Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πάτρια Αγίου Ορους. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πάτρια Αγίου Ορους. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΣΤΗΝ ΑΘΩΝΙΑΔΑ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ ΝΕΑΣΚΗΤΙΩΤΟΥ



Πατάπιος μοναχός Καυσοκαλυβίτης

Ἀπό τά «Πάτρια» στήν «Ἀθωνιάδα» τοῦ μοναχοῦ Ἰακώβου Νεασκητιώτου (19ος αἰ.). Ἡ καταγραφή τῆς ἀθωνικῆς ἱστορίας ἀπό τούς Ἁγιορεῖτες λογίους.

         Γιά τό Ἁγιώνυμο Ὄρος τοῦ Ἄθω, ἤδη ἀπό τόν 15ο αἰώνα, ὑπάρχουν σημαντικές ἀναφορές σέ πτυχές τῆς ἱστορίας του, μέσα ἀπό τίς καταγραφές τῶν ἐντυπώσεων πολλῶν ἀπό τούς ἕλληνες καί ξένους περιηγητές καί λογίους, πού ἐπισκέφθηκαν τήν ἀνατολικότερη ἀπό τίς χερσονήσους τῆς Χαλκιδικῆς, ἕναν ἀπό τούς ἐλάχιστους ἱστορικούς χώρους τοῦ κόσμου, πού ἀντιστέκονται στίς ποικίλες μεταβολές τίς ὁποῖες ἐπιφέρει ὁ πανδαμάτωρ χρόνος.
     Στό ἴδιο τώρα τό Ἅγιον Ὄρος, ἀπό πολύ νωρίς, δημιουργήθηκε ἡ ἀνάγκη διατηρήσεως τῆς συλλογικῆς ἱστορικῆς μνήμης τῆς μοναστικῆς κοινότητας. Ἔτσι, ἀρχικά σέ προφορική καί ἀργότερα σέ γραπτή μορφή, ἄρχισε νά καταγράφεται ἡ ἄποψη, τήν ὁποία οἱ ἴδιοι οἱ Ἁγιορεῖτες πατέρες διαμόρφωσαν σταδιακά γύρω ἀπό τό παρελθόν τοῦ τόπου τους, τήν ὀνομασία καί τίς ἀπαρχές τῆς ἱδρύσεως τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὡς μοναστικοῦ κέντρου ἀλλά καί τῶν ἐπιμέρους ἱερῶν μονῶν. Ἤδη ἀπό τόν 16ο αἰώνα, κυκλοφοροῦν συλλογές Διηγήσεων, οἱ ὁποῖες καταγράφουν τίς μέχρι τότε προφορικές πατριογραφικές παραδόσεις τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπως τό ἔργο πού μέ παραλλαγές καταγράφεται ὑπό τούς τίτλους: «Ἀνάμνησις μερική περί τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἄθω ἐκ παλαιῶν ἱστοριῶν»,  «Τόμος καί τύπος τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί τοῦ Πρωτάτου» καί «Πάτρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους». Πρόκειται γιά συναγωγή κειμένων καί συμπιλήματα διηγήσεων καί ἄλλων ἱστορικῶν πληροφοριῶν σχετικά μέ τό Ἅγιον Ὄρος καί τά ἱερά καθιδρύματά του, τήν ἱστορία καί τίς παραδόσεις τοῦ ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ. Σέ ὁρισμένα ἀπό αὐτά ἐμπεριέχονται ἔγγραφα περί ἀθωνικῶν μονῶν γνήσια ἤ ἀκόμη καί νόθα, ἐνῶ πλούσια εἶναι ἡ ἀναφορά σέ θαύματα πού ἀποδίδονται στίς ἐφέστιες ἱερές εἰκόνες, οἱ ὁποῖες φυλάσσονται στά ἀθωνικά καθιδρύματα. Ἐδῶ ἡ τάση νά ἀποδοθοῦν οἱ ἀπαρχές τῶν περισσότερων ἀπό τίς μονές σέ ὅσο τό δυνατόν ἀρχαιότερο χρόνο, καί ἡ προσπάθεια περισσότερο «ἔνδοξης» ἑρμηνείας τῶν ὀνομάτων τους, εἶναι περισσότερο ἀπό ἐμφανής.
    Ἀπό τά μέσα, κυρίως, τοῦ 18ου αἰώνα, ὄψεις τῆς ἀθωνικῆς ἱστορίας παρέχονται καί ἀπό Ἁγιορεῖτες συγγραφεῖς κειμένων, στά ὁποῖα ἀποτυπώνονται Βίοι Ἁγιορειτῶν Ἁγίων καθώς καί ἁγιολογικές καί λειτουργικές ἀθωνικές παραδόσεις. Ἡ ἀνάπτυξη τοῦ ἰδιαιτέρως ἐνδιαφέροντος αὐτοῦ θέματος θά μποροῦσε ἀπό μόνη της νά ἀποτελέσει τό θέμα ἑνός προσεχοῦς συνεδρίου, ὡστόσο ὀφείλουμε τουλάχιστον νά ὑπογραμμίσουμε τήν σημαντική συμβολή τῶν ἁγιολογικῶν αὐτῶν κειμένων στή μελέτη τῆς ἀθωνικῆς ἱστορίας, ἀναφέροντας ἀκροθιγῶς ἕνα παράδειγμα. Πρόκειται γιά τήν περίπτωση τοῦ ἀρχαγγελικοῦ ὕμνου Ἄξιόν Ἐστιν καί τό ὁμώνυμο θαῦμα στό λάκκο τοῦ Ἄδειν στίς Καρυές. Στό Βίο τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη (14ος αἰ.), ἀναφέρεται σαφῶς καί ἀπό τούς δύο βυζαντινούς βιογράφους του, ἅγιο Θεοφάνη Περιθεωρίου καί ὅσιο Μακάριο Μακρῆ, ὅτι κατά τήν ἐμφάνιση τῆς Θεοτόκου στόν ὅσιο Μάξιμο στήν κορυφή τοῦ Ἄθωνα, ὁ ὅσιος ἔψαλε τόν ἀρχαγγελικό ὕμνο «τό τε ‘’ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς μακαρίζειν σε τήν Θεοτόκον‘’, προσάδων μάλ᾿ ἐνθεαστικῶς». Εἶναι μάλιστα ἐνδιαφέρον ὅτι ὁ Θεοφάνης ὑπογραμμίζει πώς τόν ὕμνο ἔψαλε πρῶτος ὁ ὅσιος Μάξιμος. Τό στοιχεῖο αὐτό ἐπιβεβαιώνει τήν ἄποψη ὅτι ἡ διήγηση περί τοῦ Ἄξιόν Ἐστίν κυκλοφορεῖ, τουλάχιστον προφορικά, στό Ἅγιον Ὄρος ἀπό τόν 14ο αἰ., πολύ πρίν δηλ. ὁ Πρῶτος τοῦ Ἁγίου Ὄρους Σεραφείμ Θυηπόλος καταγράψει τόν 16ο αἰ. τήν παράδοση αὐτή.
    Στήν παραπάνω χορεία τῶν Ἁγιορειτῶν λογίων, ἀνάμεσα στούς: Ἀγάπιο Λάνδο, Γαβριήλ τόν Πρῶτο, Σεραφείμ Θυηπόλο, Καισάριο Δαπόντε, Ἰωνᾶ Καυσοκαλυβίτη, Κύριλλο Λαυριώτη, Ἀθανάσιο Πάριο, Κύριλλο Καστανοφύλλη, Δοσίθεο Κωνσταμονίτη, Ὀνούφριο Ἰβηρίτη, Ἀγαθάγγελο Ἐσφιγμενίτη καί Εὐθύμιο Σταυρουδᾶ, ξεχωριστή θέση κατέχει ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, κυρίως μέ τόν Ἐγκωμιαστικό του Λόγο στούς Ἁγιορεῖτες Πατέρες καί τούς ἐπί μέρους Βίους Ἁγιορειτῶν ἁγίων πού συνέταξε.
