Είναι γνωστό ότι η συμπεριφορά της Βυζαντινής Εκκλησίας, του Οικουμενικού Θρόνου, απέναντι στις διαμορφούμενες νέες σλαβικές εκκλησιαστικές κοινότητες δεν ήταν ανεξάρτητη από τη γενικότερη πολιτική της Αυτοκρατορίας απέναντι στους ξένους λαούς που την περιέβαλλαν.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ασκούσε πολιτική πλήρως εναρμονισμένη προς τις αντιλήψεις της βυζαντινής Πολιτείας, στο ποσοστό που δεν τις επηρέαζε και δεν τις υπαγόρευε.
Η άποψη, ότι «τά εκκλησιαστικά ταΐς πολιτικαϊς έπικρατείαις καί διοικήσεσι συμμεταβάλλεσθαι εϊωθεν», την οποία διατύπωσε ο πατριάρχης Φώτιος, απευθυνόμενος προς τον πάπα Νικόλαο Α', δεν ήταν τυχαία.
Υπήρξε μια λιτή και περιεκτική αποτύπωση των εκκλησιαστικοπολιτικών αντιλήψεων του βυζαντινού γίγνεσθαι και ένας μόνιμος και αταλάντευτος γνώμονας στην περαιτέρω πορεία και συνύπαρξη των κορυφαίων θεσμών της χώρας, της Εκκλησίας και της Πολιτείας.
Και δεν ήταν μόνον η εξωτερική και διοικητική αντιμετώπιση των νέων Εκκλησιών εκ μέρους του Οικουμενικού Θρόνου προέκταση της βυζαντινής πολιτικής.
Από την ίδια πολιτική έπαιρνε κατευθύνσεις και η ευρύτερη πνευματική, κοινωνική και πολιτιστική επικοινωνία των Βυζαντινών με τον κόσμο των Σλάβων.
Το αναμφισβήτητο τούτο γεγονός δεν φαίνεται να έχει χρησιμοποιηθεί επαρκώς, όσο προσφέρεται, στην προσπάθεια της επιστήμης να αποσαφηνίσει τους όρους και τα πραγματικά δεδομένα γύρω από τη βυζαντινοσλαβική συμβίωση στο βαλκανικό χώρο.
Δεν ερευνήθηκε εξαντλητικά η πολιτική συμπεριφορά του Βυζαντίου έναντι των Σλάβων με βάση την περισσότερο γνωστή και την ασφαλέστερα προσπελάσιμη συμπεριφορά του Οικουμενικού Θρόνου έναντι των επί μέρους Εκκλησιών τους.
Μια παρόμοια ερευνητική πορεία θα οδηγούσε, αντίστροφα και με τις απαιτούμενες συγκριτικές δεσμεύσεις, στην πληρέστερη διαλεύκανση πολλών πτυχών της βυζαντινής διπλωματίας, που μέχρι και σήμερα εξακολουθούν να αποτελούν αντικείμενο συζήτησης ανάμεσα στους ερευνητές και πολλές φορές τροφή για αυθαίρετες και ενίοτε καθ’ υπαγόρεύση ερμηνείες.
Επειδή δε το Άγιο Όρος υπήρξε όχι μόνο προέκταση της εκκλησιαστικής ζωής των Βυζαντινών, αλλά ταυτόχρονα και μια επαρχία που τελούσε κάτω από την άμεση επιμέλεια, επιρροή και εξάρτηση της αυτοκρατορικής εξουσίας —χωρίς τούτο να παρεμπόδιζε την προσέλευση, εγκατάσταση και αυτοδύναμη παρουσία Σλάβων μοναχών σ’ αυτό—, πιστεύουμε πως αποτελεί μια ιδανική περίπτωση αποτύπωσης της εκκλησιαστικοπολιτικής συμπεριφοράς των Βυζαντινών απέναντι στο συγκεκριμένο ξένο στοιχείο, που και αυτό δεν ήταν ποτέ και στο έπακρο απαλλαγμένο από τις εκκλησιαστικοπολιτικές επιρροές, που του υπαγόρευε η ιδιαίτερη καταγωγή του.
