Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου
Στό πρῶτο τέταρτο τοῦ 18ου αἰ. ἐμφανίζεται στό Ἅγιον Ὄρος ἕνα ἀνανεωτικό καλλιτεχνικό ρεῦμα, καθαρά ἁγιορείτικο, πού προτείνει τήν ἐπιστροφή καί ἀντιγραφή τῶν παλαιότερων προτύπων τῆς τέχνης τῆς ἐποχῆς τῶν Παλαιολόγων καί κυρίως τῆς συμβατικά λεγόμενης " Μακεδονικῆς" Σχολῆς. Ὁ κύριος ἐκφραστής τοῦ ρεύματος αὐτοῦ εἶναι ὁ λόγιος ἱερομόναχος Διονύσιος ἀπό τόν Φουρνᾶ τῶν Ἀγράφων (1670-περ.1746). Ὁ Διονύσιος εἶναι γνωστός κυρίως ὡς ὁ συγγραφέας, σέ συνεργασία μέ τόν ἱερομόναχο Κύριλλο Φωτεινό τόν Χίο (+ 1805)[1], τῆς περίφημης «Ἑρμηνείας τῆς Ζωγραφικῆς Τέχνης» (1728-1733)[2]· Μέ τό ἐγχειρίδιο αὐτό, ἐκτός τήν παροχή χρήσιμων εἰκονογραφικῶν καί τεχνικῶν ὁδηγιῶν πρός τούς ζωγράφους ἱερῶν εἰκόνων, ὁ Διονύσιος γίνεται παράλληλα καί ὁ θεωρητικός ἐκφραστής τοῦ παραπάνω καλλιτεχνικοῦ ρεύματος ἐπιστροφῆς στήν παλαιολόγεια ζωγραφική.
Ὅμως ὁ Διονύσιος ἦταν καί ἕνας ἄριστος ζωγράφος, παρ' ὅλες τίς περί τοῦ ἀντιθέτου ἀπόψεις πού κατά τό παρελθόν ἐκφράστηκαν[3]. Σύμφωνα μέ τά μέχρι τώρα στοιχεῖα, τό πρῶτο μνημεῖο πού ἱστόρησε (1711) καί στό ὁποῖο ἀπαντᾶται ἡ καλλιτεχνική τάση πού προαναφέρθηκε, εἶναι τό παρεκκλήσι τοῦ Τιμίου Προδρόμου, στό κελλί πού ὁ ἴδιος μόναζε, στό κέντρο τῶν Καρυῶν.
Τό ρεῦμα τῆς ἐπιστροφῆς στήν παλαιολόγεια τέχνη, πού ἐγκαινιάστηκε, ὅπως ἀναφέραμε, τήν πρώτη δεκαετία τοῦ 18ου αἰ. μέ τό ἔργο ἀλλά καί τήν διδασκαλία τοῦ Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ καί συνεχίστηκε, σέ ὑψηλότερο ποιοτικά ἐπίπεδο, ἀπό τούς ζωγράφους Δαβίδ ἀπό τή Σελενίτσα Αὐλῶνος (ἐξωνάρθηκας παρεκκλησίου τῆς Κουκουζέλισσας Λαύρας, 1715) καί Κοσμᾶ ἀπό τή Λήμνο (παρεκκλήσι Ἁγ. Δημητρίου Βατοπεδίου, 1721), δέν μποροῦσε παρά νά ἐπηρεάσει τούς ζωγράφους πού τούς ἀκολούθησαν, κυρίως στό Ἅγ. Ὄρος, ὅπως ὁ συντοπίτης τοῦ Διονυσίου, ἱερομ. Παρθένιος, ὁ ἐπιλεγόμενος Σκούρτος, στόν εὑρύτερο κύκλο τοῦ ὁποίου, ἀποδώσαμε πολύ ἀξιόλογα ἔργα ζωγραφικῆς, ὅπως τό Κυριακό τῆς Σκήτης Ἁγ. Τριάδος Καυσοκαλυβίων[4].
Παράλληλα, ἡ μεγάλη διάδοση τοῦ κειμένου τῆς "Ἑρμηνείας" τοῦ Διονυσίου, πού φαίνεται ἀπό τό πλῆθος τῶν χειρόγραφων ἀντιγράφων της, συνέβαλε στή διάδοση τῶν εἰκονογραφικῶν ἀπόψεών του καί στήν ἐμπέδωση τῆς γνώμης ὅτι ἡ τέχνη τοῦ Πανσέληνου θά ἔπρεπε νά εἶναι ὑπόδειγμα στήν εἰκονογραφική διαδικασία [5].
