Παρασκευή 22 Ιουνίου 2012

ΤΑ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΣΚΗΤΗΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΩΝ. ΜΕΡΟΣ Α΄


                                                                                                   Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

ΤΑ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΑ  ΤΗΣ ΣΚΗΤΗΣ ΤΩΝ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΩΝ
Μέρος Α (17ος-18ος αί.)

                                                Δημοσιεύθηκε στό περιοδικό Μακεδονικά, τεῦχος 36 (2007) σελ. 65-96.


Τα περισσότερα από τα έργα τέχνης πού φυλάσσονται σήμερα στην αγιορείτικη Σκήτη Αγίας Τριάδος των Καυσοκαλυβίων1 και τήν ευρύτερη περιοχή της, προέρχονται από τον 18ο κυρίως αιώνα, δπως εξάλλου συμ­βαίνει και στο σύνολο της αθωνικής χερσονήσου. Τήν εποχή άλλωστε αυτή ιστορήθηκαν με τοιχογραφίες τόσο ο Κυριάκος ναός (δεύτερο μισό 18ου αί.) όσο και τα παρεκκλήσια των Καλυβών της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (1759) και του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου (1777).
Ή ζωγραφική αυτή δραστηριότητα θα πρέπει να συνδεθεί με τή γενι­κότερη πνευματική άνθηση, κατά τό δεύτερο κυρίως μισό του 18ου αί. στο Αγιον Όρος, ή οποία ανιχνεύεται κυρίως κατά τήν περίοδο της φιλοκα­λικής αναγέννησης πού εκδηλώθηκε με αφορμή τό νεοησυχαστικό κίνημα των Κολλυβάδων (αρχή τό 1754)2.
Παράλληλα όμως δυτικίζουσες καλλιτεχνικές επιρροές ακόμη και στην εκκλησιαστική τέχνη άρχισαν να ανησυχούν τήν Εκκλησία και ιδιαίτερα τό πλέον μαχόμενο τμήμα της, τους μοναχούς. Ό συντηρητικός χαρακτήρας της μεταβυζαντινής τέχνης συνυφαίνεται μέ τή διδασκαλία των ιεροπρεπών Κολλυβάδων, ή οποία φαίνεται τελικά να επικρατεί. Θα πρέπει επίσης να υπογραμμίσουμε ότι τήν εποχή πού ιστορήθηκαν οι περισσότεροι ναοί τών Καυσοκαλυβίων ήταν σέ πλήρη εξέλιξη ή διαμάχη γύρω από τα ζητήματα των μνημοσυνών και της συνεχούς μεταλήψεως, στα όποια, ας μη λησμο­νούμε, πνευματικός αρχηγός από την πλευρά των Κολλυβάδων -κατά την πρώτη φάση τους- ήταν ο ιεροδιάκονος Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης ο Πε­λοποννήσιος ο εξ Ιουδαίων (f περ. 1784), πρώτος σχολάρχης της Άθωνιά­δος Σχολής3.
Στη συνέχεια θα κάνουμε μία περιδιάβαση στα τοιχογραφημένα πα­ρεκκλήσια τών Καυσοκαλυβίων4, περιοριζόμενοι στα πλαίσια της παρούσας μελέτης σ' εκείνα της περιόδου 17ου-19ου αι. Τα παρεκκλήσια αυτά, όπως συμβαίνει άλλωστε σ' όλη τή Σκήτη, είναι αναπόσπαστο τμήμα τών Κα­λυβών και συνήθως τα κτίσματα τους αποτελούν επέκταση προς ανατολάς τού κεντρικού κτιρίου τής Καλύβης.
Στή μελέτη αυτή γίνεται μία συνοπτική περιγραφή τού εικονογραφικού προγράμματος τών παρεκκλησίων, ενώ συγχρόνως επισυνάπτονται οι υπάρχουσες ιστορικές ειδήσεις για τους κτίτορες καθώς και τους ζωγρά­φους πού τα ιστόρησαν. Ό υπογράφων τήν παρούσα μελέτη θα εΐναι ευτυ­χής, εάν το αποτέλεσμα τής πολυετούς αυτής ερευνάς του σταθεί κίνητρο ώστε τα αξιόλογα αυτά μεταβυζαντινά μνημεία να τύχουν μελέτης από ειδι­κότερους επιστήμονες.

Το παρεκκλήσι της Υπαπαντής τον Κελίον τον 'Αγίον Νείλον

Στα ανατολικά τών Καυσοκαλυβίων, στην περιοχή τού Κελιού τής Κοι­μήσεως τής Θεοτόκου, γνωστότερου ώς τού «Άγιου Νείλου», και σε μικρή απόσταση από το βασικό κτίριο τού Κελιού, βρίσκεται το εντός μεταγενέ­στερου κτιρίου ναΐδριο τής Υπαπαντής τού Χριστού.
Στο εσωτερικό τού στενόχωρου αυτού παρεκκλησίου σώζονται σπα­ράγματα τοιχογραφιών, πού κατά τήν παράδοση αποδίδονται στον κτίτορα τού ναύδρίου, δσιο Νείλο τον Μυροβλύτη (+ 1651)5, ο όποιος ασκήθηκε σε παρακείμενο σπήλαιο. Σύμφωνα με τον Βίο του, ο Όσιος κατείχε τή ζωγρα­φική τέχνη, τήν οποία εξασκούσε και πριν έλθει στον 3Άθω. 'Άλλωστε στο ιερό Βήμα τού παρεκκλησίου τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου, στο ϊδιο Κελί, φυλάσσεται εικόνα τής Θεοτόκου 'Οδηγήτριας, πού αποδίδεται κι αυτή στον όσιο Νείλο (είκ. 1). Μεταξύ τών σπαραγμάτων τών τοιχογραφιών δια­κρίνεται σαφέστερα ή Γέννηση τού Χριστού (είκ. 2).
Στή θέση τού σημερινού παρεκκλησίου τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου πού κτίστηκε το 19086, υπήρχε παλαιότερος ναός πού καταστράφηκε από τον σεισμό του 1905, και ήταν κατάγραφος. Σύμφωνα μέ άποτειχισμένη μαρμάρινη επιγραφή7, ο ναός άνηγέρθη από τον ιερομόναχο Πελάγιο8 το 1745. Ή επιγραφή όμως δέν αναφέρει κάτι σχετικά μέ τήν αγιογράφηση. Σύμφωνα πάντως μέ τον επίσκοπο Πορφύριο Ούσπένσκι, ο ναός ιστορήθη­κε τό 17529. Άς δούμε πώς περιγράφει τον ναό ο ρώσος περιηγητής και ιστορικός:
Πέρασα μία νύκτα στη σκήτη [τών Καυσοκαλυβίων] καί το πρωΐ ξεκί­νησα για τη Λαύρα. Σε μισή ώρα φθάσαμε στο κελλί τον ήσνχαστή Νείλου. Οι αδελφοί με πήγαν στην εκκλησία τους, ή οποία κτίστηκε πριν το 1744 (δταν τήν είδε ο Μπάρσκν) καί καθαγιάστηκε στή μνήμη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Ή μικρή εκκλησία είναι ζωγραφισμένη το 1752. Στον τοίχο είχε ζωγραφιστεί ο άγιος Νείλος, κρατώντας ενα χαρτί πού λέει: «αδελφοί, τα δπλα του μονάχου είσιν ή μελέτη, ή προσευχή, ή διάκρισις, ή ταπεινοφροσύ­νη και ή κατά Θεόν υπακοή....»10.
Στον σημερινό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου βρίσκονται τρεις φο­ρητές εικόνες, έργα των οποίων προτείναμε την απόδοση στον ευρύτερο κύ­κλο του ιερομόναχου Παρθενίου του εκ Φουρνα των Άγραφων11 και των μαθητών του. Οι εικόνες αυτές προέρχονται από τό τέμπλο του κατεδαφι­σμένου ναού πού επανατοποθετήθηκε στο νέο παρεκκλήσι.
Είναι πολύ πιθανόν ο ζωγράφος των παραπάνω φορητών εικόνων να ιστόρησε και τους τοίχους του κατεδαφισθέντος ναού, όπως έχει συμβεί και μέ τις άλλες περιπτώσεις έργων τών οποίων προτείναμε την απόδοση στον παραπάνω ζωγράφο και τό εργαστήριο του, όπως ο κυρίως ναός του Κυ­ριακού τών Καυσοκαλυβίων, τό παρεκκλήσι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου της Καλύβης του Άγιου Άκακίου στην ϊδια σκήτη, τό παρεκκλήσι του Άγι­ου Στεφάνου του ομώνυμου Κελιού - εξαρτήματος της μονής Άγιου Παντε­λεήμονος στην περιοχή τών Καρυών και τό πιθανότερο του παρεκκλησίου τού Τιμίου Προδρόμου (γνωστό και ώς «Προδρομάκι») στον περίβολο της δεύτερης (χρονολογικά) Άθωνιάδος Σχολής, στις Καρυές.
Σύμφωνα μέ διηγήσεις τού γέροντος Μεθοδίου πού μόνασε στο κελί αυτό (έγινε μοναχός τό 1927), τα σπαράγματα τών τοιχογραφιών μαζί μέ τους σο­βάδες από τον κατεδαφισθέντα ναό, οι παλαιότεροι Πατέρες συγκέντρωσαν και έθαψαν σέ τόπο κοντά στο κοιμητήρι τού Κελιού. Στο σημερινό Κελί, οι εκεί πατέρες φυλάσσουν μικρό σπάραγμα τοιχογραφίας (τμήμα προσώπου), από τα προαναφερθέντα σπαράγματα. Χρειάζεται περισσότερη μελέτη για να διαπιστωθεί ή συγγένεια της τέχνης τών σπαραγμάτων αυτών μ' εκείνη τού εργαστηρίου τού ιερομόναχου Παρθενίου τού εξ Αγράφων. 

Το παρεκκλήσι 'Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου καί ο ζωγράφος του μοναχός Μητροφάνης ο Χίος

Ή καλύβη τού Άγιου Ιωάννου τού Θεολόγου (είκ. 3) είναι μία από τις ιστορικότερες στή σκήτη Καυσοκαλυβίων. Τήν καλύβη πού πριν κατείχε ο ιερομόναχος Παρθένιος Άγιοαρτεμίτης ο πνευματικός12 άνεκαίνισε ο έπί­ σης ιερομόναχος και πνευματικός Παΐσιος Καυσοκαλυβίτης από την Άγιά­σο της Λέσβου13 το 1766. Ό Παΐσιος, χαρισματική φυσιογνωμία με πολλές και σημαντικές γνωριμίες στην Κωνσταντινούπολη, εΐχε οργανώσει κοινο­βιακά τη δεκαμελή συνοδεία του, αν και ζοΰσε σέ σκήτη. Χωρίς να εγκατα­λείψει τελείως τα Καυσοκαλύβια, βρέθηκε στή Σκόπελο, όπου τό 1770 ή οικογένεια Εύαγγελινών του δώρησε -τό πιθανότερο μέ παρότρυνση του γνωστού στον Παισιο, λογίου μοναχού Καισάριου Δαπόντε (1713/4-1784)14­τήν ερειπωμένη τότε σταυροπηγιακή μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος15, όπου και εγκατέστησε γυναικεία αδελφότητα, τήν οποία και οργάνωσε κοι­νοβιακά16 υπό τήν ηγουμένη Μελάνη μοναχή Μεσολογγίτισσα17. Τό 1784 ανέλαβε (μετά από αίτηση των Ξενοφωντινών και σχετικό σιγίλιο του Πα­τριάρχου Γαβριήλ Δ') την ήγουμενία και την κοινοβιακή οργάνωση της μονής Ξενοφώντος18 (τής πρώτης πού έπανακοινοβιοποιήθηκε κατά τήν τε­λευταία αθωνική περίοδο), ενώ μεταξύ τών ετών 1794-1796 διετέλεσε ηγού­μενος τής Μεγίστης Λαύρας19. Έκοιμήθη το 1801.
Πάνω από τή δυτική θύρα εισόδου του ναού του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου πού ανακαινίστηκε στα 1766 και ιστορήθηκε στα 1777, υπάρχει ή εξής επιγραφή, σκαλισμένη σε μαρμάρινο υπέρθυρο, γραμμένη σε δύο στήλες:
(αριστερά) ΩΣ ΠΡΟΣΕΛΕΞΩ ΚΥΡΙΕ TOY ABE Α ΤΗΝ ΘΥΣΙΑΝ, / ΟΥΤΩ ΚΑΜΟΥ ΤΟΥ ΑΟΥ ΑΟΥ ΣΟΥ ΑΙ ΑΚΡΑΝ ΕΥΣΠΑΑΓΧΝΙΑΝ / ΤΟΝ ΝΑΟ Ν TONA Ε ΤΟΝ ΣΕΠΤΟ Ν, ΤΟΝ ΕΠΙ ΤΩ TIM ΙΩ / ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΙΜΩ­ΜΕΝΟΝ ΕΝ ΧΡΟΝΩ ΑΙΩΝΙΩ / ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΜΑΘΗΤΟΥ, ΦΙΑΟΥ, ΗΓΑ­ΠΗΜΕΝΟΥ, ΤΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΘΙΟΥ ΣΟΥ, Κ[Α\] ΜΥΣΤΟΥ, Κ[Α\] ΠΑΡ­ΘΕΝΟΥ
(δεξιά) ON ΣΟΙ ΠΡΟΣΦΕΡΩ ΑΟΥΑΙΚΩΣ Κ[Α\] TE ΕΑΑΦΙΑΙΩΣ / ΠΑΙΣΙΟΣ Ο ΕΥΤΕΑΗΣ, ΘΥΤΗΣ. ΜΙΤΥΑΗΝΑΙΟΣ, ΑΑΠΑΝΗ ΜΕΝ ΤΩΝ ΕΥΣΕΒΩΝ ΝΥΝ ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΘΕΝ ΤΑ /ΑΙΑ ΧΕΙΡΟΣ ΒΕΝΙΑΜΙΝ Α Ε ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΘΕΝΤΑ / ΕΝ ΕΤΕΙ ΣΩΤΗΡΙΩ ΑΨΞΣΤ [1766] / ΜΗΝΙ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ Κ (είκ. 4).
Στην επιγραφή αύτη μεταφέρεται πιστά το κείμενο επιγράμματος πού συνέθεσε ο μοναχός Καισάριος Δαπόντες, φίλος του κτίτορος του ναού ιε­ρομόναχου Παϊσίου20. Οι μόνες διαφορές είναι στην πρώτη σειρά του δευ­τέρου τμήματος πού το επίγραμμα λέει: νυν καί εδαφιαίους, αντί για Κ[Α\\ TE ΕΔΑΦΙΑΙΩΣ, καθώς καί στο τέλος της επιγραφής πού στο επίγραμμα λέει: Από Χ(ριστο)ϋ γεννήσεως εις χρόνους τους χίλιους οκτώ επί έξήκοντα καί y ε επτακόσιους. Σχετικά με τον Βενιαμίν πού στην επιγραφή αναφέρεται ότι «επεξεργάστηκε» (εδώ θα πρέπει να εννοήσουμε δτι εργάστηκε χειρονα­κτικούς στην ανακαίνιση του ναού) τον ναό, πρόκειται για τον μοναχό Βε­νιαμίν πού τό ονομά του αναφέρεται ώς συνοδεία του Παϊσίου μαζί μέ τον ιερομόναχο Θεοδόσιο, στο ομόλογο πού δόθηκε στον Παΐσιο τό 1776 από τή Μεγίστη Λαύρα21.
Στο εσωτερικό του ναού, πάνω από τή δυτική πύλη εισόδου, βρίσκουμε τήν έξης επιγραφή, γραμμένη σέ δύο σειρές:
Η ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΘΕΙΟΥ ΝΑΟΥ ΙΕΡΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΕΡΑΣ ΕΙΛΗΦΕ ΔΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΚΑΙ ΕΞΟΔΩΝ ΤΟΥ ΠΑΝΟΣΙΩΤΑΤΟΥ ΕΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙΣ ΠΑΤΡΑΣΙ ΚΥΡΙΟΥ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΛΕΣΒΙΟΥ, καί στην κάτω σειρά μέ διαφο­ρετικού χρώματος γράμματα: ΔΙΑ ΧΕΙΡΟΣ ΔΕ ΤΟΥ ΟΣΙΩΤΑΤΟΥ ΕΝ ΜΟΝΑΧΟΙΣ ΚΥΡ ΜΗΤΡΟΦΑΝΟΥΣ ΧΙΟΥ ΕΝ ΕΤΕΙ ΜΕΝ, ΑΨΟΖ [1777] φ, ΜΗΝΙ ΔΕ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ Ι (είκ. 5).

