Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μεταβυζαντινή τέχνη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μεταβυζαντινή τέχνη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2011

ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΦΟΡΗΤΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΤΟΥ ΕΚ ΦΟΥΡΝΑ

                          Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

      Ἄγνωστες φορητές εἰκόνες τοῦ ἱερομ. Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ*   

    Στό πρῶτο τέταρτο τοῦ 18ου αἰ. ἐμφανίζεται στό Ἅγιον Ὄρος ἕνα ἀνανεωτικό καλλιτεχνικό ρεῦμα, καθαρά ἁγιορείτικο, πού προτείνει τήν ἐπιστροφή καί ἀντιγραφή τῶν παλαιότερων προτύπων τῆς τέχνης τῆς ἐποχῆς τῶν Παλαιολόγων καί κυρίως τῆς συμβατικά λεγόμενης " Μακεδονικῆς"  Σχολῆς. Ὁ κύριος ἐκφραστής τοῦ ρεύματος αὐτοῦ εἶναι ὁ λόγιος ἱερομόναχος Διονύσιος ἀπό τόν Φουρνᾶ τῶν Ἀγράφων (1670-περ.1746). Ὁ Διονύσιος εἶναι γνωστός κυρίως ὡς ὁ συγγραφέας, σέ συνεργασία μέ τόν ἱερομόναχο Κύριλλο Φωτεινό τόν Χίο (+ 1805)[1], τῆς περίφημης «Ἑρμηνείας τῆς Ζωγραφικῆς Τέχνης» (1728-1733)[2]· Μέ τό ἐγχειρίδιο αὐτό, ἐκτός τήν παροχή χρήσιμων εἰκονογραφικῶν καί τεχνικῶν ὁδηγιῶν πρός τούς ζωγράφους ἱερῶν εἰκόνων, ὁ Διονύσιος γίνεται παράλληλα καί ὁ θεωρητικός ἐκφραστής τοῦ παραπάνω καλλιτεχνικοῦ ρεύματος ἐπιστροφῆς στήν παλαιολόγεια ζωγραφική.
  Ὅμως ὁ Διονύσιος ἦταν καί ἕνας ἄριστος ζωγράφος, παρ' ὅλες τίς περί τοῦ ἀντιθέτου ἀπόψεις πού κατά τό παρελθόν ἐκφράστηκαν[3]. Σύμφωνα μέ τά μέχρι τώρα στοιχεῖα, τό πρῶτο μνημεῖο πού ἱστόρησε (1711) καί στό ὁποῖο ἀπαντᾶται ἡ καλλιτεχνική τάση πού προαναφέρθηκε, εἶναι τό παρεκκλήσι τοῦ Τιμίου Προδρόμου, στό κελλί πού ὁ ἴδιος μόναζε, στό κέντρο τῶν Καρυῶν.
   Τό ρεῦμα τῆς ἐπιστροφῆς  στήν παλαιολόγεια τέχνη, πού ἐγκαινιάστηκε, ὅπως ἀναφέραμε, τήν πρώτη δεκαετία τοῦ 18ου αἰ. μέ τό ἔργο ἀλλά καί τήν διδασκαλία τοῦ Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ καί συνεχίστηκε, σέ ὑψηλότερο ποιοτικά ἐπίπεδο, ἀπό τούς ζωγράφους Δαβίδ ἀπό τή Σελενίτσα Αὐλῶνος (ἐξωνάρθηκας παρεκκλησίου τῆς Κουκουζέλισσας Λαύρας, 1715) καί Κοσμᾶ ἀπό τή Λήμνο (παρεκκλήσι Ἁγ. Δημητρίου Βατοπεδίου, 1721), δέν μποροῦσε παρά νά ἐπηρεάσει τούς ζωγράφους πού τούς ἀκολούθησαν, κυρίως στό Ἅγ. Ὄρος, ὅπως ὁ συντοπίτης τοῦ Διονυσίου, ἱερομ. Παρθένιος, ὁ ἐπιλεγόμενος Σκούρτος, στόν εὑρύτερο κύκλο τοῦ ὁποίου, ἀποδώσαμε πολύ ἀξιόλογα ἔργα ζωγραφικῆς, ὅπως τό Κυριακό τῆς Σκήτης Ἁγ. Τριάδος Καυσοκαλυβίων[4].
   Παράλληλα, ἡ μεγάλη διάδοση τοῦ κειμένου τῆς "Ἑρμηνείας" τοῦ Διονυσίου, πού φαίνεται ἀπό τό πλῆθος τῶν χειρόγραφων ἀντιγράφων της, συνέβαλε στή διάδοση τῶν εἰκονογραφικῶν ἀπόψεών του καί στήν ἐμπέδωση τῆς γνώμης ὅτι ἡ τέχνη τοῦ Πανσέληνου θά ἔπρεπε νά εἶναι ὑπόδειγμα στήν εἰκονογραφική διαδικασία [5].
 Ἔτσι βλέπουμε, μέ ἀφορμή τήν διδασκαλία τοῦ Διονυσίου, πολλούς ἁγιορεῖτες ζωγράφους, ὅπως ὁ παραπάνω ἱερομ. Παρθένιος ὁ ἐκ Φουρνᾶ τῶν Ἀγράφων, νά στρέφουν σταδιακά τήν προσοχή τους στή ζωγραφική τοῦ Πρωτᾶτου, ἀντιγράφοντας μεμονωμένους χαρακτηριστικούς εἰκονογραφικούς τύπους καί συνθέσεις · στοιχεῖα πού ἐνσωμάτωσαν, τίς περισσότερες φορές, μέ ἐπιτυχία στό ἔργο τους[6].
  Τό ζωγραφικό αὐτό ρεῦμα  δέν ἀναφέρεται τόσο στή μίμηση καλλιτεχνικῶν τρόπων ἀπό τή ζωγραφική τοῦ Πρωτάτου, ὅσο στήν ἀντιγραφή εἰκονιστικῶν τύπων μεμονωμένων μορφῶν, πού ἱστοροῦνται στή " μητέρα ὅλων τῶν ἁγιορειτικῶν ἐκκλησιῶν"[7]. Ὁ Διονύσιος εἶχε ὡς ἄμεσο πρότυπο τίς τοιχογραφίες τοῦ διπλανοῦ του ναοῦ, τοῦ Πρωτᾶτου[8]. Ὅμως κατά βάση, ἡ προσήλωσή του στήν τέχνη τοῦ Πανσέληνου, ἴσχυσε μόνο γιά τίς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ καί μορφές μεμονωμένων ἁγίων[9]. Ἀντίθετα, στίς πολυπρόσωπες σκηνές καί συνθέσεις, ὁ Διονύσιος προχώρησε σ' ἕνα συγκερασμό τῶν σύγχρονών του αἰσθητικῶν τάσεων, ὅπως ἦταν οἱ ἐπιβιώσεις τῆς συντηρητικῆς τεχνοτροπίας τοῦ 17ου αἰ., οἱ ἔμμεσες ἐπιδράσεις ἀπό τή δυτική ζωγραφική ἤ οἱ ἐπιρροές ἀπό τή λαϊκή τέχνη (κυρίως στή διακόσμηση τῶν ἐνδυμασιῶν)[10].
 Τό καλλιτεχνικό ρεῦμα πού ἐξέφραζε ὁ ἱερομ. Διονύσιος ἀπό τόν Φουρνᾶ τῶν Ἀγράφων, κυρίως μέσα ἀπό τήν Ἑρμηνεία του, ἦταν ρεῦμα ἐπιστροφῆς στίς ὑγιεῖς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας, καθώς ἡ θεία λατρεία, πού σχετίζεται ἄμεσα μέ τίς ἱερές εἰκόνες, ἀποτελεῖ τόν κύριο κορμό της. Δέν θά ἦταν ὑπερβολή ἴσως νά ποῦμε ὅτι ὁ Διονύσιος ὁ ἐκ Φουρνᾶ ἦταν ἕνας πρώϊμος Κολλυβᾶς[11], λίγα μάλιστα χρόνια πρίν ἀπό τήν ἐκδήλωση αὐτοῦ τοῦ φιλοκαλλικοῦ κινήματος, τό 1752. Ἄλλωστε καί αὐτός ἐξαναγκάστηκε νά ἐγκαταλείψει τόν Ἄθω[12] - ὅπως ἀργότερα καί οἱ ἱεροί Κολλυβᾶδες - καί νά ἱδρύσει στήν πατρίδα του τή Μονή τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς - καθώς καί οἱ Κολλυβᾶδες ἵδρυσαν Μονές στήν ἐκτός τοῦ Ἄθω Ἑλλάδα.
  Ὅπως θά δείξουμε στή συνέχεια, ὁ ἱερομ. Διονύσιος ἀπό τόν Φουρνᾶ τῶν Ἀγράφων[13] διατηροῦσε στενές πνευματικές καί καλλιτεχνικές σχέσεις μέ τήν ἀπομακρυσμένη Σκήτη Καυσοκαλυβίων, πού ἐξέθρεψε κολλυβᾶδες Πατέρες ὅπως ὁ ἱεροδ. Νεόφυτος ὁ Καυσοκαλυβίτης, ἀρχηγός τοῦ κολλυβαδικοῦ κινήματος στό πρῶτο του στάδιο.
  Σύμφωνα μέ τόν βιογράφο του, Θεοφάνη τόν ἐξ Ἀγράφων (1784), ὁ Διονύσιος "... διῆγε κελλικῶς καί ἡσύχως ἐν τῇ  τῶν Καρεαίων σκήτῃ, ἀσκητικῶς κατά Χριστόν ἀγωνιζόμενος · μετ' οὐ πολύ δέ τοσοῦτον εἰς ὕψος ἐλήλακεν ἀρετῶν, ὥστε πολλούς τῶν ἐκεῖσε, ἵνα μή πάντας εἴπω, ὑπερακοντίσαι. Ὅθεν καί πλείονος καί ἐντελεστέρας γλιχόμενος ἀγωγῆς, οὐκ ἔλειπε διηνεκῶς τοῖς ἐρημικωτέροις καί ἑνιαίοις μοναχοῖς, Ἀντωνίταις φημί καί Καυσοκαλυβίταις ὁμιλεῖν καί συζητεῖν περί ἀρ ετῆς καί ἠθικοῦ βίου, ἕν μόνον ἑαυτῷ λογιζόμενος ἄτοπον, τό μή τρίχας ἐν πώγωνι ἔχειν, ὅπερ πάντῃ ἀνόσιον τοῖς τά ἐκεῖσε οἰκοῦσι νομίζεται. Καί εἰ τούτων ηὐπόρει κατ' ἐκεῖνον τόν καιρόν, ταχέως ἄν καί τούτων ἀνυπερθέτως τῶν ὑπεροχικῶν τῆς ἀρετῆς τόπων ἐπαφίκετο. Ἀλλ' ἐπειδή τοῦτο αὐτό πρόσκομμα ὑπερβαλλούσης ἀρετῆς τούτῳ ἀνέκειτο, διέτριβεν ὡς ἔφην ἐν Κάραις, ἐπισπεύδων ταῖς ὁσημέραι ἀσκήσεσι τῷ κρείττονι τό χεῖρον καθυποτάξαι, οὖτινος ἐσ ὕστερον οὐ διήμαρτε κατά τόπον μόνον ἐκείνοις διενηνοχώς..."[14].   
      Βλέπουμε λοιπόν ὅτι ὁ Διονύσιος ἀπό τά πρῶτα χρόνια πού ἐγκαταβίωσε στόν Ἄθω[15], ἐπισκεπτόταν συνεχῶς τά Καυσοκαλύβια καί τήν περιοχή τους[16] καί ἐντρυφοῦσε πνευματικά στούς λόγους καί τήν ἁγιαστική ζωή τῶν ἐκεῖ ἐνασκουμένων πατέρων, συζητῶντας μαζί τους περί ἀρετῆς καί ἠθικοῦ βίου. Βλέπουμε ἐπίσης ὅτι ἐάν δέν εἶχε τήν ἀτυχία νά εἶναι - ἴσως λόγω ἡλικίας, μιά πού ἦταν περίπου 17-19 ἐτῶν - ἀγένειος, θά ἔμενε γιά πάντα στά Καυσοκαλύβια, στόν " ὑπεροχικό τῆς ἀρετῆς τόπο"[17].
   Τήν ἐποχή αὐτή διέλαμπαν στή Σκήτη - ἐκτός ἀπό τόν ἅγιο ἱδρυτή της, Ὅσ. Ἀκάκιος τό Νέο τόν  Καυσοκαλυβίτη ( 12 Ἀπριλίου 1730) ἀπό τή Γόλιτσα - ὁ Ὁσιομάρτυς Ρωμανός ὁ Καρπενησιώτης (14 Ἰανουαρίου 1694) ἀπό τό χωριό Ἀσπρόπυργος, ὁ λόγιος ἱερομόναχος Ἰωνᾶς ὁ Καυσοκαλυβίτης (1765) ἀπό τήν Καστανιά καί ὁ ὑποτακτικός του ἱερομ. Πελάγιος · ὅλοι τους καταγόμενοι ἀπό τήν περιοχή τῶν Ἀγράφων, ὅπως καί ὁ Διονύσιος. Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικό ὅτι ὅταν, μετά ἀπό ἐπίμονες παρακλήσεις,  ὁ παπα Πελάγιος, ἀφήνοντας τά Καυσοκαλύβια, ἀνέλαβε τήν ἡγουμενία καί μαζί της τήν ἀναδιοργάνωση τῆς Μονῆς Προυσοῦ, ἀνέθεσε στούς μαθητές τοῦ Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ, Γεώργιο Ἀναγνώστου (ἀπό τόν Φουρνᾶ τῶν Ἀγράφων) καί Γεώργιο Γεωργίου, τήν ἱστόρηση (1785) τοῦ νέου καθολικοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου πού ὡς ἡγούμενος ἀνήγειρε ἐκ βάθρων τό 1754[18].

