Δευτέρα 18 Ιουλίου 2016

ΜΝΗΜΗ ΟΣΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΘΩΝΙΤΟΥ - ΠΑΝΗΓΥΡΗ ΜΕΓΙΣΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ

 






5 Ἰουλίου/18 Ἰουλίου
Μνήμη τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου.
 
ὅσιος Ἀθανάσιος γεννήθηκε περί τά ἔτη 925-930 στήν Τραπεζοῦντα τοῦ Πόντου. Οἱ ἐξαιρετικές του ἐπιδόσεις τοῦ Ἀβραμίου –ὅπως λεγόταν κατά κόσμον ὁ Ἀθανάσιος- στά γράμματα, κίνησαν τό ἐνδιαφέρον τοῦ βυζαντινοῦ στρατηγοῦ τοῦ Αἰγαίου Ζεφινεζέρ, ὁ ὁποῖος τόν πῆρε μαζί του στήν Κωνσταντινούπολη.  
  Ὅταν ἀργότερα –σέ μία καθοριστική γιά τό μέλλον του συνάντηση- γνώρισε τόν συγγενή τοῦ ἀνωτέρω στρατηγοῦ, ὅσιο Μιχαήλ τόν Μαλεΐνο (+ 12 Ἰουλίου 961), ἡγούμενο τῆς μονῆς τῆς Θεοτόκου, στό ὄρος τοῦ Κυμινᾶ, ὁ Ἀβράμιος τοῦ ἐξομολογήθηκε τόν πόθο του νά ἀσπασθεῖ τόν μοναχικό βίο. Στή συνάντηση αὐτή παραβρέθηκε καί ὁ ἀνηψιός τοῦ ἁγίου Μιχαήλ Νικηφόρος Φωκᾶς, στρατηγός τότε τοῦ θέματος τῶν Ἀνατολικῶν, ὁ ὁποῖος ἐντυπωσιάστηκε πολύ ἀπό τόν Ἀβράμιο.
   Δέν πέρασε καιρός καί ὁ Ἀβράμιος ἐκάρη μικρόσχημος μοναχός ὑπό τό ὄνομα Ἀθανάσιος στή μονή πού εἶχε ἱδρύσει τό 922 ὁ ὅσιος Μιχαήλ ὁ Μαλεΐνος στόν Κυμινᾶ, στήν περιοχή Ξηρολίμνη, δίπλα ἀπό τόν ποταμό Γάλλο, στά ὅρια Βιθυνίας-Παφλαγονίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Στό κοινόβιο αὐτό ἀσκήθηκε γιά τέσσερα χρόνια, ἐνῶ ἔζησε ὡς ἀναχωρητής τοὐλάχιστον τρία χρόνια στήν ἔρημο τοῦ Κυκλήση, πού ἀπεῖχε ἕνα μίλι ἀπό τό κοινόβιο τοῦ Κυμινᾶ.
   Κατά τήν παραμονή τοῦ Ἀθανασίου στόν Κυμινᾶ, ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς, σέ ἐπίσκεψή του στή μονή, ἐκμυστηρεύθηκε στόν Ἀθανάσιο τήν πρόθεσή του νά καρεῖ μοναχός καί νά καταστεῖ ὑποτακτικός του, μόλις οἱ συνθῆκες θά τό ἐπέτρεπαν.
   Ἀργότερα, γιά νά ἀποφύγῃ τόσο τήν ἀνάληψη τῆς ἡγουμενίας τῆς μονῆς ὅσο καί τούς ἐπαίνους τῶν συμμοναστῶν του, ἀναχώρησε γιά τόν Ἄθω, μόνο μέ τά ἐνδύματα πού ἔφερε ἀφ’ ἑαυτοῦ, δύο χειρόγραφα βιβλία τά ὁποῖα ὁ ἴδιος καλλιγράφησε (Εὐαγγέλιο καί Πράξεις τῶν Ἀποστόλων) καί τό κουκούλιον τοῦ Γέροντά του-σύμβολο πνευματικοῦ συνδέσμου μέ τόν Κυμινᾶ, μέ τό ὁποῖο καί θά ταφεῖ. Ταπεινά φρονοῦμε ὅτι τόν Ἀθανάσιο μεταφύτευσε στόν Ἄθω ἡ θεία Πρόνοια γιά νά μεταδώσει ἀκέραια στό νέο αὐτό μοναστικό κέντρο, τήν σκυτάλη τῆς πολύτιμης πνευματικῆς πείρας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἐν ὄψει μάλιστα τῆς ἐπερχόμενης λαίλαπας τῶν ἀσιατικῶν ὀρδῶν.
   Ὁ Ἀθανάσιος θά κρατήσει μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του τόν πνευματικό του σύνδεσμο μέ τήν Μικρά Ἀσία καί τόν Κυμινᾶ. Ἀργότερα, ἕνας ἀπό τούς συνασκητές του στόν Κυμινᾶ, θά τόν διαδεχθεῖ στήν ἡγουμενία τῆς  Λαύρας ἐνῶ ὁ μοναχός Μεθόδιος, ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ ἀπό τήν Κρήτη γιά τήν ἔναρξη τῶν ἐργασιῶν οἰκοδομήσεως τῆς Λαύρας, εἶναι ὁ μέλλων ἡγούμενος τοῦ Κυμινᾶ. Θά πρέπει ἐδῶ νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι γιά τήν περαιτέρω δράση τοῦ Ἀθανασίου στόν Ἄθω, ἡ μύηση καί μετοχή του στό μοναστικό βίο τῶν ἐν Βιθυνίᾳ μοναζόντων καί ἡ ἐμπειρία του σέ ἕνα μοναστικό ἵδρυμα ὅπως ὁ Κυμινᾶς πού συνδύαζε τήν κοινοβιακή ζωή μέ τόν ἀναχωρητισμό, θά πρέπει νά ἔπαιξε σημαντικό ρόλο. 
