Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αγιον Ορος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αγιον Ορος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2013

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ 2013

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ εὔχεται σέ ὅλους τούς ἀναγνώστες του, στούς φίλους προσκυνητές τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί ἰδιαίτερα τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου τῆς σκήτης Καυσοκαλυβίων, ἀλλά καί στούς οἰκείους τους, ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ.


Εὐχόμαστε ὁλόψυχα, τό νέο ἔτος 2013 νά εἶναι εὐλογημένο ἀπό τόν Κύριο, μέ ὑγεία, κατά Θεόν εὐτυχία καί πλούσιους πνευματικούς καρπούς.

Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2012

ΛΕΥΚΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΒΗ ΑΓΙΟΥ ΑΚΑΚΙΟΥ

Λευκά Χριστούγεννα στήν Καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου τῆς σκήτης Καυσοκαλυβίων. 1










Η ΜΟΝΗ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ. ΣΥΧΓΡΟΝΗ ΥΔΑΤΟΓΡΑΦΙΑ




Ἡ μονή Παντοκράτορος. Σὐγχρονη ὑδατογραφία.




Ἡ μονή Παντοκράτορος στό Ἅγιον Ὄρος.  Συλλογή Καλύβης Ἁγίου Ἀκακίου.
Πρωτοδημοσιευόμενη ὑδατογραφία τοῦ Γιάννη Τσιροπούλα, φίλου τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου καί συνδρομητή τοῦ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ.

Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ. ΔΙΣΕΝΙΑΥΣΙΟΣ ΕΠΕΤΕΙΟΣ

Δισενιαύσιος ἐπέτειος λειτουργίας τοῦ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ





Τά φετινά Χριστούγεννα (2012) συμπληρώθηκαν δύο χρόνια πό τήν ναρξη λειτουργίας το ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ, το στολογίου τν Φίλων τς Καλύβης τοῦ γίου κακίου τς Σκήτης Καυσοκαλυβίων το γίου ρους. νός στολογίου μέ θέματα γιορείτικης πνευματικότητας, ἱστορίας, παράδοσης καί τέχνης.
  
Μέ φορμή τήν δυσενιαύσιο αὐτή πέτειο, εχόμαστε σέ λους τούς πισκέπτες το ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ καί τούς ναγνώστες τν κειμένων πού ναρτώνται σ᾿ ατόν, πλούσια τή χάρη το Θεο καί τήν ελογία τς κυρίας Θεοτόκου, προστάτιδος το γίου ρους.
  
Σς εχόμαστε πίσης, μέ τίς πρεσβεες τν σίων καί θεοφόρων γιορειτν Πατέρων, καί ἰδιαίτερα, τοῦ ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, τήν αξηση το πνευματικο φέλους πού προσδοκομε τι ντλετε μέσα πό τά θέματα τά ὁποῖα διαπραγματεύεται καί προβάλλει ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ.

 Χρόνια Πολλά !



Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2012

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2012.

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
μέ τήν εὐκαιρία τῆς κοσμοσωτήριας ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων εὔχεται στούς συνεργάτες ἀλλά καί σέ ὅλους τούς ἀναγνῶστες τοῦ Ἰστολογίου τῶν Φίλων τῆς καλύβης τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου Καυσοκαλυβίων, καθώς καί σέ ὅλους τούς προσκυνητές τῆς Καλύβης αὐτῆς καί γενικά  τοῦ Ἁγίου Ὄρους
 ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ καί ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΑ.




ὅσιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης διδάσκει ὅτι, γιά νά γνωρίσει κανείς τόν Χριστό δέν χρειάζεται νά εἶναι πλούσιος ἤ ἐπιστήμονας. Ἀρκεῖ νά ἔχει πνεῦμα ταπεινό καί νά ἀγαπᾶ τόν συνάνθρωπό του. Οἱ Μάγοι ἀξιώθηκαν νά ἀναγνωρίσουν τόν Χριστό καί νά Τόν προσκυνήσουν ἐπειδή εἶχαν ἐσωτερική καθαρότητα καί πόθο νά Τόν δοῦν. Ὁ Θεός, πού «θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι», στέλνει στόν καθένα μας, μέ τρόπο μοναδικό, τό δικό του ἀστέρι. Ἄς τό ἀκολουθήσουμε!

Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο τοῦ μοναχοῦ Παταπίου Καυσοκαλυβίτου:
«Διαβάζοντας» τήν εἰκόνα τῶν Χριστουγέννων.
 Ἅγιον Ὄρος: Μυσταγωγία στό Ἅγιο Δωδεκαήμερο.
ἔκδοση Καλύβης Ἁγίου Ἀκακίου, β’ ἔκδοση, Ἅγιον Ὄρος 2011.

Φωτογραφία:
Ἀδημοσίευτη τοιχογραφία τοῦ γ΄ τέταρτου τοῦ 18ου αἰώνα, ἔργο τοῦ ἐργαστηρίου τοῦ ἱερομονάχου Παρθενίου τοῦ ἐξ Ἀγράφων, στό Κυριακό τῆς σκἠτης Καυσοκαλυβίων Ἁγίου Ὄρους.

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2012

Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΕΥΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Πατάπιος μοναχός Καυσοκαλυβίτης

Ἡ παράδοση περί ἐλεύσεως τῆς Θεοτόκου στήν Κύπρο μέσα
ἀπό τά Πάτρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί τή χειρόγραφη παράδοση




   «Τό βουνό αὐτό (ὁ Ἄθως) εἶναι μεγάλο καί ψηλό καί ξακουστό ἀπό παλιά, γεμάτο καρποφόρα δένδρα, καί πολύ πλούσιο σέ πηγές. Βρίσκεται στήν Ἄσπρη Θάλασσα (τό Αἰγαῖο δηλαδή) κι ἀπό ἐκεῖ φαίνεται σάν νησί, γιατί τριγύρω ἔχει θαλασσινό νερό. Μόνο ἀπό τήν βορεινή πλευρά στενεύει ... ἐκεῖ ὅπου ἑνώνεται μέ τήν μεγάλη γῆ τῆς Θράκης καί τῆς Μακεδονίας... Ἀπό τό Ὄρος, ἡ Κωνσταντινούπολη καί δύο-τρία νησιά βρίσκονται πρός τήν Ἀνατολή... Ὅλα τά ἄλλα νησιά τῆς Ἄσπρης Θάλασσας καί ἡ Κύπρος ... βρίσκονται νοτίως τοῦ Ἁγίου Ὄρους».
 Αὐτά σημείωνε (σέ ἑλληνική μετάφραση) στά 1745 ὁ ρώσος περιηγητής ἀπό τό Κίεβο μοναχός Βασίλειος Γκρηγκόροβιτς Μπάρσκι κατά τό δεύτερο ταξίδι του στόν Ἄθωνα ὁ Μπάρσκι, πού δέκα χρόνια πρίν, εἶχε βρεθεῖ στήν Κύπρο περιηγούμενος στά μοναστήρια της καί ἀφήνοντάς μας, ὡς παρακαταθήκη, τίς πολύ χρήσιμες γιά τήν ἔρευνα σχεδιαστικές ἀπεικονίσεις τους.
   Καί συνεχίζει ὁ Μπάρσκι, καταγράφοντας τίς περί τῆς Θεοτόκου παραδόσεις, πού συνάντησε στόν Ἄθωνα: «Μετά τήν ἐνσάρκωση τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τήν ἐν δόξῃ ἀνάληψή Του στούς οὐρανούς, ὅταν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι μοίρασαν μέ κλῆρο τά πέρατα τῆς γῆς, γιά τό κήρυγμα τῆς ἁγίας ὀρθοδόξου πίστεως, ἔλαβε μέρος καί ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος καί τῆς ἔλαχε ὡς κλῆρος τό ὄρος τοῦτο τοῦ Ἄθωνος, πρᾶγμα γιά τό ὁποῖο μαρτυρεῖται στό βιβλίο Πρόλογος, πού τυπώθηκε στό Πετσόρκ (τή Λαύρα τοῦ Κιέβου δηλαδή), στό βίο τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου».
    Βαθειά πεποίθηση τῶν Ἁγιορειτῶν μοναστῶν σέ ὅλη τή διάρκεια τῆς ἱστορίας τοῦ ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ ἦταν καί παραμένει ὅτι ἡ Παναγία εἶναι ἡ προστάτιδα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, πού φυλάει τόν Ἄθωνα καί τούς ἀσκούμενους σ᾿ αὐτό πατέρες, ἐπαγρυπνώντας καί πρεσβεύοντας γι᾿ αὐτούς. Ἀφορμή γι᾿ αὐτό στάθηκαν οἱ ὑποσχέσεις πού ἔδωσε ἡ κυρία Θεοτόκος στόν πρῶτο ἀθωνίτη ἅγιο, ὅσιο Πέτρο τόν Ἀθωνίτη, ὅπως αὐτές καταγράφηκαν στό Βίο του, ἀλλά καί στό Ἐγκώμιο πρός αὐτόν πού συνέταξε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀλλά καί σέ διάφορες διηγήσεις γιά τήν ἔλευση τῆς Θεοτόκου στόν Ἄθωνα καί τήν δωρεά τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ τόπου σ᾿ αὐτήν ἀπό τόν υἱό της.
Ἀπόηχους τῶν διηγήσεων γιά τά παραπάνω βρίσκουμε καί σέ ἀρκετά ἔργα τοῦ λογίου μοναχοῦ τοῦ 19ου αἰώνα Ἰακώβου Νεασκητιώτου, ὅπως, γιά παράδειγμα, στό κείμενο «Περί τοῦ κλήρου τῆς Θεοτόκου Ἄθω»,  ὅπου ὁ ὅσιος Πέτρος ὁ Ἀθωνίτης κατά τό ταξίδι τῆς ἐπιστροφῆς του ἀπό τήν Ρώμη, κι ἐνῶ βρισκόταν στό πλοῖο εἶδε σέ ὅραμα «τήν Πανάχραντον Θεοτόκον μετά τινος ὑπερβαλλούσης αἴγλης» μαζί μέ τόν ἅγιο Νικόλαο Μύρων, ὁ ὁποῖος τῆς ζήτησε νά ὑποδείξει στόν Πέτρο «τόπον, ἐν ᾧ τόν ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς αὐτοῦ διατελέσει χρόνον, τά φίλα τῷ Θεῷ διαπράττων». Σύμφωνα μέ τό κείμενο, ἡ Θεοτόκος ἀποκρίθηκε στόν ἅγιο Νικόλαο ὅτι, «ἐν τῷ ὄρει τοῦ Ἄθω ἔσται ἡ ἀνάπαυσις αὐτοῦ, ὅπερ εἴληφα εἰς κλῆρον ἐμόν, αἰτησαμένη παρά τοῦ υἱοῦ μου καί Θεοῦ μου», διατυπώνοντας καί τίς λοιπές γνωστές ὑποσχέσεις της τόσο πρός τόν ὅσιο Πέτρο ὅσο καί πρός ὅλους τούς «τῶν κοσμικῶν ἀναχωροῦντες συγχύσεων καί τῶν πνευματικῶν ὅσῃ δυνάμει ἀντεχομένους» μοναχούς τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
     Ἰδιαίτερη σημασία γιά τήν ἀνίχνευση τῶν πηγῶν τῆς ἱστορίας τοῦ ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ ἔχει τό σύνολο ἐκεῖνο τῶν διηγήσεων πού καταγράφουν τίς πατριογραφικές ἁγιορειτικές παραδόσεις, ὅπως τό προαναφερθέν κείμενο τοῦ μοναχοῦ Ἰακώβου. Οἱ παραδόσεις αὐτές ἀφοροῦν στίς ἀπαρχές τοῦ ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ, τήν ἵδρυση τῶν μοναστηριῶν, τίς θαυματουργές εἰκόνες ἀλλά καί σέ γεγονότα πού φέρονται νά συνέβησαν στόν Ἄθωνα κατά τήν ὑπερχιλιόχρονη ἱστορική διαδρομή του. Οἱ διηγήσεις αὐτές ἐντάχθηκαν μέ ἀρκετή καθυστέρηση στόν χάρτη τῶν πηγῶν τῆς ἱστορίας τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Οἱ πρῶτες ἀναφορές ἔγιναν μόλις στά τέλη τοῦ 19ου αἰώνα ἀπό τόν Μανουήλ Γεδεών, πού δημοσίευσε τό 1885 μιά σειρά ὀκτώ διηγήσεων ὑπό τόν τίτλο: Ἀνάμνησις μερική περί τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἄθω ἐκ παλαιῶν ἱστοριῶν καί ἀπό τόν Σπυρίδωνα Λάμπρο, πού δημοσίευσε τό 1912 συλλογή κειμένων ὑπό τόν τίτλο: Πάτρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἄθω. Ἀνάμεσα στά κείμενα αὐτά βρίσκουμε καί τό ἐπιγραφόμενο: Ἀνάμνησις μερική περί τοῦ Ἄθω ὄρους τά λεγόμενα Πάτρια, στό ὁποῖο γίνεται ἀναφορά καί στό ταξίδι τῆς Θεοτόκου στόν Ἄθωνα ἀλλά καί στήν Κύπρο.