                                Εἰκόνες τοῦ Διονυσίου στά Καυσοκαλύβια

    Σέ ἐπιστολή πού ἀποστέλλει ὁ ἱερομ. Ἀναστάσιος Γόρδιος (1654-1729) στό Διονύσιο << Ἐκ τῆς μικρᾶς μονῆς τῆς ἐν Βρανιανοῖς ἁγίας Παρασκευῆς >>, στίς 24 Ὀκτωβρίου τοῦ 1727[19], δίνει τή γνώμη του, σέ σχετική ἐρώτηση τοῦ Διονυσίου περί τῆς ἐπιγραφῆς πού πρέπει νά φέρουν τά φωτοστέφανα τῶν εἰς τύπον τῆς Ἁγ. Τριάδος τριῶν Ἀγγέλων. Γράφει συγκεκριμένα, ἀνάμεσα σέ ἄλλα, πρός < τόν πανοσιώτατον ἐν ἱερομονάχοις καί ἐν ζωγραφοδιδασκάλοις ἀρίστῳ κυρίῳ Διονυσίῳ >>:
   " ...Δύο ζητήματα γυρεύεις νά σοῦ διαλύσω: τό ἕνα διά τούς εἰκονίζοντας ἀγγέλους τήν ἁγίαν τριάδα, ἄν εἶναι πρέπον καί εὔλογον νά γράφεται εἰς τά στέφανά τους τό ὁ ὤν, ὡς καί ἐπί τοῦ στεφάνου τοῦ Κυρίου·  καί σοῦ ἀποκρίνομαι, ὅτι δέν ἐνθυμοῦμαι ἄν τό εἶδα εἰς καμίαν τοιαύτην εἰκόνα, καί ἄν ἡ ἁγιωσύνη σου ἔχεις ἀνθίβολα παλαιῶν καί μεγάλων ζωγράφων, ὡσάν τοῦ Πανσελήνου[20] ὁποῦ μοῦ ἔλεγες καί ἑτέρων τοιούτων, ποίαν ἀμφιβολίαν πρέπει νά ἔχεις; ἄν εἶναι γραμμένον ἤ δέν εἶναι, βλέπεις τα· καί τί κάμνει χρεία νά ἐρωτᾶς περί τούτου ἐμένα; ὅμως ὅταν κοπιάσῃς ἐδῶ, ἄν θέλῃς καί ἐδικήν μου γνώμην, θέλομεν τό ἐξετάσει καί καλλιώτερα, καί θέλομεν τό εὕρει Θεοῦ ὁδηγοῦντος καί φωτίζοντος...".   
   Δέν γνωρίζουμε γιά ποιό λόγο ὁ Διονύσιος ρωτοῦσε τόν Γόρδιο περί τοῦ παραπάνω ζητήματος ·  γιά νά ξέρει τί θά γράψει στήν Ἑρμηνεία του περί αὐτοῦ ἤ προκειμένου νά ἱστορήσει ὀρθά εἰκόνα τῆς Ἁγ. Τριάδος κατά τήν Ὀρθόδοξη ἐκδοχή της (Φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ) ; Ἀπό τά μέχρι σήμερα εὑρεθέντα ἔργα τοῦ Διονυσίου, εἰκόνα τῆς Ἁγ. Τριάδος (τοῦ τύπου τῶν τριῶν Ἀγγέλων τῆς Φιλοξενίας τοῦ Ἀβραάμ[21]) δέν ἔχει ἐντοπιστεῖ, πλήν αὐτῆς τοῦ Κοιμητηριακοῦ ναοῦ τῶν Καυσοκαλυβίων, πού ἐμεῖς ἀποδίδουμε στόν Διονύσιο καί τό ἐργαστήριό του. Στόν ἴδιο ναό οἱ δεσποτικές εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ Παντοκράτορος καί τῆς Θεοτόκου Ὁδηγητρίας ἀποτελοῦν ἕνα ζωγραφικό σύνολο μέ τήν παραπάνω εἰκόνα τῆς Ἁγ. Τριάδος καί προέρχονται ἀπό τόν ἴδιο χρωστῆρα.
   Ἀπό καλλιτεχνική ἄποψη οἱ μορφές καί στίς τρεῖς εἰκόνες τοῦ τέμπλου τοῦ κοιμητηριακοῦ ναοῦ τῆς Ἁγ. Τριάδος εἶναι ρωμαλέες, μέ σωματική εὑρύτητα καί ὄγκο καί ἐντάσσονται στήν τάση ἐπιστροφῆς στή πανσελήνειο ζωγραφική, πού κηρύσσει στίς ἀρχές τοῦ 18ου αἰ. ὁ Διονύσιος ὁ ἐκ Φουρνᾶ. Τό εἰκονογραφικό πρότυπο τῆς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ Παντοκράτορος βρίσκεται στήν παράσταση τοῦ ἔνθρονου Χριστοῦ, πού βρίσκεται σέ τοιχογραφία τοῦ Μανουήλ Πανσέληνου στό Πρωτάτο τῶν Καρυῶν (περ. 1290[22]). Οἱ τρεῖς εἰκόνες εἶναι ἀνεπίγραφες καί ἀχρονολόγητες. Ὡστόσο ἡ ὁλοφάνερη καλλιτεχνική, τεχνοτροπική καί σχεδιαστική ὁμοιότητα τῆς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ Παντοκράτορος  μέ ἀνάλογες εἰκόνες τοῦ Διονυσίου, ὅπως ἐκεῖνες τοῦ Χριστοῦ Παντοκράτορος στό τέμπλο τοῦ Κελλιοῦ του στίς Καρυές, στή μονή Ἁγ. Παύλου, στό Πρωτᾶτο καί κυρίως στή Λιτή τοῦ Καθολικοῦ τῆς μονῆς Κουτλουμουσίου, μᾶς ἐπιτρέπει νά θεωρήσουμε τίς τρεῖς αὐτές εἰκόνες τοῦ κοιμητηριακοῦ ναοῦ τῆς Ἁγ. Τριάδος καλλιτεχνικό σύνολο τοῦ Διονυσίου καί τοῦ ἐργαστηρίου του, φιλοτεχνημένο περί τίς ἀρχές τῆς τρίτης δεκαετίας τοῦ 18ου αἰ, τήν ἐποχή δηλ. τῆς δεύτερης περιόδου παρουσίας τοῦ Διονυσίου στόν Ἄθω (1729-1734).
   Τό Δωδεκάορτο, πού κοσμεῖ τό τέμπλο τοῦ παρεκκλησίου τοῦ Τιμίου Προδρόμου, τοῦ κελλιοῦ τοῦ Διονυσίου στίς Καρυές, θεωρεῖται ἔργο τοῦ Διονυσίου καί χρονολογεῖται λίγο μετά τό 1711[23], ἔτος πού - σύμφωνα μέ τήν κτιτορική ἐπιγραφή -ὁλοκλήρωσε τήν ἱστόρηση τοῦ ναοῦ. Μία ἀπό τίς εἰκόνες αὐτές εἶναι κι αὐτή τῆς Βαϊοφόρου τοῦ Κυρίου[24] ἡ ὁποία εἶναι καθ' ὅλα ὅμοια μέ μικρή εἰκόνα τῆς ἴδιας ἑορτῆς τῆς εἰκονοθήκης τοῦ Κυριακοῦ τῆς Σκήτης Καυσοκαλυβίων. Ἡ σύγκριση τῶν δύο εἰκόνων εἶναι ἀποκαλυπτική. Οἱ εἰκονογραφικές καί τεχνοτροπικές ὁμοιότητες τῶν δύο ἔργων, πέρα τήν χρήση τοῦ ἴδιου ἀνθιβόλου, τά πανομοιότυπα βασικά πρόσωπα, ὅπως καί τά δευτερεύοντα στοιχεῖα καθώς καί ἡ παλαιογραφία τῶν ἐπιγραφῶν πού ἔχουν τόν ἴδιο τύπο γραμμάτων, μᾶς ὁδηγοῦν στή βεβαιότητα ὅτι πρόκειται γιά ἔργο τοῦ ἴδιου τοῦ Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ. Ἡ εἰκόνα αὐτή, πρέπει νά εἶχε ἱστορηθεῖ ἀπό τόν Διονύσιο ὥστε νά τοποθετηθεῖ πρός προσκυνηματική χρήση στό προηγούμενο ἀπό τό ὑπάρχον Κυριακό τῆς Σκήτης, τό ὁποῖο κατεδαφίστηκε τό 1915 καί στή θέση του ἀνεγέρθηκε ὁ σημερινός Κοιμητηριακός ναό τῆς Ἁγ. Τριάδος. Στό ναό αὐτό βρίσκονταν καί οἱ παραπάνω τρεῖς δεσποτικές εἰκόνες πού περιγράψαμε καί πού σχετίζονται κι αὐτές μέ τό ἐργαστήριο τοῦ Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ.
  Στήν καυσοκαλυβίτικη Καλύβη τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου βρίσκουμε τρεῖς φορητές εἰκόνες πού θά μποροῦσαν κι αὐτές νά ἀποδοθοῦν στόν Διονύσιο τόν ἐκ Φουρνᾶ. Στήν Καλύβη ὑπάρχουν δύο παρεκκλήσια · τό κύριο, τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου καί τό μικρότερο, τοῦ Ἁγ. Νικολάου. Στό τέμπλο τοῦ δεύτερου βρίσκονται δύο εἰκόνες, τοῦ Χριστοῦ Παντοκράτορος καί τῆς Θεοτόκου βρεφοκρατοῦσας. Οἱ δύο εἰκόνες ἀποτελοῦν ἑνιαῖο καλλιτεχνικό σύνολο μαζί μέ τήν εἰκόνα τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου πού βρίσκεται στό ἄλλο παρεκκλήσι. Καί στίς τρεῖς εἰκόνες οἱ ἐπιγραφές, ἀπό παλαιογραφική ἄποψη εἶναι ταυτόσημες καί φαίνεται νά ἔχουν ἐκτελεστεῖ ἀπό τό ἴδιο χέρι. Τά γενικότερα χαρακτηριστικά τῶν τριῶν εἰκόνων καθώς καί οἱ ὅμοιες διαστάσεις τους, μᾶς ὁδηγοῦν στό συμπέρασμα ὅτι ἦταν παλαιότερα εἰκόνες τοῦ ἴδιου τέμπλου.
   Ὁ ἱερομ. Παΐσιος ὁ Μυτιληναῖος εἶναι, ὅπως θά δοῦμε σέ ἄλλη ἑνότητα, ὁ ἀνακαινιστής τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου καθώς καί τοῦ ὁμώνυμου ναοῦ.[25] Ναός λοιπόν τοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου προυπῆρχε τοῦ σημερινοῦ ναοῦ[26].Ἐκτιμοῦμε λοιπόν πώς οἱ τρεῖς αὐτές αὐτές εἰκόνες βρίσκονταν στό τέμπλο τοῦ ἀρχικοῦ παρεκκλησίου τοῦ Ἁγ .Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Μετά τήν ἐκ βάθρων ἀνακαίνισή του, δύο ἀπό τίς εἰκόνες αὐτές (Χριστοῦ, Θεοτόκου) μεταφέρθηκαν στό τέμπλο τοῦ μικροῦ παρεκκλησίου πού βρίσκεται σέ ἐσωτερικό χῶρο τῆς Καλύβης (τό ὁποῖο ἀφιερώθηκε στόν Ἅγ. Νικόλαο), ἡ δέ εἰκόνα τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου παρέμεινε ὡς προσκυνηματική στό σημερινό ὀμώνυμο παρεκκλήσι[27].
   Ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ Παντοκράτορος παρουσιάζει ἐντυπωσιακές ὁμοιότητες (τεχνοτροπικές, σχεδιαστικές, καλλιτεχνικές ) μέ τήν ἀντίστοιχη τοῦ τέμπλου τοῦ ναοῦ τοῦ Τιμίου Προδρόμου στό Κελλί τοῦ Διονυσίου στίς Καρυές. Ὅμοια καί ἡ παλαιογραφία τῶν ἐπιγραφῶν[28]. Ἡ εἰκόνα πάλι τῆς Θεοτόκου (τοῦ τύπου τῆς Ὁδηγήτριας) εἶναι ἀπόλυτα συγγενής ἀπό τεχνοτροπική καί γενικότερη καλλιτεχνική ἄποψη μέ τήν ἀντίστοιχη πού βρίσκεται στή Μονή Ἁγ. Παύλου καί πού ἔχει ἀποδοθεῖ στό Διονύσιο καί τό ἐργαστήριό του[29]. Ὅμοια εἶναι καί ἡ τεχνική ἐκτέλεση τῶν δύο ἔργων. Τέλος ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου[30] βρίσκεται στό ἴδιο καλλιτεχνικό περιβάλλον μέ τίς παραπάνω εἰκόνες τοῦ Διονυσίου[31].
    Καί οἱ τρεῖς παραπάνω εἰκόνες τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, θά πρέπει καί νά χρονολογηθοῦν σέ μία ἀπό τίς περιόδους τῆς παρουσίας του στό Ἅγ. Ὄρος, κυρίως αὐτή μεταξύ τῶν ἐτῶν 1729-1734 καί νά ἀποδοθοῦν στόν ἴδιο τόν Διονύσιο τόν ἐκ Φουρνᾶ. Μέ τό ἐργαστήριο αὐτό ἄλλωστε συνδέσαμε τίς παραπάνω εἰκόνες τοῦ κοιμητηριακοῦ ναοῦ τῆς ἴδιας Σκήτης.

 

Ἡ Ἁγία Τριάς. Εἰκόνα στό τέμπλο τοῦ κοιμητηριακοῦ ναοῦ τῆς Ἁγ. Τριάδος, Σκήτης Καυσοκαλυβίων, πού ἀποδίδεται στόν ἱερομ. Διονύσιο τόν ἐκ Φουρνᾶ καί τό συνεργεῖο του.
 Πρῶτο μισό 18ου αἰ.






