    Σύμφωνα μέ τόν Βίο του, ὁ Ὅσιος μόλις φθάνει στόν Ἄθω (περί τά ἔτη 957-958), περιηγεῖται τό Ὄρος καί ἐπισκέπτεται τούς ἐκεῖ ἀσκητές «οὐ πολλούς ὄντας τότε» καί θαυμάζει «τούτων τήν τραχυτάτην ἀγωγήν» καί «τόν ἐρημικόν καί ἀπράγμονα βίον». Τέλος, κατέφυγε στό βόρειο τμῆμα τῆς ἱερᾶς χερσονήσου, στό Ζυγό, ὅπου καί ὑποτάχθηκε σ’ ἕναν ἁπλούστατο γέροντα, ὑποδυόμενος τόν ἀγράμματο ναυαγήσαντα ναυτικό.
   Στό μεταξύ, ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς, ὁ ὁποῖος εἶχε προαχθεῖ σέ Δομέστικο τῶν Σχολῶν τῆς Ἀνατολῆς (δηλαδή Στρατηγό), ἀναζητοῦσε ἐπίμονα παντοῦ νά βρεῖ τόν φίλο του Ἀθανάσιο. Τόν Ἀθανάσιο ἀνακάλυψε τελικά ὁ ἀδελφός τοῦ Νικηφόρου, Λέων Φωκᾶς, ὁ ὁποῖος ἔφθασε λίγο πρίν τό 961 στόν Ἄθω γιά προσκυνηματικούς λόγους, ἔπειτα ἀπό μίαν νικηφόρα ἐκστρατεία ἐνάντια στούς Σκύθες. Οἱ λοιποί ἀθωνῖτες μοναχοί, διαπιστώνοντας τίς ὑψηλές γνωριμίες τοῦ Ἀθανασίου, τόν παρεκάλεσαν νά μεσολαβήσει  ὥστε νά ἀνακαινιστεῖ καί νά διευρυνθεῖ ὁ ναός τοῦ Πρωτάτου.
   Τό αἴτημα τοῦ Ἀθανασίου ἔγινε ἀμέσως δεκτό ἀπό τόν Λέοντα, καί προκειμένου νά ἀποφύγει τήν φήμη καί τόν ἔπαινο, ὁ Ἀθανάσιος ἀποσύρθηκε στήν ἐρημική περιοχή τῶν Μελανῶν, στό νοτιοανατολικό ἄκρο τῆς χερσονήσου.  
  Ἀπό τόν Ἰούλιο τοῦ 960 ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς διηύθηνε τήν ἐκστρατεία τῶν βυζαντινῶν γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς Κρήτης ἀπό τούς Ἄραβες. Ὁ Νικηφόρος, πρίν ἀπό τήν ἅλωση τοῦ Χάνδακος, ἔστειλε παντοῦ ἀγγελιοφόρους σέ ὅλα τά μοναστικά κέντρα, ζητῶντας τήν πνευματική συμπαράσταση ὁσίων μοναχῶν πού θά μποροῦσαν νά στηρίξουν τό στράτευμα στό ἀπελευθερωτικό του ἔργο, μέ τίς προσευχές τους. Ἰδιαίτερη ὅμως στάθηκε ἡ ἐπιθυμία τοῦ στρατηγοῦ ὅπως ἔχει σύμμαχό του τήν φυσική παρουσία τοῦ φίλου του Ἀθανασίου. 
   Οἱ ἀθωνῖτες ἀσκητές κατάφεραν νά πείσουν τόν ὅσιο Ἀθανάσιο νά ὑπερβεῖ τούς δισταγμούς πού προέβαλλε γιά νά ἐγκαταλείψει τήν ἡσυχία τῶν Μελανῶν. Τότε ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος, λαμβάνοντας ὡς συνοδεία του ἕνα γέροντα μοναχό «ἐπί τήν Κρήτην ἐξέπλευσεν. Ὁ γοῦν εὐσεβέστατος Νικηφόρος, καταλαβόντων αὐτῶν, ἰδών τόν Ἀθανάσιον, ἠσπάσατο μέν καί ὡς πατέρα ἐτίμησεν αὐτοῦ πνευματικόν». 
   Ὁ Νικηφόρος, θεώρησε ἰδιαίτερη εὐλογία τό γεγονός, ὅτι μέ τήν ἄφιξη τοῦ Ἀθανασίου στήν Κρήτη, κυρίευσε τόν Χάνδακα, μετά τόν δεινό χειμῶνα τοῦ ἔτους 961/962.
   Ταυτόχρονα, ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος, μέ τήν βοήθεια τοῦ Νικηφόρου, φρόντισε γιά τήν ἀνεύρεση, ἀπελευθέρωση καί τήν ἐπαναφορά στόν Ἄθω τῶν αἰχμαλώτων μοναχῶν.
   