     Μέ τήν εἴσοδο τοῦ 19ου αἰώνα, οἱ ἀθωνικές ἱστορικές σπουδές ἄρχισαν νά καλλιεργοῦνται συστηματικά, ἀναζητώντας τήν, ὅσο τό δυνατόν, ἀντικειμενικότερη προσέγγιση τῶν πηγῶν. Κατά τήν τελευταῖα αὐτή ἀθωνική περίοδο, καί ἀπό μία καινούργια γενιά Ἁγιορειτῶν, κατεβλήθη προσπάθεια γιά μία συστηματικότερη μελέτη τῆς ἀθωνικῆς ἱστορίας. Ἔτσι ἔχουμε τήν ἀνάδειξη πλειάδας λογίων μοναχῶν μέ πολυσχιδῆ πνευματική δράση, πού ἔδειξαν μεγάλο ἐνδιαφέρον γιά τήν μελέτη τῆς ἱστορίας τοῦ τόπου τους, ἐπηρεασμένοι ἀπό τό δραστήριο ἱστοριογραφικό κλῖμα τῆς ἐποχῆς, κυρίως τοῦ 19ου αἰώνα. Οἱ λόγιοι αὐτοί, στό γενικότερο πλαίσιο τῆς μελέτης τῶν ἱστορικῶν πηγῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἑστίαζαν στή μελέτη τῆς ἱστορίας, μέσα ἀπό τίς βιβλιοθῆκες καί τά ἀρχεῖα τῶν ἀθωνικῶν μοναστικῶν ἱδρυμάτων. Σέ μερικές περιπτώσεις μάλιστα, παρόλο πού τό ἐγχείρημα ἦταν ἐξαιρετικά δύσκολο, τά ἐρευνητικά αἰτούμενα καί ἡ μεθοδολογική προσέγγιση ἐκ μέρους τους, δέν ὑπολείπονταν ἀπό τόν τρόπο ἐργασίας ἄλλων ἱστορικῶν τῆς ἐποχῆς τους, ὅπως τῶν ρώσων Πορφυρίου Οὐσπένσκυ, Σεβαστιάνωφ καί Κοντακώφ.
    Ἀνάμεσα στούς Ἁγιορεῖτες, πού συνέβαλαν καθοριστικά στίς ἁγιορειτικές ἔρευνες, δραστηριοποιούμενοι στήν καταγραφή τῆς ἀθωνικῆς ἱστορίας, ξεχωρίζει ἡ μορφή τοῦ ἱερομονάχου Θεοδωρήτου τοῦ ἐξ Ἰωαννίνων, προηγουμένου τῆς Μεγίστης Λαύρας καί ἡγουμένου τῆς μονῆς Ἐσφιγμένου. Στόν Θεοδώρητο ὅμως καί στό κυριότερο ἱστορικό του ἔργο «Περιγραφή τοῦ ὄρους Ἄθω» θά ἐπανέλθουμε στή συνέχεια. Ἀναφέρουμε ἐπίσης τόν ἁγιοπαυλίτη ἡγούμενο Σωφρόνιο Καλλιγᾶ, τόν ἁγιοπαυλίτη ἱεροδιάκονο Κοσμᾶ Βλάχο, τόν λαυριώτη Ἀλέξανδρο Εὐμορφόπουλο, τόν ἐσφιγμενίτη ἱερομόναχο Γεράσιμο Σμυρνάκη, τόν χιλανδαρινό μοναχό Σάββα, τόν προδρομίτη μοναχό Εἰρήναρχο Σισμάν, τόν κατουνακιώτη μοναχό Δανιήλ Σμυρναῖο, τόν σημαντικότερο ἁγιορείτη ἱστορικό τοῦ 20οῦ αἰώνα Εὐλόγιο Κουρίλα, τόν ἐπίσης λαυριώτη Σωφρόνιο Εὐστρατιάδη, τόν δοχειαρίτη ἱερομόναχο Χριστοφόρο Κτενᾶ, τόν λαυριώτη μοναχό Σπυρίδονα Καμπανάο, τόν ἱεροδιάκονο Ἀρκάδιο Βατοπαιδινό, τόν μοναχό Ἀλέξανδρο Λαυριώτη (Λαζαρίδη) κ.ἄ.
     Στήν παραπάνω χορεία τῶν Ἁγιορειτῶν λογίων πού προσπάθησαν νά καταγράψουν συστηματικά τήν ἀθωνική ἱστορία, ξεχωριστή θέση κατέχει ὁ μοναχός Ἰάκωβος Νεασκητιώτης. Ὁ Ἰάκωβος γεννήθηκε πιθανότατα τήν τελευταία δεκαετία τοῦ 18ου αἰ. στά Κύθηρα, ἐνῶ τό μεγαλύτερο μέρος τῆς ζωῆς του ἔζησε στό Ἅγιον Ὄρος. Ἐκάρη μοναχός στή μονή Ἐσφιγμένου, ἀλλά ἀσκήθηκε καί σέ ἄλλα ἀθωνικά καθιδρύματα, ὅπως ἡ μονή Ἁγίου Παύλου, ἡ Νέα Σκήτη καί ἡ βατοπαιδινή σκήτη Ἁγίου Δημητρίου. Ἐκοιμήθη τό 1869. Ἡ ἔρευνα πού πρόσφατα ὁλοκληρώσαμε στό πλαίσιο τῆς διδακτορικῆς μας διατριβῆς ἀναδεικνύει τόν Ἰάκωβο ὡς τόν παραγωγικότερο Ἁγιορείτη συγγραφέα τοῦ 19ου αἰ. Παρήγαγε ἕνα ἐξαιρετικά μεγάλης ἐκτάσεως ἔργο, τό ὁποῖο ἀποσκοποῦσε στό νά συμβάλει στό διάλογο γιά τά διάφορα θεολογικά προβλήματα τῶν ἡμερῶν του, ἀλλά καί στήν κάλυψη τῶν λειτουργικῶν ἀναγκῶν πού δημιουργοῦσε τό ὑπάρχον ἑορτολογικό πλαίσιο τῆς ἐποχῆς του, καθώς καί ἡ ἀνάγκη λειτουργικῆς τιμῆς νέων ἁγίων. Στήν πλούσια κωδικογραφική καί συγγραφική δράση του, πού τοποθετεῖται τήν περίοδο 1824-1868, συμπεριλαμβάνονται ἁγιολογικά, ὑμνογραφικά, θεολογικά μεταφραστικά, λειτουργικά καί ἱστορικά ἔργα.
     Ὁ μοναχός Ἰάκωβος συνέβαλε στήν καταγραφή τῆς ἀθωνικῆς ἱστορίας
 κυρίως μέ τό σπουδαῖο του, ἀνέκδοτο στό σύνολό του, ἔργο Ἀθωνιάς, πού ἀποτελεῖ ἐκτενέστατη ἱστορία τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί τοῦ Ἁγιορειτικοῦ Μοναχισμοῦ ἀπό τά πρῶτα χριστιανικά χρόνια ἕως τήν ἐποχή τοῦ συγγραφέα μας. Στό ἔργο αὐτό ὁ Ἰάκωβος, ἀξιοποιώντας τόσο τή σύγχρονη μέ αὐτόν βιβλιογραφία ὅσο καί τίς ἀρχειακές πηγές, ἀνασυνθέτει, περιγράφει καί ὑπομνηματίζει ἱστορικές πληροφορίες σχετικές μέ τό Ἅγιον Ὄρος καί τά σκηνώματά του.