Για την ορθότητα των όσων είπαμε πιο πάνω ως προς τη θέση του Αγίου Όρους στη βυζαντινή κοινωνία, αξίζει να θυμίσουμε πως τόσο η συγκρότηση της αγιορείτικης μοναστικής κοινότητας, όσο και η μετά ταύτα συντήρηση των μονών και των μοναχών, η προσέλευσή τους στον Άθω, οι νόμοι και οι κανόνες που ρύθμιζαν τη ζωή και τη μεταξύ τους συμπεριφορά, τελούσαν κάτω από την υψηλή φροντίδα και τον έλεγχο του αυτοκράτορα.
Δεν ήταν μόνο που οι αυτοκράτορες χρηματοδοτούσαν, ενίσχυαν με διάφορες δωρεές, αφιερώματα ή και με έμψυχο υλικό, στο οποίο όχι λίγες φορές συμπεριλαμβάνονταν και οι ίδιοι ή μέλη της οικογενείας τους, αλλά και το ξένο στοιχείο φαίνεται πως οι ίδιες βυζαντινές αρχές ενθάρρυναν στο να προσέρχεται και να πλαισιώνει τον ελληνικό μοναστικό πληθυσμό του Όρους.
Ύστερα από τα παραπάνω εισαγωγικά, είναι φανερό γιατί το θέμα «το Άγιο Όρος ανάμεσα στο Βυζάντιο και στους Σλάβους», παρά την πολλαπλή σχετική έρευνα και την ανάλογη βιβλιογραφία, εξακολουθεί να είναι ανοιχτό και να προσφέρεται σε περαιτέρω επιστημονική προσέγγιση.
Στόχος της παρούσης μελέτης μας είναι να ξαναδούμε, με πρίσμα τη δεδομένη και σε πολύ μεγάλο βαθμό γνωστή συμπεριφορά των Αγιορειτών μοναχών και των ιδρυμάτων τους απέναντι στους ξένους συμπολίτες της αγιώνυμης Πολιτείας, τη βυζαντινή πολιτική έναντι των Σλάβων που ζούσαν μέσα και έξω από αυτήν.
Και κατ’ επέκταση, να ξαναδούμε, μέσα από το πρίσμα της αγιορείτικης συμπεριφοράς, κατά πόσο οι Βυζαντινοί άσκησαν εξελληνιστική πολιτική και κατά πόσο, όπως από πολλές μεριές λέγεται, προσπάθησαν να αφομοιώσουν εθνικά τους πέριξ σλαβικούς πληθυσμούς.
Όπως είναι γνωστό, αφορμή για παρόμοιες ερμηνείες στη συμπεριφορά των Βυζαντινών είχε δώσει στο παρελθόν και το χωρίο από τα Τακτικά του αυτοκράτορα Λέοντα Σοφού, όπου αναφέρεται ότι ο αυτοκράτορας Βασίλειος A' «ταύτα (τα σλαβικά έθνη)... των αρχαίων εθών επεισε μεταστήναι καί γραικώσας, καί άρχουσι κατά τόν Ρωμαϊκόν τύπον ύποτάξας, καί βαπτίσματι τιμήσας, τής τε δουλείας ήλευθέρωσε των εαυτών αρχόντων, καί στρατεύεσθαι κατά των Ρωμαίοις πολεμούντων εθνών έξεπαί- δευσεν...».
Ταυτίζοντας απόλυτα τη σημασία του ρήματος «γραικόω» με εκείνη του «εξελληνίζω», μια μερίδα από τους επιφανέστερους ιστορικούς μας έκαναν λόγο για εξελληνισμό των σλαβικών φυλών που εγκαταστάθηκαν σε βυζαντινά εδάφη.
Εάν υπήρξε κάποια ασυμφωνία μεταξύ τους, αυτή αφορούσε την περιοχή ή τις περιοχές όπου, κατά τη γνώμη τους, έγινε ο εξελληνισμός.
Το πρόβλημα που απασχολούσε τους παραπάνω αναλυτές ήταν, αν ο εν λόγω Βυζαντινός συγγραφέας αναφερόταν στους Σλάβους που εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο, κοντά στη Θεσσαλονίκη, στο Συμόνα ή πέρα από το Δούναβη.
Απορρίπτοντας, αντίθετα, κάθε εκδοχή άσκησης εξελληνιστικής πολιτικής έναντι του ξένου στοιχείου εκ μέρους του Βυζαντίου, η άλλη πλευρά επιχειρεί μια πιο βολική ερμηνεία του ρήματος γραικόω.