Μεγίστη Λαύρα: Φιάλη Αγιασμού
Τότε ὁ Νικηφόρος, ἐπανεβεβαίωσε στόν Ὅσιο τήν ἐπιθυμίαν του νά γίνει μοναχός καί τόν προέτρεψε νά κτίσει στόν Ἄθω μεγάλη μονή, στήν ὁποία ἀργότερα θά ἀποσυρόταν καί ὁ ἴδιος. Καί συγχρόνως μέ τήν πρότασή του αὐτή, ὁ Νικηφόρος προσέφερε στόν ὅσιο Ἀθανάσιο καί τά χρήματα γιά τά ἔξοδα τῆς οἰκοδομήσεως τῆς Λαύρας.
     Ἀρχικά, ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος ἀρνήθηκε τήν προσφορά τοῦ Νικηφόρου, καί «ἐπί τόν Ἄθω ἀνέκαμψεν», τήν ἄνοιξη τοῦ 961. Κατόπιν ὅμως ἐπείσθη -ἀφοῦ δέχθηκε καί τίς πειστικές παραινέσεις τοῦ ἀπεσταλμένου τοῦ Νικηφόρου, μοναχοῦ Μεθοδίου- θεωρῶντας ὡς θεῖο θέλημα τήν ἀνέγερση τῆς Λαύρας καί ἀποφάσισε νά ἀναλάβει τήν φροντίδα τῆς οἰκοδομῆς. Ἄν καί ὁ βιογράφος τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου τοποθετεῖ τήν ἔναρξη τῶν πρώτων ἐργασιῶν τῆς μονῆς τό 961, συνδέοντας τήν κοίμηση τοῦ ὁσίου Μιχαήλ Μαλεΐνου μέ τήν ἵδρυση τῆς νέας μονῆς καί τήν ἀνάληψη τῆς ἡγουμενίας της ἀπό τόν Ἀθανάσιο, τόν ὁποῖο θεωρεῖ πνευματικό διάδοχο τοῦ πρώτου, ἐν τούτοις, αὐτή πρέπει νά τοποθετηθεῖ γύρω στό φθινόπωρο τοῦ 962. Στήν ἀρχή, καί μέ τήν γενναία οἰκονομική συνδρομή τοῦ Φωκᾶ, ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος ἔκτισε πολύ γρήγορα ἕνα παρεκκλήσιο ἀφιερωμένο στόν Τίμιο Πρόδρομο μέ δύο κελλιά, τά ὁποῖα σώζονται μέχρι σήμερα.
   Τό ἔτος 963, τό ὁποῖο θεωρεῖται καί ὡς ἔτος ἱδρύσεως τῆς μονῆς, μιά πού ἔχουν γίνει ἤδη τά πρῶτα κτίσματα καί τά θεμέλια τοῦ Καθολικοῦ καί ὑπάρχει ἤδη ἡ ὀργανωμένη κοινότητα, συνέβη ἕνα γεγονός τό ὁποῖο ἔμελλε νά λυπήσει σφόδρα τόν ὅσιο Ἀθανάσιο. Πρόκειται περί τῆς ἀνόδου τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ στόν αὐτοκρατορικό θρόνο τοῦ Βυζαντίου (ἀνακηρύχθηκε αὐτοκράτορας στήν Καισάρεια στίς 3 Ἰουλίου καί στέφθηκε στήν Κωνσταντινούπολη στίς 16 Αὐγούστου τοῦ 963)· γεγονός τό ὁποῖο ὁ Ὅσιος θεώρησε ὡς προδοσία, ἐφόσον χάρη τοῦ Νικηφόρου «τῇ οἰκοδομῇ τῆς μονῆς ἐπεχείρησεν, ὡς ἐκείνου ὑποσχομένου αὐτῷ τοῖς κοσμικοῖς ἀποτάξασθαι πράγμασι καί μετ’ αὐτοῦ ἡσυχάζειν».