Ό ζωγράφος Μητροφάνης μοναχός ο Χίος

Σύμφωνα μέ τήν επιγραφή, ο ζωγράφος πού ιστόρησε τό παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου είναι ο μοναχός Μητροφάνης ο Χίος. "Εργα του ϊδιου ζωγράφου (φορητές εικόνες) αναφέρονται σέ ναούς του Μεταξοχωρίου Άγιας Λαρίσης22. Θα πρέπει επίσης ο Μητροφάνης ο Χίος να ταυτιστεί μέ τον «ιστοριογράφο Μητροφάνη» πού μαζί μέ το συνεργείο του ιστόρησε τη φιάλη της μονής Δοχειαρίου στο εΆγιον Όρος στα 1773­177423. Το μικρό αυτό αλλά κατάγραφο οικοδόμημα άνηγέρθη τό 1765, μέ έξοδα του επίσης Χίου Προηγουμένου Ιωσήφ Δοχειαρίτη, σύμφωνα μέ σω­ζόμενη κτιτορική επιγραφή. Το όνομα του ζωγράφου δέν αναγράφεται στην επιγραφή. Μας είναι όμως γνωστό -όπως άλλωστε και τό κόστος τής δου­λείας του- από κατάστιχο «ληψοδοσιών» τής μονής Δοχειαρίου, γραμμένο από τον τότε σκευοφύλακα Κύριλλο. Σ' αυτό αναφέρεται ότι τον Δεκέμβριο του 1774, δόθηκαν στον Μητροφάνη για τα «ιστορικά του φιαλιου» 254 γρό­σια, ενώ άλλα 5 γρόσια δόθηκαν στους «υπηρέτες» των «ιστοριογράφων», δηλαδή του ζωγράφου και του συνεργείου του24.
Πρόσφατα επίσης αποδώσαμε στον ϊδιο ζωγράφο τις παρακάτω φο­ρητές εικόνες τής συλλογής του Κυριακού Καυσοκαλυβίων καθώς και των Καλυβών Αγίου Ευσταθίου και 'Αγίων Αποστόλων τής ϊδιας σκήτης.
Πρόκειται για τις εξής εικόνες:
1)                 Του οσίου Μαξίμου του Καυσοκαλύβη (αρ. είκονοθήκης Κυριακού 25). Ό Όσιος παριστάνεται όρθιος ολόσωμος φορώντας τό μοναχικό του σχήμα και μανδύα. Στο δεξί του χέρι κράτα σταυρό, ενώ από τον καρπό τού αριστερού του κρέμεται κομποσχοίνι. Τό βάθος είναι στο πάνω τμήμα τής εικόνας κυανούν, ενώ στο κάτω τμήμα κυριαρχούν αποχρώσεις τής ώχρας.
2)                 Τών αγίων Κοσμά και Δαμιανού τών Αναργύρων (αρ. είκονοθ. 10). Οι Αγιοι παριστάνονται όρθιοι στή γνωστή εικονογραφική σύνθεση. Ό κά­μπος είναι γαλάζιος, ενώ στο κάτω μέρος λαδοπράσινος.
3)                 Τών αγίων Αθανασίου και Κυρίλλου Πατριαρχών Αλεξανδρείας τού έτους 1777 (αρ. είκονοθ. 18). Ό κάμπος τής εικόνας είναι ανοικτός γαλάζιος.
4)                 Τού οσίου Θεοδοσίου τού Κοινοβιάρχου (αρ. είκονοθ. 26). Οι Αγιοι παριστάνονται όρθιοι. Ό κάμπος εΐναι ανοικτός γαλάζιος.
5)                 Τών Αποστόλων Ανδρέα και Λουκά (αρ. είκονοθ. 16). Οι Αγιοι πα­ριστάνονται όρθιοι. Ό Απόστολος Ανδρέας κράτα στο αριστερό του χέρι κλειστό ειλητάριο, ενώ ο Ευαγγελιστής Λουκάς κράτα μέ τό αριστερό κλει­στό ευαγγέλιο και μέ τό δεξί ευλογεί. Ό κάμπος εΐναι γαλάζιος και στο κά­τω μέρος καφέ.
6)                 Τών οσίων Μαξίμου τού Καυσοκαλύβη, Θεοδοσίου τού Κοινοβιάρ­χου και 'Αθανασίου του Άθωνίτου. Και οί τρεις Όσιοι παριστάνονται όρ­θιοι κρατώντας ανοικτά ειλητάρια. Ό κάμπος της εικόνας είναι ανοικτός πράσινος.
7)                 Του αγίου Νικολάου Μύρων σέ προτομή με ευαγγέλιο να ευλογεί (αρ. είκονοθ. 18). Ή απόχρωση του κάμπου της εικόνας είναι ανοικτή ροδό­χρωμη ώχρα.
8)                 Των Είσοδίων της Θεοτόκου (αρ. είκον. 14). Στην εικόνα δεσπόζουν τα κτίρια στο πάνω μέρος της. Ό κάμπος είναι ϊδιας απόχρωσης μ' αυτή της προηγουμένης εικόνας του αγίου Νικολάου.
9)                 Ό άββας Ζωσιμάς και ή όσια Μαρία ή Αύγυπτία. Ό Όσιος με μο­ναχικά ενδύματα αλλά συγχρόνως φέροντας έπιτραχείλιο, παριστάνεται να δίνει τή θεία Μετάληψη στην Όσια πού φέρει κόκκινο ένδυμα το όποιο αφήνει όμως να φανεϊ τό σκελετωμένο ασκητικό της σώμα. Ό κάμπος της εικόνας είναι στο πάνω μέρος γαλάζιος ενώ στο κάτω λαδοπράσινος.
10)             Ή αγία Αίκατερίνα (αρ. είκον. 15). Ή Αγία είναι ένθρονη, φοράει βασιλικά ανοιχτόχρωμα ενδύματα, ενώ στο αριστερό της χέρι κράτα κλειστό ευαγγέλιο.
11)             Ό Τίμιος Πρόδρομος. Εικόνα μικρού μεγέθους μέ τον άγιο Ιωάννη σέ προτομή, να κράτα ανοικτό ειλητάριο πού αναγράφει τή γνωστή σώζου­σα προτροπή του βαπτιστού του Κυρίου: Μετανοείτε. Ήγγικε γαρ ή Βασι­λεία των Ουρανών.

Στο τέμπλο του παρεκκλησίου της Καλύβης του Αγίου Ευσταθίου της Σκήτης Καυσοκαλυβίων πού κτίστηκε τήν ϊδια χρονιά μέ τον παραπάνω ναό του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, υπάρχουν δύο εικόνες, του Αγίου Νικολάου και του Όσιου Αθανασίου του Αθωνίτη, πού εμείς αποδίδουμε στον Μητροφάνη τον Χίο, αφού όλα τα στοιχεία τεχνοτροπικά, σχεδιαστικά, καλλιτεχνικά καθώς και οί επιγραφές παραπέμπουν στις αντίστοιχες εικό­νες τών ϊδιων αγίων πού βρίσκονται στο τέμπλο του ναού του Αγίου Ιωάν­νου του Θεολόγου τών Καυσοκαλυβίων.
Επίσης, στον ναό της Καλύβης τών Αγίων Αποστόλων της ϊδιας Σκή­της υπάρχει φορητή εικόνα, έργο του Μητροφάνη, πού παριστά ολόσωμους τους αγίους Διονύσιο τον εν Όλύμπω, Νήφωνα Πατριάρχη Κωνσταντινου­πόλεως και Αθανάσιο τον εν τω Άθω. Και οί τρεις τους κρατούν ανοικτά ειλητάρια.
Στον ϊδιο ζωγράφο θα πρέπει να αποδοθούν και τρεις φορητές εικό­νες του σκευοφυλακίου του Πρωτάτου. Πρόκειται γιά τις εικόνες α) Ή Αγία Οικουμενική Πρώτη Σύνοδος, μέ επιγραφή: ΧΕΙΡ ΜΗΤΡΟΦΑ­ΝΟΥΣ ΜΟΝΑΧΟΥ 177025, β) Ό Άγιος Σίλβεστρος πάπας Ρώμης και ό
'Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός2 6 και γ) Ή Σύναξις των Αγιορειτών Πα­τέρων27.
Στον Χιώτη μοναχό Μητροφάνη και το εργαστήριο του θα πρέπει επί­σης να αποδοθούν οι τοιχογραφίες του παρεκκλησίου του Γενεσίου του Τι­μίου Προδρόμου της μονής Ζωγράφου πού κτίστηκε τό 176828 καθώς και οι τοιχογραφίες τής Λιτής τής μονής Ιβήρων. Οι τελευταίες είναι έργα του έτους 1768, σύμφωνα μέ τήν παρακάτω επιγραφή:
ΛΝΙΣΤΟΡΗΘΗ Ο ΠΑΡΟΝ ΝΑΡΘΗΚΑΣ / ΑΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΚΑΙ ΕΞΟΔΟΥ ΤΟΥ ΟΣΙΩΤΑΤΟΥ / ΚΑΙ ΤΙΜΙΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΚΥΡ ΑΝ ΑΝ ΙΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝ / ΕΥΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΝΟΣΙΩ Τ ΑΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΚΥΡ ΑΒΡΑ /Μ ΙΟΥ7ET ΕΙ ΑΨΞΗ [1768].
Πρόσφατα εντοπίσαμε στην απέναντι του Αγίου Όρους νήσο Σκόπε­λο29, φορητές εικόνες πού θα πρέπει επίσης να αποδοθούν στο εργαστήριο του μοναχού Μητροφάνη τού Χίου.
Συγκεκριμένα πρόκειται για τα εξής έργα:
Στή μονή τής Επισκοπής Σκοπέλου30 και στο εσωτερικό τού μικρού καθολικού, βρίσκεται μεγάλων διαστάσεων φορητή εικόνα των Τριών Ιε­ραρχών. Σέ βαθύ κυανό κάμπο εικονίζονται ολόσωμοι, και από τα αριστερά προς τα δεξιά, οι τρεις ιεράρχες Γρηγόριος ό Θεολόγος, Ιωάννης ό Χρυσό­στομος και Βασίλειος ό Μέγας. Και οι τρεις κρατούν κλειστά ευαγγέλια, ενώ οι φωτοστέφανοι τους φέρουν ανάγλυφες αργυρές επενδύσεις. Ό κάμπος τής εικόνας είναι κυανούς, τα δέ φωτίσματα τών πλούσια διακοσμημένων ενδυμάτων, ιδίως τού Χρυσοστόμου, έχουν γίνει μέ τήν προσφιλή για τον Μητροφάνη αλλά και άλλους ζωγράφους τής εποχής του μέθοδο τής ευρεί­ας χρήσης χρυσοκονδυλιας.
Στον ενοριακό ναό τού Άγιου Παντελεήμονος τής Χώρας Σκοπέλου31 επισημάναμε δύο πολύ επιμελημένες στην τέχνη φορητές εικόνες πού θα

πρέπει να αποδοθούν στο εργαστήριο του μοναχού Μητροφάνη τού Χίου. Πρόκειται για την εικόνα τού Χριστού Παντοκράτορος και της Θεοτόκου Έλεούσσας. Βρίσκονται και οι δύο σε προσκυνητάρια, σέ περίοπτες θέσεις εντός τού ναού και φέρουν στα φωτοστέφανο τους αργυρές ανάγλυφες επενδύσεις. Στο κατώτερο τμήμα της πρώτης εικόνας σώζεται ή έξης αδη­μοσίευτη μεγαλογράμματη επιγραφή: «Δέησις τού δούλου τού Θεού Λά­μπρου της συμβίας αυτού και των τέκνων αυτών. 1774», ενώ στο αριστερό τμήμα τής δεύτερης είναι γραμμένη ή μεταγενέστερη μικρογράμματη επι­γραφή: Ή έλεοϋσα32.
Στή μονή τής Μεταμορφώσεως τού Σωτήρος Σκοπέλου, στην οποία ανα­φερθήκαμε παραπάνω και στον πρώτο όροφο τής βορειοδυτικής πτέρυγας, βρίσκεται τό παρεκκλήσιο τού Άγιου Ιωάννου τού Θεολόγου, τό όποιο ο ανακαινιστής τής Μονής, ιερομόναχος Παΐσιος Καυσοκαλυβίτης, ίδρυσε προς τιμήν -όπως πιστεύουμε- τού αγίου στον όποιο έτιματο ο ναός τής Κα­λύβης τής μετανοίας του* δηλαδή τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο.
Στο τέμπλο τού μικρού αυτού παρεκκλησίου βρίσκονται οι φορητές εικόνες τού Χριστού, τής Θεοτόκου και τού αγίου Ιωάννου τού Θεολόγου, έργα τού ιδίου ζωγράφου. Ό κάμπος και τών τριών εικόνων είναι γαλαζο­πράσινος.
Ό Κύριος, στον τύπο τού Παντοκράτορος, βαστά ανοικτό ευαγγέλιο, στο όποιο τό κείμενο (Έγώ ειμί το φως τον κόσμου...) είναι σέ μεταγενέστε­ρη μικρογράμματη γραφή. Οι επιγραφές είναι γραμμένες εντός περίτεχνων μπαρόκ μεταλλίων, όπως συμβαίνει και στή διπλανή εικόνα τής Θεοτόκου
βρεφοκρατούσας, πού είναι ιστορημένη στον τύπο της Όδηγήτριας και φέ­ρει στην κεφαλή της βασιλικό στέμμα.
Στην τρίτη εικόνα εικονίζεται ο ευαγγελιστής Ιωάννης μέ τον μαθητή του Πρόχορο, στην κλασική παράσταση μπροστά κατά τήν οποία απεικονί­ζονται στην είσοδο ενός σπηλαίου. Ή παράσταση παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες μέ τήν αντίστοιχη του ιδίου ζωγράφου, πού βρίσκεται στο τέ­μπλο του παρεκκλησίου του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου της ομώνυμης Καλύβης των Καυσοκαλυβίων, τόσο στο σχέδιο και τις επιγραφές όσο και στα τεχνοτροπικά και καλλιτεχνικά χαρακτηριστικά. Ό Ευαγγελιστής είναι στραμμένος κατά τα τρία τέταρτα προς τα αριστερά, ενώ ο Πρόχορος γρά­φει σέ ανοικτό βιβλίο τήν Αποκάλυψη, όπως συμπεραίνουμε από τό ανα­γραφόμενο κείμενο. Στο κάτω δεξιό τμήμα της εικόνας και εντός τετραγώ­νου πλαισίου υπάρχει ένθετη παράσταση μέ τή Γέννηση της Θεοτόκου. Στο κάτω αριστερό τμήμα τής εικόνας διαβάζουμε τήν αφιερωματική επιγραφή: +Δέησις τής δούλης τον Θεοϋ Μελάνης μοναχής. 177933. Πρόκειται για τήν ηγουμένη Μελάνη τή Μεσολογγίτισα (f 1784), τήν οποία -όπως προαναφέ­ραμε- ο Παΐσιος εγκατέστησε ως ηγουμένη στή μονή Μεταμορφώσεως.
Του ιδίου ζωγράφου είναι μικρή σέ μέγεθος εικόνα πού απεικονίζει μέ παρόμοιο τρόπο τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο και τον άγιο Πρόχορο, και ή οποία είναι ανηρτημένη σέ τοίχο του παραπάνω παρεκκλησίου.
Εντός τώρα του καθολικού τής Μεταμορφώσεως τής ιδίας μονής βρί­σκεται ανηρτημένη μεγάλων διαστάσεων φορητή εικόνα του έτους 1774 πού απεικονίζει τον άγιο Ευστάθιο και τήν οικογένεια του καθώς και σκηνές από τον Βίο τους, πού θα πρέπει κι αυτή να αποδοθεί στον Χιώτη ζωγράφο.
Τέλος, στον μοναχό Μητροφάνη θα πρέπει να αποδοθεί και ή πολυ­πρόσωπη εικόνα τής Κοιμήσεως τής Αγίας Αννης πού εντοπίσαμε στο κα­θολικό τής μονής Ευαγγελιστρίας Σκοπέλου34. Ή ίδρυση τής μονής αυτής σχετίζεται ως γνωστόν μέ τήν οικογένεια του γνωστού Σκοπελίτη λογίου αλλά και Ξηροποταμηνού μοναχού Καισαρίου Δαπόντε. Ό Δαπόντες γνώ­ριζε τον ζωγράφο Μητροφάνη, μέσα από τον φίλο του Παισιο Μυτιληναίο, όπως δείξαμε παραπάνω. Ή εικόνα φέρει τήν επιγραφή: Ήκοίμησις τής Θε­οπρομήτορος Αγίας "Αννης και εικονίζει τήν Αγία στή νεκρική της κλίνη. Ανάμεσα στο πλήθος ανδρών και γυναικών πού τήν περιβάλλουν, ξεχωρί­ζουν ο συμβίος της άγιος Ιωακείμ, ή θυγατέρα της Κυρία Θεοτόκος και ένας άγιος αρχιερέας ο όποιος και θυμιάζει τό λείψανο τής Αγίας. Στο πάνω μέ­ρος τής εικόνας δεσπόζουν μπαρόκ ρυθμού υψηλά κτίρια και ανάμεσα τους, διακρίνεται ένας εν κινήσει άγγελος πού βαστάζει τήν ψυχή τής αγίας Άννης, ή όποια εδώ παριστάνεται με τη μορφή λευκοντυμένου μικρού κο­ριτσιού35.

Ό ζωγραφικός διάκοσμος τον παρεκκλησίου τον 'Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στα Καυσοκαλύβια