     Σύμφωνα μέ τήν μέχρι σήμερα ἔρευνα τό ἔργο πρωτογράφηκε ἤ ἄρχισε νά γράφεται τό 1848, σέ ἁγιαννανίτικο κώδικα, ὑπό τόν τίτλο: «Βίβλος παλαιῶν καί νέων ὑπομνημάτων Ἀθωνιάς καλουμένη». Πληρέστερη παρουσίαση τῆς Ἀθωνιάδος παρέχει ὁ Ἰάκωβος ἑπτά χρόνια μετά, τό 1855, κατόπιν αἰτήσεως τοῦ ρώσου ἀρχιμανδρίτου Ἱερωνύμου καί τοῦ λογίου μοναχοῦ Ἀζαρία τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος. Τό ἔργο αὐτό συμπλήρωσε ὁ Ἰάκωβος τό 1860 σέ βατοπαιδινό κώδικα, ἐνῶ τό 1865, πάλι μέ πρωτοβουλία τῶν ρώσων παραγόντων τῆς μονῆς Ἁγ. Παντελεήμονος καί ὑπό τόν πληρέστερο τίτλο «Βίβλος σύν Θεῷ ἁγίῳ, Ἀθωνιάς καλουμένη, περιέχουσα τά ἐν τῷ Ὄρει συμβάντα, καί περί ἀρχαίων Μονῶν καί νεοτέρων. Καί ὅσα χρυσόβουλα παλαιῶν βασιλέων καί συγγίλλια πατριαρχικά πρός τούς ἐν αὐτῷ ἐνασκουμένους πατέρας κατά καιρούς ἐξεδόθησαν καί ὁπόσοι ἅγιοι ἤσκησαν ἐν μοναῖς καί ἐρημίαις, παλαιοί τε καί νεώτεροι. Εἰς τρία μέρη διαιρουμένη. Τό μέν πρῶτον προλεγόμενα, περιέχον τῶν ἀπ᾿ ἀρχῆς ἄχρι τοῦδε συμβεβηκότων ἐν τῷ Ὅρει. / Τό δεύτερον, βίους ἁγίων τῶν πρῶτον ἀσκησάντων ἐν τῷ Ὄρει, χρυσοβούλλιά τε καί τυπικά τοῦ Τράγου. / Τό δέ τρίτον, περιγραφήν τῶν νῦν σωζωμένων Μονῶν εἴκοσι καί τῶν ὅσων παλαιῶν ἐν ἀρχαίοις ὑπομνήμασι εὑρισκομένων».
     Φαίνεται ὅτι ὁ Ἰάκωβος ἀξιοποίησε καί ἐπηύξησε, κατόπιν προσωπικῆς του ἔρευνας, τό ὑλικό πού εἴτε βρῆκε σωζόμενο αὐτούσιο, εἴτε διέσωσε μέσω ἀντιγράφων τοῦ ἀνέκδοτου ἔργου Περιγραφή τοῦ Ἁγίου Ὄρους, μιᾶς χαμένης σήμερα Ἀθωνικῆς Ἱστορίας, τήν ὁποία ὁ ἤδη ἀναφερθείς Θεοδώρητος Λαυριώτης ὁ ἐξ Ἰωαννίνων συνέγραψε περί τό 1804, ἀφοῦ ἀνεδίφησε τά ἀρχεῖα τῶν μονῶν καί συνέλεξε ἀπό τίς τοπικές ἁγιορειτικές πηγές σπουδαῖα πρωτότυπη ὕλη. Πιθανότατα ὁ Ἰάκωβος κατά τήν παραμονή του στή μονή Ἐσφιγμένου κράτησε πολλές σημειώσεις ἀπό τά χειρόγραφα τοῦ Θεοδωρήτου ἤ καί ἀντέγραψε αὐτά στό σύνολό τους κάτι πού φαίνεται ἄλλωστε σέ ἀρκετές περιπτώσεις, ὅπως τό κείμενο πού ἐπιγράφεται: «Τοῦ ἀοιδίμου διδασκάλου Θεοδωρήτου Ὑπομνήματα περί τῶν Μονῶν τοῦ ὄρους Ἄθω ἀρχαίων». Σημειώνει μέ ἀνακούφιση ὁ Εὐλόγιος Κουρίλας: «Εὐτυχῶς ὁ Νεασκητιώτης Ἰάκωβος, ἀνεψιός τοῦ Θεοδωρήτου, εἶχεν, ὡς φαίνεται, ἀντίγραφον καί ἐπί τῇ βάσει τούτου συνέπηξε τήν ἐν πολλοῖς χειρογράφοις σωζομένην Ἀθωνιάδα. Ἐνταῦθα συναντῶμεν σχεδόν πάντα τά σπουδαιότερα ἐπίσημα ἔγγραφα τοῦ Ἁγίου Ὄρους».
Στό στενό πλαίσιο μιᾶς προφορικῆς εἰσήγησης δέν εἶναι δυνατόν νά περιηγηθοῦμε στίς πλέον τῶν δύο χιλιάδων σελίδων πού καταλαμβάνει τό ἱστορικό αὐτό ἔργο τοῦ μοναχοῦ Ἰακώβου, στούς 4 κώδικες ὅπου αὐτό παραδίδεται.  Ἀπό τό ὀγκῶδες ἀλλά καί σημαντικό ἱστορικό αὐτό ἔργο τοῦ μοναχοῦ Ἰακώβου Νεασκητιώτου παραθέτουμε τούς τίτλους ὁρισμένων χαρακτηριστικῶν θεμάτων:
- Περί ἀρχαιότητος τοῦ ὄρους Ἄθω. Πότε ἤρξατο κατοικεῖσθαι ἀπό Μοναχούς, καί ἀντίῤῥησις τῶν ὅσων οὐκ ὀρθῶς, οὐδέ ὑγιῶς ἐρέθησαν καί ἐγράφησαν.
- Ὑπόμνημα περί τοῦ ὄρους Ἄθωνος, πόθεν ἔλαβε τήν κλῆσιν καί ἀπό ποίους ἐκατοικεῖτο καί πότε ηὔξησεν.
- Περί κλήσεων καί ὀνομασιῶν τῶν μονῶν καί Μονιδρίων τοῦ ὄρους Ἄθω.
- Ἀπόδειξις ἐκ παλαιῶν χειρογράφων σωζομένων περί τοῦ ὄρους Ἄθως, ὅτι ἀπό τῆς βασιλείας τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἔγινεν Μοναστῶν οἴκησις.
- Περιγραφή τῶν παλαιῶν καί νεωτέρων Μονῶν τοῦ ὄρους Ἄθω, ὅσων εἰς ἔτι σώζονται, καί ὅσων κατά καιρούς ἐρημώθησαν.
- Περιγραφή τῶν ὅσων παλαιῶν Μονῶν καί Μονηδρίων, ὡς ἐν τοῖς παλαιοῖς Κώδιξι καί ἐν τῷ Α΄ καί Β΄ Τυπικῷ αἱ κλήσεις αὐτῶν φέρονται.
- Περιγραφή τῶν ὅσων Μονῶν καί Μονηδρίων τό πάλαι εὑρίσκοντο ἐν τῷ Ἁγιωνύμῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω, ὡς εἰς τόν Τράγον καί ἐν παλαιοῖς κώδιξι φαίνονται.
- Ὑπόμνημα περί τῆς εἰς τό Ὄρος ἐλεύσεως καί καταδρομῆς τοῦ Μιχαήλ Παλαιολόγου καί Βέκκου πατριάρχου τῶν λατινοφρόνων.
- Πίναξ χρονολογικός τῶν πατριαρχῶν Κωνσταντινουπόλεως.
- Τά μετά τήν ἅλωσιν Κωνσταντινουπόλεως ἄθλα καί τρόπαια τῶν ἁγιορειτῶν Πατέρων.
- Τά κατά τόν 18ο αἰώνα συμβάντα ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω.
- Τά ὅσα κακά συνέβησαν εἰς τό Ὄρος ἐν τῷ καιρῷ τῆς ἐπαναστάσεως καί μετά τήν ἐπανάστασιν, ἤτοι ἀπό τοῦ 1821 ἄχρι τοῦ 1855.
    Ἡ ἐπισήμανση τῶν πηγῶν, χειρογράφων καί ἐντύπων τίς ὁποῖες ἀξιοποίησε ὁ Ἰάκωβος γιά τή σύνταξη τῆς Ἀθωνιάδος εἶναι ἕνα σημαντικό ζήτημα, στοῦ ὁποίου τή διερεύνηση ἐργαζόμαστε. Στά ὑπό δημοσίευση Πρακτικά τοῦ παρόντος Συνεδρίου θά ἀναφερθοῦμε, σύν Θεῷ, διεξοδικά...

