( Β΄ μέρος)
Στό ὄρος Γάνος, ἐκτός ἀπό τά κοινόβια μοναστήρια ὑπῆρχαν καί μικρές ἤ μεγαλύτερες μοναστικές ὁμάδες, τίς ὁποῖες συνιστοῦσαν μοναχοί πού ζοῦσαν μία πιό ἀσκητική ζωή, ἦσαν πιθανότατα ἐγκατεστημένοι σέ πλησιόχωρα μεταξύ τους κελλιά καί ἀσκοῦνταν ὑπό τήν πνευματική καθοδήγηση ἑνός γέροντος. Σ’ ἕναν ἀπ’ αὐτούς, τόν Γέροντα Μᾶρκο, πού διακρινόταν γιά τήν ἀρετή του, ἔγινε μοναχός ὁ ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης.
Ὁ ἐρχομός τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη συμπίπτει μέ τήν περίοδο τῆς παρουσίας τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου στό ὄρος Γάνος. Ὁ ὅσιος Μάξιμος πρέπει νά ἔφθασε στό Γάνο, περί τό 1287. Τό πιθανότερο εἶναι μάλιστα ἐκεῖ νά γνώρισε τόν μετέπειτα πατριάρχη, μέ τόν ὁποῖο ἀργότερα, ὅπως θά δοῦμε, συναναστράφηκε στήν Κωνσταντινούπολη. Εἶναι μάλιστα πιθανό, ἀπ’ αὐτόν νά ἄκουσε γιά τό Ἅγιον Ὄρος καί τήν ἐκεῖ μοναχική ζωή.
Ὁ ὅσιος Μάξιμος γεννήθηκε στή Λάμψακο τῆς ἀσιατικῆς πλευρᾶς τοῦ Ἑλλησπόντου καί στό ἅγιο βάπτισμα τοῦ δόθηκε τό ὄνομα Μανουήλ. Σέ ἡλικία δεκαεπτά ἐτῶν, ἀποφεύγοντας τό γάμο πού ἑτοίμαζαν γι’ αὐτόν οἱ γονεῖς του καί ποθῶντας τό βίο τῆς ἄσκησης, ἀναχώρησε ἀπό τό πατρικό του σπίτι «καὶ πλοίῳ ἐμβάς, εἰς τὸ ὑπερκείμενον ὄρος τῆς Θράκης, ὃ Γάνου καλεῖται, διαπερᾷ».
Στό Βίο τοῦ ὁσίου Μαξίμου ὅπου βρίσκουμε ἀρκετές πληροφορίες γιά τή ζωή του στό Γάνο, δίνεται ἰδιαίτερη ἔμφαση στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ὁ ἀρχάριος μοναχός Μάξιμος ὑποτασσόταν στόν πνευματικό του πατέρα, Γέροντα Μάρκο: ‘‘Καί ἦταν κάτι θαυμαστό, πού ἀπ’ αὐτό τό σημεῖο ἐκκινήσεως (τῆς ὑπακοῆς δηλαδή) ἀγωνιζόταν γιά τά ἄκρα τῆς ἀρετῆς καί σέ κανένα δέν παραχωροῦσε τήν πρώτη θέση στούς κόπους τῆς ἀρετῆς. Ἀλλά καί στήν ἀγρυπνία καί στή χαμευνία καί στήν περιφρόνηση τῶν ματαίων, στή δίψα καί τή νηστεία, καί μ’ ὅσα πιέζεται τό σῶμα μαζί καί ἡ ψυχή καί καθαρίζεται, κι ὁ νοῦς ξεσηκώνεται ἀπό τά γήινα καί ὑψώνεται πρός τόν Θεό. Σ’ ὅλ’ αὐτά, ἄν καί νεοφερμένος, ξεπερνοῦσε ὅλους τούς πρίν ἀπ’ αὐτόν. Γι αὐτό καί ὁ Γέροντας τόν ἐπέπληττε, γιά τήν σκληρή του ἄσκηση. Γιατί ἄν ἤθελε νά τόν προάγει ὁμαλά, καί πολύ σοφά νά τοῦ περάσει στό λαιμό τόν χαλινό τῆς ὑπακοῆς, γιά νά μή σκοντάψει ἀπ’ τή βιασύνη ἤ ἀποκάμει πρίν λάβει τόν στέφανο ἤ τό χειρότερο ἀπ’ ὅλα, γλυστρίσει στόν λάκκο τῆς ματαιοφροσύνης. Γι αὐτό βαστοῦσε τά ἡνία καί τά χαλάρωνε σιγά-σιγά. Μετά πάλι τά συγκρατοῦσε, κάνοντάς του παρατηρήσεις γιά τήν ἀμετρίαστη ἄσκησή του. Κι αὐτός ὑποχωροῦσε στά παραγγέλματα ἐκείνου, δίχως νά βγάζει λέξη γογγυσμοῦ καί ἀπό ἀμάθεια νά ἀπειθεῖ σάν κανένας ἀπαίδευτος. Ἀλλά παρέδιδε τόν ἑαυτό του τελείως ἐλεύθερο νά τόν ὁδηγεῖ ὁ ἡνίοχος ὁπουδήποτε ἐκεῖνος ἔκρινε».