      Ἄν καί δέν ἔχει πραγματοποιηθεῖ μέχρι σήμερα μία συστηματική καταγραφή τοῦ συνόλου τῆς χειρόγραφης πατριογραφικῆς παράδοσης, ἐν τούτοις ἔχει ἐπισημανθεῖ ἕνας ἱκανός ἀριθμός χειρογράφων κωδίκων, οἱ παλαιότεροι ἀπό τούς ὁποίους χρονολογοῦνται στόν 16ο αἰώνα. Γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, ἀπό καταγραφές τῶν Κρίτωνος Χρυσοχοΐδη, Antonio Rigo, Νικολάου Λιβανοῦ, ἀλλά καί τοῦ ὑποφαινόμενου, ὀκτώ κώδικες πού χρονολογοῦνται στόν 16ο αἰώνα, δέκα ἐννέα κώδικες πού χρονολογοῦνται στόν 17ο, ἑπτά στόν 18ο αἰώνα καί ἀρκετούς πού χρονολογοῦνται στόν 19ο αἰώνα. Θά πρέπει ὅμως νά ληφθεῖ ὑπόψιν τό γεγονός ὅτι οἱ παραδόσεις αὐτές, προτοῦ καταγραφοῦν ἐγγράφως, μεταδίδονταν προφορικά ἀπό τούς μοναχούς πολύ πρίν, ἀπό γενιά σέ γενιά.
      Ὅσον ἀφορᾶ στήν κυπριακή χειρόγραφη παράδοση περί τῆς ἐλεύσεως τῆς Θεοτόκου στήν Κύπρο μετά τό ταξίδι της στόν Ἄθωνα, ἀπό τήν μέχρι σήμερα ἔρευνά μας, προκύπτουν συνοπτικά τά παρακάτω δεδομένα, πού βασίζονται κυρίως στίς σχετικές μέ τό θέμα μελέτες, ἀπό τήν παλαιότερη, τοῦ Χαρίλαου Παπαϊωάννου στά Κυπριακά Χρονικά, πρίν ἀκριβῶς ἑκατό χρόνια  (1912) μέχρι τίς πρόσφατες. Βάσει αὐτῶν, ἡ σωζόμενη κυπριακή χειρόγραφη παράδοση παρουσιάζεται ἰδιαίτερα πτωχή, καθώς πέρα ἀπό τήν πολύ σημαντική πληροφορία τοῦ Χαριλάου Παπαϊωάννου τό 1911 καί τοῦ Ἰωάννη Συκουτρῆ, τό 1923, περί ἑνός χειρογράφου τοῦ 15ου αἰώνα, πού προερχόταν ἀπό τή βιβλιοθήκη τοῦ Χριστοδούλου Ἀντωνιάδη Γεννᾶ ἐκ Κυθραίας, ἔχουν καταγραφεῖ δύο ἐπιπλέον κώδικες. Ὁ πρῶτος τοῦ ἔτους 1732/1733, τοῦ ναοῦ Ἁγίας Τριάδος Καρπασίας, τοῦ ὁποίου γραφέας εἶναι ὁ μοναχός τῆς μονῆς Ἀκάκιος Τά περιεχόμενα τοῦ κώδικα αὐτοῦ ἀνέλυσε πρόσφατα ὁ Γεώργιος Κάκκουρας, ἐνῶ δημοσίευση τοῦ ἀποσπάσματος τοῦ κώδικα πού ἀναφέρεται στόν ἐρχομό τῆς Θεοτόκου στήν Κύπρο καί σέ νεοελληνική μετάφραση ἔχουμε ἀπό τόν Κυριάκο Χατζηιωάννου, Ἡ ἀρχαία Κύπρος εἰς τάς ἑλληνικάς πηγάς. Ὁ δεύτερος κώδικας εἶναι πάλι τοῦ 18ου αἰώνα, διά χειρός τοῦ κυπρίου γραφέα, ἀρχιμανδρίτου Παϊσίου, μετέπειτα ἀρχιεπισκόπου Κύπρου, καί ἐμπεριέχεται σέ χειρόγραφο πού ἀνῆκε στόν καθηγητή τοῦ Ἐμπορικοῦ Λυκείου Λάρνακας Π. Μητρόπουλο.
    Στό «Συναξάριον τῆς Κωνσταντινουπόλεως» (10ος-12ος αἰ.) ἀναφέρεται πώς ὁ Λάζαρος «ἔζησε μετά τό ἐκ νεκρῶν αὖθις ἀναβιῶσαι ἔτη δεκαοκτώ, προχειρισθείς ἐπίσκοπος ἐν τῇ εἰρημένῃ Κιτιαίων πόλει παρά Πέτρου τοῦ Ἀποστόλου». Στό Συναξάριο τοῦ Τριωδίου ἀναφέρεται ὅτι στήν Κύπρο ὁ Λάζαρος χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Κιτίου ἀπό τούς ἀποστόλους Βαρνάβα, Παῦλο καί Μάρκο καί ὅτι τό ὠμοφόριό του τοῦ τό χάρισε ἡ Θεοτόκος πού τό ἔφτιαξε μέ τά ἴδια της τά χέρια.
    Τόν 16ο αἰ., στό πολύ δημοφιλές ἔργο Θησαυρός τοῦ Δαμασκηνοῦ Στουδίτου, ἐπισκόπου Ρεντίνης, καί πιό συγκεκριμένα, στήν ἀναφορά στόν ἅγιο Λάζαρο, ἔχουμε τήν πρώτη δημοσιευμένη ἔντυπη ἀναφορά τῆς παραδόσεως, πώς ὄχι μόνο ἡ Θεοτόκος δώρισε στόν πρῶτο ἐπίσκοπο Κιτίου Λάζαρο τό ὠμοφόριό του, ἀλλά καί ὅτι ἡ δωρεά αὐτή ἔγινε ἀπό τήν ἴδια τήν Θεοτόκο κατά τήν ἐπίσκεψή της στήν Κύπρο: «Ἐκεῖ (στήν Κύπρο, δηλαδή) λέγουσιν ὅτι ἡ Παναγία ἀκόμη ὅταν ἦτο σωματικῶς εἰς τήν γῆν, τοῦ ὑπῆγεν ἕνα ὠμόφορον, τό ὁποῖον ὠμόφορον ἡ Παναγία μοναχή της τό ἔκαμε μέ τά χέρια της». Πρόκειται γιά μνεία πού ἀσφαλῶς προϋποθέτει τήν ὕπαρξη σχετικῆς παλαιότερης τοῦ 16ου αἰ. προφορικῆς ἤ γραπτῆς παραδόσεως.
    Τό σχετικό κείμενο πού μετέγραψε ὁ μοναχός Ἀκάκιος στόν ἤδη ἀναφερθέντα κώδικα τῆς μονῆς Ἁγίας Τριάδος Καρπασίας, φέρει τόν τίτλο: «Ἀνάμνησις μερική περί τοῦ Ἄθω ὄρους, τά λεγόμενα Πάτρια καί ἀπόδειξις ὅτι πώς ἦλθεν ἡ κυρά δέσποινα Θεοτόκος ἐν τῇ νήσῳ Κύπρῳ εἰς χώραν Λάρναξ». Τό πρῶτο μέρος τοῦ σύνθετου αὐτοῦ τίτλου ἀναπαράγει τήν ἐπιγραφή πού φέρουν τά περισσότερα ἀπό τά ἀθωνικά χειρόγραφα μέ τό ἴδιο θέμα, ἐνῶ τό δεύτερο μέρος, σκοπό ἔχει νά προβάλλει τήν σχετική περί τῆς ἐλεύσεως τῆς Θεοτόκου στήν Κύπρο παράδοση.
    Σέ κάποιο σημεῖο τοῦ κειμένου του, ὁ μοναχός Ἀκάκιος, σημειώνει, ἐπιστρατεύοντας τήν προαναφερθεῖσα ἀναφορά τοῦ Δαμασκηνοῦ Στουδίτου: «Ὅτι πώς ἦλθεν ἡ Παναγία εἰς τήν Κύπρον καί ἤφερεν τοῦ ἁγίου Λαζάρου ὠμοφόριον τό μαρτυρεῖ καί σοφώτατος Δαμασκηνός ὁ Στουδίτης εἰς τό βιβλίον του, ὅπου τό ὀνόμασε Θησαυρόν εἰς τό Συναξάρι τοῦ ἁγίου Λαζάρου εἰς τό τέλος τοῦ αὐτοῦ συναξαρίου ἀμήν».
    Στή συνάφεια αὐτή, θά πρέπει νά ἀναφέρουμε ὅτι ἡ ἐφέστια εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἡ Θεοτόκος Ἄξιόν Ἐστιν, ἀπό εἰκονογραφικῆς ἀπόψεως εἶναι τοῦ τύπου τῆς Παναγίας τοῦ Κύκκου, μία παραλλαγή δηλαδή τῆς Ἐλεοῦσας πού ὡς γνωστόν φυλάσσεται στή μονή Κύκκου, ἐδῶ στήν Κύπρο. Μέ μεγάλο ἐνδιαφέρον ἀναμένουμε τήν μελλοντική ἔρευνα νά δώσει μία πειστική ἀπάντηση στό ἐρώτημα γιατί ἡ περισσότερο τιμώμενη εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Ὄρους υἱοθέτησε ἕναν εἰκονογραφικό τύπο πού συνδέεται ἄμεσα μέ τήν Κύπρο. Θά μποροῦσε ἄραγε ἡ παράδοση περί τῆς ἐλεύσεως τῆς Θεοτόκου τόσο στόν Ἄθωνα ὅσο καί στή μεγαλόνησο νά σχετίζεται μέ αὐτό τό ἐρώτημα;