Όπως επισημαίνει στην επί τούτου μελέτη του ο Γ. Κόλλιας, «τό ρήμα (γραικόω = γρεκόω, γρεκώνω) ούδεμίαν σχέσιν εχει πρός τό Γραικός (= Έλλην), οϋτε σημαίνει εξελληνίζω.
Άλλως τε οί Βυζαντινοί ουδεμίαν ουδέποτε ήσκησαν έξελληνιστικήν πολιτικήν.
Τό ρήμα, τό όποιον είναι άθησαύριστον, σημαίνει άγελάζω, συνεγελάζω, συγκεντρώνω, αθροίζω, υποτάσσω».
Με την παραπάνω λογική ερμηνεία, την οποία ο συγγραφέας της εν λόγω μελέτης αντλεί από το λατινικό grego, που σημαίνει αγελάζω, είναι πράγματι σύμφωνη και η ευρύτερη πολιτική του Βυζαντίου.
Ενώ, δηλαδή, σε κάθε σχεδόν περίπτωση εκχριστιανισμού έχουμε αναφορά και σε υποταγή του συγκεκριμένου λαού στο Βυζαντινό βασιλιά, σε καμία περίπτωση ο εκχριστιανισμός δεν σημαίνει στέρηση της εθνικής ιδιαιτερότητας, της γλώσσας και της ιδιαίτερης εθνικής συνείδησης.
Όπως φαίνεται, λοιπόν, ο εκχριστιανισμός των ειδωλολατρικών και βάρβαρων λαών αποτελούσε την αιχμή του δόρατος στην εξωτερική πολιτική του Βυζαντίου.
Με την αποδοχή της κοινής χριστιανικής πίστης και την είσοδό τους στη πολιτιστική ατμόσφαιρα του Βυζαντίου, οι λαοί αυτοί αποκτούσαν πραγματικά το δικαίωμα της ιδιαίτερης ύπαρξης.
Ο εκχριστιανισμός επομένως σήμαινε και τον εκπολιτισμό τους κατά τα βυζαντινά πρότυπα και σύμφωνα με τις βυζαντινές αντιλήψεις. Θάλεγε κανείς ότι συντελούνταν ένας «εκβυζαντινισμός», σε καμία όμως περίπτωση «εξελληνισμός» και μάλιστα βίαιος και καταναγκαστικός.
Ένα από τα βασικότερα εχέγγυα της ανοχής των Βυζαντινών έναντι του σλαβικού στοιχείου ήταν η επινόηση ιδιαίτερης γραφής και η ελεύθερη απόδοση των ιερών κειμένων στη σλαβική γλώσσα.
Τι είδους εξελληνισμό του σλαβικού στοιχείου θα έκανε η Κωνσταντινούπολη, όταν αναγνώριζε και καθιστούσε επίσημη τη γλώσσα του, μεταφράζοντας σ’ αυτήν ό,τι υψηλότερο, επισημότερο και ιερότερο διέθετε στο χώρο των ιδεών, του πνεύματος και του πολιτισμού;
Είναι, λοιπόν, πολύ ενδιαφέρον, στο σημείο αυτό να τονίσουμε ότι το Άγιο Όρος εξελίχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα και παραγωγικότερα πνευματικά κέντρα, όπου η βυζαντινή θρησκευτική και πολιτική ιδεολογία υφίστατο ελεύθερα τη σλαβική της μεταμόρφωση, ακριβέστερα τη γλωσσική της μεταποίηση και γινόταν κτήμα του σλαβικού κόσμου.
Τα σλαβικά εργαστήρια, που δούλευαν νύχτα και μέρα γιαυτό το σκοπό, ασφαλώς και δεν εργάζονταν κρυφά ή παράνομα είχαν τη συγκατάθεση των βυζαντινών αρχών και τη βοήθεια των Ελλήνων μοναχών.
Αυτό, κατά συνέπεια, που συντελούνταν στο Άγιο Όρος, από τη σκοπιά της πνευματικής επικοινωνίας των Βυζαντινών με τους Σλάβους, δεν ήταν εξελληνισμός.
Το αντίθετο ήταν βήματα πνευματικής χειραφέτησης.
Το γεγονός αυτό μπορεί να εκτιμηθεί καλύτερα και να φανεί η σπουδαιότητά του, εάν ληφθεί υπόψη
α) ότι ο κυριότερος, πολυπληθέστερος και κυρίαρχος πληθυσμός της Αθωνικής Πολιτείας στα βυζαντινά χρόνια είναι ο ελληνικός, και
β) ότι ο αυτοκράτορας και επομένως η βυζαντινή εξουσία, με τις ευρύτερες πολιτικές της τάσεις και επιδιώξεις, είναι πάντα παρούσα και στο πολιτικό και θρησκευτικό γίγνεσθαι του χώρου αυτού.