   Κατόπιν αὐτῆς τῆς ἐξελίξεως, ὁ Ὅσιος δέν μποροῦσε νά παραμείνει στή Λαύρα καί ἀναχώρησε κι ἀπ’ αὐτό τό Ὄρος. «Ἐμβάς οὖν εἰς ἔν τῶν ὑπ’ αὐτόν πλοίων καί τά ἐν μέσῳ παραμείψας πελάγη διαπεραιοῦται τήν Ἄβυδον». Πρόκειται –νά σημειώσουμε ἐδῶ- γιά τό πρῶτο μεγάλο ταξίδι ἁγιορειτικοῦ πλοίου πού γνωρίζουμε. Φθάνοντας στήν Ἄβυδο, στό στενώτατο μέρος τῆς μικρασιατικῆς ἀκτῆς τοῦ Ἑλλησπόντου, ἔστειλε πίσω στόν Ἄθω τό πλοῖο τῆς Λαύρας καί στήν Βασιλεύουσα ἕναν μοναχό πού μετέφερε τήν ἐπιστολή παραιτήσεώς του στόν Φωκᾶ. Τέλος, κατέληξε μαζί μέ δύο μαθητές του στήν Μονή τῶν Ἱερέων, στήν Κύπρον, ὅπου ἀφοῦ ὑποκρίθηκαν τούς προσκυνητές, ζήτησαν νά ἐγκαταβιώσουν ἐκεῖ.  
   Ὅταν τόν ἐντόπισαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ αὐτοκράτορα, ὁ Ὅσιος καί ἕνας μαθητής του ἀναχώρησαν μέ πλοῖο καί ἔφθασαν στήν Ἀττάλεια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος εἶδε σέ ὅραμα τήν παρακμή στήν ὁποία εἶχε περιπέσει ἡ Λαύρα του ἐξ αἰτίας τῆς ἀναχωρήσεώς του καί ἔλαβε τήν διαβεβαίωση ὅτι μέ ἐκεῖνον πάλι ἐπικεφαλῆς, τό μέλλον τῆς μονῆς θά ἦταν λαμπρό. Μετά ἀπ’ αὐτό, ὁ ὅσιος ἀποφάσισε τήν ἐπιστροφή του στόν Ἄθω. Καθ’ ὁδόν ἐπισκέφθηκε τούς πατέρες τῆς μονῆς Διουγγίου πού βρισκόταν στή Λάμπη τῆς Φρυγίας, θεραπεύοντας τόν ἀδελφό τοῦ ἡγουμένου μέ μόνη τήν προσέγγιση τῆς χειρός του. Τέλος, στίς ἀρχές τοῦ 964 ἐπέστρεψε στή Λαύρα, ὅπου ἔγινε δεκτός μέ ἐνθουσιασμό, καί ἡ μονή ἤρχισε νά ἀναβιώνει.
  Τέλος, ἔκρινε σκόπιμο νά ταξιδεύσει στήν  Κωνσταντινούπολη γιά νά συναντηθεῖ μέ τόν νέο αὐτοκράτορα καί ἀθετήσαντα τίς ὑποσχέσεις του πνευματικό του τέκνο, τήν Ἄνοιξη τοῦ 964. Ὁλοκληρώνοντας τήν πολύ συγκινητική αὐτή ἐπίσκεψη, ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος ἀναχώρησε γιά τόν Ἄθω, συναποκομίζοντας τρία χρυσόβουλλα διά τῶν ὁποίων ρυθμίζονταν διοικητικά ζητήματα καί παραχωρούνταν στή βασιλική πλέον μονή τῆς Μεγίστης Λαύρας σημαντικές δωρεές. (...)
(...)  Ἡ φωτισμένη προσωπικότητα τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου σημάδευσε ὄχι μόνο τήν μετέπειτα ἐξέλιξη τοῦ ἁγιορειτικοῦ μοναχισμοῦ, ἀλλά καί τήν ἱστορία ὅλης τῆς βυζαντινῆς ἐποχῆς. Τό δέ ἐπιτελεσθέν βαρυσήμαντο ἔργο του εἶναι καθολικό σέ ἀξία καί ἁμιλλᾶται τήν αἰωνιότητα.