    Στή συνέχεια τῆς εἰσηγήσεώς μας, καί ἐντελῶς συνοπτικά θά ἀναφερθοῦμε, ὡς χαρακτηριστικό παράδειγμα, σέ μία ἀπό τίς πολλές καταγεγραμμένες στήν ἀθωνική παράδοση παραλλαγές τῆς διηγήσεως, ἡ ὁποία ἐξιστορεῖ τήν ἔλευση τῆς Θεοτόκου στόν Ἄθωνα καί ἐν συνεχείᾳ στήν Κύπρο. Διηγήση, πού μᾶς παρέδωσε μεταφρασμένη «εἰς κοινήν ἡμετέραν διάλεκτον» ὁ προαναφερθείς μοναχός Ἰάκωβος Νεασκητιώτης. Ὁ Ἰάκωβος ὑπῆρξε ὁ παραγωγικότερος Ἁγιορείτης γραφέας ἀλλά καί ὁ πολυγραφέστερος Ἁγιορείτης συγγραφέας κατά τόν 19ο αἰώνα μέ εὐρύ πεδίο συγγραφῆς, ἀπό τήν ὑμνογραφία καί τή μετάφραση σέ ἁπλούστερη γλώσσα ἁγιολογικῶν, πατερικῶν καί ἀσκητικῶν κειμένων ὥς τήν ἁγιορειτική ἱστορία καί τά θεολογικά καί ἀντιρρητικά του κείμενα.
    Τό ἔργο στό ὁποῖο ἀναφερόμαστε ἐπιγράφεται Διήγησις παλαιά σωζομένη ἐν χειρογράφοις ἑλληνιστί, παρά δέ τῇ σθλαβικῇ καί δακικῇ ἤτοι βλαχομποδανικῇ ἐντύποις ἐκδεδομένη, ἀφ᾿ ἧς ἡ παρούσα μετεφράσθη εἰς κοινήν ἡμετέραν διάλεκτον, ὅπως ἡ Κυρία Θεοτόκος ἦλθεν εἰς τό ὄρος τοῦ Ἄθωνος ἔτι ζῶσα ὡς κλῆρον αὐτῇ δοθέντος. Πρόκειται γιά ἀνέκδοτο μεταφραστικό ἔργο τοῦ Ἰακώβου Νεασκητιώτου, τό ὁποῖο συντάχθηκε στά 1847-1848, στό πλαίσιο τῆς περίφημης Ἀθωνιάδος του, πού ἀφορᾶ στήν ἱστορία τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀπό τά πρῶτα χρόνια τῆς ἐμφάνισης τοῦ μοναχισμοῦ στόν Ἄθωνα μέχρι τίς μέρες του.
    Διήγησις ἀρχίζει μέ τήν συγκέντρωση τῶν Ἀποστόλων στήν οἰκία τοῦ Ζεβεδαίου ὅπου παρίστατο καί ἡ Θεοτόκος, μετά τήν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου. Ἐκεῖ ἀποφάσισαν, θέλοντας νά ἐφαρμόσουν τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου, νά βάλουν κλῆρο ὥστε νά φανεῖ σέ ποιό μέρος τῆς γῆς ἔπρεπε ὁ καθένας ἀπ᾿ αὐτούς νά πορευθεῖ, γιά νά «μαθητεύσει τά ἔθνη». Στή Θεοτόκο ἔπεσε ὁ κλῆρος τῆς Ἰβηρίας. Λίγο πρίν ξεκινήσει ὅμως γιά τήν ἀποστολή της, παρουσιάσθηκε σ᾿ αὐτήν ἄγγελος Κυρίου καί τῆς εἶπε νά μήν ἀναχωρήσει ἀκόμη ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ μέχρις ὅτου φανεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
    Στή συνέχεια ἡ Διήγησις μεταφέρεται στήν Κύπρο ὅπου βρισκόταν ὁ Λάζαρος, τόν ὁποῖο εἶχε ἀναστήσει ὁ Κύριος, «διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων», πού ζητοῦσαν νά τόν σκοτώσουν καθώς πολλοί πίστευσαν ἐξ αἰτίας τῆς ἀναστασεώς του. Ἐκεῖ ὁ Λάζαρος εἶχε χειροτονηθεῖ ἀπό τόν ἀπόστολο Βαρνάβα ἐπίσκοπος τῆς Λάρνακας. Ἐπιθυμώντας νά συναντηθεῖ μέ τήν Θεοτόκο, τῆς μήνυσε νά μεταβεῖ στήν Κύπρο, ἀφοῦ ἐκεῖνος φοβόταν νά ἐπιστρέψει στήν Ἱερουσαλήμ. Μετά τήν ἀποδοχή τῆς πρόσκλησης ἀπό τήν Θεοτόκο, ὁ Λάζαρος ἔστειλε πλοῖο στήν Ἰόππη γιά νά τήν παραλάβει. Κατά τό ταξίδι ἡ Θεοτόκος εἶχε συνταξιδιῶτες τόν ἅγιο Ἰωάννη τό Θεολόγο, τόν Πρόχορο καί μερικούς ἀπό τούς ἑβδομήκοντα ἀποστόλους. Διαβάζουμε στό κείμενο:
  Ὁ δέ Λά­ζα­ρος ὁ τε­τρα­ή­με­ρος καί φί­λος τοῦ Χρι­στοῦ, εὑ­ρί­σκε­το ἐν τῇ νή­σῳ Κύ­πρου, ἀ­να­χω­ρή­σας δι­ά τόν φό­βον τῶν Ἰ­ου­δαί­ων, οἵ­τι­νες ἐ­ζή­τουν ἀ­πο­κτεῖ­ναι αὐ­τόν, ὅ­τι πολ­λοί δι᾿ αὐ­τόν ἐ­πί­στευ­σαν εἰς τόν ἐκ νε­κρῶν ἀ­να­στά­ντα Χρι­στόν. Χει­ρο­το­νη­θείς δέ πα­ρά τοῦ ἀ­πο­στό­λου Βαρ­νά­βα ἀρ­χι­ε­ρα­τεύ­ειν ἐν μι­ᾷ τῶν πό­λε­ων, τῇ νῦν κα­λου­μέ­νῃ Λάρ­να­κα. Ἐ­πε­θύ­μει δέ ἰ­δεῖν καί ἀ­πο­λαύ­σαι τήν δέ­σποι­ναν Θε­ο­τό­κον ἐν τῷ πα­ρό­ντι βί­ῳ καί φο­βού­με­νος ἀ­πελ­θεῖν εἰς Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, ἐ­μή­νυ­σε τῇ Θε­ο­τό­κῳ τόν πο­λύν πό­θον ὅν εἶ­χε τοῦ ἰ­δεῖν αὐ­τήν ἔ­τι ἅ­παξ ζῶ­σαν. Ἀντέγραψε δέ πρός αὐτόν ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου τοῦ ἀποστεῖλαι πλοῖον εἰς Ἰόππην, καί κατελθεῖν αὐτήν τοῦ διαπλεῦσαι πρός αὐτόν εἰς Κύπρον. Καί ἑτοιμάσας ὠμοφόριον καί ἐπιμανίκια, οἰκείαις χερσίν πλέξας αὐτά, ἐλθόντος τοῦ πλοίου, κατέβη μετά τοῦ θεολόγου Ἰωάννου καί τινων μαθητῶν ἐκ τῶν ἑβδομήκοντα, καί Προχόρου, ἀνέβησαν εἰς τό πλοῖον.
Στή μέση ὅμως τοῦ πελάγους σηκώθηκε μεγάλη θαλασσοταραχή πού παρέσυρε τό πλοῖο μέχρι τό ὄρος Ἄθως. Ἐκεῖ τό πλοῖο προσώρμισε στό λιμάνι τοῦ Κλήμεντος. Τήν ἐποχή ἐκείνη βρίσκονταν στόν Ἄθωνα εἰδωλεῖα καί βωμοί τοῦ Ἀπόλλωνα, στόν ὁποῖο οἱ κάτοικοι «εἶχον μεγάλην εὐλάβειαν». Μέ τό πού ἔφθασε ὅμως τό πλοῖο, τά εἴδωλα ἄρχισαν νά κράζουν καί νά καλοῦν τούς ἀνθρώπους νά κατέβουν στό λιμάνι γιά νά προσκυνήσουν τήν μητέρα τοῦ Θεοῦ κάτι πού ἀμέσως ἔγινε. Ἐκεῖ ἡ Θεοτόκος κήρυξε τό εὐαγγέλιο μέ ἀποτέλεσμα νά πιστέψουν ὅλοι τους στόν Χριστό. Τήν ἴδια στιγμή σημειώθηκαν καί πολλά θαύματα καί θεραπεῖες ἀσθενῶν. Τότε ἡ Θεοτόκος εὐλόγησε τό Ὄρος λέγοντας, «οὗτος ὁ τόπος μένει εἰς κλῆρον ἐμόν εἰς τό αἰῶνα καί ἡ χάρις τοῦ ἐξ ἐμοῦ τεχθέντος κατασκηνώσει ἐν αὐτῷ». Εἶπε δέ καί ὑποσχέθηκε καί ἄλλα πολλά καί στή συνέχεια, ἀφοῦ ἄφησε ἕνα μαθητή της νά «μείνῃ εἰς τό Ὄρος ἱερατεύειν τά θεῖα μυστήρια καί διδάσκειν τόν λαόν καί στηρίζῃ τούς νεοφωτίστους», ἀνέβηκε πάλι στό πλοῖο καί ἀναχώρησαν γιά τήν Κύπρο ὅπου ἔφθασαν «αὐθημερόν». Στή συνέχεια ἡ Διήγηση περιγράφει τή συνάντηση τῆς Θεοτόκου μέ τόν Λάζαρο στήν Κύπρο ὅπου ἡ Θεοτόκος παρέμεινε λίγες μέρες πρίν ἐπιστρέψει στήν Ἱερουσαλήμ, ὅπου καί ἐκοιμήθη «ἐν ἐκείνῳ τῷ ἔτει». Διαβάζουμε στό κείμενο:
Ὁ δέ Λάζαρος εὑρίσκετο εἰς μεγάλην λύπην καί ἀθυμίαν διά τήν ἀργοπορίαν τῆς ἐλεύσεως τοῦ πλοίου, ὑποπτευόμενος μήπως καί συνέβη ναυάγιον, μή γινώσκον τά διαπραχθέντα ὑπό τῆς θείας δυνάμεως. Ὡς δέ ἄφνω εἶδε τήν ὑπεραγίαν Θεοτόκον ἐλθοῦσαν πρός αὐτόν, ὑπερεχάρη λίαν καί προσκυνήσας αὐτήν ὑπεδέξατο χαίρων. Ἡ δέ ἁγία Θεοτόκος τοῦ ἐπρόσφερε τά ἱερά δῶρα, ἔργα τῶν ἁγίων αὐτῆς χειρῶν, ἕνα ἱερόν στιχάριον καί ἕν ἅγιον ὠμοφόριον, ὁποῦ ἐπιτηδείως αὐτοχείρως ἔπλεξε καί ἐπιμανίκια. Ὑποδεξάμενος δέ αὐτήν εὐλαβῶς ὁ ἱερός Λάζαρος τοῦ ἐδιηγήθη ἡ Θεοτόκος τά ὅσα ἐκ θείας προνοίας καί δυνάμεως ἔγιναν εἰς τό ὄρος τοῦ Ἄθωνος. Τά ὁποῖα ἀκούσας ὁ Λάζαρος ἐθαύμασε καί ἐδόξασε τόν Θεόν, τόν οἰκονομοῦντα παράδοξα κατά τήν θείαν Του βούλησιν. Μείνασα δέ ἱκανάς ἡμέρας ἡ Θεοτόκος εἰς Κύπρον συνηδομένη τῷ δικαίῳ Λαζάρῳ, ἐν τῷ ναῷ τῆς ἐπισκοπῆς αὐτοῦ καί εὐλογήσασα τοῦ ἐκεῖσε πιστούς, καί ἰάσεις τελέσασα τοῖς πιστῶς αὐτῇ ἔπλευσε πρός Ἰόππην, καί ἐπανῆλθεν εἰς τήν Ἱερουσαλήμ καί ἔμεινεν ἐν τῇ ἁγίᾳ Σιών εἰς τήν οἰκίαν τοῦ Ζεβεδαίου πατρός τοῦ Θεολόγου Ἰωάννου. Καί ἐν ἐκείνῳ τῷ ἔτει ἐκοιμήθη ἡ Θεοτόκος.
Ὁ συντάκτης στή συνέχεια μᾶς πληροφορεῖ ὅτι «ταῦτα ἔγραψεν ὁ Μοναχός Στέφανος ἁγιορείτης περί τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, ὅτι ἦλθεν εἰς τό ὄρος τοῦ Ἄθωνος καί ἐκήρυξεν, ὅτι θέλει μένει ἡ δύναμις τοῦ ἱεροῦ αὐτῆς κηρύγματος μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων. ὅτε τό οἰκουμενικόν κήρυγμα τῶν πανευφήμων Ἀποστόλων ἐξασθενήσῃ διά τό ψυχρανθῆναι τήν ἀγάπην τῶν πολλῶν, καί πληθυνθῆναι τήν ἀνομίαν, τότε ἡ τελείωσις τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου νά διαμένῃ ἐν τῷ Ὄρει κατά μέρος εἰς τούς ἔχοντας ἐν τῇ ψυχῇ αὐτῶν τόν θεῖον φόβον ἐγκυμονοῦντα.». 
Εἶναι φανερό ὅτι γράφοντας τά παραπάνω ὁ Ἰάκωβος εἶχε κατά νοῦν τίς τυχόν ἐκφράσεις δυσπιστίας πού θά δημιουργοῦσε ἡ ἐξιστόρηση περί τοῦ θεομητορικοῦ ταξιδιοῦ στόν Ἄθωνα, γι᾿ αὐτό καί ἐπιστράτευσε ἐκ τῶν προτέρων ὅσα ντοκουμέντα μποροῦσε νά ἀντιπαραθέσει ὥστε νά διαλυθοῦν οἱ τυχόν ἐπιφυλάξεις ἀπό τούς ἀναγνῶστες τοῦ ἔργου του.
 Σέ ἕνα ἄλλο χειρόγραφο πού παραδίδει τό ἱστορικό περί τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἔργο του Ἀθωνιάς διαφαίνεται ἐντονότερη ἡ ἀγωνία του γιά τήν ἀποδοχή τῆς ἐξιστορήσεώς του περί τῆς θεομητορικῆς παρουσίας στόν Ἄθωνα. Γράφει χαρακτηριστικά:
«Ἀρκούντως ἀποδείξαντες περί τοῦ ὄρους Ἄθω ὅτι κλῆρος τῆς Θεοτόκου ἐδόθη αὐτῇ ἀπ᾿ ἀρχῆς τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, ἕπεται νά ἀποδειχθῇ καί πῶς καί πότε ἀπεκληρώθη αὐτῇ, ὡς εἰς πολλά σωζόμενα // χειρόγραφα βιβλία εὑρίσκεται γεγραμμένον, ἐν τε τῇ Ἱερᾷ Μονῇ Βατοπαιδίου, ἐν τῇ βιβλιοθήκῃ τῆς Σκήτεως τῆς Ἁγίας Ἄννης, ἐν τῇ Φιλοθέου, Κωνσταμονίτου, Σταυρονικήτα, ἐν διαφόροις ἄλλαις Μοναῖς, σκήταις, καί κελλία. Ἐν δέ τῇ τοῦ Ζωγράφου εὑρίσκεται ἐν τύποις εἰς βιβλίον τετυπωμένον σθλαβιστί.
(Ἐδῶ νά σημειώσουμε ὅτι πρῶτος πού ἔκανε λόγο στούς Ρώσους περί τῆς ἰδιαίτερης προστασίας τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀπό τήν Θεοτόκο, θεωρεῖται ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Γραικός ὁ Βατοπαιδινός τόν 16ο αἰ.)
    Καί συνεχίζουμε στό κείμενο τοῦ μοναχοῦ Ἰακώβου: Ὡσαύτως καί εἰς δακικήν οὐγγροβλαχικήν διάλεκτον εἴδομεν ἐν τύποις βιβλίον ἐμπεριέχον αὐτό ἀπαραλλάκτως. Δῆλον δέ ὅτι τά παλαιά χειρόγραφα πρεσβύτερα τῶν τετυπωμένων διά πιεστηρίων εἰσιν, ὁ γάρ τύπος ὕστερον ἐφευρέθη. Οἶδα ὅμως ὅτι εἰς αὐτό οἱ πολλοί ἀπιστοῦσι, καί μάλιστα οἱ ἐλλόγιμοι. Ἀλλ᾿ ἡμεῖς, φησίν ὁ Ἀπόστολος, διά πίστεως περιπατοῦμεν, οὐ διά εἴδους. Ποῖος γάρ τολμείας ἤθελε συῤῥᾶψαι ψευδῶς μίαν τοιαύτην ῥαψωδίαν; Ἀμή ἐάν εἰς αὐτά ἀπιστῶμεν, θέλει ἀπιστῶμεν καί εἰς τάς θείας γραφάς. Καί ἰδοῦ βλέπομεν ὅτι ἐξεδόθη βίβλος ἀνατρέπουσα τήν εἰς τόν ναόν τῆς Θεοτόκου Εἴσοδον, καί δώδεκα ἔτη ἐν αὐτῷ μείνασαν τρεφομένην διά χειρός ἀγγέλου. Ὡσαύτως, καί εἰς τήν ἁγίαν αὐτῆς μετάστασιν ἁρπαγήν διά νεφελῶν τῶν ἱερῶν ἀποστόλων εἰς τήν κηδείαν αὐτῆς, καί τήν εἰς τόν Θωμᾶν δόσιν τῆς ἀκηράτου αὐτῆς Ζώνης... ἀποσκοποῦντας». 
     Τό παραπάνω ἀπόσπασμα εἶναι πολύ ἐνδιαφέρον καθώς μᾶς διαφωτίζει ἀφενός γιά τό εὖρος τῆς χειρόγραφης παράδοσης τῆς διηγήσεως περί τῆς ἐλεύσεως τῆς Θεοτόκου στόν Ἄθωνα καί ἀφετέρου γιά τόν τρόπο ἐργασίας τοῦ μοναχοῦ Ἰακώβου, ὁ ὁποῖος φαίνεται ὅτι ὡς πρώϊμος ἐρευνητής, περιέδραμε ὁλόκληρο τόν Ἄθωνα γιά δρέψει τούς πολύχυμους πνευματικούς καρπούς στό λειμώνα τῶν ἀθωνικῶν βιβλιοθηκῶν. Ὁλόκληρο τό κείμενο τῆς Διηγήσεως προτιθέμεθα σύν Θεῷ νά ἐκδώσουμε στά Πρακτικά τοῦ παρόντος Συνεδρίου.
    Ἀνεξάρτητα πάντως ἀπό τή θεώρηση τῆς, οὕτως ἤ ἄλλως, ζῶσας καί ἱσχυρῆς ἁγιορειτικής ἀλλά καί κυπριακῆς παραδόσεως περί τῆς ἐλεύσεως τῆς Θεοτόκου στό Ἅγιον Ὄρος καί κατόπιν στήν Κύπρο, καί γιά νά κλείσουμε μέ τόν περιηγητή μέ τόν ὁποῖο ξεκινήσαμε τήν εἰσήγησή μας, τόν μοναχό Βασίλειο Μπάρσκι, τόν φιλίστορα προσκυνητή ἁμφοτέρων τῶν τόπων, «Τό Ἅγιον Ὄρος εἶναι εὐλογημένο μέ τίς πρεσβείες καί εὐλογίες τῆς Θεοτόκου καί ὀνομάσθηκε ἔτσι καί δοξάσθηκε στά πέρατα τῆς γῆς, λόγῳ τῆς ἐκεῖ ἐγκαταστάσεως θεαρέστων ἀνδρῶν. Ὅσα λέγονται νοερῶς ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, μέσῳ τοῦ Δαυΐδ, γιά τήν ὑπεραγία Θεοτόκο, ὅλα αὐτά ταιριάζουν καί γιά τόν Ἄθωνα: ‘’Ὄρος πῖον, ὄρος τετυρωμένον... ὅ εὐδόκησεν ὁ Θεός κατοικεῖν ἐν αὐτῷ’’».  