Ἔτσι βλέπουμε, μέ ἀφορμή τήν διδασκαλία τοῦ Διονυσίου, πολλούς ἁγιορεῖτες ζωγράφους, ὅπως ὁ παραπάνω ἱερομ. Παρθένιος ὁ ἐκ Φουρνᾶ τῶν Ἀγράφων, νά στρέφουν σταδιακά τήν προσοχή τους στή ζωγραφική τοῦ Πρωτᾶτου, ἀντιγράφοντας μεμονωμένους χαρακτηριστικούς εἰκονογραφικούς τύπους καί συνθέσεις · στοιχεῖα πού ἐνσωμάτωσαν, τίς περισσότερες φορές, μέ ἐπιτυχία στό ἔργο τους[6].
Τό ζωγραφικό αὐτό ρεῦμα δέν ἀναφέρεται τόσο στή μίμηση καλλιτεχνικῶν τρόπων ἀπό τή ζωγραφική τοῦ Πρωτάτου, ὅσο στήν ἀντιγραφή εἰκονιστικῶν τύπων μεμονωμένων μορφῶν, πού ἱστοροῦνται στή " μητέρα ὅλων τῶν ἁγιορειτικῶν ἐκκλησιῶν"[7]. Ὁ Διονύσιος εἶχε ὡς ἄμεσο πρότυπο τίς τοιχογραφίες τοῦ διπλανοῦ του ναοῦ, τοῦ Πρωτᾶτου[8]. Ὅμως κατά βάση, ἡ προσήλωσή του στήν τέχνη τοῦ Πανσέληνου, ἴσχυσε μόνο γιά τίς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ καί μορφές μεμονωμένων ἁγίων[9]. Ἀντίθετα, στίς πολυπρόσωπες σκηνές καί συνθέσεις, ὁ Διονύσιος προχώρησε σ' ἕνα συγκερασμό τῶν σύγχρονών του αἰσθητικῶν τάσεων, ὅπως ἦταν οἱ ἐπιβιώσεις τῆς συντηρητικῆς τεχνοτροπίας τοῦ 17ου αἰ., οἱ ἔμμεσες ἐπιδράσεις ἀπό τή δυτική ζωγραφική ἤ οἱ ἐπιρροές ἀπό τή λαϊκή τέχνη (κυρίως στή διακόσμηση τῶν ἐνδυμασιῶν)[10].
Τό καλλιτεχνικό ρεῦμα πού ἐξέφραζε ὁ ἱερομ. Διονύσιος ἀπό τόν Φουρνᾶ τῶν Ἀγράφων, κυρίως μέσα ἀπό τήν Ἑρμηνεία του, ἦταν ρεῦμα ἐπιστροφῆς στίς ὑγιεῖς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας, καθώς ἡ θεία λατρεία, πού σχετίζεται ἄμεσα μέ τίς ἱερές εἰκόνες, ἀποτελεῖ τόν κύριο κορμό της. Δέν θά ἦταν ὑπερβολή ἴσως νά ποῦμε ὅτι ὁ Διονύσιος ὁ ἐκ Φουρνᾶ ἦταν ἕνας πρώϊμος Κολλυβᾶς[11], λίγα μάλιστα χρόνια πρίν ἀπό τήν ἐκδήλωση αὐτοῦ τοῦ φιλοκαλλικοῦ κινήματος, τό 1752. Ἄλλωστε καί αὐτός ἐξαναγκάστηκε νά ἐγκαταλείψει τόν Ἄθω[12] - ὅπως ἀργότερα καί οἱ ἱεροί Κολλυβᾶδες - καί νά ἱδρύσει στήν πατρίδα του τή Μονή τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς - καθώς καί οἱ Κολλυβᾶδες ἵδρυσαν Μονές στήν ἐκτός τοῦ Ἄθω Ἑλλάδα.
Ὅπως θά δείξουμε στή συνέχεια, ὁ ἱερομ. Διονύσιος ἀπό τόν Φουρνᾶ τῶν Ἀγράφων[13] διατηροῦσε στενές πνευματικές καί καλλιτεχνικές σχέσεις μέ τήν ἀπομακρυσμένη Σκήτη Καυσοκαλυβίων, πού ἐξέθρεψε κολλυβᾶδες Πατέρες ὅπως ὁ ἱεροδ. Νεόφυτος ὁ Καυσοκαλυβίτης, ἀρχηγός τοῦ κολλυβαδικοῦ κινήματος στό πρῶτο του στάδιο.