Ὅμως αὐτή ἡ ἄθληση τοῦ Ὁσίου στούς πνευματικούς στίβους τῆς ἀρετῆς διακόπηκε προσωρινά ἀφοῦ «ὁ κατὰ Θεὸν αὐτοῦ γυμναστὴς τῶν ῥεόντων μεθίσταται καὶ πρὸς τὴν ἀγήρω ζωὴν μεταβαίνει», ἀφήνοντας στόν μαθητή του ἀφόρητη λύπη.
Mετά τήν κοίμηση τοῦ γέροντά του, ὁ Μάξιμος ἀναχώρησε γιά ἕνα ἄλλο σπουδαῖο μοναστικό κέντρο τῆς Θράκης, τό Παπίκιον Ὄρος, στό ὁποῖο ἀναπτύχθηκε φημισμένο μοναστικό κέντρο στά μέσα καί ὕστερα βυζαντινά χρόνια, ἰδιαίτερα κατά τόν 11-12ο αἰ., πού φαίνεται πώς ἦταν καί ἡ περίοδος τῆς μέγιστης ἀκμῆς του.
Στό Παπίκιο ὁ ὅσιος Μάξιμος συνάντησε μοναχούς πού ζοῦσαν ἔξω ἀπό τόν περίβολο τῆς ἐκεῖ μονῆς «εὗρεν ἄνδρας ἐξ ὁλοκλήρου Θεῷ καθιερωμένους, ἀοίκους, ἀστέγους, ἀτρόφους, ἀΰλους», πού τά κουρέλια ἦταν τό μόνο τους ἔνδυμα, μή ἔχοντας τήν παραμικρή περιουσία. Αὐτοί οἱ ἀναχωρητές πρέπει ὁπωσδήποτε νά στάθηκαν ὁδοδεῖκτες στό δρόμο πού θά ἀκολουθοῦσε ὁ Ὅσιος, ἀφοῦ τό μεγαλύτερο μέρος τῆς μοναχικῆς ζωῆς του -ἄν ἐξαιρέσουμε τήν περίοδο πού αὐτός διέμενε στή Μεγίστη Λαύρα– τό περνοῦσε ἔξω ἀπό τά μοναστηριακά τείχη, περιπλανώμενος στήν ἀθωνική ἔρημο. ‘‘Μ’ αὐτούς λοιπόν τούς ἀναχωρητές συναναστρεφόμενος ὁ ὅσιος Μάξιμος κατάφερε σέ σύντομο χρονικό διάστημα νά ἀποτυπώσει ὅπως τό κερί τήν ἀρχέτυπη σφραγίδα, τήν ἔνθεη πολιτεία τους στόν ἑαυτό του, γενόμενος ὁ ἴδιος ὁλοκληρωτικα ἔνθεος καί πλήρης ἀπό τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος’’.