* Ἀπόσπασμα  τῆς μελέτης τοῦ γράφοντος: «Μεταβυζαντινή τέχνη στή Σκήτη Καυσοκαλυβίων. Ἄγνωστες φορητές εἰκόνες Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ»,πού δημοσιεύθηκε στόν τόμο τῶν Πρακτικῶν τοῦ Β΄ Διεθνοῦς Ἅγιον Ὄρος. Πνευματικότητα καί Ὀρθοδοξία. Τέχνη  [Ἑταιρεία Μακεδονικῶν Σπουδῶν. Θεσσαλονίκη 11-13 Νοεμβρίου 2005], Θεσσαλονίκη 2006, σ. 331-378.
   [1] Ζαβίρα Γ., Νέα Ἑλλάς, Ἀθῆναι 1872, σ. 324-325. Ὁ ἱερομ. Κύριλλος (+περ. 1753) κατά τό διάστημα 1718-1724 ἦταν μοναχός στή Μονή Προδρόμου Μουνδῶν στή Χίο. Ἀργότερα, τήν περίοδο 1725-1732 μαθήτευσε στόν ἱερομ. Διονύσιο τόν ἐκ Φουρνᾶ, μέ τόν ὁποῖο συνεργάστηκε στή συγγραφή τῆς "Ἑρμηνείας τῆς ζωγραφικῆς τέχνης". Τό 1783 φέρεται νά συμφωνεῖ νά ἱστορήσει τό καθολικό τῆς μονῆς  Μουνδῶν (σύμφωνα μέ κώδικα τῆς μονῆς πού βρίσκεται στή Βιβλιοθήκη Κοραῆ τῆς Χίου). Τό 1752 τόν βρίσκουμε μαζί μέ τό μαθητή του ἱερομ. Ἄνθιμο Κορέσιο στή Σμύρνη, ἐνῶ τό ἑπόμενο ἔτος ἐκλέχτηκε ἡγούμενος τῆς μονῆς Μουνδῶν.Τό μόνο του ἔργο μνημειακῆς ζωγραφικῆς (ἀπό τά σωζόμενα, μιά πού οἱ ναοί πού μαζί μέ τόν Διονύσιο ἱστόρησαν στόν Φουρνᾶ δέν σώζονται πιά) πού ἔχει μέχρι σήμερα ἐντοπιστεῖ, εἶναι τά σέ πολύ κακή κατάσταση ὑπολείμματα τῶν τοιχογραφιῶν τοῦ ἔτους 1743, τοῦ ναῒσκου τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιογαλούσαινας, πού εἶναι τό καθολικό τῆς ἐρειπωμένης Μονῆς τοῦ Ἁγίου Γάλακτος. Σύμφωνα μέ ἐπιγραφή πού δέν σώζεται πιά, ὁ ναός ἱστορήθηκε ἀπό τόν Κύριλλο καί τή συνοδεία του, Παρθένιο καί Ἄνθιμο τούς ἱερομονάχους : "Διά χειρός τοῦ ἐν μακαρίᾳ τῇ μνήμῃ γενομένου τρισμακαριωτάτου ἡμῶν πατρός τοῦ Ἁγίου Γέροντος Κυρίλλου ἱερομονάχου Φωτεινοῦ καί τῆς συνοδείας αὐτοῦ, Ἀνθίμου ἱερομονάχου Κορεσίου καί Παρθενίου ἱερομονάχου Μακριδίκου γέγονεν ἡ παροῦσα ζωγραφία τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου διά συνδρομῆς καί ἐξόδου τοῦ εὐλαβεστάτου ἐν ἱερεῦσι Παπα κυρ Λέοντος Γαλάτουλα καί κτήτορος τῆς Μονῆς ταύτης. Κατά αψμγ ἔτος κατά μήνα Νοέμβριον ἤ Ἰνδικτιῶνος αηστ". Βλ.Χαλκιά-Στεφάνου Πόπη, Παναγία ἡ Ἁγιογαλούσαινα, περ. "Ἱστορία", Μάϊος 2005, σ.66. Οἱ δύο τελευταῖοι ἱερομόναχοι διετέλεσαν προεστῶτες γιά πολλά χρόνια τῆς μονῆς Τιμίου Προδρόμου Μουνδῶν Χίου, μετά τήν ἡγουμενία τοῦ Κυρίλλου. Ὁ Παρθένιος μάλιστα πιθανόν νά ταυτίζεται μέ τό ὄνομα πού ἀναφέρεται στό τέλος τῆς κτιτορικῆς ἐπιγραφῆς πού σώζεται στό ναό τοῦ Κελιοῦ τοῦ Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ στίς Καρυές. Ἐπιπλέον τῶν παραπάνω τοιχογραφιῶν, μία φορητή εἰκόνα τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, τοῦ ἔτους 1745, ἔργο τοῦ Κυρίλλου Φωτεινοῦ, βρίσκεται στό Βυζαντινό Μουσεῖο Ἀθηνῶν (Βλ. Χατζηδάκης Μ. -Δρακοπούλου Ε., Ἕλληνες ζωγράφοι μετά τήν Ἅλωση, τ.2, Ἀθήνα 1997, σ.453).
   [2] Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ, Ἑρμηνεία τῆς Ζωγραφικῆς Τέχνης καί αἱ κύριαι αὐτῆς ἀνέκδοτοι πηγαί, ἐκδιδομένη  μετά προλόγου νῦν τό πρῶτον πλήρης κατά τό πρωτότυπον αὐτῆς κείμενον, ὑπό Α. Παπαδοπούλου-Κεραμέως. Δαπάναις τῆς Αὐτοκρατορικῆς Ρωσικῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας, Ἐν Πετρουπόλει. Τυπογραφεῖον B. KIRSCHBAUM 1909 (Ἐπανέκδοση, Ἐκδόσεις Σπανοῦ).Ἕνα πάντως ἀπό τά 16 περίπου ἀντίγραφα τῆς χειρόγραφης " Ἑρμηνείας", βρισκόταν στά Καυσοκαλύβια, στή  βιβλιοθήκη τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγ. Γεωργίου Ἰωασαφαίων (Κώδ. 49 Ἰωασαφαίων. Ἀπό τό 1989 βρίσκεται στή Μεγ. Λαύρα). Βλ. Κουρίλα Ε., Κατάλογος... σ.76-77. Μάλιστα ὁ Κουρίλας ἀναφέρει ὅτι ὁ καυσοκαλυβίτικος αὐτός κώδικας "διασώζει τήν γνησιωτέραν παράδοσιν τοῦ κειμένου, ἥν ὁ Φουρνᾶς ἠθέλησεν ἐπί τό ἑλληνικότερον νά διασκευάσῃ ".
   [3] Βλ. γιά παράδειγμα Ξυγγόπουλου Α., Τέσσαρες φορηταί εἰκόνες τοῦ Διονυσίου, " Ἑλληνικά" Ι (1937-1938), σ. 279.
  [4] Πρ.βλ. τήν (ὑπό δημοσίευση στόν τόμο τῶν Πρακτικῶν) εἰσήγησή μας " Μεταβυζαντινή τέχνη στή Σκήτη Καυσοκαλυβίων. Ἄγνωστες φορητές εἰκόνες Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ " στό Β Διεθνές Συμπόσιο <<Ἅγιον Ὄρος. Πνευματικότητα, Ὀρθοδοξία καί Τέχνη>>, Θεσσαλονίκη 11-13 Νοεμβρίου 2005, Πρόγραμμα- Περιλήψεις Θεσ/κη 2005.
   [5] Παπάγγελος Ἰωακείμ, Οἱ μεταβυζαντινές τοιχογραφίες, Ἱερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, τ.Α, Ἅγ. Ὄ ρος 1996, σ.292.
   [6] Παπάγγελος Ἰωακείμ, Οἱ μεταβυζαντινές τοιχογραφίες...,, ὅπ., σ.292.
   [7] Βίος Ἁγ. Σάββα, ἀρχιεπισκόπου Σερβίας.
   [8] Τίς περισσότερες ἀπό τίς τοιχογραφίες τοῦ ναοῦ τοῦ Προδρόμου, δημοσίευσαν οἱ Byron R.-  Rice T., The birth of theWestern Paint, Λονδίνο 1930.
   [9] Ξυγγόπουλου Ἀ., Σχεδίασμα ἱστορίας τῆς θρησκευτικῆς ζωγραφικῆς μετά τήν Ἅλωσιν, Ἀθῆναι 1957 (ἀνατύπωσις 1999), σ.295.
   [10] Κυριακούδη Ε., Ἡ μνημειακή ζωγραφική στή Θεσσαλονίκη καί τό Ἅγιον Ὄρος, τό 18ο αἰ.. Αἰσθητικές ἀναζητήσεις καί τεχνοτροπικά ρεύματα, Θεσσαλονικέων πόλις, τ.4 (2001), σ. 145.
   [11] Κανέλλου Δοσιθέου ἀρχιμ., Οἱ μοναχοί καί ὁ μοναχός, Πρακτικά Συνεδρίου " Διονύσιος ὁ ἐκ Φουρνᾶ καί τό ἔργον του. Καρπενήσιον 11-14 Ὀκτ. 1996 ", Ἀθῆναι 2003, σ.272-273.
   [12] Καθώς ὁ ἴδιος μᾶς πληροφορεῖ σέ ἐπιστολή του.
   [13] Ὁ Διονύσιος παρέμεινε στόν Ἅγ. Ὄρος τίς ἐξῆς περιόδους: 1686-1724, 1729-1734, 1739-1740  (συνολικά 44 ἔτη ).
   [14]  "Βίος ἐν συνόψει τοῦ τῆς μονῆς κτίτορος κυρίου Διονυσίου, συγγραφείς μέν παρά τοῦ σοφολογιωτάτου ἐν ἱερομονάχοις καί ἐν διδασκάλοις ἀρίστου κυρίου κυρίου Θεοφάνους, ὅστις ἐχρημάτισε διάδοχος μετά τήν αὐτοῦ ἀποβίωσιν καί ἡγούμενος ἐν τῷδε μονυδρίῳ ". Στίχοι 30 -43. Δημοσιεύτηκε ἀπό τόν Κ.Θ. Δημαρᾶ στά " Ἑλληνικά" τ.Ι (1937-1938) 248-254.
   [15] Σέ ἡλικία 16 ἐτῶν, περί τό 1786.
   [16] Μέ τήν προσωνυμία " Ἀντωνίτες", ὁ βιογράφος τοῦ ἱερομ. Διονυσίου ἐννοεῖ, τό πιθανότερο, τούς πατέρες τοῦ ἀρχαίου Κελλίου τοῦ Ἁγ. Ἀντωνίου, πού βρίσκεται στήν περιοχή  Κρύα Νερά, πάνω ἀπό τά Καυσοκαλύβια. Ἡ ὕπαρξη τοῦ κελλιοῦ αὐτοῦ χρονολογεῖται τουλάχιστον ἀπό τόν 14ο αἰ. ὅπου ὑπῆρχε καί καλά ὀργανωμένο βιβλιογραφικό ἐργαστήριο. κυρίως Σέρβων μοναχῶν. Ὡς λιγώτερο πιθανή θεωρῶ τήν ἐκδοχή, ὁ Θεοφάνης μέ τή λέξη " Ἀντωνίτες" νά ἐννοεῖ τούς μοναχούς πού ζούσαν σέ ἄκρα ἄσκηση σύμφωνα μέ τό ὑπόδειγμα τῆς ζωῆς τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου. Ἄλλωστε ἡ λέξη " Ἀντωνίτες " καθώς εἶναι συνδεδεμένη μέ τό " Καυσοκαλυβίτες"  φαίνεται νά ἔχει γεωγραφική, περισσότερο, χρειά.
   [17] Κι αὐτό διότι τήν ἐποχή αὐτή ἦταν σέ μεγάλη ἔνταση τό ζήτημα τῶν ἀγενείων μέ τίς ἀθωνικές μονές καί ἰδίως τή Μεγ. Λαύρα μέ τά πολλά της ἐξαρτήματα νά ἔχουν ἐκδώσει ἀρκετές ἐγκυκλίους πού προέβλεπαν αὐστηρές ποινές γιά ὅσους εἶχαν στή συνοδεία τους ἀγενείους νέους. Πάντως ὁ συντοπίτης τοῦ νεαροῦ τότε Διονυσίου, Ἅγ. Ἀκάκιος, εἶχε  τήν πρέπουσα διάκριση γιά τό παραπάνω ζήτημα. Συγκεκριμένα στό Βίο του ἀναφέρεται ὅτι "  Κάποτε οἱ μαθητές του τόν ρώτησαν γι' αὐτούς πού σκανδαλίζονται ἀπό τή θέα τῶν ὄμορφων προσώπων. Κι αὐτός, μέ κατάνυξη καί μέ τή συνηθισμένη του ἁπλότητα, ἀπάντησε: - Τί νά πῶ, δέν ξέρω. Γιατί ἐγώ ποτέ μου δέν σκανδαλίστηκα μέ τέτοια πράγματα. Ἀπεναντίας, βλέποντας αὐτά τά ὡραῖα πρόσωπα, κινοῦμαι σέ δοξολογία τοῦ Θεοῦ καί χαίρομαι γιά τά δημιουργήματά Του. Ὅταν οἱ ἀδελφοί τῆς Σκήτης, θέλοντας νά θεσπίσουν κανόνες σ' αὐτήν τόσο γιά τά παραπάνω ὅσο καί γιά ὁρισμένα ἄλλα θέματα, πού τούς φαινόταν εὔλογο ὅτι ἔπρεπε νά ρυθμιστοῦν, τόν συμβουλεύτηκαν, ἐκεῖνος τούς ἐμπόδισε λέγοντας: - Νά φυλάγεσθε, νά μήν κάνετε ποτέ στή Σκήτη καμμιά ἐντολή. Μά οὔτε κι ἀπό ἄλλον νά δεχθεῖτε ἐντολή, μήτε γιά τούς ἀγένειους μήτε γιά ὁτιδήποτε ἄλλο. Ἀρκετή εἶναι γιά μᾶς ἡ τιμωρία, πού ἔχουμε νά λάβουμε γιά τήν παράβαση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἁγίων Πατέρων. Διότι, ὅπου ἐντολή, ἐκεῖ καί παράβαση! " (Βλ. Παταπίου μον. Καυσοκαλυβίτου, Ἅγ. Ἀκάκιος Καυσοκαλυβίτης. Ἀπό τό περιβόλι τῆς Παναγίας στόν κῆπο τοῦ Θεοῦ, Ἅγ.Ὄρος 2001, σ.165-167). Αὐτή δέ ἡ διακριτική στάση τοῦ Ἁγ. Ἀκακίου περί τῶν ἀγενείων ἐνδεχομένως νά ἐξηγεῖ καί τήν συνεχή ἐντρύφηση τοῦ ἀγένειου Διονυσίου στή σκήτη τοῦ συμπατριώτη του Ἀγραφιώτη Ὁσίου.
   [18] Δεριζιώτη Λ., Οἱ τοιχογραφίες τοῦ Καθολικοῦ, " Παναγία ἡ Προυσιώτισσα " στήν ἐφημ. "Ἡ Καθημερινή - Ἑπτά ἡμέρες" , 15/8/1999, σ.12-14.
   [19]  Δημαρᾶ Κ, Διονύσιος ὁ ἐκ Φουρνᾶ, " Ἑλληνικά" Ι ( 1937-1938)  σ.258-259. Ἡ ἐπιστολή παραδίδεται σέ τρεῖς κώδικες: 122 Θεολογικῆς Σχολῆς Χάλκης, Suppl. 188 Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης Ἑλλάδος καί κώδικας (Ἰατρίδη) Γενικῶν Ἀρχείων τοῦ Κράτους.
   [20] Ὁ εἰκονογραφικός αὐτός τύπος, στό Ἅγιον Ὄρος ἐμφανίζεται ἤδη ἀπό τό δεύτερο μισό τοῦ 14ου αἰ.  Πρ.βλ. Παζαρᾶ Ν., Τρεῖς εἰκόνες τοῦ κύκλου τοῦ Θεοφάνη τοῦ Κρητός, Βυζαντινά τ.23 (2002-2003), σ.380 ὑποσημ.37.
   [21] Γιά τήν εἰκονογραφία τοῦ θέματος βλ. Χαραλάμπους-Μουρίκη Ντ., Ἡ παράστασις τῆς Φιλοξενίας τοῦ Ἀβραάμ σέ μία εἰκόνα τοῦ Βυζαντινοῦ Μουσείου, Δελτίον τῆς Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας, περ. Δ, τόμ. Γ (1962-1963), σ.87 κ. ἐξῆς.
   [22] Τσιγαρίδας Ε., Μανουήλ Πανσέληνος ὁ κορυφαῖος ζωγράφος τῆς ἐποχῆς τῶν Παλαιολόγων, " Μανουήλ Πανσέληνος. Ἐκ τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τοῦ Πρωτᾶτου", ἔκδ. "Ἁγιορ. Ἑστίας", Θεσ/κη 2003, σ.48.
    [23]  Κακαβᾶς Γ., Τό τέμπλο τοῦ παρεκκλησίου τοῦ Τιμίου Προδρόμου στό κελλί τοῦ Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ, στίς Καρυές τοῦ Ἁγ. Ὄρους, "Ἀντίφωνον", Ἀφιέρωμα στόν καθηγητή Ν. Β. Δρανδάκη, Θεσ/κη 1994, σ. 185, σημ.7, σ.188, σημ.35.
   [24] Μέ τήν εἰκόνα αὐτή ἔχει συγγενή καλλιτεχνικό χαρακτῆρα (τεχνοτροπία, σχέδιο) φορητή τοῦ 1710 εἰκόνα τῆς ἴδιας ἑορτῆς, πού βρίσκεται στή Μονή Ζωγράφου (Βλ., Enev Mihail., Mount Athos, Zograph Monastery, Σόφια 1994, εἰκ. 442, σ.413).
   [25] Τήν καλύβη πρίν κατεῖχε ὁ πνευματικός Παρθένιος ἱερομ. ὁ  Ἁγιοαρτεμίτης (ὑπάρχει στό ἀρχεῖο τῆς Μεγ. Λαύρας τό  σχετ. ὁμόλογο ἔτους 1776, πού δόθηκε στόν Παΐσιο).
   [26] Γι αὐτό καί ἡ καλύβη ὀνομαζόταν καί ἀπό πρίν Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ὅπως σαφῶς ἀναφέρεται στό παραπάνω ὁμόλογο.
   [27] Ἐνδεικτικό εἶναι μάλιστα τό γεγονός ὅτι ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγ. Νικολάου πού βρίσκεται σήμερα στό τέμπλο τοῦ ὁμώνυμου παρεκκλησίου εἶναι ἔργο ἄλλου ζωγράφου (οἱ εἰκόνες τοῦ τέμπλου αὐτοῦ δέν ἀποτελοῦν δηλ. ἑνιαῖο ζωγραφικό σύνολο). 
   [28] Ἐκτός ἀπό τίς βραχυγραφίες ΙΣ ΧΣ πού στή δεύτερη περίπτωση περιέχονται σέ περίτεχνα κυκλικά μετάλεια.
   [29]  Εἰκόνες Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Παύλου, Ἅγιον Ὄρος 1998, σ.157, 178.Τήν εἰκόνα σχολίασε καί δημοσίευσε ἡ Μ. Βασιλάκη.
   [30] Ἀσυντήρητη κι αὐτή ὅπως καί οἱ ἄλλες Καυσοκαλυβίτικες εἰκόνες, ἀλλά σέ χειρότερη κατάσταση σέ σχέση μ' αὐτές (ἰδίως ἡ ὀξείδωση τοῦ βερνικιοῦ στό σημεῖο τοῦ προσώπου ἔχει ἐπιφέρει ἀλλοίωση τῆς μορφῆς τοῦ ἁγίου).
   [31] Καταπληκτική ὁμοιότητα τοῦ σχήματος ὁρισμένων γραμμάτων στίς ἐπιγραφές, ἰδίως τοῦ Σ, τοῦ Ε καί τοῦ Ω, τῶν ὁποίων ἡ μορφή εἶναι χαρακτηριστική στίς τοιχογραφίες τοῦ παρεκκλησίου τοῦ Τιμ. Προδρόμου στό Κελλί τοῦ Διονυσίου στίς Καρυές αθώς καί στίς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Προδρόμου πού βρίσκονται στό τέμπλο τοῦ ἴδιου ναοῦ.

Κυριακή 14 Αυγούστου 2011

Ο ΜΟΝΑΧΟΣ ΜΗΤΡΟΦΑΝΗΣ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΖΥΗ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ

Παταπίου Μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου                             

Ὁ μοναχός Μητροφάνης ὁ ἐκ Βιζύης τῆς Θράκης καί τό ζωγραφικό του ἔργο στή Σκήτη Καυσοκαλυβίων τοῦ Ἁγίου Ὄρους

 
   Ἡ περιοχή τῶν Καυσοκαλυβίων, στό νότιο Ἄθω, εἶναι ἀπό τά πρῶτα μέρη πού κατοικήθηκαν στήν ἱερή χερσόνησο. Ἄλλωστε εἶναι γνωστό, ὅτι τούς τόπους αὐτούς ἐπέλεξε γιά τήν ὑπερφυή ἄσκησή του ὁ ὅσιος Πέτρος ὁ Ἀθωνίτης ὁ ἀ­πό Σχο­λα­ρί­ων (9ος αἰ.)[1].
   Ἀπό τή βυζαντινή περίοδο, σώζονται λίγα ἀλλά, κατά τή γνώμη μας, σημαντικά ἔργα ζωγραφικῆς[2]. Τά περισσότερα ἔργα τέχνης πού φυλάσσονται στά Καυσοκαλύβια καί τήν εὐρύτερη περιοχή τους, προέρχονται ἀπό τήν μεταβυζαντινή ἐποχή[3], ἀπό τόν 16ο αἰ. καί ἐφεξῆς καί κυρίως ἀπό τό 18ο αἰ., ὅπως ἄλλωστε συμβαίνει καί στό ὑπόλοιπο Ἅγιον Ὄρος.
    Ἀπό τά πολυπληθῆ ἐπίσης ἔργα τέχνης τοῦ πρώτου μισοῦ τοῦ 19ου αἰ., πού βρίσκονται στή Σκήτη Καυσοκαλυβίων, ξεχωριστό ἐνδιαφέρον παρουσιάζουν οἱ τοιχογραφίες τοῦ ἐσωνάρθηκα (Λιτῆς) τοῦ Κυριακοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Τριάδος (εἰκ. 1), οἱ ὁποῖες, σύμφωνα μέ ὑπέρθυρη ἐπιγραφή, ἱστορήθηκαν στά 1820 ἀπό τό μοναχό Μητροφάνη τόν ἐκ Βιζύης τῆς Θράκης[4].            
     Ὁ μοναχός Μητροφάνης καταγόταν ἀπό τή Βιζύη τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης. Κατά τόν 19 αἰ. στήν πόλη τῶν Σαράντα Ἐκκλησιῶν[5] τῆς ἴδιας περιοχῆς ὑπῆρχε τοπική σχολή ἐκκλησιαστικῆς ζωγραφικῆς, πού ἔδωσε ἀρκετούς προικισμένους ἁγιογράφους. Κάποιοι ἀπ' αὐτούς τοιχογράφησαν ἀρκετά ἔργα πού βρίσκονται σέ μοναστήρια τῆς περιοχῆς καθώς καί τῆς νότιας Βουλγαρίας[6].  
  Ἔχοντας ἐργαστεῖ γιά κάποια περίοδο σ' αὐτή τή σχολή, ὁ Μητροφάνης ἀναχώρησε ἀργότερα γιά τόν Ἄθω, τοῦ ὁποίου ἡ πνευματική ζωή ἐπέδρασε στίς μετέπειτα καλλιτεχνικές του δημιουργίες[7].
  Ὁ Μητροφάνης ἐγκαταβίωσε στό καρακαλλινό Κελλί τῶν Ἁγίων Πάντων, στό κέντρο τῶν Καρυῶν. Δέν γνωρίζουμε ἀκόμη ἐάν ἔγινε μοναχός στό Κελλί αὐτό ἤ ἐάν ἦταν ἤδη μοναχός ὅταν ἔφθασε στό Ἅγιον Ὄρος. Πιθανότερη εἶναι ἡ πρώτη περίπτωση καθώς ὁ ἴδιος σέ ἀρκετές φορητές εἰκόνες του ὑπογράφει ὡς ‘’Μητροφάνης Νικηφόρου’’, ὑποδηλώνοντας μέ τόν τρόπο αὐτό τήν πνευματική του σχέση μέ τόν γέροντα Νικηφόρο, στόν ὁποῖο θά ἀναφερθοῦμε στή συνέχεια.
Τό κελλί τῶν Ἁγίων Πάντων ἱδρύθηκε ἀπό τόν ἱερομόναχο Γαβριήλ ἀπό τό Καρπενήσι, ὁ ὁποῖος τό 1681 ἀνήγειρε σ' αὐτό τό παρεκκλήσι τῶν Ἁγίων Πάντων. Ἀπό τήν καταγωγή τοῦ ἱδρυτοῦ καί κυρίως ἀπό τό γεγονός ὅτι οἱ περισσότεροι ἀπό τούς μοναστές τοῦ κελλίου ἦταν ζωγράφοι πού κατάγονταν ἀπό τό Καρπενήσι, ἡ ἀδελφότητα τοῦ κελλιοῦ ὀνομάστηκε "τῶν Καρπενησιωτῶν ζωγράφων"[8].
  Στίς Καρυές τήν ἴδια ἐποχή εἶχαν ἀναπτυχθεῖ, ἐκτός ἀπό τό ἐργαστήριο τῶν ‘‘Καρπενησιωτῶν ζωγράφων’’, ἄλλα δύο, ἐξίσου σημαντικά, εἰκονογραφικά ἐργαστήρια: τό προγενέστερο, τοῦ ἱερομονάχου Παρθενίου τοῦ ἐξ Ἀγράφων[9], μέ ἕδρα τό λαυρεωτικό Κελλί τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῶν Σκουρταίων καί τό σύγχρονο, τῶν Γαλατσιάνων ζωγράφων, μέ ἕδρα τό  Κελλί τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου[10].
  Στό κελλί τῶν Ἁγίων Πάντων, πρῶτος ἀπό τούς ζωγράφους πού τό ὄνομά του εἶναι γνωστό ἦταν ὁ Δαμασκηνός ἀπό τό Καρπενήσι. Τόν Δαμασκηνό διαδέχτηκε ὁ Νικηφόρος ὁ Α΄ πού καταγόταν κι αὐτός ἀπό τό Καρπενήσι[11]. Ἐκοιμήθη τό 1816 στή μονή Ζωγράφου, τήν περίοδο πού ἱστοροῦσε μέ τή συνοδία του τό Καθολικό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καί τάφηκε ἐκεῖ. Τό ἐκεῖ ἔργο ὁλοκλήρωσαν οἱ ὑποτακτικοί καί μαθητές του Μητροφάνης ὁ ἐκ Βιζύης, Ἰωάσαφ, Νικηφόρος Β΄ καί Γεράσιμος πού ἐπίσης ἦταν μαθητές τοῦ ζωγράφου Δαμασκηνοῦ ἀπό τό Καρπενήσι. Τόν Νικηφόρο τόν Α΄, διαδέχθηκε στή γεροντία τοῦ Κελλίου ἀλλά καί στή διεύθυνση τοῦ ἐργαστηρίου ὁ Μητροφάνης ὁ ἐκ Βιζύης, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη στό Κελλί τῶν Ἁγίων Πάντων[12]. Ἀπό τήν ἴδια θρακική πόλη κατάγονταν ἐπίσης ὁ Γεράσιμος (γεν. τό 1794) ὅπως καί ὁ Ἰωάσαφ, πού ἦταν μέλη τῆς ἴδιας συνοδίας μ’ ἐκείνην τοῦ Μητροφάνη.
   Φαίνεται ὅτι ἡ φήμη τῆς τέχνης τοῦ Μητροφάνη εἶχε ὑπερβεῖ τά γεωγραφικά ὅρια τοῦ Ἄθω ἤ τουλάχιστον εἶχε γίνει γνωστός σέ περιοχές πλησιόχωρες μέ τή γενέτειρά του Βιζύη, ὅπως ἡ Ἡράκλεια τῆς Θράκης. Ἔτσι γιά τόν Μητροφάνη ὡς ‘‘ἐπιτήδειο’’ ζωγράφο ὑπάρχει ἀναφορά τοῦ μητροπολίτη Ἡρακλείας Ἰγνατίου (1821-1830) σέ ἐπιστολή του (23 Δεκεμβρίου 1826) πρός τόν Γερμανό Ἰβηρίτη, στόν ὁποῖο ἀναθέτει τήν παραγγελία στόν Μητροφάνη, εἰκόνας τοῦ ἁγίου τοῦ ὁποίου ἔφερε τό ὄνομα, δηλ τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἰγνατίου:
 «... Μητροφάνης τις εὑρίσκεται εἰς Καριαῖς μαθητής Νικηφόρου καί ζωγράφος ἐπιτήδειος, ὡς ἀκούομεν, τόν ὁποῖον εὑροῦσα καί εἰποῦσα ὅτι τῷ εὐχόμεθα ἐκ ψυχῆς, καίτοι προσωπικῶς μή γνωρίζοντες τόν ἄνδρα, νά τόν παραγγείλῃ, ὡς ἀπό μέρους μας, διά νά ζωγραφίσῃ μίαν εἰκόνα τοῦ ἁγίου καί θεοφόρου Ἰγνατίου, ἔχουσα πέριξ τά θαύματα καί τήν ἀνακομιδήν, τήν ὁποίαν καί νά μᾶς τήν στείλῃ ἡ ὁσιολογιότης της, ἀφοῦ τελειώσει, ἐνσημειοῦσα καί τό κόστος, γιά νά τό ἀποστείλωμεν.  Θέλομεν δέ νά γίνῃ ὡραία»[13].

