Πατάπιος μοναχός Καυσοκαλυβίτης
Ἄν πεθάνεις πρίν πεθάνεις, δέν θά πεθάνεις ὅταν πεθάνεις
Στή μνήμη τοῦ μακαριστοῦ φιλοαγιορείτη καί καθ᾿ ὅλα ἄνθρωπο, ἰατρό Ἰωάννη Λάϊο, μέ ἀφορμή τό τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνό του (21 Μαρτίου 2011). Οἱ συνεργάτες τοῦ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ εὔχονται ὑπέρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς του καί τό ἴδιο παρακαλοῦν νά κάνουν καί οἱ ἀναγνῶστες του.
Ἄν πεθάνεις πρίν πεθάνεις, δέν θά πεθάνεις ὅταν πεθάνεις
Στή μνήμη τοῦ μακαριστοῦ φιλοαγιορείτη καί καθ᾿ ὅλα ἄνθρωπο, ἰατρό Ἰωάννη Λάϊο, μέ ἀφορμή τό τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνό του (21 Μαρτίου 2011). Οἱ συνεργάτες τοῦ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ εὔχονται ὑπέρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς του καί τό ἴδιο παρακαλοῦν νά κάνουν καί οἱ ἀναγνῶστες του.
Φωτογραφία ἀπό τό άρχονταρίκι τῆς Καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου
Σ᾿ ἕνα συλλογικό τόμο, ὅπως ὁ παρών, πού μελετᾶ διεξοδικά σ᾿ ὅλες τίς ἐκφάνσεις της τήν πραγματικότητα τοῦ θανάτου, τό νά συμμετέχει ἕνας μοναχός, θά μποροῦσε ἴσως νά θεωρηθεῖ ὡς μία πρόκληση. Κι αὐτό, γιατί τήν ‘’μεταμοντέρνα’’, ‘’πολυπολιτισμική’’ καί ‘’παγκοσμιοποιημένη’’ κοινωνία μας, ἐλάχιστα ἤ καί καθόλου ‘’δέν θά ἔπρεπε’’ νά τήν ἐνδιαφέρουν οἱ σκέψεις του. Κάτι τέτοιο ὅμως θά ἦταν, ἄν μή τι ἄλλο, τουλάχιστον ἄδικο. Ἄδικο κυρίως γιά τούς συμμετέχοντες στό πνευματικό συμπόσιο τοῦ παρόντος βιβλίου, δηλαδή τούς ἀγαπητούς ἀναγνῶστες του, καθώς ἔτσι θά στεροῦνταν τῆς δυνατότητας νά μάθουν πῶς ἡ μελέτη τοῦ θανάτου, πού γιά τούς μοναχούς, αἰώνες τώρα, εἶναι καθημερινή ὑπόθεση, φέρνει δίψα γιά οὐρανό καί ἀθανασία· γίνεται ἀφορμή γιά ἕνα ξέσπασμα ζωῆς, πού οἱ συντεταγμένες του βρίσκονται στήν αἰωνιότητα.
Πρόκληση ὅμως στάθηκε καί γιά τόν γράφοντα, καθώς θά ἔπρεπε σέ λίγες μόνο σελίδες νά φιλοσοφήσει περί τοῦ θανάτου, ἀποκρυσταλλώνοντας τή μοναχική ἐμπειρία αἰώνων. Γιατί, τί ἄλλο παρά φιλοσοφία περί τοῦ θανάτου εἶναι κατά βάθος ἡ ἀληθινή μοναχική ζωή; Φιλοσοφία γιά τά ἐντός καί ἐκτός τοῦ χρόνου τῆς ὕπαρξης· γιά ἀνέσπερους κόσμους ἐν τάφῳ.
(...) Γιά τό λόγο αὐτό, σκεφθήκαμε νά προσεγγίσουμε –μέ συνοδοιπόρους τούς ἀσκητές Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας- τό θέμα μας ἀποσπασματικά βέβαια, λόγω τῆς στενότητας τοῦ χώρου. Ἀφορμή μας θά σταθοῦν δύο πράγματα, τά ὁποῖα ἐκ νεότητος μᾶς εἶχαν συγκινήσει ἀλλά καί βοηθήσει στήν πορεία γιά τήν βίωση τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας.
Τό πρῶτο εἶναι μία ἐπιγραφή, πού τήν βλέπει κανείς ἀκόμη καί σήμερα, κάπου ἀνηρτημένη στό ἀρχονταρίκι μιᾶς ἁγιορείτικης μονῆς, καί ἡ ὁποία δημιουργεῖ προβληματισμούς, σκέψεις καί ὁπωσδήποτε... θέμα γιά συζήτηση τό βράδυ μεταξύ τῶν ἐφήμερων ἐνοίκων τοῦ ξενῶνα. Τό σταυροαναστάσιμου χαρακτῆρα κείμενό της, πού ἐκ πρώτης ὄψεως θυμίζει λογοπαίγνιο, εἶναι τό ἑξῆς:
«Ἄν πεθάνεις πρίν πεθάνεις, δέν θά πεθάνεις ὅταν πεθάνεις».
