Παταπίου
μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου
Σχέσεις Μοσχοπόλεως καί Ἁγίου Ὄρους
Οἱ περιπτώσεις τοῦ Βίου τοῦ ὁσιομάρτυρος Νικοδήμου καί
τοῦ ἔργου τῶν ζωγράφων Κωνσταντίνου καί Ἀθανασίου ἀπό τήν Κορυτσᾶ καί Δαβίδ ἀπό
τή Σελενίτζα
Οἱ σχέσεις μεταξύ
Μοσχοπόλεως καί Ἁγίου Ὄρους θά μποροῦσαν νά ἀναχθοῦν στό πρῶτο μισό τοῦ 17ου
αἰ., μέ τήν ἵδρυση στά περίχωρα τῆς ἔνδοξης αὐτῆς βορειοηπειρωτικῆς πόλης, τῆς
μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου.
Τό ἀρχαιότερο σωζόμενο μνημεῖο τῆς Μοσχοπόλεως, τό καθολικό τῆς μονῆς Προδρόμου
(ἀνέγερση 1632, εἰκονογράφηση 1659),
εἶναι ἀθωνικοῦ τύπου, καθώς εἶναι σταυροειδής ἐγγεγραμμένος μέ τρούλο ναός καί
μέ πλάγιες κόγχες (χορούς). Ἀνήκει ὅμως σέ σύνθετη παραλλαγή τοῦ ἀθωνικοῦ
τύπου, ὅπου τό ἱερό Βῆμα ξεχωρίζει ἀπό τή σταυροειδή δομή, μέσω δύο πεσσῶν.
Παράλληλα, μελετώντας κανείς τά σωζόμενα τμήματα τοῦ κώδικα τῆς μονῆς Προδρόμου,
διαπιστώνει ἕνα βαθμό ἐπιρρεασμοῦ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Τυπικοῦ τῆς μονῆς ἀπό τό
λεγόμενο «ἀθωνικό τυπικό».
Ἐπιπροσθέτως, στήν περίφημη Νέα Ἀκαδημία τῆς
Μοσχοπόλεως, τό λαμπρότερο ἐκπαιδευτικό ἵδρυμα ἀνώτερης παιδείας στό βαλκανικό
χῶρο στά μέσα τοῦ 18ου αἰώνα (λειτούργησε τήν περίοδο 1740-1769),
διακρίθηκε ἕνας ἀπό τούς ἀξιολογότερους σχολάρχες της, ὁ λαμπρός λόγιος ἱερέας Θεόδωρος Καβαλλιώτης (1718;-1789),
πού στάθηκε ἐπί τριετία μαθητής τοῦ Εὐγένιου
Βούλγαρη, σχολάρχου τῆς Ἀθωνιάδος Σχολῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους τήν περίοδο
1753-1759. Τό 1760, ἐξάλλου, φαίνεται ὅτι συνδιδάσκαλος μέ τόν Θεόδωρο
Καβαλλιώτη ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς ἀποφοίτους τῆς Ἀθωνιάδος Σχολῆς· ὁ ἱερομόναχος
Κωνσταντῖνος.
Ὁ ἁγιορείτης λόγιος Εὐλόγιος Κουρίλας
Λαυριώτης, μητροπολίτης Κορυτσᾶς, ἀναφέρει γιά τούς καθηγητές τῆς σχολῆς αὐτῆς:
«Οἱ διάφοροι αὐτοί διδάσκαλοι τοῦ Γένους καί περιφανεῖς λόγιοι, μέ τήν
ἀκαδημαϊκή τους διδασκαλία καί τίς συγγραφές τους ἀναζωογόνησαν τόσο πολύ τόν
ἑλληνισμό καί ἀνύψωσαν τό ἐθνικό φρόνημα, ὥστε κατέστησαν ἀθάνατο τό ὄνομα τῆς
Μοσχοπόλεως».
Θά πρέπει ἐπίσης νά σημειωθεῖ ὅτι πολλές ἀπό
τίς ἀσματικές Ἀκολουθίες πού ἐκδόθηκαν ἀπό τό Τυπογραφεῖο τῆς Μοσχοπόλεως,
βρίσκονται σέ ἀρκετά ἁγιορειτικά χειρόγραφα. Ὁρισμένα ἀπό τά χειρόγραφα αὐτά
ἀπετέλεσαν πηγή γιά τίς μοσχοπολίτικες ἐκδόσεις ἐνῶ ἄλλα εἶναι ἀντίγραφά τους.
