Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πατάπιος μοναχός Καυσοκαλυβίτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πατάπιος μοναχός Καυσοκαλυβίτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 21 Απριλίου 2016

ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΤΑΠΙΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟ ΚΡΗΤΗΣ ΕΙΡΗΝΑΙΟ ΚΑΙ ΑΚΡΟΑΤΕΣ ΣΕ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΗ ΕΚΠΟΜΠΗ

Συμμετοχή τοῦ Γέροντος Παταπίου Καυσοκαλυβίτου στήν ἐκπομπή διαλόγου τοῦ Ραδιοφωνικοῦ Σταθμοῦ τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Κρήτης "Πατερικός Λόγος", τήν Τρίτη, 22 Μαρτίου 2016, κατά τήν ὁποία ἔλαβαν μέρος ὁ Σεβασμιώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης κ. κ. Εἰρηναῖος καί νέοι τοῦ Ἠρακλείου, συνομιλῶντας γιά θέματα ὀρθόδοξης πνευματικότητας, καί κατά τήν ὁποία ὁ π. Πατάπιος ἀπάντησε σέ ἐρωτήσεις τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καί ἀκροατῶν ἀπ᾿ ὅλη τήν Ἑλλάδα.


Δευτέρα 18 Απριλίου 2016

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΣΤΑΘΜΟΙ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ

Συνέντευξη τοῦ γέροντος Παταπίου Καυσοκαλυβίτου τῆς Ἱερᾶς Kαλύβης Ἁγίου Ἀκακίου τῆς Σκήτης Καυσοκαλυβίων τοῦ Ἁγίου Ὄρους, στήν πρωινή ἐκπομπή “Μιά Καλημέρα” τοῦ Ραδιοφωνικοῦ Σταθμοῦ Λυδία Φιλιππησία 94.2 fm τῆς Θεσσαλονίκης. 

Θέμα εκπομπής:
ναδρομή στούς πνευματικούς σταθμούς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστής


Κυριακή 17 Απριλίου 2016

Η ΟΣΙΑ ΜΑΡΙΑ Η ΑΙΓΥΠΤΙΑ, ΠΡΟΤΥΠΟ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ

                                   Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

(…)  Πέμπτη Κυριακ τν Νηστειν σήμερα, κακαθς ὁδεύουμε πρός τό τέλος τς Μεγάλης Τεσσαρακοστς, κκλησία μας προβάλλει ἀκόμη ἕνα πρότυπο ἁγιαστικῆς ζωῆς, ἕνα πρότυπο μετανοίας, γι νὰ μᾶς βοηθήσει νά ἐντείνουμε τν πνευματικ γνα τς περιόδου αὐτῆς, τοῦ «καιροῦ τοῦ εὐπρόσδεκτου τῆς μετανοίας», ὅπως εὔστοχα ἡ ἐκκλησιαστική ποίηση χαρακτηρίζει τήν περίοδο τῆς 
Σαρακοστῆς.
  Ἡ ὁσία Μαρία, μιά γυναίκα ἀπόλυτα δουλωμένη στά ἐγωκεντρικά πάθη τῆς ματαιοδοξίας καί τῶν σωματικῶν ἀπολαύσεων, παρ᾿ ὅλο πού, ὅπως γνωρίζουμε, προσπάθησε νά δεῖ καί νά προσκυνήσει τόν τίμιο Σταυρό στά Ἱεροσόλυμα, δέν τά κατάφερε, καθώς τά πάθη της τήν ἐμπόδιζαν. Καί τότε ἦταν πού ἡ ἀκτινοβολία τῆς σταυρωμένης ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ ἄνοιξε καί φώτισε τά τυφλωμένα ἀπό τόν ἐγωκεντρισμό μάτια τῆς ψυχῆς της καί μπόρεσε νά σταυρώσει τά πάθη της.
 Βλέπουμε λοιπόν ὅτι ἡ κατάντια στήν ὁποία εἶχε φθάσει ἡ ὁσία Μαρία, δέν τήν ἀπέκλεισε τελικά ἀπό τή συνάντησή της μέ τόν ἀναστημένο Χριστό.
 Ὅπου κι ἄν βρίσκεται κανείς, ὅταν κεντριστεῖ ἀπό τόν θεῖο πόθο καί ἀπό πίστη ζέουσα καί φλογερή ὅπως ἐκείνη τῆς ὁσίας Μαρίας, μπορεῖ ἀσφαλῶς νά πορευθεῖ πρός αὐτή τή συνάντηση.
(…) Ἡ περίπτωση τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας μᾶς ὁδηγεῖ στό συμπέρασμα ὅτι κανείς δέν πρέπει νά ἀποθαρρύνεται ἀπό τήν πνευματική του κατάσταση, ὅσο ἄσχημη κι ἄν εἶναι. Γιά ὅλους ὑπάρχει ἐλπίδα. «Μηδείς ὀδυρέσθω πταίσματα, συγγνώμη ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε», θά ἀναφωνήσει σέ λίγες μέρες ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στόν Κατηχητικό του Λόγο τό Πάσχα.


Ἀποσπάσματα ὁμιλίας τοῦ συγγραφέα, κατά τή Θεία Λειτουργία τῆς Ε’ Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν, στόν ἱερό βυζαντινό ναό τῆς Παναγίας Χαλκέων.

Θεσσαλονίκη 17 Ἀπριλίου 2016

Στίς ἔνθετες φωτογραφίες ἀπεικονίζονται ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αὐγυπτία σέ σύγχρονη τοιχογραφία τοῦ προσκυνηματικοῦ ναοῦ Παναγἰας Νέας Μηχανιώνας Θεσσαλονίκης καί μερική ἄποψη τοῦ βυζαντινοῦ ναοῦ τῆς Παναγίας Χαλκέων Θεσσαλονίκης

Πέμπτη 14 Απριλίου 2016

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΜΕΓΑΣ ΚΑΝΩΝ

                                Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

                 Ὁ ἅγιος  Ἀνδρέας Κρήτης καί ὁ Μέγας Κανών


  Τό ἔργο καί ἡ ζωή τῶν δικαίων καί τῶν ὁσίων ἀνδρῶν δέν πρέπει νά σκεπάζονται καί νά κρύβονται στό βυθό τῆς λήθης ἤ στόν μόδιον τῆς σιωπῆς, ἀλλά νά φανερώνονται πρός δόξαν τοῦ Θεοῦ καί κέρδος πολύ τῶν ἀνθρώπων.

    Αὐτά ἀναφέρονται στήν παλαιότερη ἀπό τίς πηγές πού ἀναφέρονται στόν Βίο καί τήν πολιτεία τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα Κρήτης, στόν Βίο δηλαδή πού συνέταξε ὁ πατρίκιος Νικήτας τό δεύτερο μισό τοῦ ὀγδόου αἰῶνος.
 Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας, πατρίδα εἶχε τήν «περιφανή τῶν πόλεων Δαμασκό», ὅπου γεννήθηκε γύρω στά 660 μ.Χ. ἀπό γονέων θεοσεβῶν, πού τοῦ παρεῖχαν τίς προϋποθέσεις γιά ὑψηλή ἐγκύκλιο παιδεία. Μέ τόν τρόπο αὐτό, καλλιεργώντας μέ τήν κατά Χριστόν καί τήν θύραθεν παιδεία, «καθαρίζει ἡ γλώσσα καί ἡ ψυχή του. Φωτίζεται ὁ νοῦς του ὥστε νά ἀναζητεῖ πλέον ὑψηλότερες πνευματικές καταστάσεις», σύμφωνα μέ τόν Βίο του. Κατά τό δέκατο πέμπτο ἔτος τῆς ἡλικίας του μεταβαίνει στά Ἱεροσόλυμα, ὅπου οἱ γονεῖς του, ἔπειτα ἀπό δική του ἐπιθυμία, τόν προσέφεραν στήν ἄλλοτε μονή τοῦ Παναγίου Τάφου. Στά Ἱεροσόλυμα ὁ ἅγιος Ἀνδρέας συνδέθηκε μέ τόν τότε πατριάρχη Θεόδωρο, ὁ ὁποῖος τό ἔκειρε μοναχό καί τόν ἐνέταξε στίς τάξεις τοῦ ἱεροῦ κλήρου. Ἀργότερα, καί γιά τήν ἐν γένει πνευματική του κατάρτιση, ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἀπέκτησε τό ἀξίωμα τοῦ οἰκονόμου καί ἀνεδείχθη στήν Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων, «παράδειγμα λαμπρόν κάθε ἰδέας καλοῦ», «πατήρ καί διδάσκαλος», «ἱερέων ὑπογραμμός, μοναστῶν ἀλείπτης καί πτωχῶν σιτοδότης, χηρῶν προστάτης καί ὀρφανῶν ἀντιλήπτωρ, καταπονουμένων ἐκδικητής καί λυπουμένων παραμυθία», σύμφωνα μέ τό Βίο του. Γι᾿ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο καί ἔμεινε στή ἱστορία ὡς ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης «ὁ καί Ἱεροσολυμίτης ὀνομαζόμενος».
     Ἔπειτα ἀπό μία δεκαετία πνευματικῆς καταρτίσεως καί δημιουργικῆς παρουσίας στούς ἀραβοκρατούμενους Ἁγίους Τόπους, ἀρχίζει μία νέα περίοδος στό βίο καί τήν πολιτεία τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα. Τό φθινόπωρο τοῦ ἔτους 685 ἀπεστάλη στήν Κωνσταντινούπολη ὡς ἐπικεφαλῆς τριμελοῦς ἀντιπροσωπείας, προκειμένου νά ἐκφράσει ἐγγράφως τή συμφωνία τοῦ πατριαρχείου Ἱεροσολύμων πρός τίς ἀποφάσεις τῆς Ἔκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού ὑπερασπίσθηκε τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας περί δύο φύσεων, δύο θελήσεων καί δύο ἐνεργειῶν τοῦ Χριστοῦ. Ὅμως ὁ ἅγιος Ἀνδρέας, μετά τήν ὁλοκλήρωση τοῦ ἔργου τῆς ἀποστολῆς, δέν ἐπέστρεψε στά Ἱεροσόλυμα ἀλλά παρέμεινε στήν Βασιλεύουσα τῶν Πόλεων, ζώντας ἐν ἡσυχίᾳ σέ μία ἀπό τίς ἐκεῖ Μονές καί διακονώντας στό ναό τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας. Ἀπό τή θέση τοῦ ὀρφανοτρόφου, πού τοῦ δόθηκε στή συνέχεια, ἄσκησε τεράστιο φιλανθρωπικό καί κοινωνικό ἔργο.

      Περί τό ἔτος 711 ἐκλέγεται ἀρχιεπίσκοπος «τῆς φιλοχρίστου νήσου τῶν Κρητῶν». Στή μεγαλόνησο Κρήτη ὅταν ἔρχεται, γίνεται δεκτός ἀπό τόν κλῆρο καί τόν φιλόχριστο λαό «μετά χαρᾶς μεγάλης» καί ἀναπτύσσει τεράστιο καί πολύπλευρο ἔργο, «νουθετῶν, παραινῶν, συμβουλεύων, ἐπιτιμῶν, παιδεύων... τοῖς πᾶσι πάντα γενόμενος», κατά τόν βιογράφο τοῦ Ἰωσήφ Καλόθετο. Μέ τή συναίσθηση ὅτι, ὅπως ἀνέφερε στόν ἐνθρονιστήριο Λόγο του, ἀναλαμβάνει τό δύσκολο ἔργο τῆς διαποιμάνσεως τῆς λογικῆς τοῦ Θεοῦ ποίμνης, πρῶτα πρῶτα ἐνδιαφέρθηκε γιά τή λειτουργική τάξη καί τήν πνευματική κατάρτιση τοῦ ποιμνίου του.

