Κυριακή 3 Απριλίου 2011

Ο ΘΗΚΑΡΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΤΡΙΑΔΙΚΟΙ ΤΟΥ ΥΜΝΟΙ



Παναγιώτου Ἰ. Σκαλτσῆ

Ἀναπλ. Καθηγητοῦ

Άριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης





Θηκαρᾶς καί οἱ Τριαδικοί του Ὕμνοι







φωτογραφία: ''Ἡ ψυχοσωτήριος καί οὐρανοδρόμος Κλίμαξ" τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου. Τοιχογραφία τοῦ 1820. Ἐργαστήριο Καρπενησιωτῶν ζωγράφων ὑπό μοναχοῦ Μητροφάνη ἐκ Βιζύης. Κυριακό Καυσοκαλυβίων.

Στήν ἱστορία τῆς Ὀρθόδοξης Λατρείας ἔχουν καταγραφεῖ λαμπρά ποιητικά δημιουργήματα τά ὁποῖα, ἐκτός ἀπό τή λειτουργική τους χρήση καί τήν ἀξιοποίησή τους στήν κοινή προσευχή τῶν πιστῶν, ἀποτελοῦν μνημεῖα τοῦ πολιτισμοῦ μας καί ἐκφράζουν κατά τόν καλύτερο τρόπο τή δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας. Μεταξύ τῶν δημιουργημάτων αὐτῶν εἶναι καί οἱ Τριαδικοί Ὕμνοι τοῦ Θηκαρᾶ, ἕνα ἔργο σπουδαῖο, πού συνδέθηκε μέ τήν κατ’ ἰδίαν προσευχή κυρίως τῶν μοναχῶν καί ἐκδόθηκε πρόσφατα ἀπό τήν Ἱερά Μονή Παντοκράτορος τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Μέ τό ὄνομα Θηκαρᾶς ἐννοοῦμε τόν λόγιο μοναχό καί ἡσυχαστή ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, ὁ ὁποῖος ἔζησε κατά τήν περίοδο τοῦ ἡσυχασμοῦ (τέλη 13ου - ἀρχές 14ου αἰῶνα) καί ἔλαβε τήν προσωνυμία αὐτή ἀπό τό γεγονός ὅτι ἦταν κατασκευαστής θηκῶν γιά μαχαίρια. Ἦταν πάρα πολύ ταπεινός μοναχός καί τό πραγματικό του ὄνομα τό γνώριζε μόνο ὁ ὑποτακτικός καί μαθητής του Θεόδουλος, ὁ ὁποῖος μάλιστα εἶχε δεσμευθεῖ μέ ὅρκο νά μήν ἀποκαλύψει ποιός εἶναι ὁ Θηκαρᾶς. Ἔχει βεβαίως ταυτισθεῖ κατά καιρούς μέ διάφορα πρόσωπα, ὅπως π.χ. μέ τόν προαναφερθέντα μαθητή του Θεόδουλο, τό μοναχό Διονύσιο, τό Θωμά Μάγιστρο ὁ ὁποῖος ἔγινε μοναχός μέ τό ὄνομα Θεόδουλος κ.ἄ. Ἡ ἐπιστημονική ἔρευνα ἔχει ἀπορρίψει κάποιες ἀπό αὐτές τίς ταυτίσεις, ἀλλά δέν ἔχει καταλήξει μέ βεβαιότητα ποιός εἶναι ὁ Θηκαρᾶς . Μέ τήν ἐν λόγῳ προσωνυμία, ἐκτός ἀπό τό ψευδωνύμως φερόμενο πρόσωπο, ἐννοεῖται καί ὁλόκληρη ἡ Συλλογή πού σχετίζεται μέ τό Θηκαρᾶ. Πρόκειται συγκεκριμένα γιά τό καθημερινό Ὡρολόγιο μέ τούς εἰδικούς Τριαδικούς Ὕμνους καί τίς Εὐχές, τήν Ἀσκητική Ἀκολουθία γιά τήν περίοδο τῆς Τεσσαρακοστῆς, διάφορα ἑρμηνευτικά ὑπομνήματα τοῦ ὑμνογραφικοῦ ἔργου τοῦ Θηκαρᾶ καί Πατερικά Ἀνθολόγια πού περιέχουν κείμενα ἀναφερόμενα στή σπουδαιότητα τῆς δοξολογίας καί εὐχαριστίας τοῦ Θεοῦ διά τῆς ὑμνολογίας. Ὁ ἴδιος ὁ Θηκαρᾶς μᾶς πληροφορεῖ γιά τόν ἀποκαλυπτικό τρόπο μέ τόν ὁποῖο διδάχθηκε καί ἐμπνεύσθηκε τούς ὑψηλῆς γλωσσικῆς ἔκφρασης καί θεολογίας ὕμνους του, ἀλλά καί γιά τό βιβλικό καί πατερικό ὑπόβαθρο τοῦ πρωτότυπου καί προοριζόμενου γιά τήν ἀτομική προσευχή τῶν ἀσκητῶν Ὡρολογίου του. Στό σημαντικότερο ἀπό τά ὑπομνήματα τοῦ ἐν λόγῳ Ὡρολογίου, πού εἶναι αὐτό τοῦ Θεοδούλου, φαίνεται νά ἐκμυστηρεύεται ὁ Θηκαρᾶς ὅτι, ὅταν συμμετεῖχε στήν κοινή λατρεία καί ἄκουγε αἶνο ἤ δοξολογία στό Θεό, τότε παρακαλοῦσε μέ δάκρυα νά τοῦ δώσει ὁ Κύριος τήν ἱκανότητα νά κάμει καί αὐτός ὕμνους προκειμένου νά δοξολογεῖ τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ· «Κύριε, λέγει, πάντα δύνασαι· ὁδήγησόν με ποῦ εἰσίν ὕμνοι τῆς βασιλείας σου, ἵνα, πάντα ὅσα ἔχω ἀπεμπολήσας θελήματα, ἀναλαβῶν ἐντρυφήσω αὐτούς» . Ὡς ἀπάντηση στήν ὡς ἄνω προσευχή τοῦ ὑμνητῆ τῆς Παναγάις Τριάδος Θηκαρᾶ ἦταν τόσο τό θάρρος πού πῆρε ὥστε νά καταγράφει τούς ὕμνους πού ἔβρισκε, ὅσο καί οἱ διάφορες ὀπτασίες μέ ἀγγέλους, τό πανάγιο καί ζωοποιό Πνεῦμα, ἀκόμη καί τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό νά κρατᾶ κώδικα στά χέρια Του καί μικρό κοντύλι καί νά τόν ἐνθαρρύνει νά καταγράψει καί δοξολογήσει τόν ἐν Τριάδι Θεό. Ἡ ἐκλογή, γράφει χαρακτηριστικά, εἶναι ἀπ’ ὅλη τή θεόπνευστη Γραφή καί δή τό Ψαλτῆρι πού βρύθει ψαλμῶν ἀναφερομένων στούς θείους αἴνους . Οἱ ὕμνοι του ἐπίσης ἐμπνέ¬ονται καί ἀπό τά ἔργα τῶν ἁγίων Πατέρων πού ἀναφέρονται στή θεολογία, μέ πρῶτο τόν ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη, ἀλλά καί τούς Γρηγόριο Θεολόγο, Μέγα Βασίλειο, Μάξιμο Ὁμολογητή κ.