Οι επισημάνσεις μας, βέβαια, αυτές δεν θα πρέπει να εκληφθούν ως επιχειρήματα κατά της πνευματικής ανεξαρτησίας και της ιδιαιτερότητας του Αγίου Όρους. Γεγονός αναμφισβήτητο είναι, ότι το Άγιο Όρος αποτέλεσε όχι μόνο μια ξεχωριστή και μοναδική πνευματική ιδιαιτερότητα στα πλαίσια της βυζαντινής επικρατείας και μάλιστα και αυτής της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης, αλλά και στον πολιτικό και πολιτισμικό τομέα υπήρξε και παρέμεινε ένα αδιάσπαστο κομμάτι της βυζαντινής κοινωνίας.
Με αυτή δε την ιδιαίτερη μορφή, παρουσία και υπόστασή του χρησίμευε σαν κρίκος σύνδεσης και επικοινωνίας της Αυτοκρατορίας με το σλαβικό κόσμο.
Για τον ίδιο όμως λόγο, και η ελεύθερη διακίνηση των Σλάβων μοναχών από και προς τα μοναστήρια της περιοχής και ακόμα και σε περιόδους έντασης στις σχέσεις του Βυζαντίου με τις χώρες τους, δεν θα πρέπει να ερμηνευτεί και ως διαφοροποίηση των Ελλήνων μοναχών σε σχέση με τη γενικότερη συμπεριφορά και την πολιτική του Αυτοκράτορα.
Το αυτό θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε και προς την πλευρά των Σλάβων μοναχών του Αγίου Όρους η συμπεριφορά τους έναντι των Ελλήνων, σε γενικές γραμμές, δεν αφίστατο εκείνης της επίσημης πολιτικής των χωρών τους.
Το αν δεν εκδηλωνόταν φανερά και δυναμικά, τούτο οφειλόταν στις ευρύτερες συνθήκες που επικρατούσαν στο επίπεδο των διμερών σχέ
σεων.
Σαν ένα μικρό παράδειγμα, σχετικό με τον απόηχο του ευρύτερου βυζαντινοσλαβικού ανταγωνισμού στο χώρο του Αγίου Όρους, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε την περίπτωση της εκεί κυριαρχίας του τσάρου Δουσάν, της επιβολής των Σερβοπρώτων και των άλλων μεταβολών που επέφερε, χωρίς φυσικά να αντιμετωπίσει την έντονη αντίδραση των Σέρβων μοναχών.
Θα μπορούσε να αναφέρει κανείς και άλλα παραδείγματα, όπως την περίπτωση της ρωσικής εξάπλωσης στο Όρος, που, καίτοι μεταγενέστερη, δεν έπαυε να αποτελεί εξωτερίκευση μιας πάντα υπαρκτής τάσης.
Εξάλλου και η ίδρυση ιδιαίτερων σλαβικών μοναστηριών, εκτός από προϊόν αναγκαστικής διεξόδου για την αντιμετώπιση της υπαρκτής δυσχέρειας της γλωσσικής επικοινωνίας και συμπροσευχής με τους Έλληνες αδερφούς τους, θα πρέπει να προήλθε και από κάποιες παρόμοιες τάσεις και επιθυμίες διατήρησης της ιδιαίτερης σλαβικής τους φυσιογνωμίας.
Στο σημείο αυτό, μη διαθέτοντας άμεσες μαρτυρίες για το σκεπτικό και την πορεία της παλαιότερης συγκέντρωσης των Σλάβων μοναχών σε ιδιαίτερα μοναστήρια, θα επικαλεσθούμε μαρτυρίες από το Βίο του αγίου Σάββα των Σέρβων, ο οποίος, ως γνωστό, μόνασε στο Άγιο Όρος, πρώτα ως μοναχός στο ρωσικό μοναστήρι, μετά στη μονή Βατοπεδίου και στη συνέχεια ίδρυσε τη σέρβική μονή του Χιλανδαρίου.
Αυτά συμβαίνουν στα τέλη του 12ου αιώνα.