      Πρός τήν κατεύθυνση αὐτή ἐντάσσονται ἡ μέριμνα γιά τήν ἐνίσχυση τοῦ μοναχισμοῦ στήν Κρήτη, ἡ παιδαγωγία τῆς νεότητος, ὁ σωφρονισμός τῶν γερόντων, ἡ ἀνόρθωση τῶν πιπτόντων, τό ὑμνογραφικό του ἔργο –στό ὁποῖο δεσπόζουσα θέση καταλαμβάνει ὁ περίφημος καί κατανυκτικώτατος Μέγας Κανών- οἱ ἐγκωμιαστικοί καί πανηγυρικοί λόγοι πού συνέταξε γιά τίς δεσποτικές ἑορτές, τήν ὑπεραγία Θεοτόκο, τό ζωοποιοό Σταυρό, τόν τίμιο Πρόδρομο καί τούς τοπικούς ἁγίους, τόν ἀπόστολο Τίτο καί τούς Δέκα ἐν Κρήτῃ Μάρτυρες. Τό μεγαλύτερο ρητορικό καί ὑμνογραφικό ἔργο τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα γράφηκε στήν Κρήτη.
     Δέν στάθηκε ὅμως κοντά στό ποίμνιό του μόνο μέ λόγια, ἀλλά καί μέ ἔργα. Κατά τούς βιογράφους του, ἀνακαίνισε ναούς, οἰκοδόμησε νέους- ὅπως ὁ ναός τῶν Βλαχερνῶν, εἰς ἀνάμνησιν τῆς διακονίας του στήν Κωνσταντινούπολη- ἵδρυσε ἐκ βάθρων μεγάλο ξενώνα μέ πτωχοκομεῖο, ἰατρεῖο, γηροκομεῖο καί ξενοδοχεῖο. Συμπαραστάθηκε ἐπίσης ἀμέριστα στίς ποικίλες δυσκολίες πού ἀντιμετώπιζε ὁ κρητικός λαός, ἐξ αἰτίας λοιμικῶν νόσων, ἀνομβρίας, καί τῆς ἐπιδρομῆς τῶν Ἀγαρηνῶν πειρατῶν στά παράλια τῆς Γόρτυνας, τῆς τότε πρωτεύουσας τῆς Κρήτης, περί τό ἔτος 726. Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας κλεισμένος μέ τό ποίμνιό του στό κάστρο «τοῦ Δριμέως», κατηύθηνε ἀπό ἐκεῖ τήν ἄμυνα τῶν Κρητῶν ἐνισχύοντας μέ τίς προσευχές του τούς χριστιανούς, δείχνοντας ἔμπρακτη πατρική στοργή καί συμπάθεια. Δυστυχῶς, ἕναν αἰῶνα ἀργότερα, τό 824, οἱ Ἄραβες κατακτοῦν τήν Κρήτη μέχρι τό ἔτος 961, ὁπότε καί τήν ἀπελευθέρωσε ὁ αὐτοκράτορας Νικηφόρος Φωκᾶς μέ τή βοήθεια τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου.
     Περί τό ἔτος 740, σέ προχωρημένη ἡλικία, ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἔκανε τό τελευταῖο του ταξίδι στήν Κωνσταντινούπολη, πιθανότατα γιά νά ζητήσει βοήθεια γιά τήν Κρήτη πού δοκιμαζόταν ἀπό διάφορες συμφορές καί ἀπειλεῖτο ἀπό τούς Σαρακηνούς ἀλλά καί γιά τήν ἐπίλυση διαφόρων ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων στά πλαίσια τῆς εἰκονομαχίας, τήν ὁποία ὁ ἅγιος Ἀνδρέας στηλιτεύει. Στά κείμενά του, ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἀποδέχεται καί διακηρύσσει τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας ὅτι «ἡ τιμή τῆς εἰκόνος ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει». Τά τροπάρια ἄλλωστε πού συντέθηκαν πρός τιμήν του τόν ἐξυμνοῦν ὄχι μόνο ὡς ρήτορα καί ὑμνογράφο, ἀλλά καί ὡς ὑπέρμαχο τῆς τιμῆς τῶν σεπτῶν εἰκόνων. Αὐτός του ὁ ἀγῶνας ὑπῆρξε καί τό ἀποκορύφωμα τῆς ἐπιγείου ζωῆς τοῦ Ἁγίου, τό τέλος τῆς ὁποίας προέβλεψε. Ἐκοιμήθη καί ἐτάφη στήν Ἐρεσό τῆς Λέσβου, ὅπου καί φιλοξενεῖται τό σεπτό λείψανό του.

   Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας διέπρεψε σέ κάθε ἀποστολή πού τοῦ ἀνέθεσε ἡ Ἐκκλησία καί ἀξιώθηκε μεγάλης τιμῆς. Ἔμεινε στή ἱστορία ὡς ἄριστος ἐκκλησιαστικός ρήτορας καί μέγας ὑμνογράφος, ὡς τηρητής τῆς λειτουργικῆς τάξεως καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων ὑπέρμαχος, ὡς διάκονος τῆς φιλοπτωχείας, καί «ἀνατολή παραμυθίας» τῶν λυπουμένων καί ἀθυμούντων, ὡς «ἐραστής τῆς ὄντως σοφίας» καί τοῦ ἡσυχαστικοῦ βίου ζηλωτής, σύμφωνα μέ τούς ἐγκωμιαστές του. Μέ μία φράση, ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης ἦταν ὁ ἅγιος τῆς ἀκριβοῦς θεολογίας καί τῆς ἔμπρακτης ἀγάπης, ὁ ποιμήν ὁ καλός πού ἔγινε «τοῖς πᾶσι τά πάντα», ὁ θεῖος ἀνήρ πού ὅλοι τοῦ ἐμπιστεύθηκαν τά πάντα.
    Ἄς ἐμπιστευθοῦμε κι ἐμεῖς τίς κατά Θεόν ἐπιθυμίες μας καί τά προβλήματά μας, καί μέσῳ αὐτοῦ, στόν ἴδιο τόν Θεό, τόν ἑαυτό μας καί ἄς τόν παρακαλέσουμε νά πρεσβεύει γιά ἐμᾶς, ὥστε μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ νά κατορθώσουμε νά διαπλεύσουμε τό μέγα τῆς ζωῆς πέλαγος, μέσα ἀπό τίς συμπληγάδες τῆς οἰκονομικῆς καί κοινωνικῆς κρίσεως πού βιώνει τόν τελευταῖο καιρό ἡ πατρίδα μας.

  

Τετάρτη 13 Απριλίου 2016

ΟΜΙΛΙΑ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΤΑΠΙΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Ὁμιλία τοῦ γέροντος Παταπίου Καυσοκαλυβίτου τῆς Ἱερᾶς Καλύβης  τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου τῶν Καυσοκαλυβίων τοῦ Ἁγίου Ὄρους στόν Ἱερό Ναό Ἁγίου Ματθαίου Ἠρακλείου Κρήτης (μετόχιον τῆς Ἱ. Μ. Σινᾶ) κατά τήν Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας. 20 Μαρτίου 2016.


Κυριακή 10 Απριλίου 2016

ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ ΣΧΟΛΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΑΘΩΝΙΑΔΟΣ

                                      Πατάπιος μοναχός Καυσοκαλυβίτης

Ὁ Εὐγένιος Βούλγαρης, Σχολάρχης τῆς Ἀθωνιάδος (1753-1759) καί οἱ πνευματικές ζυμώσεις στό Ἅγιον Ὄρος κατά τόν 18ο αἰώνα


Βασικό χαρακτηριστικό τῶν πνευματικῶν ζυμώσεων κατά τόν 18ο αἰώνα ἦταν ἡ ἔντονη ἀγωνία τῶν Ἑλλήνων λογίων γιά τήν ἀφύπνιση τῆς ἐθνικῆς ἑλληνικῆς συνείδησης καί τήν ἀναγέννηση τοῦ ἔθνους, πού μέ τή σειρά τους θά προετοίμαζαν τήν ἀποτίναξη τοῦ τουρκικοῦ ζυγοῦ. Παράλληλα μέ τήν παραπάνω κίνηση, στούς κύκλους τῶν λογίων θεολόγων καί συγγραφέων ἐκδηλωνόταν μία προσπάθεια ἐπαναπροσέγγισης τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί θεολογικῆς παράδοσης, ὥστε ἀνανεωμένη καί ἐμπλουτισμένη νά συμβάλει στήν ἀναμόρφωση τῆς παιδείας καί τήν ἀναγέννηση τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἡ ἀγωνία τους γιά τήν διαφαινόμενη ἀλλοτρίωση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος μέσα ἀπό ἐκδηλώσεις τυπολατρίας καί γιά τήν ἀποξένωση ἀπό τίς αὐθεντικές πατερικές πηγές, τούς κατεύθυνε σέ ἀναζήτηση προσαρμογῶν καί συμπόρευσης μέ τίς προκλήσεις τῶν καιρῶν (κυρίως μέ τίς ἰδέες τοῦ Διαφωτισμοῦ) ὅσο καί στήν αὐστηρή προσήλωση στήν ὀρθόδοξη παράδοση, ἡ ὁποία διαλεγόταν μέ τόν δυτικό πολιτισμό.    
  Πρός τήν κατεύθυνση αὐτή ἐργάστηκε καί ὁ τιμώμενος σήμερα Εὐγένιος Βούλγαρης, ὁ ὁποῖος ἀναγνωρίζεται τόσο ἀπό τούς συγχρόνους του ὅσο καί ἀπό τή νεότερη ἔρευνα ὡς ἡ κορυφαία πνευματική μορφή τοῦ Ἑλληνισμοῦ κατά τόν 18ο αἰώνα. Μέ καταγωγή ἀπό τήν Κέρκυρα καί ἔχοντας ἀποκτήσει εὐρεία παιδεία, δίδαξε καί διηύθυνε κάποια ἀπό τά σημαντικότερα ἐκπαιδευτικά κέντρα τοῦ ὑπόδουλου Ἑλληνισμοῦ καί ἔχει χαρακτηριστεῖ ὡς ὁ «πανεπιστήμονας» τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ. Τό πλουσιότατο καί πολυσχιδές συγγραφικό ἔργο του συνιστᾶ καί στήν ἐποχή μας ἕνα μοναδικό τεκμήριο πολυσχιδοῦς ἐπιστημονικῆς φιλοσοφικῆς καί θεολογικῆς παιδείας καί γνώσης, γνώρισε πολλές ἐκδόσεις, καλύπτει ὅλα σχεδόν τά γνωστικά πεδία τῶν ἐπιστημῶν τῆς ἐποχῆς του καί ἐξακολουθεῖ νά διατηρεῖ μία ἀξιοπρόσεκτη ἐπικαιρότητα, κάτι πού ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό τήν ἐπιτυχία τοῦ παρόντος Συνεδρίου.