Τό εικονογραφικό πρόγραμμα του ευρύχωρου -σε σχέση με τους πε­ρισσότερους Καυσοκαλυβίτικους ναούς- παρεκκλησίου του 'Αγίου Ιωάν­νου του Θεολόγου, εΐναι πολύ πλούσιο και ό ζωγράφος εντυπωσιάζει μέ τα ζωηρά χρώματα -κυρίως τό ερυθρό- πού χρησιμοποιεί καθώς και τις πολυ­πρόσωπες συνθέσεις του, αν και λόγω του μεγέθους του ναού, θα ήταν δι­καιολογημένος αν θα ήθελε να τις αποδώσει λιτότερα.
Ό ναός είναι τριμερής. Αποτελείται από τό εμπρόσθιο τμήμα πού ξε­χωρίζει από τον υπόλοιπο ναό μέ δύο πλούσια διακοσμημένους κίονες πού στηρίζουν ισάριθμες αψίδες (είκ. 6) και τό όποιο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως Λιτή, τον κυρίως ναό καθώς και τό άγιο Βήμα.
Στή Λιτή, και στις δύο ανώτερες από τις τρεις ζώνες τοιχογραφιών του δυτικού, βορείου και νοτίου τοίχου της, έχουν ιστορηθεί αφηγηματικά σκηνές από τον κύκλο του Βίου και τών θαυμάτων του αγίου Ιωάννου του Θεολό­γου, στον όποιο άλλωστε είναι αφιερωμένος και ο ναός. Έτσι απεικονίζο­νται σκηνές πού φέρουν τις εξής μεγαλογράμματες επιγραφές:
Οι Απόστολοι διανέμονται τον κλήρου, Ό Ιωάννης διστάζει περί τον εαντοϋ κλήρον, Το νανάγιον τον Ίωάννον / ο Πρόχορος αντιλαμβάνεται τον Ίωάννην (είκ. 7), Ό ίαθείς παράλντος νπό τον Ίωάννον υπηρετεί το άρι­στον, Ό Ιωάννης ευρίσκει τον παϊδα σιδήροις δεδεμένον εις θνσίαν τον λν­κον, Ό άρχοντας δακτύλφ δείχνων τον λνκον / Ό Ιωάννης διώκει αντόν, Ό Ιωάννης ελενθερεϊ τον παϊδα, Ό 'Άγιος δεδεμένος σιδήροις εξορίζεται, Δια προσενχής τον Ίωάννον ή Θάλασσα επιρρίπτει τον παϊδα ζώντα ενώπιον αντοϋ, Ό Ιωάννης καταστρέφει τον βωμον της Αρτέμιδος, Ό Λόμνος πνιγείς νπό τον δαίμονος, Ή Ρωμάνα πενθεί τον θάνατον τον Λόμνον, Ό Ιωάννης άναστήνει τον Λόμνον, Ή Ρωμάνα πιστενσασα αιτεί σνγγνώμην παρά τον Ίωάννον, Ό Ιωάννης Ιάται τον θερμαίνοντα, Ό νδρωπικός αίτεϊ την ϊασιν εγγράφως παρά τον Ίωάννον, Ή Ρωμάνα μισθοϋται τον Ίωάννην σνν τω Προχόρω, Ή Ρωμάνα τύπτει τον Ίωάννην, Οι ιερείς προσκλαιόμενοι τω Κν­νωπι κατά τον Ίωάννον, Ό Ιωάννης εκδιώκει τονς δύο σταλέντας δαίμονας νπό τον Κννωπος εκ της Νήσον, Ό Ιωάννης εν τύπφ στανροϋ προσενχόμε­νος/ επνίγη ό Κννωψ εν rfj θαλασσί], Ή Μετάστασις τον Θεολόγου, ΉΆνά­βλνσις της κόνεως εν τω μνήματι τον Ίωάννον.
Στη θέση της τραπεζοειδούς οροφής της Λιτής βρίσκουμε την κυρίαρ­χη σύνθεση μέ τη Σύναξη των Δώδεκα Αποστόλων, ενώ στους τοίχους τής Λιτής (κατώτερη ζώνη) -κυρίως στον δυτικό- και τα έσωρράχια απεικονί­ζονται κυρίως μεγάλες όσιακές μορφές, όπως οι όσιοι 'Ονούφριος, Ιωάννης τής Κλίμακος, Μωϋσής ό Αίθίοψ, Θεόδωρος ο Στουδίτης, Μακάριος ο Αιγύπτιος, Ίωάσαφ, Βαρσανούφιος, Αρσένιος, 'Αντώνιος, Ευθύμιος, Σάβ­βας, Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης, Έφραίμ ο Σύρος, Διονύσιος (τό πιθανότε­ρο, ο εν Όλύμπω), Παχώμιος, και οι όσιοι Δανιήλ ο Στυλίτης, Δοσίθεος, Ίλαρίων, Δωρόθεος και Συμεών ό Στυλίτης, στο νότιο παράθυρο τού κυ­ρίως ναού. Ανάμεσα τους και Καυσοκαλυβίτες όσιοι: Μάξιμος ο Καυσο­καλύβης, Νήφων Αθωνίτης, Νείλος Μυροβλύτης και Πέτρος Αθωνίτης36 (είκ. 8). Υπάρχει επίσης ή τοιχογραφία του οσίου Παϊσίου, προφανώς του Μεγάλου, τού οποίου τό όνομα έφερε ο κτίτορας του παρεκκλησίου ιερο­μόναχος Παΐσιος.
Πάνω από τη δυτική πύλη εισόδου είναι ιστορημένος ό Αναπεσών Κύ­ριος περιβαλλόμενος από πρόσωπα φτερωτών αγγέλων, μέ τή Θεοτόκο να στέκεται δίπλα Του (στ' αριστερά) καθώς και έναν άγγελο (στα δεξιά) πού του δείχνει τα όργανα του σταυρικού μαρτυρίου Του (είκ. 9).
Στον κυρίως ναό τώρα, ο Παντοκράτορας στον τρούλο -ό όποιος, να σημειώσουμε, φέρει επιζωγράφηση και αλλοιώσεις, τό πιθανότερο λόγω εισροής όμβρίων υδάτων- περιβάλλεται από επτάχρωμη ταινία (είκ. 10).
Στην επομένη ζώνη απεικονίζεται ή Θεία Λειτουργία πού επιστέφεται από τήν επιγραφή:
ΚΥΡΙΕ ΚΥΡΙΕ ΕΠΙΒΛΕΨΟΝ ΕΞ ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΑΙ ΙΑ Ε ΚΑΙ ΕΠΙΣΚΕΨΟΝ ΤΗΝΑΜΠΕΑΟΝ ΤΑΥΤΗΝ ΗΝ ΕΦΥΤΕΥΣΕΝ Η ΔΕΞΙΑ ΣΟΥ.
Στή ζώνη πού ακολουθεί βρίσκουμε τους Προφήτες πού εΐναι ζωγρα­φισμένοι εντός γραπτών πλαισίων μέ μπαρόκ διακόσμηση. Μεγάλη είναι ή ομοιότητα τών διακοσμήσεων αυτών πού μιμούνται τα ανάγλυφα δυτικό­τροπα γύψινα και πού δίνουν τήν ψευδαίσθηση τρίτης διάστασης, μέ τα γύ­ψινα πλαίσια πού περιβάλλουν τα παράθυρα και τους φεγγίτες τού τρούλου τού παρεκκλησίου τού Αγίου Ευσταθίου τής ϊδιας σκήτης (στο όποιο θα αναφερθούμε στο Β' μέρος τής μελέτης μας) καθώς και τού ναού τού Αγίου 'Αντωνίου στη Σκήτη Άγιου 'Ανδρέα των Καρυών37. Όμοιοι στους τρεις να­ούς είναι και οι γραπτοί ανάγλυφοι κίονες (σε απομίμηση μαρμάρινων), πού βρίσκονται κυρίως στο άγιο Βήμα.
Ακολουθούν οι τέσσερις Ευαγγελιστές στα λοφία του τρούλου μέ τα σχετικά τους σύμβολα (είκ. 11) καθώς και οι Απόστολοι εκ τών Έβδομήκο­ντα, ένδεδυμένοι ώς συνήθως αρχιερατικά άμφια, στις ακμές των τεσσάρων τόξων, σέ στηθάρια πού τα συνδέει μεταξύ τους κληματσίδα. 'Άλλωστε σχε­τική είναι και ή κυριακή ρήση Έγώ είμί ή άμπελος νμεϊς τα κλήματα ό μένων εν εμοί.., πού αναγράφεται σέ δύο φύλλα ανοικτού ευαγγελίου, το οποίο ιστορήθηκε σέ χώρο πάνω από τήν προσωπογραφία του αποστόλου Ίού­στου.
Στα τεταρτοσφαίρια του βόρειου και νότιου τόξου του ναού είναι ιστο­ρημένα θέματα του χριστολογικού κύκλου. Συγκεκριμένα έχουμε στο βόρειο τόξο τις παραστάσεις της Μεταμορφώσεως, του 'Επιταφίου Θρήνου (είκ. 12), ενώ στο νότιο τόξο, τις παραστάσεις της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, της Ψηλαφήσεως του Θωμά, της Έγέρσεως του Ααζάρου, της Βαϊοφόρου, της Σταυρώσεως και της Άποκαθηλώσεως.
Στην επομένη ζώνη απεικονίζονται συνθέσεις του θεομητορικού κύ­κλου, όπως ή Γέννηση της Θεοτόκου, ό Ασπασμός του 'Ιωακείμ και της Άννας, ό Ευαγγελισμός, ή Υπαπαντή, τα Είσόδια. Ανάμεσα τους ξεχωρίζει ή όντως εντυπωσιακή παράσταση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Στην κατώτερη ζώνη του κυρίως ναού, καθώς και σέ στηθάρια πάνω απ' αυτήν, είναι ιστορημένοι, όπως συνηθίζεται στους αθωνικούς ναούς, άγιοι Μάρτυρες, οι περισσότεροι μέ στρατιωτικές ενδυμασίες. Διακρίνουμε α) στο βόρειο μέρος του κυρίως ναού, τους αγίους Βίκτωρα, Μήνα, Ευστρά­τιο, Μαρδάριο, 'Ορέστη, Προκόπιο, Δημήτριο, Σέργιο και Βάκχο, Μερκού­ριο, Νεόφυτο, Δημήτριο τον Νέο, Ευστάθιο, Χριστόφορο, Αούπο, Νέστορα, Δημήτριο τον Μεγαλομάρτυρα και Αγάπιο (είκ. 13), β) στον νότιο τοίχο, τους αγίους Κύρο και 'Ιωάννη, τους εκ της χορείας τών αγίων Αναργύρων Τρύφωνα, Έρμόλαο, Σαμψών και Παντελεήμονα, Κήρυκο και Ίουλίττα, 'Ιά­κωβο τον Πέρση, Θεόδωρο τον Στρατηλάτη, Θεόδωρο Τύρωνος, Αρτέμιο και τον Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο.
Ή απεικόνιση της όσιας Θεοκτίστης της Λεσβίας, ανάμεσα σε άλλες όσιες, όπως ή όσια Παρασκευή, ή όσια Μελάνη και ή όσια Ειρήνη ή Χρυσο­βαλάντου, σχετίζεται ασφαλώς μέ την καταγωγή του κτίτορος του ναού, Παϊσίου του Λεσβίου.
Πάνω από τον νότιο κίονα της Λιτής εικονίζονται ο Μέγας Κωνστα­ντίνος και ή Άγια Ελένη ως στύλοι τής Εκκλησίας .
Τό 'Άγιο Μανδήλιο, στο κέντρο τής ακμής του ανατολικού τόξου φέρει -όπως και ο Παντοκράτορας τού τρούλου στο πρόσωπο του- επιζωγράφη­ση. Οι επιζωγραφήσεις πιθανόν να έγιναν από τον ιερομόναχο Σεραφείμ ζωγράφο, πού κατοίκησε στην Καλύβη του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, μετά τήν έγκαταβίωση του Παϊσίου και τής συνοδείας του στή μονή Ξενο­φώντος38.
Στον νότιο και βόρειο τοίχο τού κυρίως ναού και κυρίως στο άγιο Βήμα, τό όποιο οριοθετεί εξαιρετικής τέχνης επίχρυσο ξυλόγλυπτο τέμπλο (είκ. 14), απεικονίζονται οι άγιοι ιεράρχες Άβέρκιος, Διονύσιος, Ιγνάτιος, Ιερό­θεος, Μόδεστος, Άντύπας, Ιωάννης ο Ελεήμων, Ιάκωβος ο Άδελφόθεος, Πρόκλος, Μεθόδιος, Αμβρόσιος, Άνθιμος, Έπιφάνιος, Ελευθέριος, Νικη­φόρος, Μελέτιος, Παύλος Κωνσταντινουπόλεως ο Όμολογητής, Ιωσήφ Θεσσαλονίκης, Ανδρέας Κρήτης, Σπυρίδων και Παρθένιος. Όλοι τους ασκεπείς, κρατούν μέ τήν αριστερά τους ευαγγέλιο, ενώ μέ τή δεξιά τους ευλογούν. Τους ιεράρχες συνοδεύει ή επιγραφή: Ιεράρχες μέγιστοι τής ευ­σέβειας κάί γενναίοι πρόμαχοι τής αληθείας.
Τέλος, στο άγιο Βήμα, απεικονίζεται στην οροφή (είκ. 15) ή Άγια Τριά­δα -στή δυτικότροπη εικονογραφική της εκδοχή- περιβαλλόμενη από αγγέ­λους, ενώ ακολουθούν στην πάνω ζώνη δεσποτικές εορτές. Ανάμεσα τους ή Ανάσταση (κι αυτή στή δυτικότροπη εικονογραφική της έκφραση, μέ τους στρατιώτες και τους αγγέλους, χωρίς όμως τις Μυροφόρες), ή Πεντηκοστή (μέ τή Θεοτόκο στην κορυφή τού χορού τών Αποστόλων και τον «Κόσμο» στή βάση τού πετάλου, αλλά και τήν αλληγορική παράσταση τού Κόσμου), ή Βάπτιση, ή Ανάληψη καθώς και ή Γέννηση μέ τή Θεοτόκο και τον Ιωσήφ γονατιστούς εντός τής φάτνης.
Στην αψίδα τού ιερού ιστορείται ή Θεοτόκος Πλατυτέρα τών Ουρανών ή οποία συνοδεύεται από τήν επιγραφή: Τήν γαρ σήν μήτραν θρόνον εποί­ησε και τήν σήν γαστέρα πλατντέραν ουρανών άπειργάσατο πού προέρχε­ται από τον θεομητορικό ύμνο Έπι σοι χαίρει.
Κάτω από τήν παράσταση τής Πλατυτέρας απεικονίζονται οι συλλει­τουργοϋντες ιεράρχες Γρηγόριος ο Θεολόγος, Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Βα­σίλειος ό Μέγας και Αθανάσιος Αλεξανδρείας (είκ. 16). Όλοι τους κρατούν ξεδιπλωμένα ειλητάρια με ευχές από τη Θεία Λειτουργία. Πάνω από τους ιε­ράρχες αυτούς υπάρχει ή επιγραφή: Ό τρώγων μου τήν σάρκα και πίνων μον το αίμα, εν εμοί μένει κ' άγω εν αντώ.
Στην κόγχη της προθέσεως απεικονίζεται ή παράσταση της 'Άκρας Τα­πεινώσεως (είκ. 17). Ό Χριστός στεφανωμένος μέ τό άκάνθινο στεφάνι προ­βάλλει μέσα από τον ανοικτό τάφο. Στα δεξιά και αριστερά του παραστέκο­νται οι θρηνωδουσες μορφές της Μητέρας του και του ήγαπημένου μαθητού του, αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, στον όποιο άλλωστε τιμάται και ο ναός. Κάτω από τη σύνθεση υπάρχει ή επιγραφή: ΕΠΙΣΦΑΓΗΝ ΗΧΘΗ, και ακο­λουθούν οι απεικονίσεις τεσσάρων αγίων διακόνων. 'Ανάμεσα τους και ο άγιος Βενιαμίν, προς τιμήν ϊσως του μοναχού Βενιαμίν, από τή συνοδεία τού Παϊσίου, ο όποιος αναφέρεται στην προαναφερόμενη κτιτορική επιγραφή ως επεξεργασθείς οια των χειρών τον τον ναό.
Στή βόρεια πλευρά τού Βήματος έχουμε τή γνωστή παράσταση μέ τό Όραμα τού αγίου Πέτρου Αλεξανδρείας (είκ. 18). Χαρακτηριστικό πού θα τό συναντήσουμε στην περιγραφή της αντίστοιχης συνθέσεως τού παρεκ­κλησίου της Καλύβης τού Αγίου Ακακίου, είναι ότι τό κείμενο της άποκρί­σεως τού μικρού Χριστού Άρειος ό άφρων είναι σέ ανάστροφη γραφή.
Στις δύο επόμενες εικονογραφικές ζώνες τού αγίου Βήματος απεικονί­ζονται άγιοι ιεράρχες της Εκκλησίας μας.
Στή νότια πλευρά τού Βήματος συναντούμε και τον άγιο Ρηγίνο επί­σκοπο Σκοπέλου δίπλα στον άγιο Μιχαήλ Συνόδων. Ή σέ γειτονική θέση απεικόνιση των δύο αυτών ιεραρχών πρέπει να σχετίζεται μέ τήν παραμονή τού Παϊσίου τού Καυσοκαλυβίτου στή Σκόπελο. Ό άγιος Μιχαήλ έκανε πολλά θαύματα στο νησί, στο όποιο ή μονή Μεγίστης Λαύρας διατηρούσε μετόχι προς τιμήν του. Σήμερα σώζεται μόνο ό ναός τού Αγίου Μιχαήλ πού λειτουργεί όμως ώς ενοριακός39.

Στους πλαϊνούς τοίχους του νότιου παραθύρου του ίερού απεικονίζο­νται οι την ίερωσύνη φέροντες άγιοι Χαραλάμπης, Σίλβεστρος, καθώς και ομάδα αγίων ιεραρχών πού φέρουν το όνομα Γρηγόριος. "Ετσι απεικονίζο­νται οι άγιοι Γρηγόριος ο Διάλογος, ο Νεοκαισαρείας, ο της Μεγάλης 'Αρμε­νίας καθώς και ο επίσκοπος Νύσσης.
Σε κόγχη του διακονικού είναι ιστορημένη ή Θεοτόκος Ζωοδόχος Πηγή (είκ. 19). Γύρω από την πηγή-συντριβάνι εικονίζονται πλήθος πιστοί όλων τών τάξεων πού προσμένουν από τήν Πηγή τής Ζωής τή θεραπεία τους.
'Ολοκληρώνοντας εδώ τή συνοπτική περιγραφή του εικονογραφικού προγράμματος του παρεκκλησίου του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, δεν θα μπορούσαμε παρά να αναφερθούμε και στην απεικόνιση του Αγίου, τού οποίου τό όνομα έφερε ο ζωγράφος τού παρεκκλησίου. Ό άγιος Μητροφά­νης Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ιστορείται σε περίοπτη θέση, στή βό­ρεια πλευρά τού ιερού Βήματος, περιβαλλόμενος από τους αγίους Γρηγόριο Παλαμά και Κύριλλο, καθώς και τον Χριστό, στο πάνω τμήμα τής σύνθεσης, να τους ευλογεί (είκ. 20). Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ο άγιος Μητρο­φάνης είναι ο μόνος -ανάμεσα στους ιστορούμενους στον ναό ιεράρχες- πού φέρει αρχιερατική μήτρα και κράτα τήν αρχιερατική ποιμαντική ράβδο.

Παρεκκλήσι 'Αγίου Μαξίμου του Καυσοκαλύβη40

Ό ναός τής ομώνυμης Καλύβης είναι ο αρχαιότερος σωζόμενος στή σκήτη. Σύμφωνα με τις πηγές, ο ναός κτίστηκε στα 1732 από υποτακτικό τού ιδρυτού τής σκήτης Καυσοκαλυβίων όσιο Ακάκιο, ο οποίος είχε μεγάλη ευλάβεια στον μεγάλο αυτό ήσυχαστή τού 14ου αι. όσιο Μάξιμο τον Καυ­σοκαλύβη41. Σύμφωνα με τον Βίο τού οσίου Ακακίου τού Καυσοκαλυβίτου, ένας από τους μαθητές του «ακούγοντας τον Γέροντα να διηγείται τόσες πολλές φορές για τον όσιο Μάξιμο τον Καυσοκαλύβη ένιωσε μεγάλη ευλά­βεια και σεβασμό σ' αυτόν και, αφού ζήτησε και πήρε τή συμβουλή τού όσιου Άκακίου», έκτισε ναό εις το όνομα τον 'Αγίου Μαξίμου μετά δύο χρό­νους, ύστερον από την κοίμησιν του Όσιου έπάνωθεν της καλύβης του γέ­ροντος?1.
Ένα μεγάλο μέρος της ζωής του ο δσιος Μάξιμος ασκήθηκε στα Καυ­σοκαλύβια* τοποθεσία πού οφείλει άλλωστε τήν ονομασία της στην προσω­νυμία του Όσιου.
Στο παρεκκλήσι τής ερημωμένης σήμερα Καλύβης και πάνω στην κόγ­χη τής αγίας Τραπέζης είναι εντοιχισμένα τρία σπαράγματα τοιχογραφιών. Πρόκειται, συγκεκριμένα, για τμήμα τής παράστασης τής Θεοτόκου Πλατυ­τέρας (είκ. 21) καθώς και για κεφαλές δύο αγγέλων (είκ. 22-23) πού περι­βάλλουν από τα αριστερά και τα δεξιά τήν προηγούμενη παράσταση. Οι διαστάσεις τών αγγέλων είναι δυσανάλογες με τή διάσταση τής εικόνας τής Πλατυτέρας, ώστε να αποκλείεται ή περίπτωση να αποτελούσαν ενιαίο ζω­γραφικό σύνολο.
Σύμφωνα με προφορική παράδοση, οι τοιχογραφίες αυτές προέρχονται από τό δεύτερο Κυριάκο τής Σκήτης πού έχρησιμοποιεΐτο μέχρι τό 1916 ώς κοιμητηριακός ναός. Ό ναός αυτός, επειδή ακριβώς αρχικά κτίστηκε ώς Κυ­ριάκος ναός, ετιμάτο κι αυτός, όπως και τό σημερινό Κυριάκο, τό τρίτο κατά σειρά, στην Άγια Τριάδα. Κατεδαφίστηκε τό 1916 και στή θέση του κτίστη­κε (1919) ο σημερινός κοιμητηριακός ναός, πού τιμάται κι αυτός στο όνομα τής Άγιας Τριάδος. Για μας όμως είναι πιθανότερο οι τοιχογραφίες αυτές να προέρχονται από τον δυτικό εσωτερικό τοίχο του σημερινού Κυριακού, στον όποιο επήλθαν αρκετές μετατροπές λόγω τής ανεγέρσεως τής Λιτής, κατά τό 1810.
Οι εντοιχισμένες αυτές τοιχογραφίες του παρεκκλησίου του Άγιου Μαξίμου φέροντας σχεδιαστικές και τεχνοτροπικές ομοιότητες μ' αυτές του παρεκκλησίου τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου τής γειτονικής Καλύβης του Άγιου Άκακίου, καθώς και μ' αυτές του κυρίως ναού του Κυριακού τής Άγιας Τριάδος τής ιδίας σκήτης, μπορούν να αποδοθούν στον ευρύτε­ρο κύκλο τού ιερομόναχου Παρθενίου τού εξ Αγράφων και τών μαθητών του43.