  (...) Ἄς εὐχηθοῦμε, ἡ συνεχιζόμενη ἀνάλυση τοῦ σημαντικοῦ αὐτοῦ ἔργου νά φωτίσει περισσότερο τίς πηγές του καί νά δείξει ἐκτυπώτερα τό εὖρος τῆς ἐπίδρασης πού αὐτό εἶχε στήν ἐξέλιξη τῆς ἀθωνικῆς ἱστοριογραφίας.

Ἀπόσπασμα ἀπό τήν προφορική εἰσήγηση τοῦ μοναχοῦ Παταπίου Καυσοκαλυβίτου, στό Η΄ Διεθνές Ἐπιστημονικό Συνέδριο τῆς Ἁγιορειτικῆς Ἐστίας, Ἅγιον Ὄρος καί Λογιοσύνη, Θεσσαλονίκη 22-24 Νοεμβρίου 2013


Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2012

Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΕΥΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Πατάπιος μοναχός Καυσοκαλυβίτης

Ἡ παράδοση περί ἐλεύσεως τῆς Θεοτόκου στήν Κύπρο μέσα
ἀπό τά Πάτρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί τή χειρόγραφη παράδοση




   «Τό βουνό αὐτό (ὁ Ἄθως) εἶναι μεγάλο καί ψηλό καί ξακουστό ἀπό παλιά, γεμάτο καρποφόρα δένδρα, καί πολύ πλούσιο σέ πηγές. Βρίσκεται στήν Ἄσπρη Θάλασσα (τό Αἰγαῖο δηλαδή) κι ἀπό ἐκεῖ φαίνεται σάν νησί, γιατί τριγύρω ἔχει θαλασσινό νερό. Μόνο ἀπό τήν βορεινή πλευρά στενεύει ... ἐκεῖ ὅπου ἑνώνεται μέ τήν μεγάλη γῆ τῆς Θράκης καί τῆς Μακεδονίας... Ἀπό τό Ὄρος, ἡ Κωνσταντινούπολη καί δύο-τρία νησιά βρίσκονται πρός τήν Ἀνατολή... Ὅλα τά ἄλλα νησιά τῆς Ἄσπρης Θάλασσας καί ἡ Κύπρος ... βρίσκονται νοτίως τοῦ Ἁγίου Ὄρους».
 Αὐτά σημείωνε (σέ ἑλληνική μετάφραση) στά 1745 ὁ ρώσος περιηγητής ἀπό τό Κίεβο μοναχός Βασίλειος Γκρηγκόροβιτς Μπάρσκι κατά τό δεύτερο ταξίδι του στόν Ἄθωνα ὁ Μπάρσκι, πού δέκα χρόνια πρίν, εἶχε βρεθεῖ στήν Κύπρο περιηγούμενος στά μοναστήρια της καί ἀφήνοντάς μας, ὡς παρακαταθήκη, τίς πολύ χρήσιμες γιά τήν ἔρευνα σχεδιαστικές ἀπεικονίσεις τους.
   Καί συνεχίζει ὁ Μπάρσκι, καταγράφοντας τίς περί τῆς Θεοτόκου παραδόσεις, πού συνάντησε στόν Ἄθωνα: «Μετά τήν ἐνσάρκωση τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τήν ἐν δόξῃ ἀνάληψή Του στούς οὐρανούς, ὅταν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι μοίρασαν μέ κλῆρο τά πέρατα τῆς γῆς, γιά τό κήρυγμα τῆς ἁγίας ὀρθοδόξου πίστεως, ἔλαβε μέρος καί ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος καί τῆς ἔλαχε ὡς κλῆρος τό ὄρος τοῦτο τοῦ Ἄθωνος, πρᾶγμα γιά τό ὁποῖο μαρτυρεῖται στό βιβλίο Πρόλογος, πού τυπώθηκε στό Πετσόρκ (τή Λαύρα τοῦ Κιέβου δηλαδή), στό βίο τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου».
    Βαθειά πεποίθηση τῶν Ἁγιορειτῶν μοναστῶν σέ ὅλη τή διάρκεια τῆς ἱστορίας τοῦ ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ ἦταν καί παραμένει ὅτι ἡ Παναγία εἶναι ἡ προστάτιδα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, πού φυλάει τόν Ἄθωνα καί τούς ἀσκούμενους σ᾿ αὐτό πατέρες, ἐπαγρυπνώντας καί πρεσβεύοντας γι᾿ αὐτούς. Ἀφορμή γι᾿ αὐτό στάθηκαν οἱ ὑποσχέσεις πού ἔδωσε ἡ κυρία Θεοτόκος στόν πρῶτο ἀθωνίτη ἅγιο, ὅσιο Πέτρο τόν Ἀθωνίτη, ὅπως αὐτές καταγράφηκαν στό Βίο του, ἀλλά καί στό Ἐγκώμιο πρός αὐτόν πού συνέταξε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀλλά καί σέ διάφορες διηγήσεις γιά τήν ἔλευση τῆς Θεοτόκου στόν Ἄθωνα καί τήν δωρεά τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ τόπου σ᾿ αὐτήν ἀπό τόν υἱό της.
Ἀπόηχους τῶν διηγήσεων γιά τά παραπάνω βρίσκουμε καί σέ ἀρκετά ἔργα τοῦ λογίου μοναχοῦ τοῦ 19ου αἰώνα Ἰακώβου Νεασκητιώτου, ὅπως, γιά παράδειγμα, στό κείμενο «Περί τοῦ κλήρου τῆς Θεοτόκου Ἄθω»,  ὅπου ὁ ὅσιος Πέτρος ὁ Ἀθωνίτης κατά τό ταξίδι τῆς ἐπιστροφῆς του ἀπό τήν Ρώμη, κι ἐνῶ βρισκόταν στό πλοῖο εἶδε σέ ὅραμα «τήν Πανάχραντον Θεοτόκον μετά τινος ὑπερβαλλούσης αἴγλης» μαζί μέ τόν ἅγιο Νικόλαο Μύρων, ὁ ὁποῖος τῆς ζήτησε νά ὑποδείξει στόν Πέτρο «τόπον, ἐν ᾧ τόν ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς αὐτοῦ διατελέσει χρόνον, τά φίλα τῷ Θεῷ διαπράττων». Σύμφωνα μέ τό κείμενο, ἡ Θεοτόκος ἀποκρίθηκε στόν ἅγιο Νικόλαο ὅτι, «ἐν τῷ ὄρει τοῦ Ἄθω ἔσται ἡ ἀνάπαυσις αὐτοῦ, ὅπερ εἴληφα εἰς κλῆρον ἐμόν, αἰτησαμένη παρά τοῦ υἱοῦ μου καί Θεοῦ μου», διατυπώνοντας καί τίς λοιπές γνωστές ὑποσχέσεις της τόσο πρός τόν ὅσιο Πέτρο ὅσο καί πρός ὅλους τούς «τῶν κοσμικῶν ἀναχωροῦντες συγχύσεων καί τῶν πνευματικῶν ὅσῃ δυνάμει ἀντεχομένους» μοναχούς τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
     Ἰδιαίτερη σημασία γιά τήν ἀνίχνευση τῶν πηγῶν τῆς ἱστορίας τοῦ ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ ἔχει τό σύνολο ἐκεῖνο τῶν διηγήσεων πού καταγράφουν τίς πατριογραφικές ἁγιορειτικές παραδόσεις, ὅπως τό προαναφερθέν κείμενο τοῦ μοναχοῦ Ἰακώβου. Οἱ παραδόσεις αὐτές ἀφοροῦν στίς ἀπαρχές τοῦ ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ, τήν ἵδρυση τῶν μοναστηριῶν, τίς θαυματουργές εἰκόνες ἀλλά καί σέ γεγονότα πού φέρονται νά συνέβησαν στόν Ἄθωνα κατά τήν ὑπερχιλιόχρονη ἱστορική διαδρομή του. Οἱ διηγήσεις αὐτές ἐντάχθηκαν μέ ἀρκετή καθυστέρηση στόν χάρτη τῶν πηγῶν τῆς ἱστορίας τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Οἱ πρῶτες ἀναφορές ἔγιναν μόλις στά τέλη τοῦ 19ου αἰώνα ἀπό τόν Μανουήλ Γεδεών, πού δημοσίευσε τό 1885 μιά σειρά ὀκτώ διηγήσεων ὑπό τόν τίτλο: Ἀνάμνησις μερική περί τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἄθω ἐκ παλαιῶν ἱστοριῶν καί ἀπό τόν Σπυρίδωνα Λάμπρο, πού δημοσίευσε τό 1912 συλλογή κειμένων ὑπό τόν τίτλο: Πάτρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἄθω. Ἀνάμεσα στά κείμενα αὐτά βρίσκουμε καί τό ἐπιγραφόμενο: Ἀνάμνησις μερική περί τοῦ Ἄθω ὄρους τά λεγόμενα Πάτρια, στό ὁποῖο γίνεται ἀναφορά καί στό ταξίδι τῆς Θεοτόκου στόν Ἄθωνα ἀλλά καί στήν Κύπρο.