ἄ.. «Ἀλλά καί ὅπου ἄν ἤκουσα καί εἶδον θεῖον αἶνον, εὐθύς ὥσπερ μέλισσα ἠνθολόγουν αὐτόν· ἡ δέ σύνταξις ἐστίν ἡμετέρα, μᾶλλον δέ οὔχ ἡμετέρα ἀλλά τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ» . Μέ βάση λοιπόν τήν Ἁγία Γραφή καί τήν Πατερική παράδοση, σέ μίαν ἐποχή πού ὑπῆρχαν ἔντονα τριαδολογικά ζητήματα καί κάποιες αἱρετικές ὁμάδες προερχόμενες ἀπό τούς Βογόμιλους ὑπερτόνιζαν τήν ἀτομική προσευχή σέ βάρος τῆς κοινῆς λατρείας καί δοξολογίας τοῦ Θεοῦ , ὁ Θηκαρᾶς συνέταξε ἕνα νέο Ὡρολόγιο στή βάση τῶν τεταγμένων Ἀκολουθιῶν τοῦ νυχθημέρου, ἀλλά μέ διαφορετικούς ὕμνους καί διαφορετικές εὐχές. Τό ἰδιαίτερο γνώρισμα τοῦ ποιητικοῦ αὐτοῦ ὑλικοῦ εἶναι ὅτι ἐξυμνεῖ τήν Ἁγία Τριάδα καί κάθε ὕμνος διαιρεῖται σέ τρία μέρη προκειμένου νά εἶναι «ἀμέριστος ἐν μεμερισμένοις, εἰς τύπον τῆς Ἁγίας Τριάδος, τῆς μίας θεότητος» . Οἱ ἐν λόγῳ ὕμνοι διαβάζονταν κατά τόν κανόνα τῆς ἀτομικῆς προσευχῆς τῶν μοναχῶν ὡς περαιτέρω ἄσκηση, ἀλλά ἦταν δυνατόν νά ἀξιοποιηθοῦν καί στήν κοινή λατρεία, ἡ ὁποία πάντοτε προηγεῖτο καί ἀκολουθοῦσαν οἱ τριαδικοί ὕμνοι ἀλλά καί ἡ μονολόγιστος εὐχή «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Οὕτως ἤ ἄλλως ὁ Θηκαρᾶς προέτρεπε τούς μοναχούς, σ’ ἕνα κλίμα πάντοτε ἐλευθερίας, νά εἶναι ἐραστές τῶν ὕμνων, διότι καλλιεργοῦν τήν ταπείνωση, ὁδηγοῦν στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί συντελοῦν στήν ἐνοίκιση τῆς παναγίας Τριάδος στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Χαρακτηριστικό δεῖγμα τῶν ὑψηλῶν θεολογικῶν ἐννοιῶν, ὅταν ἀναφέρεται στή θεολογία τοῦ τριαδικοῦ δόγματος, εἶναι καί τό παρακάτω κείμενο, ὅπου γιά τήν τριαδική βασιλεία λέγει ὅτι εἶναι «ἡ πάντων ἀρχή ὑπεράρχιος, καί ἀπειρία πάσης ἀπειρίας, καί πάντων πέρας ὑπερτελές· ἡ πάντα ἐν σεαυτῇ περιέχουσα κατά μίαν ὑπερουσίως ἀπειρίας ἁπλότητα» . Γιά τόν Τριαδικό Θεό δέ ὡς δημιουργό τοῦ κόσμου γράφει ὅτι ἀπ’ αὐτόν προέρχεται «πᾶν πέρας, οἱ ὅροι πάντες· τά στοιχεῖα, τά εἴδη· αἱ ἑτερότητες, αἱ ταυτότητες· αἱ ποσότητες, αἱ σμικρότητες, αἱ μεγαλειότητες· πάντων αἱ συγκράσεις, αἱ διακρίσεις, αἱ ἀδιάλυτοι συνοχαί τῶν γινομένων» . Ὅπως εἶναι εὐνόητο τό ἔργο αὐτό τοῦ Θηκαρᾶ, πού στή χειρόγραφη παράδοση μαρτυρεῖται ἀπό τόν 14ο αἰῶνα , εἶχε εὐρεία διάδοση στίς Ἱερές Μονές τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀλλά καί ἔξω ἀπό αὐτές, ὅπως ἐπίσης καί στό μοναχισμό τῶν Σλαυικῶν Ἐκκλησιῶν. Αὐτό μαρτυροῦν τά πολλά χειρόγραφα στά ὁποῖα διασώζεται τό ἐν λόγῳ Ὡρολόγιο, ἀλλά καί οἱ κατά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας ἔντυπες ἐκδόσεις του γιά τίς πνευματικές ἀνάγκες τόσο τῶν ἀσκητῶν, ὅσο καί τῶν ἐγγάμων λαϊκῶν. Τό κύρος πού εἶχε ὁ Θηκαρᾶς ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό τό ἐνδιαφέρον τῶν Κολλυβάδων γι’ αὐτόν. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης π.χ. τόν ἀναγνώριζε ὡς σπουδαῖο ὑμνογράφο καί συνιστοῦσε οἱ θεολογικοί του ὕμνοι καί οἱ εὐχές νά λέγονται κατ’ ἰδίαν καί ὄχι στίς κοινές συνάξεις . Στίς μέρες μας ὁ Θηκαρᾶς ἀποκτᾶ ξεχωριστό ἐνδιαφέρον μέ τήν ἔννοια ὅτι καί σήμερα ἔρχεται νά ἐπισημάνει α) τήν ἑνότητα κοινῆς καί κατ’ ἰδίαν προσευχῆς β) τή σημασία τῆς πίστης καί προσευχῆς στόν Τριαδικό Θεό δημιουργό τοῦ σύμπαντος κόσμου καί ἐγγυητή τῆς ἀκεραιότητος τῆς προσωπικότητος τοῦ ἀνθρώπου γ) τό μέγεθος τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας, μέσα ἀπό τή δοξολογία, τήν εὐχαριστία καί τήν εὐλόγηση τοῦ Θεοῦ. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή εἶναι ἀπόλυτα ἐπίκαιρος ὁ λόγος ἑνός ἐκ τῶν παλαιῶν ἐκδοτῶν τοῦ Θηκαρᾶ, ὁ ὁποῖος ἀπευθυνόμενος στόν φιλοαναγνώστη του σημειώνει ὅτι οἱ ἐν λόγῳ ὕμνοι στήν ὑπέρθεον Τριάδα συνιστοῦν πολύτιμους λίθους «οἵτινες λάμποντες καί ἀστράπτοντες ἐν τῇ καρδίᾳ σου δείχνουσι καί φανερώνουσιν εἰς τήν ψυχήν σου τήν ἀληθῆ ἐπίγνωσιν τῆς τρισηλίου θεότητος» .