Βιβλιοθηκάριος Ί. Σκήτης 'Αγίας Τριάδος  Καυσοκαλυβίων ΜΟΝΑΧΟΣ ΠΑΤΑΠΙΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ

--------------------------------------
 
1.      Ή σκήτη, ως οργανωμένος μοναστικός οικισμός, Ιδρύθηκε στις αρχές του 18ου αί. από τον όσιο Άκάκιο τον Καυσοκαλυβίτη (1630-1730). Επίσημη χρονολογία συστάσεως της Σκήτης μπορεί να θεωρηθεί τό 1746, έτος οπού ή κυρίαρχη μονή Μεγίστης Λαύρας εξέδωσε επίσημο έγγραφο προς τή σκήτη, πού θεωρείται ως τό συστατήριο έγγραφο αυ­τής.
2.      Για τό ιστορικό, οικονομικό και πνευματικό περιβάλλον, στο όποιο καλλιεργήθη­κε ή τέχνη στο 'Άγιον "Ορος και κατ' επέκταση στά Καυσοκαλύβια και τήν ευρύτερη πε­ριοχή τους, κατά τον 18ο αι., βλ. μον. Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, «Μεταβυζαντινή τέχνη στη Σκήτη Καυσοκαλυβίων. 'Άγνωστες φορητές εικόνες Διονυσίου του εκ Φουρνα», Πρα­κτικά του Β'Διεθνούς Συμποσίου «'Άγων 'Όρος. Πνευματικότητα καί Όρθοοοξία -Τέ­χνη», Εταιρεία Μακεδόνικων Σπουδών, Θεσσαλονίκη 11-13 Νοεμβρίου 2005, Θεσσαλο­νίκη 2006, σσ. 331-377. Στη μελέτη αύτη διατυπώνονται παράλληλα καί οι σκέψεις μας γύ­ρω από τήν τέχνη του ζωγράφου ο όποιος ιστόρησε τον κυρίως Κυριάκο ναό καί τό πα­ρεκκλήσι της Καλύβης του Άγιου Άκακίου στά Καυσοκαλύβια, ενώ παράλληλα προσ­διορίζονται οι στενές σχέσεις πού έχει τό έργο του μέ εκείνο του ιερομόναχου Διονυσίου του εκ Φουρνα.
3.      Περί του Νεοφύτου βλ. ενδεικτικά: μον. Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, «Λόγιοι τής Σκήτης τών Καυσοκαλυβίων κατά τον 18ο αι.», Θεοδρομία 8 (2000) 73-78.
4.      Γιά τον ζωγραφικό διάκοσμο του Κυριάκου ναού τής Σκήτης, ετοιμάζουμε αυτο­τελή μελέτη.
5.      Βλ. ενδεικτικά: μον. Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, «Όσιος Νείλος ό Μυροβλύτης», Άθωνίτης 47 (2004) 8-9.
6.      Σύμφωνα μέ τήν αδημοσίευτη επιγραφή σε ύπέρθυρη κόγχη: ΟΥΤΟΣ Ο ΘΕΙΟΣ ΚΑΙ ΙΕΡΟΤΑΤΟΣ ΝΑΟΣ ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΘΗ ΔΙ ΕΞΟΔΩΝ ΜΕΘΟΔΙΟΥ ΤΟΥ ΙΕΡΟ­ΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΙ ΤΟΙΣ ΣΥΝΟΔΙΑΣ ΧΑΡΙΤΩΝ ΝΙΛΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΤΩΝ ΜΙΤΥ­ΑΙΝΑΙΩΝ ΕΝ ΕΤΕΙ 1908 ΕΙΣ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ ΓΟΝΕΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΚΑΙ ΣΥΓ­ΓΕΝΩΝ ΑΥΤΩΝ
7.      Ή επιγραφή αυτή σημειώνει: Ύπό Πελαγίου θύτον ,αψμε'.
8.      Ό ιερομόναχος Πελάγιος (f 1788) καταγόταν από τα 'Άγραφα, από το χωριό 'Ασπρόπυργος, τόπο καταγωγής καί του Όσιομάρτυρος Ρωμανού του Καυσοκαλυβίτου (t 5 Ιανουαρίου 1694). Υποτακτικός του παπα-Ίωνα του Καυσοκαλυβίτου (f 1765), έγι­νε αργότερα ηγούμενος της Μονής Προυσού, τήν οποία καί ανακαίνισε, κτίζοντας τό 1754 τό νέο Καθολικό τής Κοιμήσεως της Θεοτόκου, τό όποιο καί φρόντισε να ιστορηθεί τό 1785, από τους μαθητές του ιερομόναχου Διονυσίου του εκ Φουρνα Γεώργιο Γεωργίου καί Γεώργιο Άναγνώστου.
9.      Πορφύριος Ούσπένσκι, Ή Χριστιανική Ανατολή. Αθως, Αγία Πετρούπολις 1892, σ. 414. Ό ϊδιος μας πληροφορεί επιπλέον: Τον ϊδιο χρόνο, τό 1752, στή σκήτη τής Αγίας Αννας Ιστορήθηκε το Κυριάκο από τον Κωνσταντίνο άπό τήν Κοζάνη [σ.σ. από λάθος ό Ούσπένσκυ έγραψε Κοζάνη, αντί για Κορυτσά] καί στην Κερασιά Ιστορήθηκε ή εκκλησία τής Κοιμήσεως, στο μεγάλο κελί τον Αγίου Νείλου. Για τον ναό καί τήν εικο­νογράφηση του αναφέρει καί ό Γεράσιμος Σμυρνάκης (τό πιθανότερο βασισμένος στην περιγραφή του Π. Ούσπένσκι): Ή εκκλησία εκτίστη το 1744 σεμνυνομένη επί τη μνήμη τής «Κοιμήσεως τής Θεοτόκου» καί Ιστορηθεϊσα τό 1752. Έν τινι τοίχω αυτής είναι ιστο­ρημένος ό άγιος Νείλος μετά ελίγματος χάρτου έν χερσίν, έφ' ου γέγραπται: «Αδελφοί, τά δπλα του μονάχου είσίν ή μελέτη, ή προσευχή, ή διάκρισις, ή ταπεινοφροσύνη και ή κατά Θεόν υπακοή» [Γερ. Σμυρνάκης, Τό Αγιον 'Όρος, 'Αθήναι 1903 (ανατύπωση, Κα­ρυές 1988), α 403].
10.  Pervoe putesestvie ν afonskie monastyri i skity archimadrita, nyne episkopa, Por­firija Uspenskago ν 1845 godu, cast' Ija, otdelenie pervoe, Kiev 1877, σ. 293 (Ή πρωτοδη­μοσιευόμενη μετάφραση του κειμένου από τά ρωσικά έγινε από τον ρώσο ελληνομαθή συνεργάτη μας διάκονο Ίγκόρ Μαγκνίτσκι). Στο κείμενο μέ τή λέξη σκήτη θα πρέπει νά εννοήσουμε τή Σκήτη τών Καυσοκαλυβίων, ενώ ό ήσυχαστής Νείλος πρέπει νά ταυτι­στεί μέ τον όσιο Νείλο τον Μυροβλύτη πού ασκήθηκε στο κοντινό μέ τό Κελί τής Κοι­μήσεως της Θεοτόκου σπήλαιο ή μέ κάποιον ήσυχαστή μοναχό πού έφερε το όνομα του Όσιου.
11.  Περί του ιερομόναχου Παρθενίου βλ. μον. Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, «Ιερομό­ναχος Παρθένιος ο εκ Φουρνα τών Άγραφων, ο Πνευματικός και ζωγράφος, ό Σκούρτος. Μία σημαίνουσα πνευματική καί καλλιτεχνική μορφή του Άγιου Όρους», Γρηγόριος ό Παλαμάς 809 (2006) 563-624 (στο έξης: «'Ιερομόναχος Παρθένιος ό εξ Άγραφων»). Οι αναφορές στις εικόνες του Κελίου του Αγίου Νείλου στις σσ. 600-601.
12.  Στο αρχείο της Μεγίστης Λαύρας σώζεται το ομόλογο πού χορηγήθηκε στον Παίσιο το 1776. Παραθέτουμε τό παρακάτω απόσπασμα: ...τήν Καλύβην του Θεολόγου όπου είχεν ό πανοοιώτατος άγιος πνευματικός παπα κυρ παρθένιος ό αγιοαρτεμίτης, τήν οεοώκαμεν μετ' ευλογίας χάριν τω πανοσιοτάτω παπα κυρ Παϊσίω, έχει δε και συνοδεί­αν τόν εν μοναχοϊς γεροβενιαμίν, και τον πανοσιώτατον παπα κυρ Θεοδόσιον... Πάντως ό Ιερομόναχος Παΐσιος βρισκόταν ήδη στην Καλύβη πολύ πριν τό 1776, άφοϋ σύμφωνα μέ τήν κτιτορική επιγραφή στην οποία θα αναφερθούμε «άνεκαίνισε» τον ναό του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στα 1766.

13.  Το επώνυμο του ήταν Παλαιολόγος. Σέ έντυπο της Βιβλιοθήκης της μονής Ξε­νοφώντος (ή Λογική τον Ευγενίου Βουλγάρεως), υπάρχει ή μισοσβησμένη ενθύμηση: Πα­λαιολόγου εκ τής 'Αγίας Σιών (βλ. Ί . Φουντούλης, «Τό πάντιμον λείψανον του Θεοδώ­ρου...», Ό Νεομάρτνς Θεόδωρος ό Βυζάντιος πολιούχος Μυτιλήνης. Πρακτικά επιστη­μονικού Συνεδρίου. 17-19 Φεβρουαρίου 1998, Μυτιλήνη 2000, σ. 244) και μέ το ϊδιο χέρι, αργότερα: Παϊσίου ιερομόναχου. Τόσο ή καταγωγή όσο και το επώνυμο του ιερομόναχου Παϊσίου επιβεβαιώνεται από το γεγονός πώς, όταν εκείνος σπούδαζε στην Άθωνιάδα, υπέγραψε μαζί μέ άλλους μαθητές, επιστολή σχετική μέ τον Ευγένιο Βούλγαρη, σχολάρ­χη τότε της Άθωνιάδος, υπό τό όνομα Παλαιολόγος εξ 'Αγιάσου (πληροφορία όσιολογ. Προχόρου μοναχού Παντοκρατορινού).
14.  Περί του Καισαρίου βλ. Άθ. Καραθανάσης, «Ό Καισάριος Δαπόντες και ή κίνη­ση του βιβλίου στην Βόρειο Ελλάδα», Πραγματεϊαι περί Μακεδονίας. Μελέτες και άρθρα γιά τήν πνευματική κίνηση και ζωή της Νεότερης Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 1990, σσ. 220-235* Ε. Σουλογιάννης, «Καισάριος Δαπόντες (1714-1874). Ή ζωή, ή μόρφωση και οι γνωριμίες του», Θησαυρίσματα 34 (2004) 447-457, όπου και ή σχετική μέ τον Δαπόντε βι­βλιογραφία* Μ. Δ. Πολυβίου, «Ό Καισάριος Δαπόντες και οι απεικονίσεις Νεομαρτύρων στο Καθολικό της Μονής Ξηροποτάμου», Ελληνικά 46/1 (1996) 115-125* ο ϊδιος, «Ή ζη­τεία του Καισάριου Δαπόντε γιά τήν ανοικοδόμηση του Καθολικού της Μονής Ξηροπο­τάμου», Κληρονομιά 24 (1992) 183-203.
15.  Γ. Σιγάλας, «Συμβολή εις τήν ίστορίαν της μονής Μεταμορφώσεως της Σκοπέ­λου», Έπετηρις Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών (1949)* Άδ. Σάμψων, Ναοί και Μοναι εις τήν νήσον Σκόπελον, 'Αθήναι 1974, σσ. 207-209.
16.  Μάλιστα, μέ φροντίδα τού Παϊσίου, εκδόθηκε στά 1778, νέο σιγιλιώδες γράμμα πού επιβεβαιώνει οτι ή Μονή εΐναι σταυροπηγιακή. Μετά τήν κοίμηση τού Παϊσίου ως ηγουμένου πλέον τής μονής Ξενοφώντος, ή μονή Μεταμορφώσεως περιήλθε στην κυριό­τητα τής μονής Ξενοφώντος (αφού άνηκε στον Παΐσιο) και έκτοτε λειτουργεί ώς μετόχι της [βλ. Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Σκοπέλου (προσκυνηματικός οδη­γός), Σκόπελος, χ.χ. έκδ., σ. 9]. Ή μονή πού οργάνωσε ό Παίσιος στή Σκόπελο θά μπο­ρούσε νά θεωρηθεί ή πρώτη προσπάθεια, μετά τά χρόνια τής όσιας Φιλοθέης τής 'Αθη­ναίας, κοινοβιακά οργανωμένης γυναικείας αδελφότητας στον ελλαδικό χώρο. Σέ έντυπο Μηναίο τής μονής Μεταμορφώσεως Σκοπέλου πού τώρα φυλάσσεται στή μονή Ξε­νοφώντος υπάρχει σημείωση τής τότε ηγουμένης στην οποία γίνεται λόγος γιά πολυμελή συνοδεία, περίπου 15 μοναζουσών.

17.   Άν και ή παρουσία τής Μελάνης -αν δέν πρόκειται γιά συνωνυμία- μαρτυρεΐται, σε μαρμάρινη επιγραφή, από το 1743 (βλ. Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως τον ΣωτήροςΣκο­πέλου, δ.π., σ. 15). Ή Μελάνη πάντως απεβίωσε στα 1784, σύμφωνα με ιδιόγραφη σημεί­ωση του Καισάριου Δαπόντε στον κωδ. 334, φ. 8β τής Μονής Ξηροποτάμου: ,αψπδ'... Απράίον... Απέθανε καΐ ή Μεσολογγίτισα καλογραία Μελάνη, ηγουμένη είς το του Σωτήρος μοναοτήριον. Βλ. Σ. Καδας, «Χειρόγραφο με αυτόγραφες σημειώσεις του Και­σάριου Δαπόντε», «Αφιέρωμα στον Εμμανουήλ Κριαρά», Πρακτικά Επιστημονικού Συ­μποσίου, Θεσσαλονίκη 3 Απριλίου 1987, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 219.
18.  Κωδ. Ξενοφώντος 220 (αρ. 517 Συμπληρωμ. Καταλόγου Μανούσακα) έτους 1784, φ. 3: Πρόθεσις του ίεροϋ Κοινοβίου Ξενοφώντος, το τιμώμενον επ' ονόματι του αγί­ου ενδόξου μεγάλο μάρτυρος Γεωργίου και Δημητρίου, συνεγράφη δε εν ω καιρώ συνε­στήθη κοινόβιον υπό του μεγάλου πατρός ημών εν ίερομονάχοις και πνευματικού κυρί­ου Παϊσίου και τών διαδόχων αύτοϋ καθεξής / φ. 2β: Έν ετει σωτηρίω ,αψπδ' [1784] Ία­νουαρίω ιζ συνεστήθη κοινόβιον ώσπερ αντίκρυ δεδήλωται (Πρβλ. κωδ. Ξενοφώντος 253).
19.  Στον κωδ. Καλύβης Ίωασαφαίων Καυσοκαλυβίων 92, φ. 39α υπάρχει επιστολή τής 15ης Μαΐου 1794 του Παϊσίου ως ηγουμένου προς τή Σκήτη Καυσοκαλυβίων, περί πα­ραχωρήσεως Καλύβης εις τον γερο-Άκάκιον. Στο τέλος υπογράφει ως Ό καθηγούμενος του ίεροϋ Κοινοβίου τής μεγίστης Ααύρας Πάίσιος ιερομόναχος και οι συν εμοί έν Χρι­στώ αδελφοί. Στον κωδ. 3, σσ. 213-215 του 'Αρχείου τής Ίερας Κοινότητος, υπάρχει όλο­σφράγιστο γράμμα τής Μεγάλης Συνάξεως προς τή μονή Μεγίστης Λαύρας (3 Φεβρ. 1794) από το όποιο πληροφορούμαστε οτι ή Μονή αποδεχόμενη τήν πρόταση του μητρο­πολίτου Θεσσαλονίκης Γερασίμου, επανήλθε στην κοινοβιακή ζωή, ενώ ως ηγούμενος της είχε επιλεγεί ο παπα-Παΐσιος Ξενοφωντινός, επειδή μεταξύ τών Λαυριωτών δεν υπήρχε κατάλληλο πρόσωπο για να αναλάβει τήν ήγουμενία. Στο γράμμα εκφράζεται ταυτόχρο­να ή εκτίμηση και ή εμπιστοσύνη τής Συνάξεως προς το πρόσωπο του Παϊσίου. Βλ. Χ. Γάσπαρης, Αρχείο Πρωτάτου. Επίτομες μεταβυζαντινών εγγράφων, Εθνικό "Ιδρυμα Ερευνών, 'Αθήνα 1991, σσ. 81-82.

20.  Το επίγραμμα δημοσίευσε ο λόγιος πρωτοπρεσβύτερος Κων. Καλλιανός από τον κώδικα Βατοπαιδίου 1038, φ. 235β [Πρωτατον 27 (1991) 20-21]. Τό επίγραμμα φέρει τον τίτλο: Είς τον εν τω Κανσοκαλνβη vaòv τον κελλίον τον παπα Παϊσίον Μντηληναίον. Ή σχέση του Δαπόντε μέ τον Παΐσιο φαίνεται καί σέ ιδιόγραφη σημείωση του πρώτου στον κώδ. Ξηροποτάμου 344, φ. 10α, σύμφωνα μέ τήν οποία, όταν τον Σεπτέμβριο του 1776 ήλθαν από το Μπρασόβ πέντε σεντούκια μέ αντίτυπα από το βιβλίο του Δαπόντε Έγκόλ­πιον Λογικόν, έδωσε, ανάμεσα σέ άλλους, Τω κνρ Παϊσίω τω Καψοκαλνβίτΐ} εν [βιβλίον]. Επίσης στον ϊδιο κώδικα ό Δαπόντες αναφέρεται καί σέ δύο υποτακτικούς του Παϊσίου: φ. 5β: Το πράσινο μικρό [βιβλίο] περιέχον επιταφίονς νμνονς εις τήν Παναγίαν, και άλλα εις τον Άκάκιον καλόγηρον Παϊσίον τον Καψοκαλνβίτη / φ. 10α: Είς τον Ανθιμον καλό­γηρον τον Παϊσίον εν [βιβλίον] δια το κελλίον τον άγίον Άθανασίον, δια να άναγινώ­σκεται καθ' εκάστην επ' εκκλησίας [τις σημειώσεις του κώδικα αύτοϋ δημοσίευσε ό Καδας, δ.π., σσ. 207 καί 223-224].
21.  .Βλ. παραπάνω σημ. 12.