      Ἄν καί δέν ἔχει πραγματοποιηθεῖ μέχρι σήμερα μία συστηματική καταγραφή τοῦ συνόλου τῆς χειρόγραφης πατριογραφικῆς παράδοσης, ἐν τούτοις ἔχει ἐπισημανθεῖ ἕνας ἱκανός ἀριθμός χειρογράφων κωδίκων, οἱ παλαιότεροι ἀπό τούς ὁποίους χρονολογοῦνται στόν 16ο αἰώνα. Γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, ἀπό καταγραφές τῶν Κρίτωνος Χρυσοχοΐδη, Antonio Rigo, Νικολάου Λιβανοῦ, ἀλλά καί τοῦ ὑποφαινόμενου, ὀκτώ κώδικες πού χρονολογοῦνται στόν 16ο αἰώνα, δέκα ἐννέα κώδικες πού χρονολογοῦνται στόν 17ο, ἑπτά στόν 18ο αἰώνα καί ἀρκετούς πού χρονολογοῦνται στόν 19ο αἰώνα. Θά πρέπει ὅμως νά ληφθεῖ ὑπόψιν τό γεγονός ὅτι οἱ παραδόσεις αὐτές, προτοῦ καταγραφοῦν ἐγγράφως, μεταδίδονταν προφορικά ἀπό τούς μοναχούς πολύ πρίν, ἀπό γενιά σέ γενιά.
      Ὅσον ἀφορᾶ στήν κυπριακή χειρόγραφη παράδοση περί τῆς ἐλεύσεως τῆς Θεοτόκου στήν Κύπρο μετά τό ταξίδι της στόν Ἄθωνα, ἀπό τήν μέχρι σήμερα ἔρευνά μας, προκύπτουν συνοπτικά τά παρακάτω δεδομένα, πού βασίζονται κυρίως στίς σχετικές μέ τό θέμα μελέτες, ἀπό τήν παλαιότερη, τοῦ Χαρίλαου Παπαϊωάννου στά Κυπριακά Χρονικά, πρίν ἀκριβῶς ἑκατό χρόνια  (1912) μέχρι τίς πρόσφατες. Βάσει αὐτῶν, ἡ σωζόμενη κυπριακή χειρόγραφη παράδοση παρουσιάζεται ἰδιαίτερα πτωχή, καθώς πέρα ἀπό τήν πολύ σημαντική πληροφορία τοῦ Χαριλάου Παπαϊωάννου τό 1911 καί τοῦ Ἰωάννη Συκουτρῆ, τό 1923, περί ἑνός χειρογράφου τοῦ 15ου αἰώνα, πού προερχόταν ἀπό τή βιβλιοθήκη τοῦ Χριστοδούλου Ἀντωνιάδη Γεννᾶ ἐκ Κυθραίας, ἔχουν καταγραφεῖ δύο ἐπιπλέον κώδικες. Ὁ πρῶτος τοῦ ἔτους 1732/1733, τοῦ ναοῦ Ἁγίας Τριάδος Καρπασίας, τοῦ ὁποίου γραφέας εἶναι ὁ μοναχός τῆς μονῆς Ἀκάκιος Τά περιεχόμενα τοῦ κώδικα αὐτοῦ ἀνέλυσε πρόσφατα ὁ Γεώργιος Κάκκουρας, ἐνῶ δημοσίευση τοῦ ἀποσπάσματος τοῦ κώδικα πού ἀναφέρεται στόν ἐρχομό τῆς Θεοτόκου στήν Κύπρο καί σέ νεοελληνική μετάφραση ἔχουμε ἀπό τόν Κυριάκο Χατζηιωάννου, Ἡ ἀρχαία Κύπρος εἰς τάς ἑλληνικάς πηγάς. Ὁ δεύτερος κώδικας εἶναι πάλι τοῦ 18ου αἰώνα, διά χειρός τοῦ κυπρίου γραφέα, ἀρχιμανδρίτου Παϊσίου, μετέπειτα ἀρχιεπισκόπου Κύπρου, καί ἐμπεριέχεται σέ χειρόγραφο πού ἀνῆκε στόν καθηγητή τοῦ Ἐμπορικοῦ Λυκείου Λάρνακας Π. Μητρόπουλο.
    Στό «Συναξάριον τῆς Κωνσταντινουπόλεως» (10ος-12ος αἰ.) ἀναφέρεται πώς ὁ Λάζαρος «ἔζησε μετά τό ἐκ νεκρῶν αὖθις ἀναβιῶσαι ἔτη δεκαοκτώ, προχειρισθείς ἐπίσκοπος ἐν τῇ εἰρημένῃ Κιτιαίων πόλει παρά Πέτρου τοῦ Ἀποστόλου». Στό Συναξάριο τοῦ Τριωδίου ἀναφέρεται ὅτι στήν Κύπρο ὁ Λάζαρος χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Κιτίου ἀπό τούς ἀποστόλους Βαρνάβα, Παῦλο καί Μάρκο καί ὅτι τό ὠμοφόριό του τοῦ τό χάρισε ἡ Θεοτόκος πού τό ἔφτιαξε μέ τά ἴδια της τά χέρια.
    Τόν 16ο αἰ., στό πολύ δημοφιλές ἔργο Θησαυρός τοῦ Δαμασκηνοῦ Στουδίτου, ἐπισκόπου Ρεντίνης, καί πιό συγκεκριμένα, στήν ἀναφορά στόν ἅγιο Λάζαρο, ἔχουμε τήν πρώτη δημοσιευμένη ἔντυπη ἀναφορά τῆς παραδόσεως, πώς ὄχι μόνο ἡ Θεοτόκος δώρισε στόν πρῶτο ἐπίσκοπο Κιτίου Λάζαρο τό ὠμοφόριό του, ἀλλά καί ὅτι ἡ δωρεά αὐτή ἔγινε ἀπό τήν ἴδια τήν Θεοτόκο κατά τήν ἐπίσκεψή της στήν Κύπρο: «Ἐκεῖ (στήν Κύπρο, δηλαδή) λέγουσιν ὅτι ἡ Παναγία ἀκόμη ὅταν ἦτο σωματικῶς εἰς τήν γῆν, τοῦ ὑπῆγεν ἕνα ὠμόφορον, τό ὁποῖον ὠμόφορον ἡ Παναγία μοναχή της τό ἔκαμε μέ τά χέρια της». Πρόκειται γιά μνεία πού ἀσφαλῶς προϋποθέτει τήν ὕπαρξη σχετικῆς παλαιότερης τοῦ 16ου αἰ. προφορικῆς ἤ γραπτῆς παραδόσεως.