Χαρακτηριστικά ἀναφέρουμε τόν κώδ. Βατοπεδίου 1134, ὅπου βρίσκουμε δύο κανόνες
(σέ ἤχους δ΄ καί πλ. δ΄) πρός τόν ἅγιο Κλήμη ἀρχιεπίσκοπο Βουλγαρίας, πού
συνέθεσε ὁ Δ. Χωματιανός,
τόν κώδ. Ἁγ. Παντελεήμονος 505, φ. 6β, μέ ὑμνογραφήματα πρός τούς «Ἁγίους Πέντε καί Δέκα ἱερομάρτυρες, τούς ἐπί
Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου μαρτυρήσαντας ἐν Τιβεριουπόλει»,
τόν κώδ. Δοχειαρίου 198, τοῦ ἔτους 1509, διά χειρός Μαξίμου τοῦ Βατοπεδινοῦ, μέ
τήν Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἐράσμου «τοῦ ἐν τῇ Χερμελίᾳ τῶν Ἀχριδῶν».
Ἐπίδης, στόν κώδ. Ἰβήρων 889
ὑπάρχει «Πρόχειρον Ἐγχειρίδιον παντοτινοῦ
σεληνοδρομίου» τοῦ ἱερολογιωτάτου κυρίου Βελισσαρίου τοῦ πρωτοσυγγέλου τῆς
Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, καινῷ τύπῳ ἐκδεδομένον· δαπάνῃ τοῦ μακαριωτάτου
ἀρχιεπισκόπου Ἀχριδῶν κυρίου κυρίου Ἰωάσαφ, ἐπιμελείᾳ δέ τοῦ κυρίου Μιχαήλ
Γκόρας. Ἐν Μοσχοπόλει ᾳψμα΄ παρά Γρηγορίῳ ἱερομονάχῳ τῷ Κωνσταντινίδῃ».
Στόν παραπάνω κώδικα, ἀντίγραφο τοῦ ὁμώνυμου βιβλίου πού τυπώθηκε τό 1741 στό
τυπογραφεῖο τῆς Μοσχοπόλεως
ἀναγνωρίζουμε τόν χαρακτηριστικό τύπο τοῦ τυπογραφείου αὐτοῦ.
Μία ἐπίσης πτυχή τῶν σχέσεων Μοσχοπόλεως καί Ἁγίου
Ὄρους εἶναι ὅτι ὁ πολυγραφέστερος μεταξύ τῶν Ἁγιορειτῶν λογίων, ἅγιος Νικόδημος
ὁ Ἁγιορείτης (+ 1809), βασίσθηκε στίς ἁγιολογικές καί ὑμνογραφικές ἐκδόσεις τῆς
Μοσχοπόλεως, χρησιμοποιώντας αὐτές ὡς πηγή γιά τίς δικές του ἐκδόσεις, κάνοντας
κυρίως ἐπιτομές καί μεταφράσεις στήν ἁπλή ἑλληνική γλώσσα τῆς ἐποχῆς του. Χαρακτηριστικά
ἀναφέρουμε α) τήν παραλλαγή τοῦ σύντομου Βίου τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βλαδιμήρου,
τόν ὁποῖο ὁ μεγάλος ἁγιορείτης διδάσκαλος συντόμευσε. Ἀναφέρει χαρακτηριστικά ὁ
ἅγιος Νικόδημος: «... Τόν κατά πλάτος
βίον του καί τήν ἀσματικήν του ἀκολουθίαν ὅρα εἰς ξεχωριστήν φυλλάδα
τετυπωμένην ἐν Μοσχοπόλει»·
β) τή σύντομη παραλλαγή τοῦ Βίου τοῦ ἁγίου Ἐράσμου, ὅπως ὁ ἴδιος ἀναφέρει στό
τέλος τῆς παράφρασής του: «Τόν κατά
πλάτος βίον καί τήν τούτου ἀσματικήν Ἀκολουθίαν ὅρα ἐν ἰδίᾳ φυλλάδι τυπωθείσῃ
ἐν Μοσχοπόλει»·
γ) τήν παραφρασμένη σέ ἁπλούστερη γλώσσα τοῦ Βίου τοῦ ὁσίου Ναούμ τοῦ θαυματουργοῦ, ὅπως ὁ ἴδιος
πάλι ἀναφέρει: «Ὅρα καί τόν πλατύτερον
βίον τούτου ἐν τῇ ἐκδεδομένῃ αὐτοῦ φυλλάδι, τῇ περιεχούσῃ τήν ἀσματικήν του
ἀκολουθίαν ἐξ ἧς φυλλάδος μετεφράσθη ἐν συντόμῳ τό παρόν Συναξάριον ὑπ’ἐμοῦ».