Σύμφωνα μέ τόν βιογράφο του, Θεοφάνη τόν ἐξ Ἀγράφων (1784), ὁ Διονύσιος "... διῆγε κελλικῶς καί ἡσύχως ἐν τῇ τῶν Καρεαίων σκήτῃ, ἀσκητικῶς κατά Χριστόν ἀγωνιζόμενος · μετ' οὐ πολύ δέ τοσοῦτον εἰς ὕψος ἐλήλακεν ἀρετῶν, ὥστε πολλούς τῶν ἐκεῖσε, ἵνα μή πάντας εἴπω, ὑπερακοντίσαι. Ὅθεν καί πλείονος καί ἐντελεστέρας γλιχόμενος ἀγωγῆς, οὐκ ἔλειπε διηνεκῶς τοῖς ἐρημικωτέροις καί ἑνιαίοις μοναχοῖς, Ἀντωνίταις φημί καί Καυσοκαλυβίταις ὁμιλεῖν καί συζητεῖν περί ἀρ ετῆς καί ἠθικοῦ βίου, ἕν μόνον ἑαυτῷ λογιζόμενος ἄτοπον, τό μή τρίχας ἐν πώγωνι ἔχειν, ὅπερ πάντῃ ἀνόσιον τοῖς τά ἐκεῖσε οἰκοῦσι νομίζεται. Καί εἰ τούτων ηὐπόρει κατ' ἐκεῖνον τόν καιρόν, ταχέως ἄν καί τούτων ἀνυπερθέτως τῶν ὑπεροχικῶν τῆς ἀρετῆς τόπων ἐπαφίκετο. Ἀλλ' ἐπειδή τοῦτο αὐτό πρόσκομμα ὑπερβαλλούσης ἀρετῆς τούτῳ ἀνέκειτο, διέτριβεν ὡς ἔφην ἐν Κάραις, ἐπισπεύδων ταῖς ὁσημέραι ἀσκήσεσι τῷ κρείττονι τό χεῖρον καθυποτάξαι, οὖτινος ἐσ ὕστερον οὐ διήμαρτε κατά τόπον μόνον ἐκείνοις διενηνοχώς..."[14].
Βλέπουμε λοιπόν ὅτι ὁ Διονύσιος ἀπό τά πρῶτα χρόνια πού ἐγκαταβίωσε στόν Ἄθω[15], ἐπισκεπτόταν συνεχῶς τά Καυσοκαλύβια καί τήν περιοχή τους[16] καί ἐντρυφοῦσε πνευματικά στούς λόγους καί τήν ἁγιαστική ζωή τῶν ἐκεῖ ἐνασκουμένων πατέρων, συζητῶντας μαζί τους περί ἀρετῆς καί ἠθικοῦ βίου. Βλέπουμε ἐπίσης ὅτι ἐάν δέν εἶχε τήν ἀτυχία νά εἶναι - ἴσως λόγω ἡλικίας, μιά πού ἦταν περίπου 17-19 ἐτῶν - ἀγένειος, θά ἔμενε γιά πάντα στά Καυσοκαλύβια, στόν " ὑπεροχικό τῆς ἀρετῆς τόπο"[17].
Τήν ἐποχή αὐτή διέλαμπαν στή Σκήτη - ἐκτός ἀπό τόν ἅγιο ἱδρυτή της, Ὅσ. Ἀκάκιος τό Νέο τόν Καυσοκαλυβίτη ( 12 Ἀπριλίου 1730) ἀπό τή Γόλιτσα - ὁ Ὁσιομάρτυς Ρωμανός ὁ Καρπενησιώτης (14 Ἰανουαρίου 1694) ἀπό τό χωριό Ἀσπρόπυργος, ὁ λόγιος ἱερομόναχος Ἰωνᾶς ὁ Καυσοκαλυβίτης (1765) ἀπό τήν Καστανιά καί ὁ ὑποτακτικός του ἱερομ. Πελάγιος · ὅλοι τους καταγόμενοι ἀπό τήν περιοχή τῶν Ἀγράφων, ὅπως καί ὁ Διονύσιος. Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικό ὅτι ὅταν, μετά ἀπό ἐπίμονες παρακλήσεις, ὁ παπα Πελάγιος, ἀφήνοντας τά Καυσοκαλύβια, ἀνέλαβε τήν ἡγουμενία καί μαζί της τήν ἀναδιοργάνωση τῆς Μονῆς Προυσοῦ, ἀνέθεσε στούς μαθητές τοῦ Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ, Γεώργιο Ἀναγνώστου (ἀπό τόν Φουρνᾶ τῶν Ἀγράφων) καί Γεώργιο Γεωργίου, τήν ἱστόρηση (1785) τοῦ νέου καθολικοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου πού ὡς ἡγούμενος ἀνήγειρε ἐκ βάθρων τό 1754[18].