    Τό σχετικό κείμενο πού μετέγραψε ὁ μοναχός Ἀκάκιος στόν ἤδη ἀναφερθέντα κώδικα τῆς μονῆς Ἁγίας Τριάδος Καρπασίας, φέρει τόν τίτλο: «Ἀνάμνησις μερική περί τοῦ Ἄθω ὄρους, τά λεγόμενα Πάτρια καί ἀπόδειξις ὅτι πώς ἦλθεν ἡ κυρά δέσποινα Θεοτόκος ἐν τῇ νήσῳ Κύπρῳ εἰς χώραν Λάρναξ». Τό πρῶτο μέρος τοῦ σύνθετου αὐτοῦ τίτλου ἀναπαράγει τήν ἐπιγραφή πού φέρουν τά περισσότερα ἀπό τά ἀθωνικά χειρόγραφα μέ τό ἴδιο θέμα, ἐνῶ τό δεύτερο μέρος, σκοπό ἔχει νά προβάλλει τήν σχετική περί τῆς ἐλεύσεως τῆς Θεοτόκου στήν Κύπρο παράδοση.
    Σέ κάποιο σημεῖο τοῦ κειμένου του, ὁ μοναχός Ἀκάκιος, σημειώνει, ἐπιστρατεύοντας τήν προαναφερθεῖσα ἀναφορά τοῦ Δαμασκηνοῦ Στουδίτου: «Ὅτι πώς ἦλθεν ἡ Παναγία εἰς τήν Κύπρον καί ἤφερεν τοῦ ἁγίου Λαζάρου ὠμοφόριον τό μαρτυρεῖ καί σοφώτατος Δαμασκηνός ὁ Στουδίτης εἰς τό βιβλίον του, ὅπου τό ὀνόμασε Θησαυρόν εἰς τό Συναξάρι τοῦ ἁγίου Λαζάρου εἰς τό τέλος τοῦ αὐτοῦ συναξαρίου ἀμήν».
    Στή συνάφεια αὐτή, θά πρέπει νά ἀναφέρουμε ὅτι ἡ ἐφέστια εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἡ Θεοτόκος Ἄξιόν Ἐστιν, ἀπό εἰκονογραφικῆς ἀπόψεως εἶναι τοῦ τύπου τῆς Παναγίας τοῦ Κύκκου, μία παραλλαγή δηλαδή τῆς Ἐλεοῦσας πού ὡς γνωστόν φυλάσσεται στή μονή Κύκκου, ἐδῶ στήν Κύπρο. Μέ μεγάλο ἐνδιαφέρον ἀναμένουμε τήν μελλοντική ἔρευνα νά δώσει μία πειστική ἀπάντηση στό ἐρώτημα γιατί ἡ περισσότερο τιμώμενη εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Ὄρους υἱοθέτησε ἕναν εἰκονογραφικό τύπο πού συνδέεται ἄμεσα μέ τήν Κύπρο. Θά μποροῦσε ἄραγε ἡ παράδοση περί τῆς ἐλεύσεως τῆς Θεοτόκου τόσο στόν Ἄθωνα ὅσο καί στή μεγαλόνησο νά σχετίζεται μέ αὐτό τό ἐρώτημα;

    Στή συνέχεια τῆς εἰσηγήσεώς μας, καί ἐντελῶς συνοπτικά θά ἀναφερθοῦμε, ὡς χαρακτηριστικό παράδειγμα, σέ μία ἀπό τίς πολλές καταγεγραμμένες στήν ἀθωνική παράδοση παραλλαγές τῆς διηγήσεως, ἡ ὁποία ἐξιστορεῖ τήν ἔλευση τῆς Θεοτόκου στόν Ἄθωνα καί ἐν συνεχείᾳ στήν Κύπρο. Διηγήση, πού μᾶς παρέδωσε μεταφρασμένη «εἰς κοινήν ἡμετέραν διάλεκτον» ὁ προαναφερθείς μοναχός Ἰάκωβος Νεασκητιώτης. Ὁ Ἰάκωβος ὑπῆρξε ὁ παραγωγικότερος Ἁγιορείτης γραφέας ἀλλά καί ὁ πολυγραφέστερος Ἁγιορείτης συγγραφέας κατά τόν 19ο αἰώνα μέ εὐρύ πεδίο συγγραφῆς, ἀπό τήν ὑμνογραφία καί τή μετάφραση σέ ἁπλούστερη γλώσσα ἁγιολογικῶν, πατερικῶν καί ἀσκητικῶν κειμένων ὥς τήν ἁγιορειτική ἱστορία καί τά θεολογικά καί ἀντιρρητικά του κείμενα.
    Τό ἔργο στό ὁποῖο ἀναφερόμαστε ἐπιγράφεται Διήγησις παλαιά σωζομένη ἐν χειρογράφοις ἑλληνιστί, παρά δέ τῇ σθλαβικῇ καί δακικῇ ἤτοι βλαχομποδανικῇ ἐντύποις ἐκδεδομένη, ἀφ᾿ ἧς ἡ παρούσα μετεφράσθη εἰς κοινήν ἡμετέραν διάλεκτον, ὅπως ἡ Κυρία Θεοτόκος ἦλθεν εἰς τό ὄρος τοῦ Ἄθωνος ἔτι ζῶσα ὡς κλῆρον αὐτῇ δοθέντος. Πρόκειται γιά ἀνέκδοτο μεταφραστικό ἔργο τοῦ Ἰακώβου Νεασκητιώτου, τό ὁποῖο συντάχθηκε στά 1847-1848, στό πλαίσιο τῆς περίφημης Ἀθωνιάδος του, πού ἀφορᾶ στήν ἱστορία τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀπό τά πρῶτα χρόνια τῆς ἐμφάνισης τοῦ μοναχισμοῦ στόν Ἄθωνα μέχρι τίς μέρες του.