Καί βέβαια, ἔχοντας πάνω ἀπό δύο δεκαετίες στή μοναχική ζωή, τώρα, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ παραπάνω ἐπιγραφή θέλει περίπου νά πεῖ ὅτι: ὅταν πεθάνεις γιά τόν κόσμο καί γιά τά τοῦ κόσμου καί καταφέρεις νά νεκρώσεις τά πάθη σου, πρίν ἀκόμη ἔλθει ἡ ὥρα τοῦ βιολογικοῦ σου θανάτου, δέν θά πεθάνεις ὀντολογικά ὅταν ἔλθει αὐτή ἡ ὥρα, ἀλλά θά ζήσεις αἰώνια· μιά πού ἡ κάθαρση καί ἀπαλλαγή ἀπό τά ψυχοφθόρα πάθη εἶναι βασική προϋπόθεση γιά τή σωτηρία σου.
(...) Ἐκεῖνος πού ἔχει μνήμη θανάτου, ἀνασταίνεται ἀπό τό θάνατο τῆς ψυχῆς. Ζεῖ στή γῆ σάν ξένος. «Γι᾿ αὐτόν ἡ θύρα τῆς αἰωνιότητας εἶναι πάντοτε ἀνοικτή. Κοιτάζει πρός τά ἐκεῖ μέ πνευματική ἀνησυχία· μέ βαθειά λύπη καί μέ περίσκεψη. Τί θά μποροῦσε νά τόν δικαιώσει στό φοβερό κριτήριο τοῦ Χριστοῦ; Ποιά θά εἶναι ἡ ἀπόφασή του; Ἔτσι καμμία ἐπίγεια ὀμορφιά καί καμμία ἐπίγεια ἀπόλαυση, δέν προσελκύει τήν προσοχή του καί τήν ἀγάπη του. Δέν καταδικάζει κανέναν γιατί θυμᾶται ὅτι στό κριτήριο τοῦ Θεοῦ, ὅλοι θά κριθοῦν ἀνάλογα μέ τό μέτρο, πού οἱ ἴδιοι κρίνουν τόν πλησίον τους. Τό ξέρει, ὅτι ἔτσι θά κριθεῖ καί ὁ ἴδιος. Καί γι᾿ αὐτό συγχωρεῖ τούς πάντες καί τά πάντα. Γιά νά λάβει καί αὐτός συγχώρηση καί νά σωθεῖ. Εἶναι ἐπιεικής σέ ὅλους. Εἶναι εὔσπλαγχνος σέ ὅλα. Δέχεται τήν κάθε δοκιμασία καί θλίψη πού τοῦ συμβαίνει μέ χαρά... Κι ἄν τοῦ ἔλθει λογισμός κενοδοξίας, ὅτι τάχα ἔχει ἀρετές, ἡ μνήμη τοῦ θανάτου τόν ἀντικρούει καί τόν διώχνει».
Κατά τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δόθηκε στούς ἀνθρώπους ἡ βεβαιότητα ὅτι νικήθηκε ὁ θάνατος: «Θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει». Ἡ Ἀνάσταση ἔφερε ἐπίσης τήν αἰώνια ζωή: «Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον».
(...) Κάποτε ἀξιωθήκαμε νά παραστοῦμε στίς τελευταῖες ὁσιακές στιγμές ἑνός ἐνάρετου μοναχοῦ ἀπό τή σκήτη μας. Πέθανε, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ, θά λέγαμε καλύτερα, σύμφωνα μέ τήν παραδοσιακή ὀρθόδοξη ὁρολογία, καταφέρνοντας νά ψελλίσει μέ ἀπόλυτη ἡρεμία ἀλλά καί ἐλπίδα τά παρακάτω λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Οὐδείς γάρ ἑαυτῷ ζῇ καί οὐδείς ἑαυτῷ ἀποθνήσκει· ἐάν τε γάρ ζῶμεν, τῷ Κυρίῳ ζῶμεν· ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν, τῷ Κυρίῳ ἀποθνήσκομεν· ἐάν τε οὖν ζῶμεν, ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν».
Ἀπόσπασμα ἀπό τή μελέτη τοῦ γράφοντος: «Μοναχική ζωή: Φιλοσοφία περί τοῦ θανάτου», στό συλλογικό τόμο: Ὄψεις τοῦ πολιτιστικοῦ φαινομένου. Ἐπιστημονικές προσεγγίσεις τοῦ θανάτου καί τῆς ζωῆς (ἐπιμέλεια Δ. Μαγριπλῆς), ἐκδ. Ἀντ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2008, σσ. 311-322.