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

ΤΗΣ ΠΡΟΗΓΙΑΣΜΕΝΗΣ ΤΟ ΠΑΝΙΕΡΟ ΘΑΜΒΟΣ


πρωτοπρεσβ. Κωνσταντίνου Καλλιανοῦ

Τῆς Προηγιασμένης τὸ πανίερο θάμβος
«Σοφία, ὀρθοί.

Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι».



Φωτογραφία: Φῶς ἱλαρό στό καθολικό τῆς μονῆς Χιλανδαρίου

Τὸ φῶς τὸ ἰλαρὸ ποὺ ἁπλώνει ἡ λαμπάδα τῆς Προηγιασμένης τὸ νοιώθεις ὅτι εἶναι ἡ φωτεινὴ ματιὰ τοῦ Θεοῦ, ποὺ μεγαλύνει τὸν κόσμο. Εἶναι ἡ ἀπαστράπτουσα παρουσία Του ἀπό τότε, ἀπό τὸν καιρὸ τῆς Δημιουργίας, μὲ κεῖνο τὸ κορυφαῖο πρόσταγμα, «Καὶ ἐγένετο φῶς» (Γεν. 1, 3). Φωτεινὴ παρουσία ποὺ δὲν ἔπαψε νὰ εἰσέρχεται σὲ ὅλα μας τὰ σκότη καὶ νὰ τὰ φωτίζει: δίχως νὰ ἐξετάζει ποιὰ. Ἀρκεῖ τὶς θύρες τῆς ψυχῆς νὰ βρεῖ ἀνοικτές.

Στὸ μυρωμένο ἀνοιξιάτικο πρωϊνὸ ἀνεβαίνει τὸ εὐῶδες θυμίαμα κι ἀπό τὸ πρόσωπό Του κατεβαίνει φῶς Χριστοῦ καὶ καταυγάζει τὴν Ἐκκλησιὰ, τοὺς πιστοὺς, τὴν οἰκουμένη ὁλάκερη. Αὐτὸ τὸ Φῶς ποὺ αἰῶνες προσφέρεται, καὶ θὰ προσφέρεται, ἕως τῆς συντελείας, γίνεται τὸ μέσον διὰ τοῦ ὁποίου καὶ οἱ Γραφὲς καὶ οἱ Λόγοι καὶ ἡ Ἀνάγνωση τοῦ Σύμπαντος Κόσμου κατανοεῖται, ἐμβιώνεται, ὁδηγεῖ εἰς ὁδοὺς σωτηρίας.

Αἰῶνες στέκει στὴν Ὡραία Πύλη ὁ ἀρχαῖος ὁ παπᾶς, ἀκίνητος, εὐσχήμων, ἱεροπρεπὴς καὶ κατενυγμένος. Κρατᾶ τὴν ἀκοίμητα ἀναμμένη λαμπάδα τῆς Προηγιασμένης καὶ τὸ θυμιατὸ, γιὰ νὰ ὁρίσει τὴν προσευχὴ τῶν πιστῶν, νὰ συμμαζέψει τοὺς καημούς τους, τὶς μετάνοιες καὶ τὶς ίκεσίες τους καὶ νὰ τὰ τυλίξει σὲ νοητὰ ὀθόνια γκρίζου θυμιάματος, νὰ συμμαζέψει τὴν πίστη τους στὴ χρυσογάλανη φλόγα τοῦ κεριοῦ κι ὕστερα, ἥρεμα, ἁπλᾶ καὶ σὲ ἦχο λιτό, ὑφασμένο στὸν ἀργαλιὸ τῆς ταπείνωσης, ἀνοίγει τὴ θύρα τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ «Κατευθυνθήτω».