    Διήγησις ἀρχίζει μέ τήν συγκέντρωση τῶν Ἀποστόλων στήν οἰκία τοῦ Ζεβεδαίου ὅπου παρίστατο καί ἡ Θεοτόκος, μετά τήν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου. Ἐκεῖ ἀποφάσισαν, θέλοντας νά ἐφαρμόσουν τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου, νά βάλουν κλῆρο ὥστε νά φανεῖ σέ ποιό μέρος τῆς γῆς ἔπρεπε ὁ καθένας ἀπ᾿ αὐτούς νά πορευθεῖ, γιά νά «μαθητεύσει τά ἔθνη». Στή Θεοτόκο ἔπεσε ὁ κλῆρος τῆς Ἰβηρίας. Λίγο πρίν ξεκινήσει ὅμως γιά τήν ἀποστολή της, παρουσιάσθηκε σ᾿ αὐτήν ἄγγελος Κυρίου καί τῆς εἶπε νά μήν ἀναχωρήσει ἀκόμη ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ μέχρις ὅτου φανεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
    Στή συνέχεια ἡ Διήγησις μεταφέρεται στήν Κύπρο ὅπου βρισκόταν ὁ Λάζαρος, τόν ὁποῖο εἶχε ἀναστήσει ὁ Κύριος, «διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων», πού ζητοῦσαν νά τόν σκοτώσουν καθώς πολλοί πίστευσαν ἐξ αἰτίας τῆς ἀναστασεώς του. Ἐκεῖ ὁ Λάζαρος εἶχε χειροτονηθεῖ ἀπό τόν ἀπόστολο Βαρνάβα ἐπίσκοπος τῆς Λάρνακας. Ἐπιθυμώντας νά συναντηθεῖ μέ τήν Θεοτόκο, τῆς μήνυσε νά μεταβεῖ στήν Κύπρο, ἀφοῦ ἐκεῖνος φοβόταν νά ἐπιστρέψει στήν Ἱερουσαλήμ. Μετά τήν ἀποδοχή τῆς πρόσκλησης ἀπό τήν Θεοτόκο, ὁ Λάζαρος ἔστειλε πλοῖο στήν Ἰόππη γιά νά τήν παραλάβει. Κατά τό ταξίδι ἡ Θεοτόκος εἶχε συνταξιδιῶτες τόν ἅγιο Ἰωάννη τό Θεολόγο, τόν Πρόχορο καί μερικούς ἀπό τούς ἑβδομήκοντα ἀποστόλους. Διαβάζουμε στό κείμενο:
  Ὁ δέ Λά­ζα­ρος ὁ τε­τρα­ή­με­ρος καί φί­λος τοῦ Χρι­στοῦ, εὑ­ρί­σκε­το ἐν τῇ νή­σῳ Κύ­πρου, ἀ­να­χω­ρή­σας δι­ά τόν φό­βον τῶν Ἰ­ου­δαί­ων, οἵ­τι­νες ἐ­ζή­τουν ἀ­πο­κτεῖ­ναι αὐ­τόν, ὅ­τι πολ­λοί δι᾿ αὐ­τόν ἐ­πί­στευ­σαν εἰς τόν ἐκ νε­κρῶν ἀ­να­στά­ντα Χρι­στόν. Χει­ρο­το­νη­θείς δέ πα­ρά τοῦ ἀ­πο­στό­λου Βαρ­νά­βα ἀρ­χι­ε­ρα­τεύ­ειν ἐν μι­ᾷ τῶν πό­λε­ων, τῇ νῦν κα­λου­μέ­νῃ Λάρ­να­κα. Ἐ­πε­θύ­μει δέ ἰ­δεῖν καί ἀ­πο­λαύ­σαι τήν δέ­σποι­ναν Θε­ο­τό­κον ἐν τῷ πα­ρό­ντι βί­ῳ καί φο­βού­με­νος ἀ­πελ­θεῖν εἰς Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, ἐ­μή­νυ­σε τῇ Θε­ο­τό­κῳ τόν πο­λύν πό­θον ὅν εἶ­χε τοῦ ἰ­δεῖν αὐ­τήν ἔ­τι ἅ­παξ ζῶ­σαν. Ἀντέγραψε δέ πρός αὐτόν ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου τοῦ ἀποστεῖλαι πλοῖον εἰς Ἰόππην, καί κατελθεῖν αὐτήν τοῦ διαπλεῦσαι πρός αὐτόν εἰς Κύπρον. Καί ἑτοιμάσας ὠμοφόριον καί ἐπιμανίκια, οἰκείαις χερσίν πλέξας αὐτά, ἐλθόντος τοῦ πλοίου, κατέβη μετά τοῦ θεολόγου Ἰωάννου καί τινων μαθητῶν ἐκ τῶν ἑβδομήκοντα, καί Προχόρου, ἀνέβησαν εἰς τό πλοῖον.
Στή μέση ὅμως τοῦ πελάγους σηκώθηκε μεγάλη θαλασσοταραχή πού παρέσυρε τό πλοῖο μέχρι τό ὄρος Ἄθως. Ἐκεῖ τό πλοῖο προσώρμισε στό λιμάνι τοῦ Κλήμεντος. Τήν ἐποχή ἐκείνη βρίσκονταν στόν Ἄθωνα εἰδωλεῖα καί βωμοί τοῦ Ἀπόλλωνα, στόν ὁποῖο οἱ κάτοικοι «εἶχον μεγάλην εὐλάβειαν». Μέ τό πού ἔφθασε ὅμως τό πλοῖο, τά εἴδωλα ἄρχισαν νά κράζουν καί νά καλοῦν τούς ἀνθρώπους νά κατέβουν στό λιμάνι γιά νά προσκυνήσουν τήν μητέρα τοῦ Θεοῦ κάτι πού ἀμέσως ἔγινε. Ἐκεῖ ἡ Θεοτόκος κήρυξε τό εὐαγγέλιο μέ ἀποτέλεσμα νά πιστέψουν ὅλοι τους στόν Χριστό. Τήν ἴδια στιγμή σημειώθηκαν καί πολλά θαύματα καί θεραπεῖες ἀσθενῶν. Τότε ἡ Θεοτόκος εὐλόγησε τό Ὄρος λέγοντας, «οὗτος ὁ τόπος μένει εἰς κλῆρον ἐμόν εἰς τό αἰῶνα καί ἡ χάρις τοῦ ἐξ ἐμοῦ τεχθέντος κατασκηνώσει ἐν αὐτῷ». Εἶπε δέ καί ὑποσχέθηκε καί ἄλλα πολλά καί στή συνέχεια, ἀφοῦ ἄφησε ἕνα μαθητή της νά «μείνῃ εἰς τό Ὄρος ἱερατεύειν τά θεῖα μυστήρια καί διδάσκειν τόν λαόν καί στηρίζῃ τούς νεοφωτίστους», ἀνέβηκε πάλι στό πλοῖο καί ἀναχώρησαν γιά τήν Κύπρο ὅπου ἔφθασαν «αὐθημερόν». Στή συνέχεια ἡ Διήγηση περιγράφει τή συνάντηση τῆς Θεοτόκου μέ τόν Λάζαρο στήν Κύπρο ὅπου ἡ Θεοτόκος παρέμεινε λίγες μέρες πρίν ἐπιστρέψει στήν Ἱερουσαλήμ, ὅπου καί ἐκοιμήθη «ἐν ἐκείνῳ τῷ ἔτει». Διαβάζουμε στό κείμενο:
Ὁ δέ Λάζαρος εὑρίσκετο εἰς μεγάλην λύπην καί ἀθυμίαν διά τήν ἀργοπορίαν τῆς ἐλεύσεως τοῦ πλοίου, ὑποπτευόμενος μήπως καί συνέβη ναυάγιον, μή γινώσκον τά διαπραχθέντα ὑπό τῆς θείας δυνάμεως. Ὡς δέ ἄφνω εἶδε τήν ὑπεραγίαν Θεοτόκον ἐλθοῦσαν πρός αὐτόν, ὑπερεχάρη λίαν καί προσκυνήσας αὐτήν ὑπεδέξατο χαίρων. Ἡ δέ ἁγία Θεοτόκος τοῦ ἐπρόσφερε τά ἱερά δῶρα, ἔργα τῶν ἁγίων αὐτῆς χειρῶν, ἕνα ἱερόν στιχάριον καί ἕν ἅγιον ὠμοφόριον, ὁποῦ ἐπιτηδείως αὐτοχείρως ἔπλεξε καί ἐπιμανίκια. Ὑποδεξάμενος δέ αὐτήν εὐλαβῶς ὁ ἱερός Λάζαρος τοῦ ἐδιηγήθη ἡ Θεοτόκος τά ὅσα ἐκ θείας προνοίας καί δυνάμεως ἔγιναν εἰς τό ὄρος τοῦ Ἄθωνος. Τά ὁποῖα ἀκούσας ὁ Λάζαρος ἐθαύμασε καί ἐδόξασε τόν Θεόν, τόν οἰκονομοῦντα παράδοξα κατά τήν θείαν Του βούλησιν. Μείνασα δέ ἱκανάς ἡμέρας ἡ Θεοτόκος εἰς Κύπρον συνηδομένη τῷ δικαίῳ Λαζάρῳ, ἐν τῷ ναῷ τῆς ἐπισκοπῆς αὐτοῦ καί εὐλογήσασα τοῦ ἐκεῖσε πιστούς, καί ἰάσεις τελέσασα τοῖς πιστῶς αὐτῇ ἔπλευσε πρός Ἰόππην, καί ἐπανῆλθεν εἰς τήν Ἱερουσαλήμ καί ἔμεινεν ἐν τῇ ἁγίᾳ Σιών εἰς τήν οἰκίαν τοῦ Ζεβεδαίου πατρός τοῦ Θεολόγου Ἰωάννου. Καί ἐν ἐκείνῳ τῷ ἔτει ἐκοιμήθη ἡ Θεοτόκος.