22.  Βλ. Δ. 'Αγραφιώτης, «Ό Χιοναδίτης αγιογράφος Μιχαήλ Ζήκος και ή συντροφιά του στο Μεταξοχώρι Αγιας», Ηπειρωτική Εστία ΚΣΤ (1977) 508* επίσης, Μ. Χατζηδά­κης-Ε. Δρακοπούλου, "Ελληνες ζωγράφοι μετά την "Αλωση, τ. Β', Αθήνα 1997, σ. 189.
23.  Ί . Τσιουρής, «Η φιάλη», Παρουσία Ιεράς Μονής Δοχειαρίου, Άγιον Όρος 2001, σ. 332.

24.   с/Ож, σ. 333.

25.   Θησαυροί του 'Αγίου 'Όρους, Θεσσαλονίκη 1997, σσ. 190-191.

26.  Κειμήλια Πρωτάτου, τ. Β', Άγιον Όρος 2004, σ. 310.
27.  Θησαυροί του Αγίου 'Όρους, ο.π., σσ. 192-193.

28.  Οι τοιχογραφίες του παρεκκλησίου τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου (κτίστηκε στα 1764 από τον ϊδιο κτίτορα μ' εκείνον του παρεκκλησίου του Προδρόμου και ιστορήθηκε το ϊδιο έτος) στον περίβολο τής ϊδιας μονής, πού φέρουν πολλά κοινά τεχνοτροπικά και επιγραφικά χαρακτηριστικά μέ τήν τέχνη του Μητροφάνους του Χίου, απαιτούν περισ­σότερη μελέτη. Για τα δύο αυτά παρεκκλήσια βλ. Mihail Enev, Mount Athos, Zograph Monastery, Σόφια 1994, σσ. 338-341,352-353.
29.  Για τις σχέσεις τής Σκήτης Καυσοκαλυβίων μέ τή Σκόπελο άλλα και μέ τα άλλα νησιά τών Βορείων Σποράδων, τόσο σέ πνευματικό οσο και σέ καλλιτεχνικό επίπεδο, ετοι­μάζουμε ειδική μελέτη.
30.  Ά. Ξυγγόπουλος, «Ό ναός τής Επισκοπής Σκοπέλου», Αρχαιολογική Έφημερις (1956) 181-198· Σάμψων, ο.π., σσ. 211-213.
31.  Π. Λαζαρίδης, «Μεσαιωνικά Θεσσαλίας και Σποράδων», Αρχαιολογικον Δελ­τίον 19 (1964) Μέρος Β' 2-Χρονικά, 275-276· Σάμψων, ο.π., σσ. 163-164.

32.  Σχετικό με την ερμηνεία τής παρουσίας έργων του εργαστηρίου του Μητροφάνη του Χίου στή Σκόπελο (έκτος βέβαια από τή γνωριμία και συνεργασία του ζωγράφου με τον Καισάριο Δαπόντε και τον Παΐσιο Καυσοκαλυβίτη, στις όποιες αναφερθήκαμε πα­ραπάνω), όπως οι δύο αυτές εικόνες του ναού του Αγίου Παντελεήμονος, πιθανόν να είναι και τό γεγονός οτι ανάμεσα στους πολλούς 'Αγιορείτες πάροικους πού εγκαταστά­θηκαν στή Σκόπελο κατά τή διάρκεια τής τουρκικής κατοχής στον Αθω (1821-1830) ήταν και Καυσοκαλυβίτες μοναχοί. Σύμφωνα με πρωτοδημοσιευόμενη μαρτυρία: 'Οπόταν δε ήλθον οι Τούρκοι στο 'Άγων 'Όρος το 1822 εφνγεν ο παπα-Γεράσιμο ς ούτος εκ τής Κα­λύβης τον το Γενέσιον τον Προδρόμον με τους παραδελφούς καί σνμμοναστάς τον εκ τής σκήτης καί επήγεν εις Σκόπελον και εκεί όλοι άπέθανον, παραλαβόντες μαζί τονς πολλά κινητά πράγματα εκ τής Καλύβης, βιβλία, εκκλησιαστικά σκεύη... Κώδ. Καυσοκαλυβίων 187, σσ. 344-345 (Βλ. μον. Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, Κατάλογος τών χειρογράφων κω­δίκων τον Κνριακον τής Σκήτης 'Αγίας Τριάδος Κανσοκαλνβίων, έκδ. Α. Σταμούλης, Θεσσαλονίκη 2005, σσ. 277-279). "Ισως δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί άσχετο το γεγονός οτι στην Καλύβη τού Αγίου Ευσταθίου (ή οποία εΐναι επίσης γνωστή καί ως «Τιμίου Προ­δρόμου», αφού ό πρώτος χρονολογικά ναός της ήταν αφιερωμένος στο Γενέσιο τού Προ­δρόμου) απ5 οπού προήρχοντο οι πατέρες αυτοί, βρίσκονται -όπως δείξαμε παραπάνω­φορητές εικόνες τού μοναχού Μητροφάνη. Είναι πολύ πιθανόν ανάμεσα στά πράγματα πού μετέφεραν οι πατέρες από τήν Καλύβη τους στή Σκόπελο νά ήταν καί κάποιες εικό­νες πού είχαν φιλοτεχνηθεί από τον Χιώτη ιστοριογράφο.

33.  Σάμψων, ο.π., σ. 112.
34.  Ό . jr., σσ. 200-220.

35.  Ή εικόνα αύτη πάντως δεν περιλαμβάνεται στον λεπτομερέστατο Κώδικα της εν τή νήσω Σκοπέλω Ιεράς κάί Σταυροπηγιακής Μονής τον Ευαγγελισμού, τής επονομαζό­μενης Ευαγγελιστρίας πού συνέταξε στά 1777 ό Καισάριος Δαπόντες (κωδ. Ξηροποτά­μου 193, φφ. 1α-14α).

36.  36. Παραδόξως δεν έχει Ιστορηθεί ο όσιος Ακάκιος ο Καυσοκαλυβίτης. Τοιχογρα­φία ενός οσίου Άκακίου, σε άλλη θέση του ναού, παραπέμπει μάλλον στον όσιο Άκάκιο πού αναφέρεται στην Κλίμακα του οσίου Ιωάννου του Σιναΐτου. Εικονίζεται άλλωστε σε νεανική ηλικία, σε αντίθεση μέ τον όσιο Ακάκιο, ιδρυτή τής Σκήτεως τών Καυσοκαλυ­βίων, πού εικονίζεται πάντοτε σε γεροντική.

37.  "Ισως να υπάρχει κάποια σχέση του ζωγράφου Μητροφάνη μέ τον επίσης Χιώτη στην καταγωγή μοναχό Παχώμιο, τον αρχιτέκτονα του ναοϋ του Σεραγιου (βλ. σχετικά στο προσεχές δεύτερο μέρος της μελέτης μας). Πιστεύουμε οτι θά πρέπει νά διερευνηθεί από τους ειδικούς αρχαιολόγους ή πιθανή σχέση -άπο αρχιτεκτονικής απόψεως- του πα­ρεκκλησίου του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου μέ τον αρχιτέκτονα τών ναών Αγίου Ευσταθίου Καυσοκαλυβίων και Αγίου 'Αντωνίου Σκήτης Αγίου Ανδρέα, καθώς αυτά άνεγέρθηκαν τήν ϊδια εποχή, ενώ παράλληλα ό κτίτορας του ναοϋ του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, ιερομόναχος Παΐσιος ό Μυτιληναίος, διατηρούσε πολλές γνωριμίες μέ επιφανείς Κωνσταντινουπολίτες.
38.   Μετά τον Παΐσιο τήν Καλύβη αγόρασε ό ήδη κατέχων ετέρα καλύβη στή Σκήτη, μοναχός Σεραφείμ ζωγράφος Κανσοκαλνβίτης μέ σννοδία τον μοναχό Στέφανο καί τον μοναχό Γεράσιμο, σύμφωνα μέ απόσπασμα από τό σωζόμενο σχετικό «ομόλογο» πού ή Μεγίστη Λαύρα παραχώρησε στον Σεραφείμ στις 26 Ιουλίου 1800.

39.   Βλ. τήν κλασική μελέτη του πρωτοπρεσβυτέρου Κων. Καλλιανοϋ, «Σχέσεις Σκοπέλου και Αγίου Όρους (17ος-19ος αι.). Μια πρώτη προσέγγιση στο θέμα», Εφη­μέριος ετ. ΜΕ' (1996) 36-38. Θεωρούμε οχι άσκοπο να αναφερθούμε εδώ σέ μία εικόνα πού βρίσκεται στον περικαλλή αυτόν ναό, ή οποία υπογράφεται μεν από άλλο μοναχό, τον Δαμασκηνό, έχει όμως όλες τις προϋποθέσεις γιά νά θεωρηθεί έργο του ευρύτερου κύκλου του εργαστηρίου του Μητροφάνη του Χίου και τών μαθητών του (μέ χαρα­κτηριστικότερη τον τρόπο μέ τον όποιο άναπτύσονται τα μέ χρυσοκονδυλιά φωτίσμα­τα τών ενδυμάτων). Πρόκειται γιά εικόνα του Χριστού Παντοκράτορος, ή οποία φέρει στο κάτω μέρος της τήν έξης μεγαλογράμματη αφιερωματική επιγραφή: Δέησις τον δούλου τον Θεοϋ Μανολάκη Κωνσταντί βωγ' [1803] Ίονλίον Δ'. Χειρ Δαμασκηνού ίε­ρομονάχον [Βλ. Σάμψων, ο.π., σ. 33* Τρ. Παπαζήσης, «Σχόλια στις επιγραφές τών ναών, μονών και εικόνων της Σκοπέλου», Θεσσαλικό Ημερολόγιο. 'Αφιέρωμα: «Ή βνζαντινή  Θεσσαλία» (1991) 162]. Πρόκειται για τον ιερομόναχο Δαμασκηνό του Χατζή Κωστα­ντή ό όποιος διετέλεσε εφημέριος στον ναό τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου στή Γλώσσα τής Σκοπέλου και πού έργα του υπάρχουν στον ναό τής Γλώσσας (βλ. Μ. Χατζηδάκης, "Έλληνες ζωγράφοι μετά τήν "Άλωση, τ. Α', 'Αθήνα 1987, σ. 239* πρωτοπρ. Καλλιανός, δ.π., 23. Ελπίζουμε ή προσεχής έρευνα να φωτίσει τις πιθανολογούμενες διασυνδέσεις τού Δαμασκηνού με τό εργαστήριο τού Μητροφάνη τού Χίου.
40.  Στο προσεχές Β' μέρος τής μελέτης μας γιά τά τοιχογραφημένα παρεκκλήσια τών Καυσοκαλυβίων θά αναφερθούμε στους ναούς τών καλυβών Αγίου Ακακίου, Αγίου Ευσταθίου και Αγίων Αποστόλων.
41.  F. Halkın, «Deux Vies de St. Maxime le Kausokalybe ermite au Mont Athos (XlVe. s.)», Analecta Bollandiana 54 (1936) 38-111. "Αγιος Μάξιμος ό Κανσοκαλνβης. Βίος, πολιτεία, θαύματα. Πανηγυρική Ακολουθία, (Είσαγωγή-Σχόλια-Έπιμέλεια, μον. Πα­τάπιος Καυσοκαλυβίτης), 'Αγιον "Ορος, έκδ. Καλύβης Αγίου Ακακίου, 31993.

42.  Μον. Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, "Αγιος Ακάκιος ό Κανσοκαλνβίτης. Από το πε­ριβόλι τής Παναγίας στον κήπο τον Θεοϋ, Άγιον Όρος 2001, σσ. 148-149.
43.  Μον. Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, «'Ιερομόναχος Παρθένιος ο εξ 'Αγράφων», δ.π., 600.

Κυριακή 17 Ιουνίου 2012

ΕΓΚΩΜΙΟ ΣΤΗ ΣΥΝΑΞΗ ΤΩΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΑΓΙΩΝ


Ἐγκώμιο στή Σύναξη τῶν Ἁγιορειτῶν Ἁγίων
Τήν Κυριακή Β΄ Ματθαίου, τήν ἑπόμενη δηλ. Κυριακή ἀπό τήν ἑορτή τῶν Ἁγίων Πάντων, ἑορτάζουμε τή Σύναξη πάντων τῶν ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει τοῦ Ἄθωνος ἀσκήσει καί ἀθλήσει διαλαμψάντων ἁγίων.


