζωή, θεία ζωή, ποιητική
ζωή. Εἶναι μιά ζωή ἐξαίσια. Ὁ μοναχός
μπορεῖ νά βρίσκεται στή γῆ, ἀλλά
ταξιδεύει πάνω, μέ τ᾿ ἄστρα, μέσα στό
ἄπειρο… Αὐτήν τή ζωή τή λένε ἀγγελική
καί εἶναι ἀγγελική», μᾶς ἔλεγε ὁ ὅσιος
Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ξύλον ζωῆς.
Ξένη ζωή, ἔλεγε ὁ ἴδιος πώς σημαίνουν
τά ἀρχικά αὐτά γράμματα Ξ καί Ζ. «Ξένη
ζωή». Καί πρόσθετε ὅτι αὐτή τήν ξενιτεία
τήν εἶχε ζήσει: «Πράγματι! Μακριά ἀπ᾿
ὅλους κι ἀπ᾿ ὅλα. Νά κάνεις τό ἐργόχειρό
σου, νά προσεύχεσαι, νά διακονεῖς τούς
ἀδελφούς καί νά σέ βλέπει μονάχα ὁ
Θεός», ἀναπολοῦσε.
Τό
Ἅγιον Ὄρος εἶναι τό πανεπιστήμιο τῆς
καρδιᾶς, εἶναι τό θεραπευτήριο τοῦ
ἔσω ἀνθρώπου. Εἶναι ὁ τόπος ὅπου ὄχι
μόνο ἀναπαύονται τόσοι ἄνθρωποι, ἀλλά
καί τόπος ἀναπαύσεως τοῦ ἴδιου τοῦ
Θεοῦ!
Ὅπως
μεταξύ τῶν δώδεκα μαθητῶν Του εἶχε
καί τόν «ἠγαπημένον», ὅπως ἐπιλέγει
τά θαύματα τῆς φανέρωσής Του, ἔτσι
ἐπιλέγει καί τόπους μέσα στή δημιουργία
Του, στούς ὁποίους χαρίζει πλουσιοπάροχα
τή χάρη Του. Ἐδῶ ἡ ψυχή ξανοίγεται πρός
τά οὐράνια, κυριαρχεῖ τό ἐνδιαφέρον
γιά τά αἰώνια, γιά τήν ἕνωση τῆς ψυχῆς
μέ τόν Χριστό μέσα ἀπό τή σωτηρία της.
Τό
Ἅγιον Ὄρος εἶναι τό Ὄρος τοῦ Θεοῦ!
Ἐδῶ, στή σκιά τοῦ Ἄθωνα, οἱ μοναχοί
προσπαθοῦν νά ἀνακαλύπτουν τόν Οὐρανό.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος διδάσκει
ὅτι «ἡ σκάλα πού ὁδηγεῖ στή βασιλεία
τοῦ Θεοῦ εἶναι κρυμμένη στήν ψυχή μας˙
καί ἐκεῖ θά πρέπει νά τήν ἀνακαλύψουμε
γιά νά ἀρχίσουμε νά ἀναβαίνουμε πρός
τά πάνω». Τό Ἅγιον Ὄρος ἀποτελεῖται
ἀπό δύο λέξεις: Τή μία, τή δεύτερη, τήν
περπατᾶς μέ τά πόδια, τό Ὄρος. Τήν ἄλλη
τήν ἀνεβαίνεις μέ τήν προσευχή, τήν
ἁγιότητά του.
Μικρή
ἀνθοδέσμη ἀπό τόν πνευματικό λειμώνα
τῶν Καυσοκαλυβιτῶν πατέρων.
Ὁ
γέροντας Ἱερόθεος (+1966) τῆς καλύβης Ἁγ.
Ἀκακίου εἶχε τή χάρη μέ τόν λόγο καί
τίς συμβουλές του, πού ἦταν βάλσαμο
γιά κάθε ψυχή, νά ἀναπαύει τούς
λογισμούς ὅλων τῶν πατέρων πού τόν
ἐπισκέπτονταν. Τό ἐργαστήριό του
ἦταν ἀνοικτό σέ ὅλους. Εἶχε ὅμως
συνάμα μέ φρόνηση φροντίσει, νά μήν
ὑπάρχει σ᾿ αὐτό κανένα κάθισμα, ὥστε
οἱ ἐπισκέπτες του νά μήν κάθονται
πολύ καί ἀργολογοῦν. Ἐκοιμήθη ὁσιακά
μετά ἀπό τή Θεία Λειτουργία πού εἶχε
τελεστεῖ στήν καλύβη του καί ἀφοῦ
εἶχε μεταλάβει τῶν θείων μυστηρίων.