                Ἔργα τοῦ μοναχοῦ Μητροφάνη στή Σκήτη Καυσοκαλυβίων
Στή Σκήτη Καυσοκαλυβίων, ἐκτός ἀπό τίς τοιχογραφίες τῆς Λιτῆς τοῦ Κυριακοῦ, στίς ὁποῖες θά ἀναφερθοῦμε παρακάτω ἀναλυτικά, σώζονται ἐπίσης τά ἑξῆς ἀδημοσίευτα –τά περισσότερα- ἔργα τοῦ μοναχοῦ Μητροφάνη:
α) μία τοιχογραφία μέ θέμα τή Φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ, πού βρίσκεται ἐντός κόγχης, στόν ἀνατολικό τοῖχο τῆς κοινῆς τράπεζας τοῦ Κυριακοῦ[14], β) οἱ δεσποτικές εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ Παντοκράτορος, τῆς Θεοτόκου Ὁδηγήτριας καί τῆς Ἁγίας Τριάδος, στό τέμπλο τοῦ Κυριακοῦ ναοῦ. Ἡ τελευταία μάλιστα, χρονολογημένη στά 1821, φέρει στό κάτω μέρος της τήν ὑπογραφή τοῦ ζωγράφου μας: ΧΕΙΡ ΜΗΤΡΟΦΑΝΟΥΣ 1821, γ) φορητή εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος, στό βασικό προσκυνητάρι τοῦ Κυριακοῦ δ) εἰκόνα τῶν τριῶν πολιούχων τῆς Σκήτης, Ἁγίων Μαξίμου, Ἀκακίου καί Νήφωνος πού βρισκόταν μέχρι πρόσφατα στό ἀριστερό προσκυνητάρι τοῦ Κυριακοῦ, ἐνῶ τώρα φυλάσσεται στό ἅγιο Βῆμα[15], ε) εἰκόνα τῶν Ἁγίων Ἰλαρίωνος τοῦ Μεγάλου, Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη καί Φιλαρέτου τοῦ Ἐλεήμονος μέ τήν χρονολογία (στό κάτω μέρος) 1820, στήν Καλύβη τοῦ Ἁγίου Εὐσταθίου, ζ)  εἰκόνα μέ τούς ὁσίους Ἀθανάσιο καί Πέτρο τούς Ἀθωνίτες, πού βρίσκεται στό πλησιόχωρο στά Καυσοκαλύβια Κελλί τοῦ Ἁγίου Νείλου: ὁ ἱδρυτής τῆς Μεγίστης Λαύρας, μέ μοναχική περιβολή, κρατᾶ στό ἀριστερό χέρι ἀνοικτό εἰλητάριο, ἐνῶ ὁ πρῶτος οἰκιστής τοῦ Ἄθω, γυμνίτης, κρατᾶ μέ τό δεξί του μεγάλο σταυρό.
 
                Ἔργα τοῦ μοναχοῦ Μητροφάνη ἐκτός Καυσοκαλυβίων
  Ἀπό τίς φορητές εἰκόνες τοῦ μοναχοῦ Μητροφάνη πού βρίσκονται ἐκτός Καυσοκαλυβίων, ἐκτός ἀπ' αὐτές πού ἀναφέρει ὁ Μ. Χατζηδάκης[16], ὅπως ἡ εἰκόνα μέ τούς τέσσερεις Εὐαγγελιστές, τοῦ ἔτους 1815 πού βρίσκεται στό Βυζαντινό Μουσεῖο Ἀθηνῶν ἀναφέρουμε τίς παρακάτω: α) Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, μικρή στηθαία, πού
βρισκόταν στό Κελλί τῶν Ἁγίων Πάντων,  β) Στό Καθολικό μονῆς Ζωγράφου (1817): οἱ δεσποτικές εἰκόνες τοῦ τέμπλου, τοῦ Χριστοῦ Παντοκράτορος καί τῆς Θεοτόκου Ὁδηγητρίας, γ) Φορητή εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νικολάου Μύρων στήν ἴδια μονή πού φέρει τήν ἐπιγραφή: 1817 ΜΗΤΡΟΦΑΝΟΥΣ[17]. Εἰκονίζεται ὁ ἅγιος Νικόλαος φέροντας ἀρχιερατική στολή. Στό πάνω ἀριστερό μέρος τῆς σύνθεσης εἰκονίζεται ὁ Χριστός μέ τό δεξί χέρι νά  εὐλογεῖ τόν Ἅγιο καί μέ τό ἀριστερό νά τοῦ προσφέρει Εὐαγγέλιο, ἐνῶ στά δεξιά, ἡ Θεοτόκος μέ ἁπλωμένο στά δυό της χέρια ὠμοφόριο πού φαίνεται νά τό προσφέρει στόν ἅγιο ἱεράρχη. Ἡ εἰκόνα προέρχεται ἀπό τό τέμπλο τοῦ ναοῦ τοῦ Κελλιοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου πού βρίσκεται πλησίον τῆς μονῆς Ζωγράφου, δ) στήν εἰκονοθήκη τοῦ Πρωτάτου βρίσκουμε ἕναν ἀμφιπρόσωπο σταυρό ἁγίας τράπεζας. Στήν πλευρά μέ τόν Ἀναστάντα Χριστό καί στήν κυκλική διαπλάτυνση τοῦ ξύλου ὑπάρχει ἡ ἐπιγραφή: "ΙΣΤΟΡΗΘΗ Ο ΠΑΡΩΝ ΣΤΑΥΡΟΣ ΔΙ ΕΞΟΔΩΝ ΤΩΝ ΟΣΙΩΤΑΤΩΝ ΚΟΣΜΑ ΚΑΙ ΓΑΒΡΙΗΛ ΤΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΩΝ ΤΩΝ ΚΑΙ ΙΑΤΡΩΝ ΕΙΣ ΑΙΩΝΙΟΝ ΑΥΤΩΝ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ 1826 ΧΕΙΡ ΜΗΤΡΟΦΑΝΟΥΣ"[18], ε) Τέλος, εἰκόνα στή μονή Βατοπεδίου μέ τήν Μετάσταση τῆς Θεοτόκου (73Χ102 ἑκ.) μέ ἐπιγραφή: "χείρ Μητροφάνους Νικηφόρου, 1816"[19].
  Συμμετοχή τοῦ μοναχοῦ Μητροφάνη ὑπάρχει, ὅπως προαναφέραμε ἀκροθιγῶς, καί στό εἰκονογραφικό πρόγραμμα τῶν τοιχογραφιῶν τοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς Ζωγράφου (κυρίως ναός, ἐξωνάρθηκας), σύμφωνα μέ τήν ἐπιγραφή: (στά σλαβονικά) «Εἰς δόξαν τῆς ἁγίας καί ὁμοουσίου Τριάδος καί τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, αὐτή ἡ [  ] καί ἱερή ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Μεγαλομάρτυρος  καί Τροπαιοφόρου Γεωργίου πού ἡ εἰκόνα του ζωγραφίστηκε μόνη της ... 1817  Σεπτεμβρίου (στή συνέχεια στά ἑλληνικά)  Ἱστορηθεῖσα [  ] χειρός Νικηφόρου Ζωγρα[ ] μετά τῆς συνοδί[  ] αὐτοῦ Μητροφάνους, Ἰωάσαφ, Νικηφόρου καί Γερασίμ[ ] 1817»[20].
   Μετά τήν τελευτή τοῦ γέροντα τῆς συνοδίας, Νικηφόρου τοῦ Α΄, τό 1816, ὁ Μητροφάνης ἡγήθηκε τοῦ ἐργαστηρίου πού ἱστοροῦσε τό ναό, μέχρι τήν ὁλοκλήρωση τοῦ ἔργου, τό 1817. Θά πρέπει ἐπίσης νά σημειώσουμε ὅτι μαθητές τοῦ Μητροφάνη, ἱστόρησαν ἀργότερα καί τή Λιτή τῆς μονῆς Ἐσφιγμένου. Ἡ καλλιτεχνική ὁμοιότητα τῶν τριῶν ζωγραφικῶν συνόλων τῶν Καθολικῶν τῶν μονῶν Ζωγράφου καί Ἐσφιγμένου καθώς καί τοῦ Κυριακοῦ τῆς σκήτης Καυσοκαλυβίων –στό ὁποῖο θά ἀναφερθοῦμε ἐκτενῶς στή συνέχεια- εἶναι πολύ μεγάλη.

   Ἡ Λιτή τοῦ Κυριακοῦ τῶν Καυσοκαλυβίων καί τό εἰκονογραφικό της πρόγραμμα
  Σύμφωνα μέ τήν ἐντοίχια ἐ­πι­γρα­φή-χρονολογία «1804» πού διακρίνεται ἀ­νά­με­σα στίς κε­ραῖ­ες σταυ­ροῦ ἀ­πό ἔν­θε­τους πλίν­θους καί ἡ ὁποία  βρίσκεται ἐ­ξω­τε­ρι­κά στόν τοῖ­χο τοῦ ἐ­ξω­νάρ­θη­κα καί δε­ξιά τῆς θύ­ρας εἰ­σό­δου τοῦ Κυριακοῦ ἀλλά καί σύμφωνα μέ τήν κτιτορική ἐπιγραφή στό ἐσωτερικό, ὁ ἐξωνάρθηκας καί ὁ νάρθηκας (Λιτή) τοῦ Κυριακοῦ τῶν Καυσοκαλυβίων κτίστηκαν τό 1804. Τήν πρωτοβουλία γιά τήν ἀνέγερση τῆς Λιτῆς πῆρε ὁ ἱερομόναχος Τιμόθεος πού ἀσκεῖτο στή γειτονική μέ τό Κυριακό Καλύβη τοῦ Ἁγίου Εὐσταθίου, γνωστή τότε ὡς Καλύβη τοῦ Προδρόμου, μιά πού ὁ πρῶτος ναός της ἦταν ἀφιερωμένος στόν Τίμιο Πρόδρομο. Γιά τήν ἱστόρηση, ἀργότερα, τῆς Λιτῆς μερίμνησε ἰδιαίτερα ὁ διάδοχος τοῦ Τιμοθέου ἱερομόναχος Γεράσιμος, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη στή Σκόπελο, κατά τήν περίοδο τῆς ἐκεῖ μετοικεσίας τῆς συνοδίας τῆς Καλύβης, τήν περίοδο τῆς ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως (1821-1830).       
  Ἡ Λιτή τοῦ Κυριακοῦ τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ἕνα πλούσια εἰκονογραφημένο ζωγραφικό σύνολο στό ὁποῖο ἐπιχειρεῖται ἕνας συγκερασμός μεταξύ τῆς παραδοσιακῆς ἁγιορείτικης ζωγραφικῆς καί δανείων ἀπό τή δυτική καί λαϊκή τέχνη σέ σημαντικό βαθμό. Ἐδῶ -σέ σχέση μέ τόν κυρίως ναό[21]- κυριαρχεῖ μία μπαρόκ διακοσμητική διάθεση, ἐντύπωση πού ἐντείνεται ἀπό τήν κάλυψη ἐλεύθερων ἐπιφανειῶν μέ τοπιογραφικά θέματα, ὅπως αὐτά στό ἐπιχρισμένο γύσο τοῦ τύμπανου τοῦ τρούλου, ὅπου συναντοῦμε μικρογραφικές παραστάσεις τοπίων πού θυμίζουν ἔντονα ἀντίστοιχες διακοσμήσεις ἀρχοντικῶν τῆς δυτικῆς Μακεδονίας. Ἄλλα ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά εἶναι οἱ ἀνάγλυφοι χρυσοί φωτοστέφανοι πού φέρουν οἱ ἅγιοι, τουλάχιστον τῆς κατώτερης εἰκονογραφικῆς ζώνης, διακοσμημένων μέ στικτά καί ἀνάγλυφα κοσμήματα, τά ἐκτεταμένα χρυσώματα, ἡ χρήση ἔντονων χρωμάτων ἰδίως στίς συνθέσεις καί πλούσιου διακόσμου καί δανείων ἀπό τό μπαρόκ, τά γραπτά πλαίσια πού μιμοῦνται τά ἀνάγλυφα δυτικά γύψινα, τό γαλάζιο βάθος τῶν τοιχογραφιῶν τό ὁποῖο φέρει διάστηκτα χρυσά ἀστέρια, ἡ ἐπιτήδευση στήν ἐνδυματολογία καί γενικά ἡ προσπάθεια γιά φυσιοκρατική ἀπόδοση χώρου καί μορφῶν. Τά κοσμήματα ἐπί τῶν ἀμφίων καί ἄλλων ἐνδυμάτων, ἔχουν ἀντιγραφεῖ ἀπό ἀνατολίτικα πολύτιμα ὑφάσματα.
  Ἡ τέχνη τῶν τοιχογραφιῶν τῆς Λιτῆς τοῦ Κυριακοῦ εἶναι ἀφηγηματική καί συνδυάζεται μέ ἀρκετά στοιχεῖα μιᾶς ἐκλαϊκευμένης μορφῆς μπαρόκ καί ροκοκό[22].
  