Εἰκόνες τοῦ Διονυσίου στά Καυσοκαλύβια
Σέ ἐπιστολή πού ἀποστέλλει ὁ ἱερομ. Ἀναστάσιος Γόρδιος (1654-1729) στό Διονύσιο << Ἐκ τῆς μικρᾶς μονῆς τῆς ἐν Βρανιανοῖς ἁγίας Παρασκευῆς >>, στίς 24 Ὀκτωβρίου τοῦ 1727[19], δίνει τή γνώμη του, σέ σχετική ἐρώτηση τοῦ Διονυσίου περί τῆς ἐπιγραφῆς πού πρέπει νά φέρουν τά φωτοστέφανα τῶν εἰς τύπον τῆς Ἁγ. Τριάδος τριῶν Ἀγγέλων. Γράφει συγκεκριμένα, ἀνάμεσα σέ ἄλλα, πρός < τόν πανοσιώτατον ἐν ἱερομονάχοις καί ἐν ζωγραφοδιδασκάλοις ἀρίστῳ κυρίῳ Διονυσίῳ >>:
" ...Δύο ζητήματα γυρεύεις νά σοῦ διαλύσω: τό ἕνα διά τούς εἰκονίζοντας ἀγγέλους τήν ἁγίαν τριάδα, ἄν εἶναι πρέπον καί εὔλογον νά γράφεται εἰς τά στέφανά τους τό ὁ ὤν, ὡς καί ἐπί τοῦ στεφάνου τοῦ Κυρίου· καί σοῦ ἀποκρίνομαι, ὅτι δέν ἐνθυμοῦμαι ἄν τό εἶδα εἰς καμίαν τοιαύτην εἰκόνα, καί ἄν ἡ ἁγιωσύνη σου ἔχεις ἀνθίβολα παλαιῶν καί μεγάλων ζωγράφων, ὡσάν τοῦ Πανσελήνου[20] ὁποῦ μοῦ ἔλεγες καί ἑτέρων τοιούτων, ποίαν ἀμφιβολίαν πρέπει νά ἔχεις; ἄν εἶναι γραμμένον ἤ δέν εἶναι, βλέπεις τα· καί τί κάμνει χρεία νά ἐρωτᾶς περί τούτου ἐμένα; ὅμως ὅταν κοπιάσῃς ἐδῶ, ἄν θέλῃς καί ἐδικήν μου γνώμην, θέλομεν τό ἐξετάσει καί καλλιώτερα, καί θέλομεν τό εὕρει Θεοῦ ὁδηγοῦντος καί φωτίζοντος...".
Δέν γνωρίζουμε γιά ποιό λόγο ὁ Διονύσιος ρωτοῦσε τόν Γόρδιο περί τοῦ παραπάνω ζητήματος · γιά νά ξέρει τί θά γράψει στήν Ἑρμηνεία του περί αὐτοῦ ἤ προκειμένου νά ἱστορήσει ὀρθά εἰκόνα τῆς Ἁγ. Τριάδος κατά τήν Ὀρθόδοξη ἐκδοχή της (Φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ) ; Ἀπό τά μέχρι σήμερα εὑρεθέντα ἔργα τοῦ Διονυσίου, εἰκόνα τῆς Ἁγ. Τριάδος (τοῦ τύπου τῶν τριῶν Ἀγγέλων τῆς Φιλοξενίας τοῦ Ἀβραάμ[21]) δέν ἔχει ἐντοπιστεῖ, πλήν αὐτῆς τοῦ Κοιμητηριακοῦ ναοῦ τῶν Καυσοκαλυβίων, πού ἐμεῖς ἀποδίδουμε στόν Διονύσιο καί τό ἐργαστήριό του. Στόν ἴδιο ναό οἱ δεσποτικές εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ Παντοκράτορος καί τῆς Θεοτόκου Ὁδηγητρίας ἀποτελοῦν ἕνα ζωγραφικό σύνολο μέ τήν παραπάνω εἰκόνα τῆς Ἁγ. Τριάδος καί προέρχονται ἀπό τόν ἴδιο χρωστῆρα.