  Ὁ Βούλγαρης κατάφερε μέ νηφαλιότητα νά συμπυκνώσει καί νά συνθέσει τίς διάφορες τάσεις τῆς ἐποχῆς του. Μελετώντας τά νεωτερικά ἰδεολογικά καί φιλοσοφικά ρεύματα τῆς Εὐρώπης καθώς καί τά νέα ἐπιστημονικά δεδομένα, ἐπιχείρησε τή σύζευξή τους μέ τίς παραδοσιακές ἀξίες τῆς ἑλληνορθόδοξης κοινωνίας, δεχόμενος κριτικά τόν εὐρωπαϊκό διαφωτισμό, ἀπορρίπτοντας ὅμως τίς ἀθεϊστικές του ἰδέες.
(...)  Στό Ἅγιον Ὄρος, ἤδη ἀπό τίς ἀρχές τοῦ αἰώνα εἶχε ἐκδηλωθεῖ ζωηρή πνευματική κίνηση... 
(...)  Ἡ ἐπίδοση ὅμως στόν πνευματικό λόγο αὐξάνεται, ἐντείνεται καί ἐξακτινώνεται ἀπό τά μέσα τοῦ ἴδιου αἰώνα. Εἶναι ἡ ἐποχή, ὅπου οἱ πνευματικές ζυμώσεις στή μοναχοπολιτεία τοῦ Ἄθω ἐκδηλώνονται καί ὁριοθετοῦνται ἀπό δύο μείζονος σημασίας πνευματικά γεγονότα: τήν ἐμφάνιση τοῦ κινήματος τῶν Κολλυβάδων καί τήν ἵδρυση τῆς Ἀθωνιάδος σχολῆς.
Ἡ Ἀθωνιάς ὑπῆρξε ἀποτέλεσμα τοῦ φιλόμουσου, τῆς γενναιότητας καί τῆς τόλμης τῶν Ἁγιορειτῶν νά προσφέρουν μηνύματα ἐλπίδας καί φωτός στό σκοτάδι τῆς ἐποχῆς, γιά νά κρατηθεῖ στή ζωή ἡ Ρωμηοσύνη, ἡ Ὀρθοδοξία καί τό Γένος μας. Γιά νά πληροφορηθεῖ τίς ἀλήθειες γιά τήν καταγωγή καί τήν ἔνδοξη ἱστορία του, νά φωτιστεῖ ἀπό τή σοφία τῶν προγόνων του, νά πάρει δύναμη γιά νά συνεχίσει νά ἐλπίζει καί νά ἐπιζήσει καί νά ἀποτινάξει ἀπό τόν τράχηλό του τό ζυγό τῆς δουλείας. Κι ἐδῶ ἀξίζει νά θυμηθοῦμε τόν Ρήγα Φεραῖο, μαθητή στήν Ἀθωνιάδα στά χρόνια τῆς ἐφηβείας του, περί τό 1771, τόν ἐθναπόστολο καί ἐθνεγέρτη ἅγιο Κοσμᾶ τόν Αἰτωλό καί τόν νεομάρτυρα Ἀθανάσιο Κουλακιώτη, ἀποφοίτους τῆς Ἀθωνιάδος.
  Ἡ Σχολή τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπως λεγόταν ἐπισήμως ἡ Σχολή, ἱδρύθηκε ἀρχικά τό 1748, καί ἐπίσημα τόν Μάϊο τοῦ 1750 μέ σιγγίλιο πού ἐξέδωσε ὁ οἰκουμενικός πατριάρχης Κύριλλος ὁ Ε’, στή μονή Βατοπαιδίου μέ τήν πρωτοβουλία τῶν προεστώτων της.  Τό 1753 ὁ πατριάρχης Κύριλλος Ε’, ἔχοντας τήν προσδοκία νά ἀποκτήσει ἡ Σχολή μεγαλύτερο κῦρος, καί νά καταστεῖ σημαντικό ἐκπαιδευτικό κέντρο, προσκάλεσε ἀπό τά Ἰωάννινα τόν Εὐγένιο Βούλγαρη, τόν «σοφώτερον τῶν Ἑλλήνων κατά τούς μετά τήν ἅλωσιν αἰῶνας», νά ἀναλάβει τή διεύθυνσή της καί νά τήν ἀναδείξει «φροντιστήριον ἑλληνικῶν μαθημάτων, παιδείας τε καί διδασκαλίας παντοειδοῦς ἔν τε λογικαῖς, φιλοσοφικαῖς τε καί θεολογικαῖς ἐπιστήμαις», ὅπως χαρακτηριστικά τό προσδιορίζει στό Πατριαρχικό του Σιγγίλιο (1753). 
     Ὁ Εὐγένιος Βούλγαρης θεωρεῖται τό πρόσωπο ἐκεῖνο, πού κυριάρχησε καί ἐπέδρασε καταλυτικά μέ τό πρωτοποριακό ἔργο του στόν χῶρο τῆς ἁγιορειτικῆς λογιοσύνης τῆς ὕστερης Τουρκοκρατίας. Ἀναμφίβολα, σέ ὅλη τήν διάρκεια τῆς ἐκπαιδευτικῆς του δράσης, ἡ σχολαρχία τοῦ Εὐγένιου στήν Ἀθωνιάδα θεωρεῖται ἡ λαμπρότερη, ἡ πιό μακρόχρονη ἀλλά καί ἡ πλέον ταραχώδης περίοδος...
 
Άπόσπασμα  ἀπό τήν εἰσήγηση τοῦ συγγραφέα στό Β΄ Πανηπειρωτικό Συνέδριο 
" Ἡ πνευματική κίνηση στά Ἰωάννινα τόν 18 ο αἰ. καί ἡ παρουσία τοῦ Εὐγενίου Βούλγαρη"
 Ἰωάννινα 9 Ἀπριλίου 2016                              
                                                                                              Ἑταιρεία Ἠπειρωτικῶν Μελετῶν

Δευτέρα 4 Απριλίου 2016

ΣΥΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΙ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΚΑΙ ΣΥΝΑΝΑΣΤΗΜΕΝΟΙ


                                         Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου
Τρίτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν σήμερα καὶ καθὼς βρισκόμαστε στὴ μέση τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἡ Ἐκκλησία μας προβάλλει τὸν Τίμιο Σταυρό, γιὰ νὰ ἐνισχυθοῦμε στὸν πνευματικὸ ἀγῶνα τῆς περιόδου αὐτῆς, πού εἶναι καιρός εὐπρόσδεκτος τῆς μετανοίας γιά ὅλους μας. Σήμερα, κατακλύζουμε τούς ἱερούς ναούς προκειμένου νά προσκυνήσουμε τόν Τίμιο Σταυρό καί νά ἀντλήσουμε δύναμη καί χάρη οὐράνια ἀπό αὐτόν.
Βλέ­πο­ντας καί προ­σκυ­νῶ­ντας εὐ­λα­βι­κά τόν Σταυ­ρό τοῦ Χρι­στοῦ, ἀρ­χί­ζουμε νά δι­α­κρί­νου­με τό φῶς τῆς Ἀ­να­στά­σε­ώς Του. Ὅ­ποι­ος θέ­λει νά ἀ­κο­λου­θή­σει τό δρό­μο πού ὁ­δη­γεῖ στόν ἀ­να­στη­μέ­νο Χρι­στό, πρέ­πει νά ἀρ­νη­θεῖ τόν ἑ­αυ­τό του καί νά ση­κώ­σει τό σταυ­ρό του, σταυ­ρώ­νο­ντας τόν ἐ­γω­κε­ντρι­σμό του καί τή φι­λαυ­τί­α του. Αὐτό τό μήνυμα λάβαμε μέ τήν χάρη τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ σήμερα, Κυ­ρι­α­κή τῆς Σταυ­ρο­προ­σκυ­νή­σε­ως. 


   Σύμφωνα μέ τή διδασακαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, δέν νοεῖται ἀληθινός χριστιανός χωρίς Σταυρό, δηλαδή χωρίς συμμετοχή στόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ. «Ὅστις οὐ βαστάζει τόν Σταυρόν ἑαυτοῦ καί ἔρχεται ὀπίσω μου, οὐ δύναται εἶναί μου μαθητής», διδάσκει τό ἀψευδές στόμα τοῦ Κυρίου. Οἱ χριστιανοί δέν ἔχουμε ἄλλο τρόπο νά ζήσουμε παρά μόνον τόν τρόπο τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, συμμεριζόμενοι δηλαδή σέ κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μας τήν ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ, τήν θυσία Αὐτοῦ, τήν νίκη κατά τῶν παθῶν καί τοῦ ἐγωϊσμοῦ μας.  
   Πῶς μπορεῖ ὅμως ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς νά βιώσει στήν προσωπική του ζωή τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ;  Τί σημαίνει γιά μᾶς ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, «εἰ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ, καί ἀκολουθείτω μοι»;
Τί σημαίνει λοιπόν «ἀκολουθῶ τόν Ἐσταυρωμένο Χριστό, βαστάζοντας τόν δικό μου Σταυρό»;
   
  Πρῶτον σημαίνει ὅτι σταυρώνω τόν παλαιό ἄνθρωπο, τά πάθη μου, δηλαδή, καί ὅτι μέ χωρίζει ἀπό τήν κοινωνία μέ τόν Θεό. Ἀπαρνοῦμαι τόν παλαιό ἄνθρωπο καί ἀγωνίζομαι νά ξεριζώσω ἀπό μέσα μου τά ἁμαρτωλά καί ἐγωϊστικά πάθη, τόν ἐγωκεντρισμό, τή φιλαυτία.
  Μορφές τῆς φιλαυτίας εἶναι: ἡ ὀλιγοπιστία, ἡ ἀπιστία, ἡ ἀδιαφορία γιά τόν συνάνθρωπο καί τό ἀκόμη χειρότερο, ἡ ἐκμετάλλευσή του. Εἶναι ἀκόμη ἡ φιληδονία καί ἡ σαρκολατρεία· ἡ ἀπληστία καί ἡ φιλαργυρία· ἡ μνησικακία καί ἡ συκοφαντία καί κάθε ἐνέργεια, μέ τήν ὁποία πληγώνουμε καί στενοχωροῦμε τούς συνανθρώπους μας. Εἶναι ἡ φιλοδοξία καί ματαιοδοξία.
 Δεύτερον. Σημαίνει ὅτι ὑπομένω τίς ἀκούσιες δοκιμασίες τῆς ζωῆς καρτερικά καί εὐχαριστιακά.
   Οἱ ὀδυνηρές καί ἀνίατες ἀσθένειες, ὁ θάνατος προσφιλῶν μας προσώπων, ἡ ἀδικία, ἡ ἀχαριστία καί ἡ περιφρόνηση, ἡ ἀπότομη πτωχοποίηση τῆς ζωῆς μας λόγω τῆς οίκονομικῆς κρίσης καί ἄλλες δοκιμασίες ἀποτελοῦν εὐκαιρίες πού, ἄν τίς χρησιμοποιήσουμε σωστά, μᾶς συσταυρώνουν καί συνεγείρουν μέ τόν Χριστό. Ἄν ἀγανακτήσουμε καί περάσουμε τά ὅρια ζημιωνόμαστε πνευματικά. Ἄν τίς δεχθοῦμε παθητικά, γιατί δέν μποροῦμε νά κάνουμε διαφορετικά, πάλι δέν ὠφελούμαστε. Ἄν ὅμως τίς δεχθοῦμε ὡς ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ καί ὡς εὐκαιρίες γιά τήν πνευματική μας τελείωση μᾶς ἀνεβάζει στό ὕψος τῶν ἁγίων μαρτύρων.
   Ἕνας μακαριστός ἁγιορείτης γέροντας εἶπε χαρακτηριστικά τό ἑξῆς: «Ἕνα δόξα σοι ὁ Θεός, τήν ὥρα πού πονᾶμε ἔχει μεγαλύτερη ἀξία ἀπό χίλια Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ» πού τό λέμε ὅταν δέν πονᾶμε.
Τρίτον, σημαίνει ὅτι ἀναλαμβάνω ἑκούσιους πόνους, στερήσεις, ἀγῶνες γιά τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό. Ὁ ἴδιος ἄλλωστε ὁ Κύριος μᾶς ἐδίδαξε ὅτι στενή ἡ πύλη καί τεθλιμμένη ἡ ὁδός τοῦ Εὐαγγελίου.
   Μέ τή νηστεία, τήν ἀγρυπνία, τήν εὐλογημένη ὀρθόδοξη ἄσκηση πολιτεύεται ὁ Χριστιανός. Γιά νά ζῆ ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, γιά νά μή χρησιμοποιῆ τόν κόσμο καταναλωτικά, ἀλλά εὐχαριστιακά.
    «Ἡμεῖς κηρύττομεν Ἰησοῦν Χριστόν καί τοῦτον ἐσταυρωμένον καί τοῦτον δέ ἀναστάντα», διακυρήττει ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
 Αὐτόν τόν Ἐσταυρωμένο καί ἀναστάντα Ἰησοῦ Χριστό, ἀσπαζόμαστε καί προσκυνοῦμε σήμερα, τιμώντας καί ἀσπαζόμενοι τόν Τίμιο Σταυρό Του. Σήμερα εἶναι ἡμέρα σταυροαναστάσιμη. Γιατί, ὄχι μόνο ἀντλοῦμε δύναμη καί ἐλπίδα στό μέσον τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὄχι μόνο λαμβάνουμε ὑπόδειγμα σταυροαναστάσιμης βιοτῆς καί χαρμολύπης, ἀλλά κυρίως προκηρύττουμε τῆς Ἀναστάσεως τά τρόπαια, προεορτάζουμε τήν πασχαλινή πανήγυρη, ὁμολογοῦμε τήν βιωματική πεποίθηση ὅλων τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας πώς, ὁ Χριστός ἀνέστη! 
  Αὐτή ἡ χαρά, ἡ πίστη ἄς φωτίσει καί ἄς χαράξει τήν καρδιά μας,  καί ἄς εἶναι γιά ὅλους ἐμᾶς πρόγευση τῆς Ἀναστάσεως, τῆς κλητῆς καί ἁγίας ἡμέρας τοῦ Πάσχα. 