Είναι ενδιαφέρουσες εν προκειμένω τόσο οι σύγχρονες αναφορές στην ανάγκη ίδρυσης ιδιαίτερης σερβικής μονής, όσο και οι άμεσες αντιδράσεις των Ελλήνων μοναχών.
Στην αρχή, οι δύο Σέρβοι μοναχοί, Συμεών και Σάββας, εμφανίζονται εντελώς απροβλημάτιστοι για μια τέτοια κίνηση.
Κάποιος γέροντας, υπό μορφή Αγγέλου, τους παροτρύνει να ιδρύσουν «σερβικό μοναστήρι», «για να βρουν καταφύγιο εκείνοι από σας», όπως λέει ο βιογράφος τους, «που αγαπούν το Θεό και φεύγουν και από τη ζωή του κόσμου».
Όταν όμως οι Σέρβοι μοναχοί, πατέρας και γιος, πρώην ηγεμόνας και πρίγκιπας, ανακοινώνουν την πρόθεσή τους στον ηγούμενο της μονής Βατοπεδίου, εκείνος συμβουλεύεται πολλούς άλλους μοναχούς (σίγουρα τους Έλληνες που έχει γύρω του) και απαντά ότι η σκέψη αυτή είναι αντίθετη με το θέλημα Θεού.
Στη συνέχεια, βέβαια, ο βιογράφος προβάλλει τη δικαιολογία ότι ο ηγούμενος συμπεριφέρθηκε έτσι, γιατί σκέφτηκε πόσες ευεργεσίες και καλά απολάμβανε από την παρουσία Σέρβων αρχόντων στη μονή του.
Αγαθά που θα έχανε, αν αυτοί αποχωρούσαν.
Πίσω όμως από αυτές τις δικαιολογίες δεν μπορεί να μην κρύβεται και κάποια αντίδραση του ελληνικού στοιχείου απέναντι στην ίδρυση κι άλλου σλαβικού μοναστηριού στον ιερό αυτό χώρο, που ανήκε στη βυζαντινή επικράτεια.
Την τελική λύση τη δίνει ο Πρώτος του Αγίου Όρους και φυσικά ο αυτοκράτορας Αλέξιος Γ' με το χρυσόβουλό του, που εξέδωκε στα 1198, με το οποίο ίδρυσε τη σέρβική μονή Χιλανδαρίου.
Όλο αυτό το σκηνικό, πάντως, μας επιτρέπει να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα, ότι στο Άγιο Όρος απεικονιζόταν σε σμικρογραφία και σε γενικές γραμμές ό,τι συνέβαινε και στον έξω από αυτόν βυζαντινό χώρο.
Δεν θα μπορούσε, δηλαδή, να φανταστεί κανείς ότι στα πέριξ του Αγίου Όρους ασκούνταν πίεση και εξελληνιστική πολιτική, με στόχο την αφομοίωση του σλαβικού στοιχείου, ενώ λίγα μέτρα πιο μέσα στο εσωτερικό του Αγίου Όρους και με συνεργία του αυτοκράτορα καταβάλλονταν προσπάθειες να μεταφραστούν στα σλαβικά τα μοναστικά τυπικά και τα ιερά βιβλία και ιδρύονταν ιδιαίτερες και ελεύθερες σλαβικές μονές.
Γιατί, εδώ θα πρέπει να προσθέσουμε, πως δεν ήταν τυχαίο και το γεγονός ότι η μονή Χιλανδαρίου κατέστη αμέσως σταυροπηγιακή, μη υποκείμενη σε καμιά άλλη μονή ή μοναστική αρχή, παρά μόνο και απευθείας στον αυτοκράτορα.
Φαίνεται δηλαδή από τα παραπάνω, πως η συμπεριφορά των Ελλήνων μοναχών έναντι των Σλάβων αδερφών τους στο Άγιο Όρος αποτελούσε την αποτύπωση της ευρύτερης βυζαντινής στρατηγικής και ιδιαίτερης πρακτικής της Αυτοκρατορίας στις σχέσεις της με το σλαβικό κόσμο.
Και αυτή η πολιτική δεν υπήρξε ποτέ εξελληνιστική υπήρξε όμως σταθερά, μόνιμα και δυναμικά εκβυζαντινιστική, υπό την έννοια της πολιτιστικής ενσωμάτωσής τους στη βυζαντινή πνευματική σφαίρα επιρροής.