Ἀπό καλλιτεχνική ἄποψη οἱ μορφές καί στίς τρεῖς εἰκόνες τοῦ τέμπλου τοῦ κοιμητηριακοῦ ναοῦ τῆς Ἁγ. Τριάδος εἶναι ρωμαλέες, μέ σωματική εὑρύτητα καί ὄγκο καί ἐντάσσονται στήν τάση ἐπιστροφῆς στή πανσελήνειο ζωγραφική, πού κηρύσσει στίς ἀρχές τοῦ 18ου αἰ. ὁ Διονύσιος ὁ ἐκ Φουρνᾶ. Τό εἰκονογραφικό πρότυπο τῆς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ Παντοκράτορος βρίσκεται στήν παράσταση τοῦ ἔνθρονου Χριστοῦ, πού βρίσκεται σέ τοιχογραφία τοῦ Μανουήλ Πανσέληνου στό Πρωτάτο τῶν Καρυῶν (περ. 1290[22]). Οἱ τρεῖς εἰκόνες εἶναι ἀνεπίγραφες καί ἀχρονολόγητες. Ὡστόσο ἡ ὁλοφάνερη καλλιτεχνική, τεχνοτροπική καί σχεδιαστική ὁμοιότητα τῆς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ Παντοκράτορος μέ ἀνάλογες εἰκόνες τοῦ Διονυσίου, ὅπως ἐκεῖνες τοῦ Χριστοῦ Παντοκράτορος στό τέμπλο τοῦ Κελλιοῦ του στίς Καρυές, στή μονή Ἁγ. Παύλου, στό Πρωτᾶτο καί κυρίως στή Λιτή τοῦ Καθολικοῦ τῆς μονῆς Κουτλουμουσίου, μᾶς ἐπιτρέπει νά θεωρήσουμε τίς τρεῖς αὐτές εἰκόνες τοῦ κοιμητηριακοῦ ναοῦ τῆς Ἁγ. Τριάδος καλλιτεχνικό σύνολο τοῦ Διονυσίου καί τοῦ ἐργαστηρίου του, φιλοτεχνημένο περί τίς ἀρχές τῆς τρίτης δεκαετίας τοῦ 18ου αἰ, τήν ἐποχή δηλ. τῆς δεύτερης περιόδου παρουσίας τοῦ Διονυσίου στόν Ἄθω (1729-1734).
Τό Δωδεκάορτο, πού κοσμεῖ τό τέμπλο τοῦ παρεκκλησίου τοῦ Τιμίου Προδρόμου, τοῦ κελλιοῦ τοῦ Διονυσίου στίς Καρυές, θεωρεῖται ἔργο τοῦ Διονυσίου καί χρονολογεῖται λίγο μετά τό 1711[23], ἔτος πού - σύμφωνα μέ τήν κτιτορική ἐπιγραφή -ὁλοκλήρωσε τήν ἱστόρηση τοῦ ναοῦ. Μία ἀπό τίς εἰκόνες αὐτές εἶναι κι αὐτή τῆς Βαϊοφόρου τοῦ Κυρίου[24] ἡ ὁποία εἶναι καθ' ὅλα ὅμοια μέ μικρή εἰκόνα τῆς ἴδιας ἑορτῆς τῆς εἰκονοθήκης τοῦ Κυριακοῦ τῆς Σκήτης Καυσοκαλυβίων. Ἡ σύγκριση τῶν δύο εἰκόνων εἶναι ἀποκαλυπτική. Οἱ εἰκονογραφικές καί τεχνοτροπικές ὁμοιότητες τῶν δύο ἔργων, πέρα τήν χρήση τοῦ ἴδιου ἀνθιβόλου, τά πανομοιότυπα βασικά πρόσωπα, ὅπως καί τά δευτερεύοντα στοιχεῖα καθώς καί ἡ παλαιογραφία τῶν ἐπιγραφῶν πού ἔχουν τόν ἴδιο τύπο γραμμάτων, μᾶς ὁδηγοῦν στή βεβαιότητα ὅτι πρόκειται γιά ἔργο τοῦ ἴδιου τοῦ Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ. Ἡ εἰκόνα αὐτή, πρέπει νά εἶχε ἱστορηθεῖ ἀπό τόν Διονύσιο ὥστε νά τοποθετηθεῖ πρός προσκυνηματική χρήση στό προηγούμενο ἀπό τό ὑπάρχον Κυριακό τῆς Σκήτης, τό ὁποῖο κατεδαφίστηκε τό 1915 καί στή θέση του ἀνεγέρθηκε ὁ σημερινός Κοιμητηριακός ναό τῆς Ἁγ. Τριάδος. Στό ναό αὐτό βρίσκονταν καί οἱ παραπάνω τρεῖς δεσποτικές εἰκόνες πού περιγράψαμε καί πού σχετίζονται κι αὐτές μέ τό ἐργαστήριο τοῦ Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ.