 Εἰσήγηση τοῦ συγγραφέα στό Ἐπιστημονικό Συμπόσιο: "Ἅγιον Ὄρος καί Κύπρος"
Λευκωσία 15 Δεκεμβρίου 2012
Αἴθουσα Διαλέξεων τῆς Ἑταιρείας Κυπριακῶν Σπουδῶν





Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012

ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ. ΒΗΜΑΤΙΖΟΝΤΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ








Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

Ἅγιον Ὄρος. Βηματίζοντας στόν τόπο καί τήν ἱστορία του









Ἅγιον Ὄρος 2012, σύν. σελίδων 330.
Ἔκδοση: Καλύβη Ἁγίου Ἀκακίου, Σκήτης Καυσοκαλυβίων, Ἅγιον Ὄρος.
Σειρά: Ἁγιορείτικος Λόγος ἀρ. 1





Μόλις κυκλοφόρησε τό νέο βιβλίο τοῦ μοναχοῦ Παταπίου Καυσοκαλυβίτου, Ἅγιον Ὄρος. Βηματίζοντας στόν τόπο καί τήν ἱστορία του, μέ θέματα ἀπό τήν ἁγιορειτική ἱστορία, πνευματικότητα, τέχνη καί παράδοση.




Κεντρική διάθεση: ἐκδόσεις Ἀθ. Σταμούλης, Ἀθήνα, τηλ. 210 5238305
Τό βιβλίο στή Θεσσαλονίκη διατίθεται ἤδη στά βιβλιοπωλεῖα: Ἀποστολική Διακονία, Περιβόλι τῆς Παναγίας, Ἰανός, Ἁγία Ἄννα, Λυδία, Σωτήρ, Ζωή, Πουρνάρας.

Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2012

ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ. ΒΗΜΑΤΙΖΟΝΤΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ. ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΝΕΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου
Ἅγιον Ὄρος.
Βηματίζοντας στόν τόπο καί τήν ἱστορία του
Ἅγιον Ὄρος 2012, σελ. 330



Κυκλοφορεῖ στίς ἀρχές Δεκεμβρίου 2012, ἀπό τίς ἐκδόσεις τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου Καυσοκαλυβίων Ἁγίου Ὄρους, τό νέο βιβλίο τοῦ μοναχοῦ Παταπίου Καυσοκαλυβίτου: Ἅγιον Ὄρος. Βηματίζοντας στόν τόπο καί τήν ἱστορία του. Περιλαμβάνει 20 κείμενα μέ ἀναφορά στήν ὑπερχιλιόχρονη ἁγιορειτική πνευματικότητα, ἱστορία, τέχνη καί παράδοση.
Τό νέο βιβλίο ἐγκαινιάζει μία νέα σειρά στίς ἐκδόσεις τῆς Καλύβης, μέ τόν γενικό τίτλο: Ἁγιορείτικος Λόγος. Ὁ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ καί οἱ συνεργάτες τοῦ ἱστολογίου μας εὐχόμαστε τό νέο αὐτό πόνημα τοῦ π. Παταπίου νά εἶναι καλοτάξιδο, πρός ὠφέλεια τῶν ἀναγνωστῶν, πρός τιμήν τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί πρός δόξαν Θεοῦ.









Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

Ο ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΤΩΝ ΙΩΑΣΑΦΑΙΩΝ ΣΤΑ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΑ

                            Πατάπιος μοναχός Καυσοκαλυβίτης

Ὁ ἁγιογραφικός οἶκος τῶν Ἰωασαφαίων στή σκήτη Καυσοκαλυβίων (ἵδρυση 1858): εἰκονογραφικά πρότυπα, ἀπήχηση, ἐπιδράσεις.