 Ἡ ταυτότητα τοῦ ζωγράφου τῶν τοιχογραφιῶν αὐτῶν καί τοῦ ἐργαστηρίου του ἀνιχνεύεται στήν σωζόμενη ὑ­πέρ­θυ­ρη ἐ­πι­γρα­φή πού βρίσκεται πά­νω ἀ­πό τήν νό­τι­α πύ­λη εἰ­σό­δου τοῦ ἐ­σω­νά­ρθη­κα (Λι­τῆς) (ἐ­σω­τε­ρι­κά):
   
  
ΟΥΤΟΣ Ο ΙΕΡΟΣ ΝΑΡΘΗΞ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΑΝΕΚΑΙΝΙΣΘΕΙ ΕΚ ΒΑΘΡΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟ 1804 ΕΤΟΣ. ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΜΕΝ ΤΩΝ ΕΝΤΑΥΘΑ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ ΣΚΗΤΕΩΣ ΔΑΠΑΝΗ ΔΕ ΤΩΝ ΒΟΗΘΗΣΑΝΤΩΝ ΕΥΣΕΒΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ. ΙΣΤΟΡΗΣΘΕΙ ΚΑΙ ΕΚΑΛΟΠΙΣΘΕΙ ΚΑΤΑ ΤΟ 1820 ΕΤΟΣ. ΠΑΡΑ ΜΗΤΡΟΦΑΝΟΥΣ ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΤΟΥ ΕΚ ΤΗΣ ΒΥΖΟΥ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ ΜΕΤΑ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΙΑΣ ΑΥΤΟΥ.
  Κάνοντας στή συνέχεια τῆς μελέτης μας μία συνοπτική περιγραφή τοῦ πολύ πλούσιου εἰκονογραφικοῦ προγράμματος τῆς Λιτῆς[23] θά σταθοῦμε στά παρακάτω.
  Στόν τροῦλο τῆς Λιτῆς, ὁ ὁποῖος θά πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι εἶναι ἀρκετά μεγαλύτερος σέ διάμετρο ἀπό τόν ἀντίστοιχο τοῦ κυρίως ναοῦ, ἀπεικονίζεται ἡ ἐντυπωσιακή παράσταση τῆς Παναγίας Πλατυτέρας, μέ χορό Ἀγγέλων νά ἀκολουθεῖ στήν ἑπόμενη ζώνη. Ἀκολουθοῦν οἱ Δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης Ἰωσήφ, Ἄβελ, Σήθ, Ἐνώς, Τωβίτ, Ἐνώχ, Ἐλεάζαρ, Ἰώβ, Νῶε, Σήμ, Ἰάφεθ, Ράγαβ, Ἔβερ, Φάλεκ, Σάλα καί Καϊνάν, ἐνῶ στά λοφία τοῦ τρούλου ἔχουμε τέσσερεις ἀπό τούς μεγάλους ἁγίους ὑμνογράφους τῆς Ἐκκλησίας, τούς Ρωμανό τό Μελωδό, Ἰωσήφ τόν Ὑμνογράφο, Ἐφραίμ Καρίας καί Ἀνδρέα Κρήτης. Οἱ μορφές πολλῶν ἄλλων ἁγίων ὑμνογράφων σέ στηθάρια κοσμοῦν καί τίς ἀκμές τῶν τεσσάρων τόξων πού ἀνακρατοῦν τόν τροῦλο. Συγκεκριμένα εἰκονίζονται οἱ παρακάτω ὑμνογράφοι μέ τίς χαρακτηριστικές τους ἐπιγραφές:  Λέων ὁ Δεσπότης (πού θά πρέπει νά ταυτιστεῖ μέ τόν Λέοντα ΣΤ΄ τό Σοφό), ὁ ποιητής Βυζάντιος, Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, Ἰωάννης Εὐχαΐτων, Συμεών ὁ Θαυμαστορείτης, Ἀνατόλιος ὁ Πατριάρχης, Φιλόθεος ὁ Πατριάρχης, Γερμανός ὁ Πατριάρχης, Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων, Γεώργιος Νικομηδείας, Χριστοφόρος ὁ Πρωτασικρίτης, Ἀνδρέας ὁ Πύρρος, Στέφανος ὁ Ἁγιοπολίτης, Σέργιος ὁ Ἁγιοπολίτης, Βασίλειος ὁ Πιγεριώτης, ὁ ποιητής Βαβύλας, Κυπριανός, Θεοφάνης ὁ Γραπτός καί ὁ ποιητής Ἀρσένιος. Πρόκειται γιά τήν μοναδική περίπτωση πού εἰκονογραφοῦνται τόσο ἐκτεταμένα –συγκεκριμένα, 23 στόν ἀριθμό- ἱεροί ὑμνογράφοι τῆς Ἐκκλησίας στήν ἁγιορείτικη μνημειακή ζωγραφική, παρ’ ὅλο πού τό θέμα δέν εἶναι ἄγνωστο στήν ἱερά χερσόνησο (πχ. καθολικό μονῆς Ἐσφιγμένου, μονή Γρηγορίου)
    Στό δυτικό τοῖχο, κυρίαρχη εἶναι ἡ μεγάλων διαστάσεων παράσταση τῆς Δευτέρας Παρουσίας-Τελευταίας Κρίσης ἐνῶ στήν κάτω ζώνη ἀπεικονίζονται κυρίως Ἁγιορεῖτες Ὅσιοι. Συγκεκριμένα ἀπεικονίζονται ὁ ὅσιος Σίμων ‘‘ὁ Σιμωνοπετρίτης’’, ὁ ὅσιος Παῦλος ὁ Ξηροποταμηνός, ὁ ὅσιος Διονύσιος ‘‘ὁ ἐν τῷ Ὀλύμπῳ’’, ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, ὁ ἅγιος Νήφων Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ‘‘ἅγιος ἱερομάρτυς Κοσμᾶς’’, ὁ ὅσιος Διονύσιος ‘‘τῆς τοῦ Διονυσίου’’, ὁ ὅσιος Γρηγόριος ‘‘τῆς τοῦ Γρηγορίου’’, οἱ τοπικοί ὅσιοι Πέτρος Ἀθωνίτης καί Νήφων Καυσοκαλυβίτης, ὁ ὅσιος Νεκτάριος ‘‘ὁ ἐνασκήσας ἐν τῇ τῶν Καρεῶν’’, ὁ ὅσιος Γεννάδιος ὁ Βατοπεδινός καί ὁ ὅσιος Γαβριήλ ὁ Ἴβηρ. Ἡ ἱστόρηση τοῦ ἁγίου Σεραφείμ ‘‘τοῦ ἐξ Ἀγράφων", ἐπισκόπου Φαναρίου, ἀνάμεσά τους -ἄν καί δέν ἀνήκει στήν παραπάνω χορεία- σχετίζεται μέ τήν ἀγραφιώτικη καταγωγή τόσο τοῦ κτίτορα τῆς Σκήτης, ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου[24], καί τοῦ κτίτορα τοῦ κυρίως ναοῦ τοῦ Κυριακοῦ ἱερομονάχου Ἰωνᾶ τοῦ Καυσοκαλυβίτου[25], ὅσο καί μέ τήν ἐπίσης ἀγραφιώτικη καταγωγή, πολλῶν ἀπό τούς ζωγράφους τοῦ συνεργείου πού ἱστόρησαν τή Λιτή (πλήν βεβαίως τοῦ πρώτου μεταξύ τους, Μητροφάνους μοναχοῦ). Στήν ἴδια ζώνη ἀπεικονίστηκε ὅπως ἀναφέραμε καί ὁ ὅσιος Διονύσιος ὁ ἐν Ὀλύμπῳ. Νά ὑπογραμμίσουμε ἐδῶ ὅτι ὁ Φιλοθεΐτης ὅσιος, εἶναι καί ὁ ἱδρυτής τῆς μονῆς Ἁγίας Τριάδος Σουρβιᾶς στό Πήλιο, Μονή στήν ὁποῖα ἔγινε μεγαλόσχημος ὁ ἱδρυτής τῆς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων ὅσιος Ἀκάκιος[26].
  Στούς ἄλλους τρεῖς τοίχους ἔχουμε: στήν ἀνώτερη ζώνη τοῦ νότιου τοίχου, τήν παράσταση τοῦ μαρτυρίου τῶν Μακκαβαίων[27], καί στόν ἀνατολικό τοῖχο, τῆς Ἀναστυλώσεως τῶν Εἰκόνων, τῆς Πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς ἐν Νικαίᾳ καί τῆς Ἁγίας Τριάδος, μέ τήν δυτικότροπη ἀπεικόνισή της. Οἱ εἰκοσιτέσσερεις Οἶκοι τῶν Χαιρετισμῶν τῆς Θεοτόκου ἀναπτύσσονται στήν μεσαία ζώνη τοῦ βόρειου καί τοῦ νότιου τοίχου, καθώς καί στά κατώτερα σημεῖα τῶν μετώπων τῶν τόξων. Πάνω ἀπό τούς μαρμάρινους κίονες καί στούς χώρους ἀνάμεσα στά τόξα τῆς βόρειας καί νότιας πλευρᾶς εἰκονίζονται ὁλόσωμοι ἤ σέ προτομή Προφῆτες καί Προφήτιδες, ἀλλά καί Ὅσιοι καί Ἅγιες Μάρτυρες. Συγκεκριμένα ἀπεικονίζονται οἱ Προφήτες Δανιήλ, Μαλαχίας[28] καί Ἡσαΐας, ἡ Δικαία Ἰουδήθ[29] , οἱ ὅσιοι Ἰάκωβος ὁ Ἀσκητής, Παῦλος ὁ ἐν τῷ Λάτρῳ, Στέφανος ὁ Ὁμολογητής, Ποιμήν, Μωϋσής ὁ Αἰθίωψ, οἱ μάρτυρες Γοβδελαᾶς ὁ Πέρσης, Ζωτικός καί Σαλαμάνος, Χρύσανθος καί Δαρεία, Ἀδριανός καί Ναταλία, ἐνῶ στήν ἀνώτερη ζώνη τοῦ νότιου τοίχου, οἱ ὁσίες Φευρωνία, Εὐγενία, Εὐπραξία, Ἐπιστήμη, Εὐφημία, Αἰκατερίνα, Βαρβάρα, Εὐδοκία, Πελαγία, Ἀναστασία ἡ Ρωμαία καί Μαρίνα.
  Στήν κατώτερη ζώνη τοῦ ἀνατολικοῦ τοίχου ἔχουμε ὁλόσωμες τίς μορφές τῶν Δώδεκα Ἁγίων Ἀποστόλων, μέ κυρίαρχες αὐτές τῶν Πρωτοκορυφαίων Πέτρου καί Παύλου νά εἰκονίζονται ἐκατέρωθεν τῆς πύλης εἰσόδου πρός τόν κυρίως ναό.
  Ὅσον ἀφορᾶ τώρα στούς ἰδιαίτερους, νάρθηκες, βόρειο καί νότιο, πού ἔχουν διαμορφωθεῖ ἐν εἴδει παρεκκλησίων, χώρους τῆς Λιτῆς σημειώνουμε ἀκροθιγῶς τά ἑξῆς: Στό νότιο νάρθηκα, ὅπου βρίσκεται καί ἡ εἴσοδος πρός τό ναό, ἔχουμε σ' ὁλόκληρη τήν ὀροφή, σκηνές ἀπό τή ζωή τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου, τοῦ ἱδρυτοῦ τῆς κυρίαρχης μονῆς Μεγίστης Λαύρας. Ἀναπτύσσονται οἱ σκηνές πού φέρουν τίς ἑξῆς μεγαλογράμματες ἐπιγραφές: «Ὁ Ἅγιος θεραπεύει τοῦ μοναχοῦ τόν πόδα», «Τό θαλάσσιον ὕδωρ δι’ εὐχῆς πότιμον ἐποίησεν ὁ Ἅγιος», «Τοῦ πλοίου ἀνατραπέντος τούς ἐν αὐτῷ ἐῤῥύσατο ὁ Ἅγιος», «Ὁ Ἅγιος ἐκ τῆς μονῆς διά σταυροῦ τούς δαίμονας ἐκδιώκει», «Ὁ Ἅγιος ἐκ τῆς μονῆς διάρε τούς οἰκοδόμους μοναχούς ἐποίησε», «Ἡ κοίμησις τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου», «Ἡ Θεοτόκος στρέφει τόν Ἅγιον καί πρός τήν οἰκοδομήν θαῤῥύνει», «Ὁ Ἅγιος θεραπεύει τόν ὑδρωπικόν», «Διά προσταγῆς τῆς Θεοτόκου ὕδωρ ἐκβλύζει ὁ Ἅγιος».
  Ἀπό τίς ὑπόλοιπες τοιχογραφίες τοῦ παραπάνω τμήματος τῆς Λιτῆς ξεχωρίζουμε τίς μεγάλες παραστάσεις τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, τῆς "Ψυχοσωτήριας καί Οὐρανοδρόμου Κλίμακος" τοῦ ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, τοῦ τῆς Μεγάλης Βουλῆς Ἀγγέλου, πού ἱστορήθηκε στόν ἀτύμπανο τρούλο πού κεῖται πάνω ἀπό τίς προηγούμενες σκηνές[30], δύο παλαιοδιαθηκικές σκηνές, τῆς Βρεφοκτονίας τοῦ Ἡρώδη καί τῆς Παραβολῆς τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ[31]  καθώς καί τίς ἀπεικονίσεις ἀρκετῶν Ἁγιορειτῶν Νεομαρτύρων[32]. Ἀνάμεσα στούς τελευταίους ὑπογραμμίζουμε τήν παρουσία τῶν Ἰβηροσκητιωτῶν Ὁσιομαρτύρων Εὐθυμίου, Ἰγνατίου, Ἀκακίου, πού μαρτύρησαν στά 1814, 1814, 1815 ἀντίστοιχα, πέντε χρόνια δηλ. πρίν τήν ἱστόρηση τῆς Λιτῆς, καθώς καί τοῦ Ὁσιομάρτυρος Ἀγαθαγγέλου τοῦ Ἐσφιγμενίτου, πού μαρτύρησε τό 1818, δύο μόλις χρόνια πρίν ἀπό τήν ἱστόρηση τῆς Λιτῆς. Οἱ σύγχρονες μέ τήν ἱστόρηση τῆς Λιτῆς ἀπεικονίσεις τῶν παραπάνω νεομαρτύρων, ἐκτός ἀπό τήν εἰκονογραφική τους ἀξία, μιά πού τό πιθανότερο εἶναι ὁ ζωγράφος Μητροφάνης καί τό συνεργεῖο του νά γνώριζαν κάποιους ἀπ’ αὐτούς τούς Νεομάρτυρες ὁπότε καί νά ἀποθανάτισαν στίς τοιχογραφίες αὐτές τά προσωπογραφικά τους χαρακτηριστικά, ἐπιπλέον δείχνουν τήν μεγάλη ἀπήχηση καί καταξίωση πού εἶχε τό μαρτύριό τους στή συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Τέλος, δέν θά πρέπει νά παραλείψουμε τήν ἀπεικόνιση στόν ἴδιο χῶρο τοῦ Νεομάρτυρα Νικολάου τοῦ ἐξ Ἀγράφων, πού ὑπογραμμίζει ἐκ νέου τήν ἀγραφιώτικη καταγωγή μελῶν τοῦ ἐργαστηρίου τοῦ Μητροφάνη.
  Ἀπό τά ὑπόλοιπα θέματα τοῦ χώρου αὐτοῦ τοῦ νότιου νάρθηκα ἀναφέρουμε τό μαρτύριο τῶν ἁγίων Γεωργίου, Δημητρίου, Μηνᾶ, Εὐγράφου καί Ἑρμογένους, αὐτό τῶν Ἁγίων Πέντε Μαρτύρων Εὐστρατίου, Εὐγενίου, Ὀρέστου, Μαρδαρίου καί Αὐξεντίου, τήν Ἀνάληψη τοῦ Προφήτου Ἡλιοῦ[33], τή σύνθεση μέ τό μαρτύριο τῶν Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, τίς ἀπεικονίσεις τῶν ὁσίων Δομετιανοῦ, Ἰωάννου Παλαιολαρίτη καί Βασιλείου τοῦ Νέου καθώς καί τήν ἰδιαίτερα συμβολική γιά τούς μοναστές τῆς Σκήτης παράσταση, πού ἱστορήθηκε δίπλα ἀκριβῶς ἀπό τήν πύλη ἐξόδου καί ἡ ὁποία φέρει τήν χαρακτηριστική ἐπιγραφή: "Οὔτοι εἰσίν οἴτινες ἐξερχόμενοι ἐκ τῆς Ἀγρυπνίας σύρονται ὑπό τοῦ διαβόλου".
