Του
μοναχού Παταπίου Καυσοκαλυβίτου
«Δεῦτε
ἅπαντα τά πέρατα τῆς γῆς, τήν σεπτήν
Μετάστασιν τῆς Θεομήτορος μακαρίσωμεν·
ὅθεν τῇ ἁγίᾳ Κοιμήσει αὐτῆς, ὁ κόσμος
ἀνεζωοποιήθη, ἐν ψαλμοῖς καί ὕμνοις,
καί ᾠδαῖς πνευματικαῖς, μετά τῶν
Ἀσωμάτων καί τῶν Ἀποστόλων ἑορτάζων
φαιδρῶς».
Ἀκολουθώντας
τήν ἀνωτέρω προτροπή τοῦ ἱεροῦ
ὑμνογράφου συμμετέχουμε κι ἐμεῖς ἀπό
τό Περιβόλι τῆς Παναγίας σ᾿ αὐτό τό
μεγάλο θεομητορικό πανηγύρι, πού
ἐκδηλώνεται σέ κάθε μεριά τῆς εὐλογημένης
πατρίδας μας, ἀπό τό Ἁγιώνυμο Ὄρος τοῦ
Ἄθωνα καί τήν Ἀθήνα καί ἀπό τόν Ἔβρο
καί τήν Γαῦδο ἕως τήν Κέρκυρα καί τό
Καστελλόριζο.
Καί
συνερχόμαστε τό Δεκαπενταύγουστο γιά
νά τιμήσουμε μέ ψαλμούς καί ὕμνους καί
ὠδές πνευματικές, τήν φωτοφόρο μνήμη
τῆς Κοιμήσεως τῆς Μητέρας τοῦ Κυρίου
καί Θεοῦ μας, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Κάθε
θεομητορική ἑορτή εἶναι ὑπόθεση χαρᾶς
γιά ὅλη τήν Ἐκκλησία, ἀκριβῶς γιατί
ἡ Παναγία ἐδόξασε τό ἀνθρώπινο γένος,
μέ τό νά γίνει τό πρόσωπο ἐκεῖνο πού
δώρισε τήν σάρκα της γιά νά ἐνανθρωπίσει
τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος,
ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ.
Οἱ
Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ἱεροί
ὑμνογράφοι, οἱ εἰκονογράφοι,
συναγωνίζονται στήν παρουσίαση τῆς
ἀξίας τοῦ προσώπου τῆς Παναγίας μας,
πού εἶναι ἡ χαρά τῶν Ἀγγέλων, ἡ δόξα
τῶν Ἁγίων, ἀλλά καί ἡ προστασία ὅλων
τῶν ἀνθρώπων εἴτε πάσχουν ἀπό διάφορες
ἀσθένειες εἴτε ὑποφέρουν ἀπό τά
ποικίλα προβλήματα, πού συνδέονται
στενά μέ τόν ἀνθρώπινο βίο.
Ἀνάμεσα
στίς πολλές θεομητορικές ἑορτές
σημαντική θέση κατέχει ἡ Κοίμηση τῆς
Θεοτόκου, πού ἀποκτᾶ μεγάλη σημασία
καί ἀξία, τόσο ὡς πρός τό περιεχόμενό
της, ἀφοῦ ἡ Παναγία νίκησε τήν φθορά
καί τόν θάνατο μέ τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ,
ὅσο καί ὡς πρός τόν χρόνο πού ἑορτάζεται.
Γι᾿ αὐτό καί ἡ μεγάλη αὐτή ἑορτή ἔχει
ὀνομασθεῖ ἀπό τόν σοφό ἑλληνικό λαό,
τό Πάσχα τοῦ Καλοκαιριοῦ.
Σέ
κάθε θεομητορική ἑορτή, ἀλλά ἰδιαιτέρως
στήν παρούσα ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς
Θεοτόκου, μᾶς δίνεται ἡ εὐκαιρία νά
ἀποδώσουμε τήν ἀγάπη μας στήν μητέρα
τοῦ Θεοῦ.
Διά
μέσου αὐτῆς βλέπουμε τήν ἀγάπη τοῦ
Θεοῦ καί ἀντιμετωπίζουμε τά προβλήματα
πού μᾶς ταλαιπωροῦν. Διά τῆς Θεοτόκου
ὁ Θεός ἀνέπλασε τό ἀνθρώπινο γένος,
καί ἐμεῖς μέσα στήν Ἐκκλησία γευόμαστε
τήν ἀνάπλαση αὐτή.
Ἡ
ζωή μας ἀποκτᾶ ἄλλο νόημα καί περιεχόμενο.