Καί οἱ τρεῖς παραπάνω εἰκόνες τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, θά πρέπει καί νά χρονολογηθοῦν σέ μία ἀπό τίς περιόδους τῆς παρουσίας του στό Ἅγ. Ὄρος, κυρίως αὐτή μεταξύ τῶν ἐτῶν 1729-1734 καί νά ἀποδοθοῦν στόν ἴδιο τόν Διονύσιο τόν ἐκ Φουρνᾶ. Μέ τό ἐργαστήριο αὐτό ἄλλωστε συνδέσαμε τίς παραπάνω εἰκόνες τοῦ κοιμητηριακοῦ ναοῦ τῆς ἴδιας Σκήτης.
Ἡ Ἁγία Τριάς. Εἰκόνα στό τέμπλο τοῦ κοιμητηριακοῦ ναοῦ τῆς Ἁγ. Τριάδος, Σκήτης Καυσοκαλυβίων, πού ἀποδίδεται στόν ἱερομ. Διονύσιο τόν ἐκ Φουρνᾶ καί τό συνεργεῖο του.
Πρῶτο μισό 18ου αἰ.
* Ἀπόσπασμα τῆς μελέτης τοῦ γράφοντος: «Μεταβυζαντινή τέχνη στή Σκήτη Καυσοκαλυβίων. Ἄγνωστες φορητές εἰκόνες Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ»,πού δημοσιεύθηκε στόν τόμο τῶν Πρακτικῶν τοῦ Β΄ Διεθνοῦς Ἅγιον Ὄρος. Πνευματικότητα καί Ὀρθοδοξία. Τέχνη [Ἑταιρεία Μακεδονικῶν Σπουδῶν. Θεσσαλονίκη 11-13 Νοεμβρίου 2005], Θεσσαλονίκη 2006, σ. 331-378.
[1] Ζαβίρα Γ., Νέα Ἑλλάς, Ἀθῆναι 1872, σ. 324-325. Ὁ ἱερομ. Κύριλλος (+περ. 1753) κατά τό διάστημα 1718-1724 ἦταν μοναχός στή Μονή Προδρόμου Μουνδῶν στή Χίο. Ἀργότερα, τήν περίοδο 1725-1732 μαθήτευσε στόν ἱερομ. Διονύσιο τόν ἐκ Φουρνᾶ, μέ τόν ὁποῖο συνεργάστηκε στή συγγραφή τῆς "Ἑρμηνείας τῆς ζωγραφικῆς τέχνης". Τό 1783 φέρεται νά συμφωνεῖ νά ἱστορήσει τό καθολικό τῆς μονῆς Μουνδῶν (σύμφωνα μέ κώδικα τῆς μονῆς πού βρίσκεται στή Βιβλιοθήκη Κοραῆ τῆς Χίου). Τό 1752 τόν βρίσκουμε μαζί μέ τό μαθητή του ἱερομ. Ἄνθιμο Κορέσιο στή Σμύρνη, ἐνῶ τό ἑπόμενο ἔτος ἐκλέχτηκε ἡγούμενος τῆς μονῆς Μουνδῶν.Τό μόνο του ἔργο μνημειακῆς ζωγραφικῆς (ἀπό τά σωζόμενα, μιά πού οἱ ναοί πού μαζί μέ τόν Διονύσιο ἱστόρησαν στόν Φουρνᾶ δέν σώζονται πιά) πού ἔχει μέχρι σήμερα ἐντοπιστεῖ, εἶναι τά σέ πολύ κακή κατάσταση ὑπολείμματα τῶν τοιχογραφιῶν τοῦ ἔτους 1743, τοῦ ναῒσκου τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιογαλούσαινας, πού εἶναι τό καθολικό τῆς ἐρειπωμένης Μονῆς τοῦ Ἁγίου Γάλακτος. Σύμφωνα μέ ἐπιγραφή πού δέν σώζεται πιά, ὁ ναός ἱστορήθηκε ἀπό τόν Κύριλλο καί τή συνοδεία του, Παρθένιο καί Ἄνθιμο τούς ἱερομονάχους : "Διά χειρός τοῦ ἐν μακαρίᾳ τῇ μνήμῃ γενομένου τρισμακαριωτάτου ἡμῶν πατρός τοῦ Ἁγίου Γέροντος Κυρίλλου ἱερομονάχου Φωτεινοῦ καί τῆς συνοδείας αὐτοῦ, Ἀνθίμου ἱερομονάχου Κορεσίου καί Παρθενίου ἱερομονάχου Μακριδίκου γέγονεν ἡ παροῦσα ζωγραφία τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου διά συνδρομῆς καί ἐξόδου τοῦ εὐλαβεστάτου ἐν ἱερεῦσι Παπα κυρ Λέοντος Γαλάτουλα καί κτήτορος τῆς Μονῆς ταύτης. Κατά αψμγ ἔτος κατά μήνα Νοέμβριον ἤ Ἰνδικτιῶνος αηστ". Βλ.