  Στό βόρειο ἀπό τά τρία κλίτη τῆς Λιτῆς τοῦ Κυριακοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Τριάδος -πού στά σχέδια (στό τέλος τῆς παρούσας μελέτης) σημειώνεται ὡς βόρειος νάρθηκας- καί συγκεκριμένα στήν ὀροφή (οὐρανία) του καθώς καί στήν πρώτη ζώνη ὅλων τῶν τοίχων τοῦ κλίτους, ἀναπτύσσεται ἕνας πλήρης εἰκονογραφικός κύκλος μέ τή ζωή καί τά θαύματα τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη (περ. 1265-70)[34]. Θά πρέπει ἐδῶ νά ὑπογραμμιστεῖ ὅτι εἶναι ἡ πρώτη φορά πού ἀπεικονίζονται  σκηνές ἀπό τό Βίο τοῦ ὁσίου Μαξίμου, κάτι πού δίνει στό ζωγράφο μας τή δυνατότητα νά ἐκδηλώσει τό χάρισμά του στή δημιουργία νέων συνθέσεων. Περιλαμβάνονται οἱ ἑξῆς δέκα σκηνές πού καλύπτουν τήν ὁσιακή βιοτή τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἡσυχαστοῦ Ἁγιορείτου ὁσίου τοῦ 14ου αἰ., στοῦ ὁποίου ἄλλωστε τήν προσωνυμία ὀφείλει τήν ὀνομασία της ἡ Σκήτη:
α) Ἡ σκηνή εἶναι πολυσύνθετη. Ἐντός τοῦ περιβόλου τῆς Μεγίστης Λαύρας πού παριστάνεται μέ πλούσια κτίρια, τείχη καί πύργους, ὁ Ὅσιος εἰκονίζεται σέ τρεῖς ἐπιμέρους σκηνές πού εἶναι ἐμπνευσμένες ἀπό τό Βίο τοῦ ὁσίου Μαξίμου, καί εἰδικά τήν περίοδο πού αὐτός ἔζησε στή Λαύρα (εἰκ. 30). Συγκεκριμένα, Α΄: Ὁ Ὅσιος συμβουλεύεται δύο μοναχούς, προφανῶς γιά ποιό τρόπο μοναχικῆς ζωῆς νά ἀκολουθήσει. Β΄: Ὁ Ὅσιος εἰκονίζεται καθιστός ἔξω ἀπό τό Καθολικό νά διαβάζει βιβλίο, τό πιθανότερο περιέχον τούς βίους τῶν ὁσίων Πέτρου καί Ἀθανασίου τῶν Ἀθωνιτῶν. Γ΄: Ὁ Ὅσιος εἰκονίζεται ἐντός τοῦ Καθολικοῦ τῆς Λαύρας, νά εἰσακούει τά κελεύσματα τῆς Θεοτόκου πού εἰκονίζεται βρεφοκρατοῦσα ἐντός νεφελῶν.
Ἐπιγραφή:  Ἡ Θεοτόκος κελεύει τὸν ἅγιον ν’ ἀνέλθη εἰς τὸν Ἄθωνα.
 β) Ὁ Ὅσιος εἰκονίζεται πάνω στήν κορυφή τοῦ Ἄθω, στήν ὁποία διακρίνεται καί παρεκκλήσι, νά συνομιλεῖ μέ τήν Κυρία Θεοτόκο βρεφοκρατοῦσα, ἡ ὁποία κρατᾶ ἀνοικτό εἰλητάριο μέ τήν ἐπιγραφή: «Λάβε τήν χάριν κατά δαιμόνων καί κατίκησαι...». Τό κείμενο τοῦ εἰληταρίου εἶναι παρμένο ἀπό τόν Βίο τοῦ Ὁσίου.
Ἐπιγραφή: Ὁ Ἅγιος Μάξιμος σινομιλεῖ μὲ τὴν Θεοτόκον.
 Στό εἰλητάριο τοῦ Ὁσίου: «Χαῖρε κεχαριτωμένη ὁ Κύριος μετὰ σοῦ». Καί τό κείμενο αὐτό εἶναι παρμένο -ὅπως τό προηγούμενο- ἀπό τόν Βίο τοῦ ὁσίου Μαξίμου.
γ) Ὁ Ὅσιος εἰκονίζεται στίς ὑπώρειες τοῦ Ἄθω νά συνομιλεῖ μέ ἕναν ἡλικιωμένο μοναχό. Καί οἱ δύο εἶναι καθιστοί καί φέρουν πλήρη μοναχική περιβολή. Ὁ ἡλικιωμένος μοναχός κρατᾶ ἀνοικτό εἰλητάριο.
 Ἐπιγραφή: Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὀνειδίζεται ὡς πεπλανημένος.
Στό εἰλητάριο: «... ἐνόμισεν ὅτι ἐπλανήθη ὁ διορθ [...]». Τό κείμενο παραφράζει τό σχετικό ἀπόσπασμα τοῦ Βίου: «Ὁ δέ γέρων ταῦτα ἀκούσας ἔδοξεν πλάνην εἶναι τό ὁραθέν· διά τοῦτο καί προσῆψεν αὐτῷ τῆς πλάνης τό ὄνομα, τόν φωστῆρα πλανημένον ἀποκαλῶν ὁ ἀνόητος».
δ) Ὁ Ὅσιος εἰκονίζεται μαζί μέ τόν ὅσιο Γρηγόριο τό Σιναΐτη ἐντός ταπεινῆς καλύβης. Καί οἱ δύο τους εἶναι καθήμενοι καί συνομιλοῦν καθώς φαίνεται μέ μεγάλη σοβαρότητα. Ὁ ὅσιος Μάξιμος φοράει μόνο ἐσώρασο καί τό μοναχικό του σχῆμα, ἐνῶ ὁ ὅσιος Γρηγόριος φέρει πλήρη μοναχική περιβολή μετά μανδύου. Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ ζωγράφος θέλει πιθανόν νά ὑποδηλώσει τήν ὑπεροχή τοῦ ὁσίου Γρηγορίου, ὡς διδασκάλου τῆς νοερᾶς προσευχῆς.
Ἐπιγραφή: Ὁ Ἅγιος Μάξιμος συνομιλεῖ μὲ τὸν Σιναΐτην Γρηγόριον.
ε) Εἰκονίζεται ὁ Ὅσιος μόνο μέ τό ἐσώρασό του καί ἁπλωμένα τά χέρια, νά ἵπταται διαέριος, πάνω ἀπό τά δένδρα. Στό ἄνω μέρος τῆς παράστασης, πίσω ἀπό ἕνα βράχο, εἰκονίζεται ἐπιμελῶς κρυμμένος μοναχός. Προφανῶς πρόκειται γιά τόν Θεοφάνη Περιθεωρίου, τό βιογράφο τοῦ ὁσίου Μαξίμου, ὁ ὁποῖος - ὅπως ὁ ἴδιος ὁμολογεῖ στό κείμενό του, εἶδε τόν Ὅσιο κυριολεκτικά νά ἵπταται.
Ἐπιγραφή: Ὁ Ἅγιος πέταται ἐν τῷ ἀέρι.
ζ) Ὁ Ὅσιος εἰκονίζεται ἔξω ἀπό ἕνα σπήλαιο νά συνδιαλέγεται μέ δύο βασιλεῖς, οἱ ὁποῖοι φαίνεται νά τόν ἀκοῦν προσεκτικά. Καί οἱ τρεῖς τους εἶναι καθισμένοι. Ὁ Ὅσιος φοράει μόνο τό ἐσώρασό του ἐνῶ οἱ βασιλεῖς -οἱ ὁποῖοι δέν εἶναι ἄλλοι ἀπό τόν Ἰωάννη Ε΄ Παλαιολόγο καί Ἰωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνό– εἶναι ἐνδεδυμένοι μέ πλήρη βασιλική περιβολή. Ἡ παράσταση ὡς ἐκ τούτου εἶναι ἀνιστορική καθώς εἶναι γνωστό ἀπό τόν Βίο τοῦ ὁσίου Μαξίμου ὅτι οἱ δύο βασιλεῖς ἐπισκέφθηκαν τόν Ὅσιο μή φορῶντας τά βασιλικά τους ἐνδύματα.
Ἐπιγραφή: Ὁ Ἅγιος προφητεύει τοῖς βασιλεῦσι τὰ ἐσόμενα.
η) Πολυσύνθετη σκηνή. Στό ἀριστερό μέρος τῆς σύνθεσης εἰκονίζεται ὁ Ὅσιος σέ νεανική ἡλικία νά κατασκευάζει μία καλύβη ἀπό κλαδιά, ξύλα καί χόρτα. Φέρει ἐσώρασο καί τό μεγάλο σχῆμα του, ἐνῶ στό ἀριστερό του χέρι κρατᾶ δέσμη ξερῶν χόρτων. Ἡ σκηνή φέρει τήν ἐπιγραφή: Ὁ Ἅγιος κατασκευάζη καλύβας ἐκ χόρτου.
  Σέ συνεχόμενη σκηνή ὁ Ὅσιος εἰκονίζεται νά κρατᾶ ἀναμμένο δαυλό μέ τόν ὁποῖο μόλις ἔχει πυρπολήσει μία καλύβη. Τέλος, στό δεξιό μέρος τῆς σύνθεσης, εἰκονίζεται ὁ Ὅσιος νά ἀναχωρεῖ. Μέ τό δεξί χέρι κρατᾶ ραβδί ἐνῶ μέ τό ἀριστερό του ἕνα ἔνδυμα, τό ὁποῖο κρέμεται ἀπό τόν δεξιό του ὤμο. Ἡ σκηνή φέρει τήν ἐπιγραφή: Ὁ Ἅγιος πυρπολεῖ τὰς καλύβας αὐτοῦ καὶ ἀναχωρεῖ.
θ) Ὁ Ὅσιος εἰκονίζεται φορῶντας τό ἐσώρασό του καί τό μοναχικό του σχῆμα στήν κορυφή τοῦ Ἄθω ἡ ὁποία δοκιμάζεται ἀπό σφροδρούς κεραυνούς καί ἀστραπές. Τόν Ὅσιο περιβάλλουν πολυάριθμοι δαίμονες κρατῶντας βέλη καί σφενδόνες μέ τά ὁποῖα τόν πειράζουν καί προσπαθοῦν νά τόν ἐκφοβίσουν.
Ἐπιγραφή: Ὁ Ἅγιος πειραζόμενος ὑπὸ τῶν δαιμόνων.
ι) Ὁ Ὅσιος εἰκονίζεται ἤδη κεκοιμημένος, μέ πλήρη μοναχική περιβολή (πλήν τοῦ μανδύου), ἔξω ἀπό σπήλαιο, νά ὁδηγεῖται ἀπό δύο μοναχούς σέ ἀνοικτό μνῆμα. Στό ἄνω μέρος τῆς παράστασης εἰκονίζεται Ἄγγελος Κυρίου νά φεύγει κρατῶντας στά χέρια του τή ψυχή τοῦ Ὁσίου, πού φέρει κατά τήν ὀρθόδοξη εἰκονογραφία μορφή βρέφους.
Ἐπιγραφή: Ἡ κοίμησις τοῦ Ἁγίου Μαξίμου.
  Στόν ἴδιο χῶρο τῆς Λιτῆς βρίσκονται οἱ πολυάριθμες καί ἐξ ἴσου ἀφηγηματικές σκηνές ἀπό τή ζωή καί τό μαρτύριο τοῦ ἁγίου Εὐσταθίου καί τῆς οἰκογενείας του. Οἱ τελευταῖες ἀπεικονίσεις, σχετίζονται φυσικά μέ τό γεγονός ὅτι ὁ κατ' οὐσίαν κτίτορας τῆς Λιτῆς τοῦ Κυριακοῦ, ἱερομόναχος Τιμόθεος ὁ Καππαδόκης, μόναζε στήν Καλύβη τοῦ Ἁγίου Εὐσταθίου. Σέ κάποια ἀπό τίς σκηνές αὐτές, στό ἐσωράχιο, ὁ ζωγράφος ἀποδίδει μέ ρεαλισμό καί ἀκρίβεια τά προσωπογραφικά χαρακτηριστικά καί τίς ἐνδυμασίες τῆς ἐποχῆς. Στόν κύκλο τῆς ζωῆς τοῦ ἁγίου Εὐσταθίου βρίσκουμε τίς παρακάτω παραστάσεις, πού φέρουν τίς ἑξῆς σχετικές  μεγαλογράμματες ἐπιγραφές: «Ὁ Χριστός φαίνεται τῷ Ἁγίῳ ἐπί τῶν κεράτων τῆς ἐλάφου», «Ὁ Ἅγιος εὑρίσκει παραδόξως τήν γυναῖκα αὐτοῦ καί τά τέκνα», «Ὁ βασιλεύς προϋπαντεῖ τόν Ἅγιον Εὐστράτιον», «Ὁ Ἅγιος φιλοξενεῖ τούς ζητοῦντας αὐτόν στρατιῶτας», «Ὁ ναύτης κρατεῖ τήν γυναῖκα τοῦ Ἁγίου», «Οἱ παῖδες τοῦ Ἁγίου ἁρπάζονται ὑπό τοῦ θηρίου», «Οἱ Ἅγιοι μένουσιν ἀβλαβεῖς ὑπό τοῦ λέοντος», «Οἱ Ἅγιοι βαπτίζονται ὑπό τοῦ Ἰωάννου». Ἱστορημένη εἶναι ἐπίσης παράσταση μέ δυσανάγνωστη ἐπιγραφή πού εἰκονίζει τόν ἅγιο Εὐστάθιο καί τήν οἰκογένειά του νά προσεύχονται λίγο πρίν τό μαρτύριό τους, μπροστά στό πυρωμένο χάλκινο βόδι.
  Στόν ἴδιο χῶρο τῆς Λιτῆς ξεχωρίζουμε τό μαρτύριο τοῦ ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Πέρσου, τήν παράσταση μέ τόν Μέγα Ἀντώνιο νά πειράζεται ἀπό τούς δαίμονες, τίς δύο σκηνές ἀπό τή ζωή τοῦ Λαυριώτη ὁσίου Ἰωάννη τοῦ Κουκουζέλη καί σκηνές πού νοηματοδοτοῦν τή ζωή τῶν μοναχῶν. Μία ἀπ’ αὐτές εἶναι ἡ παράσταση τοῦ Ἐσταυρωμένου μοναχοῦ (εἰκ. 34). Στήν ἔντονα συμβολική αὐτή παράσταση πρωτότυπες εἶναι οἱ ἀπεικονίσεις τοῦ δαίμονα τῆς πορνείας πού θυμίζει φτερωτό ἔρωτα καθώς τά μάτια του καλύπτει δεμένο γύρω ἀπό τό πρόσωπό του μαντήλι ὅπως καί τοῦ ἀρχοντικά ἐνδεδυμένου ἔφιππου ἄνδρα πού συμβολίζει τόν ‘‘μάταιο κόσμο’’. Πάνω ἀπό τήν παράσταση αὐτή καί σχετιζόμενα ἄμεσα μέ αὐτήν, εἰκονίζεται ὁ Χριστός, σέ προτομή, μέσα σέ νεφέλη, ἐνῶ ὁ φωτοστέφανός του εἶναι ἐξαστράπτων. Στό ἕνα ἀπό τά δύο ἀπλωμένα χέρια του κρατᾶ στεφάνι ἀπό ἀμάραντα ἄνθη ἐνῶ στό ἄλλο στέμμα. Στήν ἀγκαλιά τοῦ Κυρίου ὑπάρχει ἀνοικτό εὐαγγέλιο μέ γραμμένο τό μικρογράμματο εὐαγγελικό λόγιο: «Ὅστις θέλει ὁπίσω μου ἐλθεῖν ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν, καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι». Σημειώνουμε ἐπίσης τήν ἐπίσης διδακτικές παράστασεις μέ τίς ἐπιγραφές: «Τυφλός τυφλόν ὁδηγῶν ἀμφότεροι εἰς βόθρον πεσοῦνται» καί «Τί δέ βλέπεις τό κάρφος τοῦ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τήν δέ δοκόν ...» ὅπως καί ἐκείνην μέ τόν Ἀββά Σισώη νά φιλοσοφεῖ τό μυστήριο τοῦ θανάτου μπροστά στόν ἀνοικτό τάφο τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου.
  Τέλος στόν ἴδιο χῶρο τοῦ βόρειου κλίτου τῆς Λιτῆς, ἀπεικονίζονται δύο σκηνές ἀπό τό μαρτύριο ἑνός ἀπό τούς Καυσοκαλυβίτες Ἁγίους, τοῦ ὁσιομάρτυρα Κωνσταντίνου τοῦ ἐξ Ἀγαρηνῶν, πού βαπτίστηκε στή Σκήτη καί μαρτύρησε στήν Κωνσταντινούπολη τό 1819, ἕνα χρόνο δηλ. πρίν τήν ἱστόρηση τῆς Λιτῆς. Φέρουν τίς ἐπιγραφές: «Ὁ Ἅγιος διά πνιγμονῆς τελειοῦται» καί «Ὁ ἅγιος νεομάρτυς Κωνσταντῖνος ὁ ἐξ Ἀγαρηνῶν τείνεται ἐπί τοῦ ξύλου».
   Φεύγοντας ἀπό τό χῶρο τῆς Λιτῆς καί εἰσερχόμενοι στόν κυρίως ναό, δέν θά πρέπει νά παραλείψουμε νά δοῦμε ἱστορημένους τούς ὁσίους Μακάριο τόν Αἰγύπτιο, Μακάριο τόν Ἀλεξανδρέα, Λέοντα τόν ἐρημίτη καί Νικηφόρο τῆς μονῆς τοῦ Μηδικίου. Οἱ παραστάσεις εἶναι ἱστορημένες ἀπό τό ἴδιο ἐργαστήριο τοῦ μοναχοῦ Μητροφάνη τοῦ ἐκ Βιζύης τό ὁποῖο ἀνέλαβε νά συμπληρώσει ἕνα μικρό τμῆμα τοῦ κυρίως ναοῦ, πού βρίσκεται πάνω ἀπό τήν νότια πύλη εἰσόδου σ’ αὐτόν πού ἀνοίχθηκε μετά τήν κατασκευή τοῦ νάρθηκα. Ἡ ἱστόρηση τοῦ ὁσίου Νικηφόρου πιθανόν νά σχετίζεται μέ τήν ἀνάμνηση τοῦ γέροντα τοῦ ζωγράφου μας, Νικηφόρου τοῦ Α΄ καθώς καί ἑνός ἀπό τά λοιπά μέλη τοῦ ἐργαστηρίου, Νικηφόρου τοῦ Β΄.