Ἡ πορεία πρός τή θέωση, ἡ καλλιέργεια τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας καί ἡ δι᾿ ἀγώνων κατάκτησή της, ἀπετέλεσε καί ἐξακολουθεῖ, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, νά ἀποτελεῖ τό ἰσχυρότερο ἔρεισμα τῆς ζωῆς στό Ἅγιον Ὄρος. Στή χώρα αὐτή τῆς μετανοίας καί τό ἐργαστήριο τῆς ἁγιότητας, ὁδηγήθηκαν κατά τήν ὑπερχιλιετῆ φωτεινή διαδρομή τῶν αἰώνων σέ ὁδούς σωτηρίας, δυσαρίθμητοι ἅγιοι, «φίλοι» δηλαδή, τοῦ Θεοῦ, πού καταλάμπουν μέ τίς γλυκύτατες ἀκτῖνες τοῦ βίου καί τῶν θαυμάτων τους τό πλήρωμα τοῦ πιστοῦ λαοῦ.
Κατά τήν ὀρθόδοξη παράδοση οἱ περισσόερο ἁρμόδιοι νά μιλοῦν γιά τούς ἁγίους καί τήν ἁιότητα εἶναι οἱ ἴδιοι οἱ Ἅγιοι. Αὐτοί μποροῦν νά ἐννοήσουν καί νά ἑρμηνεύσουν σωστά, ὑπό τό φῶς τῆς ἁγιοπνευματικῆς τους ἐμπειρίας, τά ἔργα καί τά διδάγματα τῶν ἱερῶν ἐκείνων προσώπων πού εἶχαν ἕνα κυρίως σκοπό, τόν ὁποῖο καί πέτυχαν, νά εὐαρεστήσουν τόν Κύριο καί νά ἑνωθοῦν μ᾿ Αὐτόν. Ἐμεῖς, πού δέν ἔχουμε τήν ἁγιότητα καί τά πνευματικά βιώματά τους καί πού μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί τή μητρική ἀγάπη τῆς Κυρίας Θεοτόκου κατοικοῦμε στούς ἴδιους ἱερούς τόπους μέ τίς ἁγιασμένες ἀθωνικές μορφές, μποροῦμε μόνο ἐπιφανειακά νά σκιαγραφήσουμε «ἐν ἐσόπτρῳ καί αἰνίγματι» κάποια ἀπό τά πλούσια χαρίσματα καρπούς τῶν πνευματικῶν τους ἀώνων ἤ τίς φωτισμένες διδακαλίες τους. Ὅπως ἔλεγε καί ὁ γέρων Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης († 1991), ἀπό τούς τελευταίους στή χρυσή ἁλυσίδα τῶν ὁσιακῶν Ἁγιορειτικῶν μορφῶν: «Ἀλήθεια, αὐτά πρέπει νά τά πάθει ὁ ἄνθρωπος γιά νά τά καταλάβει... Μόνο ἐκεῖνος πού ζεῖ αὐτή τήν κατάσταση, τή ζεῖ καί τήν αἰσθάνεται...».
Κίνητρο τῶν ἀσκητῶν Ἁγιορειτῶν πατέρων γιά νά ὑποβληθοῦν σέ ἑκούσιες ταλαιπωρίες καί παντοειδεῖς στερήσεις  ὅπως θά διαπιστώσουμε  δέν ἦταν τό μῖσος γιά τό σῶμα ἤ τή ζωή, ἀλλά ἡ «περίσσεια ζωῆς», πού πηγάζει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὅταν αὐτή ἐνεργεῖ καί καταφλέγει τήν καρδιά. Θέλησαν νά σταυρωθοῦν γιά τόν κόσμο καί νά νεκρώσουν τελείως τά πάθη τους, νά ἐνταφιασθοῦν στόν τάφο τῆς ταπεινώσεως καί νά ἀναστηθοῦν ἐν Χριστῷ διά τῆς ἀπαθείας.
Μέ τό σῶμα ἐργάζον ταν καί δι α κονοῦσαν τούς ἀδελφούς τους, μέ τόν νοῦ ὅμως καί τήν καρδιά συνομιλοῦσαν πάντοτε μέ τόν Θεό, προσευχόμενοι. Ἁρπαζόμενοι σέ ἐκστάσεις καί θεωρίες τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ, προγεύονταν ἤδη ἀπό ἐδῶ τά ἀγαθά πού μέλλουν νά ἀπολαύσουν οἱ ἀγαπῶντες τόν Κύριο.
Στό Ἅγιον Ὄρος παραμένει ἄσβεστη ἡ ἄκτιστη φλόγα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Καί οἱ ἁγιασμένες ἀθωνικές μορφές εἶναι μία ἀπό τίς φανερώσεις αὐτοῦ τοῦ ἄσπιλου καί ἄδυτου φέγγους καί μία ἀκόμη μαρτυρία τῆς θείας Χάριτος· τῆς ἁγιορείτικης ζωῆς καί ἐμπειρίας γιά τήν ἐποχή μας.
Αὐτοί οἱ κατά προαίρεση μάρτυρες, ἔθεσαν τήν πίστη ὡς ἀκλόνητο θεμέλιο τῆς σωτηρίας τους. Τά πάντα, ἀπό τήν πλήρη χάριτος καί θείων ἐμπειριῶν βιοτή τους, μέχρι τίς ἀποκαλυπτικές διοράσεις καί προοράσεις καθώς καί τίς κατανυκτικές διδαχές τους, μαρτυροῦν καί ἐπιβεβαιώνουν τή συνεχῆ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σέ ὅλες αὐτές τίς ἁγιασμένες μορφές τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι μέ τή ζωή τους ἔγραψαν ἕνα νέο Γεροντικό, ἀποδεικνύοντας τήν ἀλήθεια καί τή διαχρονικότητα τῶν συναξαριακῶν ἀφηγήσεων καί περιγραφῶν.
Ζώντας οἱ ἴδιοι στό θεῖο γνόφο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, μποροῦσαν νά ὁδηγήσουν στήν Ἄνω Ἱερουσαλήμ, νά διδάξουν τή νοερά προσευχή, νά καθοδηγήσουν στήν πνευματική ζωή, νά ἐνισχύσουν στίς δοκιμασίες καί τούς πειρασμούς τῶν ἄλλων. Πολλοί ἀπό τούς ἐνάρετους αὐτούς πατέρες στήριξαν ὄχι μόνο πλειάδα ὁ καθένας συνασκητῶν τους καί ἄλλων ἀθωνιτῶν μοναχῶν ἀλλά καί τό λαό τοῦ Θεοῦ, μεταδίδοντάς τους τό ἦθος τῆς ἁγιορείτικης πνευματικότητας καί φανερώνοντάς τους τήν ἐλευθερία τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.
Μέ τόν πλήρη θεϊκῆς ἐμπειρίας λόγο τους ἄγγιξαν τίς διψασμένες ψυχές, συνδύασαν τό φωτισμένο λόγο μέ τό ζωντανό βίωμα καί μετέφεραν τή θεολογία ἀπό τό στοχασμό στήν προσωπική ζωή. Ἐνέπνευσαν στήν πίστη χιλιάδες ἀνθρώπων ἄλλως χαμένων· παρηγόρισαν ἀπελπισμένες ψυχές· φώτισαν μέ τή σοφία καί τή χάρη τους πλῆθος ἀναζητητῶν τῆς ἀλήθειας. Ἄλλοι, ὅπως ὁ μακαριστός σύγχρονος γέρων Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης, ἄφησαν ἀπό μέσα τους νά ξεχυθεῖ τό φῶς καί ἡ χαρά τῆς Ἀναστάσεως πού ἔζησαν καί πῆραν ἀπό τήν ἁγιορείτικη ζωή καί ἐμπειρία. Ἄντλησαν δυνάμεις ἀπό τίς ἀστείρευτες ἁγιορείτικες πηγές γιά λίγα μόνο χρόνια καί μεταμορφώθηκαν σέ παγκόσμιους ἀναμορφωτές τῆς πνευματικῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς.
Οἱ Ἁγιορεῖτες ἅγιοι καί οἱ ἐνάρετοι Ἁγιορεῖτες γέροντες ὅλων τῶν αἰώνων διαμόρφωσαν τήν ὑπερχιλιετῆ παράδοση τοῦ ἁγιωνύμου Ὄρους καί ἀποτέλεσαν τή χρυσή ἁλυσίδα τῶν ὁσίων Πατέρων· ἄλλωστε ὁ ἁγιορείτικος χρόνος μόνο μέ τήν αἰωνιότητα θά μποροῦσε νά εἶναι συγχρονισμένος.
Συνάμα οἱ Πατέρες αὐτοί δημιούργησαν καί πνευματικές συγγένειες μέ ὅσους παρέλαβαν τήν ἀσκητική παράδοση πού τούς κληροδότησαν καί μέ τόν πνευματικό τους μόχθο διαφύλαξαν. Ἡ ὄντως ἐντυπωσιακή καί πλούσια χαρισματική προσωπικότητα τοῦ σύγχρονού μας γέροντος Πορφυρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, γιά παράδειγμα, καλλιεργήθηκε σ᾿ἕναν τόπο στόν ὁποῖο ἡ πνευματική παράδοση παραμένει αἰσθητή μέχρι σήμερα. Ἀπό τούς πρώτους οἰκιστές τοῦ γηραιοῦ Ἄθωνα μέχρι τούς τελευταίους ἐνάρετους γέροντες, ὅλοι ἀποτελοῦν μία πνευματική οἰκογένεια, στήν ὁποία τά πάντα εἶναι κοινά: τό ἀσκητικό φρόνημα, τά πνευματικά κατορθώματα, τά ἁγιοπνευματικά χαρίσματα. Ἄλλωστε, ἡ αἴσθηση τῆς ἱστορικῆς συνέχειας τῆς ἁγιορείτικης παράδοσης ἀποτελεῖ τόν ἀκρογωνιαῖο λίθο τῆς πνευματικῆς πορείας τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Ἡ αὐθεντικότητα τῆς παράδοσης τοῦ τόπου αὐτοῦ ἔχει θαυμαστή συνέχεια. Οἱ περισσότεροι ἀπό τούς τελευταίους ἐνάρετους Ἁγιορεῖτες πατέρες εἶχαν ἄμεση ἤ ἔμμεση πνευματική σχέση μέ τούς πατέρες τῶν προηγουμένων γενεῶν. Ἡ διαμονή τους στούς ἁγιασμένους τόπους ἀσκήσεως τῶν μεγάλων Ἁγιορειτῶν ὁσίων, δημιούργησε ταυτότητα πνεύματος μέ αὐτούς καί τούς παρότρυνε σέ παρόμοια ἀσκητικά κατορθώματα. Οἱ μονές, οἱ σκήτες, τά κελλιά, οἱ καλύβες, τά σπήλαια καί τά ἀσκητήρια, πού κρέμονται σέ ἀπόκρημνα μέρη, παραμένουν σιωπηλοί μάρτυρες τῆς θαυμαστῆς καί ἰσάγγελης βιοτῆς τῶν Πατέρων, καί γιά μᾶς τούς νεώτερους, διαχρονική πρόσκληση γιά μίμησή τους.
Ἡ ζωή πολλῶν ἀπό τούς ἀνθρώπους πού γνώρισαν καί συναναστράφηκαν μέ τούς Ἁγιορεῖτες ἁγίους καί τούς λοιπούς ἐνάρετους Ἁγιορεῖτες γέροντες ἄλλαξε ριζικά, γιατί ἡ παρουσία τους ἦταν καταλυτική καί σφράγισε τήν ὕπαρξή τους.
Στό Βίο τοῦ ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτη, ἑνός μεγάλου ἁγιορείτου ἁγίου τοῦ 18ου αἰώνα, ἀναφέρεται ὅτι, ἀνάμεσα στά τόσα του χαρίσματα, εἶχε πνεῦμα εἰρηνοποιό τόσο, ὥστε ὅποιος δοκιμαζόταν ἀπό λογισμούς μνησικακίας, μέ τό πού ἀντίκριζε καί μόνο τό γεμᾶτο χάρη πρόσωπό του, εἰρήνευε ἀπό τούς κακούς ἐκείνους λογισμούς.
Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, μέσα ἀπό τή ζωή τῶν σύγχρονων ἐνάρετων Ἁγιορειτῶν γεροντάδων δείχνεται ἡ συνέχεια τῆς ἀθωνικῆς παράδοσης. Οἱ ἀσκητικές αὐτές μορφές μέ τήν αὐθεντικότητα τῆς ἁπλότητας καί τή γνησιότητα τοῦ ἀπαραχάρακτου μοναχικοῦ τους βίου, ἐπαληθεύουν διαρκῶς τό μυστήριο τῆς πίστεως καί ἐπιβεβαιώνουν τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο μας, πιστοποιῶντας τή δυνατότητα πού ἔχουμε οἱ ἄνθρωποι γιά κοινωνία μέ τόν Θεό καί μετοχή στήν αἰωνιότητα.
Ἡ ὑψηλή πνευματικότητα τοῦ βίου τῶν ἁγιασμένων Ἁγιορετικῶν μορφῶν, πάντοτε δυναμογόνος, ζωντανή καί ζωτική, σπάει τό φράγμα τοῦ χρόνου, προσπερνάει τίς ἀσίγαστες ἱστορικές καταιγίδες καί τίς ἀνθρώπινες περιπέτειες, γιά νά κτυπήσει σάν πνευματικό ξυπνητήρι στό ἀνήσυχο, ὀμιχλῶδες καί ἀνταριασμένο «σήμερα».
Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος τῆς προηγμένης ψηφιακῆς τεχνολογίας καί τῶν κοσμοϊστορικῶν ἐπιστημονικῶν ἀνακαλύψεων ἔμαθε νά κατευθύνει τίς μηχανές ἀλλ’ ὄχι καί τόν ἑαυτό του. Δυσκολεύεται νά ζήσει ἀνεπηρέαστος ἀπό τά διαλυτικά σύνδρομα τῆς πάσης φύσεως αἰχμαλωσίας. Συντρίβεται σέ ἰδεολογικούς ὀγκόλιθους.
Ἡ ἁγιασμένη πορεία τῶν Ἁγιορειτῶν Ἁγίων καί ἐνάρετων Γερόντων πρός συνάντησή τους μέ τόν Χριστό, ἄς σηματοδοτήσει τό μέλλον μας καί ἄς μᾶς ἐμπνεύσει νά χρωματίσουμε τή ζωή μας ἀπό τόν «καλόν ἀγῶνα» στά χαρακώματα τῆς θείας ἀγάπης, πού εἶναι «ἀγάπη ἀχόρταγη», κατά τόν ἅγιο Σιλουανό τόν Ἀθωνίτη.
Ὁ τρόπος καί ὁ δρόμος τῆς θεώσεως καί τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου εἶναι αἰώνιος καί ἀσφαλής. Εἶναι ὁ δρόμος τῶν Ἁγίων!
Οἱ ἁγιασμένες Ἁγιορειτικές μορφές, ἀπό τόν ὅσιο Πέτρο τόν Ἀθωνίτη, τόν πρῶτο ἅγιο οἰκιστή τοῦ Ἄθωνα μέχρι καί τούς σύγχρονούς μας, γέροντες Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη, Ἐφραίμ Κατουνακιώτη καί Πορφύριο τόν Καυσοκαλυβίτη, ἔφθασαν στόν ἐράσμιο τόπο, πού ὅλοι προσκληθήκαμε νά κατοικήσουμε.
Σέ μᾶς τούς ὑμνητές καί ἐπίδοξους μιμητές τους, ἀντιδωρίζουν ἕνα χαρούμενο φῶς, πού ἄν δέν ἀποτελεῖ τήν πλησμονή τῆς ἀναμενόμενης φωτοχυσίας, ὅμως εἶναι μιά παράκληση ἑωθινοῦ φάους, πού προμηνύει τήν ἀνατολή.


 Πατάπιος μοναχός Καυσοκαλυβίτης

Τρίτη 12 Ιουνίου 2012

KIRSHOPP-LAKE . THE EARLY DAYS OF MONASTICISM ON MOUNT ATHOS



Kirshopp-Lake, The early days of monasticism on Mount Athos, Oxford 1909.



THE EARLY DAYS OF MONASTICISM ON MOUNT ATHOS BY KIRSOPP LAKE, M.A. .
PROFESSOR OF EARLY CHRISTIAN LITERATURE IN THE UNIVERSITY OF LEIDEN OXFORD AT THE CLARENDON PRESS 1909 HENRY FROWDE, M.A.
PUBLISHER TO THE UNIVERSITY OF OXFORD LONDON, EDINBURGH, NEW YORK TORONTO AND MELBOURNE

PREFACE 

The following pages are the by-product of various visits 
to the Monasteries of Mount Athos for the study of Biblical 
and Patristic MSS. It is impossible for any one to visit 
these districts without becoming interested in the local 
history. I trust that Byzantine scholars will pardon my 
invasion of their provinca 

It is also probably worth noting that the list of aifheodota 
"hagiographica could be enormously increased by the con- 
sistent cataloguing of the lives of Saints in the various 
libraries other than the Laura ; for the extraordinary wealth 
of Mount Athos in this respect is obscured by the fiftct that 
the Cambridge catalogue of Lambros does not as a rule 
do-more than record the month to which a volume of ^Iol 
belongs. It is of course a help to know which MSS. have 
)3ibi, but the really valuable work of cataloguing the 
contents has still to be done. 

The pleasant duty is once more laid on me of acknow- 
ledging my indebtedness to the Trustees of the Revision 
Surplus, the Hort and the Hibbert Funds. This is the 
seventh book which I have had published, and of these 
seven five are entirely the result of grants made to me by 
some or all of these societies ; it is unnecessary for me to 
say more to prove that I have reason to be grateful for 
their help. 

EiBsopp Lake. 

Leiden, 1909. 

INTRODUCTION 

The history of Greek monasticism seems, in all '] 
the places in which it flourished, to a£Ebrd examples \ 
of a development passing through three more or \ 
less clearly defined periods. 1 

There is first of all the hermit period, in which 
a desolate piece of couniay is selected by hermits 
as a£Ebrding the necessary solitude for an ascetic 
life. Secraidlyi^^ere is the period of loose organiza- 
tion of herm it s in laijira s ; that is to say, a collec- 
tion of hermits* cells, more or less widely scattered, 
grows up roimd the common centre provided by 
the cell of a hermit of remarkable fame, who has 
attracted, and in some degree become the leader 
of, the others. Thirdl^ there comes a time^when 
<he loose ia:ganizaiiQiijtftibfi.te bj.the 

stricter rule of a monastery with definite buildings 
and fixed regulations, under the control of an 
7iyovii€vos or abbot The passage from the previous 
stage to this was no doubt frequently hastened by 
the fact that the Byzantine authorities encoiu'aged 
monasteries, but were not as a rule favourable to 
lauras. 

The present treatise on the early history of 
Mount Athos is an attempt to collect the few and 
scattered pieces of evidence which bear on the 
first two stages — ^the hermit and the laura — on 
Mount Athos, and to show that no exception is 
afforded to the general rule of development. 
Although the evidence is scanty, it is sufficient to 
prove that there were hermits before there were 
lauras, and lauras before there were monasteries, 
on the Holy Mountain. 

It would therefore have been logical to divide 
the discussion into the three periods dominated by 
hermits, laiu'as, and convents; but in practice it 
has proved impossible to do this, for the same man 
often began life ^in a monastery, and afterwards 
became successively a hermit, the centre of a laura, 
and the founder of a monastery. This is especially 
the case, natmrally enough, in the middle period, 
when the mountain was occupied partly by hermits 
and partly by monks in lauras, whom force of cir- 
cumstances compelled to adopt an increasingly more 
developed form of organization. 

In the following pages I have therefore divided 
the discussion according to the saints and monas- 
teries which play the chief part in the story. The /^ 
first division is dominated by Peter the Athonite, 
who was a hermit, and nothing else, in the middle 
of the ninth century ; his life, the text of whicli I 
append, has never previously been published. The ^ 
chief personage in the second division is Euthymius 
of Thessalonica, who was first a hermit, and after- 
wards the centre of a laura, on Mt. Athos. The y 
third division is not connected with the name of 
a monk who lived on Moimt Athos, but with that of 


INTRODUCTION 7 

Johannefi EoloboB, who about 970 founded dose to 
the mountam a monastery which played a con- 
siderable part in forcing the hermits and lauras 
of Mount Athos to adopt a more^ definite organi- 
zation. 

The fourth and last division deals with the 
position of afiBure in tiie tentii century as revealed 
by various docmnents connected with Athanasius 
the Athonite, and includes the final decay of the 
laura system and its replacement by fully organized 
monasteries, together with the final absorption of 
the monastery of Eolobou by the monks of the 
mountain. For the sake of clearness I have as 
largely as possible kept the discussion free from 
any very long quotations from original documents, 
and have collected the evidence afforded by these 
in a series of pieces juslificatives forming appendices 
to each chapter. 


CHAPTER I 


THE ATHONITE 

Lff the Acta Samdarmm for June 12 (also in Migne's 
BOrologiii GroML, x6L 160, eoL 989 £) k printed 
what daims to be the life of Peter the Atfaonitey 
as told in the fotirteenth oentniy by Or^;orioB 
PalamaSy the femous c^iponent of Rariaam in the 
Hesychast oontroyersy* No <me, however, has ever 
tried to find in this docmnent any serious history 
concerning Peter, and it was impossible to say 
wheUier it was the free composition of Or^ioiy, 
or based on some earlier tradition firom which he 
had selected the miracaloas episodes which edified 
him, while omitting the historical details which 
would have interested u& 

Fortunately for history, in the Laura on Mount 
Athos and in other libraries there are preserved MSS. 
of an earlier life of Peter which was written (so 
at least it claims) by a certain Nicolaus, and was 
imdoubtedly the source used by Gr^ory Palamas. 
This has never been published and, though not a 
document of the first rank, is worth studying. 

Besearch in menologies would probably reveal 
the existence of a fair nimiber of MSS. At present, 
however, the only ones with which I am acquainted 
are as follows : — 


PETER THE ATHONITE 9 

(1) In the Laura on Mount Athos, Cod. A 79 (saec. 
Xn, 36. 3 X 26. cm. 2 col. 33 IL), a beautifully 
written MS. containing the lives of the Saints and 
encomia for April, May, Jime, July, and August. 
This MS. has been used by M. Louis Petit for his 
edition of the life of Michael Maleinos ; ^ he there 
ascribes the MS. to the thirteenth century, but 
although it is exceedingly difficult to date these 
large hagiographical hands, I doubt if it can be 
put so late. Lideed my own opinion is that it 
was written early rather than late in the twelfth 
century. The last page of the life of Peter is 
imfortimately missing, but the text can be supplied 
from the other MSS. 

(2) Also in the Laura,. Cod. E 190 (written at the 
expense of Simeon, proegoumenos of the Laura, 
cK 7^9 xd^pa^ KapvoTovy and given by him to the 
library in 1646). This MS. is clearly a copy of 
A 79, and it was obviously not worth while to 
collate it : but it is valuable as giving the text of 
the lost page of A 79. 

(3) In Eome, Cod. Vat. 1190 (ff. 1003-1012), a 
MS. written in 1542 for *Georgius episcopus Siti- 
ensis et Hierapetrensis ' and given by him to Pope 
PaulV. 

(4) In Paris, Cod. Coislin. Paris 307 (ff. 398-410), 
a MS. which formerly belonged to the monastery of 
Castamonitou on Mount Athos and was obtained from 

^ Vie et Office de Michel Maleinos^ &c., par Louis Petit. 
Fans, Picard et fils, 1903 (in the BibliotMque Hagiographique 
Orimtale, edit^ i>ar Leon Clugnet). 


10 PETER THE ATHONEPE 

it (it is almost certain) for Siguier, the Chancellor of 
Louis XrV, by the famous Pere Athanase, whose 
story is told by M. Henri Omont in his Missions 
arcMologiques franpaises en Orient^ av»x XVII et 
XVIII si^les."^ 

(5) Also in Paris, Cod. Coislin. 109, a MS. of the 
tenth century, which Siguier most probably also 
acquired from P^re Athanase, containing on fol. 
249^1 a short extract (in a later hand) from the 
life of Peter. This is important because the MS. 
itself came from tov evicrripLov rrjs vnepayCas %€ot6kov 
Kal TOV oaCov irarpos rfii&v TIerpov rov ^Kdon/irov (on 
f. 266). 

No doubt further investigations would reveal 
more MSS., but the text of A 79 is not bad, and 
it is not probable that the collation of other MSS. 
would give any results at all proportionate to the 
labour of collating them. 