      Ἡ σημερινὴ προσκύνηση τοῦ τιμίου Σταυροῦ μᾶς θυμίζει τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ. Ταυτόχρονα ὅμως μᾶς ζωντανεύει τὴν ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως. Γιατὶ ὅπως ὁ Χριστός, ἔτσι κι ἐμεῖς ἀπὸ τὴ θλίψη τοῦ Σταυροῦ καὶ τοῦ πάθους, ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὸ θάνατο, φθάνουμε στὴ χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως, πρὸς τὴν ὁποία καὶ πορεύομαστε μὲ κουράγιο καὶ δύναμη. Στήν πορεία πρός τήν συνάντησή μας μέ τόν ἀναστημένο Χριστό, τόν Θεό μας, στόν ὁποῖο πρέπει κάθε δόξα, τιμή καί προσκύνηση, στούς αἰώνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

ποσπάσματα ὁμιλίας τοῦ συγγραφέα κατά τήν Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, 3 Ἀπριλίου 2016, στόν ἱερό ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Χαϊδαρίου Ἀττικῆς

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2016

ΑΓΝΩΣΤΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΠΟΡΤΑΪΤΙΣΣΑΣ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΠΑΝΑΡΕΤΟΥ ΤΟΥ ΚΡΗΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ ΣΤΟΝ ΝΑΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΙΤΟΥ ΣΤΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟ



Πρόκειται γιά μεγάλων διαστάσεων προσκυνηματική εἰκόνα τῆς Παναγίας Πορταΐτισσας, πού φυλάσσεται σέ προσκυνητάρι στόν πρόναο τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Τίτου στό Ἡράκλειο τῆς Κρήτης. Φέρει τήν ἐπιγραφή:
«Εἰκών τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ἰβηριτίσσης»,
ἐνῶ στο κάτω ἀριστερό μέρος διασώζεται ἡ ὑπογραφή τοῦ ζωγράφου:
«Ἱστορήθη διά χειρός Παναρέτου μοναχοῦ Ἁγιορείτου σκήτη Καυσοκαλυβίων τῷ 1906».



Ἡ εἰκόνα παρουσιάζει μεγάλες ὁμοιότητες μέ ἕτερη εἰκόνα τῆς Πορταΐτισσας τοῦ ἴδιου ζωγράφου (δεῖτε τήν ἀνάρτηση στό παρόν ἰστολόγιο τῆς 27 Ὀκτωβρίου 2015)

Ὁ ἱερομόναχος Πανάρετος Πολυκάρπου ἐκ Κρήτης († 1943) ἦλθε στά Καυσοκαλύβια τήν πρώτη πενταετία τοῦ 20οῦ αἰώνα προερχόμενος ἀπό τό ἡσυχαστήριο τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς τῶν Κατουνακίων, ὅπου ζοῦσε ὡς ὑποτακτικός τοῦ ἔγκλειστου γέροντα Πολυκάρπου, πού προερχόταν ἀπό τή Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα τῶν Ἱεροσολύμων. Κοινοβίασε στήν καλύβη τῆς Μεταμορφώσεως τῶν Καυσοκαλυβίων. Διατηροῦσε στενές πνευματικές σχέσεις μέ τόν ἅγιο Νεκτάριο Πενταπόλεως, τοῦ ὁποίου ἐξέδωσε καί προλόγισε τό ἔργο του Μελέτη ἱστορική περί τῶν αἰτιῶν τῶν σχίσματος (Ἀθῆναι 1911). Ὁ ἴδιος συνέταξε συνέθεσε καί ἐξέδωσε τό ἔργο Ὀρθόδοξος Λυρική Πανοπλία (Ἀθῆναι 1927). Διακόνησε ὡς οἰκονόμος στό μετόχι τῆς Ἀναλήψεως τῆς μονῆς Σίμωνος Πέτρας στόν Βύρωνα τῶν Ἀθηνῶν, ἐνῶ ἔζησε καί στή μονή Μεταμορφώσεως τῶν Μολάων Λακωνίας, τήν ὁποία ἵδρυσε ὁ ἴδιος, καί ἀργότερα, τό 1928, στή μονή Ζωοδόχου Πηγῆς Ἁγιᾶς ἤ Ἁγίας Ἄνδρου, ὅπου καί ἐκοιμήθη τό 1943. Ὅταν ἀναχώρησε ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, διατήρησε τήν πνευματική ἐπικοινωνία μέ τή συνοδεία του, πού παρέμεινε στήν καλύβη τῆς Μεταμορφώσεως στά Καυσοκαλύβια.


Τά βιογραφικά τοῦ ζωγράφου Παναρέτου προέρχονται ἀπό τη μελέτη τοῦ μοναχοῦ Παταπίου Καυσοκαλυβίτου:
 «Τά εἰκονογραφικά ἐργαστήρια τῶν Καυσοκαλυβίων. Μία πρώτη παρουσίαση», Γρηγόριος Παλαμᾶς 839 (2011) 195-206

Σάββατο 26 Μαρτίου 2016

ΘΕΟΜΗΤΟΡΙΚΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ

                                 Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου   
       
                        Θεομητορικό μονοπάτι πρός τήν Ἀνάσταση



  (…)   ἀγάπη μας πρός τήν Παναγία εἶναι ἀνταπόδοση τῶν ὅσων ἐκείνη ἔκανε καί ἐξακολουθεῖ νά κάνει γιά ἐμᾶς. Ἀνταύγειες αὐτῆς τῆς ἀγάπης εἶναι καί τά θεσπέσια ὑμνογραφήματα τῆς Ἐκκλησίας μας, τά ἀφιερωμένα στήν Κυρία Θεοτόκο.                             
  Τό ἀπερίγραπτο πνευματικό κάλλος τῆς Κυρίας Θεοτόκου, ἔτρωσε τίς καρδιές τῶν θείων Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας μας καί τούς μετέβαλε σέ κιθάρες μουσουργικές πού πάνω τους ἡ χορδή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος συνέθεσε παναρμόνιες μελωδίες στήν χάρη της.                                         
  Οἱ ἱεροί ὑμνογράφοι καί θεῖοι μελωδοί, γιά νά ἐκφράσουν τό ἀπαράμιλλο κάλλος τῆς «καλῆς ἐν γυναιξί» Θεοτόκου, ἐπιστρατεύουν στό λόγο τους ὅλη τή δημιουργία, φέρουν ὅλες τίς λαμπρές εἰκόνες τῆς φύσης. Καί τήν ὀνομάζουν θάλασσα καί πέλαγος τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὄρθρο φαεινό, φωτεινή νεφέλη, ἐλαία κατάκαρπη, περιστερά ἀμόλυντη.

ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΓΟΡΓΟΫΠΗΚΟΟΣ.
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΦΟΡΗΤΗ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟ ΝΑΟ ΤΟΥ ΑΓ. ΑΝΔΡΕΟΥ ΑΡΚΑΛΟΧΩΡΙΟΥ
      Ὅμως κι αὐτοί ἀκόμη οἱ θεοφόροι νόες, δέν μπόρεσαν νά καλύψουν, μέ ὅλους τούς ὕμνους, μ᾿ ὅλες τίς ἀγγελικές ὠδές τους, μ᾿ ὅλες τίς βαθύνοες θεολογικές συλλήψεις τους, ὅσες ὀμορφιές, ὅσες δόξες, ὅσα χαρίσματα, ὅσα θεῖα φῶτα, ὅσες τελειότητες, ὅση ἀγαθότητα, ὅση ἁγιότητα ἔχει καί ἐκπέμπει ἡ Θεοτόκος Μαρία.                                                  
 Καί καταλήγουν, κατανοῶντας οἱ ψαλμωδοί τήν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπινου καί ὁμολογοῦν:     
   «Ὑπερίπταται, Θεοτόκε ἁγνή, τό θαῦμα, τήν δύναμιν τῶν λόγων». Ξεπερνᾶ τό θαῦμα καί τό κάλλος τῆς Παναγίας μας, τό θαῦμα καί τό κάλλος τῆς Δημιουργίας.  Ὅλο τό κάλλος τῆς Παρθένου εἶναι ἔσωθεν. Εἶναι ὁ καρπός τῆς κοιλίας της, εἶναι ὁ Υἱός της, τό φῶς τοῦ κόσμου.
    Στή λειτουργική μας ζωή αὐτές οἱ Παρασκευές τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἀποτελοῦν μία ἀκόμη νησίδα εὐφροσύνης μέσα στήν  Ἄνοιξη καί τήν προετοιμασία γιά τό Πάσχα, πού κάνει ὅλα τά ὡραῖα καί ὄμορφα νά φαίνονται κατορθωτά, εὐκολοπλησίαστα. 
Εἶναι ἕνα θεομητορικό μονοπάτι, πού μᾶς ὁδηγεῖ μέ ἀσφάλεια στή σταυροαναστάσιμη πορεία πρός τό Πάσχα. 
Ὁ Ἀκάθιστος  Ὕμνος εἶναι ἕνα ἀκόμη δῶρο τῆς Παναγίας στήν ἀνθρωπότητα ἀλλά καί στόν καθένα μας προσωπικά, μέσα σ᾿ αὐτήν τήν ἐγκάρδια κοινότητα καί ἀτμόσφαιρα τῆς ἀκολουθίας αὐτῆς.  
Μέ τήν Θεοτόκο ὁ κόσμος ξαναφωτίστηκε…


   Ἀπόσπασμα ὁμιλίας τοῦ π. Παταπίου, πού ἐκφωνήθηκε κατά τούς Β΄ Χαιρετισμούς τῆς Θεοτόκου, στἰς 25 Μαρτίου 2016, στόν μητροπολιτικό ναό τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης, στό Ἀρκαλοχώρι Ἡρακλείου. 


Τούς Χαιρετισμούς ἔψαλλε ὁ καθηγούμενος τῆς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας καί Γέροντας τοῦ ὁμιλητοῦ ἀρχιμανδρίτης Πρόδρομος, ὁ ὁποῖος συνοδευόταν ἀπό τον Γέροντα Ἀβραάμ Λαυριώτη, ἐκ τῶν προϊσταμένων τῆς Ἱ. Μονῆς.