 --------------------------------------------------------------------------------------------------------------
         ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΘΕΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΩΝ

Α.     Λιτή (κεντρικό κλίτος)
1. Θεοτόκος Πλατυτέρα  2. Ἄγγελοι-Χερουβείμ  3. Δίκαιος Ἰωσήφ  4. Δίκαιος Ἄβελ
5. Δίκαιος Σήθη  6. Δίκαιος Ἐνώς  7. Δίκαιος Τωβίτ  8. Δίκαιος Ἐνώχ  9. Δίκαιος Ἐλεάζαρ  10. Δίκαιος Ἰώβ  11. Δίκαιος Νῶε  12. Δίκαιος Σήμ  13. Δίκαιος Ἰάφεθ  14. Δίκαιος Ράγαβ  15. Δίκαιος Ἔβερ  16. Δίκαιος Φάλεκ  17. Δίκαιος Σάλα  18. Δίκαιος Καϊνάν  19. Ἐφραίμ ὁ Καρίας  20. Ἰωσήφ ὁ ὑμνογράφος  21. Ρωμανός ὁ Μελωδός  22. Ἀνδρέας Κρήτης  23. Ἀνατόλιος Κωνσταντινουπόλεως, ποιητής  24. Φιλόθεος Κωνσταντινουπόλεως, ποιητής  25. Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως, ποιητής  26. Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων, ποιητής  27. Γεώργιος Νικομηδείας, ποιητής  28. Λέων ὁ μαΐστωρ  29. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης  30. Λέων ὁ δεσπότης [ΣΤ΄ ὁ σοφός], ποιητής  31. Ἀνδρέας ὁ Πύρρος, ποιητής  32. Χριστοφόρος ὁ πρωτασικρίτης  33. Σέργιος Ἁγιοπολίτης, ποιητής  34. Ἀρσένιος ὁ ποιητής  35. Στέφανος Ἁγιοπολίτης, ποιητής  36. Βασίλειος ὁ Πιγεριώτης, ποιητής  37. Βαβύλας, ποιητής  38. Θεοφάνης ὁ Γραπτός, ποιητής  39. Κυπριανός, ποιητής  40. Ἰωάννης Εὐχαΐτων, ποιητής  41. Βυζάντιος, ποιητής  42. Συμεών Θαυμαστορείτης, ποιητής 
43-67:  Ἀκάθιστος Ὕμνος
43. Οἶκος Α  44. Οἶκος Β΄  45. Οἶκος Γ΄  46. Οἶκος Δ΄   47. Οἶκος Ε΄  48.  Οἶκος Ζ΄   49. Οἶκος Η΄  50. Οἶκος Θ΄  51.  Οἶκος Ι΄  52. Οἶκος Κ΄  53. Οἶκος Λ΄  54. Οἶκος Μ΄  55. Οἶκος Ν΄  56. Οἶκος Ξ΄  57. Οἶκος  Ο΄  58. Οἶκος Π΄  59. Οἶκος Ρ΄  60. Οἶκος Σ΄  61. Οἶκος Τ΄  62. Οἶκος Υ  63. Οἶκος Φ΄  64. Οἶκος  Χ΄  65. Οἶκος Ψ΄  66. Οἶκος Ω΄
67. Πρώτη Οἰκουμενική Σύνοδος  68. Ἁγία Τριάς  69. Ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων  70. Ἁγία Μαρίνα  71. Ἁγία Φεβρωνία  72. Ἁγία Εὐδοκία  73. Ἁγία Αἰκατερίνα  74.  Ἁγία Εὐγενία  75. Ἀναστασία Ρωμαία  76. Ἁγία Εὐφημία  77. Ἁγία Εὐπραξία  78. Ἁγία Ἐπιστήμη  79. Ἁγία Βαρβάρα  80. Δευτέρα Παρουσία  81. Μαρτύριο Μακκαβαίων  82. Ἀπόστολος Πέτρος  83. Ἀπόστολος Παῦλος  84. Ἀπόστολος  85. Ἀπόστολος Σίμων  86. Ἀπόστολος Βαρθολομαῖος  87. Ἀπόστολος Θωμᾶς  88. Ὅσιος Ποιμήν  89. Ὅσιος Μωϋσῆς Αἰθίοψ  90. Προφήτης Ἠσαΐας  91. Ἁγία Εἰρήνη Χρυσοβαλάντου  92. Ἅγιος Χρύσανθος  93. Ἁγία Δαρεία  94. Ἁγία Συγκλητική  95. Προφήτης Δανιήλ  96. Ἅγιος Ἀνδριανός  97. Ἁγία Ναταλία  98. Ὅσιος Σίμων ὁ Σιμωνοπετρίτης  99. Ὅσιος Διονύσιος τῆς τοῦ Διονυσίου  100. Ὅσιος Γρηγόριος ὁ τοῦ Γρηγορίου  101. Ὅσιος Στέφανος ὁ Ὁμολογητής  102. Ὅσιος Γαβριήλ ὁ Ἴβηρ  103. Κοσμᾶς ὁ ἱερομάρτυς  104. Ὅσιος Νεῖλος ὁ Ἁγιορείτης  105. Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς  106. Ἅγιος Νήφων Κωνσταντινουπόλεως  107. Ἅγιος Σεραφείμ ὁ ἐξ Ἀγράφων  108. Ὅσιος Παῦλος ὁ Ξηροποταμηνός  109. Ὅσιος Διονύσιος ὁ ἐν Ὀλύμπῳ  110. Ὅσιος Νεκτάριος ὁ Καρεώτης  111. Ὅσιος Γεννάδιος ὁ Βατοπεδινός  112. Ὅσιος Νήφων Καυσοκαλυβίτης  113. Ὅσιος Πέτρος Ἀθωνίτης  114. Ὅσιος Ἱλαρίων ὁ Μέγας  115. Ἁγία Πελαγία  116. Ἅγιος Γοβδελαᾶς ὁ Πέρσης  117. Προφήτης Μαλαχίας  119. Ἅγιος Σαλαμάνος  120. Ὅσιος Ἰάκωβος ὁ ἀσκητής  121. Ὅσιος Παῦλος ὁ ἐν Λάτρῳ  122. Ἰουδήθ ἡ Δικαία  123. Ἁγία Εὐδοκία  124. Ἁγία Ἐπιστήμη  125. Ἀπόστολος Φίλιππος  126. Ἀπόστολος Ἀνδρέας  127. Ἀπόστολος
Δ: Διακοσμητικά.

Β.     Νότιος νάρθηκας  
  
1. Χερουβείμ
2. Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος
3. Ἡ ψυχοδρόμος κλίμαξ
4. Ὕψωσις Τιμίου Σταυροῦ
5. Περιστερά ὁμιλεῖ Νεοφύτῳ τῷ μάρτυρι
6. Ὅσιος Ζωσιμᾶς
7. Ὁσία Μαρία Αἰγυπτία
8. Ὁσιομ. Δούκας ὁ ραφεύς, ὁ Μυτιληναῖος
9. Ὁσιομ. Ἰωάννης ὁ σύν αὐτῷ
10. Ὅσιος Συμεών ὁ διά Χριστόν σαλός
11. Μιχαήλ ὁ νεομάρτυς
12.Ὁσιομ. Λουκᾶς
13. Ἀκάκιος ὁ νεομάρτυς
14. Ἰγνάτιος ὁ νεομάρτυς
15. Εὐθύμιος ὁ νεομάρτυς
      16-25: Βίος ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου:
16. Ἡ Θεοτόκος στρέφει τόν Ἅγιον καί πρός τήν οἰκοδομήν θαῤῥύνει
17. Ὁ Ἅγιος θεραπεύει τόν ὑδρωπικόν
18. Διά προσταγῆς τῆς Θεοτόκου ὕδωρ ἐκβλύζει ὁ Ἅγιος
19. Ὁ Ἅγιος θεραπεύει τοῦ μοναχοῦ τόν πόδα
20. Τό θαλάσσιον ὕδωρ δι’ εὐχῆς πότιμον ἐποίησεν ὁ Ἅγιος
21. Τοῦ πλοίου ἀνατραπέντος τούς ἐν αὐτῷ ἐῤῥύσατο ὁ Ἅγιος
22. Ὁ Ἅγιος ἐκ τῆς μονῆς διά σταυροῦ τούς δαίμονας ἐκδιώκει
23. Ὁ Ἅγιος ἐκ τῆς μονῆς δι’ ἀρετῆς τούς οἰκοδόμους μοναχούς ἐποίησε
24. Ὁ δαιμονιῶν διά τοῦ χρίσματος τῆς κανδήλας τοῦ ἁγίου ἰάθη
25. Ἡ κοίμησις τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου
26. Λογχισμός ἁγίου Δημητρίου
27. Ἡ ἀποτομή τοῦ ἁγίου Βλασίου μετά τῶν δύο βρεφῶν
28. Ὁ ἅγιος Εὐστράτιος διά πυρός τελειοῦται
29. Ἡ ἀποτομή τοῦ ἁγίου Αὐξεντίου
30. Ὁ ἅγιος Ὀρέστης διά πυρός ἐν σχάρᾳ ἐτελειώθη
31. Ὁ ἅγιος Εὐγένιος ἐν ξύλῳ κρεμασθείς καί τήν γλώττα τμηθείς ἐτελειώθη
32. Ὁ ἅγιος Μαρδάριος ἐν ξύλῳ κρεμασθείς ἐτελειώθη
33. Μαρτύριο τῶν ἁγίων Τεσσαράκοντα
34. Ἀνάληψις προφήτου Ἠλιοῦ
35. Ἡ ἀποτομή τοῦ ἁγίου Μηνᾶ τοῦ Καλλικελάδου
36. Μαρτύριον ἁγίου Ἑρμογένους: Ὁ ἅγιος Ἑρμογένης τέμνεται τάς χεῖρας καί τούς πόδας
37. Μαρτύριον ἁγίου Εὐγράφου: Ὁ ἅγιος Εὔγραφος φονεύεται ὑπό τοῦ βασιλέως
38. Ἡ βρεφοκτονία τοῦ Ἠρώδη
39. Ὁ ὁσιομ. Μάρκος ὁ ἐν Σμύρνῃ
40. Ὁ ἅγιος Ἀγαθάγγελος
41.Ὁ ἅγιος Κλήμης
42. Ὁ ὁσιομ. Νικόλαος ὁ ἐξ Ἀγράφων
43. Παραβολή τοῦ Ἀσώτου
44. Οὗτοι εἰσίν οἱ ἐξερχόμενοι ἐκ τῆς Ἀγρυπνίας
45. Ὁ ἅγιος Γεώργιος ἐπιτίθεται ἐπί τόν τροχόν
46. Ὅσιος Σίμων Σιμωνοπετρίτης
47. Ἁγία Ναταλία
48. Ἅγιος Ἀνδριανός
49. Ὁσία Συγκλητική
50. Ἁγία Δαρεία
51. Ἁγία Χρυσάνθη
52. Ὁσία Εἰρήνη Χρυσοβαλάντου
53. Ὅσιος Μωϋσής Αἰθίοψ
54. Ὅσιος Ποιμήν
55. Ἀπόστολος Θωμᾶς
56. Ὅσιος Δομετιανός
57. Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Παλαιολαρίτης
58. Ἅγιος Βασίλειος ὁ Νέος.

Γ.    Βόρειος νάρθηκας
 
1. Χερουβείμ
     2-10 Βίος ὁσίου Μαξίμου Καυσοκαλύβη:
 2. Ἡ Θεοτόκος κελεύει τόν ἅγιον ἀνελθεῖν εἰς τόν Ἄθωνα
 3. Ὁ ἅγιος συνομιλεῖ μέ τήν Θεοτόκον
 4. Ὁ ἅγιος ὀνειδίζεται ὡς πεπλανημένος
 5. Ὁ ἅγιος κατασκευάζει καλύβας ἐκ χόρτου-Ὁ ἅγιος πυρπολεῖ τάς καλύβας αὐτοῦ καί ἀναχωρεῖ
 6. Ἡ Κοίμησις τοῦ ἁγίου Μαξίμου
 7. Ὁ ἅγιος πέταται ἐν τῷ ἀέρι
 8. Ὁ ἅγιος προφητεύει τοῖς βασιλεῦσι τά ἐσόμενα
 9. Ὁ ἅγιος Μάξιμος συνομιλεῖ μέ τόν Σιναΐτην Γρηγόριον
10. Ὁ ἅγιος πειραζόμενος ὑπό τῶν δαιμόνων
      11-19. Βίος ἁγίου Εὐσταθίου:
11. Ὁ ναύτης κρατεῖ τήν γυναῖκα τοῦ Ἁγίου
12. Οἱ παῖδες τοῦ Ἁγίου ἁρπάζονται ὑπό τοῦ θηρίου
13. Ὁ Χριστός φαίνεται τῷ Ἁγίῳ ἐπί τῶν κεράτων τῆς ἐλάφου
14. Οἱ Ἅγιοι βαπτίζονται ὑπό τοῦ Ἰωάννου
15. Οἱ Ἅγιοι μένουσιν ἀβλαβεῖς ὑπό τοῦ λέοντος
16. Μαρτύριον ἁγίου Εὐσταθίου καί τῶν σύν αὐτῷ
17. Ὁ ἅγιος εὑρίσκει παραδόξως τήν γυναῖκα αὐτοῦ καί τά τέκνα
18. Ὁ βασιλεύς προϋπαντεῖ τόν ἅγιον Εὐστράτιον
19. Ὁ ἅγιος φιλοξενεῖ τούς ζητοῦντας αὐτόν στρατιῶτας     
20. Τυφλός τυφλόν ὁδηγῶν
21. Τί δέ βλέπεις τό κάρφος τοῦ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου
22. Μαρτύριο ὁσιομάρτυρος Κωνσταντίνου τοῦ ἐξ Ἀγαρηνῶν: Ὁ ἅγιος διά  πνιγμονῆς τελειοῦται
23. Μαρτύριο ὁσιομάρτυρος Κωνσταντίνου τοῦ ἐξ Ἀγαρηνῶν: Ὁ ἅγιος νεομάρτυς
Κωνσταντῖνος ὁ ἐξ Ἀγαρηνῶν τείνεται ἐπί τοῦ ξύλου
24. Ἀπόστολος Φίλιππος
25. Ἁγία Ἐπιστήμη
26. Ἁγία Εὐδοκία
27. Ὅσιος Παῦλος ὁ ἐν Λάτρῳ
28. Ὅσιος Ἰάκωβος ὁ ἀσκητής
29. Ἅγιος Ζωτικός
30. Ἅγιος Σαλαμάνας
31. Ἅγιος Γοβδελαᾶς ὁ Πέρσης
32. Ἁγία Πελαγία
33. Ὅσιος Ἱλαρίων ὁ Μέγας
34. Μαρτύριον ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Πέρσου
35. Ἡ Θεοτόκος ἀνταμήβει τοῦ Κουκουζέλι τό χρυσόν νόμισμα
36. Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Κουκουζέλης
37. Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος πειραζόμενος ὑπό τῶν δαιμόνων
38. Ὁ θρῆνος τοῦ ἀββᾶ Σισώη
39. Ὁ  Βίος τοῦ ἀληθοῦς μοναχοῦ
Δ:  Διακοσμητικά

 
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

  1. Ὁ ὑμνογράφος Ἐφραίμ Καρίας. Τοιχογραφία στή Λιτή τοῦ Κυριακοῦ τῶν Καυσοκαλυβίων. Μητροφάνης ὁ ἐκ Βιζύης. 1820
  2. Ἡ κτιτορική ἐπιγραφή στή Λιτή τοῦ Κυριακοῦ τῶν Καυσοκαλυβίων. Μητροφάνης μοναχός ὁ ἐκ Βιζύης. 1820.
  3. Ἡ Ἁγία Πρώτη Οἰκουμενική Σύνοδος (λεπτομέρεια). Τοιχογραφία στή Λιτή τοῦ Κυριακοῦ τῶν Καυσοκαλυβίων. Μητροφάνης ὁ ἐκ Βιζύης. 1820.

Ἡ μελέτη αὐτή τοῦ π. Παταπίου δημοσιεύθηκε στό ἐπιστημονικό περιοδικό Θρακική Ἐπετηρίς 11 (1999-2009), σ. 385-428.