   Κ ατά τήν ἐξεταζόμενη  περίοδο, οἱ δυτικότροπες καλλιτεχνικές τάσεις στήν ἁγιορειτική ἐκκλησιαστική ζωγραφική, πού εἶχαν ἀπό τά τέλη τοῦ 18ου αἰ. ἀναφανεῖ στό Ἅγιον Ὄρος, ἀποκτοῦν μεγαλύτερη ἐμβέλεια. Ἔτσι, τά περισσότερα ἁγιορειτικά εἰκονογραφικά ἐργαστήρια, μέ κορυφαῖο ἐκεῖνο τῶν Ἰωασαφαίων τῆς σκήτης Καυσοκαλυβίων, ἀπό τά μέσα ἤδη τοῦ 19ου αἰ, ἀκολουθοῦν τίς γενικότερες τάσεις καί προσανατολίζονται σταδιακά σέ δυτικότροπες ἐκφράσεις, παρασυρόμενα, ἐκτός τῶν ἄλλων, ἀπό τίς αἰσθητικές προτιμήσεις τῶν πολυπληθῶν Ρώσων παραγγελιοδοτῶν, μοναχῶν καί προσκυνητῶν, πού συνέρρεαν τήν ἐποχή ἐκείνη στόν Ἄθωνα καί οἱ ὁποῖοι προτιμοῦσαν τήν οἰκεία σ᾿ αὐτούς ἀναγεννησιακή ρωσική ἐκκλησιαστική τέχνη. Στά ἐργαστήρια αὐτά εἶναι χαρακτηριστικός ὁ συνδυασμός καθιερωμένων ἀπό τήν παράδοση εἰκονογραφικῶν τύπων, οἱ ὁποῖοι στίς περισσότερες περιπτώσεις  ἐμπλουτίζονται μέ τήν εἰσαγωγή νέων στοιχείων, προσαρμοσμένων στίς ἀπαιτήσεις τῆς ἐποχῆς, ὅπως εἶναι οἱ περιπτώσεις θεμάτων ἀπό τήν ρωσική ἐκκλησιαστική παράδοση. Τό χρυσό βάθος, πού τόσο μεγάλη θεολογική καί καλλιτεχνική ἀξία ἔχει στίς βυζαντινές εἰκόνες, ἐλάχιστα ἤ καθόλου χρησιμοποιεῖται καί ἀντικαθίσταται ἀπό ρόδινους ἤ ὑποκύανους οὐρανούς, κατά τά δυτικά πρότυπα.
      Ὁ ἁγιογραφικός οἶκος τῶν Ἰωασαφαίων πού ἐγκαινιάζει κατά κάποιο τρόπο τήν περίοδο αὐτή στόν Ἄθωνα, γρήγορα θά ἐξελιχθεῖ  σέ «Σχολή Ἁγιογραφίας» καί σέ πρότυπο ἁγιογραφικῆς τέχνης, ἐπηρεάζοντας μέσα ἀπό τήν καταξίωσή του αὐτή, τούς ἄλλους ἁγιογραφικούς οἴκους τῶν Καυσοκαλυβίων, καθώς καί ὁρισμένα ἀπό τά ἐργαστήρια τόσο τῆς γειτονικῆς σκήτης της Ἁγίας Ἄννης ὅσο καί ἐκεῖνα τῆς Νέας Σκήτης. Ἱδρυτής τοῦ ἐργαστηρίου εἶναι ὁ Καππαδόκης μοναχός Ἰωάσαφ (1832-1880). Τό 1858 ὁ Ἰωάσαφ ἀσκεῖτο στήν καλύβη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς σκήτης τῆς Ἁγίας Ἄννας, ὅπου παραδίδεται ὅτι ἔμαθε τήν ἁγιογραφική τέχνη αὐτοδιδάκτως. Ἀπό τήν ἀνέκδοτη χειρόγραφη Ἱστορία τῆς ἀδελφότητας τῶν Ἰωασαφαίων μεταφέρουμε ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τό κεφάλαιο πού φέρει τόν τίτλο: ἀρχή τῆς ἁγιογραφικῆς τέχνης κατά τό ἔτος τῆς εἰς τήν Ἱ. Σκήτην Ἁγίας Ἄννης ἀφίξεως ἤτοι τό 1858.
     Τήν διήγησιν γράφω ὡς μοί εἶπεν ὁ Γέροντας Χρυσόστομος ἱεροδιάκονος.
    Τά χρόνια ἐκεῖνα ἤρχοντο εἰς Ἅγιον Ὄρος πλῆθος προσκυνηταί πανταχόθεν, ἰδίως ὅμως ἐκ Βουλγαρίας, οἵτινες ἠγόραζον μέ ἁδράν τιμήν διάφορα ἐργόχειρα ἄνευ οὐδεμιᾶς παρατηρήσεως πρό πάντων δέ ἐκκλησιαστικά, εἰκόνας διαφόρων ἁγίων ἐπί ξύλου καί χάρτου, σταυρούς, ἐγκόλπια ἁγίων, κλπ. τοιαῦτα.  Ἰδού πῶς ἤρχισαν καί ποῦ ἔφθασαν.
   Ἀφοῦ ἔβλεπον (ὅτι) ἐξοδεύοντο περισσότερον αἱ εἰκόνες ἁγίων, μίαν ἡμέραν λέγει ὁ Γέροντας εἰς τήν συνοδίαν του, Ἀντώνιον καί Χρυσόστομον ἀστειευόμενος: «Δέν ἀρχίζομεν καί ἡμεῖς τήν ζωγραφικήν τέχνην νά οἰκονομούμεθα; Ἰδού ὅπου περνοῦν μέ τιμήν αἱ εἰκόνες».
     «Ἡμεῖς δέ (λέγει ὁ Χρυσόστομος) ἐγελούσαμε μέ τόν Ἀντώνιον καί τοῦ ἐλέγαμεν, σιῶπα Γέροντα, μή μᾶς ἀκούσῃ κανένας καί μᾶς περιπαίζουν. Ἄνευ διδασκάλου ζωγραφική γίνεται; Δέν θά δυνάμεθα νά εὔγομεν ἔξω ἀπό τήν ἐντροπήν». Καί ἄλλα πολλά τοῦ ἔλεγον ἀμφότεροι ἵνα τόν ἐμποδίσουν. Ἀλλ᾿ ἡ τόλμη  του, τό θάρρος καί ἡ ἀνδρεία τῆς ψυχῆς ἦσαν μεγάλαι, δέν ἀνεχαιτίζοντο κατ᾿ οὐδένα τρόπον. Καί ὅσα τοῦ εἴπαμεν (λέγει) δέν μᾶς ἤκουσεν. Ἀλλά μίαν ἡμέραν εὑρίσκει ἕνα ταβανοσάνιδον ἐλάτινον, κόπτει 3-4 σανιδάκια ἰσομέγεθα μέ χάρτινες εἰκόνες στάμπες, τά ἡτοίμασε, ξεσήκωσε μονογραμμή ἐξ αὐτῶν καί ἐπειδή δέν εἶχε τῆς ζωγραφικῆς χρώματα, ἔλαβε ἀπό τήν βαφήν ὅπου ἐχρωμάτιζον τά σφραγίδια καί παρατηρῶν ἐπισταμένως ἀντέγραφεν.
    Ἐβίαζεν καί ἡμᾶς (λέγει ὁ Χρυσόστομος) νά ζωγραφίζομεν μιμούμενοι ταῖς στάμπες, καθώς ἔκαμνε ὁ ἴδιος. Ἀντιτείναμεν πολύ, ἀλλ᾿ αὐτός ἄκαμπτος ἀπό τήν ἀπόφασίν του. Μάλιστα δι᾿ ἐπιπλήξεων πατρικῶν μᾶς προέτρεψεν (καί) ἄκοντες ἀρχίσαμεν μιμούμενοι αὐτόν εἰς ἀντιγραφάς. Ἐπειδή δέ μελανόν χρῶμα δέν εἴχομεν (δέν χρειάζεται διά τά σφραγίδια τοιοῦτον), τάς ὀφρύς (φρύδια) κατεσκευάζαμεν μέ μελάνη γραψίματος. Ἀλλά καίτοι ἐπροφυλαττόμεθα ἵνα μή διαδοθῇ εἰς τήν Σκήτην ἡ νέα μας αὐτοδίδακτος τέχνη, ἐν τούτοις ἐγνώσθη, καί ἤρχισαν οἱ ἐμπαιγμοί. Καί δικαίως, διότι τίς ἀποτολμᾶ ἄνευ διδασκάλου νά ἀρχίσῃ τοιαύτην λεπτήν τέχνην; Ἡμεῖς ὅμως ἐλάβομεν πάντα προοφθαλμῶν καί οὐδόλως ἐπροσέχαμεν εἰς τά λεγόμενα τῶν ξένων ἀλλ᾿ ἐκοιτάζομεν ἐπιμελῶς τήν ἐργασίαν μας. Τέλος πάντων, κουτσά στραβά ἐκατορθώσαμεν καί ταῖς τελειώσαμεν. Ὕστερον μᾶς ἐπαρουσιάσθη ἄλλη δυσκολία ἐντροπῆς, πῶς νά πωλήσωμεν καί νά εἴπωμεν ὅτι εἴμεθα ζωγράφοι τόσον ἔκτακτοι, ἄνευ ἐλαχίστου διδαχῆς παρά διδασκάλου. Τέλος, ἐλάβομεν ὅλα προοφθαλμῶν, μετέβημεν εἰς Καρυάς καί ὁ Θεός οἰκονόμησε καί τάς ἐπωλήσαμεν μέ καλήν τιμήν (ἡ καλή τιμή ἦτο ἀνά 3 - 4 γρόσια ἑκάστη).
   Ἔκτοτε ἐλάβομεν ὁπωσδήποτε ὀλίγον θάρρος καί ἐξηκολούθημεν τήν αὐτήν νέαν μας ἐργασίαν μέ τήν πανταχόθεν ἀκριβήν παρατήρησιν τῶν καλῶν ἔργων καί ἀντιγραφήν αὐτῶν συνάμα καί ἐρωτήσεις ἀπό ὅλους τούς ζωγράφους καί ὅσον ὁ Θεός μᾶς ἐβοήθει καί ἐξοδεύοντο αἱ εἰκόνες, (καί) οἰκονομούσαμεν τά πρός τό ζῆν ἀναγκαία τόσον περισσότερον καί δραστηριότερον ἐπιμελούμεθα ἵνα καλωπίσωμεν αὐτάς μέ πᾶσαν λεπτήν ἐργασίαν καί καθαρότητα. Καί φαίνεται ὅτι ἐξ αὐτῶν ἐννόησε τό μέλλον ὁ ζωγράφος ὅπου προείπομεν ἐν τῇ σημειώσει. Ὥστε εἰς τρία ἔτη ἐφθάσαμεν τούς κοινούς τοῦ Ὄρους ζωγράφους. Ἐζωγραφήσαμεν καί δύο εἰκόνες ὡς μία πήχη ὕψος διά τήν Λιτήν τῆς Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Παύλου, ἀξίας 15 φλωρία καισσαρικά. Αἱ εἰκόνες αὔται εἰσέτι εὑρίσκονται ἐκεῖ.
    Αὔτη ἐστάθη ἡ τολμηρά καί δυσχερεστάτη ἀρχή τῆς ἁγιογραφίας μας.
                                   Ἔτος 1876-1880.
    Αἱ ἐργασίαι τῆς ζωγραφικῆς ἐπροόδευον, αἱ παραγγελίαι πλεῖσται ἀπό τήν Ἱ. Μονήν τοῦ Ρωσσικοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος πρό πάντων, ἥτοις ἠγόραζε καί ἀπέστελνε εἰς Ρωσσίαν. Ἐπώλει μέ ἀδράν τιμήν πρός ὄφελός της. Τά εἰκονοσάνιδα κατεσκεύαζον εἰς τήν Ἱεράν Μονήν ἐκ ξύλου κυπαρίσου μόνον,  ὄχι ἐξ ἄλλου. Οἱ ἐν Ρωσσίᾳ ρῶσσοι εἶχον εἰς μεγάλην ὑπόληψιν αὐτό. Ἦτο ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ ἐξ αὐτοῦ. Ἐπρομηθεύοντο αὐτό ἐξ Ἀνατολῆς, Κρήτης κλπ. μέρη.
   Ἕνεκα τῆς μεγίστης καταναλώσεως τῶν εἰκόνων ἠργάζοντο πλεῖστοι ζωγράφοι εἰς τάς Ἱ. Σκήτας, Κελλία καί λοιπά ἀλλ᾿ ἡ προτίμησις τῶν μεγάλων καί ἐπισήμων παραγγελιῶν ἦτο τοῦ Οἴκου μας. Διά τόν λόγον αὐτόν μέχρι τῶν ἐτῶν τούτων οἱ Μαθηταί τῆς ζωγραφικῆς ἀνέρχονται εἰς 28 τόν ἀριθμόν, ἀλλ᾿ ἡ διαμονή των δέν ἦτο ἐξ ἴσου. Ἄλλοι μέν ἔχοντες ἀρχάς διέμενον μήνας 3, 6, 8, ἕν ἔτος, καί οἱ μή ἔχοντες διόλου ἀρχάς, ἐπί 3-4 ἔτη. Τά ὀνόματα καί τήν καταγωγήν τῶν μαθητῶν αὐτῶν τε καί μεταγενεστέρων ἐσημείωσα εἰς τόν Α΄ τόμον Καταλόγου τῶν εἰκόνων, βιβλίο ἀριθ. 85 χειρόγραφον, τόν ὁποῖον συνέταξα μέ λεπτομερήν ἀρίθμησιν τῶν κατασκευασθεισῶν εἰκόνων.
    Ἡ φήμη ἐξετείνετο μακράν, αἱ παραγγελίαι μεγάλαι, ὁ πλοῦτος ἔρρεε, οἱ φίλοι ἐπληθύνοντο, ὁσημέραι οἱ ἐπισκέπται πολλοί συχνότατοι. Ὄχι μόνον ἐξ Ἁγίου Ὄρους, ἀλλά καί ἀπό μακρόθεν προσκυνηταί Ρῶσσοι, Βούλγαροι καί λοιποί διάφοροι ἐκεῖ ἐποίουν τήν διαμονήν των. Πολλάκις ἐπαρουσιάζοντο αἰφνιδίως καί τήν 1 - 2ην ὥραν τῆς ἑσπέρας 5 - 10 ἄτομα. Ἦσαν δέ ὑποχρεωμένοι νά τούς δεχθῶσι. Μάλιστα ἐάν προήρχοντο μέ ὁδηγόν ἐκ τῆς Ἱ. Μονῆς τοῦ Ρωσσικοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, χάριν τῶν παρ᾿ αὐτῆς προμηθευθέντων παραγγελιῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἦσαν ὑποχρεωμένοι ἄκοντες ἠναγκάζοντο νά δείξωσι φιλοφροσύνην...».
   Χωρίς πάντως νά θέλουμε νά ἀμφισβητήσουμε τά παραπάνω λεγόμενα τῶν ἰδίων τῶν Ἰωασαφαίων περί τοῦ αὐτοδίδακτου τῆς τέχνης τους, θά πρέπει βάσιμα νά ὑποθέσουμε σέ μία «συνεργασία» τοῦ γέροντος Ἰωάσαφ μέ τόν γέροντά του, ζωγράφο μοναχό Χατζηγεώργη. Πιστεύουμε μάλιστα ὅτι ὁ Ἰωάσαφ μαθήτευσε, ἔστω καί ἀτύπως, στό εἰκονογραφικό ἐργαστήριο τοῦ Χατζηγεώργη τοῦ κελλίου Ἁγ. Δημητρίου Κερασιᾶς, ὅπου ἀσκήθηκε ἐπί ἕνα περίπου ἔτος. Μία φορητή εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ Παντοκράτορος, τοῦ ἔτους 1860, τῆς πρώϊμης δηλαδή καλλιτεχνικῆς περιόδου τοῦ Ἰωάσαφ, πού εἶναι καί τό παλαιότερο μέχρι σήμερα ἔργο τοῦ Ἰωάσαφ πού ἔχουμε ἐντοπίσει καί ἡ ὁποία φυλάσσεται στό ναό τοῦ Ἁγ. Γεωργίου Νεοχωρίου Χαλκιδικῆς, συνδέεται ἀπό κάθε ἄποψη μέ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου Γοργοϋπηκόου Γοργουπηκόου, πού δωρήθηκε στόν ἴδιο ναό ἀπό τούς ἴδιους ἀφιερωτές μέ ἐκείνους τῆς προηγούμενης εἰκόνας. Ἡ δεύτερη αὐτή εἰκόνα, τοῦ ἔτους 1861, φέρει τήν ὑπογραφή: «Χείρ Χατζῆ Γεωργίου μοναχοῦ ἐκ τῆς Κερασιᾶς». Εἶναι χαρακτηριστική ἡ ὁμοιότητα τῶν ὑπογραφῶν τῶν δύο εἰκόνων, τοῦ Ἰωάσαφ καί τοῦ Χατζηγεώργη. Εἶναι μάλιστα ἀξιοσημείωτο ὅτι μετά τή σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης ἡ συνοδεία μετακόμισε στό κελλί τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου τῆς Κερασιᾶς, πού βρίσκεται πλησίον τοῦ κελλίου τοῦ Χατζηγεώργη.