Χαλκιά-Στεφάνου Πόπη, Παναγία ἡ Ἁγιογαλούσαινα, περ. "Ἱστορία", Μάϊος 2005, σ.66. Οἱ δύο τελευταῖοι ἱερομόναχοι διετέλεσαν προεστῶτες γιά πολλά χρόνια τῆς μονῆς Τιμίου Προδρόμου Μουνδῶν Χίου, μετά τήν ἡγουμενία τοῦ Κυρίλλου. Ὁ Παρθένιος μάλιστα πιθανόν νά ταυτίζεται μέ τό ὄνομα πού ἀναφέρεται στό τέλος τῆς κτιτορικῆς ἐπιγραφῆς πού σώζεται στό ναό τοῦ Κελιοῦ τοῦ Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ στίς Καρυές. Ἐπιπλέον τῶν παραπάνω τοιχογραφιῶν, μία φορητή εἰκόνα τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, τοῦ ἔτους 1745, ἔργο τοῦ Κυρίλλου Φωτεινοῦ, βρίσκεται στό Βυζαντινό Μουσεῖο Ἀθηνῶν (Βλ. Χατζηδάκης Μ. -Δρακοπούλου Ε., Ἕλληνες ζωγράφοι μετά τήν Ἅλωση, τ.2, Ἀθήνα 1997, σ.453).
[2] Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ, Ἑρμηνεία τῆς Ζωγραφικῆς Τέχνης καί αἱ κύριαι αὐτῆς ἀνέκδοτοι πηγαί, ἐκδιδομένη μετά προλόγου νῦν τό πρῶτον πλήρης κατά τό πρωτότυπον αὐτῆς κείμενον, ὑπό Α. Παπαδοπούλου-Κεραμέως. Δαπάναις τῆς Αὐτοκρατορικῆς Ρωσικῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας, Ἐν Πετρουπόλει. Τυπογραφεῖον B. KIRSCHBAUM 1909 (Ἐπανέκδοση, Ἐκδόσεις Σπανοῦ).Ἕνα πάντως ἀπό τά 16 περίπου ἀντίγραφα τῆς χειρόγραφης " Ἑρμηνείας", βρισκόταν στά Καυσοκαλύβια, στή βιβλιοθήκη τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγ. Γεωργίου Ἰωασαφαίων (Κώδ. 49 Ἰωασαφαίων. Ἀπό τό 1989 βρίσκεται στή Μεγ. Λαύρα). Βλ. Κουρίλα Ε., Κατάλογος... σ.76-77. Μάλιστα ὁ Κουρίλας ἀναφέρει ὅτι ὁ καυσοκαλυβίτικος αὐτός κώδικας "διασώζει τήν γνησιωτέραν παράδοσιν τοῦ κειμένου, ἥν ὁ Φουρνᾶς ἠθέλησεν ἐπί τό ἑλληνικότερον νά διασκευάσῃ ".
[4] Πρ.βλ. τήν (ὑπό δημοσίευση στόν τόμο τῶν Πρακτικῶν) εἰσήγησή μας " Μεταβυζαντινή τέχνη στή Σκήτη Καυσοκαλυβίων. Ἄγνωστες φορητές εἰκόνες Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ " στό Β Διεθνές Συμπόσιο <<Ἅγιον Ὄρος. Πνευματικότητα, Ὀρθοδοξία καί Τέχνη>>, Θεσσαλονίκη 11-13 Νοεμβρίου 2005, Πρόγραμμα- Περιλήψεις Θεσ/κη 2005.
[14] "Βίος ἐν συνόψει τοῦ τῆς μονῆς κτίτορος κυρίου Διονυσίου, συγγραφείς μέν παρά τοῦ σοφολογιωτάτου ἐν ἱερομονάχοις καί ἐν διδασκάλοις ἀρίστου κυρίου κυρίου Θεοφάνους, ὅστις ἐχρημάτισε διάδοχος μετά τήν αὐτοῦ ἀποβίωσιν καί ἡγούμενος ἐν τῷδε μονυδρίῳ ". Στίχοι 30 -43. Δημοσιεύτηκε ἀπό τόν Κ.Θ. Δημαρᾶ στά " Ἑλληνικά" τ.Ι (1937-1938) 248-254.