In editing the text I have kept strictly to my 
copy of the MS. except in the insertion of iota 
subscript, and the treatment of enclitic accents. 
Where my copy attests a probably corrupt reading, 
and supports it by a ^, I have noted the fact 
with sic cod. Where I fear that I have made a 
mistake in copying, as the reading is apparently 
wrong, and is nevertheless not supported by a sic 
cod. J I have noted the fact by sic without cod. Merely 
orthographical variations I have printed without 
comment. 

^ Paris, Iw^mem nationdkf 1902. 


PETER THE ATHONITE 11 

The Story of Petev's Life. 

The story told by Nicolaus is a typical example 
of the methods followed by the Greek hagiographers. 
All the emphasis is laid on the visions, miracles, 
contests with demons, and general asceticism of the 
saint during his life, and on the history and efficacy 
of his relics after his death. There is often a 
tendency to describe all this kind of narrative as 
unhistorical ; but it would be truer to say that it 
narrates certain abnormal psychological experiences 
and combines them with a ' Weltanschauung ' which 
is entirely foreign to modem ways of thinking. 
The Ada Sanctorum would, I think, afford magni- 
ficent material to any one who would treat the 
psychology of the later saints in somewhat the 
same way as that made famous by Prof. W. James 
in his Varieties ofBdigious Experience. 

At the same time it is certainly true that this 
side of the narrative has no importance for fixing 
the historical facts connected with Peter. It is 
tiberefore probably expedient to tell over again in 
a few wcmls the few piu^ly historical parts of the 
story, as these afford the only foundation for any 
diacnssion of the date of Peter, and of the li^t 
thrown on the early history of the mountain by 
his life. 
Peter was originally a soldier (a axoXapu^ of 
the fifth <rxoXi}) who was captured by the Arabs 
in Syria and imprisoned at Samara — sl misfortane 
wfaidi he r^jaided as the direct resolt of his n^gleeft 


12 PETER THE ATHONITE 

to fulfil a vow to become a monk. He entreated 
St. Nicolaus to help him, and promised that if he 
obtained his liberty he would go to Some, and there 
take monastic vows. After some difficulty, to over- 
come which the further intercession of St. Simeon 
was necessary, the help of the Saints proved 
effectual, and Peter obtained his liberty. In accor- 
dance with his vow he went to Some and was 
ordained monk by the Pope. After a short stay 
in Some he joined a ship bound for the Levant, 
but when he was close to Mount Athos the ship was 
miraculously delayed, and he thus recognized that 
this was the place in which, as St. Nicolaus had 
told him, he was to pass the remainder of his 
days as a hermit. On disembarking he foimd the ^ 
mountain uninhabited and lived there for fifty 
years in a cave. Here he was tempted by devils 
L in danger from mU b«»ts, but uliimaky w<» 
mtoriouB ofer both. Towards the end of h^ kat 
year he was accidentally discovered by a himter, 
to whom he told his story, advising him to 
follow his example and adopt the ascetic life» His 
words had so much influence that the himter 
promised to return after a farewell visit to his 
family ; but when he came back the following year, 
bringmg with him his brother and some monks, 
he found that Peter was already dead. But since 
according to mediaeval ideas the corpse of a saint 
is worth even more than his living body, the two 
brothers proceeded to take away the relics in the 
boat in which they had come. They rowed and 


PETER THE ATHONITE 13 

sailed along the east coast of the mountain, but 
when they were opposite the monastery of Clementos 
(where the present Iveron ^ stands), their boat stood 
still in spite of a favourable wind which filled their 
saiL So long were they stationary that the monks 
of Clementos put out to them, and made them land 
with the relics, the story of which they told very 
reluctantly, as they felt that it was improbable that 
they would be allowed to keep them. Nor were 
ihey mistaken : the relics were received with many 
honours and placed in the shrine of the Virgin' 
'where they are accustomed to hold the annual cele- 
brations '. After this the himter and his brother 
departed, but the monks who had accompanied 
them were not prepared to abandon the relics, and 
after diverting suspicion by professing a desire to 
join the foimdation of Clementos, stole the body of 
Peter and sailed off at night to their own coimtry. 
The monk Nicolaus, in whose name the book is 
written, says that he was an eyewitness of their 
departure The nionks who had taken the relics 
successfully escaped to Phocamin in Thrace, but the 
miraculous power of their burden becoming known, 
the bishop and clergy of the place forced them to sell 
it| and the relics remained permanently in that place. 
In this story there are three points which arrest 
attention as likely to supply material for dating the 
life of Peter. These are (1) the imprisonment at 
Samara, (2) the pilgrimage to Bome, (3) the monastery 
of Clementos.  





Κατεβάστε το βιβλίο: Kirshopp-Lake, The early days of monasticism on Mount Athos, Oxford 1909.
Κάνοντας κλικ εδώ


Κυριακή 10 Ιουνίου 2012

Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΙΩΝΑΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ



ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΟΠΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΤΡΙΧΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΝΑΥΠΑΚΤΙΑΣ 9-11 ΙΟΥΝΙΟΥ 2012










Πατάπιος μοναχός Καυσοκαλυβίτης
Βιβλιοθηκάριος Σκήτης Καυσοκαλυβίων Ἁγίου Ὄρους
Ὑποψήφιος Διδάκτωρ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Ὁ λόγιος Ἁγιορείτης ἱερομόναχος Ἰωνᾶς Καυσοκαλυβίτης (+ 1765) ὁ Αἰτωλός

«Ἰδοῦ πάτερ ἐπιτέλεσα τήν ἐντολή σου καί ἀνήγειρα μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ τοῦτον τόν θεῖον ναόν, εἰς δόξαν τῆς πανάγνου Θεοτόκου καί τόν διακόσμησα μέ ὄμορφες ἁγιογραφίες, καθώς ἐσύ μέ ὑπέταξες ὅταν προσθῆλθα σέ σένα καί μέ ἀνέδειξες πνευματικό σου τἐκνο καί μέ ἐνέδυσες τό μοναχικό σχῆμα. Σέ παρακαλῶ λοιπόν, μή παύσεις νά μέ προστατεύεις, μαζί μέ τόν Ρωμανό καί τόν Παχώμιο ἀλλά καί τούς ἄλλους ἁγίους μάρτυρες καί ὁσίους, ὅπως ζήσω μέχρι τέλος θεάρεστα, καί ἀξιωθῶ νά συναυλισθῶ μαζί σας στόν παράδεισο, μέ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί τίς ἱκεσίες σας, στούς αἰώνες πού δέν μετριοῦνται.
Τλήμων Ἰωνᾶς (ταλαίπωρος) δηλ. Ἰωνᾶς Αἰτωλός
ρακενδύτης. Κατά τό ἔτος1759, τό μήνα Ἰούλιο, ὁλοκληρώθηκε
».


Αὐτά σημειώνει σέ ἐπιτοίχια κτητορική ἐπιγραφή ὁ ἱερομόναχος Ἰωνᾶς ὁ Καυσοκαλυβίτης ὁ Αἰτωλός, γιά τήν ἱστόρηση τοῦ παρεκκλησίου τῆς κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου, τόν ὁποῖο ἀνήγειρε στά 1747.
Γεννημένος, τό πιθανότερο, στό τελευταῖο τέταρτο τοῦ 17ου αἰώνα, ὁ παπα-Ἰωνᾶς (†1765) σπούδασε τά ἐγκύκλια γράμματα τῆς θύραθεν παιδείας στίς ἀγραφιώτικες Σχολές Βραγγιανῶν καί Καρπενησίου, ἔχοντας διδάσκαλό του τόν ἅγιο Εὐγένιο τόν Αἰτωλό τόν Γιαννούλη καί συμμαθητή του τόν ἅγιο Κοσμᾶ τόν Αἰτωλό, μέ τόν ὁποῖο συνδέθηκε πνευματικά περισσότερο, κατά τήν παραμονή τοῦ τελευταίου στόν Ἄθω. Στίς παραπάνω Σχολές, ὁ «ὁσιώτατος ἱερομόναχος Ἰωνᾶς», ὅπως τόν ἀποκαλεῖ ὁ διδάσκαλός του ὅσιος Εὐγένιος Αἰτωλός, καλλιέργησε τόσο τά ἱερά γράμματα ὅσο καί τά ἐγκύκλια γράμματα τῆς θύραθεν παιδείας, ἀφοῦ διδάχθηκε τά Ἀρχαῖα Ἑλληνικά, ποιητική (μετάφραση καί ἑρμηνεία ἔργων τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας καί ἐκκλησιαστικῆς φιλολογίας καί ὑμνογραφίας), θεολογία, φιλοσοφία, ρητορική καί στοιχειώδη ἰατρική. Τίς σπουδές του συμπλήρωσε στήν ἀκμάζουσα τότε Σχολή τῆς Ἀδριανουπόλεως.
Πρίν ἀπό τό ἔτος 1722 φθάνει στόν Ἅγιον Ὄρος καί ὑποτάσσεται στόν «μέγα ἐν ἀσκηταῖς» ὅσιο Ἀκάκιο τόν Καυσοκαλυβίτη τόν ἐκ Ἀγράφων. Ἀξιώθηκε ἐπίσης νά γνωρίσει καί τόν ὁσιομάρτυρα Νικόδημο καθώς καί νά συνασκηθεῖ στήν Καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου μέ τόν τελευταῖο ἀπό τούς ὑποτακτικούς-νεομάρτυρες πού ἀνέδειξε ὁ ὅσιος Ἀκάκιος, τόν ὁσιομάρτυρα Παχώμιο τόν Ρῶσο.
Ὡς πνευματικός, ὁ παπα-Ἰωνᾶς ἐξυπηρέτησε –κατόπιν προσκλήσεων τοῦ Πατριαρχείου- τούς ὁμογενεῖς πιστούς τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Μετά τήν κοίμηση τοῦ ὁσίου Ἀκακίου στά 1730, ὁ παπα-Ἰωνᾶς, ὡς Δικαῖος πλέον τῆς Σκήτης Ἁγίας Τριάδος Καυσοκαλυβίων, φρόντισε παντοιοτρόπως γι’ αὐτήν. Κατόπιν ἐνεργειῶν του, ἡ Σκήτη ἔλαβε νομική ὑπόσταση ἀπό τήν κυρίαρχο Μονή Μεγίστης Λαύρας, ἡ ὁποία τό ἔτος 1746 ἐξέδωσε τό συστατήριο ἔγγραφο τῆς Σκήτης. Στά 1747 ἀνακαινίζει τήν ἁγιοτόκο Καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου, κτίζοντας ὡς παρεκκλήσι της τόν περικαλλή ναό τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καί φροντίζοντας συγχρόνως νά ἱστορηθεῖ ὁ παραπάνω ναός στά 1759, ἐκπληρώνοντας σχετική ἐπιθυμία τοῦ γέροντός του ὁσίου Ἀκακίου, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ σχετική κτιτορική ἐπιγραφή.
Μέ δική του φροντίδα καί ἐνέργειες κτίστηκε καί διακοσμήθηκε ὁ Κυριακός ναός τῆς Σκήτης, στά 1745. Φρόντισε μάλιστα νά τοιχογραφηθεῖ, τό δεύτερο μισό τοῦ 18ου αἰ.
Ἀργότερα βρίσκουμε τόν Ἰωνᾶ νά λαμβάνει μέρος στήν περί ἀναβαπτισμοῦ θεολογική ἕριδα, πού ἀφοροῦσε στόν τρόπο ἀποδοχῆς τῶν αἱρετικῶν (κυρίως τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν καί τῶν Ἀρμενίων) στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἡ ὁποία ἐκδηλώθηκε μεταξύ ἐκκλησιαστικῶν κύκλων τῆς Κωνσταντινουπόλεως μετά τό 1750. Ἡ στάση του πάντως ἐπικρίθηκε ἀπό τόν οἰκουμενικό πατριάρχη Καλλίνικο Γ΄ (1757).
Σύμφωνα μέ τόν Ἁγιορείτη ἱστορικό ἱερομόναχο Θεοδώρητο τόν ἐξ Ἰωαννίνων τόν Λαυριώτη, ὁ παπα-Ἰωνᾶς ἦταν «περίφημος πνευματικός καί φιλόλογος... πολλάκις ἀπελθών εἰς Κωνσταντινούπολιν χάριν πολῶν ζητούντων αὐτόν».
Ὁ Ἰωνᾶς διατηροῦσε πνευματικούς δεσμούς μέ τόν ὅσιο Μακάριο τόν Καλογερᾶ, ἱδρυτή καί πρῶτο σχολάρχη τῆς Πατμιάδος Σχολῆς, μέ τόν ὁποῖο ἄλλωστε ἀλληλογραφοῦσε καί ἀπό τόν ὁποῖο δεχόταν πνευματικές συμβουλές, μετά τήν κοίμηση τοῦ Γέροντός του ὁσίου Ἀκακίου.
Ἡ πλούσια φιλολογική δράση τοῦ ἱερομονάχου Ἰωνᾶ χρωματίζεται κυρίως ἀπό τή μνημειώδη συλλογή του μέ τήν ἐπωνυμία Βίοι νεοφανῶν Μαρτύρων ἐν τῇ καθομιλουμένῃ. Στό πολύ σημαντικό αὐτό πρωτογενές ὑλικό τῶν νεομαρτυρολογικῶν αὐτῶν κειμένων, στηρίχθηκε ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γιά τή συγγραφή τοῦ Νέου Μαρτυρολογίου του, τό ἔτος 1799, χρησιμοποιῶντας εἴτε αὐτούσιες ἐκφράσεις εἴτε κάνοντας ἐπιτομή ἀπό τά συναξάρια πού συνέταξε ὁ παπα-Ἰωνᾶς. Τό πιθανότερο εἶναι ὁ παπα Ἰωνᾶς νά ἔγραψε τή Συλλογή τῶν νεομαρτυρολογίων του μετά τό 1740. Κι αὐτό, καθώς σέ ἰδιόγραφο κώδικα τοῦ γνωστοῦ Σκοπελίτη λογίου μοναχοῦ Καισάριου Δαπόντε πού φυλάσσεται σήμερα στήν Ἁγία Πετρούπολη καί στόν ὁποῖο ἐμπεριέχεται ἀντίγραφο τῆς παραπάνω Συλλογῆς ὁ γραφέας, ἀντιγράφει καί σημείωση τοῦ παπα-Ἰωνᾶ στό μαρτύριο τοῦ παπα-Κωνστάντιου τοῦ Ρώσου, στήν ὁποία ἀναφέρεται ὅτι ὁ παπα Ἰωνᾶς συλλειτούργησε κάποτε στό Καθολικό τῆς Μεγίστης Λαύρας μέ τούς μητροπολίτες Ἰωαννίκιο Λήμνου καί Νεόφυτο Ἄρτης τόν Μαυρομάτη, τόν ὁποῖο μάλιστα ἀποκαλεῖ ‘‘μακαρίτη’’. Ὡς γνωστόν, ὁ φιλόμουσος μητροπολίτης Ἄρτας ἐκοιμήθη καί ἐτάφη τό ἔτος 1740 στή Μεγίστη Λαύρα.
Στό τέλος τῆς Συλλογῆς καταγράφεται ὁ ἐκτενής Βίος καί ἡ Πολιτεία τοῦ ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, στόν ὁποῖο συμπεριλαμβάνονται καί τά μαρτύρια τῶν μαθητῶν του, Ρωμανοῦ καί Παχωμίου τῶν Νεομαρτύρων.
Ἐκτός ἀπό τά πρωτόγραφα αὐτά συναξάρια, ὁ παπα-Ἰωνᾶς ἔχει μεταφράσει στήν ἁπλοελληνική ἀρκετά ἀπό τά μαρτύρια πού συνέταξε ὁ Μέγας Λογοθέτης Ἰωάννης Καρυοφύλλης (†1693), τά ὁποῖα περιέχονται σ᾿ ὅλες τίς ἐκδόσεις τοῦ Νέου Μαρτυρολογίου τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου.
Ταπεινά φρονοῦμε ὅτι καί μόνη ἡ παραπάνω προσφορά τοῦ ἱερομονάχου Ἰωνᾶ Καυσοκαλυβίτου στήν Ἐκκλησία καί στό Γένος μας, θά ἦταν ἀρκετή γιά νά ἀποσπάσει τή βαθειά μας εὐγνωμοσύνη. Κι αὐτό καθώς εἶναι εὐρύτερα πλέον ἀποδεκτό πώς, κατά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, τό μόνο ἀνάχωμα καί ἡ μόνη δύναμη πού μποροῦσε νά ἀνακόψει τό συνεχῶς διογκούμενο κύμα τοῦ ἀφελληνισμοῦ -ἀποτελέσματα τῆς μακραίωνης σκλαβιᾶς, βίας καί παντοδαποῦς καταπίεσης τῶν Ρωμηῶν ἀπό τούς Ὀθωμανούς κατακτητές- ἦταν οἱ ἅγιοι Νεομάρτυρες. Αὐτοί ἀναζωογόνησαν τήν κλονιζόμενη πίστη τῶν συγχρόνων τους χριστιανῶν, ἐπισφραγίζοντας καί ἀνακαινίζοντάς την. Τά Νεομαρτυρολογικά κείμενα, ὅπως αὐτά πού συνέταξε ὁ Ἰωνᾶς, ὀφέλησαν πνευματικά τούς μοναχούς καί ταυτόχρονα συνέβαλαν στή διάσωση τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἡ συγγραφή καί ἡ ἀντιγραφή αὐτῶν, μαρτυροῦν τή μεγάλη συμβολή τῶν ἁγιορειτῶν μοναχῶν στή διατήρηση ἀκμαίου τοῦ φρονήματος Ἑλληνισμοῦ καί Ὀρθοδοξίας. Ἡ συμβολή τοῦ Ἁγίου Ὄρους στήν ἀνάδειξη νεοφανῶν μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι μεγάλη καί οὐσιαστική. Τουλάχιστον τό ἕνα τρίτο αὐτῶν εἶναι Ἁγιορεῖτες ἤ πνευματικά τέκνα Ἁγιορειτῶν πατέρων. Οἱ τελευταῖοι, ὅπως ὁ Ἰωνᾶς ὁ Καυσοκαλυβίτης, ὄχι μόνο ἐξέθρεψαν καί ἄνδρωσαν πνευματικά τούς νεοφανεῖς μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί ἀκολούθως πρόβαλαν τούς ἀγῶνες τους συστηματικά, πρός ὄφελος τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ.
Ὡς δόκιμος ὑμνογράφος τώρα, ὁ παπα-Ἰωνᾶς συνέθεσε τήν Πανηγυρική Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου καί Κανόνα στόν ἅγιο Νεομάρτυρα Νικόλαο τόν Παντοπώλη, τόν ὁποῖο πρέπει νά γνώριζε καί προσωπικά καί ἴσως νά ἦταν παρών καί στό μαρτύριό του στήν Κωνσταντινούπολη. Τέλος, μία Ἀνθολογία Προσευχῶν πού σώζεται στόν ἰδιόγραφο κώδικα 74 Καυσοκαλυβίων, γνωστό καί ὡς ‘‘Προσευχητάριον παπα-Ἰωνᾶ’’ καθώς καί ἕνα ἔργο μέ Τύπους Ἐπιστολῶν, μποροῦν νά προστεθοῦν στόν κατάλογο τῶν μέχρι στιγμῆς εὑρεθέντων πονημάτων του.
Ὁ παπα-Ἰωνᾶς ἐκοιμήθη τό ἔτος 1765 στήν Καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου στά Καυσοκαλύβια. Σύμφωνα μέ μαρτυρία, στό ὀστεοφυλάκιο τῆς Μεγίστης Λαύρας, σωζόταν ἡ κάρα τοῦ παπα-Ἰωνᾶ πάνω στήν ὁποία ἀναγραφόταν: «Ὁ Ἰωνᾶς οὗτος ἦν ὁ συγγράψας τούς βίους πολλῶν Νεομαρτύρων».


ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΗΣ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΣ ΤΟΥ π. ΠΑΤΑΠΙΟΥ, ΚΥΡΙΑΚΗ 10 ΙΟΥΝΙΟΥ 2012

Δευτέρα 4 Ιουνίου 2012

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΨΗΦΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ: ΝΕΟΝ ΜΑΡΤΥΡΟΛΟΓΙΟΝ. ΒΕΝΕΤΙΑ 1799. (ΜΕΡΟΣ Ι')

Ἁγιορείτικη Ψηφιακή Βιβλιοθήκη.

 Νέον Μαρτυρολόγιον. Ἔκδοση πρώτη. Βενετία 1799. (Μέρος Ι’)





















Σάββατο 26 Μαΐου 2012

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΣΤΗ ΘΡΑΚΗ (ΣΤ' ΜΕΡΟΣ)

Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

Ἁγιορειτικές ὁσιακές μορφές στή Θράκη τοῦ 14ου αἰ.*
(ΣΤ’ μέρος)

Μετά τήν ἐρήμωση τῶν Παρορίων οἱ μαθητές τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου καί οἱ λοιποί μοναχοί κατευθύνθηκαν σέ νέους τόπους ἀσκήσεως, διαδίδοντας καί ἐκεῖ τήν ἡσυχαστική διδασκαλία. Ὅπως γράφει χαρακτηριστικά ὁ βιογράφος τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη, ὅσιος Θεοφάνης Περιθεωρίου, οἱ μαθητές τοῦ ὁσίου Γρηγορίου «ἐξανέτειλαν ὡς φαιδροί ἀστέρες μετά τήν ἐκείνου κοίμησιν...καί τά πέρατα κατεκόσμησαν».
  Ὁ ὅσιος Ρωμύλος ὁ ἐκ Βιδινίου, κατέφυγε ἀρχικά στή Ζαγορά, στήν περιοχή Μόγκρι, πού ἀπεῖχε «διαστήματος ἡμέρας μιᾶς τοῦ Τυρνόβου», ὅπου αὐτός, ὁ βιογράφος του ὅσιος Γρηγόριος ὁ Νέος καί ὁ μοναχός Ἰλαρίων ζοῦσαν σέ κελλιά, πού βρίσκονταν σέ ἀπόσταση μεταξύ τους. Ἀργότερα ἀναχώρησε γιά τό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου παρέμεινε μέχρι τό 1371. Ἔπειτα, ἐγκαταλείποντας τόν Ἄθω, ἔφθασε στόν Αὐλώνα καί ἀπό ἐκεῖ κατέληξε ὅπως εἴδαμε στή μονή τῆς Θεοτόκου Ραβενίτζας στή Σερβία μεταλαμπαδεύοντας στό σερβικό μοναχισμό τήν ἡσυχαστική πρακτική.
  
 Ὁ ὅσιος Θεοδόσιος, ἀφοῦ δέν ἀποδέχθηκε τήν πρόταση τῆς ἀδελφότητας, νά διαδεχθεῖ τόν κοινό τους διδάσκαλο ὅσιο Γρηγόριο Σιναΐτη, ἀναχώρησε στό Ἅγιον Ὄρος, τόσο γιά νά γνωρίσει ἐκεῖ κι ἄλλους ἐπιφανεῖς ἡσυχαστές μοναχούς ὅσο καί γιά νά συγκεντρώσει ἑλληνικά κείμενα τόσο λειτουργικά ὅσο καί σχετικά περί τῆς ἡσυχαστικῆς θεωρίας καί πράξης, προκειμένου αὐτά νά χρησιμοποιηθοῦν πρός ἔλεγχο τῶν παλαιότερων μεταφράσεων στή παλαιοσλαβική καθώς καί στήν ἐκπόνηση νέων μεταφράσεων. Τέλος, ὁ ὅσιος Θεοδόσιος ἐγκαταλείποντας τόν Ἄθω, κατέληξε -ὕστερα ἀπό περιπλανήσεις στή Θεσσαλονίκη, τή Βέρροια, τήν Κωνσταντινούπολη, τά Παρόρια καί τό ὄρος Ἔμμονα κοντά στή θρακική πόλη Μεσημβρία στόν Εὔξεινο Πόντο- στήν πατρίδα του Τύρνοβο, στήν περιοχή Κελιφάρεβο, πού βρίσκεται σέ μικρή ἀπόσταση νότια τοῦ Τυρνόβου. Ἐκεῖ ἵδρυσε μέ τήν ὑποστήριξη τοῦ τσάρου Ἰωάννου Ἀλεξάνδρου τή μονή τοῦ Κελιφάρεβο, στήν ὁποία καί κατεστάθη πρῶτος ἡγούμενος. Ἡ φήμη καί πνευματική ἀκτινοβολία τόσο τοῦ ἰδίου ὅσο καί τοῦ μοναστηριοῦ ἦταν μεγάλη, ὄχι μόνο στούς Βουλγάρους, ἀλλά καί στούς Σέρβους, τούς Βλάχους καί στούς Ἕλληνες τῶν περιχώρων τῆς Μεσημβρίας. Γύρω του συγκεντρώθηκε ἕνας κύκλος πενήντα περίπου μαθητῶν, στούς ὁποίους μετέδωσε τίς ἀρχές τοῦ Ἡσυχασμοῦ. Ἔτσι ἡ μονή τοῦ Κελιφάρεβο καθιερώθηκε ὡς τό σπουδαιότερο κέντρο τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς στή Βουλγαρία, τό ὁποῖο μάλιστα συνέχιζε τήν παράδοση τῶν Παρορίων. Μέ τήν ἀρωγή μάλιστα καί τοῦ τσάρου Ἰωάννου-Ἀλεξάνδρου, ἡ μονή, ἐκτός κέντρο καλλιέργειας τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς ἐξελίχθηκε πολύ γρήγορα σ’ ἕνα ἀπό τά σημαντικότερα πνευματικά-πολιτιστικά κέντρα τῆς Βουλγαρίας, ὅπου καλλιεργοῦνταν μέ ἰδιαίτερο ζῆλο τά γράμματα. Ὁ ἴδιος μάλιστα ὁ ὅσιος Θεοδόσιος μετέφρασε στά σλαβικά τό ἔργο τοῦ ὁσίου Γρηγορίου Σιναΐτου «Κεφάλαια δι’ ἀκροστιχίδος». Ὁ ὅσιος Θεοδόσιος μέ τή μαχητική καί χαρισματική του προσωπικότητα, τό κύρος καί τήν αὐθεντία του καί μέ σύμμαχο τόν τσάρο Ἰωάννη Ἀλέξανδρο, ὁ ὁποῖος ἔτρεφε γι’ αὐτόν μεγάλο σεβασμό, συνέβαλε σέ μεγάλο βαθμό στήν ἐπιτυχή ἀντιμετώπιση πολλῶν ἀπό τίς αἱρέσεις πού εἶχαν ἀναφανεῖ τήν ἐποχή ἐκείνη στή Βουλγαρία ὅπως τῶν αἱρετικῶν ἰδεῶν τοῦ Βαρλαάμ καί τοῦ Ἀκινδύνου, τοῦ Βογομιλισμοῦ, τοῦ Ἀδαμιτισμοῦ, τῶν αἱρετικῶν Πυρόπουλου καί Θεοδοσίου Φουντούλ καθώς καί στήν καταδίκη τῶν ἀντιχριστιανικῶν κινήσεων τῶν Ἑβραίων τοῦ Τυρνόβου. Περί τό 1359/60 καί ἐξ αἰτίας τῶν τουρικῶν ἐπιδρομῶν, ἐγκαταστάθηκε γιά τρία χρόνια σέ σπήλαιο κοντά στό Τύρνοβο. Περί τό 1361/1362 ὁ ὅσιος Θεοδόσιος ἔστειλε μαζί μέ τό συνασκητή του μοναχό Ρωμανό ἐπιστολή πρός τόν οἰκουμενικό πατριάρχη Κάλλιστο Α΄ μέ τήν ὁποία τόν ἐνημέρωναν μέ ἀγωνία γιά διάφορες κανονικές καί λειτουργικές παρατυπίες πού συνέβαιναν στήν Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας, ἐπί πατριάρχου Θεοδοσίου. Τό Πατριαρχεῖο μέ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἀπάντησε στήν παραπάνω ἐπιστολή. Ἐπιπλέον ὁ ὅσιος Θεοδόσιος, παραλαμβάνοντας τέσσερεις ὑποτακτικούς του ἀναχώρησε γιά τήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου φιλοξενήθηκε προσωπικά ἀπό τόν πατριάρχη ἅγιο Κάλλιστο Α΄, πρῶτα στά Πατριαρχεῖα καί ἀργότερα στή μονή τοῦ Ἁγίου Μάμαντος. Τέλος, ἐκοιμήθη στήν Κωνσταντινούπολη στίς 27 Νοεμβρίου 1962/63, ἀφοῦ πρῶτα εἶχε δώσει τίς τελευταῖες του ὑποθῆκες καί εὐλογίες στούς μαθητές του. Στήν ἐξόδια ἀκολουθία του προεξῆρχε ὁ ἴδιος ὁ πατριάρχης ἅγιος Κάλλιστος καί ἡ Ἱερά Σύνοδος. Ἀνάμεσα στούς μαθητές τοῦ ὁσίου Θεοδοσίου γνωστότεροι εἶναι ὁ  ἱερομόναχος Διονύσιος ‘‘ὁ ἐξαίσιος’’, ὁ ἅγιος Κυπριανός μετέπειτα μητροπολίτης Μόσχας καί πάσης Ρωσίας (1390-1406) καί ὁ ἅγιος Εὐθύμιος μετέπειτα πατριάρχης Τυρνόβου.                                                        
   
Ὁ ἅγιος Εὐθύμιος πατριάρχης Τυρνόβου (1375-1393), ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε μία ἀπό τίς κορυφαῖες προσωπικότητες τοῦ σλαβικοῦ κόσμου κατά τό 14ο αἰ. Ἔγινε μοναχός σέ κάποια ἀπό τίς μονές τοῦ Τυρνόβου, τό πιθανότερο, τή μονή τῆς Θεοτόκου Ὁδηγητρίας· σπουδαίο μοναστικό κέντρο κατά τό α΄μισό τοῦ 14ου αἰ. Ὁ ἅγιος Εὐθύμιος, ἀσκήτευσε ὡς νεαρός μοναχός στή μονή Κελιφάρεβο πού εἶχε ἱδρύσει ὁ γέροντάς του ὅσιος Θεοδόσιος ὁ Τυρνοβίτης περί τό 1350. Ὁ ἅγιος Εὐθύμιος παρέμεινε στό Κελιφάρεβο μέχρι τό 1363, ὅταν ἀκολούθησε τόν γέροντά του ὅσιο Θεοδόσιο στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ὁ πατριάρχης Κάλλιστος Α΄ τούς δέχθηκε μέ ἰδιαίτερες τιμές καί τούς φιλοξένησε στή μονή τοῦ Ἁγίου Μάμαντος. Ἐκεῖ, στίς 27 Νοεμβρίου τοῦ 1363, ὁ ὅσιος Θεοδόσιος τέλειωσε τήν ἐπίγεια ζωή του. Μετά τό θάνατο τοῦ ὁσίου Θεοδοσίου, ὁ Εὐθύμιος ἀποφάσισε νά παραμείνει γιά ἕνα διάστημα στήν Κωνσταντινούπολη. Στά πλαίσια αὐτά, ἐγκαταβίωσε γιά ἕνα διάστημα καί στή μονή Στουδίου. Στή Βασιλεύουσα, ὁ ὅσιος Εὐθύμιος εἶχε τή δυνατότητα νά μελετήσει στίς πλούσιες βιβλιοθῆκες της τήν ἑλληνική γλώσσα καί τή βυζαντινή γραμματεία, ἀλλά καί νά ἐξοικειωθεῖ μέ τή λατρευτική καί λειτουργική βυζαντινή παράδοση.
    
Περί τό 1364-5 ὁ Εὐθύμιος ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη μετέβη στό Ἅγιον Ὄρος ὅπου στήν ἀρχή ἐγκαταστάθηκε, σύμφωνα μέ τή σύγχρονη ἔρευνα, στή Μεγίστη Λαύρα. Ἐκεῖ, τό πιθανότερο, γνωρίστηκε μέ τόν ἅγιο Φιλόθεο τόν Κόκκινο, τοῦ ὁποίου τό λειτουργικό ἔργο τόν ἐπηρέασε σέ σημαντικό βαθμό καί στήν ὁποία διέμεινε ἐπί πέντε ἔτη. Ἀργότερα ἀσκήθηκε καί στόν πύργο τῆς Σελινοῦς τῆς περιοχῆς τῆς μονῆς Ζωγράφου. Στόν Ἄθω, ὅπου παρέμεινε γιά μία ἑπταετία, ἐπιδόθηκε στίς μεταφράσεις ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων,  παίρνοντας παράλληλα ὅλα ἐκεῖνα τά ἀναγκαῖα ἐφόδια, πού θά τόν βοηθοῦσαν ἀργότερα, ὡς Πατριάρχης Τυρνόβου, νά θέσει τίς βάσεις γιά τίς γλωσσικές καί ἐκκλησιαστικές μεταρρυθμίσεις πού πραγματοποιήθηκαν μέ τή δική του συμβολή, κατά τό 14ο αἰ., στήν πατρίδα του τή Βουλγαρία. Τό 1371 ἡ καρποφόρα αὐτή ἀθωνική περίοδος τοῦ Εὐθυμίου ὁλοκληρώθηκε μέ δυσάρεστο γι’ αὐτόν τρόπο, ἀφοῦ ἐξορίστηκε στή Λήμνο ἀπό τόν φιλενωτικό αὐτοκράτορα Ἰωάννη Ε΄ Παλαιολόγο, πιθανόν λόγω τῆς ἀκραιφνοῦς ὀρθόδοξης στάσης τοῦ Εὐθυμίου. Γρήγορα ὅμως ὁ αὐτοκράτορας ἀνακάλεσε ἀπό τήν ἐξορία του τόν ἅγιο Εὐθύμιο, ὁ ὁποῖος καί ἐπανῆλθε γιά λίγο στόν Ἄθω. Τήν ἴδια ὅμως χρονιά ὁ Ἅγιος ἐπέστρεψε στήν πατρίδα του, ἔχοντας μαζί του μιά πλούσια συγκομιδή ἐμπειριῶν καί γνώσεων ἀπό τήν παραμονή του στά μεγάλα πνευματικά κέντρα τοῦ βυζαντινοῦ κόσμου. Στή Βουλγαρία ἐγκαταστάθηκε ὡς ἡγούμενος στή νεοϊδρυμένη μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἡ ὁποία ἔγινε ἐπίκεντρο μεγάλης πνευματικῆς ἀναγεννήσεως στή Βουλγαρία τοῦ 14ου αἰ. Τό 1375 ὁ ἅγιος Εὐθύμιος ἐκλέγεται Πατριάρχης Τυρνόβου, θέση ἀπό τήν ὁποία συνέβαλε στήν ἀποκατάσταση τῶν διαταραγμένων σχέσεων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τήν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρετικῶν Βογομίλων, τήν ἠθική ἀνόρθωση τῶν κληρικῶν καί τοῦ ποιμνίου του καί τήν ἀνακούφιση τῶν πτωχῶν.
  
 Ὁ ἅγιος Εὐθύμιος ὅμως εἶχε καί τό θλιβερό προνόμιο νά εἶναι ὁ τελευταῖος πατριάρχης τοῦ Τυρνόβου, καθώς τό 1393 οἱ Τούρκοι κατέλυσαν τό Βουλγαρικό κράτος. Ὁ Ἅγιος, περί τό 1394, ἐξορίστηκε ἀπό τούς κατακτητές κάπου στή Βορειοδυτική Θράκη, ὅπως δέχονται οἱ περισσότεροι ἐρευνητές, τό πιθανότερο στή μονή τῆς Θεοτόκου τοῦ Μπάτσκοβο. Στή μονή αὐτή καί γύρω ἀπό τόν ἅγιο Εὐθύμιο δέν ἄργησε νά δημιουργηθεῖ ἕνας κύκλος μαθητῶν πού συνέχισε τή φιλολογική δραστηριότητα τῆς σχολῆς τοῦ Τυρνόβου. Ἀφήνοντας ἕνα πλούσιο συγγραφικό ἔργο, κυρίως ἁγιολογικό, μεταφραστικό καί λειτουργικό, ἐκοιμήθη περί τίς ἀρχές τοῦ 15ου αἰ.  (συνεχίζεται......)

______________________________________________________________________
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ:  
 Ὁ ἅγ. Εὐθύμιος πατριάρχης Τυρνόβου. Τοιχογραφία τοῦ 1864 στή μονή Ἀράπο Βουλγαρίας.

* Ὁλόκληρη ἡ μελέτη τοῦ μοναχοῦ Παταπίου Καυσοκαλυβίτου:  «Ἁγιορειτικές ὁσιακές μορφές στή Θράκη τοῦ 14ου αἰ.», δημοσιεύθηκε στά Πρακτικά τοῦ 4ου Διεθνοῦς Συμποσίου Θρακικῶν Σπουδῶν: Βυζαντινή Θράκη. Μαρτυρίες καί Κατάλοιπα. Κομοτηνή, 18-22 Ἀπριλίου 2007, στό: Byzantinsche Farschulngen 300 XXX (2011), σσ. 277-326, πίνακες 801-807.


Ἁγιορειτικές ὁσιακές μορφές στή Θράκη τοῦ 14ου αἰ.  ( Γ΄ μέρος)
Ἁγιορειτικές ὁσιακές μορφές στή Θράκη τοῦ 14ου αἰ. ( Δ΄ μέρος)
Ἁγιορειτικές ὁσιακές μορφές στή Θράκη τοῦ 14ου αἰ. ( Ε΄ μέρος)