Οἱ μετάνοιες εἶναι ἀσκήσεις ποὺ δὲν ἀποδεικνύουν μόνο τὴ συμμετοχὴ τοῦ σώματος, ἀλλὰ κυρίως τὴ συντριβὴ τῆς ψυχῆς. Γιατὶ ἐκεῖ πρέπει νὰ ἐπικεντρωθεῖ ἡ ὅλη διαδικασία μὲ ἀπότοκο τὴ θεραπεία… Ἄλλωστε, γι᾿ αὐτὸ «αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν ἀοράτως» μὲν, ἀλλὰ μαζὶ μας ἀτενίζουν καὶ διαπιστώνουν ὅτι, «ἰδού, εἰσπορεύεται ὁ Βασιλεὺς τῆς Δόξης». Γιὰ ποῦ, ἄραγε; Τὸ ἐρώτημα δυναμικό μεγαλειῶδες, οὐσιαστικό…. Διότι εἰσπορεύεται, εἰσοδεύει ὁ Βασλεύς τῆς Δόξης, μέσα στὸ ἅγιο Δισκάριο, μὲ τὴν ἡσυχία καὶ τὴ σιωπὴ τοῦ ναοῦ νὰ τὴν καταλύει, ν᾿ ἀνοίγει ρωγμὲς σωτήριες, τὸ ρυθμικὸ τὸ κουδούνισμα τοῦ θυμιατοῦ. «Ἰδοὺ θυσία…». Θυσία μυστική, ἀλλὰ καὶ τελειωμένη, ποὺ μόνο οἱ Δυνάμεις τῶν Οὐρανῶν μὲ τὰ παρθένα, τὰ φωτισμένα ἀπό τὸ θεῖο Του γνόφο μάτια, μὲ φρίκη βλέπουν καὶ καταννοοῦν, πασχίζοντας νὰ μᾶς εἰσάγουν ὅλους μας σ᾿ αὐτὸ τὸ μάθημα τῆς θυσίας καὶ τῆς προσφορᾶς. «Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον….» (Ἰω. 3, 15) ἀντίθετα μὲ τὸν κόσμο ποὺ συνεχίζει, ὄχι μονάχα νὰ μὴν ἀγαπᾶ, ἀλλὰ ν᾿ ἀμφισβητεῖ καὶ νὰ ζητᾶ τὶς ἔτι καὶ ἔτι θυσίες Του… ποὺ τὶς ἀντιπροσωπεύουν, εὐτυχῶς, τὰ τῶν Ἁγίων Μαρτύρια… τὰ ὁποῖα ἀσφαλῶς σήμερα ὡς ἐπί τὸ πλεῖστον εἶναι μὲν ἀναίμακτα, ἀλλὰ μουσκεμένα ἀπό δάκρυα, ἱδρῶτες, ἀγωνία καὶ μεγάλη σωπὴ. Ποὺ γιὰ τὴν ἀντέξεις ἀπαιτεῖται νὰ μαθητεύσεις στὴ ἄλλη Σιωπὴ. Ἐκείνη τή σιωπή, ποὺ ἐκφράζεται μὲ διαφορετικὰ ρήματα· καὶ ποὺ ἐκκινεῖται ἀπό μιὰν ἄλλη Σιωπὴ. «Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐσιώπα» (Ματθ. 26, 63)

Εἰσπορεύεται ὁ Βασιλεὺς τῆς Δόξης, λοιπὸν. Κι ἐμεῖς βυθίζουμε τὴν ὕπαρξή μας στὰ βάθη τῶν αἰώνων καὶ ψηλαφοῦμε τὶς ἀρετὲς τῶν Πατέρων μας, οἱ ὁποῖοι «Πίστει καὶ πόθῳ» προσέρχονταν γιὰ νὰ καταστοῦν « μέτοχοι ζωῆς ἀθανάτου». Ἐκεῖνοι…. Ἐμεῖς;

Οἰ λέξεις αὐτὲς, «πίστις», δηλαδὴ, ποὺ δηλοῖ τὴν ἐμπιστοσύνη καὶ κάτι παραπάνω, καὶ «πόθῳ», ποὺ φανερώνει τὴν ἐπιθυμία, τὴ λαχτάρα τῆς παρουσίας κάποιου, διαπλέουν τὶς θάλασσες τοῦ χρόνου καὶ μᾶς ἀνταμώνουν· λέξεις χλωρὲς, νεοφορεμένες, ποὺ ἐπιμένουν νὰ μᾶς εἰσοδεύσουν, ὄχι μονάχα στὸ νόημά τους, ἀλλὰ καὶ στὸν κόσμο τους… Τὸν κόσμο τῆς Βασιλείας Του. Μιὰ θύρα τῆς ὁποίας εἶναι καὶ ἡ Προηγιασμένη…..

Κυριακή 27 Μαρτίου 2011

ΣΤΑΥΡΟΑΝΑΣΤΑΣΙΜΗ ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΑΣΧΑ

Ἀρχιμανδρίτου Προδρόμου Λαυριώτου





Σταυροαναστάσιμη πορεία πρός τό Πάσχα









Φωτογραφίες: Λεπτομέρεια α'πό τό τέμπλο καί σταυρός στόν τρούλο τοῦ πρόσφατα ἀνακαινισμένου παρεκκλησίου Ἁγ. Μαξίμου Καυσοκαλύβη. Καυσοκαλύβια Ἁγ. Ὄρους