   Τό ἐργαστήριο δούλευε μέ ἐντατικό ρυθμό γιά νά ἱκανοποιήσει τίς πολυάριθμες παραγγελίες. Μέσα σέ λίγες δεκαετίες, ἱστορήθηκαν σ᾿ αὐτό περισσότερες ἀπό 7.000 εἰκόνες, βάσει ἀρχειακῶν πηγῶν. Παράλληλα, τό ἐργαστήριο γνώριζε ἀπό παντοῦ τήν ἀναγνώριση: Τό 1900, ὁ σουλτάνος Χαμίτ  τίμησε τήν ἀδελφότητα μέ τό χρυσό μετάλλιο καλῶν τεχνῶν καί ἀργότερα μέ τό παράσημο μετζητιέ τρίτης τάξεως, γιά τίς καλλιτεχνικές ἐργασίες της σέ διάφορες περιοχές τῆς Τουρκίας, ἐνῶ ἡ βασιλική οἰκογένεια τῆς Ρουμανίας φανερώνει τήν προτίμησή της γιά τά καλλιτεχνήματα τῶν Ἰωασαφαίων. .
    Μέ τό ἐργαστήριο τῶν Ἰωασαφαίων ἀρχίζει νά ἐπικρατεῖ τό δυτικό φυσιοκρατικό καλλιτεχνικό ἰδίωμα καί ἰδίως ἐκεῖνο τῆς Ρωσοναζαρηνῆς λεγόμενης ζωγραφικῆς.
  Στήν βιβλιοθήκη τῆς σημερινῆς καλύβης τῶν Ἰωασαφαίων σώζονται πολλά ἀπό τά λιθογραφικά ἀντίτυπα εἰκόνων πού προέρχονταν ἀπό τή Ρωσία καί πού ἀποτελοῦσαν τά πρότυπα τῆς τέχνης τους. Πρότυπα πού μέ τή σειρά τους μιμοῦνται δυτικοευρωπαϊκά ρεύματα. Τίς λιθογραφίες αὐτές προμηθεύονταν ἀπό τήν ἐκρωσισμένη ἤδη μονή Ἁγ. Παντελεήμονος, τίς ρωσικές σκῆτες τοῦ Ἁγ. Ἀνδρέα καί Προφήτου Ἠλία ἀλλά καί τά πολυάριθμα ρωσικά κελλιά τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Οἱ παραγγελίες ἦταν  χιλιάδες καί κυρίως ἡ μονή Ἁγ. Παντελεήμονος διεδραμάτιζε τό ρόλο τοῦ μεσίτη μεταξύ τῶν ἐργαστηρίων καί τῶν Ρώσων, πού συνήθως ἦταν  εὐεργέτες ἤ ἀγοραστές. Φαίνεται μάλιστα ὅτι τά εἰκονογραφικά ἐργαστήρια τῶν Ἑλλήνων ἁγιορειτῶν, ὅπως αὐτό τῶν Ἰωασαφαίων, ὑπερεῖχαν καλλιτεχνικά ἀπό τά ἀντίστοιχα τῶν Ρώσων, γι᾿ αὐτό καί οἱ Ρώσοι μοναχοί πού προωθοῦσαν τά ἔργα αὐτά στή Ρωσία ἤ στούς Ρώσους προσκυνητές προτιμοῦσαν νά μήν ἀναγράφονται τά ὀνόματα τῶν Ἑλλήνων μοναχῶν στίς εἰκόνες πού ἱστοροῦσαν, προκειμένου νά φαίνεται ὅτι αὐτές προέρχονταν ἀπό τά ρωσικά ἀθωνικά ἐργαστήρια. 
    Δέν θά πρέπει ὅμως νά ἀποδώσουμε τήν πλήρη εὐθύνη γιά τήν εἰσαγωγή τῆς φυσιοκρατικῆς ρωσοναζαρηνῆς τεχνοτροπίας στόν Ἄθωνα στούς Ἰωασαφαίους, καθώς – σύμφωνα μέ τόν Κ. Καλοκύρη – «ἐγένοντο οἱ ἐργάται μιᾶς τέχνης, ἡ ὁποία ἤδη πρό αὐτῶν ἦτο οἰκεία εἰς τόν Ἄθω». Ὁ Ο Καλοκύρης ἀναφέρεται στό γεγονός ὃτι ἡ ἀπόκλιση ἀπό παραδεδομένα στοιχεῖα τῆς βυζαντινῆς ζωγραφικῆς δέν ἐθεωρεῖτο πάντοτε κακό ἤ ἐπιβλαβές πρός τήν ὀρθόδοξη παράδοση.
    Ἡ πρώτη ἀντίδραση στή σταδιακή ἐγκατάλειψη τῆς παραδοσιακῆς τεχνικῆς ἀλλά καί τεχνοτροπίας ἱστορήσεως τῶν εἰκόνων καί στήν υἱοθέτηση τῆς δυτικότροπης ζωγραφικῆς τῆς Ρωσοναζαρηνῆς σχολῆς ἀπό τά Ἁγιορειτικά εἰκονογραφικά ἐργαστήρια σημειώθηκε στό ἴδιο τό Ἅγιον Ὄρος. Σέ μία ἐπιστολή τοῦ ἔτους 1897 στήν Ἐκκλησιαστική Ἀλήθεια, τό περιοδικό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὁ «Ἁγιορείτης Μοναχός» πού τηρεῖ τήν ἀνωνυμία του, ἐπισημαίνει τήν παρακμή τῆς ἁγιορειτικῆς εἰκαστικῆς παραγωγῆς καί καταλογίζει εὐθύνες στό ρωσικό ἐμπόριο. Τονίζει ἀπό τή μιά τήν προτεραιότητα πού πρέπει νά ἔχει ἡ διδακτική λειτουργία τῆς εἰκόνας, σέ σχέση μέ τήν καλλιτεχνική της διάσταση, καί ἀπό τήν ἄλλη θεωρεῖ ὡς πρότυπα μερικά ἔργα τῆς βυζαντινῆς ζωγραφικῆς μέ τήν προϋπόθεση ὅμως οἱ ἁγιογράφοι νά μήν περιορίζονται «εἰς μηχανικήν καί ξηράν ἀπομίμησιν», ἀλλά, μέσα στό πνεῦμα τῆς βυζαντινῆς τέχνης, νά δημιουργήσουν μέ ἐλευθερία τήν «ἡμετέραν ἁγιογραφίαν».
      Στά 1922, ἡ συνάντηση τοῦ Φώτη Κόντογλου, ὅταν βρέθηκε στά Καυσοκαλύβια – τόν χῶρο τῆς καρδιᾶς του, σύμφωνα μέ τόν ἴδιο – τόσο μέ τήν βυζαντινή καί πρώιμη μεταβυζαντινή τέχνη τοῦ Ἄθω ὅσο καί μέ τούς διάσημους ζωγράφους Ἰωασαφαίους – φορεῖς τῆς νέας καί ἀλλοτριωμένης ἀπό δυτικές καί ρωσικές ἐπιδράσεις ἐργοχειρικῆς καί βιοτεχνικῆς τέχνης – θά ἀποβεῖ καταλυτική. Ἀντιγράφοντας στό λεύκωμά του  Ἡ τέχνη τοῦ Ἄθω (Ἀθῆναι 1923) τήν τοιχογραφία τῆς Ἀποκαθηλώσεως ἀπό τό Κυριακό τῆς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων (γ΄ τέταρτο 18ου αἰ.), ἔργο τοῦ ἁγιορειτικοῦ ἐργαστηρίου τοῦ ἱερομονάχου Παρθενίου τοῦ ἐξ Ἀγράφων, ἔδειχνε μέ ἀσφάλεια σ᾿ ὅλους μας τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς στήν παράδοση.

Εἰσήγηση τοῦ π. Παταπίου Καυσοκαλυβίτου, στήν Στρογγυλή Τράπεζα: ΝΑΖΑΡΗΝΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ, στά πλαίσια τοῦ Ζ΄ Διεθνοῦς Συνεδρίου: ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ, Θεσσαλονίκη, Μουσεῖο Βυζαντινοῦ Πολιτισμοῦ, 24 Νοεμβρίου 2012 .

Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2012

ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΣΛΑΒΟΥΣ







Τό Ἅγιον Ὄρος ἀνάμεσα στό Βυζάντιο καί τούς Σλάβους.