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2016

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΗΝΑ



ΘΕΟΤΟΚΑΡΙΟΝ ΑΓΑΠΙΟΥ ΤΟΥ ΚΡΗΤΟΣ


Θεοτοκάριον ὡραιότατον καί χαρμόσυνον, τό πρίν ἐπιμελῶς συγγραφέν ἐκ τοῦ Ἁγίου Ὄρους βίβλων, παρ᾿ Ἀγαπίου μοναχοῦ τοῦ Κρητός [τοῦ Ἁγιορείτου]. Καί τανῦν μετατυπωθέντι καί διορθωθέν εἰς δόξαν αὐτῆς τῆς Ἀειπαρθένου Κόρης καί Θεομήτορος... Ἐνετίησιν ᾳχπα΄ [1681]





Τρίτη 12 Ιουλίου 2016

ΜΝΗΜΗ ΑΓΙΟΥ ΠΑΙΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

Σήμερα εορτάζει ο όσιος Παΐσιος ο Νέος, ο Αθωνίτης. Πολλά θα λεχθούν και θα γραφτούν για το πρόσωπό του.
Προσωπικά από όλες τις όμορφες ιστορίες σας προτρέπω να κρατήσετε μόνο ένα πράγμα. Το εκκλησιαστικό του φρόνημα. Ο όσιος Παΐσιος έμεινε πιστός και συνεπής στον αγώνα της μετανοίας. Έμεινε πάντοτε υπό τις πτέρυγες της Εκκλησίας. Έμεινε σταθερός στην πίστη και δεν παρέκλινε ούτε αριστερά ούτε δεξιά.
Σήμερα αυτό το υπόδειγμα ευσεβείας και χριστιανικής βιωτής το χρειαζόμαστε όσο ποτέ άλλοτε. Περισσεύουν οι κραυγές και της αμαρτίας και του στείρου ευσεβισμού. Ο Παΐσιος δεν δείλιασε μπροστά στις θλίψεις και τα εμπόδια. Δεν παράτησε τον πνευματικό αγώνα. Αλλά έδειξε υπομονή και εγκαρτέρηση. 
Όπως λέγει κι ο Απόστολος Παύλος: τα παθήματα φέρνουν την υπομονή, η υπομονή την δοκιμή, και η δοκιμή την ελπίδα!