Καί στή συνάφεια αὐτή, βάζοντας μία παρένθεση στά τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη, ἀναφέρουμε ὅτι ἀπό τό μοναστικό κέντρο τοῦ Παπικίου πέρασαν κι ἄλλοι ὀνομαστοί ἁγιορεῖτες ὅπως ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς (1296-1359), λίγες δεκαετίες μετά τόν ὅσιο Μάξιμο, περί τό 1316-1317 καί ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γεννήθηκε τό 1296 στήν Κωνσταντινούπολη καί ἦλθε στό Ἅγιον Ὄρος σέ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν, ὅπου ὑποτάχτηκε ἀρχικά στόν ἡσυχαστή Νικόδημο, σέ κελλί στά ὅρια τῆς μονῆς Βατοπαιδίου. Ἐκεῖ ἔζησε ἐν "νηστείᾳ καί ἀγρυπνίᾳ καί νήψει καί ἀδιαλείπτῳ προσευχῇ" ἐπί τρία χρόνια (1319-1322). Μετά τήν κοίμηση τοῦ γέροντά του καί τοῦ ἀδελφοῦ του Μακαρίου, εἰσῆλθε μαζί μέ τόν ἄλλο ἀδελφό του Θεοδόσιο στήν Μεγίστη Λαύρα τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου (περί τό 1319), ὅπου παρέμεινε ἐπί τρία ἔτη. Κατόπιν ἀποσύρθηκε σέ ἐρημητήριο τῆς τότε Σκήτης Γλωσσίας (στήν περιοχή τῆς σημερινῆς Προβάτας), ὅπου παρέμεινε κοντά στόν διδάσκαλο τῆς "ἡσυχίας" "Γρηγορίῳ τῷ πάνυ", τόν Δριμύ.
Τό 1325, λόγω τῶν τουρκικῶν ἐπιδρομῶν καταφεύγει μαζί μέ ἄλλους ἡσυχαστές -ἀνάμεσα στούς ὁποίους ἦταν ὁ Γρηγόριος Σιναΐτης μέ τούς μαθητές του, Ἰσίδωρο καί Κάλλιστο, μετέπειτα Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως- στή Θεσσαλονίκη. Ἀπό τό 1326 καί γιά πέντε ἔτη, ἀσκήθηκε σέ ἐρημητήριο τῆς Σκήτης Βερροίας κοντά στόν Ἀλιάκμονα. Τό 1331, λόγω τῆς εἰσβολῆς τῶν Σέρβων στήν περιοχή τῆς Δυτικῆς Μακεδονίας, ἐπέστρεψε στό Ἅγιον Ὄρος καί ἐγκαταβίωσε στό Κάθισμα τοῦ Ἁγίου Σάββα, σέ ὕψωμα πάνω ἀπό τήν Μεγίστη Λαύρα. Περί τό 1335-6, προχειρίστηκε ἀπό τόν Πρῶτο Ἰσαάκ καί τήν Σύναξη, ἡγούμενος τῆς μονῆς Ἐσφιγμένου (1335-1338). Τόν Δεκέμβριο τοῦ 1337 ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔρχεται πάλι στή Θεσσαλονίκη, ὅπου καί ἀρχίζει τόν ἀγῶνα του κατά τῶν κακοδοξιῶν τοῦ ἐκ Καλαβρίας Βαρλαάμ. Τό 1340-1 ὑπό τήν ἄμεση καθοδήγηση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου συντάχθηκε ὁ Ἁγιορειτικός Τόμος, τόν ὁποῖον ὑπέγραψαν ὅλοι οἱ πρόκριτοι τῶν μονῶν τοῦ Ἄθω. Πρόκειται γιά μία κορυφαία στιγμή τῆς ἁγιορειτικῆς πνευματικότητας. Τό 1347, κατόπιν πολλῶν ἀγώνων ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν, ὁ ἅγιος Γρηγόριος, χειροτονημένος ἤδη Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, ἐπιστρέφει στόν ἀγαπημένο του Ἄθωνα. Τήν ἐποχή ἐκείνη βρισκόταν στό Ἅγιον Ὄρος ὁ σέρβος κράλης Στέφανος Δουσάν, ὁ ὁποῖος