Ἰωάννου Ταρνανίδη, ὁμότιμου καθηγητοῦ ΑΠΘ







Είναι γνωστό ότι η συμπεριφορά της Βυζαντινής Εκκλησίας, του Οικουμενικού Θρόνου, απέναντι στις διαμορφούμενες νέες σλαβικές εκκλησιαστικές κοινότητες δεν ήταν ανεξάρτητη από τη γενικότερη πολιτική της Αυτοκρατορίας απέναντι στους ξένους λαούς που την περιέβαλλαν.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ασκούσε πολιτική πλήρως εναρμονισμένη προς τις αντιλήψεις της βυζαντινής Πολιτείας, στο ποσοστό που δεν τις επηρέαζε και δεν τις υπαγόρευε.
Η άποψη, ότι «τά εκκλησιαστικά ταΐς πολιτικαϊς έπικρατείαις καί διοικήσεσι συμμεταβάλλεσθαι εϊωθεν», την οποία διατύπωσε ο πατριάρχης Φώτιος, απευθυνόμενος προς τον πάπα Νικόλαο Α', δεν ήταν τυχαία.
Υπήρξε μια λιτή και περιεκτική αποτύπωση των εκκλησιαστικοπολιτικών αντιλήψεων του βυζαντινού γίγνεσθαι και ένας μόνιμος και αταλάντευτος γνώμονας στην περαιτέρω πορεία και συνύπαρξη των κορυφαίων θεσμών της χώρας, της Εκκλησίας και της Πολιτείας.
Και δεν ήταν μόνον η εξωτερική και διοικητική αντιμετώπιση των νέων Εκκλησιών εκ μέρους του Οικουμενικού Θρόνου προέκταση της βυζαντινής πολιτικής.
Από την ίδια πολιτική έπαιρνε κατευθύνσεις και η ευρύτερη πνευματική, κοινωνική και πολιτιστική επικοινωνία των Βυζαντινών με τον κόσμο των Σλάβων.
Το αναμφισβήτητο τούτο γεγονός δεν φαίνεται να έχει χρησιμοποιηθεί επαρκώς, όσο προσφέρεται, στην προσπάθεια της επιστήμης να αποσαφηνίσει τους όρους και τα πραγματικά δεδομένα γύρω από τη βυζαντινοσλαβική συμβίωση στο βαλκανικό χώρο.
Δεν ερευνήθηκε εξαντλητικά η πολιτική συμπεριφορά του Βυζαντίου έναντι των Σλάβων με βάση την περισσότερο γνωστή και την ασφαλέστερα προσπελάσιμη συμπεριφορά του Οικουμενικού Θρόνου έναντι των επί μέρους Εκκλησιών τους.
Μια παρόμοια ερευνητική πορεία θα οδηγούσε, αντίστροφα και με τις απαιτούμενες συγκριτικές δεσμεύσεις, στην πληρέστερη διαλεύκανση πολλών πτυχών της βυζαντινής διπλωματίας, που μέχρι και σήμερα εξακολουθούν να αποτελούν αντικείμενο συζήτησης ανάμεσα στους ερευνητές και πολλές φορές τροφή για αυθαίρετες και ενίοτε καθ’ υπαγόρεύση ερμηνείες.
Επειδή δε το Άγιο Όρος υπήρξε όχι μόνο προέκταση της εκκλησιαστικής ζωής των Βυζαντινών, αλλά ταυτόχρονα και μια επαρχία που τελούσε κάτω από την άμεση επιμέλεια, επιρροή και εξάρτηση της αυτοκρατορικής εξουσίας —χωρίς τούτο να παρεμπόδιζε την προσέλευση, εγκατάσταση και αυτοδύναμη παρουσία Σλάβων μοναχών σ’ αυτό—, πιστεύουμε πως αποτελεί μια ιδανική περίπτωση αποτύπωσης της εκκλησιαστικοπολιτικής συμπεριφοράς των Βυζαντινών απέναντι στο συγκεκριμένο ξένο στοιχείο, που και αυτό δεν ήταν ποτέ και στο έπακρο απαλλαγμένο από τις εκκλησιαστικοπολιτικές επιρροές, που του υπαγόρευε η ιδιαίτερη καταγωγή του.
Για την ορθότητα των όσων είπαμε πιο πάνω ως προς τη θέση του Αγίου Όρους στη βυζαντινή κοινωνία, αξίζει να θυμίσουμε πως τόσο η συγκρότηση της αγιορείτικης μοναστικής κοινότητας, όσο και η μετά ταύτα συντήρηση των μονών και των μοναχών, η προσέλευσή τους στον Άθω, οι νόμοι και οι κανόνες που ρύθμιζαν τη ζωή και τη μεταξύ τους συμπεριφορά, τελούσαν κάτω από την υψηλή φροντίδα και τον έλεγχο του αυτοκράτορα.
Δεν ήταν μόνο που οι αυτοκράτορες χρηματοδοτούσαν, ενίσχυαν με διάφορες δωρεές, αφιερώματα ή και με έμψυχο υλικό, στο οποίο όχι λίγες φορές συμπεριλαμβάνονταν και οι ίδιοι ή μέλη της οικογενείας τους, αλλά και το ξένο στοιχείο φαίνεται πως οι ίδιες βυζαντινές αρχές ενθάρρυναν στο να προσέρχεται και να πλαισιώνει τον ελληνικό μοναστικό πληθυσμό του Όρους.
Ύστερα από τα παραπάνω εισαγωγικά, είναι φανερό γιατί το θέμα «το Άγιο Όρος ανάμεσα στο Βυζάντιο και στους Σλάβους», παρά την πολλαπλή σχετική έρευνα και την ανάλογη βιβλιογραφία, εξακολουθεί να είναι ανοιχτό και να προσφέρεται σε περαιτέρω επιστημονική προσέγγιση.
Στόχος της παρούσης μελέτης μας είναι να ξαναδούμε, με πρίσμα τη δεδομένη και σε πολύ μεγάλο βαθμό γνωστή συμπεριφορά των Αγιορειτών μοναχών και των ιδρυμάτων τους απέναντι στους ξένους συμπολίτες της αγιώνυμης Πολιτείας, τη βυζαντινή πολιτική έναντι των Σλάβων που ζούσαν μέσα και έξω από αυτήν.
Και κατ’ επέκταση, να ξαναδούμε, μέσα από το πρίσμα της αγιορείτικης συμπεριφοράς, κατά πόσο οι Βυζαντινοί άσκησαν εξελληνιστική πολιτική και κατά πόσο, όπως από πολλές μεριές λέγεται, προσπάθησαν να αφομοιώσουν εθνικά τους πέριξ σλαβικούς πληθυσμούς.
Όπως είναι γνωστό, αφορμή για παρόμοιες ερμηνείες στη συμπεριφορά των Βυζαντινών είχε δώσει στο παρελθόν και το χωρίο από τα Τακτικά του αυτοκράτορα Λέοντα Σοφού, όπου αναφέρεται ότι ο αυτοκράτορας Βασίλειος A' «ταύτα (τα σλαβικά έθνη)... των αρχαίων εθών επεισε μεταστήναι καί γραικώσας, καί άρχουσι κατά τόν Ρωμαϊκόν τύπον ύποτάξας, καί βαπτίσματι τιμήσας, τής τε δουλείας ήλευθέρωσε των εαυτών αρχόντων, καί στρατεύεσθαι κατά των Ρωμαίοις πολεμούντων εθνών έξεπαί- δευσεν...».
Ταυτίζοντας απόλυτα τη σημασία του ρήματος «γραικόω» με εκείνη του «εξελληνίζω», μια μερίδα από τους επιφανέστερους ιστορικούς μας έκαναν λόγο για εξελληνισμό των σλαβικών φυλών που εγκαταστάθηκαν σε βυζαντινά εδάφη.
Εάν υπήρξε κάποια ασυμφωνία μεταξύ τους, αυτή αφορούσε την περιοχή ή τις περιοχές όπου, κατά τη γνώμη τους, έγινε ο εξελληνισμός.
Το πρόβλημα που απασχολούσε τους παραπάνω αναλυτές ήταν, αν ο εν λόγω Βυζαντινός συγγραφέας αναφερόταν στους Σλάβους που εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο, κοντά στη Θεσσαλονίκη, στο Συμόνα ή πέρα από το Δούναβη.
Απορρίπτοντας, αντίθετα, κάθε εκδοχή άσκησης εξελληνιστικής πολιτικής έναντι του ξένου στοιχείου εκ μέρους του Βυζαντίου, η άλλη πλευρά επιχειρεί μια πιο βολική ερμηνεία του ρήματος γραικόω.
Όπως επισημαίνει στην επί τούτου μελέτη του ο Γ. Κόλλιας, «τό ρήμα (γραικόω = γρεκόω, γρεκώνω) ούδεμίαν σχέσιν εχει πρός τό Γραικός (= Έλλην), οϋτε σημαίνει εξελληνίζω.
Άλλως τε οί Βυζαντινοί ουδεμίαν ουδέποτε ήσκησαν έξελληνιστικήν πολιτικήν.
Τό ρήμα, τό όποιον είναι άθησαύριστον, σημαίνει άγελάζω, συνεγελάζω, συγκεντρώνω, αθροίζω, υποτάσσω».
Με την παραπάνω λογική ερμηνεία, την οποία ο συγγραφέας της εν λόγω μελέτης αντλεί από το λατινικό grego, που σημαίνει αγελάζω, είναι πράγματι σύμφωνη και η ευρύτερη πολιτική του Βυζαντίου.
Ενώ, δηλαδή, σε κάθε σχεδόν περίπτωση εκχριστιανισμού έχουμε αναφορά και σε υποταγή του συγκεκριμένου λαού στο Βυζαντινό βασιλιά, σε καμία περίπτωση ο εκχριστιανισμός δεν σημαίνει στέρηση της εθνικής ιδιαιτερότητας, της γλώσσας και της ιδιαίτερης εθνικής συνείδησης.
Όπως φαίνεται, λοιπόν, ο εκχριστιανισμός των ειδωλολατρικών και βάρβαρων λαών αποτελούσε την αιχμή του δόρατος στην εξωτερική πολιτική του Βυζαντίου.
Με την αποδοχή της κοινής χριστιανικής πίστης και την είσοδό τους στη πολιτιστική ατμόσφαιρα του Βυζαντίου, οι λαοί αυτοί αποκτούσαν πραγματικά το δικαίωμα της ιδιαίτερης ύπαρξης.
Ο εκχριστιανισμός επομένως σήμαινε και τον εκπολιτισμό τους κατά τα βυζαντινά πρότυπα και σύμφωνα με τις βυζαντινές αντιλήψεις. Θάλεγε κανείς ότι συντελούνταν ένας «εκβυζαντινισμός», σε καμία όμως περίπτωση «εξελληνισμός» και μάλιστα βίαιος και καταναγκαστικός.
Ένα από τα βασικότερα εχέγγυα της ανοχής των Βυζαντινών έναντι του σλαβικού στοιχείου ήταν η επινόηση ιδιαίτερης γραφής και η ελεύθερη απόδοση των ιερών κειμένων στη σλαβική γλώσσα.
Τι είδους εξελληνισμό του σλαβικού στοιχείου θα έκανε η Κωνσταντινούπολη, όταν αναγνώριζε και καθιστούσε επίσημη τη γλώσσα του, μεταφράζοντας σ’ αυτήν ό,τι υψηλότερο, επισημότερο και ιερότερο διέθετε στο χώρο των ιδεών, του πνεύματος και του πολιτισμού;
Είναι, λοιπόν, πολύ ενδιαφέρον, στο σημείο αυτό να τονίσουμε ότι το Άγιο Όρος εξελίχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα και παραγωγικότερα πνευματικά κέντρα, όπου η βυζαντινή θρησκευτική και πολιτική ιδεολογία υφίστατο ελεύθερα τη σλαβική της μεταμόρφωση, ακριβέστερα τη γλωσσική της μεταποίηση και γινόταν κτήμα του σλαβικού κόσμου.
Τα σλαβικά εργαστήρια, που δούλευαν νύχτα και μέρα γιαυτό το σκοπό, ασφαλώς και δεν εργάζονταν κρυφά ή παράνομα είχαν τη συγκατάθεση των βυζαντινών αρχών και τη βοήθεια των Ελλήνων μοναχών.
Αυτό, κατά συνέπεια, που συντελούνταν στο Άγιο Όρος, από τη σκοπιά της πνευματικής επικοινωνίας των Βυζαντινών με τους Σλάβους, δεν ήταν εξελληνισμός.
Το αντίθετο ήταν βήματα πνευματικής χειραφέτησης.
Το γεγονός αυτό μπορεί να εκτιμηθεί καλύτερα και να φανεί η σπουδαιότητά του, εάν ληφθεί υπόψη
α) ότι ο κυριότερος, πολυπληθέστερος και κυρίαρχος πληθυσμός της Αθωνικής Πολιτείας στα βυζαντινά χρόνια είναι ο ελληνικός, και
β) ότι ο αυτοκράτορας και επομένως η βυζαντινή εξουσία, με τις ευρύτερες πολιτικές της τάσεις και επιδιώξεις, είναι πάντα παρούσα και στο πολιτικό και θρησκευτικό γίγνεσθαι του χώρου αυτού.
Οι επισημάνσεις μας, βέβαια, αυτές δεν θα πρέπει να εκληφθούν ως επιχειρήματα κατά της πνευματικής ανεξαρτησίας και της ιδιαιτερότητας του Αγίου Όρους. Γεγονός αναμφισβήτητο είναι, ότι το Άγιο Όρος αποτέλεσε όχι μόνο μια ξεχωριστή και μοναδική πνευματική ιδιαιτερότητα στα πλαίσια της βυζαντινής επικρατείας και μάλιστα και αυτής της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης, αλλά και στον πολιτικό και πολιτισμικό τομέα υπήρξε και παρέμεινε ένα αδιάσπαστο κομμάτι της βυζαντινής κοινωνίας.
Με αυτή δε την ιδιαίτερη μορφή, παρουσία και υπόστασή του χρησίμευε σαν κρίκος σύνδεσης και επικοινωνίας της Αυτοκρατορίας με το σλαβικό κόσμο.
Για τον ίδιο όμως λόγο, και η ελεύθερη διακίνηση των Σλάβων μοναχών από και προς τα μοναστήρια της περιοχής και ακόμα και σε περιόδους έντασης στις σχέσεις του Βυζαντίου με τις χώρες τους, δεν θα πρέπει να ερμηνευτεί και ως διαφοροποίηση των Ελλήνων μοναχών σε σχέση με τη γενικότερη συμπεριφορά και την πολιτική του Αυτοκράτορα.
Το αυτό θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε και προς την πλευρά των Σλάβων μοναχών του Αγίου Όρους η συμπεριφορά τους έναντι των Ελλήνων, σε γενικές γραμμές, δεν αφίστατο εκείνης της επίσημης πολιτικής των χωρών τους.
Το αν δεν εκδηλωνόταν φανερά και δυναμικά, τούτο οφειλόταν στις ευρύτερες συνθήκες που επικρατούσαν στο επίπεδο των διμερών σχέσεων.
Σαν ένα μικρό παράδειγμα, σχετικό με τον απόηχο του ευρύτερου βυζαντινοσλαβικού ανταγωνισμού στο χώρο του Αγίου Όρους, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε την περίπτωση της εκεί κυριαρχίας του τσάρου Δουσάν, της επιβολής των Σερβοπρώτων και των άλλων μεταβολών που επέφερε, χωρίς φυσικά να αντιμετωπίσει την έντονη αντίδραση των Σέρβων μοναχών.
Θα μπορούσε να αναφέρει κανείς και άλλα παραδείγματα, όπως την περίπτωση της ρωσικής εξάπλωσης στο Όρος, που, καίτοι μεταγενέστερη, δεν έπαυε να αποτελεί εξωτερίκευση μιας πάντα υπαρκτής τάσης.
Εξάλλου και η ίδρυση ιδιαίτερων σλαβικών μοναστηριών, εκτός από προϊόν αναγκαστικής διεξόδου για την αντιμετώπιση της υπαρκτής δυσχέρειας της γλωσσικής επικοινωνίας και συμπροσευχής με τους Έλληνες αδερφούς τους, θα πρέπει να προήλθε και από κάποιες παρόμοιες τάσεις και επιθυμίες διατήρησης της ιδιαίτερης σλαβικής τους φυσιογνωμίας.


Στο σημείο αυτό, μη διαθέτοντας άμεσες μαρτυρίες για το σκεπτικό και την πορεία της παλαιότερης συγκέντρωσης των Σλάβων μοναχών σε ιδιαίτερα μοναστήρια, θα επικαλεσθούμε μαρτυρίες από το Βίο του αγίου Σάββα των Σέρβων, ο οποίος, ως γνωστό, μόνασε στο Άγιο Όρος, πρώτα ως μοναχός στο ρωσικό μοναστήρι, μετά στη μονή Βατοπεδίου και στη συνέχεια ίδρυσε τη σέρβική μονή του Χιλανδαρίου.
Αυτά συμβαίνουν στα τέλη του 12ου αιώνα.
Είναι ενδιαφέρουσες εν προκειμένω τόσο οι σύγχρονες αναφορές στην ανάγκη ίδρυσης ιδιαίτερης σερβικής μονής, όσο και οι άμεσες αντιδράσεις των Ελλήνων μοναχών.
Στην αρχή, οι δύο Σέρβοι μοναχοί, Συμεών και Σάββας, εμφανίζονται εντελώς απροβλημάτιστοι για μια τέτοια κίνηση.
Κάποιος γέροντας, υπό μορφή Αγγέλου, τους παροτρύνει να ιδρύσουν «σερβικό μοναστήρι», «για να βρουν καταφύγιο εκείνοι από σας», όπως λέει ο βιογράφος τους, «που αγαπούν το Θεό και φεύγουν και από τη ζωή του κόσμου».
Όταν όμως οι Σέρβοι μοναχοί, πατέρας και γιος, πρώην ηγεμόνας και πρίγκιπας, ανακοινώνουν την πρόθεσή τους στον ηγούμενο της μονής Βατοπεδίου, εκείνος συμβουλεύεται πολλούς άλλους μοναχούς (σίγουρα τους Έλληνες που έχει γύρω του) και απαντά ότι η σκέψη αυτή είναι αντίθετη με το θέλημα Θεού.
Στη συνέχεια, βέβαια, ο βιογράφος προβάλλει τη δικαιολογία ότι ο ηγούμενος συμπεριφέρθηκε έτσι, γιατί σκέφτηκε πόσες ευεργεσίες και καλά απολάμβανε από την παρουσία Σέρβων αρχόντων στη μονή του.
Αγαθά που θα έχανε, αν αυτοί αποχωρούσαν.
Πίσω όμως από αυτές τις δικαιολογίες δεν μπορεί να μην κρύβεται και κάποια αντίδραση του ελληνικού στοιχείου απέναντι στην ίδρυση κι άλλου σλαβικού μοναστηριού στον ιερό αυτό χώρο, που ανήκε στη βυζαντινή επικράτεια.
Την τελική λύση τη δίνει ο Πρώτος του Αγίου Όρους και φυσικά ο αυτοκράτορας Αλέξιος Γ' με το χρυσόβουλό του, που εξέδωκε στα 1198, με το οποίο ίδρυσε τη σέρβική μονή Χιλανδαρίου.


Όλο αυτό το σκηνικό, πάντως, μας επιτρέπει να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα, ότι στο Άγιο Όρος απεικονιζόταν σε σμικρογραφία και σε γενικές γραμμές ό,τι συνέβαινε και στον έξω από αυτόν βυζαντινό χώρο.
Δεν θα μπορούσε, δηλαδή, να φανταστεί κανείς ότι στα πέριξ του Αγίου Όρους ασκούνταν πίεση και εξελληνιστική πολιτική, με στόχο την αφομοίωση του σλαβικού στοιχείου, ενώ λίγα μέτρα πιο μέσα στο εσωτερικό του Αγίου Όρους και με συνεργία του αυτοκράτορα καταβάλλονταν προσπάθειες να μεταφραστούν στα σλαβικά τα μοναστικά τυπικά και τα ιερά βιβλία και ιδρύονταν ιδιαίτερες και ελεύθερες σλαβικές μονές.
Γιατί, εδώ θα πρέπει να προσθέσουμε, πως δεν ήταν τυχαίο και το γεγονός ότι η μονή Χιλανδαρίου κατέστη αμέσως σταυροπηγιακή, μη υποκείμενη σε καμιά άλλη μονή ή μοναστική αρχή, παρά μόνο και απευθείας στον αυτοκράτορα.
Φαίνεται δηλαδή από τα παραπάνω, πως η συμπεριφορά των Ελλήνων μοναχών έναντι των Σλάβων αδερφών τους στο Άγιο Όρος αποτελούσε την αποτύπωση της ευρύτερης βυζαντινής στρατηγικής και ιδιαίτερης πρακτικής της Αυτοκρατορίας στις σχέσεις της με το σλαβικό κόσμο.
Και αυτή η πολιτική δεν υπήρξε ποτέ εξελληνιστική υπήρξε όμως σταθερά, μόνιμα και δυναμικά εκβυζαντινιστική, υπό την έννοια της πολιτιστικής ενσωμάτωσής τους στη βυζαντινή πνευματική σφαίρα επιρροής.