Ο Παΐσιος δεν ξιπάστηκε από τα χαρίσματα που έλαβε από τον Θεό. Τα χρησιμοποίησε μέσα στο χώρο της Εκκλησίας για να βοηθήσει τους αδελφούς του στον πνευματικό αγώνα. Δεν αυτονομήθηκε. Δεν κατηγόρησε κληρικούς. Δεν έγινε ένας «γκουρουγέροντας» για να ελέγχει μέχρι γελοίας λεπτομερείας τις ζωές των «πνευματικών του τέκνων».
Αυτό χρειαζόμαστε όλοι μας. Να δούμε την θέση μας μέσα στην Εκκλησία. Να αξιοποιήσουμε τα χαρίσματά μας για την μετάνοιά μας και την πνευματική προκοπή τόσο την δική μας όσο και των αδελφών μας. Και το κυριώτερο να μείνουμε σταθεροί στην πίστη μέσα στον ευλογημένο και αγιασμένο χώρο της Εκκλησίας του Χριστού. Το πόσο σημαντικό είναι αυτό μας το εξηγεί το παράδειγμα των αρχαίων στρατιωτών. Ο κάθε στρατιώτης έπρεπε να μείνει σταθερός στην γραμμή του. Στον τόπο του. Στην θέση που είχε μέσα στην στρατιωτική διάταξη της φάλαγγας. Άν έκανε ένα βήμα εμπρός γιατί ήθελε να κάνει τον ήρωα τότε έθετε και τον εαυτό του και τους συστρατιώτες σε κίνδυνο θανάτου. Αν έκαμε ένα βήμα πίσω λόγω της δειλίας του τότε και πάλι το μοναδικό κέρδος θα ήταν ο θάνατος. Μεταφέρετε τώρα την εικόνα αυτή στην πνευματική ζωή του χριστιανού και θα καταλάβετε τι σημαίνει εκκλησιαστικό φρόνημα, σταθερότητα, υπομονή και εγκαρτέρηση!

Μητροπολίτης Χόνγκ Κόνγκ Νεκτάριος

ΠΗΓΗ: ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΕΣ ΜΝΗΜΕΣ

Κυριακή 10 Ιουλίου 2016

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΜΗΝΑ



«Στή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας ὁ μοναχός παραδίδεται μέ ἀγάπη στόν Θεό καί ὁ Θεός παραδίδεται σ᾿ αὐτόν... Ἔτσι ἡ θεία λατρεία εἶναι χαρά καί πανηγύρι, ἄνοιξη τῆς ψυχῆς καί πρόγευση τοῦ Παραδείσου...
   Ὅλοι ὅσοι ἐπισκέπτονται τό Ἅγιον Ὄρος, διαπιστώνουν ὅτι ἡ λατρεία δέν ἔχει στατικό, ἀλλά δυναμικό χαρακτῆρα. Εἶναι μία κίνηση πρός τόν Θεό: ἡ ψυχή πού ἀνεβαίνει στόν Θεό, συνανυψώνει μαζί της ὅλη τήν κτίση».

                                      ἀρχιμ. Γεώργιος Καψάνης Γρηγοριάτης (τέλη 20οῦ αἰ.)

Σάββατο 9 Ιουλίου 2016

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΣ ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ


Η ψαλμωδίαις δε δηλούν πάλιν την γινομένην εις ταίς ψυχαίς μας ηδονήν, θεόθεν πεμπομένην, την ηδονήν λέγω αυτήν, οπού μας αναφλέγει εις του Θεού τον έρωτα, και θεϊκώς μας θέλγει και πλέον μας παρακινεί εις μίσος αμαρτίας, εις έχθραν και αποστροφήν κάθε λογής κακίας
Μοναχού Καίσαρίου Δαπόντε,
«Τίνος εστί σύμβολα τα θεία άσματα»,
Εξήγησις της Θείας Λειτουργίας, Βιέννη 1795.