Ὁ
μοναχός Παΐσιος τῆς καλύβης τῶν
Ἁγιορειτῶν Πατέρων ἔγινε μεγαλόσχημος
μοναχός πιθανότατα τό 1898. Ἦταν ἄριστος
ξυλουργός καί κατασκεύαζε τά σανίδια
τῶν εἰκόνων τῶν Ἰωασαφαίων. Κατασκεύασε
ἐπίσης τά στασίδια τοῦ κυρίως ναοῦ
τοῦ Κυριακοῦ και τόν δεσποτικό θρόνο
καθώς καί τό τέμπλο τῆς καλύβης του.
Γενικά ἦταν πολύ φίλεργος καί
φιλάδελφος καί ἐξυπηρετοῦσε ὅλους
μέ τήν ἐργασία του. Ἴσως γι᾿ αὐτό,
ὅταν μετά τήν κοίμησή του (ἐκοιμήθη
νέος, 38-40 ἐτῶν) ἔγινε ἀνακομιδή τῶν
λειψάνων του, βρέθηκε τό χέρι του
ἄφθαρτο ἐκπέμποντας ἄρρητη εὐωδία.
Τό
χέρι αὐτό φυλασσόταν γιά καιρό στήν
Καλύβη καί προσκυνοῦνταν εὐλαβικά
ἀπό ὅλους. Δυστυχῶς ὅμως σέ κάποια
πανήγυρη τῆς Καλύβης κάποιοι βούλγαροι
μοναχοί ἔκλεψαν τό χέρι καί ἔγιναν
ἄφαντοι. Ἀργότερα, ἕνας καυσοκαλυβίτης
μοναχός πού βρέθηκε στήν Ὀδησσό τῆς
Ρωσίας, καθ᾿ ὁδόν πρός τόν τόπο καταγωγῆς
του, διαπίστωσε μετά θαυμασμοῦ ὅτι σέ
ἕναν ναό τῆς πόλης, ἀφιερωμένο στή
Θεοτόκο, προσκυνοῦνταν ὡς ἅγιο λείψανο,
πού ἔφερε μάλιστα καί τήν ἐπιγραφή:
«Παΐσιος μοναχός Καυσοκαλυβίτης».
Ὁ
ἱερομόναχος Συμεών τῆς καλύβης Ἁγ.
Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου θεράπευσε
κάποτε ἕναν ἁγιοπαυλίτη μοναχό πού
ὀνομαζόταν Βενέδικτος καί εἶχε
προσβληθεῖ ἀπό δαιμόνιο. Ὁ παπα-Συμεών
τόν κράτησε κλεισμένο στήν καλύβη
του σαράντα μέρες μέ αὐστηρή νηστεία
καί ἄλλα πνευματικά γυμνάσματα.
Τελικά,
μέ τήν εὐχή τοῦ Γέροντα ὁ μοναχός
ἀπαλλάχτηκε ἀπό τόν πειρασμό αὐτό
καί ὡς εὐχαριστία πρόσφερε μιά εἰκόνα
τοῦ Τιμίου Προδρόμου, πού βρίσκεται
στόν ναό μέχρι σήμερα καί φέρει τήν
ἀφιέρωση τοῦ θεραπευθέντος μοναχοῦ.
Ὁ γέροντας Συμεών τῆς παραπάνω καλύβης
στά ἑξῆντα χρόνια πού ἔζησε στό Ὄρος
ποτέ δέν βγῆκε ἔξω. Προγνωρίζοντας
τόν θάνατό του, ἐκοιμήθη ὁσιακά κατά
τήν ἡμέρα τῆς γιορτῆς του ἀλλά καί
τῆς πανηγύρεως τῆς καλύβης του, κατά
τήν ἑορτή τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου
Θεολόγου,στίς 12 Μαρτίου 1988, κάτι πού
θεωρεῖται σημεῖο τῆς θείας χάριτος.
Τό ἐπί ἑξῆντα χρόνια ἄπλυτο σῶμα
του, πρός δόξαν Θεοῦ, δέν ἀνέδιδε
καμμία δυσάρεστη μυρωδιά.
Ὁ
γέροντας Νικόδημος τῆς καλύβης Ἁγ.