    [1] Ἁγίου Γρη­γο­ρί­ου Πα­λα­μᾶ, ‘‘Λόγος Πα­νη­γυ­ρι­κός εἰς τόν ἅγ. Πέτρον τόν Ἀ­θω­νί­την’’, P.G. 150, σ. 996-1040. Lake K. The early Days of Monasticism on Mount Athos, Oxford 1909, σ. 18-39. Binon St.,Studi Bizantini 5 (1939), σ. 41-53. Βλ. ἐ­πί­σης, Denise Papachrysanthou, “La vie ancienne de St. Pierre l· Athonite", Analecta Bollandiana 92 (1974),σ. 19-61. Τῆς ἴ­δι­ας, Ἀ­θω­νι­κός μο­να­χι­σμός, Ἀ­θή­να 1992, σ. 85-92.
  [2] Γιά τήν τέχνη τῆς περιόδου αὐτῆς στήν περιοχή, βλ. Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου, ‘‘Ἡ Παλαιολόγειος Βυζαντινή ἐποχή στήν ἁγιορειτική Σκήτη Καυσοκαλυβίων. Μία πρώτη προσέγγιση στήν ἱστορία καί τήν τέχνη’’, Βυζαντινός Δόμος, τ. 15 (2006), σ. 265-315.
  [3] Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου, ‘‘Μεταβυζαντινή τέχνη στή Σκήτη Καυσοκαλυβίων. Ἄγνωστες φορητές εἰκόνες Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ’’. Πρακτικά τοῦ Β΄ Διεθνοῦς ἐπιστημονικοῦ Συμποσίου «Ἅγιον Ὄρος. Πνευματικότητα καί Ὀρθοδοξία. Τέχνη». Ἑταιρεία Μακεδονικῶν Σπουδῶν. Θεσσαλονίκη 11-13 Νοεμβρίου 2005, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 331-377.
   [4] Χατζηδάκη Μ., Ἕλληνες ζωγράφοι μετά τήν Ἅλωση, τ. Β΄, Ἀθήνα 1997, σ. 190. Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου, Μεταβυζαντινή τέχνη στή Σκήτη Καυσοκαλυβίων, ὅ.π., σ. 356-360.
   [5] Ἀξίζει φρονοῦμε στή συνάφεια αὐτή νά ἀναφέρουμε, ὅτι ἀπό τήν πόλη αὐτή καταγόταν καί μία ἀπό τίς πνευματικές μορφές τῆς Σκήτης Καυσοκαλυβίων, κατά τόν 19ο-20ό αἰ. Πρόκειται γιά τόν μοναχό Παΐσιο πού ἀσκήθηκε στήν Καλύβη τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων. Στά Καυσοκαλύβια ἔφθασε τό 1890 καί ὑποτάχθηκε στόν γέροντα Ἄνθιμο. Ἦταν ἄριστος ξυλουργός τόσο στήν πατρίδα του ὅσο καί στή Σκήτη ὅπου καί κατασκεύασε τά περισσότερα ἀπό τά στασίδια τοῦ Κυριακοῦ, τό τέμπλο τοῦ ναοῦ τῆς Καλύβης του καθώς καί περίτεχνες κορνίζες. Ὡς κύριο ἐργόχειρό του ἦταν νά κατασκευάζει σανίδια γιά εἰκόνες γιά λογαριασμό τοῦ ζωγραφικοῦ ἐργαστηρίου τῶν Ἰωασαφαίων στά Καυσοκαλύβια, πού τήν ἐποχή ἐκείνη ἀριθμοῦσε 17 πατέρες ἁγιογράφους. Γενικά ὁ Θρακιώτης αὐτός μοναχός ἦταν πολύ φίλεργος καί φιλάδελφος καί ἐξυπηρετοῦσε ὅλους μέ τήν ἐργασία του. Ἴσως γι' αὐτό, ὅταν μετά τή κοίμησή του (ἐκοιμήθη περί τό 1908, νέος, 38-40 ἐτῶν), ἔγινε ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του, βρέθηκε τό χέρι του ἄφθαρτο ἐκπέμποντας ἄρρητη εὐωδία. Τό χέρι αὐτό φυλασσόταν γιά καιρό στή Καλύβη καί προσκυνοῦνταν εὐλαβικά ἀπό ὅλους. Δυστυχῶς ὅμως κατά τή διάρκεια κάποιας πανηγύρεως τῆς Καλύβης, κάποιοι Βούλγαροι μοναχοί ἔκλεψαν τό χέρι καί ἔγιναν ἄφαντοι. Ἀργότερα, περί τό 1918-19 ἕνας Καυσοκαλυβίτης μοναχός πού βρέθηκε στήν Ὁδησσό καθ’ ὁδόν πρός τήν πατρίδα του, διεπίστωσε μετά θαυμασμοῦ, ὅτι σ’ ἕνα ναό  τῆς πόλης, ἀφιερωμένο στήν Θεοτόκο, τό χέρι τοῦ μοναχοῦ Παϊσίου ἐπροσκυνᾶτο ὥς ἅγιο λείψανο (βλ. Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου, ‘‘Τά Καυσοκαλύβια καί οἱ πνευματικές μορφές τους κατά τόν 18ο καί 19ο αἰ.’’, Πεμπτουσία τ. 9, Ἀθήνα 2002, σ. 120-127.
   [6]  Enev Mihail., Mount Athos, Zograph Monastery, Σόφια 1994, σ. 343. Ἐπίσης, Teofana Matakieva- Lilkova, Icons in Bulgaria, Σόφια 2000, σ. 19.
   [7]  Enev Mihail., Mount Athos, ὅ.π., σ. 343-344.
   [8] Γιά τό συνολικό ἔργο τῶν ζωγράφων αὐτῶν στό Ἅγιον Ὄρος, ἐκπονεῖ διδακτορική διατριβή ὁ ἐκλεκτός ἀρχαιολόγος Νίκος Μπονόβας.
   [9]  Περί αὐτοῦ βλ. Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου, ‘‘Ἱερομόναχος Παρθένιος ὁ ἐκ Φουρνᾶ τῶν Ἀγράφων ὁ πνευματικός καί ζωγράφος, ὁ Σκούρτος. Μία σημαίνουσα πνευματική καί καλλιτεχνική μορφή τοῦ Ἁγίου Ὄρους’’,  Γρηγόριος Παλαμᾶς τ. 809 (2005), σ. 563-624. Τοῦ ἰδίου, Μεταβυζαντινή τέχνη στή Σκήτη Καυσοκαλυβίων, ὅ.π., σ. 341-345.
   [10] Παπάγγελος Ἰ., ‘‘Περί τῶν Γαλατσιάνων Ζωγράφων τοῦ Ἁγίου Ὄρους’’, Πρακτικά Συνεδρίου «Ἀπό τή Μεταβυζαντινή τέχνη στή σύγχρονη. 18ος-20ός αἰ». Θεσσαλονίκη 1997 (ἀνάτυπο), Γαλάτιστα 1998. 
   [11] Γνωστά του ἔργα εἶναι: 1) οἱ τοιχογραφίες τοῦ ἐξωνάρθηκα τοῦ Καθολικοῦ τῆς μονῆς Ἰβήρων (1795) 2) οἱ τοιχογραφίες τοῦ Κυριακοῦ τῆς ἰβηριτικῆς Σκήτης Τιμίου Προδρόμου (1799) 3) τμῆμα τῶν τοιχογραφιῶν τοῦ κυρίως ναοῦ τοῦ Καθολικοῦ τῆς μονῆς Ζωγράφου (1817). Ἐπίσης, 4) τά ἔργα πού περιγράφει ὁ Πορφύριος Οὐσπένσκι [‘‘Τό χρονικό τῆς ζωγραφικῆς στόν Ἄθω καί ἡ γνώμη μου γιά τήν ἐκεῖ εἰκονογραφία’’, χριστιανική Ἀνατολή (στή ρωσική), Ἁγία Πετρούπολις 1892, σ. 420]: Οἱ δεσποτικές εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, τῆς Θεοτόκου, τοῦ Προδρόμου καί τῆς Συνάξεως τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων (1790), στό τέμπλο τοῦ ναοῦ τοῦ καρακαλλινοῦ κελλιοῦ τῶν Ἁγίων Πάντων στίς Καρυές. 5) Φορητή εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, στό ρωσικό κελί τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους στίς Καρυές. Πρόσφατα σέ ἔρευνά μας ἐντοπίσαμε δύο ἄγνωστες φορητές εἰκόνες τοῦ Νικηφόρου τοῦ Α΄. Πρόκειται: 6) Γιά μικροῦ μεγέθους εἰκόνα τῆς Θεοτόκου δεομένης, στηθαίας, σέ πράσινο κάμπο ζωγραφισμένη. Βρίσκεται στήν εἰκονοθήκη τῆς μονῆς Ἰβήρων, ἐντός τῆς Βιβλιοθήκης, μέ ἀριθμό 189. Στό κάτω μέρος ὑπάρχει μεγαλογράμματη ἐπιγραφή:  ΔΟΥΛΗ ΟΛΩΣ ΠΕΦΥΚΑ ΜΗΤΗΡ ΕΛΕΟΥΣ 1811. Πιό κάτω μέ μικρά γράμματα : νικηφόρος   7) Στό λαυρεωτικό Κελλί τοῦ  Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, Καρυές. Εἰκόνα στό τέμπλο τοῦ ναοῦ μέ τόν ὅσιο Ἀθανάσιο τόν Ἀθωνίτη ὁλόσωμο νά κρατάει ἀνοικτό  εἰλητάριο. Κάτω δεξιά ὑπάρχει ἔνθετη εἰκόνα μέ σκηνή ἀπό τή ζωή τοῦ ἁγίου. Εἰκονίζεται ἡ ἐμφάνιση τῆς Θεοτόκου σ' αὐτόν καί τό θαύμα τοῦ Ἁγιάσματος. Ἡ εἰκόνα αὐτή εἶναι ἐντός μεταλλίου μπαρόκ ρυθμοῦ. Στό κάτω μέρος τῆς κύριας εἰκόνας ὑπάρχει ἡ ἐπιγραφή: ΕΝ ΕΤΕΙ 1786   ΧΕΙΡ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ.     
    [12] Πορφυρίου Οὐσπένσκυ. ‘‘Τό χρονικό τῆς ζωγραφικῆς στόν Ἄθω καί ἡ γνώμη μου γιά τήν ἐκεῖ εἰκονογραφία’’, Ἡ χριστιανική Ἀνατολή (στή ρωσική), Ἁγία Πετρούπολις 1892, σ. 421.
   [13] Γεωργατζῆ Π., ‘‘Ἀλληλογραφία τοῦ μητροπολίτου Ἡρακλείας Ἰγνατίου μέ ἁγιορειτικές μονές (1824-1829)’’, Ἅγιον Ὄρος καί Θράκη. Κείμενα δέκα Ὁμιλιῶν, ἔκδ. Μορφωτικός Ὅμιλος Κομοτηνῆς-Κέντρο Θρακικῶν Μελετῶν, Κομοτηνή 2001, σ. 201.
   [14] Δημοσιεύθηκε στό: Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου, ‘‘Ἡ εἰκονογράφηση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στήν βυζαντινή τέχνη’’, Πεμπτουσία, τ. 21 (2006), σ. 146.
   [15] Δημοσιεύτηκε στό: Παταπίου μοναχοῦ, Ἅγιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ἀπό τό περιβόλι τῆς Παναγίας στόν κῆπο τοῦ Θεοῦ, Ἅγιον Ὄρος 2001, σ. 37.
   [16] Χατζηδάκης Μ., Ἕλληνες ζωγράφοι μετά τήν Ἅλωση, τ. Β΄ , Ἀθήνα 1997, σ. 190.
   [17] Enev Mihail., Mount Athos, ὅ.π., σ. 414.
   [18] Κειμήλια Πρωτάτου τ. Β΄, Ἅγιον Ὄρος 2004, σ. 322-324.
   [19] Ἱερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου. Παράδοση-Ἱστορία-Τέχνη, τ. Α΄, Ἅγιον Ὄρος 1996. σ. 307.
   [20] Βλ. Enev Mihail., Mount Athos, Zograph Monastery, ὅ.π., σ. 342.
   [21]  Ὁ κυρίως ναός τοῦ Κυριακοῦ τῆς Ἁγίας Τριάδος ἀνηγέρθη τό 1745 καί ἱστορήθηκε τό δεύτερο μισό τοῦ 18ου αἰ., τό πιθανότερο τήν περίοδο 1759-1765, μέ κτητορική μέριμνα τοῦ λογίου ἱερομονάχου Ἰωνᾶ Καυσοκαλυβίτου (+1765) ἐκ τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου. Ἡ ἁγιογράφησή του ἀποδόθηκε ἀπό τόν ὑποφαινόμενο στόν ἱερομόναχο Παρθένιο τόν ἐκ Φουρνᾶ τῶν  Ἀγράφων τόν Σκούρτο καί τό ἐργαστήριό του (Βλ. Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου, Μεταβυζαντινή τέχνη στή Σκήτη Καυσοκαλυβίων, ὅ.π., σ. 341-345). Ὁ ἱερομόναχος Παρθένιος [περί αὐτοῦ βλ. Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου, ‘‘Ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Παρ­θέ­νι­ος ὁ ἐκ Φουρ­νᾶ τῶν Ἀ­γρά­φων, ὁ Πνευ­μα­τι­κός καί ζω­γρά­φος, ὁ Σκοῦρ­τος. Μία ση­μαί­νου­σα πνευ­μα­τι­κή καί καλ­λι­τε­χνι­κή μορ­φή τοῦ Ἁγίου Ὄ­ρους’’, Γρη­γό­ρι­ος ὁ Πα­λα­μᾶς, τ. 809 (2006), σ. 563-624. Τοῦ ἰδίου, ‘‘Ὁ γέροντας τοῦ ἁγίου Μακαρίου ἐπισκόπου Κορίνθου, ἱερομόναχος Παρθένιος ὁ Σκούρτος ὁ ζωγράφος. Πρῶτες πληροφορίες γιά τήν πνευματική καί καλλιτεχνική αὐτήν προσωπικότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους’’, Πρακτικά τοῦ Συνεδρίου Ὁ ἅγιος Μακάριος (Νοταρᾶς)-Γενάρχης τοῦ Φιλοκαλισμοῦ-Μητροπολίτης Κορίνθου καί ὁ περίγυρός του. Κόρινθος 9-13 Μαΐου 2005, Ἀθήνα 2006, σ. 409-437, 773-774] σχετιζόταν μέ τόν διάσημο συντοπίτη του ἱερομόναχο Διονύσιο (1670-περ.1746), γνωστό γιά τό ἔργο του Ἑρμηνεία τῶν ζωγράφων καί τοῦ ὁποίου ὀκτώ φορητές εἰκόνες ἐντοπίσαμε πρόσφατα στή Σκήτη (βλ. Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου, Μεταβυζαντινή τέχνη στή Σκήτη Καυσοκαλυβίων, ὅ.π., σ. 347-350). Ἡ τέχνη τοῦ ἱερομονάχου Παρθενίου καί τοῦ ἐργαστηρίου του, ἐντάσσεται στό ἀνανεωτικό καλλιτεχνικό ρεῦμα, καθαρά ἁγιορείτικο, πού ἐμφανίζεται τό πρῶτο τέταρτο τοῦ 18ου αἰ. καί προτείνει τήν ἐπιστροφή καί ἀντιγραφή τῶν παλαιότερων προτύπων τῆς τέχνης τῆς ἐποχῆς τῶν Παλαιολόγων καί κυρίως τῆς συμβατικά λεγόμενης ‘‘Μακεδονικῆς’’  Σχολῆς.
   [22] Τά καλλιτεχνικά αὐτά ρεύματα, ἐπικρατοῦσαν τήν ἐποχή αὐτή στή Δυτική Εὐρώπη. Ἔγιναν ὅμως γνωστά στό χῶρο τῆς Βαλκανικῆς, κυρίως μέσα ἀπό τήν ἐμφάνισή τους στίς παραδουνάβιες χῶρες.
   [23] Στά σχέδια πού θά παρατεθοῦν στό τέλος τῆς παροῦσας μελέτης, ἡ σχεδιαστική ἀποτύπωση τῶν χώρων τῆς Λιτῆς (κυρίως νάρθηκας, βόρειος καί νότιος νάρθηκας) καθώς καί τό ὑπόμνημα τῶν εἰκονογραφικῶν παραστάσεων ἔγιναν ἀπό τούς ἐκλεκτούς θεολόγους-ἀρχαιολόγους Γ. Φουστέρη καί Ν. Τουτό, στά πλαίσια σχετικοῦ προγράμματος τῆς Ἁγιορειτικῆς Ἐστίας. Στά ὑπομνήματα καταγράφονται οἱ ἐπιγραφές πού φέρουν οἱ παραστάσεις, ἐνῶ οἱ ἀριθμοί ἀντιστοιχοῦν σέ συγκεκριμένο χῶρο τοῦ ναοῦ, ὅπως δείχνεται στό ἀντίστοιχο σχέδιο.
  [24] Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου, Ἅγιος Ἀκάκιος Καυσοκαλυβίτης. Ἀπό τό περιβόλι τῆς Παναγίας στόν κῆπο τοῦ Θεοῦ, Ἅγιον Ὄρος 2001.
  [25] Αὐτόθι.
  [26] Ὁ βασικός μάλιστα λόγος γιά τόν ὁποῖο ὁ Ὅσιος ἀφιέρωσε τή Σκήτη του στήν Ἁγία Τριάδα, συνδέεται μέ τή μονή τῆς μετανοίας του, Ἁγία Τριάδα Σουρβιᾶς (Βλ. Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου, "Ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης, ἡ Ἱερά Σκήτη Ἁγίας Τριάδος Καυσοκαλυβίων καί  ἡ  Ἱερά Μονή Ἁγίας Τριάδος Σουρβιᾶς" στά ὑπό δημοσίευση Πρακτικά τῆς Ἐπιστημονικῆς Ἡμερίδας «Ἅγιον Ὄρος-Πήλιο-Μαγνησία (15ος-20ός αἰώνας. Μία ἀμφίδρομη σχέση»,Ἱερά Μητρόπολη Δημητριάδος, Βόλος 3-4 Δεκεμβρίου 2004).
   [27] Δημοσιεύθηκαν στό: Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου, ‘‘Ἡ εἰκονογράφηση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στήν βυζαντινή τέχνη’’, Πεμπτουσία, τ. 21 (2006), σ. 144.
   [28]  Δημοσιεύθηκαν στό: Παταπίου μον., Ἡ εἰκονογράφηση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅ.π., σ. 145.
   [29]  Αὐτόθι.
   [30] Πρώτη δημοσίευση στό: Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου, Ἡ εἰκονογράφηση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅ.π., σ. 143.
   [31] Πρώτη δημοσίευση στό: Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου, Ἡ εἰκονογράφηση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅ.π., σ. 147.
   [32] Δημοσιεύθηκαν στό: Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου-Βαρβούνη Μ., Καυσοκαλυβίτικα Νεομαρτυρολογικά. Ὑμναγιολογικά κείμενα περί νεομαρτύρων ἀπό τή Βιβλιοθήκη τῆς Ἱερᾶς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων Ἁγίου ῎Ορους, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 280-284.
  [33] Δημοσιεύθηκαν στό: Παταπίου μον., Ἡ εἰκονογράφηση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅ.π., σ. 145.
  [34] Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου, Ὁ ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης. Ἁγιολογία-Ὑμνογραφία-Τέχνη (δακτυλογρ. διπλωματική μεταπτυχιακή ἐργασία) Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2006. Στή μελέτη αὐτή ὑπάρχει ὅλη ἡ περί τοῦ ὁσίου Μαξίμου βιβλιογραφία.