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ ΚΑΙ ΠΑΪΣΙΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΗΣ ΚΑΙ Η ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΑ ΤΩΝ ΝΕΩΝ

      Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

Οἱ ἅγιοι Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης καί Παΐσιος Ἁγιορείτης καί ἡ παιδαγωγία τῶν νέων


Κυ­ρι­α­κή τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας σήμερα, καί μέ­σα ἀ­πό τή θε­ο­λο­γί­α καί τούς ἀ­γώ­νες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, σπου­δά­σα­με τήν ὀρ­θή πί­στη στό πρό­σω­πο τοῦ Χρι­στοῦ, τοῦ Χριστοῦ πού ὅλοι μας, καί περισσότερο ἀπ᾿ ὅλους, οἱ νέοι ἄνθρωποι, ἀ­να­ζη­τοῦ­με.
  Γι᾿ αὐτούς τούς νέους ἀνθρώπους, καί εἰδικότερα γιά τή διαπαιδαγώγησή τους, ὅπως δίδαξαν μέ τή ζωή καί τόν λόγο τους οἱ ὅσιοι Ἁγιορεῖτες Πατέρες, καί εἰδικότερα, οἱ νεώτεροι ἀπ᾿ αὐτούς, ἅγιοι Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης καί Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης, γι᾿ αὐτούς λοιπόν τούς νέους ἀνθρώπους θά μιλήσουμε σήμερα…
(…) Ἡ παιδαγωγική πού ἐφήρμοζαν, θεμελιωμένη πάνω στή διακονία τῆς πνευματικῆς πατρότητας, δέν ἦταν ἄλλη ἀπό τήν παιδαγωγική τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, πού διασώζεται μέχρι καί τίς μέρες μας, μέσα ἀπό τήν ἡσυχαστική καί φιλοκαλική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας.
- Δίδασκε ὁ ὅσιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης ὅτι θά πρέπει οἱ γονεῖς σιγα σιγά νά ἀφαιρέσουν ἀπό τά παιδιά τους τήν κακή συνήθεια ὅτι πρέπει ὅλο τό ἐνδιαφέρον τους νά στρέφεται γύρω ἀπό αὐτά, κι ὅτι θά πρέπει νά τά διδάξουν καί νά τά συνηθίζουν νά κάμπτονται καί νά προσαρμόζονται μέ ὅλους καί σ᾿ ὅλες τίς καταστάσεις. Κι αὐτό, γιά νά μή δυσκολεύονται τελικά, ὅταν εἰσέλθουν στή ζωή, μέ χίλιους δύο διαφορετικούς χαρακτῆρες ἀνθρώπων⋅ ἔτσι νά μή τά χαλᾶνε καί νά μή δημιουργοῦν ἐχθρούς γιά μικροεγωϊσμούς καί ὑπερβολική αὐταρέσκεια. Αὐτή εἶναι ἡ σωστή παιδαγωγική, ἔλεγε…
Ρώτησαν τόν ὅσιο Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη, «Πῶς μπορεῖ, Γέροντα, νά πλησιάσει κανείς τούς νέους πού ἔχουν παραστρατήσει;
 - «Μέ τήν ἀγάπη. Ἀν ὑπάρχει ἀληθινή ἀγάπη, ἀμέσως οἱ νέοι τό πληροφοροῦνται καί ἀφοπλίζονται. Ἔρχονται στό Καλύβι παιδιά, ἀπό χίλιες καρυδιές καρύδια, μέ διάφορα προβλήματα. Τούς καλωσορίζω, τούς κερνῶ, τούς μιλῶ, καί σέ λίγο γινόμαστε φίλοι. Ἀνοίγουν τήν καρδιά τους καί δέχονται καί τήν δική μου ἀγάπη. Μερικά, τά κακόμοιρα, εἶναι τόσο στερημένα! Διψοῦν γιά ἀγάπη. Φαίνεται ἀμέσως πού δέν ἔνιωσαν ἀγάπη οὔτε ἀπό μάνα οὔτε ἀπό πατέρα⋅ δέν χορταίνουν. Ἔτσι ἅμα τά πονέσεις, ἅμα τά ἀγαπήσεις, ξεχνοῦν καί τά προβλήματα, καί τά ναρκωτικά ἀκόμη, φεύγουν καί οἱ ἀρρώστιες, ἀφήνουν καί τίς ἀταξίες καί ἔρχονται εὐλαβικοί προσκυνητές μετά στό Ἅγιον Ὄρος. Γιατί πληροφοροῦνται κατά κάποιον τρόπο τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Καί βλέπω ἔχουν μιά ἀρχοντιά πού σοῦ ραγίζει τήν καρδιά. Νά μή δέχωνται οἰκονομική βοήθεια, ἐνῶ ἔχουν ἀνάγκη, ἀλλά νά πιάνουν δουλειά, γιά νά τά βγάλουν πέρα καί νά πᾶνε τή νύχτα στό σχολεῖο. Αὐτά τά παιδιά ἀξίζει νά τά βοηθήσει κανείς.
- «Οἱ γονεῖς, ὅσο μποροῦν, νά βοηθοῦν τά παιδιά, ὅταν εἶναι μικρά. Τά παιδιά εἶναι ἄδειες κασσέττες. Ἄν γεμίσουν Χριστό, θά εἶναι κοντά Του γιά πάντα. Ἄν ὄχι, εἶναι πιό εὔκολο, ὅταν μεγαλώσουν, νά παραστρατήσουν. Ἄν μικρά βοηθηθοῦν, καί νά ξεφύγουν ἀργότερα λίγο, πάλι θά συνέλθουν. Ἄν ποτισθεῖ τό ξύλο μέ λάδι, δέν σαπίζει. Λίγο ἄν ποτισθοῦν τά παιδιά μέ εὐλάβεια, μέ φόβο Θεοῦ, δέν ἔχουν ἀνάγκη μετά», συμβούλευε ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης…


  ( …) Στά ὅσα παραπάνω ταπεινά καταθέσαμε στήν ἀγάπη σας, μέσα ἀπό τήν ταπεινή μας αὐτή ὁμιλία, ὑπογραμμίστηκε ἡ δύναμη τοῦ παιδαγωγικοῦ λόγου τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων. Τή δύναμη τῆς ἀγάπης τους γιά τίς εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, γιά μᾶς τούς ταλαίπωρους ἀνθρώπους, καί εἰδικότερα τούς νέους.
Ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, ἀπό τά χρόνια τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου ὥς τίς μέρες μας, μέ τήν ἁγιοκατάταξη τοῦ ἁγίου Πορφυρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου καί τοῦ ἁγίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, στέλνονται στόν κόσμο μας ἀνταύγειες αἰωνιότητας. Ἀνταύγειες αἰωνιότητας πού ζωντανεύουν τὴν ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως.
 Καί σήμερα, στήν ἀρχή τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὄχι μόνο ἀντλοῦμε δύναμη καί ἐλπίδα, ὄχι μόνο λαμβάνουμε ὑπόδειγμα ἁγιαστικῆς βιοτῆς καί ἐμπειρίας, ἀλλά κυρίως ὁμολογοῦμε τή βιωματική πεποίθηση πού εἶχαν καί ἀκτινοβολοῦσαν ὅλοι οἱ Ἅγιοι, ἀνάμεσά τους καί οἱ Ἁγιορεῖτες, πώς ὁ Χριστός ἀνέστη! 


Ἀποσπάσματα ἀπό Ὀμιλία τοῦ Γέροντος Παταπίου, πού πραγματοποιήθηκε, παρουσία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης κ. Εἰρηναίου, στό Πνευματικό Κέντρο τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Κρήτης, στό Ἡράκλειο, τήν Κυριακή 20 Μαρτίου 2016. Ἡ ἐκδἠλωση διοργανώθηκε ἀπό τόν φιλοπρόοδο Σύλλογο Φίλων τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἡρακλείου.

Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2016

ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΗΣ

13 Ιανουαρίου: Μνήμη Αγίου Μάξιμου Καυσοκαλύβη (+1365)
Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου
 
 'Αγιος Μάξιμος Καυσοκαλυβίτης, έργο του Παταπίου μοναχού Καυσοκαλυβίτη, Καλύβη Αγίου Ακακίου, Σκήτης Καυσοκαλυβίων


Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης, ὁ διά Χριστόν σαλός, ὁ Νέος Προφήτης, ὁ ὑπόπτερος, ὁ θαυματουργός, ἡ Ἡσυχαστής, ὁ Νηπτικός Πατήρ, ὁ Ἅγιος. Ἀρκετές εἶναι οἱ προσωνυμίες πού ἡ παράδοση τῆς Ἑκκλησίας μας ἀπέδωσε στόν Ἅγ. Μάξιμο, τήν πολυεδρική αὐτή ὁσιακή προσωπικότητα, πού συνδύαζε τήν ὑπακοή καί τήν τέλεια ταπείνωση τῶν ἀληθινῶν δούλων τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐκκεντρικότητα τοῦ διά Χριστόν σαλοῦ· τήν ἰδιότητα τοῦ θεραπευτῆ μέ τό διορατικό χάρισμα τοῦ προφήτη καί τόν φωτισμό ἑνός μυστικοῦ θεολόγου· τήν ἐνεργό ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν πλησίον μέ τόν θεωρητικό ἀναχωρητισμό, πού προϋποθέτει τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τόν κόσμο.
Ὁ Ἅγ. Μάξιμος θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ὡς ἡ "διαπρεπέστερη ἁγιορειτική ἀσκητική μορφή καθ' ὅλους τούς αἰῶνες" . Στά στενά πλαίσια τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ, θά προσπαθήσουμε νά σκιαγραφήσουμε μέ μικρές πινελιές τό συναξάρι τοῦ Ἁγίου. Ἡ χειρόγραφη παράδοση μᾶς ἀποκαλύπτει τήν φιλοσοφικώτατη καί χαριτόβρυτη μορφή του, μέσω τεσσάρων βιογράφων του: τοῦ Ἁγ. Νήφωνος τοῦ Καυσοκαλυβίτου, μαθητοῦ καί ὑμνογράφου αὐτοῦ, τοῦ Ἁγ. Θεοφάνους Περιθεωρίου τοῦ Βατοπεδινοῦ , τοῦ ἱερομ. Ἰωαννικίου τοῦ Κόχυλα καί τοῦ ἱερομ. Μακαρίου τοῦ Μακρῆ.
Ὁ Μικρασιάτης αὐτός Ἅγιος, γεννήθηκε στή Λάμψακο τοῦ Ἑλλησπόντου καί ἔλαβε τό ὄνομα Μανουήλ κατά τό ἅγιο βάπτισμα. Ὅταν ἦλθε σέ ἱκανή ἡλικία, οἱ γονεῖς του τόν ἀφιέρωσαν στό Ναό τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἐκπληρώνοντας ἔτσι τό τάμα τους στό Θεό, μιά πού ἦσαν πρίν γιά χρόνια ἄτεκνοι. Παραμένοντας στό ναό, πρόκοπτε σέ ὅλα τά πνευματικά καί φυσικά χαρίσματα. Πολύ συχνά ἐπισκεπτόταν Ὁσίους Γέροντες πού ἡσύχαζαν ἐκεῖ κοντά, γιά νά ἀκούει τίς ψυχωφελεῖς νουθεσίες τους. Τότε ὁ θεῖος ἔρωτας ἄναψε στή καρδιά του καί στά δεκαεπτά του χρόνια, ἄφησε γονεῖς καί πατρίδα περνώντας στό Ὄρος Γάνου ὅπου φόρεσε τό μέγα σχῆμα μετονομασθείς Μάξιμος . Μετα τήν κοίμηση τοῦ γέροντά του Μάρκου, ἀνεχώρησε γιά τό Παπίκιον , ὅπου βρῆκε ὁσίους ἄνδρες, ὅμοιους μέ τούς παλαιούς, μέ τούς ὁποίους συναναστρεφόμενος, ἀνέλαβε στόν ἑαυτό του ὅλες τίς ὑπέρ ἄνθρωπον ἀρετές τους, "καθώς δέχεται τό κερί τούς χαρακτῆρες τῆς βούλλας". Ἔπειτα πῆγε στή Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐπισκέφθηκε ὅλα τά προσκυνήματα καί τούς ναούς της, καταλήγοντας στό Ναό τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν, ὅπου παρέμεινε στό προαύλιό της μέ πεῖνα καί ἄσκηση, ἀγρυπνώντας ὅλη τή νύχτα καί συμπεριφερόμενος ὡς διά Χριστόν σαλός. Ἐπισκεπτόταν ὅμως καί τόν Πατριάρχη Ἅγ. Ἀθανάσιο , γιά νά ἀκούει τούς σοφούς λόγους του. Ὀ Πατριάρχης βλέποντας τήν ἀρετή του, προσπάθησε νά τόν πείσει νά κοινοβιάσει σέ μία ἀπό τίς Μονές τῆς Πόλης. Δέν τά κατάφερε ὅμως, μιά πού ὁ Ὅσιος προτίμησε τήν ἄσκησή του στό παραπάνω ναό.
Μετά ἀπό καιρό ἀνεχώρησε γιά τό Ἅγ. Ὄρος, ὅπου περιδιάβασε ὅλα τά μοναστήρια, καταλήγοντας στή Λαύρα τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου. Ἐκεῖ, διαβάζοντας τόν βίο καί τούς ἀγώνες τοῦ Ἁγίου, ὁμοίως καί τοῦ Ἁγ. Πέτρου τοῦ Ἀθωνίτου, ἐθαύμαζε τοῦ μέν Πέτρου τήν ἡσυχία, τοῦ δέ Ἀθανασίου τήν κοινοβιακή ζωή. Συλλογιζόμενος τήν προθυμία καί τήν ἐπιμέλεια πού εἶχαν καί οἱ δύο στό νά φυλάξουν τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἐπόθησε νά μείνει στόν τόπο ἐκεῖνο καί νά μιμηθεῖ καί τῶν δύο τή ζωή. Ἔμεινε λοιπόν στή Λαύρα, ἔχοντας τό διακόνημα νά ψάλλει στό Καθολικό, καθώς ὅταν ἦταν νέος ἔμαθε τήν μουσική. Ψάλλοντας συνετά καί μέ γνώση τῶν λεγομένων, ὕψωνε τό νοῦ του στόν ὑμνούμενο Θεό, χύνοντας δάκρυα κατανύξεως ὁ μακάριος. Ζοῦσε ὅμως μέ τήν ἴδια σκληραγωγία ὅπως τότε στό ναό τῶν Βαχερνῶν, καθώς οὔτε κελλίον εἶχε δικό του, ἔπαιρνε μόνο τήν ἀναγκαία τροφή ἀπό τήν τράπεζα καί ἀναπαυόταν στά στασίδια τοῦ νάρθηκα τῆς ἐκκλησίας.
Μετά ἀπό θεία ἐμφάνεια τῆς Θεοτόκου βρεφοκρατούσας, ὁ πιστός δούλος της, ἀποφάσισε νά ἀκολουθήσει τήν προτροπή της καί μιά μέρα, Σάββατο τῆς Πεντηκοστῆς, ἀνέβηκε στή κορυφή τοῦ Ἄθω, ὅπου ἔμεινε τρία μερόνυχτα προσευχόμενος ἀδιαλείπτως, δεχόμενος συνάμα φοβερούς πειρασμούς ἀπό τόν ἐχθρό. Ὅμως ὅλα αὐτά διαλύθηκαν, ὅταν ἐμφανίστηκε σ' αὐτόν ἡ Θεοτόκος μετά δόξης πολλῆς, περικυκλούμενη ἀπό πλῆθος φωτεινές μορφές, κρατοῦσα πάλι στά χέρια της τόν Υἱό της καί δημιουργό τῆς Κτίσεως καί ἐκπέμποντα ἄρρητη εὐωδία. Ἀφοῦ προσκύνησε ὁ Ἅγιος, ἄκουσε ἀπό τήν Παναγία τά παρακάτω: "Λάβε τήν χάριν κατά τῶν δαιμόνων, ὁ σεπτός ἀθλοφόρος καί κατοίκησε στούς πρόποδες τῆς κορυφῆς ττοῦ Ἄθω· διότι τοῦτο εἶναι τό θέλημα τοῦ Υἱοῦ μου, γιά ν' ἀνέβεις σέ ὕψος ἀρετῆς καί να γίνεις διδάσκαλος καί ὁδηγός σέ πολλούς καί νά τούς σώσεις". Μετά τοῦ δόθηκε οὐράνιος ἄρτος γιά τροφή. Καί με τή λήψη αὐτῆς, τόν μέν Ὅσιο περικύκλωσε θεῖο φῶς, ἡ δέ Θεοτόκος ἀνέβηκε στά οὐράνια, ἀφήνοντας στόν τόπο ἄρρητη εὐωδία καί ὑπερκόσμια λάμψη. Ὑπακούοντας τότε στή προσταγή τῆς Παναγίας, ὁ Ἅγιος κατέβηκε πρός τό Καρμήλιο , ὅπου βρίσκοντας ἕνα γέροντα, τοῦ διηγήθηκε τάς τῆς θείας ἐμφάνειας. Ἐκεῖνος ὅμως, θεώρησε αὐτά πλάνες. Ἔτσι τοῦ βγῆκε ἡ φήμη ὅτι εἶναι πλανεμένος καί περιφρονεῖτο ἀπό ὅλους. Ὅμως ὁ ἀπλανής ἐκεῖνος φωστήρας, δέχτηκε μέ χαρά τό νά τόν ὀνομάζουν πλανεμένο. Ὑποκρινόταν δέ πάντοτε ὅτι ἤταν πλανεμένος καί παρίστανε τόν διά Χριστόν σαλό, καλλιεργώντας ἔτσι τήν θεοειδή ἀρετή τῆς ταπεινοφροσύνης. Γι αὐτό καί δέν κατοίκησε σ' ἕνα τόπο σταθερά, ἀλλά σάν πλανεμένος μετατοπιζόταν συνεχῶς, ζώντας σέ σπήλαια ἤ κτίζοντας ὅπου πήγαινε μικρή καλύβα ἀπό ξύλα καί χόρτα, τήν ὁποία ἔκαιγε μετά ἀπό λίγο, πηγαίνοντας σέ ἄλλο μέρος καί φτιάχνοντας ἄλλη. Γι αὐτό καί τόν ἔλεγαν "καυσοκαλύβη" , καθώς σέ κανένα δέν εἶχε γίνει ἀντιληπτή ἡ μεγἀλη του ἀρετή. Ζοῦσε συνάμα μέ ὑπερβολική ἀκτημοσύνη. Κανείς δέν μπορεῖ νά παραστήσει τήν πείνα καί τήν δίψα πού ὑπέμενε, μαζί μέ τούς παγετούς τοῦ χειμώνα καί τά καύματα τοῦ θέρους, χωρίς δεύτερο ἔνδυμα, ἀνυπόδητος, χωρίς νά ἔχει ἀπό κάποιον καμμία ὑπόληψη. Μέ τόν καιρό ὅμως, κάποιοι ἀπό τούς ἁγίους γέροντες πού τόν συναναστράφηκαν, γνώρισαν τήν θεία χάρη πού κατοικοῦσε σ' αὐτόν καί δέν τόν ἔλεγαν πλέον πλανεμένο, ἀλλά τίμιο Μάξιμο καί φωστῆρα ὑπέρλαμπρο.
Κορυφαία στιγμή στό βίο τοῦ Ἁγ. Μαξίμου ἀποτελεῖ ὁ πολύ διαφωτιστικός διάλογός του μέ τόν Ἅγ. Γρηγόριο τό Σιναΐτη, τόν διαπρεπῆ αὐτόν διδάσκαλο τῆς νοερᾶς προσευχῆς τοῦ ΙΔ' αἰ.. ὁ ὁποῖος ἐπισκέφθηκε πολλούς Ὁσίους καί νηπτικούς ἄνδρες, ἀπό τό Ὄρος Σινᾶ μέχρι καί τήν Κρήτη καί ὁ ὁποῖος φθάνοντας γιά πρώτη φορά στό Ἅγ.Ὄρος, δέν βρῆκε- ὅπως ὁ ἴδιος ὁμολόγησε στούς μαθητές του-παρά 3 ἤ 4 μοναχούς νά ἀσκοῦνται στή νοερά προσευχή, ἀνάμεσα στούς ὁποίους ἦταν καί ὁ Ἅγ. Μάξιμος. Ἀφοῦ ἐγκαταστάθηκε στή σκήτη τοῦ Μαγουλᾶ , ἔγινε ποθητός σ'ὅλους τούς Πατέρες τοῦ Ὄρους καί ἰδιαίτερα στούς ἡσυχαστές, πού ἔτρεχαν σ'αὐτόν νά διδαχθοῦν τά μυστήρια τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Ἀκούγοντας ὁ Ἅγ. Γρηγόριος νά διηγοῦνται γιά τήν ὑπεράνθρωπη βιοτή καί τήν πλαστή μωρία τοῦ Ἁγ.Μαξίμου, θαύμασε καί ἔστειλε τούς μαθητές του νά προσκαλέσουν τόν Ὅσιο νά τόν ἐπισκεφθεῖ. Κατά θαυμάσιο τρόπο, ἐκεῖνος τούς ὑποδέχτηκε, χαιρετώντας καθένα μέ τό ὄνομά του, προλέγοντας καί τήν ἐπιθυμία τοῦ διδασκάλου τους. Ἀμέσως δέ, ἀναχώρησαν γιά τό κελλίον τοῦ Γρηγορίου. Ἐκεῖ οἱ δύο Ἅγιοι εἶχαν ἕναν διάλογο πού ἀποτελεῖ τήν διαφανέστερη ἀνάπτυξη τῆς θεωρίας περί νήψεως καί ἐκστάσεως τοῦ νοῦ, καί περιγράφει τήν κατάστασή του ὅταν ἐλλάμπεται ἀπό τό θεῖο φῶς κατά τήν προσευχή. Διακρίνει δέ μέ σαφήνεια καί προσοχή τά σημεῖα τῆς χάριτος ἀπό αὐτά τῆς πλάνης. Στό τέλος, ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ἔπεισε τόν Ἅγ. Μάξιμο νά παύσει πλέον νά καίει καλύβες καί νά μείνει σταθερά σ' ἕνα τόπο γιά νά ὠφελήσει καί ἄλλους πολλούς, σάν ἐμπειροτατος στήν ἀρετή.
Τότε ὁ Ὅσιος βρῆκε ἕνα σπήλαιο κοντά στοῦ κυρ Ἠσαΐα στό ὁποῖο διαμόρφωσε ἕνα ἀσκηταριό. Τότε ἔλαμψε ὅχι μόνο ἡ ἀρετή του- μιά πού ἐρχόντουσαν ἀπό ὅλα τά μέρη τοῦ Ὄρους μοναχοί γιά νά τόν συμβουλευτοῦν- μά καί ἡ ἁγιότητά του, μιά πού πλῆθος εἶναι τά θαύματα πού ἐπιτέλεσε. Τέλος, προλέγοντας τό τέλος του, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ σέ ἡλικία 95 ἐτῶν, τήν 13η Ἰανουαρίου . Προηγουμένως εἶχε δώσει ἐντολή στούς ἐνταφιαστές του νά μή μεταθέσουν σέ ἄλλο τόπο τό λείψανό του, ἀλλά νά τό ἀφήσουν κρυμμένο στό τάφο γιά νά μή δοξάζεται ἀπό τούς ἀνθρώπους .
Τό γεγονός ὅτι λίγο μετά τήν ὁσιακή κοίμηση τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη καί σέ διάστημα λίγων δεκαετιῶν (τέλη 14ου-ἀρχές 15ου αἰ.), γράφηκαν πρός τιμήν του τέσσερις Βίοι (ὑπό τῶν ἱερομονάχων Νήφωνος, Θεοφάνους Περιθεωρίου, Μακαρίου Μακρῆ καί Ἰωαννικίου Κόχιλα), οἱ ὁποῖοι σέ μεταγενέστερες ἐποχές παρουσιάστηκαν σέ ἁπλούστερη δημώδη γλώσσα μέ τή βοήθεια τεσσάρων παραφράσεων (ὑπό Διονύσιου Ρήτορος, Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἰακώβου Νεασκητιώτου καί ἑνός ἑτέρου ἀγνώστου) -ὅλα τους κείμενα ἀθωνικῆς προέλευσης- ἀποδεικνύει τήν μεγάλη ἀπήχηση πού εἶχε στόν ἁγιορειτικό κόσμο ἡ ἱερή μορφή τοῦ ὁσίου Μαξίμου. Ἐδῶ θά πρέπει νά τονιστεῖ ὅτι οἱ Βίοι τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη, ἐκτός ἀπό ὑψηλοῦ ἐπιπέδου ἁγιολογικά κείμενα, ἀποτελοῦν ταυτόχρονα καί σημαντικές πηγές τόσο γιά τά θεολογικά ζητήματα τῆς ἐποχῆς (αἵρεση Μασσαλιανῶν, Ἀκινδύνου) ὅσο γιά ἱστορικά γεγονότα, πρόσωπα καί τοπωνύμια πού ἔχουν μεγάλη σημασία γιά τήν ἱστορία πού ἀφορᾶ εἰδικότερα στόν ὑστεροβυζαντινό Ἄθω καί γενικότερα τό Βυζάντιο κατά τήν ἐξεταζόμενη περίοδο. Ὁρισμένες μάλιστα ἀπό τίς πληροφορίες πού μᾶς δίνουν οἱ Βίοι, θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ὅτι ἔχουν τόν χαρακτῆρα τῆς μοναδικότητας.
Παράλληλα, γιά τίς λειτουργικές ἀνάγκες ὅσων ἐπιθυμοῦσαν νά προστρέξουν στίς πρεσβεῖες του καί νά ἔχουν μία ἐναργέστερη σχέση μαζί του, συντέθηκαν τρεῖς Ἀκολουθίες, Παρακλητικοί Κανόνες, Χαιρετιστήριοι Οἶκοι καί πλῆθος ἄλλων ὑμνογραφημάτων (κυρίως ἀπό τούς Νήφωνα Ἀθωνίτη, Ἱερεμία Πατητᾶ, Ἰάκωβο Νεασκητιώτη, Νήφωνα Ἰβηροσκητιώτη, Ἱλαρίωνα Ξενοφωντινό καί Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη), ἐνῶ παράλληλα, οἱ πολυάριθμες ἀπεικονίσεις του στούς ἀθωνικούς ναούς ἐπέτειναν τήν παρουσία του στίς ψυχές τῶν Ἁγιορειτῶν μοναχῶν πού ἔβλεπαν σ’ αὐτόν ἕνα ἀσφαλές πρότυπο πρός μίμηση γιά τή σωστή βίωση τῶν μοναχικῶν ἀρετῶν καί τήν ἐπίτευξη τῆς σωτηρίας τους.