Η διάθεση των Βυζαντινών και η επίσημη πολιτική τους απέναντι στο σλαβικό στοιχείο φάνηκε όχι μόνον από την οργάνωση της μεγάλης ιεραποστολής στη Μοραβία, που συνοδεύτηκε και από αναμφισβήτητες κινήσεις ανοχής και αποδοχής της ιδιαιτερότητας του σλαβικού λαού (σλαβική γραφή, σλαβική γλώσσα στη λατρεία κλπ.).
Δείγματα παρόμοιας συμπεριφοράς και μάλιστα σε πιο κοντινούς Σλάβους, που προφανώς είχαν εγκατασταθεί και κατοικούσαν γύρω από βυζαντινά αστικά κέντρα, όπως θα μπορούσε να είναι η Θεσσαλονίκη, έχουμε στα αρχαιότερα σλαβικά χειρόγραφα του 10ου και ίσως στα τέλη του 9ου αιώνα.
Τα μνημεία πάντως αυτά απηχούν μια πραγματικότητα, που ασφαλώς προηγήθηκε του έργου των Θεσσαλονικέων αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου.
Θα λέγαμε πως η πραγματικότητα αυτή χρησίμευε και χρησιμοποιήθηκε από τους δύο αδερφούς στο μεγάλο και κοπιώδες έργο τους, της μετάφρασης των ιερών βιβλίων στα σλαβικά.
Βρίσκεται δε αποτυπωμένη στα ίχνη της αρχικής, μεμονωμένης και αυθόρμητης προσπάθειας κάποιων Σλάβων να προσεγγίσουν, να κατανοήσουν και να διατυπώσουν στη δική τους γλώσσα τις χριστιανικές έννοιες.
Στο σημείο αυτό θα ήταν αρκετό να αναφέρουμε ένα μικρό παράδειγμα, που παρ’ όλη τη μοναδικότητά του δικαιούμαστε να το αξιολογήσουμε όχι απλώς ως πολύ σημαντικό, αλλά και ως αναμφισβήτητο απόηχο μιας ευρύτερης πρακτικής, που δυστυχώς τα ίχνη της, στο μεγαλύτερο μέρος τους, δεν μπόρεσαν να φτάσουν μέχρις εμάς.
Πρόκειται για το υπ’ αρ. 2 σλαβικό χειρόγραφο της νέας σειράς, που βρέθηκαν το έτος 1975 στο Σινά και δημοσιεύτηκαν το 1988.
Σ’ αυτό διασώζεται ένα τμήμα του αρχαιότερου σλαβικού Ψαλτηρίου και ίσως του αρχαιότερου σλαβικού γραπτού μνημείου.
Το ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο του είναι, ότι μετά τους ψαλμούς και τις Ωδές περιλαμβάνει και τη διάταξη του βυζαντινού Εσπερινού, όπου υπάρχει η εξής επικεφαλίδα-τίτλος:
Cin Esperinje sirjeC veCer'nii1, που σημαίνει: ακολουθία του Εσπερινού, τουτ' έστι veCer'nii.
Είναι δε ενδιαφέρον το σημείο αυτό, διότι διασώζει τον απόηχο μιας πρακτικής από την πρώιμη φάση της επικοινωνίας των Σλάβων με την ελληνική πραγματικότητα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Απευθύνεται ο συντάκτης της παραπάνω φράσης σαφώς προς Σλάβους, οι οποίοι είχαν γνωρίσει και είχαν αποδεχθεί τον ελληνικό όρο Εσπερινός και έτσι τον συνήθισαν πια.
Στη φράση όμως αυτή φαίνεται η προσπάθεια αποδεύμευσης από την ελληνική ορολογία και δημιουργίας καθαρά σλαβικής.
Ίσως ειδικά αυτή η διατύπωση να είναι έργο αυτού τούτου του Κυρίλλου ή του αδελφού του Μεθοδίου, που, ακουμπώντας στις μέχρι τότε παραστάσεις και τη σλαβική άμεση και πρακτική προσέγγιση στα θεία μυστήρια, προσπαθούν να χειραφετήσουν τον κόσμο αυτό, δίνοντάς του τη δική του γραφή και διατύπωση της ορολογίας της νέας θρησκείας.
