πρωτοπρεσβ. Κωνσταντίνου Καλλιανοῦ
Τῆς Προηγιασμένης τὸ πανίερο θάμβος
«Σοφία, ὀρθοί.
Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι».
Φωτογραφία: Φῶς ἱλαρό στό καθολικό τῆς μονῆς Χιλανδαρίου
Τὸ φῶς τὸ ἰλαρὸ ποὺ ἁπλώνει ἡ λαμπάδα τῆς Προηγιασμένης τὸ νοιώθεις ὅτι εἶναι ἡ φωτεινὴ ματιὰ τοῦ Θεοῦ, ποὺ μεγαλύνει τὸν κόσμο. Εἶναι ἡ ἀπαστράπτουσα παρουσία Του ἀπό τότε, ἀπό τὸν καιρὸ τῆς Δημιουργίας, μὲ κεῖνο τὸ κορυφαῖο πρόσταγμα, «Καὶ ἐγένετο φῶς» (Γεν. 1, 3). Φωτεινὴ παρουσία ποὺ δὲν ἔπαψε νὰ εἰσέρχεται σὲ ὅλα μας τὰ σκότη καὶ νὰ τὰ φωτίζει: δίχως νὰ ἐξετάζει ποιὰ. Ἀρκεῖ τὶς θύρες τῆς ψυχῆς νὰ βρεῖ ἀνοικτές.
Στὸ μυρωμένο ἀνοιξιάτικο πρωϊνὸ ἀνεβαίνει τὸ εὐῶδες θυμίαμα κι ἀπό τὸ πρόσωπό Του κατεβαίνει φῶς Χριστοῦ καὶ καταυγάζει τὴν Ἐκκλησιὰ, τοὺς πιστοὺς, τὴν οἰκουμένη ὁλάκερη. Αὐτὸ τὸ Φῶς ποὺ αἰῶνες προσφέρεται, καὶ θὰ προσφέρεται, ἕως τῆς συντελείας, γίνεται τὸ μέσον διὰ τοῦ ὁποίου καὶ οἱ Γραφὲς καὶ οἱ Λόγοι καὶ ἡ Ἀνάγνωση τοῦ Σύμπαντος Κόσμου κατανοεῖται, ἐμβιώνεται, ὁδηγεῖ εἰς ὁδοὺς σωτηρίας.
Αἰῶνες στέκει στὴν Ὡραία Πύλη ὁ ἀρχαῖος ὁ παπᾶς, ἀκίνητος, εὐσχήμων, ἱεροπρεπὴς καὶ κατενυγμένος. Κρατᾶ τὴν ἀκοίμητα ἀναμμένη λαμπάδα τῆς Προηγιασμένης καὶ τὸ θυμιατὸ, γιὰ νὰ ὁρίσει τὴν προσευχὴ τῶν πιστῶν, νὰ συμμαζέψει τοὺς καημούς τους, τὶς μετάνοιες καὶ τὶς ίκεσίες τους καὶ νὰ τὰ τυλίξει σὲ νοητὰ ὀθόνια γκρίζου θυμιάματος, νὰ συμμαζέψει τὴν πίστη τους στὴ χρυσογάλανη φλόγα τοῦ κεριοῦ κι ὕστερα, ἥρεμα, ἁπλᾶ καὶ σὲ ἦχο λιτό, ὑφασμένο στὸν ἀργαλιὸ τῆς ταπείνωσης, ἀνοίγει τὴ θύρα τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ «Κατευθυνθήτω».