Ὁ συντάκτης στή συνέχεια μᾶς πληροφορεῖ ὅτι «ταῦτα ἔγραψεν ὁ Μοναχός Στέφανος ἁγιορείτης περί τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, ὅτι ἦλθεν εἰς τό ὄρος τοῦ Ἄθωνος καί ἐκήρυξεν, ὅτι θέλει μένει ἡ δύναμις τοῦ ἱεροῦ αὐτῆς κηρύγματος μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων. ὅτε τό οἰκουμενικόν κήρυγμα τῶν πανευφήμων Ἀποστόλων ἐξασθενήσῃ διά τό ψυχρανθῆναι τήν ἀγάπην τῶν πολλῶν, καί πληθυνθῆναι τήν ἀνομίαν, τότε ἡ τελείωσις τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου νά διαμένῃ ἐν τῷ Ὄρει κατά μέρος εἰς τούς ἔχοντας ἐν τῇ ψυχῇ αὐτῶν τόν θεῖον φόβον ἐγκυμονοῦντα.». 
Εἶναι φανερό ὅτι γράφοντας τά παραπάνω ὁ Ἰάκωβος εἶχε κατά νοῦν τίς τυχόν ἐκφράσεις δυσπιστίας πού θά δημιουργοῦσε ἡ ἐξιστόρηση περί τοῦ θεομητορικοῦ ταξιδιοῦ στόν Ἄθωνα, γι᾿ αὐτό καί ἐπιστράτευσε ἐκ τῶν προτέρων ὅσα ντοκουμέντα μποροῦσε νά ἀντιπαραθέσει ὥστε νά διαλυθοῦν οἱ τυχόν ἐπιφυλάξεις ἀπό τούς ἀναγνῶστες τοῦ ἔργου του.
 Σέ ἕνα ἄλλο χειρόγραφο πού παραδίδει τό ἱστορικό περί τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἔργο του Ἀθωνιάς διαφαίνεται ἐντονότερη ἡ ἀγωνία του γιά τήν ἀποδοχή τῆς ἐξιστορήσεώς του περί τῆς θεομητορικῆς παρουσίας στόν Ἄθωνα. Γράφει χαρακτηριστικά:
«Ἀρκούντως ἀποδείξαντες περί τοῦ ὄρους Ἄθω ὅτι κλῆρος τῆς Θεοτόκου ἐδόθη αὐτῇ ἀπ᾿ ἀρχῆς τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, ἕπεται νά ἀποδειχθῇ καί πῶς καί πότε ἀπεκληρώθη αὐτῇ, ὡς εἰς πολλά σωζόμενα // χειρόγραφα βιβλία εὑρίσκεται γεγραμμένον, ἐν τε τῇ Ἱερᾷ Μονῇ Βατοπαιδίου, ἐν τῇ βιβλιοθήκῃ τῆς Σκήτεως τῆς Ἁγίας Ἄννης, ἐν τῇ Φιλοθέου, Κωνσταμονίτου, Σταυρονικήτα, ἐν διαφόροις ἄλλαις Μοναῖς, σκήταις, καί κελλία. Ἐν δέ τῇ τοῦ Ζωγράφου εὑρίσκεται ἐν τύποις εἰς βιβλίον τετυπωμένον σθλαβιστί.
(Ἐδῶ νά σημειώσουμε ὅτι πρῶτος πού ἔκανε λόγο στούς Ρώσους περί τῆς ἰδιαίτερης προστασίας τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀπό τήν Θεοτόκο, θεωρεῖται ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Γραικός ὁ Βατοπαιδινός τόν 16ο αἰ.)
    Καί συνεχίζουμε στό κείμενο τοῦ μοναχοῦ Ἰακώβου: Ὡσαύτως καί εἰς δακικήν οὐγγροβλαχικήν διάλεκτον εἴδομεν ἐν τύποις βιβλίον ἐμπεριέχον αὐτό ἀπαραλλάκτως. Δῆλον δέ ὅτι τά παλαιά χειρόγραφα πρεσβύτερα τῶν τετυπωμένων διά πιεστηρίων εἰσιν, ὁ γάρ τύπος ὕστερον ἐφευρέθη. Οἶδα ὅμως ὅτι εἰς αὐτό οἱ πολλοί ἀπιστοῦσι, καί μάλιστα οἱ ἐλλόγιμοι. Ἀλλ᾿ ἡμεῖς, φησίν ὁ Ἀπόστολος, διά πίστεως περιπατοῦμεν, οὐ διά εἴδους. Ποῖος γάρ τολμείας ἤθελε συῤῥᾶψαι ψευδῶς μίαν τοιαύτην ῥαψωδίαν; Ἀμή ἐάν εἰς αὐτά ἀπιστῶμεν, θέλει ἀπιστῶμεν καί εἰς τάς θείας γραφάς. Καί ἰδοῦ βλέπομεν ὅτι ἐξεδόθη βίβλος ἀνατρέπουσα τήν εἰς τόν ναόν τῆς Θεοτόκου Εἴσοδον, καί δώδεκα ἔτη ἐν αὐτῷ μείνασαν τρεφομένην διά χειρός ἀγγέλου. Ὡσαύτως, καί εἰς τήν ἁγίαν αὐτῆς μετάστασιν ἁρπαγήν διά νεφελῶν τῶν ἱερῶν ἀποστόλων εἰς τήν κηδείαν αὐτῆς, καί τήν εἰς τόν Θωμᾶν δόσιν τῆς ἀκηράτου αὐτῆς Ζώνης... ἀποσκοποῦντας». 
     Τό παραπάνω ἀπόσπασμα εἶναι πολύ ἐνδιαφέρον καθώς μᾶς διαφωτίζει ἀφενός γιά τό εὖρος τῆς χειρόγραφης παράδοσης τῆς διηγήσεως περί τῆς ἐλεύσεως τῆς Θεοτόκου στόν Ἄθωνα καί ἀφετέρου γιά τόν τρόπο ἐργασίας τοῦ μοναχοῦ Ἰακώβου, ὁ ὁποῖος φαίνεται ὅτι ὡς πρώϊμος ἐρευνητής, περιέδραμε ὁλόκληρο τόν Ἄθωνα γιά δρέψει τούς πολύχυμους πνευματικούς καρπούς στό λειμώνα τῶν ἀθωνικῶν βιβλιοθηκῶν. Ὁλόκληρο τό κείμενο τῆς Διηγήσεως προτιθέμεθα σύν Θεῷ νά ἐκδώσουμε στά Πρακτικά τοῦ παρόντος Συνεδρίου.
    Ἀνεξάρτητα πάντως ἀπό τή θεώρηση τῆς, οὕτως ἤ ἄλλως, ζῶσας καί ἱσχυρῆς ἁγιορειτικής ἀλλά καί κυπριακῆς παραδόσεως περί τῆς ἐλεύσεως τῆς Θεοτόκου στό Ἅγιον Ὄρος καί κατόπιν στήν Κύπρο, καί γιά νά κλείσουμε μέ τόν περιηγητή μέ τόν ὁποῖο ξεκινήσαμε τήν εἰσήγησή μας, τόν μοναχό Βασίλειο Μπάρσκι, τόν φιλίστορα προσκυνητή ἁμφοτέρων τῶν τόπων, «Τό Ἅγιον Ὄρος εἶναι εὐλογημένο μέ τίς πρεσβείες καί εὐλογίες τῆς Θεοτόκου καί ὀνομάσθηκε ἔτσι καί δοξάσθηκε στά πέρατα τῆς γῆς, λόγῳ τῆς ἐκεῖ ἐγκαταστάσεως θεαρέστων ἀνδρῶν. Ὅσα λέγονται νοερῶς ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, μέσῳ τοῦ Δαυΐδ, γιά τήν ὑπεραγία Θεοτόκο, ὅλα αὐτά ταιριάζουν καί γιά τόν Ἄθωνα: ‘’Ὄρος πῖον, ὄρος τετυρωμένον... ὅ εὐδόκησεν ὁ Θεός κατοικεῖν ἐν αὐτῷ’’».  

 Εἰσήγηση τοῦ συγγραφέα στό Ἐπιστημονικό Συμπόσιο: "Ἅγιον Ὄρος καί Κύπρος"
Λευκωσία 15 Δεκεμβρίου 2012
Αἴθουσα Διαλέξεων τῆς Ἑταιρείας Κυπριακῶν Σπουδῶν