Αυτή λοιπόν η κίνηση, που δεν είναι μεμονωμένη ούτε αυθαίρετη, αλλά γίνεται με την ευλογία του πατριάρχη και με εντολή του αυτοκράτορα, δεν μπορεί με κανένα τρόπο να ερμηνευτεί και να θεωρηθεί ως προσπάθεια εξελληνισμού του «περιεστώτος» —για να χρησιμοποιήσουμε τη λατρευτική έκφραση— σλαβικού λαού.
Αυτή όμως η πραγματικότητα, που καταγράφεται στο χώρο γύρω από την ευρύτερη περιοχή του Αγ. Όρους και ενδεχομένως πριν από τη συγκρότηση του αγιορείτικου κοινοβιακού μοναχισμού, επικρατεί στη συνέχεια και στο εσωτερικό της μοναστικής πολιτείας.
Bλέπουμε, δηλαδή, ότι, ενώ ο τελικός στόχος όλων των μοναχών του Αγίου Όρους είναι η δημιουργία μιας πνευματικής κοινωνίας, όπου η προέλευση ενός εκάστου και οι εθνικές τους διαφορές θα περιορίζονται σε δεύτερη μοίρα ή και θα εξαφανίζονται, δεν παρεμποδίζεται και ίδρυση ιδιαίτερων εθνικών μοναστικών κέντρων στον ίδιο χώρο.
Εκεί μέσα στο καθαρά αγιορείτικο πνεύμα, που είναι η ορθόδοξη άποψη της αφιέρωσης και της επικοινωνίας με το θείο και παράλληλα η βυζαντινή αποτύπωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, με όλο το μεγαλείο αλλά και τις αδυναμίες της, αναπτύσσονται ελεύθερα και τα παραπάνω σλαβικά κέντρα.
Τα σλαβικά μοναστικά κέντρα, που από τη χώρα προέλευσής τους κρατάνε τη γλώσσα, τις ροπές και τις εγγενείς τους ιδιαιτερότητες, ενώ σε όλα τα άλλα ταυτίζονται με το πνεύμα που έχουν δώσει ή κατά καιρούς δίνουν οι Έλληνες αδερφοί τους.
Βλέπουμε, συνεπώς, ότι στο Άγιο Όρος δεν ασκείται εξελληνιστική πολιτική, παρ’ όλο που εκεί οι συνθήκες επιτυχίας για κάτι τέτοιο θα ήσαν ιδανικές.
Βεβαίως, θα αντείπει κανείς, μια τέτοια πολιτική στον πνευματικό εκείνο χώρο θα αντιστρατευόταν προς το πνεύμα του χριστιανικού μοναχισμού.
Ένα τέτοιο όμως επιχείρημα, καίτοι κατά βάση σωστό, θα αδικούσε και θα αγνοούσε την υπόλοιπη βυζαντινή κοινωνία, που σε βασικές γραμμές και στις αρχές της δεν διέφερε από την αγιορείτικη ήταν και εκείνη μια κοινωνία όπου κυριαρχούσε η ορθόδοξη πίστη, η ανοχή και η φιλελεύθερη στάση προς τους ξένους.
Απλώς η κοινωνία του Αγ. Όρους ήταν προέκταση προς το τελειότερο αυτής της βυζαντινής πραγματικότητας.
Και από το άλλο μέρος, εάν υπήρχε τόσο μεγάλη διαφορά στη συμπεριφορά των Ελλήνων ή και της ελληνικής βυζαντινής εξουσίας μέσα και έξω από το ' Αγιο Όρος, τούτο θα μας το φανέρωναν τα διασωθέντα μνημεία και κυρίως τα γραπτά.
Όμως τα μνημεία αυτά, από την πρώιμη ακόμα εποχή του 10ου αιώνα, μαρτυρούν για μια κοινή στάση σε όλη τη βυζαντινή επικράτεια απέναντι στους Σλάβους.
Το χαρακτηριστικό δε είναι, ότι για τα περισσότερα από αυτά τα σλαβικά μνημεία δυσκολευόμαστε να προσδιορίσουμε τον τόπο προέλευσής τους αν δηλαδή προέρχονται από κάποιο πνευματικό κέντρο του ελληνικού ή του σλαβικού χώρου αν προέρχονται από την Πρεσλάβα, από την Αχρίδα, από το Άγιο Όρος ή από τους Άγιους Τόπους και το Σινά, που ήσαν τμήματα της βυζαντινής επικράτειας.
Υπάρχουν λοιπόν κάποια δείγματα παρουσίας των Σλάβων στο Άγιο Όρος από το 10ο ή έστω από τον 11ο κιόλας αιώνα.