Στά στενά πλαίσια μιᾶς
εἰσήγήσεως θά περιοριστοῦμε στίς σχέσεις Μοσχοπόλεως καί Ἁγίου Ὄρους κατά τόν
18ο αἰώνα. Ἡ περιδιάβασή μας μάλιστα στόν αἰώνα αὐτόν, ὁ ὁποῖος
εἶναι καί ὁ χρυσοῦς αἰών τῆς Μοσχοπόλεως, θά
γίνει μέσα
ἀπό τήν διαπραγμάτευση δύο κυρίως θεμάτων: πρῶτον, τοῦ Βίου τοῦ ὁσιομάρτυρος
Νικοδήμου καί τῶν προβλημάτων σχετικά μ᾿ αὐτόν καί δεύτερον, τοῦ ζωγραφικοῦ
ἔργου τῶν ἀδελφῶν Κωνσταντίνου καί Ἀθανασίου ἀπό τήν Κορυτσᾶ καθώς καί τοῦ
Δαβίδ ἀπό τή Σελενίτζα τῆς Αὐλῶνος. Τοῦ Κωνσταντίνου μάλιστα θά παρουσιάσουμε
ἄγνωστες φορητές εἰκόνες, πού ἐντοπίσαμε πρόσφατα, ἐντός καί ἐκτός Ἁγίου Ὄρους.
Patapios monk of
Kafsokalivia
Librarian of Kafsokalivia Skete.
Relations
between Moschopolis and Mount Athos.
The cases of neomartyr Nikodemos and works of painters Konstantine and
Athanasios from Koritsa and David
from Selenitza
This paper refers to the relations between Moschopolis
and Mt. Athos specifically during the 16th century. The passing
through this period, which is known as the golden century of Moschopolis, is
done via a discussion of following two subjects:
a) The biography of neomartyr Nicodemos, a
saint who links closely Mt. Athos with Moschopolis and its greater area, since
not only the first biography of the saint was written by a writer from
Moschopolis, hieromonk Nektarios Terpos (Ἡ Πίστις, Venice 1732),
but also the first servise, in honour of the same saint, was composed by
another writer from Moschopolis, hieromonk Gregory Konstantinidis (Moschopolis
1742).
St. Nicodemos, a native of
Bithkouki or Elbasan of Northern Epirous, exercised as monk in Mt. Athos and
suffered martyrdom in Belegrada (presently Berat) at 10 or 11 July of 1709,
1712 or 1722. Through the analysis of ten hagiological and hymnological papers
of the 18-19th century -mostly unpublished- which refer to neomartyr
Nicodemos, the problems relevant to the saint biography are discussed, since
the biography are discussed, since the biographer sources contain several
discrepancies which refer to the place of birth, the reasons that made him
change his beliefs as well the time of his martyrdom.
b) The paintwork of Konstantine
and Athanasios brothers from Koritsa as well as of David from Selenitza, which
represent two typical labs of the postbyzantine painting of the 18th
century. These labs, although characterized by different artistic trends, are
related by their work in Mt. Athos and Moschopolis, where the activity of the
labs was very creative. In this paper a sufficient reference is being made.
Also in this paper, a first
presentation of twelve unknown portable icons of Konstantine from Koritsa is
being made. These icons are located in Mt. Athos (Cell of St. Eustathios at
Kafsokalivia, Chilandarian Cell of St. George in Karyes) and in the island
Kyra-Panagia in Northern Sporades, Greece.
Τόν κώδικα πρόλαβε
νά ἀντιγράψει πρίν αὐτός χαθεῖ, ὁ μητροπολίτης Ξάνθης Ἰωακείμ Μαρτινιανός (βλ.
Μαρτινιανοῦ Ἰωακ., Συμβολαί εἰς τήν
ἱστορίαν τῆς Μοσχοπόλεως, Α΄. Ἡ Ἱερά
Μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου κατά τόν ἐν αὐτῇ κώδικα 1630-1875, Ἀθῆναι 1939.
Βλ. ἐπίσης, Βίκυ Θεοδωροπούλου, Recherches sur l’économie de Moschopolis aux XVIIe et siècles,
d’après le code du Monastère de Timios Rrodromos, Paris 1987.