ἀνάγκασε τόν Γρηγόριο νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τόν τόπο, ἐπειδή ὁ δεύτερος δέν ἐνέδωσε στίς πιέσεις του νά ὑποστηρίξει τά σχέδιά του νά ἐγκαταστήσει Πρῶτο σερβικῆς καταγωγῆς. Ἀπό τότε, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς δέν ἐπέστρεψε ξανά στόν Ἄθωνα. Ἐκοιμήθη ὡς μητροπολίτης Θεσσαλονίκης τό 1359, ἔχοντας δικαιωθεῖ γιά τούς πολλούς ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀγῶνες του. Στή διαμόρφωση τῶν θεολογικῶν θέσεων τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀσφαλῶς θά συνετέλεσε πολύ ἡ προηγούμενη ἄσκησή του στόν ἱερό Ἄθω, ὅπου βρισκόταν σέ μεγάλη ἀκμή -τήν ἐποχή ἐκείνη ἰδιαίτερα- ὁ ἡσυχαστικός τρόπος ζωῆς, γιά τόν ὁποῖο ἄλλωστε ἐκεῖνος τόσο ἀγωνίστηκε. Οἱ Σύνοδοι τῆς Κωνσταντινουπόλεως τῶν ἐτῶν 1341, 1347 καί 1351 ἀνεκήρυξαν τή θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ὡς θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Τό ἔτος 1368 ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς κατατάχθηκε στό ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὅταν ὁ νεαρός τότε ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ἀποφάσισε νά μεταβεῖ ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη γιά νά μονάσει στό Ἅγιον Ὄρος, πῆρε τούς δύο ἀδελφούς του καί μέσω Θράκης διέρχεται τό Παπίκιον ὄρος, ὅπου καί παρέμεινε λόγω τοῦ χειμῶνα. Ἐκεῖ ἐξέπληξε ὅλους τούς πατέρες μέ τήν ἀρετή καί τή σοφία του. Τήν ἐποχή ἐκείνη στίς γύρω περιοχές ζοῦσαν πολλοί αἱρετικοί Μαρκιωνιστές ἤ Μασσαλιανοί, τούς ὁποίους ὁ Ἅγιος ἀντιμετώπισε μέ τήν ὑψηλή θεολογία του. Κατάφερε μάλιστα νά μεταστρέψει ἀπό τήν πλάνη καί τόν ἀρχηγό τους. Σέ ἀντίδραση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος οἱ αἱρετικοί θέλησαν νά τόν δηλητηριάσουν, ἀλλά ὁ Ἅγιος μέ θεϊκή ἐπέμβαση φυλάχθηκε σῶος καί συνέχισε ἔπειτα τό δρόμο του πρός τό Ἅγιον Ὄρος. Ὁ βιογράφος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἅγιος Φιλόθεος Κόκκινος ἀναφέρει γιά τό Παπίκιο: «ὄρος δ’ ἱερόν τοῦτο πάλαι μεταξύ κείμενον Θράκης τε καί Μακεδονίας, καί μονασταῖς ἀνειμένον ἀνδράσι τότε θαυμαστοῖς καί σπουδαῖοις, καί τά θεῖα φιλοσοφοῦσι καλῶς». (συνεχίζεται........)
Ὁλόκληρη ἡ μελέτη τοῦ μοναχοῦ Παταπίου Καυσοκαλυβίτου: «Ἁγιορειτικές ὁσιακές μορφές στή Θράκη τοῦ 14ου αἰ.», δημοσιεύθηκε στά
Πρακτικά τοῦ 4ου Διεθνοῦς Συμποσίου Θρακικῶν Σπουδῶν: Βυζαντινή Θράκη. Μαρτυρίες καί Κατάλοιπα. Κομοτηνή, 18-22 Ἀπριλίου 2007, στό: Byzantinsche Farschulngen 300 XXX (2011), σσ. 277-326, πίνακες 801-807.