Οἱ μετάνοιες εἶναι ἀσκήσεις ποὺ δὲν ἀποδεικνύουν μόνο τὴ συμμετοχὴ τοῦ σώματος, ἀλλὰ κυρίως τὴ συντριβὴ τῆς ψυχῆς. Γιατὶ ἐκεῖ πρέπει νὰ ἐπικεντρωθεῖ ἡ ὅλη διαδικασία μὲ ἀπότοκο τὴ θεραπεία… Ἄλλωστε, γι᾿ αὐτὸ «αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν ἀοράτως» μὲν, ἀλλὰ μαζὶ μας ἀτενίζουν καὶ διαπιστώνουν ὅτι, «ἰδού, εἰσπορεύεται ὁ Βασιλεὺς τῆς Δόξης». Γιὰ ποῦ, ἄραγε; Τὸ ἐρώτημα δυναμικό μεγαλειῶδες, οὐσιαστικό…. Διότι εἰσπορεύεται, εἰσοδεύει ὁ Βασλεύς τῆς Δόξης, μέσα στὸ ἅγιο Δισκάριο, μὲ τὴν ἡσυχία καὶ τὴ σιωπὴ τοῦ ναοῦ νὰ τὴν καταλύει, ν᾿ ἀνοίγει ρωγμὲς σωτήριες, τὸ ρυθμικὸ τὸ κουδούνισμα τοῦ θυμιατοῦ. «Ἰδοὺ θυσία…». Θυσία μυστική, ἀλλὰ καὶ τελειωμένη, ποὺ μόνο οἱ Δυνάμεις τῶν Οὐρανῶν μὲ τὰ παρθένα, τὰ φωτισμένα ἀπό τὸ θεῖο Του γνόφο μάτια, μὲ φρίκη βλέπουν καὶ καταννοοῦν, πασχίζοντας νὰ μᾶς εἰσάγουν ὅλους μας σ᾿ αὐτὸ τὸ μάθημα τῆς θυσίας καὶ τῆς προσφορᾶς. «Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον….» (Ἰω. 3, 15) ἀντίθετα μὲ τὸν κόσμο ποὺ συνεχίζει, ὄχι μονάχα νὰ μὴν ἀγαπᾶ, ἀλλὰ ν᾿ ἀμφισβητεῖ καὶ νὰ ζητᾶ τὶς ἔτι καὶ ἔτι θυσίες Του… ποὺ τὶς ἀντιπροσωπεύουν, εὐτυχῶς, τὰ τῶν Ἁγίων Μαρτύρια… τὰ ὁποῖα ἀσφαλῶς σήμερα ὡς ἐπί τὸ πλεῖστον εἶναι μὲν ἀναίμακτα, ἀλλὰ μουσκεμένα ἀπό δάκρυα, ἱδρῶτες, ἀγωνία καὶ μεγάλη σωπὴ. Ποὺ γιὰ τὴν ἀντέξεις ἀπαιτεῖται νὰ μαθητεύσεις στὴ ἄλλη Σιωπὴ. Ἐκείνη τή σιωπή, ποὺ ἐκφράζεται μὲ διαφορετικὰ ρήματα· καὶ ποὺ ἐκκινεῖται ἀπό μιὰν ἄλλη Σιωπὴ. «Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐσιώπα» (Ματθ. 26, 63)
Εἰσπορεύεται ὁ Βασιλεὺς τῆς Δόξης, λοιπὸν. Κι ἐμεῖς βυθίζουμε τὴν ὕπαρξή μας στὰ βάθη τῶν αἰώνων καὶ ψηλαφοῦμε τὶς ἀρετὲς τῶν Πατέρων μας, οἱ ὁποῖοι «Πίστει καὶ πόθῳ» προσέρχονταν γιὰ νὰ καταστοῦν « μέτοχοι ζωῆς ἀθανάτου». Ἐκεῖνοι…. Ἐμεῖς;
Οἰ λέξεις αὐτὲς, «πίστις», δηλαδὴ, ποὺ δηλοῖ τὴν ἐμπιστοσύνη καὶ κάτι παραπάνω, καὶ «πόθῳ», ποὺ φανερώνει τὴν ἐπιθυμία, τὴ λαχτάρα τῆς παρουσίας κάποιου, διαπλέουν τὶς θάλασσες τοῦ χρόνου καὶ μᾶς ἀνταμώνουν· λέξεις χλωρὲς, νεοφορεμένες, ποὺ ἐπιμένουν νὰ μᾶς εἰσοδεύσουν, ὄχι μονάχα στὸ νόημά τους, ἀλλὰ καὶ στὸν κόσμο τους… Τὸν κόσμο τῆς Βασιλείας Του. Μιὰ θύρα τῆς ὁποίας εἶναι καὶ ἡ Προηγιασμένη…..