(...) Τρίτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν σήμερα καὶ καθὼς βρισκόμαστε στὴ μέση τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἡ Ἐκκλησία μας προβάλλει τὸν τίμιο Σταυρό, προκειμένου νὰ ἐνισχυθοῦμε στὸν πνευματικὸ ἀγῶνα τῆς περιόδου αὐτῆς, τοῦ καιροῦ τοῦ εὐπρόσδεκτου τῆς μετανοίας, θά λέγαμε καλύτερα. (...) Κατά τόν μεγάλο ἡσυχαστή Ἁγιορείτη ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος, ὅπως εἶναι γνωστό, ἀσκήθηκε γιά ἀρκετά χρόνια στά ὅρια τῆς ἱερᾶς Μονῆς τῆς μετανοίας μου, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο λοιπόν, «ὄχι μόνο ὁ λόγος περί Σταυροῦ καί τό μυστήριο, ἀλλά καί τό σχῆμα του εἶναι θεῖο καί προσκυνητό, διότι εἶναι σφραγίδα σεβάσμια, ἁγιαστική καί τελειωτική ὅλων τῶν θαυμασίων καί ἀνεκφράστων ἀγαθῶν, τά ὁποῖα προέρχονται ἀπό τόν Θεό». (...) Σήμερα, κατακλύζουμε τούς ἱερούς ναούς προκειμένου νά προσκυνήσουμε τόν Τίμιο Σταυρό καί νά ἀντλήσουμε δύναμη καί χάρη οὐράνια ἀπό αὐτόν. Πῶς μπορεῖ ὅμως ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς νά βιώσει στήν προσωπική του ζωή τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ; Τί σημαίνει γιά μᾶς ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, «εἰ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ, καί ἀκολουθείτω μοι»; Μέ αὐτά τά ἐρώτηματα, θά διαλεχθοῦμε σύν Θεῷ, στή συνέχεια, κατά τήν ταπεινή μας αὐτή ὁμιλία.... (...) ἡ δύναμη τοῦ Σταυροῦ μετατρέπει τά ἐμπόδια σέ εὐεργετήματα, τά ἀναδεικνύει θείες δωρεές, ἐφόδια πνευματικά, ἀφορμές δοξολογίας στόν Θεό. Ἐμεῖς βεβαίως, ὡς ἄνθρωποι, δέν φοβόμαστε τίποτε περισσότερο, ὅσο τίς θλίψεις καί τίς δυσχέρειες. Καί εἰδικότερα, τήν τελευταία αὐτή περίοδο, κατά τήν ὁποία ἡ φιλτάτη πατρίδα μας βιώνει σέ ὅλες της τίς διαστάσεις τήν οἰκονομική κρίση, πού εἶναι ὅμως, πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα, ἀποτέλεσμα, τῆς πνευματικῆς κρίσεως, πού βιώνει ἀπό δεκαετίες ὁ λαός μας. Ἡ Ἐκκλησία ἀπό τἠν φύση της, ἐκτός τοῦ ὅτι νοηματοδοτεῖ τόν ἀνθρώπινο βίο καί ἔχει μία πνευματική ἀποστολή, συγχρόνως λειτουργεῖ ἐξισορροπητικά στήν κοινωνία. Ἔτσι, ἡ τρέχουσα κοινωνική καί οἰκονομική κρίση πρέπει νά ἀντιμετωπισθεῖ μέ κρίση, δηλαδή μέ διάκριση, περίσκεψη, σύνεση καί τήν πρέπουσα ἀποφασιστικότητα. Ἕνα κλῖμα ἐμπιστοσύνης στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος παραχωρεῖ τήν δοκιμασία αὐτή ἀλλά καί κλῖμα ἀλληλεγγύης μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, θά πρέπει νά εἶναι τό κλῖμα, πού θά πρέπει νά ἐπικρατήσῃ μεταξύ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καί γενικότερα, μεταξύ ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Μέσα ἀπό τήν προοπτική αὐτή, τό καθημερινό βίωμα τῶν δυσχερειῶν καί τῶν ἀπογοητεύσεων καί τῆς ἐλλείψεως προοπτικῆς, τό ὁποῖο μπροστά στά πόδια μας συνεχῶς κατρακυλᾶ, ὁ πάνσοφος Θεός καί οἰκονόμος τῆς σωτηρίας μας, τό κάνει μεταγωγικόν στούς οὐρανούς. Μᾶς δίνει τήν δυνατότητα, ἄν ὄχι νά ξεπεράσουμε τά ἐμπόδια, τουλάχιστον νά ὑπομένουμε αὐτά, γιά νά μή χάσουμε ἀπό μπροστά μας τό ὄραμα τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. (...) Ἡ σημερινὴ προσκύνηση τοῦ τιμίου Σταυροῦ μᾶς θυμίζει ὅπως εἴδαμε, μέσα ἀπό τήν ταπεινή μας αὐτή ὁμιλία, τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ. Ταυτόχρονα ὅμως μᾶς ζωντανεύει τὴν ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως. Γιατὶ ὅπως ὁ Χριστός, ἔτσι κι ἐμεῖς, ἀπὸ τὴ θλίψη τοῦ Σταυροῦ καὶ τοῦ πάθους, ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὸ θάνατο, φθάνουμε στὴ χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως, πρὸς τὴν ὁποία καὶ πορεύομαστε μὲ κουράγιο καὶ δύναμη. Στήν πορεία πρός τήν συνάντησή μας μέ τόν ἀναστημένο Χριστό, τόν Θεό μας, στόν ὁποῖο πρέπει κάθε δόξα, τιμή καί προσκύνηση, στούς αἰώνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἀποσπάσματα ἀπό ὁμιλία τοῦ πανοσιολογιωτάτου Καθηγουμένου τῆς Μεγίστης Λαύρας στό Πνευματικό Κέντρο τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Κρήτης, ἔπειτα ἀπό πρόσκληση τοῦ Συλλόγου Φίλων τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἡρακλείου. Ἡράκλειο, 27 Μαρτίου 2011.

Κυριακή 20 Μαρτίου 2011

Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ


Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου


Ὁ Ἁγιορείτης ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς.