Τα παραπάνω εξαίσια σημειώνει ο λόγιος Ξηροποταμηνός μοναχός από τη Σκόπελο, αναφερόμενος στην Υμνογραφία της Εκκλησίας μας, μιας τέχνης λειτουργικής, που με τα υψηλά νοήματα των κειμένων της συγκινεί τις καρδιές των πιστών, κατανύσσει τις ψυχές των προσευχομένων, διδάσκει τον θεολογικά υψηλό πλούτο της ορθόδοξης διδασκαλίας, κάνει προσιτές της αλήθειες της πίστεως με τρόπο ιεροπρεπή και τερπνό και με τη βοήθεια της βυζαντινής μελοποιίας συνοδεύει με τα λυρικά της δημιουργήματα τόσο τις χαρμόσυνες όσο και τις στενόχωρες στιγμές των πιστών. Μιας τέχνης, που ενώ προσλαμβάνει ανθρώπινα μέσα, όπως ο γραπτός λόγος επενδυμένος με τη μουσική, δεν μένει σε αυτά, αλλά ανεβάζει τον πιστό, μέσω της κατάνυξης και της προσευχής, στον θρόνο του Θεού. Μιας τέχνης που διακονεί έναν βασικό σκοπό: να βοηθήσει τον άνθρωπο στην ένωσή του με τον Θεό.
Είναι γνωστό ότι κοιτίδες της Υμνογραφίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι οι Άγιοι Τόποι της Παλαιστίνης και της Συρίας καθώς έκει ήκμασαν και διέπρεψαν τα μεγάλα παναρμόνια όργανα του Αγίου Πνεύματος, οι πρώτοι διαπρεπείς άγιοι υμνογράφοι Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Ανδρέας Κρήτης, Σωφρόνιος Ιεροσολύμων, Κοσμάς ο Ποιητής και Θεοφάνης ο Γραπτός, αλλά, και στη συνέχεια, η Κωνσταντινούπολη, με τους μεγάλους υμνογράφους της περιώνυμης μονής Στουδίου και τους εξαίσιους ύμνους τους.
Οι όσιοι και θεοφόροι αυτοί Πατέρες, «αί μυστικαί του Πνεύματος σάλπιγγες», οι πεφωτισμένοι αυτοί νόες, δόκιμοί και θεόπνευστοι υμνογράφοι, έθεσαν τα θεμέλια της Υμνογραφίας, καθώς μέσα από τους καρπούς της καθαράς και θεοειδούς ψυχής τους διαμόρφωσαν τις βάσεις και τους κανόνες της λειτουργικής αυτής τέχνης, μέσα στην οποία λατρεία, δόγμα και ήθος περιχωρούνται και συναρμόζονται.
Αλλά και το Άγιον Όρος, το παλλάδιο αυτό της ασκήσεως και το εργαστήριο της αγιότητας, όπου όλες οι αρετές καλλιεργούνται κατά τρόπο θαυμαστό, με την πανθομολογούμενη προσφορά του στη διαμόρφωση της ορθόδοξης πνευματικότητας, δεν θα μπορούσε να υστερήσει και στην πνευματική διακονία του εμπλουτισμού της λειτουργικής μας ζωής. Έτσι, ο Αγιώνυμος Άθως προστέθηκε στους ιερούς εκείνους τόπους όπου καλλιεργήθηκε και εμπλουτίστηκε η εκκλησιαστική μας ποίηση, όπου παρήχθησαν «εύχυμοι και ηδείς καρποί ασμάτων ιερών και μελιχρών ύμνων» (μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης).
Στο πέρασμα των δώδεκα αιώνων μοναχικής ζωής, δεν είναι λίγοι εκείνοι οι Αγιορείτες πατέρες, που τίμησαν και ανέδειξαν με την προσφορά τους την εκκλησιαστική ποίηση και μουσική και έθεσαν ανεξίτηλα την σφραγίδα τους στην Υμνογραφία, ασχολούμενοι και επιδιδόμενοι είτε στην σύνταξη υμνογραφημάτων είτε στη μελοποίηση των έργων αυτών.
Η θεία λατρεία για τον Αγιορείτη μοναχό δεν είναι κάτι στο περιθώριο της ζωής του αλλά κατέχει σ’ αυτήν κεντρική θέση. Δεν είναι πάρεργο, αλλά το κύριο έργο και η αποστολή του.
Μέσα σ’ αυτήν πραγματώνει τον μυστικό του γάμο με τον νυμφίο Χριστό, για τον Οποίον άλλωστε και αναχώρησε από τον κόσμο.
Έτσι, πολλές ώρες την ημέρα περνά στο ναό, λατρεύοντας τον Θεό και τιμώντας τους Αγίους Του. Με τον τρόπο αυτό ωριμάζει και αυξάνει εν Χριστώ.
kaysokalib2