Ἀκόμη καί κατά τούς ἔσχατους αὐτούς καιρούς πού ζοῦμε, ὅπου τά πάντα ἀμφισβητοῦνται καί ἀναθεωροῦνται καί πού ἴσως κανείς πιά δέν πολιτεύεται ὅπως ὁ Ἅγ. Μάξιμος, αὐτός ἐπιμένει νά προτείνει τή δική του χαρισματική "ὑπέρβαση" σάν διέξοδο ἀπό τά σημερινά "ἀδιέξοδα". Ἡ ἐνθύμηση καί μόνο τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἀγωνιστοῦ εἶναι γιά μᾶς πηγή ἔμπνευσης καί ἐλπίδας ὅτι μέ τή τιμή καί προσευχή μας πρός αὐτόν, θά ἐλκύσουμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία μας.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχ. πλ. Α΄. Τόν συνάναρχον Λόγον.
Μητρικῆς ἐκ νηδύος ὅσιε Μάξιμε, ἐκλογῆς ὡς δοχεῖον ἀνατεθείς τῷ Θεῷ, τοῦ θείου γνόφου ὡς Μωσῆς κατηξίωσαι, καί τά πόῤῥῳ προορᾶν, κατά τόν μέγαν Σαμουήλ, τοῦ Ἄθω τό θεῖον θαῦμα, τῆς Θεοτόκου ὁ λάτρης ᾗ καί πρεσβεύεις ὑπέρ πάντων ἡμῶν.

Ἀπό τήν Καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου ἔχει ἐκδοθεῖ ἡ Ἱερά Ἀσματική καί Πανηγυρική Ἀκολουθία τοῦ ὁσίου Μαξίμου, ἐνῶ πρόσφατα, ἀπό τίς ἐκδόσεις ΜΥΓΔΟΝΙΑ ἔχει ἐκδοθεῖ τό βιβλίο:
Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου, Ὁσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης. Ἁγιολογία-Ὑμνογραφία-Τέχνη. Συμβολή στή μελέτη τοῦ Ἁγιορειτικοῦ Μοναχισμοῦ κατά τόν 14ο αἰώνα, Θεσσαλονίκη 2010,σελίδες 550, ὅπου συγκεφαλαιώνεται ἡ περί τοῦ ὁσίου Μαξίμου βιβλιογραφία.

ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΟΣΧΟΠΟΛΕΩΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ



Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

Σχέσεις Μοσχοπόλεως καί Ἁγίου Ὄρους*
Οἱ περιπτώσεις τοῦ Βίου τοῦ ὁσιομάρτυρος Νικοδήμου καί τοῦ ἔργου τῶν ζωγράφων Κωνσταντίνου καί Ἀθανασίου ἀπό τήν Κορυτσᾶ καί Δαβίδ ἀπό τή Σελενίτζα


    
Οἱ σχέσεις μεταξύ Μοσχοπόλεως καί Ἁγίου Ὄρους θά μποροῦσαν νά ἀναχθοῦν στό πρῶτο μισό τοῦ 17ου αἰ., μέ τήν ἵδρυση στά περίχωρα τῆς ἔνδοξης αὐτῆς βορειοηπειρωτικῆς πόλης, τῆς μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου[1]. Τό ἀρχαιότερο σωζόμενο μνημεῖο τῆς Μοσχοπόλεως, τό καθολικό τῆς μονῆς Προδρόμου (ἀνέγερση 1632, εἰκονογράφηση 1659)[2], εἶναι ἀθωνικοῦ τύπου, καθώς εἶναι σταυροειδής ἐγγεγραμμένος μέ τρούλο ναός καί μέ πλάγιες κόγχες (χορούς). Ἀνήκει ὅμως σέ σύνθετη παραλλαγή τοῦ ἀθωνικοῦ τύπου, ὅπου τό ἱερό Βῆμα ξεχωρίζει ἀπό τή σταυροειδή δομή, μέσω δύο πεσσῶν[3]. Παράλληλα, μελετώντας κανείς τά σωζόμενα τμήματα τοῦ κώδικα τῆς μονῆς Προδρόμου[4], διαπιστώνει ἕνα βαθμό ἐπιρρεασμοῦ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Τυπικοῦ τῆς μονῆς ἀπό τό λεγόμενο «ἀθωνικό τυπικό».
 Ἐπιπροσθέτως, στήν περίφημη Νέα Ἀκαδημία τῆς Μοσχοπόλεως, τό λαμπρότερο ἐκπαιδευτικό ἵδρυμα ἀνώτερης παιδείας στό βαλκανικό χῶρο στά μέσα τοῦ 18ου αἰώνα (λειτούργησε τήν περίοδο 1740-1769)[5], διακρίθηκε ἕνας ἀπό τούς ἀξιολογότερους σχολάρχες της, ὁ λαμπρός λόγιος ἱερέας Θεόδωρος Καβαλλιώτης (1718;-1789)[6], πού στάθηκε ἐπί τριετία μαθητής τοῦ Εὐγένιου Βούλγαρη, σχολάρχου τῆς Ἀθωνιάδος Σχολῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους τήν περίοδο 1753-1759. Τό 1760, ἐξάλλου, φαίνεται ὅτι συνδιδάσκαλος μέ τόν Θεόδωρο Καβαλλιώτη ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς ἀποφοίτους τῆς Ἀθωνιάδος Σχολῆς· ὁ ἱερομόναχος Κωνσταντῖνος[7].
  Ὁ ἁγιορείτης λόγιος Εὐλόγιος Κουρίλας Λαυριώτης, μητροπολίτης Κορυτσᾶς, ἀναφέρει γιά τούς καθηγητές τῆς σχολῆς αὐτῆς: «Οἱ διάφοροι αὐτοί διδάσκαλοι τοῦ Γένους καί περιφανεῖς λόγιοι, μέ τήν ἀκαδημαϊκή τους διδασκαλία καί τίς συγγραφές τους ἀναζωογόνησαν τόσο πολύ τόν ἑλληνισμό καί ἀνύψωσαν τό ἐθνικό φρόνημα, ὥστε κατέστησαν ἀθάνατο τό ὄνομα τῆς Μοσχοπόλεως»[8].
 Θά πρέπει ἐπίσης νά σημειωθεῖ ὅτι πολλές ἀπό τίς ἀσματικές Ἀκολουθίες πού ἐκδόθηκαν ἀπό τό Τυπογραφεῖο τῆς Μοσχοπόλεως, βρίσκονται σέ ἀρκετά ἁγιορειτικά χειρόγραφα. Ὁρισμένα ἀπό τά χειρόγραφα αὐτά ἀπετέλεσαν πηγή γιά τίς μοσχοπολίτικες ἐκδόσεις ἐνῶ ἄλλα εἶναι ἀντίγραφά τους. Χαρακτηριστικά ἀναφέρουμε τόν κώδ. Βατοπεδίου 1134, ὅπου βρίσκουμε δύο κανόνες (σέ ἤχους δ΄ καί πλ. δ΄) πρός τόν ἅγιο Κλήμη ἀρχιεπίσκοπο Βουλγαρίας, πού συνέθεσε ὁ Δ. Χωματιανός[9], τόν κώδ. Ἁγ. Παντελεήμονος 505, φ. 6β, μέ ὑμνογραφήματα πρός τούς «Ἁγίους Πέντε καί Δέκα ἱερομάρτυρες, τούς ἐπί Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου μαρτυρήσαντας ἐν Τιβεριουπόλει»[10], τόν κώδ. Δοχειαρίου 198, τοῦ ἔτους 1509, διά χειρός Μαξίμου τοῦ Βατοπεδινοῦ, μέ τήν Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἐράσμου «τοῦ ἐν τῇ Χερμελίᾳ τῶν Ἀχριδῶν»[11]. Ἐπίδης, στόν κώδ. Ἰβήρων 889[12] ὑπάρχει «Πρόχειρον Ἐγχειρίδιον παντοτινοῦ σεληνοδρομίου» τοῦ ἱερολογιωτάτου κυρίου Βελισσαρίου τοῦ πρωτοσυγγέλου τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, καινῷ τύπῳ ἐκδεδομένον· δαπάνῃ τοῦ μακαριωτάτου ἀρχιεπισκόπου Ἀχριδῶν κυρίου κυρίου Ἰωάσαφ, ἐπιμελείᾳ δέ τοῦ κυρίου Μιχαήλ Γκόρας. Ἐν Μοσχοπόλει ᾳψμα΄ παρά Γρηγορίῳ ἱερομονάχῳ τῷ Κωνσταντινίδῃ». Στόν παραπάνω κώδικα, ἀντίγραφο τοῦ ὁμώνυμου βιβλίου πού τυπώθηκε τό 1741 στό τυπογραφεῖο τῆς Μοσχοπόλεως[13] ἀναγνωρίζουμε τόν χαρακτηριστικό τύπο τοῦ τυπογραφείου αὐτοῦ.
 Μία ἐπίσης πτυχή τῶν σχέσεων Μοσχοπόλεως καί Ἁγίου Ὄρους εἶναι ὅτι ὁ πολυγραφέστερος μεταξύ τῶν Ἁγιορειτῶν λογίων, ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (+ 1809), βασίσθηκε στίς ἁγιολογικές καί ὑμνογραφικές ἐκδόσεις τῆς Μοσχοπόλεως, χρησιμοποιώντας αὐτές ὡς πηγή γιά τίς δικές του ἐκδόσεις, κάνοντας κυρίως ἐπιτομές καί μεταφράσεις στήν ἁπλή ἑλληνική γλώσσα τῆς ἐποχῆς του. Χαρακτηριστικά ἀναφέρουμε α) τήν παραλλαγή τοῦ σύντομου Βίου τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βλαδιμήρου, τόν ὁποῖο ὁ μεγάλος ἁγιορείτης διδάσκαλος συντόμευσε. Ἀναφέρει χαρακτηριστικά ὁ ἅγιος Νικόδημος: «... Τόν κατά πλάτος βίον του καί τήν ἀσματικήν του ἀκολουθίαν ὅρα εἰς ξεχωριστήν φυλλάδα τετυπωμένην ἐν Μοσχοπόλει»[14]· β) τή σύντομη παραλλαγή τοῦ Βίου τοῦ ἁγίου Ἐράσμου, ὅπως ὁ ἴδιος ἀναφέρει στό τέλος τῆς παράφρασής του: «Τόν κατά πλάτος βίον καί τήν τούτου ἀσματικήν Ἀκολουθίαν ὅρα ἐν ἰδίᾳ φυλλάδι τυπωθείσῃ ἐν Μοσχοπόλει»[15]· γ) τήν παραφρασμένη σέ ἁπλούστερη γλώσσα τοῦ Βίου τοῦ  ὁσίου Ναούμ τοῦ θαυματουργοῦ, ὅπως ὁ ἴδιος πάλι ἀναφέρει: «Ὅρα καί τόν πλατύτερον βίον τούτου ἐν τῇ ἐκδεδομένῃ αὐτοῦ φυλλάδι, τῇ περιεχούσῃ τήν ἀσματικήν του ἀκολουθίαν ἐξ ἧς φυλλάδος μετεφράσθη ἐν συντόμῳ τό παρόν Συναξάριον ὑπ’ἐμοῦ»[16].
  Στά στενά πλαίσια μιᾶς εἰσήγήσεως θά περιοριστοῦμε στίς σχέσεις Μοσχοπόλεως καί Ἁγίου Ὄρους κατά τόν 18ο αἰώνα. Ἡ περιδιάβασή μας μάλιστα στόν αἰώνα αὐτόν, ὁ ὁποῖος εἶναι καί ὁ χρυσοῦς αἰών τῆς Μοσχοπόλεως[17], θά γίνει μέσα ἀπό τήν διαπραγμάτευση δύο κυρίως θεμάτων: πρῶτον, τοῦ Βίου τοῦ ὁσιομάρτυρος Νικοδήμου καί τῶν προβλημάτων σχετικά μ᾿ αὐτόν καί δεύτερον, τοῦ ζωγραφικοῦ ἔργου τῶν ἀδελφῶν Κωνσταντίνου καί Ἀθανασίου ἀπό τήν Κορυτσᾶ καθώς καί τοῦ Δαβίδ ἀπό τή Σελενίτζα τῆς Αὐλῶνος. Τοῦ Κωνσταντίνου μάλιστα θά παρουσιάσουμε ἄγνωστες φορητές εἰκόνες, πού ἐντοπίσαμε πρόσφατα, ἐντός καί ἐκτός Ἁγίου Ὄρους.