(...) πανορθόδοξη μορφή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ εἶναι ἴσως ἡ σημαντικότερη τῶν Ἁγιορειτῶν, γιά τόν 14ο αἰώνα, πού εἶναι καί ὁ χρυσός αἰώνας τοῦ Ἁγιορειτικοῦ Μοναχισμοῦ.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γεννήθηκε τό 1296 στήν Κωνσταντινούπολη καί ἦλθε στό Ἅγιον Ὄρος σέ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν, ὅπου ὑποτάχτηκε ἀρχικά στόν ἡσυχαστή Νικόδημο, σέ κελλί στά ὅρια τῆς μονῆς Βατοπαιδίου. Ἐκεῖ ἔζησε ἐν "νηστείᾳ καί ἀγρυπνίᾳ καί νήψει καί ἀδιαλείπτῳ προσευχῇ" ἐπί τρία χρόνια (1319-1322). Μετά τήν κοίμηση τοῦ γέροντά του καί τοῦ ἀδελφοῦ του Μακαρίου, εἰσῆλθε μαζί μέ τόν ἄλλο ἀδελφό του Θεοδόσιο στήν Μεγίστη Λαύρα τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου (περί τό 1319), ὅπου παρέμεινε ἐπί τρία ἔτη. Κατόπιν ἀποσύρθηκε σέ ἐρημητήριο τῆς τότε Σκήτης Γλωσσίας (στήν περιοχή τῆς σημερινῆς Προβάτας), ὅπου παρέμεινε κοντά στόν διδάσκαλο τῆς "ἡσυχίας" "Γρηγορίῳ τῷ πάνυ", τόν Δριμύ. Τό 1325 λόγω τῶν τουρκικῶν ἐπιδρομῶν καταφεύγει μαζί μέ ἄλλους ἡσυχαστές -ἀνάμεσα στούς ὁποίους ἦταν ὁ ὅσιος Γρηγόριος Σιναΐτης μέ τούς μαθητές του, Ἰσίδωρο καί Κάλλιστο, μετέπειτα Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως- στή Θεσσαλονίκη. Ἀπό τό 1326 καί γιά πέντε ἔτη, ἀσκήθηκε σέ ἐρημητήριο τῆς Σκήτης Βερροίας κοντά στόν Ἀλιάκμονα. Τό 1331, λόγω τῆς εἰσβολῆς τῶν Σέρβων στήν περιοχή τῆς Δυτικῆς Μακεδονίας, ἐπέστρεψε στό Ἅγιον Ὄρος καί ἐγκαταβίωσε στό Κάθισμα τοῦ Ἁγ. Σάββα, σέ ὕψωμα πάνω ἀπό τήν Μεγίστη Λαύρα. Περί τό 1335-6, προχειρίστηκε ἀπό τόν Πρῶτο Ἰσαάκ καί τήν Σύναξη, ἡγούμενος τῆς μονῆς Ἐσφιγμένου (1335-1338). Τόν Δεκέμβριο τοῦ 1337 ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔρχεται πάλι στή Θεσσαλονίκη, ὅπου καί ἀρχίζει τόν ἀγῶνα του κατά τῶν κακοδοξιῶν τοῦ ἐκ Καλαβρίας Βαρλαάμ.
Τό 1340-1 ὑπό τήν ἄμεση καθοδήγηση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου συντάχθηκε ὁ Ἁγιορειτικός Τόμος («Ἁγιορειτικός Τόμος ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων διά τούς ἐξ ἰδίας ἀπειρίας καί τῆς πρός τούς ἁγίους ἀπειθείας ἀθετοῦντας τάς τοῦ Πνεύματος μυστικάς ἐνεργείας, κρεῖττον ἤ λόγος ἐν τοῖς κατά πνεῦμα ζῶσιν ἐνεργουμένας καί δι᾿ ἔργων θεωρουμένας, ἀλλ᾿ οὐ διά λόγων ἀποδεικνυομένας», PG 150, στ. 1225-1236), τόν ὁποῖον ὑπέγραψαν ὅλοι οἱ πρόκριτοι τῶν μονῶν τοῦ Ἄθω. Πρόκειται γιά μία κορυφαία στιγμή τῆς ἁγιορειτικῆς πνευματικότητας. Τό 1347, κατόπιν πολλῶν ἀγώνων ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν, ὁ ἅγιος Γρηγόριος, χειροτονημένος ἤδη Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, ἐπιστρέφει στόν ἀγαπημένο του Ἄθωνα. Τήν ἐποχή ἐκείνη βρισκόταν στό Ἅγιον Ὄρος ὁ σέρβος κράλης Στέφανος Δουσάν, ὁ ὁποῖος ἀνάγκασε τόν Γρηγόριο νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τόν τόπο, ἐπειδή ὁ δεύτερος δέν ἐνέδωσε στίς πιέσεις του νά ὑποστηρίξει τά σχέδιά του νά ἐγκαταστήσει σερβικῆς καταγωγῆς Πρῶτο. Ἀπό τότε, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς δέν ἐπέστρεψε ξανά στόν Ἄθωνα. Ἐκοιμήθη ὡς μητροπολίτης Θεσσαλονίκης τό 1359, ἔχοντας δικαιωθεῖ γιά τούς πολλούς ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀγῶνες του. Στή διαμόρφωση τῶν θεολογικῶν θέσεων τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀσφαλῶς θά συνετέλεσε πολύ ἡ προηγούμενη ἄσκησή του στόν ἱερό Ἄθω, ὅπου βρισκόταν σέ μεγάλη ἀκμή -τήν ἐποχή ἐκείνη ἰδιαίτερα- ὁ ἡσυχαστικός τρόπος ζωῆς, γιά τόν ὁποῖο ἄλλωστε ἐκεῖνος τόσο ἀγωνίστηκε. Οἱ Σύνοδοι τῆς Κωνσταντινουπόλεως τῶν ἐτῶν 1341, 1347 καί 1351 ἀνεκήρυξαν τή θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ὡς θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Τό ἔτος 1368 ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς κατατάχθηκε στό ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ἀπόσπασμα ἀπό τό πρόσφατα κυκλοφορηθέν βιβλίο τοῦ γράφοντος: Ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης. Ἁγιολογία-Ὑμνογραφία-Τέχνη. Συμβολή στή μελέτη τοῦ Ἁγιορειτικοῦ Μοναχισμοῦ κατά τόν 14ο αἰ., ἐκδόσεις Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2010.

Φωτογραφία: «Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης καί νέος Χρυσόστομος, ὁ Παλαμᾶς». Τοιχογραφία σέ βυζαντινό ναό τῆς Καστοριᾶς.

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

ΕΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΠΡΙΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ, ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ


Πατάπιος μοναχός Καυσοκαλυβίτης

Ἄν πεθάνεις πρίν πεθάνεις, δέν θά πεθάνεις ὅταν πεθάνεις

Στή μνήμη τοῦ μακαριστοῦ φιλοαγιορείτη καί καθ᾿ ὅλα ἄνθρωπο, ἰατρό Ἰωάννη Λάϊο, μέ ἀφορμή τό τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνό του (21 Μαρτίου 2011). Οἱ συνεργάτες τοῦ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ εὔχονται ὑπέρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς του καί τό ἴδιο παρακαλοῦν νά κάνουν καί οἱ ἀναγνῶστες του.

Φωτογραφία ἀπό τό άρχονταρίκι τῆς Καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου

Σ᾿ ἕνα συλλογικό τόμο, ὅπως ὁ παρών, πού μελετᾶ διεξοδικά σ᾿ ὅλες τίς ἐκφάνσεις της τήν πραγματικότητα τοῦ θανάτου, τό νά συμμετέχει ἕνας μοναχός, θά μποροῦσε ἴσως νά θεωρηθεῖ ὡς μία πρόκληση. Κι αὐτό, γιατί τήν ‘’μεταμοντέρνα’’, ‘’πολυπολιτισμική’’ καί ‘’παγκοσμιοποιημένη’’ κοινωνία μας, ἐλάχιστα ἤ καί καθόλου ‘’δέν θά ἔπρεπε’’ νά τήν ἐνδιαφέρουν οἱ σκέψεις του. Κάτι τέτοιο ὅμως θά ἦταν, ἄν μή τι ἄλλο, τουλάχιστον ἄδικο. Ἄδικο κυρίως γιά τούς συμμετέχοντες στό πνευματικό συμπόσιο τοῦ παρόντος βιβλίου, δηλαδή τούς ἀγαπητούς ἀναγνῶστες του, καθώς ἔτσι θά στεροῦνταν τῆς δυνατότητας νά μάθουν πῶς ἡ μελέτη τοῦ θανάτου, πού γιά τούς μοναχούς, αἰώνες τώρα, εἶναι καθημερινή ὑπόθεση, φέρνει δίψα γιά οὐρανό καί ἀθανασία· γίνεται ἀφορμή γιά ἕνα ξέσπασμα ζωῆς, πού οἱ συντεταγμένες του βρίσκονται στήν αἰωνιότητα.
Πρόκληση ὅμως στάθηκε καί γιά τόν γράφοντα, καθώς θά ἔπρεπε σέ λίγες μόνο σελίδες νά φιλοσοφήσει περί τοῦ θανάτου, ἀποκρυσταλλώνοντας τή μοναχική ἐμπειρία αἰώνων. Γιατί, τί ἄλλο παρά φιλοσοφία περί τοῦ θανάτου εἶναι κατά βάθος ἡ ἀληθινή μοναχική ζωή; Φιλοσοφία γιά τά ἐντός καί ἐκτός τοῦ χρόνου τῆς ὕπαρξης· γιά ἀνέσπερους κόσμους ἐν τάφῳ.
(...) Γιά τό λόγο αὐτό, σκεφθήκαμε νά προσεγγίσουμε –μέ συνοδοιπόρους τούς ἀσκητές Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας- τό θέμα μας ἀποσπασματικά βέβαια, λόγω τῆς στενότητας τοῦ χώρου. Ἀφορμή μας θά σταθοῦν δύο πράγματα, τά ὁποῖα ἐκ νεότητος μᾶς εἶχαν συγκινήσει ἀλλά καί βοηθήσει στήν πορεία γιά τήν βίωση τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας.
Τό πρῶτο εἶναι μία ἐπιγραφή, πού τήν βλέπει κανείς ἀκόμη καί σήμερα, κάπου ἀνηρτημένη στό ἀρχονταρίκι μιᾶς ἁγιορείτικης μονῆς, καί ἡ ὁποία δημιουργεῖ προβληματισμούς, σκέψεις καί ὁπωσδήποτε... θέμα γιά συζήτηση τό βράδυ μεταξύ τῶν ἐφήμερων ἐνοίκων τοῦ ξενῶνα. Τό σταυροαναστάσιμου χαρακτῆρα κείμενό της, πού ἐκ πρώτης ὄψεως θυμίζει λογοπαίγνιο, εἶναι τό ἑξῆς:
«Ἄν πεθάνεις πρίν πεθάνεις, δέν θά πεθάνεις ὅταν πεθάνεις».
Καί βέβαια, ἔχοντας πάνω ἀπό δύο δεκαετίες στή μοναχική ζωή, τώρα, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ παραπάνω ἐπιγραφή θέλει περίπου νά πεῖ ὅτι: ὅταν πεθάνεις γιά τόν κόσμο καί γιά τά τοῦ κόσμου καί καταφέρεις νά νεκρώσεις τά πάθη σου, πρίν ἀκόμη ἔλθει ἡ ὥρα τοῦ βιολογικοῦ σου θανάτου, δέν θά πεθάνεις ὀντολογικά ὅταν ἔλθει αὐτή ἡ ὥρα, ἀλλά θά ζήσεις αἰώνια· μιά πού ἡ κάθαρση καί ἀπαλλαγή ἀπό τά ψυχοφθόρα πάθη εἶναι βασική προϋπόθεση γιά τή σωτηρία σου.
(...) Ἐκεῖνος πού ἔχει μνήμη θανάτου, ἀνασταίνεται ἀπό τό θάνατο τῆς ψυχῆς. Ζεῖ στή γῆ σάν ξένος. «Γι᾿ αὐτόν ἡ θύρα τῆς αἰωνιότητας εἶναι πάντοτε ἀνοικτή. Κοιτάζει πρός τά ἐκεῖ μέ πνευματική ἀνησυχία· μέ βαθειά λύπη καί μέ περίσκεψη. Τί θά μποροῦσε νά τόν δικαιώσει στό φοβερό κριτήριο τοῦ Χριστοῦ; Ποιά θά εἶναι ἡ ἀπόφασή του; Ἔτσι καμμία ἐπίγεια ὀμορφιά καί καμμία ἐπίγεια ἀπόλαυση, δέν προσελκύει τήν προσοχή του καί τήν ἀγάπη του. Δέν καταδικάζει κανέναν γιατί θυμᾶται ὅτι στό κριτήριο τοῦ Θεοῦ, ὅλοι θά κριθοῦν ἀνάλογα μέ τό μέτρο, πού οἱ ἴδιοι κρίνουν τόν πλησίον τους. Τό ξέρει, ὅτι ἔτσι θά κριθεῖ καί ὁ ἴδιος. Καί γι᾿ αὐτό συγχωρεῖ τούς πάντες καί τά πάντα. Γιά νά λάβει καί αὐτός συγχώρηση καί νά σωθεῖ. Εἶναι ἐπιεικής σέ ὅλους. Εἶναι εὔσπλαγχνος σέ ὅλα. Δέχεται τήν κάθε δοκιμασία καί θλίψη πού τοῦ συμβαίνει μέ χαρά... Κι ἄν τοῦ ἔλθει λογισμός κενοδοξίας, ὅτι τάχα ἔχει ἀρετές, ἡ μνήμη τοῦ θανάτου τόν ἀντικρούει καί τόν διώχνει».
Κατά τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δόθηκε στούς ἀνθρώπους ἡ βεβαιότητα ὅτι νικήθηκε ὁ θάνατος: «Θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει». Ἡ Ἀνάσταση ἔφερε ἐπίσης τήν αἰώνια ζωή: «Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον».
(...) Κάποτε ἀξιωθήκαμε νά παραστοῦμε στίς τελευταῖες ὁσιακές στιγμές ἑνός ἐνάρετου μοναχοῦ ἀπό τή σκήτη μας. Πέθανε, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ, θά λέγαμε καλύτερα, σύμφωνα μέ τήν παραδοσιακή ὀρθόδοξη ὁρολογία, καταφέρνοντας νά ψελλίσει μέ ἀπόλυτη ἡρεμία ἀλλά καί ἐλπίδα τά παρακάτω λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Οὐδείς γάρ ἑαυτῷ ζῇ καί οὐδείς ἑαυτῷ ἀποθνήσκει· ἐάν τε γάρ ζῶμεν, τῷ Κυρίῳ ζῶμεν· ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν, τῷ Κυρίῳ ἀποθνήσκομεν· ἐάν τε οὖν ζῶμεν, ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν».