Σε κάθε αθωνικό ναό και στις καρδιές των προσευχομένων πατέρων, από το Απόδειπνο μέχρι και το τέλος της Θείας Λειτουργίας, όπου ολοκληρώνεται η νυχθήμερη Ακολουθία, ξεδιπλώνεται ολόκληρο το σχέδιο της πρόνοιας του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου, ενώ η ίδια η αγιορείτικη εκκλησιαστική τάξη αντικατοπτρίζει την τάξη του ουρανίου θυσιαστηρίου.
Στον χώρο του ναού, κατά τη θεία λατρεία και κατά τη διάρκεια του λειτουργικού χρόνου, ο Αγιορείτης βλέπει τον Χριστό να γεννιέται στη Βηθλεέμ, να βαπτίζεται, να διδάσκει το λαό, να θαυματουργεί, να πάσχει, να σταυρώνεται, να ανασταίνεται, να αναλαμβάνεται στους ουρανούς, να στέλνει τον Παράκλητο αλλά και πάλι να έρχεται μετά δόξης. Επιβεβαιώνονται έτσι τα λόγια του οσίου Νικοδήμου του Αγιορείτου ότι στον ορθόδοξο ναό υπάρχουν όλα τα πανάγια προσκυνήματα της Αγίας Γής και ότι ο ναός είναι επίγειος ουρανός.
Το Άγιον Όρος εδώ και δώδεκα αιώνες τρέφεται μυστικά με το ουράνιο μάννα της θείας λατρείας, υπενθυμίζοντας σιωπηλά σε όλους τους Χριστιανούς που βρίσκεται η πηγή της εν Χριστώ ζωής.
Έχει γραφεί ότι η αγιορείτικη μελωδία και υμνωδία «είναι σαν μοσχοβολιά, και σαν πνοή αύρας λεπτής, που τα μυρώνει όλα γύρω της. Αυτή η αλλιώτικη πνοή είναι το ορθόδοξο λατρευτικό ήθος, που ξεχύνεται μέσ’ από την απαράμιλλη σε κάλλος και ανυπέρβλητη σε ύψος νοημάτων ελληνική λατρευτική ποίηση, την ορθόδοξη υμνολογία, με την αγιολογία της και τη θεολογία της. Η ζωντανή και αδιάκοπη παράδοση και η διαρκής και συνεχής ενασχόληση των μοναχών στα μοναστήρια με την ψαλτική και την υμνολογία είναι φροντίδα για θεοσέβεια, είναι ευπρέπεια και ετοιμασία για να μπορούμε να μιλάμε στον Θεό, τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα» (Γ. Στάθης).
Η χορεία των Αγιορειτών πατέρων που ασχολήθηκαν με την Υμνογραφία, είναι πλούσια και αξιόλογη. Όλοι τους, ως θεοκίνητα όργανα και ψαλτήρια δεκάχορδα και μουσικοί τέττιγες κελάηδησαν στο Περιβόλι της Παναγίας τους θείους τους ύμνους προς τον Θεό, μεταρσιώνοντας τις ψυχές των πιστών προς τον θείο έρωτα.
Τους περισσότερους από τους Αγιορείτες υμνογράφους, κατά το μέτρο του χαρίσματος που δόθηκε στον καθένα άπ’ αυτούς, διακρίνει ο πλούτος και η πυκνότητα των νοημάτων, το εύρυθμον των ύμνων, η εκφραστικότητα και η ευχέρεια κατά την ποίηση, η κομψότητα του ποιητικού λόγου, η ευρηματικότητα των ιδεών και η εν συντομία περιεκτικότητα καθώς και η μεταφορά του ασκητικού πνεύματος, του μοναχικού ήθους, του γλαφυρού ύφους και της θεολογικής σκέψης του Αγίου Όρους.
Όπως είναι φυσικό, οι Αγιορείτες υμνογράφοι δημιούργησαν τις συνθέσεις τους στο πλαίσιο του Αγιορείτικου λεγομένου Τυπικού της εκκλησιαστικής Ακολουθίας. Πρόκειται για ένα Τυπικό στο οποίο ανακαλύπτουμε τόσο το Τυπικό της Λαύρας του Αγίου Σάββα των Ιεροσολύμων (Σαββαϊτικό Τυπικό) και της μονής Στουδίου της Κωνσταντινουπόλεως (Στουδιτικό Τυπικό), όσο και τα ιδιαίτερα τυπικά στοιχεία, τα οποία παρέδωσαν οι άγιοι κτήτορες των ιερών αθωνικών μονών, αλλά και τις λειτουργικές ανάγκες των πατέρων. Κι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο κάθε αγιορείτικο μοναστικό καθίδρυμα φέρει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του στην τέλεση των Ακολουθιών σε σχέση με τα λοιπά καθιδρύματα, χωρίς βέβαια να ξεφεύγει από τον κεντρικό κοινό τύπο και κανόνα.

Πηγή: Περιοδική έκδοση του ομίλου φίλων του Αγίου Όρους «Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης», «Αθωνίτης», έτος 25ο, τ. 94, σελ. 9-10, Α΄ τρίμηνο 2016.

ΠΗΓΗ: www.pemptousia.gr