                                     Patapios monk of Kafsokalivia
                                    Librarian of Kafsokalivia Skete.  

                     Relations between Moschopolis and Mount Athos.
The cases of neomartyr Nikodemos and works of painters Konstantine and
                     Athanasios from Koritsa and David from Selenitza

  This paper refers to the relations between Moschopolis and Mt. Athos specifically during the 16th century. The passing through this period, which is known as the golden century of Moschopolis, is done via a discussion of following two subjects:
  a) The biography of neomartyr Nicodemos, a saint who links closely Mt. Athos with Moschopolis and its greater area, since not only the first biography of the saint was written by a writer from Moschopolis, hieromonk Nektarios Terpos ( Πίστις, Venice 1732), but also the first servise, in honour of the same saint, was composed by another writer from Moschopolis, hieromonk Gregory Konstantinidis (Moschopolis 1742).
  St. Nicodemos, a native of Bithkouki or Elbasan of Northern Epirous, exercised as monk in Mt. Athos and suffered martyrdom in Belegrada (presently Berat) at 10 or 11 July of 1709, 1712 or 1722. Through the analysis of ten hagiological and hymnological papers of the 18-19th century -mostly unpublished- which refer to neomartyr Nicodemos, the problems relevant to the saint biography are discussed, since the biography are discussed, since the biographer sources contain several discrepancies which refer to the place of birth, the reasons that made him change his beliefs as well the time of his martyrdom.
  b) The paintwork of Konstantine and Athanasios brothers from Koritsa as well as of David from Selenitza, which represent two typical labs of the postbyzantine painting of the 18th century. These labs, although characterized by different artistic trends, are related by their work in Mt. Athos and Moschopolis, where the activity of the labs was very creative. In this paper a sufficient reference is being made.
  Also in this paper, a first presentation of twelve unknown portable icons of Konstantine from Koritsa is being made. These icons are located in Mt. Athos (Cell of St. Eustathios at Kafsokalivia, Chilandarian Cell of St. George in Karyes) and in the island Kyra-Panagia in Northern Sporades, Greece.


* Εἰσαγωγή εἰσήγησης τοῦ συγγραφέα κατά τό Διεθνές Συμπόσιο, «Χριστιανική Μακεδονία. Μοσχόπολις-Θεσσαλονίκη καί τά πέριξ», Θεσσαλονίκη 2-4 Νοεμβρίου 2007.



   [1] Γιακουμῆ Γ.-Γιακουμῆ Κ., Ὀρθόδοξα μνημεῖα στή Βόρεια Ἤπειρο, Ἰωάννινα 1994, σ. 110-113. Κωνσταντίνου Εὐαν., «Οἱ ναοί καί τό μοναστήρι τῆς Μοσχόπολης», Διεθνές Συμπόσιο «Μοσχόπολις», (Θεσσαλονίκη 31 Ὀκτωβρ.-1 Νοεμβρ. 1996), Θεσσαλονίκη 1999, σ. 130-133.

  [2] Γιά τή Μονή αὐτή ἀπό ἀρχιτεκτονικῆς ἀπόψεως  βλ. Thomo P., Kishat Pasbizantine në Shqipërinë e Jugut, Tiranë 1998, σ. 57-59. Θώμου Π., «Οἱ ἐκκλησίες τῆς Μοσχόπολης (ἀρχιτεκτονική ἀνασκόπηση)», Διεθνές Συμπόσιο «Μοσχόπολις», ὅ.π., σ. 45-46.

  [3] Θώμου Πύρ., Οἱ ἐκκλησίες τῆς Μοσχόπολης, ὅ.π., σ. 46.

  [4] Τόν κώδικα πρόλαβε νά ἀντιγράψει πρίν αὐτός χαθεῖ, ὁ μητροπολίτης Ξάνθης Ἰωακείμ Μαρτινιανός (βλ. Μαρτινιανοῦ Ἰωακ., Συμβολαί εἰς τήν ἱστορίαν τῆς Μοσχοπόλεως, Α΄.  Ἡ Ἱερά Μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου κατά τόν ἐν αὐτῇ κώδικα 1630-1875, Ἀθῆναι 1939. Βλ. ἐπίσης, Βίκυ Θεοδωροπούλου, Recherches sur l’économie de  Moschopolis aux XVIIe et siècles, d’après le code du Monastère de Timios Rrodromos, Paris 1987.       

  [5] Κεκρίδη Στ., «Ἡ Νέα Ἀκαδημία τῆς Μοσχοπόλεως καί ἡ ἀκτινοβολία της στόν βαλκανικό χῶρο», Διεθνές Συμπόσιο «Μοσχόπολις», ὅ.π., σ. 79-95.

  [6] Περί αὐτοῦ βλ. Κεκρίδη Στ., Θεόδωρος Ἀναστασίου Καβαλλιώτης (1718;-1789): Ὁ διδάσκαλος τοῦ Γένους (διδακτ. διατριβή), Καβάλα 1991.

  [7]  Κεκρίδη Στ., Ἡ Νέα Ἀκαδημία τῆς Μοσχοπόλεως, ὅ.π., σ. 83. Τό πιθανώτερο εἶναι ὁ ἱερομόναχος Κωνσταντῖνος νά ταυτίζεται μέ τόν Κωνσταντῖνο Ἁγιοναουμίτη, ἱερομόναχο τῆς μονῆς Ὁσίου Ναούμ τῆς Ἀχρίδας, πού φέρεται ὡς ἕνας ἀπό τούς διδασκάλους τῆς Νέας Ἀκαδημίας καθώς καί ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου Συνταγμάτιον Ὀρθόδοξον (Μοσχόπολις 1746).

  [8] Κουρίλα Εὐλ., Ἡ Μοσχόπολις καί ἡ Νέα Ἀκαδημία αὐτῆς, Ἀθῆναι 1934, σ. 6. Ἐκτός ἀπό τόν Θεόδωρο Καβαλλιώτη ἄλλες ἐξέχουσες προσωπικότητες πού δίδαξαν ἦταν ὁ Χρύσανθος ὁ Ἠπειρώτης, ὁ Σεβαστός Λεοντιάδης, ὁ μοναχός Ἀμβρόσιος Παμπέρης, ὁ Δημήτριος Χαλκεύς, ὁ ἱερομόναχος Γρηγόριος Κωνσταντινίδης, ὁ Ἀχριδῶν Ἰωάσαφ, ὁ ἱερομόναχος Κωνσταντίνος Ἁγιοναουμίτης κ. ἄ.

  [9] Ἡ Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Κλήμη (συμπεριλαμβανομένων τῶν δύο κανόνων τοῦ Δ. Χωματιανοῦ) ἐκδόθηκε στή Μοσχόπολη τό 1742.

  [10]  Ἡ πλήρης Ἀκολουθία τους ἐκδόθηκε στή Μοσχόπολη τό 1741.

  [11] Ἐκδόθηκε στή Μοσχόπολη τό 1742.

  [12] Lambros S., Catalogoue of the Greek Manuscripts on Mount Athos, vol. II, (ἀνατύπωση) Amsterdam 1966, σ. 234.

  [13] Πρόχειρον ἐγχειρίδιον παντοτινοῦ σελινοδρομίου... (Legrand E., Bibliographie Hellenique, XVIIIe t. I-II, Paris 1918-1928, ἀρ. 317. Λαδᾶ Γ.-Χατζηδήμου Δ., Ἑλληνική Βιβλιογραφία: Συμβολή στό 18ο αἰώνα, ΕΒ 18ος αἰ. τ. Ι, Ἀθήνα 1964, 32). Τό βιβλίο αὐτό τυπώθηκε μέ τή μέριμνα τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀχριδῶν Ἰωάσαφ.

  [14] Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ. Β΄, Βενετία 1819, σ. 60.

  [15] Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστής, ὅ.π., σ. 79.

  [16] Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστής, τ. Α΄, Βενετία 1819, σ. 408.


  [17] Πολύ παραστατικές ἀπεικονίσεις τῆς Μοσχοπόλεως κατά τήν ἐξεταζόμενη περίοδο μᾶς δίνουν δύο λεπτομέρειες ἀπό χαλκογραφίες τῆς ἐποχῆς· καί οἱ δύο προέρχονται ἀπό τή Στεμματογραφία τοῦ Χριστοφόρου Ζεφάροβιτς. Ἡ πρώτη (1742), στό κάτω μέρος χαλκογραφίας πού ἀπεικονίζει τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Βλαδίμηρο καί σκηνές ἀπό τόν Βίο του καί ἡ δεύτερη (1743), στό κάτω μέρος χαλκογραφίας πού ἀπεικονίζει τόν ὅσιο Ναούμ, σκηνές ἀπό τό Βίο του καθώς καί τήν ὁμώνυμη μονή τῆς λίμνης Ἀχρίδος καί τόν περιβάλλοντα χῶρο  της (Grozdanov C., Les portraits des Saints de Macedoine du IX au XVIII siècle, Skopje 1983, σ. 240 καί 233-234 ἀντίστοιχα)