Ἀπόσπασμα ἀπό τή μελέτη τοῦ γράφοντος: «Μοναχική ζωή: Φιλοσοφία περί τοῦ θανάτου», στό συλλογικό τόμο: Ὄψεις τοῦ πολιτιστικοῦ φαινομένου. Ἐπιστημονικές προσεγγίσεις τοῦ θανάτου καί τῆς ζωῆς (ἐπιμέλεια Δ. Μαγριπλῆς), ἐκδ. Ἀντ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2008, σσ. 311-322.

Κυριακή 13 Μαρτίου 2011

ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ


Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

Οἱ ἅγιες εἰκόνες,
ἀναπόσπαστο τμῆμα
τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης

Ἄν ἡ τέχνη μόνον, φίλε, θέλγῃ σε τῆς ζωγραφίας,
βλέπεις χρώματα ὡραῖα καί κανόνας συμμετρίας.
Ἀλλ᾿ οὖν στρέψον ἐκ τῆς ὕλης τό περίεργόν σου βλέμμα
καί ἀνύψωσον τόν νοῦν σου ἱστορίας εἰς τό πνεῦμα.

Ἐπιγραφή ΙΘ΄ αἰ. Μεγίστη Λαύρα. Ἅγιον Ὄρος

ἱερή Παράδοση ἀποτελεῖ γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἕναν ἀπό τούς πλέον ἀπαραίτητους καί σταθερούς θεμελίους στύλους τῆς πίστης, ὕπαρξης καί αὐτοσυνειδησίας της.
(...) Εἶναι γνωστό ὅτι κατά τίς ἐργασίες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τό πρῶτο πού ἔκαναν οἱ Πατέρες οἱ ὁποῖοι τήν ἀποτελοῦσαν ἦταν ἡ ἔρευνα, ἡ διαπίστευση καί ἡ κατοχύρωση -μέσα ἀπό πλῆθος μαρτυριῶν ἀπό συγγράμματα Πατέρων καί Ἁγίων- τῆς θέσης πού εἶχε ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση πάνω στό θέμα τῶν εἰκόνων· κίνηση σίγουρη καί ἀσφαλής, πού διασφάλιζε τήν παραμονή τῆς Ἐκκλησίας στήν τότε χειμαζόμενη Ὀρθοδοξία.
Γι᾿ αὐτό καί στά Πρακτικά τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τό πιό σταθερό καί συνεχῶς ἐπαναλαμβανόμενο στοιχεῖο, εἶναι ἡ ἔξαρση τῆς ἀξίας τῆς Παράδοσης, πού κατά τούς Πατέρες τῆς Συνόδου, ταυτίζεται μέ τήν Ὀρθοδοξία.
Κατά τήν ὄγδοη καί τελευταία συνεδρία τῆς Συνόδου, θριαμβευτικά οἱ Πατέρες διακηρύσσουν γιά τίς ἀποφάσεις τους ὅτι: «Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων. Αὕτη ἡ πίστις τήν Οἰκουμένην ἐστήριξεν... Ἡμεῖς τῇ ἀρχαίᾳ θεσμοθεσίᾳ τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας ἐπακολουθοῦμεν. Ἡμεῖς τούς προστιθέντας τι ἤ ἀφαιροῦντας ἐκ τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας ἀναθεματίζομεν...Ἡμεῖς τάς σεπτάς εἰκόνας ἀποδεχόμεθα».
(...) Ἔτσι, τίς κρίσιμες, γιά τό μέλλον τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου, ἐκεῖνες ἡμέρες τοῦ ἔτους 787, οἱ Πατέρες, προβάλλοντας ἀπό τή Νίκαια τῆς Βιθυνίας, τήν αὐτοσυνειδησία τῆς Ἐκκλησίας, διατράνωσαν τήν πίστη τους στήν ὀρθόδοξη παρόδοση, ἀποφεύγοντας τή μεταβολή τῆς Ὀρθοδοξίας σέ τελετουργία τοῦ λόγου μέ τήν κυριαρχία τοῦ κηρύγματος. Μέ τόν τρόπο αὐτό διαμόρφωσαν τόν πλοῦτο καί τήν ποικιλία τῆς θείας λατρείας, ὅπου συνεργάζονται ἁρμονικά ὅλες οἱ τέχνες· ἡ ποίηση, ἡ μουσική, ἡ ζωγραφική, ἡ ἀρχιτεκτονική. Μέ τό θεόπνευστο αὐτό τρόπο, δίνεται ἡ δυνατότητα στόν πιστό νά συμμετέχει ὡς ἄνθρωπος ὁλόκληρος, μέ ὅλες του τίς αἰσθήσεις στή θεία λατρεία καί τή δόξα τοῦ Θεοῦ....
(...) Ἡ εἰκόνα, βέβαια εἶναι μιά τέχνη· ἀλλά πρίν ἀπ' ὅλα εἶναι τέχνη λειτουργική. Γιά νά τήν κατανοήσουμε δέν ἀπαιτοῦνται εἰδικές γνώσεις αἰσθητικῆς καί τέχνης. Ἀπαιτεῖται μόνο σεβασμός στήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας καί κυρίως, στή διδασκαλία τῶν ἁγίων θεόπνευστων Πατέρων. Σ᾿ αὐτά πρέπει νά εἴμαστε στερεωμένοι, ὥστε νά μποροῦμε, βγαίνοντας ἀπό τό ναό μετά ἀπό μία λατρευτική σύναξη, νά ἐπαναλαμβάνουμε, μαζί μέ τούς Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τά λόγια: «Καθάπερ ἠκούσαμεν, οὕτως καί εἴδομεν».

Ἀποσπάσματα ἀπό τή μελέτη τοῦ γράφοντος, «Οἱ ἅγιες εἰκόνες, ἀναπόσπαστο τμῆμα τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως», Ὀρθόδοξη Μαρτυρία 78 (2006), σσ. 70-73.