Η διάθεση των Βυζαντινών και η επίσημη πολιτική τους απέναντι στο σλαβικό στοιχείο φάνηκε όχι μόνον από την οργάνωση της μεγάλης ιεραποστολής στη Μοραβία, που συνοδεύτηκε και από αναμφισβήτητες κινήσεις ανοχής και αποδοχής της ιδιαιτερότητας του σλαβικού λαού (σλαβική γραφή, σλαβική γλώσσα στη λατρεία κλπ.).
Δείγματα παρόμοιας συμπεριφοράς και μάλιστα σε πιο κοντινούς Σλάβους, που προφανώς είχαν εγκατασταθεί και κατοικούσαν γύρω από βυζαντινά αστικά κέντρα, όπως θα μπορούσε να είναι η Θεσσαλονίκη, έχουμε στα αρχαιότερα σλαβικά χειρόγραφα του 10ου και ίσως στα τέλη του 9ου αιώνα.
Τα μνημεία πάντως αυτά απηχούν μια πραγματικότητα, που ασφαλώς προηγήθηκε του έργου των Θεσσαλονικέων αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου.
Θα λέγαμε πως η πραγματικότητα αυτή χρησίμευε και χρησιμοποιήθηκε από τους δύο αδερφούς στο μεγάλο και κοπιώδες έργο τους, της μετάφρασης των ιερών βιβλίων στα σλαβικά.
Βρίσκεται δε αποτυπωμένη στα ίχνη της αρχικής, μεμονωμένης και αυθόρμητης προσπάθειας κάποιων Σλάβων να προσεγγίσουν, να κατανοήσουν και να διατυπώσουν στη δική τους γλώσσα τις χριστιανικές έννοιες.
Στο σημείο αυτό θα ήταν αρκετό να αναφέρουμε ένα μικρό παράδειγμα, που παρ’ όλη τη μοναδικότητά του δικαιούμαστε να το αξιολογήσουμε όχι απλώς ως πολύ σημαντικό, αλλά και ως αναμφισβήτητο απόηχο μιας ευρύτερης πρακτικής, που δυστυχώς τα ίχνη της, στο μεγαλύτερο μέρος τους, δεν μπόρεσαν να φτάσουν μέχρις εμάς.
Πρόκειται για το υπ’ αρ. 2 σλαβικό χειρόγραφο της νέας σειράς, που βρέθηκαν το έτος 1975 στο Σινά και δημοσιεύτηκαν το 1988.
Σ’ αυτό διασώζεται ένα τμήμα του αρχαιότερου σλαβικού Ψαλτηρίου και ίσως του αρχαιότερου σλαβικού γραπτού μνημείου.
Το ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο του είναι, ότι μετά τους ψαλμούς και τις Ωδές περιλαμβάνει και τη διάταξη του βυζαντινού Εσπερινού, όπου υπάρχει η εξής επικεφαλίδα-τίτλος:
Cin Esperinje sirjeC veCer'nii1, που σημαίνει: ακολουθία του Εσπερινού, τουτ' έστι veCer'nii.
Είναι δε ενδιαφέρον το σημείο αυτό, διότι διασώζει τον απόηχο μιας πρακτικής από την πρώιμη φάση της επικοινωνίας των Σλάβων με την ελληνική πραγματικότητα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Απευθύνεται ο συντάκτης της παραπάνω φράσης σαφώς προς Σλάβους, οι οποίοι είχαν γνωρίσει και είχαν αποδεχθεί τον ελληνικό όρο Εσπερινός και έτσι τον συνήθισαν πια.
Στη φράση όμως αυτή φαίνεται η προσπάθεια αποδεύμευσης από την ελληνική ορολογία και δημιουργίας καθαρά σλαβικής.
Ίσως ειδικά αυτή η διατύπωση να είναι έργο αυτού τούτου του Κυρίλλου ή του αδελφού του Μεθοδίου, που, ακουμπώντας στις μέχρι τότε παραστάσεις και τη σλαβική άμεση και πρακτική προσέγγιση στα θεία μυστήρια, προσπαθούν να χειραφετήσουν τον κόσμο αυτό, δίνοντάς του τη δική του γραφή και διατύπωση της ορολογίας της νέας θρησκείας.
Αυτή λοιπόν η κίνηση, που δεν είναι μεμονωμένη ούτε αυθαίρετη, αλλά γίνεται με την ευλογία του πατριάρχη και με εντολή του αυτοκράτορα, δεν μπορεί με κανένα τρόπο να ερμηνευτεί και να θεωρηθεί ως προσπάθεια εξελληνισμού του «περιεστώτος» —για να χρησιμοποιήσουμε τη λατρευτική έκφραση— σλαβικού λαού.
Αυτή όμως η πραγματικότητα, που καταγράφεται στο χώρο γύρω από την ευρύτερη περιοχή του Αγ. Όρους και ενδεχομένως πριν από τη συγκρότηση του αγιορείτικου κοινοβιακού μοναχισμού, επικρατεί στη συνέχεια και στο εσωτερικό της μοναστικής πολιτείας.
Bλέπουμε, δηλαδή, ότι, ενώ ο τελικός στόχος όλων των μοναχών του Αγίου Όρους είναι η δημιουργία μιας πνευματικής κοινωνίας, όπου η προέλευση ενός εκάστου και οι εθνικές τους διαφορές θα περιορίζονται σε δεύτερη μοίρα ή και θα εξαφανίζονται, δεν παρεμποδίζεται και ίδρυση ιδιαίτερων εθνικών μοναστικών κέντρων στον ίδιο χώρο.
Εκεί μέσα στο καθαρά αγιορείτικο πνεύμα, που είναι η ορθόδοξη άποψη της αφιέρωσης και της επικοινωνίας με το θείο και παράλληλα η βυζαντινή αποτύπωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, με όλο το μεγαλείο αλλά και τις αδυναμίες της, αναπτύσσονται ελεύθερα και τα παραπάνω σλαβικά κέντρα.
Τα σλαβικά μοναστικά κέντρα, που από τη χώρα προέλευσής τους κρατάνε τη γλώσσα, τις ροπές και τις εγγενείς τους ιδιαιτερότητες, ενώ σε όλα τα άλλα ταυτίζονται με το πνεύμα που έχουν δώσει ή κατά καιρούς δίνουν οι Έλληνες αδερφοί τους.
Βλέπουμε, συνεπώς, ότι στο Άγιο Όρος δεν ασκείται εξελληνιστική πολιτική, παρ’ όλο που εκεί οι συνθήκες επιτυχίας για κάτι τέτοιο θα ήσαν ιδανικές.
Βεβαίως, θα αντείπει κανείς, μια τέτοια πολιτική στον πνευματικό εκείνο χώρο θα αντιστρατευόταν προς το πνεύμα του χριστιανικού μοναχισμού.
Ένα τέτοιο όμως επιχείρημα, καίτοι κατά βάση σωστό, θα αδικούσε και θα αγνοούσε την υπόλοιπη βυζαντινή κοινωνία, που σε βασικές γραμμές και στις αρχές της δεν διέφερε από την αγιορείτικη ήταν και εκείνη μια κοινωνία όπου κυριαρχούσε η ορθόδοξη πίστη, η ανοχή και η φιλελεύθερη στάση προς τους ξένους.
Απλώς η κοινωνία του Αγ. Όρους ήταν προέκταση προς το τελειότερο αυτής της βυζαντινής πραγματικότητας.
Και από το άλλο μέρος, εάν υπήρχε τόσο μεγάλη διαφορά στη συμπεριφορά των Ελλήνων ή και της ελληνικής βυζαντινής εξουσίας μέσα και έξω από το ' Αγιο Όρος, τούτο θα μας το φανέρωναν τα διασωθέντα μνημεία και κυρίως τα γραπτά.
Όμως τα μνημεία αυτά, από την πρώιμη ακόμα εποχή του 10ου αιώνα, μαρτυρούν για μια κοινή στάση σε όλη τη βυζαντινή επικράτεια απέναντι στους Σλάβους.
Το χαρακτηριστικό δε είναι, ότι για τα περισσότερα από αυτά τα σλαβικά μνημεία δυσκολευόμαστε να προσδιορίσουμε τον τόπο προέλευσής τους αν δηλαδή προέρχονται από κάποιο πνευματικό κέντρο του ελληνικού ή του σλαβικού χώρου αν προέρχονται από την Πρεσλάβα, από την Αχρίδα, από το Άγιο Όρος ή από τους Άγιους Τόπους και το Σινά, που ήσαν τμήματα της βυζαντινής επικράτειας.
Υπάρχουν λοιπόν κάποια δείγματα παρουσίας των Σλάβων στο Άγιο Όρος από το 10ο ή έστω από τον 11ο κιόλας αιώνα.
Και αυτά αποτελούν μαρτυρίες ιδιαίτερης —ίσως αυτόνομης— πνευματικής τους παρουσίας στο βυζαντινό αυτό χώρο.
Είναι π.χ. τα δύο Ευαγγέλια, Zografskoe και Mariiskoe, που είναι γραμμένα με τη γραφή που είχε επινοήσει για τους Σλάβους ο Κύριλλος, και βρέθηκαν το μεν πρώτο στη μονή Ζωγράφου, το δε άλλο στη Σκήτη της Μαρίας Θεοτόκου, δηλαδή αμφότερα στο Άγιο Όρος.
Δεν θα μπορούσαμε, επομένως, να αποκλείσουμε ότι κάποιοι από εκείνους τους Σλάβους που δειλά δειλά προσέρχονταν —μεμονωμένα έστω— στη χριστιανική πίστη, θέλχθηκαν στα πρώτα κιόλας χριστιανικά τους βήματά από το κάλλος της μοναστικής ζωής.
Θα ήταν λάθος να φανταστούμε πως Σλάβοι μοναχοί άρχισαν να εμφανίζονται μόνον αφού οι ηγεμόνες τους δέχτηκαν το χριστιανισμό ή αφού πρώτα συγκροτήθηκαν οι σλαβικές Εκκλησίες. Και αυτό δείχνει ότι και οι μεμονωμένοι ακόμα εκπρόσωποι του σλαβικού στοιχείου είχαν τη δυνατότητα να συμπεριφέρονται ελεύθερα και να αφήνουν τα ίχνη της ιδιαιτερότητάς τους στους χώρους —στις βυζαντινές περιοχές— όπου έζησαν.
Τούτο, βέβαια, δεν σημαίνει πως στα συγκεκριμένα μοναστήρια και κατά τη συγκεκριμένη εποχή του 10ου ή 11ου αιώνα υπήρχαν αναμφίβολα συγκεντρωμένοι μοναχοί, που χρησιμοποιούσαν αυτά ακριβώς τα βιβλία που έφτασαν μέχρις εμάς.
Γιατί, τα συγκεκριμένα αυτά χειρόγραφα ασφαλώς και μπορεί να κατέληξαν στις εν λόγω μονές πολύ αργότερα. Όπως ενδέχεται κάποια άλλα να είχαν χρησιμοποιηθεί εκεί, που στη συνέχεια να καταστράφηκαν ή να μεταφέρθηκαν κάπου αλλού.
Για την ώρα λοιπόν —και δεν ξέρουμε αν αυτή η εικόνα αλλάξει καμιά φορά, με την ανακάλυψη κάποιων νέων δεδομένων— δεν μπορούμε να πούμε τίποτα με σιγουριά όσο αυθαίρετο είναι το να ισχυριστούμε πως τα συγκεκριμένα χειρόγραφα αποτελούν απόδειξη της σλαβικής παρουσίας στο συγκεκριμένο τόπο και χρόνο στο Άγιο Όρος, άλλο τόσο αυθαίρετο είναι και το να αποκλείσουμε μια τέτοια εκδοχή.
Η παρουσία, εν τούτοις, Σλάβων μοναχών στο Άγιο Όρος ανάμεσα σε Έλληνες, και η ευχέρειά τους να χρησιμοποιούν τα ιδιαιτέρά σλαβικά τους βιβλία, δίπλα στα ελληνικά και η δυνατότητα και ελευθερία που είχαν να συγκεντρώνονται «επί τό αυτό» και να συμπροσεύχονται, κρατώντας στα χέρια τους τα συγκεκριμένα ή κάποια άλλα σλαβικά βιβλία, αποτελεί μια αναμφισβήτητη πραγματικότητα.
Και αυτή η αγιορείτικη πραγματικότητα θα πρέπει να εκτιμηθεί ως μια εν σμικρογραφία ανάγλυφη εικόνα της γενικότερης βυζαντινής κοινωνίας, από τις αντιλήψεις της οποίας επηρεαζόταν και η συμπεριφορά της διοίκησης και των πολιτών της απέναντι στους σλαβικούς και ομόδοξους πια πληθυσμούς, που περιστοίχιζαν τη χώρα ή και μεμονωμένα εισέρχονταν σ’ αυτήν.

πηγή: ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΕΣ ΜΝΗΜΕΣ