Γι᾿ αὐτό ἡ ἀγάπη μας πρός τήν Παναγία
εἶναι ἀνταπόδοση τῶν ὅσων ἐκείνη
ἔκανε καί ἐξακολουθεῖ νά κάνει γιά
ἐμᾶς.
Ἀνταύγειες
αὐτῆς τῆς ἀγάπης εἶναι καί τά θεσπέσια
ὑμνογραφήματα τῆς Ἐκκλησίας μας, πού
εἶναι ἀφιερωμένα στήν Κυρία Θεοτόκο.
Οἱ
θεῖοι μελωδοί τῆς Ἐκκλησίας μας γιά
νά ἐκφράσουν τό ἄρρητο κάλλος τῆς
Παρθένου ἐπιστρατεύουν στόν λόγο τους
ὅλη τήν δημιουργία, φέρνοντας ὅλες τίς
λαμπρές εἰκόνες τῆς φύσεως.
Καί
τήν ὀνομάζουν «ἄρουραν εὔκαρπον»,
θάλασσα καί πέλαγος χαρισμάτων τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος, «ὄρθρον φαεινόν»,
«φωτεινήν νεφέλην», «ἄμπελον
εὐκληματούσαν», «ἐλαίαν κατάκαρπον»,
«περιστεράν ἀμόλυντον».
Καί
οἱ ψαλμωδοί, καταλαβαίνοντας τήν
ἀδυναμία τους καταλήγουν τόν λόγο τους
ὁμολογώντας: «Ὑπερίπταται, Θεοτόκε
ἁγνή, τό θαῦμα σου τήν δύναμιν τῶν
λόγων». Ξεπερνᾶ τό θαῦμα καί τό ἄρρητον
κάλλος τῆς Παρθένου τό θαῦμα καί τό
κάλλος ὁλόκληρης τῆς δημιουργίας.
Μέ
τήν Παναγία καταγλαΐζεται ὄντως ὁ
κόσμος, καθώς εἶναι ἡ «μόνη κοσμήσασα
τήν ἀνθρωπότητα τῷ τόκῳ αὐτῆς», κατά
τόν ὑμνογράφο. Ὅλο τό κάλλος τῆς
Παρθένου εἶναι ἔσωθεν. Εἶναι ὁ καρπός
τῆς κοιλίας της, εἶναι ὁ Υἱός της, τό
Φῶς του κόσμου: Ὁ Χριστός.
Κάθε
ἄνθρωπος ἔχει τήν ἱστορία καί τά
προβλήματά του. Καί εἶναι γεγονός ὅτι
ὁλόκληρος ὁ κόσμος σήμερα ἔχει ἀνάγκη
ἀπό γνήσια καί εἰλικρινῆ Μετάνοια˙
μιά προοπτική, πού εἶναι ἡ μόνη δυνατή
νά μᾶς ἐξαγάγει ἀπό τούς μονόδρομους
τῆς παρούσας ζωῆς, καί τά ἀδιέξοδα τῆς
σημερινῆς μονοδιάστατης καί μονοσήμαντης,
καί γι᾿ αὐτό, πολυτάραχης κοινωνίας.
Ἄν
ὑπάρχει λοιπόν μία ἐλπίδα, αὐτή εἶναι
ὁ ἀναγεννημένος ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος,
πού εἶναι ἀποφασισμένος νά ἀναθεωρήσει
τή ζωή του, τόν τρόπο ἐργασίας, τόν τρόπο
ἐκτελέσεως τοῦ καθήκοντος ἤ τοῦ
λειτουργήματός του, τόν τρόπο συμπεριφορᾶς
του πρός τόν συνάνθρωπό του καί τό φυσικό
περιβάλλον.
Μέ
τήν εὐκαιρία λοιπόν τῆς μεγάλης γιορτῆς
τοῦ καλοκαιριοῦ ἄς εὐχηθοῦμε νά
βρισκόμαστε πάντοτε κάτω ἀπό τή
θεομητορική σκέπη τῆς Παναγίας, ὥστε,
ἑνωμένοι μαζί της, νά μποροῦμε νά
ἀποκτήσουμε πνευματικούς ὀφθαλμούς
ὥστε νά βλέπουμε τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ,
τήν τραγωδία τοῦ ἀνθρώπου, καθώς ἐπίσης
καί τόν τρόπο μέσα ἀπό τόν ὁποῖο θά
μπορέσει νά ἐπιτευχθεῖ ἡ ἀνάπλαση
καί ἡ ἀναδημιουργία μας.