[16] Μέ τήν προσωνυμία " Ἀντωνίτες", ὁ βιογράφος τοῦ ἱερομ. Διονυσίου ἐννοεῖ, τό πιθανότερο, τούς πατέρες τοῦ ἀρχαίου Κελλίου τοῦ Ἁγ. Ἀντωνίου, πού βρίσκεται στήν περιοχή Κρύα Νερά, πάνω ἀπό τά Καυσοκαλύβια. Ἡ ὕπαρξη τοῦ κελλιοῦ αὐτοῦ χρονολογεῖται τουλάχιστον ἀπό τόν 14ο αἰ. ὅπου ὑπῆρχε καί καλά ὀργανωμένο βιβλιογραφικό ἐργαστήριο. κυρίως Σέρβων μοναχῶν. Ὡς λιγώτερο πιθανή θεωρῶ τήν ἐκδοχή, ὁ Θεοφάνης μέ τή λέξη " Ἀντωνίτες" νά ἐννοεῖ τούς μοναχούς πού ζούσαν σέ ἄκρα ἄσκηση σύμφωνα μέ τό ὑπόδειγμα τῆς ζωῆς τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου. Ἄλλωστε ἡ λέξη " Ἀντωνίτες " καθώς εἶναι συνδεδεμένη μέ τό " Καυσοκαλυβίτες" φαίνεται νά ἔχει γεωγραφική, περισσότερο, χρειά.
[17] Κι αὐτό διότι τήν ἐποχή αὐτή ἦταν σέ μεγάλη ἔνταση τό ζήτημα τῶν ἀγενείων μέ τίς ἀθωνικές μονές καί ἰδίως τή Μεγ. Λαύρα μέ τά πολλά της ἐξαρτήματα νά ἔχουν ἐκδώσει ἀρκετές ἐγκυκλίους πού προέβλεπαν αὐστηρές ποινές γιά ὅσους εἶχαν στή συνοδεία τους ἀγενείους νέους. Πάντως ὁ συντοπίτης τοῦ νεαροῦ τότε Διονυσίου, Ἅγ. Ἀκάκιος, εἶχε τήν πρέπουσα διάκριση γιά τό παραπάνω ζήτημα. Συγκεκριμένα στό Βίο του ἀναφέρεται ὅτι " Κάποτε οἱ μαθητές του τόν ρώτησαν γι' αὐτούς πού σκανδαλίζονται ἀπό τή θέα τῶν ὄμορφων προσώπων. Κι αὐτός, μέ κατάνυξη καί μέ τή συνηθισμένη του ἁπλότητα, ἀπάντησε: - Τί νά πῶ, δέν ξέρω. Γιατί ἐγώ ποτέ μου δέν σκανδαλίστηκα μέ τέτοια πράγματα. Ἀπεναντίας, βλέποντας αὐτά τά ὡραῖα πρόσωπα, κινοῦμαι σέ δοξολογία τοῦ Θεοῦ καί χαίρομαι γιά τά δημιουργήματά Του. Ὅταν οἱ ἀδελφοί τῆς Σκήτης, θέλοντας νά θεσπίσουν κανόνες σ' αὐτήν τόσο γιά τά παραπάνω ὅσο καί γιά ὁρισμένα ἄλλα θέματα, πού τούς φαινόταν εὔλογο ὅτι ἔπρεπε νά ρυθμιστοῦν, τόν συμβουλεύτηκαν, ἐκεῖνος τούς ἐμπόδισε λέγοντας: - Νά φυλάγεσθε, νά μήν κάνετε ποτέ στή Σκήτη καμμιά ἐντολή. Μά οὔτε κι ἀπό ἄλλον νά δεχθεῖτε ἐντολή, μήτε γιά τούς ἀγένειους μήτε γιά ὁτιδήποτε ἄλλο. Ἀρκετή εἶναι γιά μᾶς ἡ τιμωρία, πού ἔχουμε νά λάβουμε γιά τήν παράβαση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἁγίων Πατέρων. Διότι, ὅπου ἐντολή, ἐκεῖ καί παράβαση! " (Βλ. Παταπίου μον. Καυσοκαλυβίτου, Ἅγ. Ἀκάκιος Καυσοκαλυβίτης. Ἀπό τό περιβόλι τῆς Παναγίας στόν κῆπο τοῦ Θεοῦ, Ἅγ.Ὄρος 2001, σ.165-167). Αὐτή δέ ἡ διακριτική στάση τοῦ Ἁγ. Ἀκακίου περί τῶν ἀγενείων ἐνδεχομένως νά ἐξηγεῖ καί τήν συνεχή ἐντρύφηση τοῦ ἀγένειου Διονυσίου στή σκήτη τοῦ συμπατριώτη του Ἀγραφιώτη Ὁσίου.