Παντελεήμονος (+1867), καθοδηγώντας τόν
ὑποτακτικό του στήν ἐργασία τῆς νοερᾶς
προσευχῆς, τόν δίδασκε νά προσεύχεται
συνεχῶς καί νά μήν ἐμπιστεύεται
ὁράματα καί φαντασίες, ἀκόμη κι ἄν
τοῦ ἐμφανιστεῖ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός,
ἀλλά νά λέει: «Ἐγώ δέν ἐπιθυμῶ νά
δῶ τόν Χριστό στή ζωή αὐτή, ἀλλά
στή μέλλουσα».
Ὁ
γέροντας Μιχαήλ τῆς καλύβης Εὐαγγελισμοῦ
ἦταν καλός ἁγιογράφος καί εἶχε θεῖο
ζῆλο γιά τή θεοφιλῆ αὐτή ἐργασία.
Ὁ Θεός μάλιστα εὐδόκησε μιά εἰκόνα
του, τοῦ ἁγίου Σάββα τοῦ ἐν Καλύμνῳ,
νά συνδεθεῖ μέ θαυμαστά γεγονότα.
Συγκεκριμένα, τό 1959 ἡ ἡγουμένη τῆς
μονῆς Ἁγίων Πάντων στήν Κάλυμνο, ὅπου
φυλάσσεται τό ἅγιο λείψανο τοῦ ἁγίου
Σάββα, παρήγγειλε στόν γέροντα Μιχαήλ
εἰκόνα τοῦ Ἁγίου. Ἐκεῖνος ὅμως, μήν
ἔχοντας πρότυπο καί μή γνωρίζοντας
τή μορφή του, παρακάλεσε τόν Ἅγιο νά
τόν φωτίσει στήν ἁγιογράφησή του.
Ὅταν
ἀργότερα ἡ εἰκόνα στάλθηκε στήν
Κάλυμνο, ἡ καμπάνα τῆς μονῆς ἄρχισε
νά κτυπᾶ ἀπό μόνη της, ἀπό τή στιγμή
πού ἔφθασε στό λιμάνι τό πλοῖο, μέχρι
τήν ἑπομένη πού ἔφεραν τήν εἰκόνα
στή Μονή. Πρόκειται γιά τήν παλαιότερη
εἰκόνα πού ἱστορεῖ τήν ἱερή μορφή τοῦ
ἁγίου Σάββα.
Ὁ
γερο-Χαράλαμπος ἀπό τό Καστελλόριζο,
πού ἔζησε στήν καλύβη Ἁγ. Χαραλάμπους,
γιά τήν ἁπλότητα, τήν εἰλικρινῆ μετάνοια
καί τήν ἁγνότητα τῆς καρδιᾶς του
ἀξιώθηκε νά προγνωρίσει τήν ἡμέρα τοῦ
θανάτου του. Τό γεγονός αὐτό τό ἀνακοίνωσε
στούς δελφουςύ μοναχούς μέ τά ἑξῆς
λόγια: «Ὅταν θά κτυπήσει ἡ καμπάνα τοῦ
Ἁγίου Γεωργίου γιά τόν νέο Δικαῖο, θά
κτυπήσει καί γιά τό γερο-Χαράλαμπο».
Τήν ἡμέρα τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου Γεωργίου,
δηλαδή στίς 23 Ἀπριλίου, διεξάγονται σέ
ὅλες τίς ἀθωνικές σκῆτες οἱ ἐκλογές
γιά τήν ἀνάδειξη τοῦ νέου Δικαίου·
εὐχάριστο γιά κάθε Σκήτη γεγονός πού
ἀνακοινώνεται καί συνάμα ὑπογραμμίζεται
μέ χαρμόσυνες κωδωνοκρουσίες. Ἔτσι,
ἐκεῖνον τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1938, ἡ καμπάνα
κτύπησε γιά δύο αἰτίες καί μέ δύο
ρυθμούς: πρῶτα πανηγυρικά γιά τόν
νέο Δικαῖο καί ἔπειτα πένθιμα γιά
τήν κοίμηση τοῦ γερο-Χαράλαμπου.
(Οἱ
φωτογραφίες πού συνοδεύουν τό κείμενο
εἶναι παλαιῶν πατέρων τῆς Σκήτης, ἀπό
τή συλλογή τῆς Καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου).
Δημοσιεύτηκε στην ΡΟΜΦΑΙΑ