Και αυτά αποτελούν μαρτυρίες ιδιαίτερης —ίσως αυτόνομης— πνευματικής τους παρουσίας στο βυζαντινό αυτό χώρο.
Είναι π.χ. τα δύο Ευαγγέλια, Zografskoe και Mariiskoe, που είναι γραμμένα με τη γραφή που είχε επινοήσει για τους Σλάβους ο Κύριλλος, και βρέθηκαν το μεν πρώτο στη μονή Ζωγράφου, το δε άλλο στη Σκήτη της Μαρίας Θεοτόκου, δηλαδή αμφότερα στο Άγιο Όρος.
Δεν θα μπορούσαμε, επομένως, να αποκλείσουμε ότι κάποιοι από εκείνους τους Σλάβους που δειλά δειλά προσέρχονταν —μεμονωμένα έστω— στη χριστιανική πίστη, θέλχθηκαν στα πρώτα κιόλας χριστιανικά τους βήματά από το κάλλος της μοναστικής ζωής.
Θα ήταν λάθος να φανταστούμε πως Σλάβοι μοναχοί άρχισαν να εμφανίζονται μόνον αφού οι ηγεμόνες τους δέχτηκαν το χριστιανισμό ή αφού πρώτα συγκροτήθηκαν οι σλαβικές Εκκλησίες. Και αυτό δείχνει ότι και οι μεμονωμένοι ακόμα εκπρόσωποι του σλαβικού στοιχείου είχαν τη δυνατότητα να συμπεριφέρονται ελεύθερα και να αφήνουν τα ίχνη της ιδιαιτερότητάς τους στους χώρους —στις βυζαντινές περιοχές— όπου έζησαν.
Τούτο, βέβαια, δεν σημαίνει πως στα συγκεκριμένα μοναστήρια και κατά τη συγκεκριμένη εποχή του 10ου ή 11ου αιώνα υπήρχαν αναμφίβολα συγκεντρωμένοι μοναχοί, που χρησιμοποιούσαν αυτά ακριβώς τα βιβλία που έφτασαν μέχρις εμάς.
Γιατί, τα συγκεκριμένα αυτά χειρόγραφα ασφαλώς και μπορεί να κατέληξαν στις εν λόγω μονές πολύ αργότερα. Όπως ενδέχεται κάποια άλλα να είχαν χρησιμοποιηθεί εκεί, που στη συνέχεια να καταστράφηκαν ή να μεταφέρθηκαν κάπου αλλού.
Για την ώρα λοιπόν —και δεν ξέρουμε αν αυτή η εικόνα αλλάξει καμιά φορά, με την ανακάλυψη κάποιων νέων δεδομένων— δεν μπορούμε να πούμε τίποτα με σιγουριά όσο αυθαίρετο είναι το να ισχυριστούμε πως τα συγκεκριμένα χειρόγραφα αποτελούν απόδειξη της σλαβικής παρουσίας στο συγκεκριμένο τόπο και χρόνο στο Άγιο Όρος, άλλο τόσο αυθαίρετο είναι και το να αποκλείσουμε μια τέτοια εκδοχή.
Η παρουσία, εν τούτοις, Σλάβων μοναχών στο Άγιο Όρος ανάμεσα σε Έλληνες, και η ευχέρειά τους να χρησιμοποιούν τα ιδιαιτέρά σλαβικά τους βιβλία, δίπλα στα ελληνικά και η δυνατότητα και ελευθερία που είχαν να συγκεντρώνονται «επί τό αυτό» και να συμπροσεύχονται, κρατώντας στα χέρια τους τα συγκεκριμένα ή κάποια άλλα σλαβικά βιβλία, αποτελεί μια αναμφισβήτητη πραγματικότητα.
Και αυτή η αγιορείτικη πραγματικότητα θα πρέπει να εκτιμηθεί ως μια εν σμικρογραφία ανάγλυφη εικόνα της γενικότερης βυζαντινής κοινωνίας, από τις αντιλήψεις της οποίας επηρεαζόταν και η συμπεριφορά της διοίκησης και των πολιτών της απέναντι στους σλαβικούς και ομόδοξους πια πληθυσμούς, που περιστοίχιζαν τη χώρα ή και μεμονωμένα εισέρχονταν σ’ αυτήν.
πηγή: ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΕΣ ΜΝΗΜΕΣ